Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 245/2021

Αριθμός     245/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:   ……., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μακρή Μαρία.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:   ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Έλλη Μελέμη.

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  17.11.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4120/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από  25.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……./2018) αρχικά η 24η.10.2019, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και τις υπ΄ αριθμ. 37/2020 και 74/2020 Πράξεις του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 25.10.2018 (αρ.καταθ. ………../26.10.2018) έφεση κατά της υπ’ αριθ. 4120/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (όπως οι διατάξεις ίσχυαν πριν την τροποποίηση του με το Ν. 4335/2015), αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών (άρθ. 518 παρ. 1, 15 Κ.Πολ.Δ), δεδομένου ότιι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε την 26.9.2018, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση στο αντίγραφο αυτής του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Αθηνών ………., και η έφεση ασκήθηκε από την εκκαλούσα, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την 26.10.2018, σύμφωνα με την αναφερθείσα παραπάνω έκθεση κατάθεσης (άρθ. 495, 498, 511, 513, 516, 517, 518 παρ. 1, 591 παρ. 1, ως ισχύουν μετά την αντικατάσταση και τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 ως εκ του χρόνου άσκησης της έφεσης). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 Κ.Πολ.Δ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από την ενσωματωμένη στην ως άνω πράξη κατάθεσης της έφεσης πράξη κατάθεσης παραβόλου αντιστοίχως του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά.

Ι) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με τη σύμβαση δανείου ο ένας από τους συμβαλλόμενους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου, ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου (ΑΠ 889/2010, ΑΠ 1598/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2)ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3)άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στο δανειστή προς εξασφάλιση του (ΑΠ 1182/2019, ΑΠ 889/2010, Εφ.Θεσσαλ. 2253/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, δεν απαιτείται ρητή αναφορά ότι η μεταβίβαση των χρημάτων έγινε κατά κυριότητα, εφόσον τούτου συνάγεται από το περιεχόμενο της αγωγής (ΑΠ 1182/2019 ο.π, Εφ.Πειρ. 22/2021, Εφ.Θεσσαλ. 265/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙ) Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρο 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του,  ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα,  αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος  επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη  προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β)η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ)πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57 παρ. 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας  δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361-363 Π.Κ. Ειδικότερα κατά τα άρθρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης,  συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε οριοθέτηση της γνώμης άλλου.  Αντίθετα διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ’ αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό,  δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση ,που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 παρ. 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 308/2016, ΑΠ 265/2015, Εφ.Πατρών 123/2021, Εφ.Πατρών 334/2020, Εφ.Δωδ. 122/2020, Εφ.Αιγαίου 15/2020, Εφ.Αθ. 1028/2016, Εφ.Αθ. 174/2014, Εφ.