Αριθμός 238/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τμήμα 4ο )
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………….., κατοίκου Σαλαμίνας Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Σταυρούλα Κόγια.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Ευαγγελία Μαργαρίτη.
Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) η εκκαλούσα την από 30.12.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015) αγωγή και β) ο εφεσίβλητος την από 7.12.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2016) αγωγή, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4653/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα αναφερόμενα σ΄αυτήν
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα της α΄αγωγής-εναγόμενη της β΄ αγωγής και ήδη εκκαλούσα με την από 17.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ 17.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………..) αρχικά η 20η.2.2020 και, μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιες Δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 17-1-2019 (αρ. καταθ. ………/2019) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας-εναγομένης κατά της υπ΄ αρ. 4653/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 598-612 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθ. τέταρτο του Ν. 4335/2015), α) την από 30-12-2015 (αρ. καταθ. ……../2015) αγωγή της ενάγουσας-εναγομένης, ήδη εκκαλούσας και β) την από 7-12-2016 (αρ. καταθ. ………../2016) αγωγή του ενάγοντος-εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου, με τις οποίες ζητούσαν α) η ενάγουσα-εναγομένη την απαγγελία της λύσης του γάμου τους και (με την σωρευόμενη αγωγή) την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστη από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς της και β) ο ενάγων-εναγόμενος την απαγγελία της λύσης του γάμου τους, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από την εκκαλούσα, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ……………/2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ). Σημειώνεται ότι, όπως εκτίθεται κατωτέρω, η κρινόμενη έφεση προσβάλλει την εκκαλουμένη μόνον καθ΄ ο μέρος απορρίφθηκε η σωρευόμενη στο αγωγικό δικόγραφο της ενάγουσας αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης.
Με την από 30-12-2015 (αρ. καταθ. ………./2015) αγωγή η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ζήτησε: α) να λυθεί ο γάμος της με τον εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, επειδή οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά από λόγους που εκτίθενται λεπτομερώς στο δικόγραφο και αφορούν στο πρόσωπο του τελευταίου (εναγομένου), ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι΄ αυτή, και β) όπως, πρωτοδίκως, παραδεκτά περιορίστηκε, κατ΄ άρθρο 223 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, το καταψηφιστικό αίτημά της σε έντοκο αναγνωριστικό, με δήλωση της πληρεξούσιάς της Δικηγόρου, που καταχωρήθηκε νομότυπα στα ταυτάριθμα με την προσβαλλομένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου έγγραφες προτάσεις της, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 25.000 ευρώ, για τις αναφερόμενες στο δικόγραφο πράξεις που τέλεσε σε βάρος της ο ίδιος (εναγόμενος) κατά τη διάρκεια και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, προσβάλλοντας παράνομα και υπαίτια την προσωπικότητά της.
Με την από 7-12-2016 (αρ. καταθ. ………./2016) αγωγή ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ζήτησε να λυθεί ο γάμος του με την εναγομένη, επειδή οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά από λόγους που εκτίθενται στο δικόγραφο και αφορούν στο πρόσωπο της τελευταίας (εναγομένης), ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη γι΄ αυτόν, επικουρικά δε λόγω ισχυρού κλονισμού, διότι βρίσκονται σε συνεχή διάσταση επί δύο και πλέον έτη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 4653/2018 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, έκρινε α) απορρίπτοντας τις περί του αντιθέτου αιτιάσεις του εναγομένου, ότι η από 30-12-2015 (αρ. καταθ. ………../2015) αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, πλην της σωρευόμενης στο ίδιο δικόγραφο αγωγής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας, την οποία έκρινε απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη καθ΄ ο μέρος αφορά στην επικαλούμενη απ΄ αυτήν (ενάγουσα) εγκατάλειψή της από τον εναγόμενο, ο οποίος είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση, καθώς και αναφορικά με τη διαλαμβανόμενη στο δικόγραφο απαξιωτική και προσβλητική συμπεριφορά του (εναγομένου) απέναντί της και β) ότι η από 7-12-2016 (αρ. καταθ. …………/2016) αγωγή είναι νόμιμη, ακολούθως δε, αφού απέρριψε τη σωρευόμενη στο δικόγραφο της από 30-12-2015 (αρ. καταθ. …………/2015) αγωγής αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας-εναγομένης, ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, καθ΄ ο μέρος αφορά στην επικαλούμενη από την ενάγουσα-εναγομένη βιαιοπραγία σε βάρος της από τον ενάγοντα-εναγόμενο σύζυγό της, δέχθηκε κατά τα λοιπά αμφότερες τις ένδικες αγωγές ως βάσιμες και κατ΄ ουσίαν, [την από 7-12-2016 (αρ. καταθ. …………/2016) αγωγή όσον αφορά την επικουρική της βάση, καθόσον, έκρινε ότι, η εξέταση της κύριας αγωγικής βάσης παρέλκει λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των διαδίκων], απήγγειλε τη λύση του μεταξύ των διαδίκων γάμου και συμψήφισε τα μεταξύ των διαδίκων, αμφοτέρων των αγωγών, δικαστικά έξοδα στο σύνολό τους. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 17-1-2019 (αρ. καταθ. ………/2019) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα της από 30-12-2015 (αρ. καταθ. …………/2015) αγωγής και, κατ΄ εκτίμηση αυτής, και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητείνα γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί και επικουρικά να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη μόνον καθ΄ο μέρος απέρριψε την αγωγή της για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, με σκοπό να γίνει δεκτή αυτή (αγωγή για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης) .
