Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 249/2021

Αριθμός     249/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  ΤΛ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αναστάσιο Κουλούρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Aνώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………… εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ειρήνη Φερμελή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αντωνία Τσίκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Πολλάλη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Aνώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………… εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ειρήνη Φερμελή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) 2) ………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αναστάσιο Κουλούρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 3) ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αντωνία Τσίκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Γ. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αντωνία Τσίκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ……….. η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Πολλάλη, 2) …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αναστάσιο Κουλούρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 3) Aνώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………………, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ειρήνη Φερμελή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Δ. ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Aνώνυμης τραπεζικής εταιρείας …………….., εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ειρήνη Φερμελή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αναστάσιο Κουλούρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ), 2) ………… η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Πολλάλη και 3) …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Αντωνία Τσίκα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών άσκησαν  α) η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………» την από  9.12.2013 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2014) αγωγή, β) ο ……… την από 23.10.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2014) προσεπίκληση-ανακοίνωση δίκης, γ) η …… …….. την από  27.3.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015) προσεπίκληση-ανακοίνωση δίκης-παρεμπίπτουσα αγωγή και δ) ο ……. την από 6.11.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2015) κυρία παρέμβαση. Επί αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1104/2016 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  κήρυξε εαυτό κατά τόπο αναρμόδιο και  παράπεμψε την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο κατά τόπον αρμοδιο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, το οποίο, συζητήσεως γενομένης, εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 3062/2018 απόφασή του, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι ήδη υπό στοιχ Α, Β, Γ και Δ εκκαλούντες με τις από  3.9.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου  Πειραιώς  ………../2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………/2019), 16.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου Πειραιώς ………./2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2018),  3.9.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου Πειραιώς  ………/2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………../2018) και 31.8.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου Πειραιώς  ………./2018, ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2018) εφέσεις τους, αντίστοιχα. Δικάσιμος της πρώτης εκ των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης. Δικάσιμος των δεύτερης, τρίτης και τέταρτης εκ των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η  9η.5.2019 και, μετά από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της υπό στοιχ Β εκκαλούσας-πρώτης εκ των υπό στοιχ Γ εφεσιβλήτων-δεύτερης εκ των υπό στοιχ Δ εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η με ειδικό αριθμό κατάθεσης  στο Πρωτοδικείο Πειραιά  ………/2018  και με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά ………../2018 έφεση, η με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……/2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……../2018 έφεση, η με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……/2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά ……./2019 έφεση και η με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά  ……./2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο ………./2018  έφεση  πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς μεταξύ τους καθώς στρέφονται κατά της αυτής υπ΄αριθμόν 3062/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατ΄αυτόν τον τρόπο  επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται   μείωση των  εξόδων της δίκης (άρθρα 524 παρ 1 και 246 ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη  με ειδικό  αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ……../2018 έφεση της ………….. κατά της υπ΄αριθμόν   3062/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά που εκδόθηκε  κατά την ειδική  διαδικασία των μισθωτικών διαφορών,  αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε  στις  2-7-2018,  επιδόθηκε στην εκκαλούσα, ………….., από την ενάγουσα Τράπεζα στις 9-7-2019 (βλ. υπ΄αριθμόν ……./2019  έκθεση επίδοσης της  δικαστικής  επιμελήτριας  στο Εφετείο Πειραιά .. ………..) και από τον κυρίως παρεμβαίνοντα στις 6-7-2018 (βλ επισημείωση δικαστικού επιμελητή επι του σώματος της εκκαλουμένης ……….) και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Πρωτοδικείου Πειραιά στις 23-7-2018 (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό  …………/2018 παράβολο).

Η κρινόμενη  με ειδικό  αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………/2018 έφεση  της «…………..» κατά της αυτής υπ΄αριθμόν   3062/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά που εκδόθηκε  κατά την  διαδικασία των μισθωτικών διαφορών,  αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  2-7-2018, όπως προαναφέρθηκε, επιδόθηκε επιμελεία της ενάγουσας και ήδη  εκκαλούσας Τράπεζας  στην  πρώτη των καθ΄ων   στις 9-7-2019 (βλ. υπ΄αριθμόν …………/2019  έκθεση επίδοσης της  δικαστικής  επιμελήτριας  στο Εφετείο Πειραιά ……………) και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Πρωτοδικείου Πειραιά  στις  4-9-2018 (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό  ………../2018 παράβολο).

Η κρινόμενη  με ειδικό  αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά   …………/2018 έφεση του ……….. κατά της αυτής ως άνω  υπ΄αριθμόν   3062/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά    που εκδόθηκε  κατά την  διαδικασία των μισθωτικών διαφορών,  αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  2-7-2018, και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Πρωτοδικείου Πειραιά  στις  5-9-2018, ενώ προηγήθηκε  επίδοση  από τον κυρίως παρεμβαίνοντα – εκκαλούντα  στις 6-7-2018 (βλ επισημείωση δικαστικού επιμελητή επι του σώματος της εκκαλουμένης ………..) (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό  ………../2018 παράβολο).

Η κρινόμενη  με ειδικό  αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ………../2018 έφεση του ……….  κατά της αυτής ως άνω  υπ΄αριθμόν   3062/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά    που εκδόθηκε  κατά την  διαδικασία των μισθωτικών διαφορών,  αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα  καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  2-7-2018,  και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Πρωτοδικείου Πειραιά στις 5-9-2018 ενώ προηγήθηκε  επίδοση  από τον κυρίως παρεμβαίνοντα – εκκαλούντα  στις 6-7-2018 (βλ επισημείωση δικαστικού επιμελητή επι του σώματος της εκκαλουμένης …………) (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό  …………. / 2018  παράβολο).

Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία εισήχθη στο  Μονομελές  Πρωτοδικείο Πειραιά με την με ειδικό αριθμό καταθ. ………../2016 κλήση καθώς  αρχικά είχε εισαχθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο με την υπ΄αριθμόν 1104/2016 απόφαση κήρυξε  εαυτόν κατά τόπο αναρμόδιο  και παρέπεμψε την εκδίκαση αυτής  στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, η ενάγουσα Τράπεζα ιστορούσε ότι δυνάμει συμβάσεως στεγαστικού δανείου που είχε συνάψει με τον ………  και την σύζυγό του, ……….  χορήγησε σ΄αυτούς στεγαστικό δάνειο ύψους  600.000 ευρώ  προς εξασφάλιση του οποίου  ο …………  συνέστησε υπέρ της Τράπεζας  ενέχυρο επί των μισθωμάτων ενός καταστήματος,  το οποίο είχε εκμισθώσει στους εναγόμενους στους οποίους η ενάγουσα Τράπεζα κοινοποίησε την έγγραφη σύμβαση ενεχυριάσεως και ως εκ τούτου μοναδικός δικαιούχος  της ενεχυριασμένης απαίτησης, έκτοτε, κατέστη, η ενάγουσα Τράπεζα. Οι εναγόμενοι μισθωτές, όμως, δεν κατέβαλαν στην ενάγουσα Τράπεζα, παρά την σχετική υποχρέωση τους, τα μισθώματα  Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2010 καθώς και τα μισθώματα των ετών 2011, 2012 και 2013 ανερχόμενα συνολικά στο ποσό των 198.185 ευρώ. Ζήτησε δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν σ΄αυτήν το ποσό αυτό  με το νόμιμο τόκο από της καθυστερήσεως καταβολής κάθε μισθώματος   μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

Με δικόγραφο που φέρει τον τίτλο  ανακοίνωση – προσεπίκληση –  αγωγή αναγωγής  που εισήχθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  με την με ειδικό αριθμό καταθ. ………./2017 κλήση, καθώς  αρχικά είχε εισαχθεί στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο παρέπεμψε την εκδίκαση αυτής  στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά, όπως προαναφέρθηκε, η ……………….. . εκθέτοντας όσα αναφέρονται στην ανωτέρω αγωγή  ισχυρίστηκε  περαιτέρω ότι ο αδελφός της  πρώτος των καθών, ο οποίος με την συμπεριφορά του  την υποχρέωσε  να απομακρυνθεί  από την κοινή επιχείρηση  που είχαν εγκαταστήσει στο μίσθιο κατάστημα και ο εκμισθωτής του καταστήματος – δεύτερος των καθ΄ων απέκρυψαν απ΄αυτήν την σύμβαση ενεχυριάσεως με την οποία μοναδική δικαιούχος των μισθωμάτων είχε καταστεί  η ενεχυρούχος Τράπεζα  με συνέπεια ν΄αποδέχεται την καταβολή του μισθώματος από μέρους του αδελφού της  στον εκμισθωτή . ……………….., ο οποίος δεν είχε δικαίωμα είσπραξης αυτού καταβάλλοντας σ΄αυτόν  για λογαριασμό της   κατά το επίδικο χρονικό διάστημα  το ποσό των  46.999,96 ευρώ το οποίο παρακράτησαν αμφότεροι αρνούμενοι να της το  αποδώσουν  ως αχρεωστήτως καταβληθέν. Ζήτησε δε, να υποχρεωθούν  οι τελευταίοι σε περίπτωση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής,  να καταβάλουν σ΄αυτήν το ποσό των 198.185 ευρώ πλέον τόκων  ή οποιοδήποτε άλλο ποσό τυχόν υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενεχυρούχο Τράπεζα.

Με προσεπίκληση που εισήχθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την με ειδικό αριθμό καταθ. ………../2017 κλήση λόγω παραπομπής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τα προαναφερόμενα,  ο ………. (πρώτος των εναγομένων στην κύρια αγωγή)  εκθέτοντας όσα αναφέρονται στην ανωτέρω αγωγή ανακοίνωσε την δίκη στον εκμισθωτή ……………….. ……………….. και προσεπικάλεσε αυτόν να παρέμβει προς υποστήριξή του με σκοπό την απόρριψη της κύριας αγωγής.