Λαρ. 61/2013, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων στην υπό κρίση αγωγή του ιστορεί ότι, τον Ιούλιο του έτους 2014 η εναγομένη, με την οποία διατηρούσε κατά το χρόνο αυτό φιλικές σχέσεις, επικαλούμενη ότι πρέπει να καλύψει έξοδα αποδοχής κληρονομιάς αποβιώσαντος συγγενικού της προσώπου, απευθύνθηκε σε αυτόν (ενάγοντα) προκειμένου να της καταβάλλει, ως δάνειο, το χρηματικό ποσό των 8.000 ευρώ για το οποίο τον διαβεβαίωσε ότι θα το αποδώσει μέχρι τα Χριστούγεννα του ιδίου έτους (2014) ενόψει της επικείμενος αποζημίωσης που θα ελάμβανε λόγω αναγκαστικής απαλλοτρίωσης τμήματος της περιουσίας της και ότι αυτός (ενάγων) πείσθηκε και μεταβίβασε σε αυτή κατά κυριότητα το άνω χρηματικό ποσό αποδοτέο μέχρι τον προαναφερόμενο χρόνο (Χριστούγεννα 2014). Ότι αυτή (εναγομένη), η οποία απέκρυψε ότι στο μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που διαθέτει (αγροτεμάχιο στη Σαλαμίνα) έχει εγγράψει προσημείωση υποθήκης η Τράπεζα “EUROBANK ERGASIAS”, προφασιζόμενη αναβολές του δικαστηρίου για προσδιορισμό της αποζημίωσης, λόγω της επικληθείσας αναγκαστικής απαλλοτρίωσης περιουσιακού της στοιχείου στη Λαμία, μετέθετε το χρόνο απόδοσης του δανεισθέντος χρηματικού ποσού, για την οποία (απόδοση) την οχλούσε κατ’ αρχή προφορικά ο ενάγων και εν συνεχεία με κοινοποίηση της από 1.9.2015 εξώδικης δήλωσης-πρόσκλησης-διαμαρτυρίας του. Ότι αυτή (εναγομένη), απέστειλε σε απάντηση την από 7.9.2015 εξώδικη απάντηση, διαμαρτυρία, πρόσκληση, δήλωση, την οποία επιπρόσθετα κοινοποίησε και στον τόπο εργασίας του και συγκεκριμένα στον Υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου και με την οποία αρνήθηκε την ύπαρξη σύμβασης δανείου, επικαλούμενη ότι πρόκειται περί δωρεάς, που έλαβε χώρα από ιδιαίτερο καθήκον και για λόγους ευπρέπειας λόγω της πολύμηνης σοβαρής συναισθηματικής σχέσης που τους συνέδεε, η οποία διακόπηκε από την αναφερόμενη ψευδή, προσβλητική, παραπλανητική συμπεριφορά αυτού (ενάγοντα), ο οποίος διατηρούσε παράλληλα σχέσεις με άλλες δύο γυναίκες. Ότι από την προπεριγραφείσα απατηλή και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης υπέστη θετική ζημία που ανέρχεται στο ποσό των 8.000 ευρώ καθώς και ηθική βλάβη από την βαρειά προσβολή της προσωπικής περιουσιακής, κοινωνικής και ψυχικής κατάστασης στην οποία περιήλθε από την αδικοπρακτική ως άνω συμπεριφορά αυτής (εναγομένης). Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 8.000 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε από την σε βάρος του αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης και το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την περιγραφόμενη παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του, άλλως να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ποσό των 8.000 ευρώ, λόγω της ενδοσυμβατικής ευθύνης από τη σύμβαση δανείου άλλως, εάν ήθελε κριθεί ότι δεν του οφείλει το ποσό των 8.000 ευρώ ως αποζημίωση από αδικοπραξία ή από τη σύμβαση δανείου, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι κατέστη πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του χωρίς νόμιμη αιτία. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αρ. 4120/2018 οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς όλες τις βάσεις της, δέχτηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 8.000 ευρώ νομιμοτόκως από 4.10.2015 καθώς και το ποσό των 1.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την σε βάρος του διάδοση συκοφαντικών ισχυρισμών που αναφέρονται στην από 7/9/2015 εξώδικη απάντηση της εναγομένης που κοινοποιήθηκε στον Υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου, ο οποίος έλαβε γνώση του περιεχομένου αυτής (εξωδίκου δηλώσεως). Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την υπό κρίση έφεσή της η ηττηθείσα εναγομένη με τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί, την κατά παραδοχή τους εξαφάνιση της εκκαλούμενης με σκοπό την απόρριψη της αγωγής εναντίον της.