Κατά το άρθρο 16 του Ν. 1329/1983 καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 1453 του ΑΚ, με την οποία ρυθμιζόταν το θέμα της χρηματικής ικανοποιήσεως, που μπορούσε να επιδικασθεί από το Δικαστήριο, με την περί διαζυγίου απόφαση, στον αναίτιο σύζυγο, για την ηθική βλάβη που υπέστη, λόγω βαριάς προσβολής του προσώπου του, από γεγονός, που αποτελούσε το λόγο διαζυγίου, χωρίς να θεσπισθεί άλλη σχετική διάταξη. Συνεπώς, το αντίστοιχο δικαίωμα, ρυθμίζεται πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 299 του ΑΚ, από τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 και 932 αυτού, κατά τις οποίες, για την θεμελίωση του εν λόγω δικαιώματος, πρέπει τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα) να είναι πρόσφορα και ικανά, αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από την συζυγική σχέση, να επιφέρουν την προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου ή να συνιστούν αδικοπραξία (ΑΠ 686/2004, ΑΠ 566/2003, ΑΠ 1610/1991, ΕφΑθ 2525/2020, ΕφΠειρ 473/2015, ΕφΠειρ 608/2012). Υπό την ισχύ, δηλαδή, των νέων διατάξεων, περί διαζυγίου, οι οποίες καθιερώνουν ένα σύστημα διαζυγίου αντικειμενικό, όπου η υπαιτιότητα δεν έχει πια την σημασία που είχε και το διαζύγιο θεωρείται, ως ένα μέσο προασπίσεως του δικαιώματος κάθε συζύγου, για προστασία της προσωπικότητάς του και ως τρόπος με τον οποίο παρέχεται η δυνατότητα και στους δύο συζύγους για απόπειρα δημιουργίας μιας άλλης οικογένειας επιτυχημένης, γίνεται γενικώς δεκτό, ότι η παράβαση των συζυγικών υποχρεώσεων δεν αποτελεί αδικοπραξία, με την τεχνική σημασία του όρου και συνεπώς το άρθρο 932 του ΑΚ, που αφορά χρηματική αποκατάσταση ηθικής βλάβης από αδικοπραξία, που γεννά υποχρέωση προς αποζημίωση, δεν μπορεί να εφαρμοστεί, όταν η προσβολή της προσωπικότητας και η συνακόλουθη ηθική βλάβη προκαλείται από παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων. Εξάλλου η προσβολή της προσωπικότητας του άλλου συζύγου, που προκαλείται αναπόφευκτα κάθε φορά, που εκδηλώνεται συμπεριφορά μη σύμφωνη με τις υποχρεώσεις της έγγαμης συμβιώσεως δεν πρέπει αδιακρίτως να θεμελιώνει, πέρα από το δικαίωμα για διαζύγιο και αξίωση, για χρηματική ικανοποίηση, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ. Ο σύζυγος που έχει προσβληθεί έχει το δικαίωμα να ζητήσει τη λύση του γάμου, όταν, όμως, οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το διαζευκτικό παράπτωμα, είναι τέτοιες, που εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας, που συνεπάγεται, για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι είναι δυνατή η επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ηθικής βλάβης. Για την εν λόγω επιδίκαση, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 59 του ΑΚ, δεν αρκεί οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητας, αλλά απαιτείται να υπάρχει σοβαρή τοιαύτη, με την έννοια, ότι δημιουργούνται εξαιρετικές συνθήκες τέτοιες, που η ανθρώπινη αντοχή υπερβαίνει τα όρια αντοχής του μέσου κοινωνικού ανθρώπου στη συγκεκριμένη δε περίπτωση να αποδεικνύεται, ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων ήταν πρόσφορα και ικανά να οδηγήσουν και οδήγησαν στη μείωση της υπολήψεως και την παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του συζύγου σε βάρος του οποίου έλαβαν χώρα (ΑΠ 558/2006, ΑΠ 686/2004 ΕλλΔνη 47.775, ΑΠ 566/2003 ΕλλΔνη 45.1367, ΕφΠειρ 187/2019, ΕφΘράκης 67/2015, ΕφΠειρ 608/2012). Με την έννοια αυτή, δεν επιφέρουν προσβολή της προσωπικότητας οι παραβάσεις των υποχρεώσεων συμπαράστασης, συνοίκησης, στοργής και επίδειξης του επιβαλλόμενου ενδιαφέροντος από τον ένα σύζυγο για τον άλλο ή ακόμα και η παράβαση της υποχρέωσης της συζυγικής πίστης, συνιστούν όμως προσβολή της προσωπικότητας, πράξεις εξύβρισης, σωματικών βλαβών ή απλών βιαιοπραγιών, που προσβάλλουν την τιμή, τη σωματική ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια του προσώπου, αφού αυτές γεννούν αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, διότι καθεαυτές και ανεξάρτητα από τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης που οφείλεται σε αυτές, επιφέρουν προσβολή της προσωπικότητας (ΑΠ 558/2006, ΑΠ 686/2004, ΑΠ 566/2003, ΕφΠειρ 473/2015, ΕφΑθ 1664/2010 ΝΟΜΟΣ).