Με δικόγραφο που φέρει τον τίτλο  κύρια παρέμβαση που εισήχθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την με ειδικό αριθμό καταθ. ………../2016 κλήση λόγω παραπομπής από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τα προαναφερόμενα, ο κυρίως παρεμβαίνων ιστορούσε ότι από το έτος 2010 και εντεύθεν οι δύο πρώτοι των καθ΄ων η κυρία παρέμβαση  στους οποίους είχε εκμισθώσει το αναφερόμενο σ΄αυτήν κατάστημα,  από δυστροπία  είτε αρνούνται  την καταβολή των μισθωμάτων στην ενεχυρούχο Τράπεζα (τρίτη των καθ΄ ων) είτε καταβάλλουν μικρότερα  του συμφωνηθέντος μισθώματος ποσά, επικαλούμενοι  δήθεν συμφωνία μαζί του  περί μείωσης του μισθώματος με συνέπεια  να υποχρεωθεί αφενός μεν να καλέσει με εξώδικη πρόσκληση τους εναγόμενους να καταβάλουν μηνιαίως  στην ενεχυρούχο Τράπεζα το τρέχον μίσθωμα ύψους 6237 ευρώ πλέον τέλους χαρτοσήμου εκ 224,53 ευρώ και συνολικά το ποσό των 6.461,53 ευρώ προς εξόφληση των υποχρεώσεών τους, αφετέρου δε,  να καταστήσει  σαφές στην ενεχυρούχο Τράπεζα ότι μοναδικός τρόπος προάσπισης των συμφερόντων αυτής λόγω της εξακολουθητικής δυστροπίας των μισθωτών  ήταν η από μέρους του άμεση καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης προκειμένου το μίσθιο να καταστεί εκ νέου αξιοποιήσιμο. Ακολούθως,  προέβη σε καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης και κάλεσε τους μισθωτές μετά πάροδο μηνός ν΄αποδώσουν σ΄αυτόν το μίσθιο, καθώς επίσης και να καταβάλουν σ΄αυτόν τα οφειλόμενα μισθώματα από Ιανουάριο 2015 μέχρι Οκτώβριο 2015 ανερχόμενα συνολικά στο ποσό των 57.553,07 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της καθυστερήσεως καταβολής κάθε μισθώματος. Ισχυριζόμενος, περαιτέρω, ότι οποιαδήποτε συμφωνία περί  μείωσης  του μισθώματος χωρίς  συναίνεση της ενεχυρούχου Τράπεζας είναι ανίσχυρη έναντι αυτής, ζήτησε: α) ν΄αναγνωριστεί ότι νομίμως προέβη στην καταγγελία της συμβάσεως μισθώσεως και ότι επήλθαν οι νόμιμες συνέπειες  αυτής  μετά πάροδο μηνός από της επιδόσεως  της,  β)να υποχρεωθούν οι δυο πρώτοι των καθ΄ων η κύρια παρέμβαση να καταβάλουν στην ενεχυρούχο Τράπεζα τα μισθώματα που αιτείται η τελευταία ύψους  198.185  ευρώ,  γ) ν΄αναγνωρισθεί ότι τα μισθώματα αυτά πρέπει να συμψηφιστούν με την ληξιπρόθεσμη απαίτηση της ενεχυρούχου Τράπεζας ύψους 486.735,62 ευρώ για την οποία εξεδόθη διαταγή πληρωμής σε βάρος του και δ) ν΄απορριφθούν οι προσεπικλήσεις των δυο πρώτων των καθ΄ων η κύρια παρέμβαση. Επί της ανωτέρω νομίμου αγωγής(άρθρα 341, 361, 455, 459, 460, 1210 ΑΚ και 35, 36, 39, 44 και 47 του νδ 17.7/13.8.1923 και 176 ΚΠολΔ), της νομίμου ανακοίνωσης  – προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής  της ……… (88 ΚΠολΔ και άρθρα 914, 297,298 ΑΚ),της νομίμου προσεπίκλησης  του ……… (άρθρα  88 και 176 ΚΠολΔ) και της  νομίμου κυρίας παρεμβάσεως του ……………….. ….. (άρθρα 79ΚΠολΔ) εκδόθηκε η εκκαλουμένη με την οποία η προσεπίκληση που άσκησε ο …………….    κρίθηκε  νόμιμη,  η   παρέμβαση του ……………….. . ως προς το πρώτο  σκέλος αυτής περί αναγνώρισης ως έγκυρης της καταγγελίας της συμβάσεως μίσθωσης κρίθηκε νόμιμη (άρθρο 79 ΚΠολΔ), ως προς το δεύτερο σκέλος αυτής περί επιδίκασης στην ενεχυρούχο Τράπεζα των αιτούμενων μισθωμάτων ύψους 198.735,52 ευρώ εκτιμήθηκε ως πρόσθετη παρέμβαση κατ΄άρθρο 80 ΚΠολΔ και ως προς το  τρίτο σκέλος αυτής περί αναγνώρισης της υποχρεώσεως της ενεχυρούχου Τράπεζας να συμψηφίσει τα οφειλόμενα μισθώματα με την ληξιπρόθεσμη απαίτηση της ενάγουσας ποσού 486.735,52 ευρώ απορρίφθηκε ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι  η δήλωση συμψηφισμού αποτελεί  διαπλαστική μονομερή  δικαιοπραξία  απευθυντέα στο δανειστή της κύριας απαίτησης  που περιέχει διάθεση της ανταπαίτησης και συνεπώς δεν δύναται να εισαχθεί με την μορφή αναγνωριστικού αιτήματος. Ακολούθως, έγινε εν μέρει δεκτή η κύρια αγωγή και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενοι να καταβάλουν στην ενάγουσα Τράπεζα το ποσό των 63.992,92 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της καθυστερήσεως καταβολής κάθε μισθώματος, ενώ έγινε δεκτή και η κύρια παρέμβαση ως προς το σκέλος που κρίθηκε νόμιμη και αναγνωρίστηκε ότι νομίμως ο κυρίως παρεμβαίνων προέβη στην καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης η οποία επέφερε τα νόμιμα αποτελέσματα. Απορρίφθηκε δε, ως μη νόμιμη η προσεπίκληση – ανακοίνωση δίκης –  αγωγή αναγωγής  της ……………….. .  