Από την επανεκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων …….. και ………., αντιστοίχως, που εξετάσθηκαν με επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από όλα τα από τους διαδίκους νομίμως προσκομιζόμενα στην παρούσα συζήτηση μετ’ επικλήσεως έγγραφα (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 30/2012, Εφ.Αθ. 21/2008 δημ.ΝΟΜΟΣ), τις φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. εδ.γ΄, 457 παρ. 4 Κ.ΠολΔ), την υπ’ αρ. ………/7.2.2020 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε στην κατ’ έφεση δίκη με επιμέλεια της εκκαλούσας, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καλλιθέας κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου (βλ.την υπ’ αρ. …../29.1.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας Εφετείου Αθηνών, ……….), η οποία λαμβάνεται υπόψη, διότι κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν συντρέχει περίπτωση στρεψοδικίας είτε βαρειάς αμέλειας (Κ.Πολ.Δ 529), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθ. 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι συνδέονταν με συναισθηματική σχέση από το Νοέμβριο του έτους 2013 μέχρι και το μήνα Μάρτιο του 2015. Κατά τη διάρκεια αυτής καταρτίστηκε προφορικά σύμβαση άτοκου δανείου, δυνάμει της οποίας ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, το οποίος της κατέβαλε την 3.7.2014 στον υπ’ αρ. ……….. τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε αυτή (εναγομένη) στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, για κάλυψη προσωπικών-οικογενειακών αναγκών της σχετικών με αποδοχή κληρονομιαίας περιουσίας προσώπου της συγγενικού περιβάλλοντος αυτής (εναγομένης), όπως το γεγονός τούτο, ήτοι ο σκοπός χρησιμοποίησης του δανείσματος συνάγεται από το σύνολο των ισχυρισμών αυτής(εναγομένης), η οποία, εκτός από τη γενική άρνηση, δεν αμφισβήτησε ειδικά την αλήθεια αυτού του πραγματικού γεγονότος, χωρίς άλλωστε τούτο (σκοπός χρησιμοποίησης) να ασκεί ουσιώδη επιρροή στην καταρτισθείσα σύμβαση δανείου (ΑΠ 1802/2007, Εφ.Θεσσαλ. 265/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η καταβολή του ως άνω ποσού στην εναγομένη για την παραπάνω αιτία έγινε με τη συμφωνία να επιστρέψει το ως άνω χρηματικό ποσό άτοκα εντός διαστήματος περίπου τριών (3) μηνών από το χρόνο καταβολής του. Ο ενάγων μετά τη πάροδο του ορισθέντος χρόνου απόδοσης  του δανεισθέντος ποσού όχλησε αρχικά προφορικά την εναγομένη, ιδίως μετά και το πέρας της συναισθηματικής σχέσης που τους  συνέδεε, και ειδικότερα περί τους μήνες Απρίλιο, Μάϊο 2015 και εν συνεχεία κοινοποίησε σε αυτή (εναγομένη)  την 4.9.2015 την από 1.9.2015 εξώδικη  Δήλωση-Πρόσκληση-Διαμαρτυρία, με την οποία την καλούσε, όπως εντός τριών ημερών από την ως άνω κοινοποίηση, να του επιστρέψει το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, το οποίο όμως δεν έχει επιστρέψει έως σήμερα. Η εναγομένη με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αρνήθηκε γενικώς το γεγονός ότι καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής και του ενάγοντα η επίδικη σύμβαση άτοκου δανείου σε εκτέλεση της οποίας ο τελευταίος της μεταβίβασε κατά κυριότητα το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ και ισχυρίστηκε ότι η μεταβίβαση αυτού (εν λόγω ποσού) συνιστά δωρεά, λόγω του μεταξύ  τους σοβαρού δεσμού με προοπτική το γάμο, για λόγους ηθικού καθήκοντος και ευπρέπειας, προκειμένου να αγοράσει καινούργιο αυτοκίνητο ως μέλλουσα σύζυγός του με κύριο μέλημα την ασφάλεια της. Από την προσήκουσα αξιολόγηση και συνεκτίμηση όλων των ανωτέρω αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκε ότι, η εναγομένη προέβη μεν στην αγορά Ι.Χ.