Το σχετικό αίτημα μπορεί είτε να σωρευθεί στο δικόγραφο της αγωγής διαζυγίου είτε να ασκηθεί με αυτοτελή αγωγή, συνεκδικαζόμενη με την αγωγή διαζυγίου ή με ανταγωγή, ή να ασκηθεί με ανεξάρτητη αγωγή ως αντικείμενο χωριστής δίκης (ΑΠ 125/2019, ΕφΠειρ 42/2020, ΕφΘρ 67/2015, ΕφΔυτΣτερΕλλ 10/2014, δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1834/2001 Αρμ2002.541). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ, συνάγεται ότι, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από την προσβολή της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρονται σ΄ αυτήν το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην τελευταία και στην προσβολή της προσωπικότητας και η υπαιτιότητα του εναγομένου. Αντίθετα, άλλοι ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση, η κοινωνική θέση των διαδίκων κ.α, αποτελούν είτε ιδιότητες στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής, είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος, δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη, αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται γι΄ αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010.453, ΑΠ 1445/2003 ΕλλΔνη 46.822, ΕφΑθ 217/2018, ΕφΑθ 6982/2007 ΕπισκΕμπΔ 2008.189). Στην προκειμένη περίπτωση τα εκτιθέμενα στην ένδικη από 30-12-2015 (αρ. καταθ. ………./2015) αγωγή πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν παράβαση συζυγικών υποχρεώσεων (παραπτώματα) εκ μέρους του συζύγου-εναγομένου και συγκεκριμένα η επικαλούμενη από την ενάγουσα εγκατάλειψή της από τον εναγόμενο, [που είχε ως αποτέλεσμα, κατά τους ισχυρισμούς της (ενάγουσας), να επιδεινωθεί η κατάσταση της υγείας της], ο οποίος είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση, καθώς και η διαλαμβανόμενη στο δικόγραφο απαξιωτική και προσβλητική συμπεριφορά του (εναγομένου) απέναντί της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, δεν ευρίσκουν έρεισμα ούτε στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ ούτε και σ΄ αυτή του άρθρου 932 του ΑΚ, αφού αυτά (περιστατικά) και αληθή υποτιθέμενα, δεν αποτελούν ασυνήθιστες περιστάσεις, πέρα από τις συντρέχουσες σε κάθε διαζύγιο, ούτως ώστε να μπορούν να στοιχειοθετήσουν τo νόμω βάσιμο της αξίωσης της ενάγουσας με τις ως άνω διατάξεις, ούτε και αυτοτελώς κρινόμενα, ανεξάρτητα δηλαδή από την συζυγική σχέση είναι πρόσφορα και ικανά να προσβάλουν την προσωπικότητά της (ενάγουσας), αλλά πρόκειται για συνθήκες τέτοιες που δεν εκφεύγουν των ορίων της συνήθους δοκιμασίας που συνεπάγεται για τον αναίτιο σύζυγο η παράβαση από τον άλλο των συζυγικών καθηκόντων και δεν συνιστούν, αυτοτελώς και αντικειμενικώς κρινόμενα, σοβαρή ή σημαντική προσβολή, δεδομένου ότι δεν είναι τόσο εξαιρετικά, ώστε η ανθρώπινη αντοχή να υπερβαίνει τα όρια του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η εν μέρει ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει ο σχετικός λόγος της ένδικης εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμος. Κατά τα λοιπά με αυτό το περιεχόμενο η σωρευόμενη στο δικόγραφο της από 30-12-2015 (αρ. καταθ. …………./2015) αγωγής ένδικη αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης είναι ορισμένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε.
Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ………….. και ………….. αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, [ανάμεσα στα οποία έγγραφα τα οποία για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας προσκομίζονται με επίκληση όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1088/2019, ΑΠ 394/2012), μεταξύ των οποίων (εγγράφων) και οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες ένορκες βεβαιώσεις, που λήφθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σε προηγούμενες δίκες μεταξύ των ίδιων διαδίκων και οι οποίες λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (πρβλ ΑΠ 818/2009, ΑΠ 399/2009, ΑΠ 227/2007, ΑΠ 700/1999), χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΑΠ 1068/2002 ΑρχΝ 2004.70), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο την 7-5-1978 στην Αθήνα. Από το γάμο τους αυτόν απέκτησαν δύο τέκνα, τον ……. και τον ………, οι οποίοι γεννήθηκαν την 26-2-1979 και την 2-1-1984, αντίστοιχα. Η έγγαμη συμβίωσή τους υπήρξε από την έναρξή της πρoβληματική, εξαιτίας της αυταρχικής συμπεριφoράς τoυ εναγομένου απέναντι στη σύζυγό του-ενάγουσα, την οποία υποτιμούσε, την απαξίωνε και την περιφρονούσε, ενώ, την 7-12-2009, εγκατέλειψε την, επί της οδού …………, στη Σαλαμίνα Αττικής, συζυγική οικία, προκειμένου να συζήσει με άλλη γυναίκα, με την οποία είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση. Αποτέλεσμα τούτων ήταν να διασπαστεί η μεταξύ των διαδίκων έγγαμη σχέση οριστικά και έκτοτε αυτοί να βρίσκονται σε διάσταση, η οποία συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή και χωρίς να υπάρχει πρόθεση επανασύνδεσης. Αντιθέτως όμως, δεν αποδείχθηκαν τα επικαλούμενα από την ενάγουσα κλονιστικά γεγονότα, κατά τα οποία ο σύζυγός της-εναγόμενος επεδείκνυε βάναυση και επικίνδυνη συμπεριφορά προς την ίδια, εκδηλώνοντας αυτή (συμπεριφορά) με σωματική βία. Άλλωστε και ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι προκλήθηκε σ΄ αυτήν σοβαρό γυναικολογικό πρόβλημα (κονδυλώματα), για το οποίο αναγκάστηκε να υποβληθεί σε εγχείρηση αφαίρεσης των γεννητικών της οργάνων και ότι υπαίτιος της μετάδοσης σ΄ αυτήν του ως άνω νοσήματος είναι ο εναγόμενος, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο. Ειδικότερα, δεν αποδείχθηκε ούτε και από το επικαλούμενο σχετικό 14ζ, ήτοι το αντίγραφο της από 9-6-1999 κυτταρολογικής εξέτασης κολποτραχηλικών επιχρισμάτων, καθόσον από αυτό (αντίγραφο) προκύπτει ότι κατά το έτος 1991 η ενάγουσα υπέστη ολική υστερεκτομή, ενώ δεν προκύπτει ο λόγος για τον οποίο υποβλήθηκε σ΄ αυτήν (ολική υστερεκτομή) και ότι γι΄ αυτόν τον λόγο υπαίτιος είναι ο εναγόμενος. Επομένως, η σωρευόμενη στο δικόγραφο της από 30-12-2015 (αρ. καταθ. ………./2015) αγωγής αγωγή χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης της ενάγουσας, καθ΄ ο μέρος αφορά στις επικαλούμενες από την ενάγουσα βιαιοπραγία σε βάρος της από τον εναγόμενο σύζυγό της και μετάδοση εκ μέρους αυτού στην ίδια (ενάγουσα) του ως άνω νοσήματος, πρέπει να απορριφθεί, ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, ενώ, κατόπιν τούτου, παρέλκει η εξέταση του παραδεκτού, της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας της ένστασης του άρθρου 281 του ΑΚ που προβάλλει ο εφεσίβλητος με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προτάσεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η εν μέρει ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει οι σχετικοί λόγοι της ένδικης εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμοι. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη και να διαταχθεί, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, η εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ …………/2019,ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, αφού πρόκειται για διαφορά ανάμεσα σε συζύγους (άρθρα 106, 179, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 17-1-2019 (αρ. καταθ. ………/2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4653/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 598-612 ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την αντικατάστασή τους από το άρθρο 1 άρθ. τέταρτο του Ν. 4335/2015)].
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ……../2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στο Δημόσιο Ταμείο.
Συμψηφίζει, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 20 Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