με την αιτιολογία ότι εφόσον  η προσεπικαλούσα αρνείται την ιστορική βάση της αγωγής  ισχυριζόμενη ότι υπόχρεοι σε αποκατάσταση της ζημίας της ενεχυρούχου Τράπεζας είναι  οι προσεπικαλούμενοι για το λόγο ότι απέκρυψαν απ΄αυτήν την ενεχυρική σύμβαση και παρακράτησαν το καταβληθέν από μέρους της ποσό των μισθωμάτων,  δεν νομιμοποιείται να μεταφέρει τις συνέπειες της ήττας της στους προσεπικαλούμενους. Ωστόσο, από την επισκόπηση του οικείου  δικογράφου προκύπτει ότι η προσεπικαλούσα– ενάγουσα ισχυρίζεται ότι  οι προσεπικαλούμενοι – εναγόμενοι υποχρεούνται να της καταβάλουν το αιτούμενο ποσό  σε περίπτωση ήττας αυτής  λόγω του ότι απέκρυψαν απ΄αυτήν την σύμβαση ενεχυριάσεως και κατ΄ επέκταση τον αληθή δικαιούχο των μισθωμάτων με συνέπεια να μην εναντιωθεί στην καταβολή του μισθώματος από μέρους του συμμισθωτή αδελφού της, . ……………….., στον εκμισθωτή ……………….. ……………….. και ως εκ τούτου να έχει καταβληθει σ΄αυτόν από μέρους της αχρεωστήτως  για το επίδικο χρονικό διάστημα το ποσό των 46.999,96 ευρώ δια χειρός του αδελφού της καθώς επίσης και ότι  αμφότεροι οι προσεπικαλούμενοι – εναγόμενοι  αρνούνται  την απόδοση του ποσού σ΄αυτήν παρ΄ότι καταβλήθηκε στον . ………………..  άνευ νομίμου αιτίας. Ως εκ τούτου η προσεπικαλούσα ενάγουσα δεν αρνείται ότι είναι μισθώτρια του επιδίκου ακινήτου και ότι υπέχει υποχρέωση καταβολής των μισθωμάτων στην ενεχυρούχο Τράπεζα, αλλά ισχυρίζεται ότι λόγω παραπλάνησής της από τους εναγόμενους παρακρατήθηκε απ΄αυτους άνευ νομίμου αιτίας   το ποσό των μισθωμάτων που αντιστοιχούσε στο μερίδιο της, με συνέπεια να υποχρεώνεται λόγω της αδικοπρακτικής αυτής συμπεριφοράς  σε εκ νέου καταβολή αυτού. Ως εκ τούτου η αγωγή αυτή είναι νόμιμη ερειδόμενη στις προαναφερόμενες διατάξεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απορρίπτοντας αυτήν  ως μη νόμιμη εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε  το νόμο κατά τον βάσιμο περί αυτού λόγο της με ειδικό αριθμό κατάθεσης  στη γραμματεία του Πρωτοδικείου …./2018 και  με ειδικό  αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου ……/2018 εφέσεως  της . ……………….., η οποία συνακόλουθα πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς την διάταξη αυτής περί απόρριψης της προσεπίκλησης – ανακοίνωση δίκης – παρεμπίπτουσα αγωγής ακολούθως δε,  να κρατηθεί η υπόθεση ως προς το σκέλος αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω και κατ΄ουσίαν.

Κατά της ανωτέρω  αποφάσεως  αυτής  βάλλουν και  οι λοιποί  εκκαλούντες  παραπονούμενοι για  εσφαλμένη  ερμηνεία και  εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και  ζητούν:  α) η ενάγουσα στην κύρια αγωγή   την μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης και την εν όλω  παραδοχή της αγωγής της, β) ο πρώτος εναγόμενος την εξαφάνιση της εκκαλουμένης  με σκοπό την απόρριψης της κύριας αγωγής, την παραδοχή της προσεπίκλησης που άσκησε και την απόρριψη της προσεπίκλησης της  δεύτερης ενάγουσας και γ) ο κυρίως παρεμβαίνων  την μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης, την παραδοχή της κύριας παρεμβάσεως καθώς και την  παραδοχή της κύριας αγωγής  ώστε  οι εναγόμενοι να υποχρεωθούν  να καταβάλουν στην ενάγουσα Τράπεζα το σύνολο των αιτουμένων  μισθωμάτων  και την απόρριψη των σε βάρος του προσεπικλήσεων.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 35, 36, 39, 44 και 47 του ν.