Ε επιβατικού αυτοκινήτου μάρκας “VOLVO” μοντέλο “S40”, πλην όμως την 10.12.2014, ήτοι μετά από χρονικό διάστημα πέντε (5) μηνών από την καταβολή στον ως άνω λογαριασμό της του ποσού των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ. Η μεταβίβαση δε της κυριότητας του άνω οχήματος από τον πωλητή ……….. έγινε με παρακράτηση της κυριότητας, η οποία άρθηκε το Μάϊο το έτους 2015 (13.5.2015) με την ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος αγοράς, το οποίο ανέρχονταν σε 5.600 ευρώ. Από τα ανωτέρω περιστατικά, επιβεβαιώνεται  η κρίση του Δικαστηρίου, της σύναψης μεταξύ των διαδίκων τον Ιούλιο έτους 2014 σύμβασης άτοκου δανείου με την καταβολή από τον ενάγοντα ποσού οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ αποδοτέου εντός δύο-τριών μηνών και συνάγεται η ουσιαστική αβασιμότητα του ως άνω προβληθέντος ισχυρισμού. Η αβασιμότητα δε αυτού ενισχύεται επιπλέον και από το γεγονός ότι δεν προκύπτουν οι ειδικές συνθήκες από τις οποίες να δικαιολογείται η επικαλούμενη δωρεά αυτοκινήτου, που ανταποκρίνεται σε αισθήματα στοργής του ενάγοντα προς αυτή (εναγομένη) και το αντίστοιχο  ενδιαφέρον για την ασφάλειά της, είτε σε λόγους κοινωνικής υποχρέωσης (ΑΠ 205/2014, Εφ.Πειρ. 544/2015, Εφ.Θεσσαλ. 1342/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), λαμβανομένης υπόψη, και, της περιουσίας του ενάγοντα, ο οποίος είναι αξιωματικός του λιμενικού σώματος με ετήσια έσοδα που ανέρχονταν κατά τον επίδικο χρόνο (2013/2014/2015) σε 15.000-16.000 ευρώ, χωρίς να διαθέτει ακίνητη περιουσία και έχοντας στην κυριότητά του για τις μετακινήσεις του Ι.Χ.Ε επιβατικό αυτοκίνητο 1300 κυβικών έτους πρώτης κυκλοφορίας 1983 (ΑΠ 1527/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η επίκληση μόνο της ύπαρξης διετούς συναισθηματικής σχέσης με προοπτική το γάμο, χωρίς να συνοδεύεται και από αντίστοιχα περιστατικά, δεν αρκεί να θεμελιώσει  ως αληθή τον ισχυρισμό της εναγομένης περί δωρεάς του μεταβιβασθέντος σε αυτή (εναγομένη) κατά κυριότητα τον Ιούλιο του έτους 2014 του ποσού των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, για αγορά του ως άνω αυτοκινήτου, που έγινε από λόγους ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος και ευπρέπειας. Σε αντίθετη κρίση, δεν οδηγείται το Δικαστήριο από τις καταθέσεις των μαρτύρων αυτής (εναγομένης), από τις οποίες πέραν της αόριστης και ασαφούς αναφοράς, του ως άνω ισχυρισμού αυτής (εναγομένης),  δεν συνάγονται σχετικά με τα ανωτέρω αναφερθέντα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να δικαιολογούν στην προκειμένη περίπτωση την ιδιαίτερη στοργή και ενδιαφέρον του ενάγοντα για την ασφάλεια της και θεμελιώνουν τη δωρεά για λόγους ιδιαίτερου καθήκοντος και ευπρέπειας συνεπεία της συναισθηματικής σχέσης που συνέδεε αυτούς (διαδίκους), του χρόνου που έγινε (η δωρεά), τους λόγους τμηματικής (με δόσεις) καταβολής του τιμήματος αγοράς, του ακριβούς ποσού που δώρισε ο ενάγων, ενόψει του ότι, όπως προεκτέθηκε, το τίμημα αγοράς  του ως άνω αυτοκινήτου ανήλθε σε 5.600 ευρώ. Περαιτέρω, το γεγονός ότι καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων η επίδικη σύμβαση δανείου αποδεικνύεται και από τη κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, η οποία, κρίνεται αξιόπιστη και η οποία  με σαφήνεια και γνώση καταθέσει: “……Τον κύριο …….. τον γνωρίζω, είμαστε οικογενειακοί φίλοι εδώ και δεκαπέντε χρόνια……βεβαίως της  δάνεισε ένα ποσό…..του είπε ότι είχε κάποια οικονομικά προβλήματα και αν μπορούσε να τη βοηθήσει για ένα μικρό χρονικό διάστημα……ένα ποσό 8-9.000 ευρώ περίπου……με τη προϋπόθεση σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα θα του τα επιστρέψει…….πίστεψε σε δύο τρεις μήνες θα του τα δώσει……Είχαν συμφωνήσει……μετά από ένα δύο μήνες…….Πέρασαν οι δύο μήνες και…….δεν του κατέθεσε. Συναντήθηκαν μια φορά και συγκεκριμένα του μετέφερα εγώ με το δικό μου μηχανάκι εδώ στον Πειραιά και του είπε θα του δώσει τα χρήματα….Απρίλιο του 2015 εκεί περίπου, τα χρήματα αυτά δεν του τα έδωσε, του είπε…….σε ένα μήνα. Σε ένα μήνα ξανασυναντήθηκαν και του είπε εγώ τα χρήματα δε σου τα επιστρέφω……….”. Κατ΄ακολουθία όλων των ανωτέρω, συνήφθη, όπως ήδη προεκτέθηκε, μεταξύ των διαδίκων σύμβαση άτοκου δανείου, σε εκτέλεση της οποίας ο ενάγων μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη το ποσό των οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, το οποίο η τελευταία αρνείται να του επιστρέψει και ο ενάγων με την από 1/9/2015 εξώδικη Δήλωση, που επιδόθηκε στην εναγομένη την 4/9/2015, κατήγγειλε αυτή (σύμβαση δανείου). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον προαναφερθέντα ισχυρισμό της εναγομένης, ήτοι “ότι ο ενάγων της είχε δωρίσει το εν λόγω ποσό, λόγω του μεταξύ τους σοβαρού δεσμού με προοπτική το γάμο, για λόγους ηθικούς καθήκοντος και ευπρέπειας, προκειμένου να αγοράσει καινούργιο αυτοκίνητο ως μέλλουσα σύζυγός του με κύριο μέλημά του την ασφάλεια της” και δέχθηκε ότι η εναγομένη οφείλει στον ενάγοντα, από σύμβαση άτοκου δανείου που καταρτίσθηκε τον Ιούλιο 2014, το ποσό των 8.000 ευρώ νομιμοτόκως από την κοινοποίηση της από 1/9/2015 εξώδικης δήλωσης και έως εξοφλήσεως, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από της παρούσας απόφασης (Κ.Πολ.Δ), ορθά εφάρμοσε και ερμήνευσε το νόμο και ορθά εκτίμησε τις  αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου συναφείς λόγοι (πρώτος-δεύτερος) της υπό κρίση εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι. Περαιτέρω, η εναγομένη σε απάντηση της προαναφερθείσας από 1/9/2015 εξώδικης Δήλωσης-Διαμαρτυρίας-Πρόσκλησης που κοινοποίησε σε αυτή ο ενάγων, κοινοποίησε τόσο σε αυτόν (ενάγοντα), όσο και  στον Υπουργό Ναυτιλίας και Αιγαίου την από 7/9/2015 Εξώδικη Απάντηση-Διαμαρτυρία-Πρόσκληση-Δήλωση, με το ακόλουθο περιεχόμενο:

“ (α) Κατ’ αρχήν, όπως πολύ καλά γνωρίζετε και σκόπιμα αποφεύγετε να αναφέρετε στην παραπάνω εξώδικη Δήλωση, Πρόσκληση και Διαμαρτυρία σας, διατηρούσαμε μεταξύ μας στενή συναισθηματική σχέση με σκοπό το γάμο και την τεκνοποιΐα, εδώ και ενάμισυ έτος και συγκεκριμένα από τον Νοέμβριο του έτους 2013. Για το λόγο αυτό, μου δηλώσατε ευθύς αμέσως από την γνωριμία μας, ότι είσασταν τρομερά ενθουσιασμένος με μένα και τη σχέση μας και με πείσατε αλλά και μου υποσχεθήκατε, ότι θα αρραβωνιαστούμε γρήγορα και θα τελέσουμε γάμο άμεσα, με σκοπό την τεκνοποίηση και ότι για το λόγο αυτό, περιμένατε με ανυπομονησία να με γνωρίσετε στους γονείς σας το οποίο όμως ουδέποτε πράξατε. Στη συνέχεια μου ζητήσατε να μετακομίσετε αμέσως στην οικία μου και με ενημερώσατε ότι γνωρίζετε από δικές σας πηγές όλη μου την περιουσία (κινητή και ακίνητη) και ότι πρέπει να γίνει ανακαίνιση στην οικία μου, με δική σας δαπάνη, προκειμένου να εγκατασταθούμε μαζί σε αυτήν, να παντρευτούμε άμεσα και να τεκνοποιοήσουμε.

(β) Όμως, σκόπιμα και από πρόθεση, μου αποκρύψατε, ότι τηρούσατε ήδη σχέση με άλλη σύντροφο, παράλληλα με τη δική μας σχέση και μάλιστα διαβιούσατε και μαζί στο ίδιο σπίτι, αναφερόμενος σε αυτήν ως τάχα “γριά που την τρέχατε στα νοσοκομεία”, ενώ, όπως εσείς ο ίδιος ομολογήσατε και ενώπιον τρίτων, διαπίστωσα ότι πρόκειται για τακτική σύντροφό σας, με την οποία είχατε σχέση για μεγάλο χρονικό διάστημα και συμμετείχατε σε διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις, εκδρομές κ.λ.π

(γ) Επιπλέον, εκτός από τις παραπάνω ψευδείς διαβεβαιώσεις σας, ότι τάχα επιδιώκατε να παντρευτούμε άμεσα και να τεκνοποιήσουμε, ενώ παράλληλα διατηρούσατε σχέση και συμβιώνατε με άλλη σύντροφο, στη συνέχεια διαπίστωσα και ομολογήσατε και εσείς ο ίδιος, ότι διατηρείτε συναισθηματική σχέση και με τρίτο πρόσωπο, την οποία μου κατονομάσατε ως την κυρία ……….. και η οποία, κατά δήλωσή σας, σας μετέφερε παράνομα και χωρίς τη συγκατάθεσή μου, εκμεταλλευόμενη την ιδιότητα της εργασίας της, απόρρητα προσωπικά οικονομικά μου στοιχεία, χωρίς ποτέ να δώσω την συγκατάθεσή μου, για τις παραπάνω παράνομες και αξιόποινες πράξεις που τελέσατε από κοινού, με την παραπάνω κυρία, για τις οποίες επιφυλλάσομαι να ασκήσω όλα τα νόμιμα δικαιώματά μου.