δ. της 17-7/13-8-1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, που διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 41 ΕισΝΑΚ, και ακολούθως με το άρθρο 52 παρ. 3 ΕισΝΚΠολΔ, η εφαρμογή του οποίου επεκτάθηκε στις τράπεζες με το άρθρο 26 παρ. 9 του ν. 2076/1992, ορίζονται τα εξής: Άρθρο 35: “Αι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται οσάκις εταιρεία (πιστώτρια) λαμβάνει ενέχυρον απαίτησιν α) λόγω δανείου, είτε απλού, είτε επ` ανοικτώ λογαριασμώ, β) …”. Άρθρο 36 παρ. 1: “Προς σύστασιν του ενεχύρου απαιτείται σύμβασις ενεχυριάσεως …”. Άρθρο 39: “1. Εάν αντικείμενον της ενεχυριάσεως είναι απαίτησις ονομαστική του οφειλέτου κατά τρίτου, η ενεχυρίασις συνεπάγεται εκχώρησιν της απαιτήσεως υπό του οφειλέτου προς την πιστώτριαν. 2. Αντίγραφον της συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδίδεται τω τρίτω. 3. Από της επιδόσεως θεωρείται η πιστώτρια, ως νεμομένη την απαίτησιν”. Άρθρο 44: “Εάν αντικείμενον της ενεχυριάσεως είναι απαίτησις, η πιστώτρια δικαιούται ίνα εισπράξη την απαίτησιν ως εκδοχεύς, το δε μετά την εξόφλησιν υπόλοιπον αποδίδει τω οφειλέτη”. Με τις ανωτέρω διατάξεις εισήχθη, ως προς την ενεχυρίαση ονομαστικών απαιτήσεων προς εξασφάλιση απαιτήσεων ανωνύμων εταιρειών από δάνειο, απλό ή με ανοικτό λογαριασμό, εξαιρετικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, οι περί ενεχύρου διατάξεις του Αστικού Κώδικα εφαρμόζονται μόνον συμπληρωματικώς για ζητήματα μη ρυθμιζόμενα από τις ανωτέρω ειδικές διατάξεις. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η ενεχυρίαση απαιτήσεως συνεπάγεται όχι απλή επιβάρυνση αυτής, όπως η συνήθης ενεχυρίαση απαιτήσεως, αλλά την εκ του νόμου εκχώρησή της προς τον ενεχυρούχο πιστωτή, ο οποίος γίνεται πραγματικός και μοναδικός δικαιούχος της απαιτήσεως, δικαιούμενος, ως εκ τούτου, να την εισπράξει. Η εκχώρηση συντελείται όταν αντίγραφο της συμβάσεως ενεχυριάσεως επιδίδεται στον τρίτο (οφειλέτη), μετά δε την αναγγελία αυτή αποκόπτεται κάθε δεσμός του τρίτου (οφειλέτη) με τον εκχωρητή, ο οποίος αποξενώνεται και δεν μπορεί να αναμιχθεί με οποιονδήποτε τρόπο στην απαίτηση, αποκλειστικός δικαιούχος της οποίας είναι πλέον ο εκδοχέας (ΑΠ 1028/2018, ΑΠ 1447/2018, ΑΠ 1564/2017), συνήθως τράπεζα, η οποία θεωρείται όχι οιονεί νομέας αλλά νομέας αυτής της απαίτησης, η οποία και της μεταβιβάζεται από εκείνον, και συνεπώς η τράπεζα δικαιούται να εισπράξει όλη την ενεχυρασμένη απαίτηση, το δε μετά την εξόφλησή της τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο, αυτή οφείλει να το αποδώσει στον ενεχυραστή (ΑΠ 1616/2018, ΑΠ 422/2018, ΑΠ 1168/2015). Επομένως, μετά την, κατά τα εκτεθέντα, αναγγελία ο οφειλέτης δεν δικαιούται, πλέον, να καταβάλει την απαίτηση ούτε στον αρχικό δανειστή (εκχωρητή), ούτε σε άλλα πρόσωπα, τα οποία έλκουν δικαιώματα από έννομη σχέση με τον εν λόγω δανειστή, αλλά οφείλει να καταβάλει το ποσό της απαιτήσεως μόνον στον εκδοχέα. (ΑΠ 4/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460, 461 και 462 ΑΚ συνάγεται ότι, η σύμβαση εκχώρησης έχει ως αποτέλεσμα τη μεταβίβαση της απαίτησης από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, που, μετά την αναγγελία, καθίσταται ο μόνος δικαιούχος αυτής, ο οποίος νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη και όχι ο εκχωρητής, ο οποίος έχει αποξενωθεί από την απαίτηση (ΑΠ 224/2018, ΑΠ 1093/2017, 1725/2014). Το ίδιο ισχύει και επί της εκχωρήσεως που γίνεται με σκοπό την εξασφάλιση του εκδοχέα (καταπιστευτική εκχώρηση). Και στη μορφή αυτή εκχωρήσεως αποκόπτεται κάθε δεσμός του εκχωρητή με την απαίτηση, την οποία αποκτά πλήρως ο εκδοχέας, που καθίσταται πλέον το μόνο πρόσωπο που νομιμοποιείται να επιδιώξει δικαστικώς την αναγνώριση ή την επιδίκασή της σ` αυτό. Έτσι, και στην περίπτωση αυτή, ο εκχωρητής απαραδέκτως ασκεί κατά του οφειλέτη αγωγή με την οποία επιδιώκει να υποχρεωθεί ο τελευταίος να καταβάλει στον εκδοχέα την απαίτηση (ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 114/2008).