(δ) Εκτός όμως από τις παραπάνω ψευδείς δηλώσεις, υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις σας, περί τάχα πρόθεσή σας να τελέσουμε γάμο και τα τεκνοποιήσουμε, είναι εντελώς προκλητικό και κραυγαλέα διαστρεβλωτικό της αλήθειας και της πραγματικότητας, να ισχυρίζεστε ότι, τάχα, μου δανείσατε το ποσό που ισχυρίζεστε, ενώ η αλήθεια και η πραγματικότητα είναι, ότι ουδέποτε, σας ζήτησα κανένα απολύτως δάνειο, το αντίθετο, εσείς από δική σας προαίρεση και για να μου αποδείξετε το αληθές των ισχυρισμών σας, ως δώρο αγάπης και αφοσίωσης, ότι επιθυμούσατε να τελέσουμε γάμο και να τεκνοποιήσουμε, αποφασίσατε να προβείτε στην δωρεά ενός μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, το οποίος εσείς θα ελέγχατε και ελέγξατε, λόγω της ιδιότητάς σας ως μηχανικός πλοίων, εσείς επιλέξατε και μου επιβάλλατε την αγορά του, προκαταβάλλοντας την δαπάνη αγοράς του, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι “είναι ασφαλές αυτοκίνητο, σου αξίζει αυτό και ακόμα περισσότερα”, και προβήκατε στην παραπάνω δωρεά, μετά από έναν χρόνο, από τη γνωριμία μας και ενώ διαφωνούσα ρητά και κάθετα, επιμείνατε και με πείσατε να αποδεχτώ την δωρεά σας, ως “δώρο αγάπης και αφοσίωσης” ,όπως μου είπατε, ενώπιον τρίτων”.

(ε) Έπειτα, οι ισχυρισμοί σας, ότι τάχα σας ζήτησα να μου δανείσατε χρήματα, ότι τάχα σας έπεισα πως θα σας τα επιστρέψω ότι δήθεν εκκρεμούσε ενώπιον των Δικαστηρίων αποζημίωσή μου από το Δημόσιο για αναγκαστική απαλλοτρίωση, ότι τάχα σας δήλωσα ότι “τα έχω ρυθμίσει όλα στο νόμο Κατσέλη” και όλο το παραλήρημα που περιγράφετε στην εξώδικη Δήλωση, Πρόσκληση και Διαμαρτυρία σας, είναι και αποδεικνύονται εντελώς αντιφατικοί, αβάσιμοι, εντελώς κατασκευασμένοι και αναληθές, αναπόδεικτοι και αβάσιμοι και δεν έχουν κανένα απολύτως έρεισμα, αλλά βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας σας και μόνο.

Συνεπώς, όλοι οι ισχυρισμοί σας, που περιλαμβάνονται στην εξώδικη Δήλωση, Πρόσκληση και Διαμαρτυρία σας, είναι αποδείχθηκαν τελείως αβάσιμοι, ανυπόστατοι και αναληθείς, εξόφθαλμα προκλητικοί και ανάξιοι περαιτέρω σχολιασμού, εγείροντας μάλιστα πρωτοφανείς και ανυπόστατες αλλά και αβάσιμες αξιώσεις σε βάρος του.

  1. Επειδή επιχειρείτε, με τους παραπάνω ισχυρισμούς σας, να μετατρέψετε τη σύμβαση δωρεάς εν ζωή σε δάνειο, ενώ είναι προφανώς δωρεά και μάλιστα έγινε από ιδιαίτερο ηθικό καθήκον και για λόγους ευπρέπειας εν όψει της πολύμηνης συναισθηματικής μας σχέσης.
  2. Επειδή, έπειτα από τα παραπάνω, αφού αρχικά πείστηκα στις ψευδείς σας δηλώσεις, περί δήθεν πρόθεσής σας τέλεσης γάμου μεταξύ μας και τεκνοποίησης, αφού στη συνέχεια αντιλήφθηκα, αλλά και ομολογήσατε ενώπιον τρίτων, ότι διατηρείτε παράλληλα, άλλες δύο σχέσεις μαζί με το πρόσωπό του, καταστήκατε αποκλειστικά υπαίτιος για τον τερματισμό και τη λύση της σχέσης μας, τον Μάρτιο του έτους 2015, εξαιτίας των ψευδών της απιστίας σας, της προσβλητικής και παραπλανητικής συμπεριφοράς σας, με αποτέλεσμα να πάθω, μεταξύ των άλλων και κρίσεις πανικού και καταθλιπτικό σύνδρομο και έπαθα και ηθική βλάβη ,από τη στεναχώρια, τον πόνο, τη λύπη και την ψυχική αναστάτωση (Shock) που δοκίμασα και οδύνομαι ακόμη από την απρόσμενη, αδικαιολόγητη και ανήθικη συμπεριφορά σας, να ψεύδεστε διαρκώς για τις προθέσεις σας, να μου αποκρύβετε τις παράλληλες σχέσεις σας και μέχρι και τελευταία στιγμή να προσπαθείτε απεγνωσμένα να με πείσετε, ότι δήθεν επιθυμούσατε να τελέσουμε γάμο και να τεκνοποιήσουμε, διατηρώντας ταυτόχρονα δύο επιπλέον σχέσεις με τρίτα πρόσωπα, για την αποκατάσταση της οποίας (ηθικής βλάβης) δικαιούμαι αποζημίωση για χρηματική ικανοποίηση, η ξεπερνά το ποσό των 10.000,00 ευρώ, τουλάχιστον.
  3. Επειδή εκτός από τα παραπάνω, με έχετε απειλήσει και συνεχίζατε μέχρι και σήμερα να το πράτετε, τόσο δια μηνυμάτων και τηλεφώνων, όσο και με τη φυσική σας παρουσία και συγκεκριμένα, μεταξύ των άλλων και στο λιμάνι του Πειραιά στις αρχές Ιουλίου 2015 με απειλήσατε ενώπιον τρίτων για τη σωματική μου ακεραιότητα λέγοντάς μου “θα βάλω κάτι παιδιά που γνωρίζω, να σου δώσουν ένα μάθημα”, στη συνέχεια στην εργασία μου, στα μέσα Ιουλίου 2015, αφού μου υπενθυμίσατε ένα περιστατικό με γκαζάκια που έγινε στο αυτοκίνητο μιας γειτόνισσάς μου, με απειλήσατε λέγοντάς μου “θυμάσαι τι μου είχες πει για τη γειτόνισσάς σου. Θα σου συμβεί το ίδιο”, υποννοώντας με νόημα ότι θα μου κάψετε το αυτοκίνητο που μου δωρήσατε και επιπλέον, με απειλήσατε ότι θα δημοσιοποιήσετε στον περίγυρό μου, τα ευαίσθητα προσωπικά οικονομικά μου δεδομένα, που υποκλέψατε από κοινού με την σύντροφό σας κ…….., η οποία κατά δήλωσή σας εργάζεται στο Δικηγορικό Γραφείο “………”.

4.Επειδή, για όλα τα παραπάνω, έχω αδιάσειστες αποδείξεις και μπορώ να το αποδείξω με έγγραφα και μάρτυρες, ενώ επιπλέον, σας υπενθυμίζω το ασυμβίβαστο της ιδιότητάς σας”.

Από τις περιεχόμενο της από 7/9/2015 εξώδικης απάντησης προκύπτει, ότι εμπεριέχει πραγματικά περιστατικά και ισχυρισμούς ενώπιον τρίτων και δη ενώπιον του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που βάλλουν ευθέως και είναι άμεσα συνδεδεμένα με την τιμή, την  υπόληψη, τον ιδιωτικό βίο του ενάγοντα αφού τον εμφανίζει ως πρόσωπο με έλλειψη εντιμότητας, κοινωνικής υπευθυνότητας και φροντίδας για τους άλλους, με έλλειψη υπόληψης και ηθικών αξιών αφού δεν συμμορφώνεται στις προσωπικές του δραστηριότητες στις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ως πρόσωπο που δεν πρέπει να περιβάλλεται με αισθήματα εμπιστοσύνης και εκτίμησης, τα οποία γεγονότα ήταν ψευδή και το ψεύδος αυτών γνώριζε η εναγομένη, όπως τούτο καταθέτει με σαφήνεια και η ως άνω μάρτυρας απόδειξης “……..από όλα αυτά που λέει, δεν …..υπάρχει μέσα ουδεμία πρόταση αληθής…..”, και επίσης ήταν ικανά να βλάψουν και πράγματι έβλαψαν την τιμή και υπόληψη του ενάγοντα. Επομένως, ο ενάγων από την προαναφερόμενη (υπαίτια) ενέργεια της εναγομένης υπέστη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του, η οποία συνιστά αδικοπραξία .Δικαιούται, λοιπόν, σύμφωνα με τα άρθρα 57, 59, 914 και 931 ΑΚ να αξιώσει από την εναγομένη χρηματική ικανοποίηση, για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης. Ενόψει της έντασης του δόλου της εναγομένης, του είδους και της έκτασης της προσβολής, της βαρύτητας και των συνθηκών τέλεσης της προσβολής, καθώς και της εν γένει κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, αλλά και του μέσου και του τρόπου, με το οποίο τελέσθηκε, της δημοσιότητας την οποία έλαβε η προσβολή  της επαγγελματικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, το Δικαστήριο κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη και την αρχή της αναλογικότητας, ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη, που υπέστη, ο ενάγων πρέπει να οριστεί, στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, στην καταβολή του οποίου υποχρεούται η εναγομένη, από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, σύμφωνα με την κύρια αδικοπρακτική βάση της αγωγής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, συνεπώς, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ομοίως και δέχθηκε την αγωγή ως προς την κύρια αδικοπρακτική βάση της προσβολής της προσωπικότητας του ενάγοντα, έστω με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται από αυτή της παρούσας απόφασης (Κ.Πολ.Δ 535), ορθά ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο περί του αντιθέτου συναφής λόγος της υπό κρίση εφέσεως, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμος.