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα  που  προσκομίζουν  νομοτύπως και επικαλούνται οι διάδικοι,  έστω και για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου (άρθρο  529 παρ 1α ΚΠολΔ),  είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα,  είτε ως δικαστικά τεκμήρια,  αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την υπ΄αριθμόν ……….  σύμβαση στεγαστικού δανείου που συνήψε η «………..» (ενάγουσα στην κύρια αγωγή) με τον . ……………….. (κυρίως παρεμβαίνοντα) και την σύζυγό του, . ……………….., όπως αυτή εξειδικεύθηκε με τις με ημερομηνία 2-2-2005 δύο (2) πρόσθετες πράξεις,  η πρώτη   χορήγησε στους  τελευταίους  δάνειο ύψους  600.000 ευρώ και προς εξασφάλιση  της απαιτήσεως  της  αυτής  η  «……….»  συνήψε  στο Χαλάνδρι Αττικής   στις 2-2-2005  με τον  . ……………….. την  από 2-2-2005 σύμβαση παροχής ενεχύρου  – εκχωρήσεως απαιτήσεως με την οποία ο τελευταίος  συνέστησε υπέρ της δανείστριας Τράπεζας ενέχυρο  επί των μισθωμάτων ενός καταστήματος ευρισκομένου στον Πειραιά επι της συμβολής των οδών ………., το οποίο είχε εκμισθώσει ο ίδιος  ( ………………..) στην . ……………….. και στον……………….. (εναγόμενοι στην κύρια αγωγή) αντί μισθώματος  3522 ευρώ για το χρονικό διάστημα  από 1-1-2005 μέχρι 31-3-2005,3874 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-4-2005 μέχρι 31-3-2007  ενώ για το μετέπειτα χρονικό διάστημα συμφωνήθηκε  αύξηση 10%  ανά διετία. Εκ περισσού δε,  περιλήφθηκε στη σύμβαση αυτή παραγγελία προς τους ανωτέρω μισθωτές να καταβάλουν  στην «……… »  κάθε ποσό που οφείλουν ή θα οφείλουν στο μέλλον στον ενεχυράζοντα . ………., ενώ αντίγραφο της ενεχυρικής σύμβασης – εκχώρησης επιδόθηκε    τόσο στον ……………….. ……………….. όσο και στην . ……………….., όπως προκύπτει από την υπ΄αριθμόν ./23-2-2005  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθήνας, ……….., και  την υπ΄αριθμον ………/29-2-2005 έκθεση επίδοσης του αυτού δικαστικού επιμελητή. Πρέπει δε, να επισημανθεί  ότι  με την σύμβαση ενεχυριάσεως – εκχώρησης η ενεχυρούχος Τράπεζα κατέστη δικαιούχος των μισθωμάτων και μόνον ενώ το δικαίωμα αναπροσαρμογής του μισθώματος, αλλά  και κείνο της καταγγελίας της σύμβασης μίσθωσης παρέμεινε στον ενεχυραστή, . ……………….. αφού  δεν μεταβιβάστηκε σ΄αυτήν ολόκληρη η μισθωτική σχέση  ως εκχώρηση και αναδοχή χρέους αλλά μόνο τα εξ αυτής μισθώματα απορριπτομένου αντίθετου ισχυρισμού  και σχετικού λόγου της έφεσης της ενεχυρούχου Τράπεζας και του εκμισθωτή ……………….. . ως  αβάσιμου κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι το κατάστημα αυτό ανήκει κατα κυριότητα στην   Ιεραποστολική Αδελφότητα  «………….»,  και περιήλθε σ΄αυτήν ως κληροδότημα  δυνάμει της υπ΄αριθμόν ……./1975 δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….  που μεταγράφηκε νομότυπα. Στη συνέχεια, η ανωτέρω αδελφότητα  παραχώρησε  στον ……………….. .  το δικαίωμα εκμίσθωσης του ακινήτου αυτού καθώς και το δικαίωμα τροποποίησης των όρων αυτού συμπεριλαμβανομένου του όρου περί παράτασης του χρόνου της μίσθωσης με το υπ΄αριθμόν …./1992 συμβόλαιο μίσθωσης ακινήτων της συμβολαιογράφου Πειραιά …….  στον ……………….. . Ο . ……………….. βάσει  του συμβολαίου αυτού καθώς και του υπ΄αριθμόν …/20-5-2004 πληρεξούσιου  του συμβολαιογράφου Πειραιά ……………….. . προέβη στην εκμίσθωση του ακινήτου αυτού στην ……………….. . και τον . ……………….., οι οποίοι μετά της μητρός τους, . . ……………….., είχαν συστήσει μετά τον θάνατο του αρχικού μισθωτή, . ……………….., με το από 8-1-1979 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιώς  το έτος 1972 με αύξοντα αριθμό ……,  ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…………» και τον διακριτικό τίτλο «…… .» με  διαχειριστές  τον . ……………….. και την . ……………….. και  σκοπό την εκμετάλλευση καφεζαχαροπλαστείου, ψητοπωλείου, εστιατορίου,  μπάρ   και  καφέ μπαρ  το οποίο  στεγαζόταν στο μίσθιο αυτό. Μετά πάροδο είκοσι ετών  με το από 22-1-2001 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αριθμό  μητρώου …….. και αριθμό κατάθεσης ……./2001 αποχώρησε από την εταιρία η . ……………….. μεταβιβάζοντας  το εταιρικό της μερίδιο στους εναπομείναντες εταίρους – τέκνα της, . ……………….. και . ……………….., η συμμετοχή καθενός εκ των οποίων, έκτοτε,  στα κέρδη και τις ζημίες της εταιρίας   ανήλθε σε 50%. Στα πλαίσια  συνέχισης εκμετάλλευσης του ανωτέρω καταστήματος, καφεζαχοπλαστείου, ψητοπωλείου, εστιατορίου, μπάρ και καφέ μπαρ,  τα εναπομείναντα μέλη  της ανωτέρω ομορρύθμου εταιρίας , ……….. και ………….  προέβησαν στην σύναψη της ανωτέρω μίσθωσης αποκλειστικός δικαιούχος των εξ αυτής  μισθωμάτων,  μετά την επίδοση της ενεχυρικής συμβάσεως  – αναγγελίας εκχώρησης   των  μισθωμάτων στους μισθωτές, είχε καταστεί η ενεχυρούχος Τράπεζα,  στην οποία ώφειλαν οι μισθωτές να καταβάλουν τα μισθώματα, ενώ ο εκμισθωτής, . ……………….. αποξενώθηκε από αυτά στερούμενος, έκτοτε,  του δικαιώματος  είσπραξης αυτών κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της απόφασης αυτής. Ωστόσο,  παρά την υποχρέωση αυτή ο εκ των μισθωτών, …….. κατέβαλε τα μισθώματα στην ανώνυμη εταιρία   με την επωνυμία «………..» στην οποία, εν τω μεταξύ, είχε  μεταβιβάσει ο εκμισθωτής  την μισθωτική σχέση.  Συγκεκριμένα, στην εταιρία αυτή κατέβαλε: την 9-1-2008 το ποσό των 4414 ευρώ για μίσθωμα Ιανουαρίου 2009,  την 9-5-2008  το ποσό των 22.070 ευρώ για μισθώματα  από 1-1-2008 μέχρι 31-5-2008, την 21-5-2008 το ποσό των 4414 ευρώ  για μίσθωμα Ιουνίου 2008, την 9-6-2008 το ποσό των 4414 ευρώ για μίσθωμα Ιουλίου 2008,την 24-6-2008 το ποσό των 4414 ευρώ για μίσθωμα Αυγούστου 2008, την 24-6-2008 το ποσό των 4855 ευρώ για μίσθωμα Μαΐου 2009, την 8-7-2008 το ποσό των 4414 ευρώ για μίσθωμα Σεπτεμβρίου 2008, την 22-7-2008 το ποσό των 4414 ευρώ για μίσθωμα Οκτωβρίου 2008, την 28-8-2008 το ποσό των 8828 ευρώ για μίσθωμα Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2008, την 15-10-2009 το ποσό των 24275 ευρώ για μισθώματα από Ιούνιο μέχρι και Οκτώβριο 2009, την 24-10-2008 το ποσό των 8828 ευρώ για μισθώματα Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2009, την 24-10-2008 το ποσό των 4855 ευρώ για μίσθωμα Απριλίου 2009, την 29-12-2009 το ποσό των 10059 ευρώ για μισθώματα Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2009. Λόγω της οικονομικής κρίσης που ενέσκηψε στην Ελλάδα σε συνδυασμό με το ότι αποσύρθηκαν   τα πλοία που πρυμνοδετούσαν στον έμπροσθεν του μίσθιου καταστήματος προβλήτα του λιμένος Πειραιά  προκλήθηκε το έτος 2010  μεγάλη μείωση των κερδών της ανωτέρω επιχείρησης, επίπτωση, η οποία υποχρέωσε τον . ………………..  να ζητήσει ως εκπρόσωπος αμφοτέρων των μισθωτών την  μείωση του μισθώματος, το οποίο κατόπιν συμφωνίας  με τον  εκμισθωτή, . ……………….. ορίστηκε  στο ποσό των 4000 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του τέλους χαρτοσήμου για το έτος 2010, εξαιρουμένων των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2010  για τους οποίους οι μισθωτές απαλλάχθηκαν από την καταβολή μισθώματος στο ποσό των 4000  ευρώ για το έτος 2011, στο ποσό των 2666,66 ευρώ για το έτος 2012 και στο ποσό των 2000 ευρώ  για το έτος 2013, ποσό στο οποίο εν τέλει παρέμεινε και για τα επόμενα έτη 2014 και 2015. Στη συνέχεια, ο ………. συνέχισε να καταβάλει στην εταιρία με την  επωνυμία «……………»  τα μισθώματα μολονότι υπείχε υποχρέωση καταβολής αυτών στην ενεχυρούχο Τράπεζα. Συγκεκριμένα κατέβαλε στην εταιρία αυτή τα ακόλουθα ποσά: την 30-7-2010 το ποσό των 4000 ευρώ για μίσθωμα  Ιανουαρίου 2010, την 31-7-2010 το ποσό των 2000 ευρώ έναντι μισθώματος, την 16-12-2010 το ποσό των 20.000 ευρώ για εξόφληση των μισθωμάτων 2010 με εξ (6) μεταχρονολογημένες επιταγές, την 21-12-2010 το ποσό των 5000 ευρώ για ολική εξόφληση των μισθωμάτων του 2010, την 2-2-2011 το ποσό των 12.000 ευρώ για μισθώματα μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου 2011, την 31-5-2011 το ποσό των 4000 ευρώ για μίσθωμα Απριλίου 2011, την 18-6-2011 το ποσό των 4000 ευρώ για μίσθωμα Μαΐου 2011, την 6-7-2012  το ποσό των 31999 ευρώ για μισθώματα από Ιανουάριο μέχρι Δεκέμβριο 2012, εκ του οποίου το ποσό των 20.999 ευρώ καταβλήθηκε  τοις μετρητοίς, ενώ για το υπόλοιπο ποσό των 11000 ευρώ παραδόθηκε η υπ΄αριθμόν …… επιταγή της ………. ποσού 11000 ευρώ, έναντι του οποίου κατεβλήθη στον εκμισθωτή . ……………….. αυθημερόν το ποσό των 2800 ευρώ  και αφέθηκε υπόλοιπο 8200 ευρώ, την 7-7-2011 το ποσό των 8000 ευρώ για μισθώματα Ιουνίου και Ιουλίου 2011, την 15-7-2011 το ποσό των 2000 ευρώ για εξόφληση των μισθωμάτων του έτους 2011 (βλ.  ισάριθμες  χειρόγραφες αποδείξεις που φέρουν την υπογραφή του …………….).