ΙΙΙ)Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ν.2472/1997 “προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την οδηγία 95/46 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης.10.1995, αντικείμενο του νόμου αυτού είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στο άρθρο 2 του νόμου αυτού ορίζεται ότι για τους σκοπούς του νόμου τούτου νοούνται ως: α) “δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα κάθε είδους πληροφορίες που αναφέρονται στο υποκείμενο των δεδομένων”, β)…..,γ)……,δ) “επεξεργασία κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση, η αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση, η κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή”, ε)  (όπως ήδη αντικαταστάθηκε το εδάφιο αυτό με την παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 3471/2006) “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (“αρχείο”), κάθε διορθωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια”, στ)….,ζ) “υπεύθυνος επεξεργασίας οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η)…..,θ)….., ι) “αποδέκτης το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν είναι τρίτος ή όχι”…… Εξ ετέρου κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ανωτέρω νόμου, οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν στο αρχείο. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 2 ε΄ του ίδιου νόμου, “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: …..ε)Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι, στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία, που ζητούνται είναι αναγκαία, για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2Γ΄ του Ν. 2472/1997 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του Ν. 2915/2001), που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο, “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων,  καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μια ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:……γ)Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”. Προϋπόθεση για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή για τα οποία πρόκειται η χρήση, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας) (ΟλΑΠ 1/2017, ΑΠ 79/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον τρίτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα προβάλλει πλημμέλεια, συνισταμένη ότι προς σχηματισμό της κρίσης του το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέκλεισε, ως απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα, τις προσκομισθείσες μετ’ επικλήσεως ως σχ.13, 14, 15 απεικονίσεις αποσπασμάτων συνομιλιών της με τον εφεσίβλητο στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης “facebook” και ειδικότερα στην εφαρμογή ανταλλαγής γραπτών μηνυμάτων “messenger”, τα οποία επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη για την προάσπιση των δικαιωμάτων της ιδιοκτησίας της και της δίκαιης δίκης, αφού αποτελούν το μοναδικό αποδεικτικό έγγραφο στοιχείο θεμελίωσης του ισχυρισμού της περί δωρεάς ποσού 8.000 ευρώ, Ο λόγος αυτός της  έφεσης είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, καθόσον όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά στοιχεία είναι πρόσφορα, προκειμένου να επιτευχθεί η υπεράσπιση και αναγνώριση του προβαλλόμενου δικαιώματός της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς να είναι απολύτως αναγκαία προς ικανοποίηση του εν λόγω επιδιωκομένου σκοπού η χρήση των άνω προσωπικών δεδομένων που έχουν συλλεγεί, αφού λείπει η συναίνεση του ενάγοντος – εφεσιβλήτου. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δεν έλαβε υπόψη του τις προσκομισθείσες από αυτή (εναγομένη) συνομιλίες στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης “facebook”, ως απαράδεκτα αποδεικτικά μέσα, αφού δεν υπάρχει και η συναίνεση του ενάγοντος ήδη εφεσιβλήτου, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο συναφής λόγος της υπό κρίση εφέσεως, σύμφωνα κει με τα προαναφερθέντα στην υπό στοιχεία ΙΙΙ νομική σκέψη, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω και δεδομένου ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει, η υπό κρίση από 25.10.2018 (αρ.καταθ. ………/2018) έφεση να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, να υποχρεωθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας (άρθ. 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως ειδικότερα στο διατακτικό και τέλος, να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου που κατατέθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 25.10.2018 (αρ.καταθ. ……../2018) έφεση κατά της υπ’ αρ. 4120/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντα βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    22 Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