Μέσα Οκτωβρίου 2011 η ενεχυρούχος Τράπεζα  επέδωσε στους μισθωτές . ……………….. και . ……………….. την από  13-10-2011 επιστολή με την οποία διαμαρτυρήθηκε για την  μη καταβολή των μισθωμάτων των μηνών Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2010 καθώς και των μισθωμάτων του έτους 2011, επισημαίνοντας σ΄αυτούς ότι βάσει της επιδοθείσας σ΄αυτούς ενεχυρικής συμβάσεως  έχει καταστεί αποκλειστική δικαιούχος των μισθωμάτων αυτών. Σε απάντηση της διαμαρτυρίας αυτής ο ………………… . επέδωσε στην ενεχυρούχο Τράπεζα την με  ημερομηνία  24-10-2011 εξώδικη απάντηση με την οποία  γνωστοποίησε σ΄αυτήν   την κατά τα ανωτέρω τροποποίηση της συμβάσεως μισθώσεως ως προς το ύψος του μισθώματος  κατόπιν προηγηθείσας συμφωνίας με τον  εκμισθωτή   . ………………… Στη συνέχεια,   η ενεχυρούχος Τράπεζα πέτυχε βάσει της με από 10-5-2012 αιτήσεώς της,  την έκδοση της υπ΄αριθμόν ………./2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών  σε βάρος των δανειοληπτών   ………………..  ..   και  .  ………………..  καθώς οι τελευταίοι δεν είχαν ανταποκριθεί  στις υποχρεώσεις που ανέλαβαν από την  σύμβαση  στεγαστικού δανείου  έναντι της δανείστριας Τράπεζας  η οποία για τον λόγο αυτό προέβη σε  καταγγελία της  δανειακής σύμβασης η οποία εμφάνιζε  χρεωστικό υπόλοιπο 486.735,62 ευρώ , ποσό το οποίο και  υποχρεώθηκαν οι δανειολήπτες  με την διαταγή αυτή  να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας σ΄αυτήν πλέον τόκων και εξόδων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ………. συνέχισε την καταβολή των μισθωμάτων  στην εταιρία  «………….» καταβάλλοντας : την 11-1-2013  το ποσό των 24000 ευρώ για το  σύνολο των μηνών του έτους  2013, την 9-4-2014 το ποσό των 13823 ευρώ έναντι των μισθωμάτων του έτους 2014 και την 11-6-2014 το ποσό των 10177 ευρώ για εξόφληση των μισθωμάτων του έτους 2014(βλ ισάριθμες χειρόγραφες αποδείξεις  που φέρουν την υπογραφή του ……………….. .). Στις 26-1-2015 η ……………….. . κατέβαλε  δια χειρός  ……………….. . στην ανωτέρω εταιρία το ποσό των 1300 ευρώ έναντι  του μισθώματος  Ιανουαρίου  2015, ενώ στη συνέχεια κατέβαλε τα μισθώματα στην ενεχυρούχο Τράπεζα και συγκεκριμένα:  την 15-6-2015 (η . ………………..) κατέβαλε στην ενεχυρούχο Τράπεζα το ποσό των 6000 ευρώ προς εξόφληση  του αναλογούντος σ΄αυτήν ποσοστού (1000 ευρώ μηνιαίως) για τα μισθώματα  των μηνών Φεβρουαρίου, Μαρτίου, Απριλίου, Μαΐου, Ιουνίου και Ιουλίου 2015  σε εκτέλεση  της ενεχυρικής σύμβασης, ενώ από  1000 ευρώ κατέβαλε στις 28-7-2915, στις 28-8-2015, στις 29-9-2015, στις 26-10-2015, στις 30-11-2015, στις 28-12-2015, στις 27-1-2016, στις 25-2-2016, στις 22-3-2016, στις 25-4-2016, στις 25-5-2016 και στις 23-6-2016, στις 10-8-2016, στις 6-9-2016, στις 5-10-2016 (βλ εκτύπωση κινήσεων λογαριασμού από 1-1-2012 μέχρι 7-10-2016 της  ……). Ο ……………….. . αμφισβητεί  την συμφωνία  με τον  ……………….. . περί  μείωσης  του μισθώματος  ισχυριζόμενος ότι οι μισθωτές οφείλουν το αρχικά συμφωνηθέν μίσθωμα με τις αναπροσαρμογές που ορίστηκαν με το με ημερομηνία 23-12-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης. Περαιτέρω  δεν αμφισβητεί ότι υπέγραψε τις ανωτέρω αποδείξεις ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι οι αποδείξεις αυτές αφορούν  σε  μισθώματα για χώρους πέραν του κυρίου  καταστήματος και συγκεκριμένα για την  ευρισκόμενη παραπλεύρως του καταστήματος στοά  καθώς και για ένα όμορο  του καταστήματος χώρου στον οποίο παλαιότερα στεγαζόταν κουρείο και ήδη ενοποιήθηκε με το κύριο κατάστημα,  τα οποία εξεμισθωσε στον . ……………….. και την . ………………..  δυνάμει πρόσθετης σύμβασης μίσθωσης που καταρτίστηκε το έτος 2010 αντί πρόσθετου μισθώματος. Ο ισχυρισμός  αυτός δεν κρίνεται βάσιμος καθόσον εκ της υπ΄αριθμόν …………. άδειας ίδρυσης και λειτουργίας καταστήματος που εκδόθηκε από τον Δήμο Πειραιά στις 20-10-2003, ήτοι επτά έτη προ της επικαλούμενης πρόσθετης μισθωτικής σύμβασης,  προκύπτει ότι χορηγήθηκε  στην εταιρία «ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΙ ………………»   άδεια ίδρυσης και λειτουργίας  καταστήματος ως εστιατόριο – ψητοπωλείο- μπάρ σε ισόγειο χώρο επί της πλατείας …………., δυναμικότητας  30  κινητών καθισμάτων στην αίθουσα πελατών, 58 κινητών καθισμάτων  στον υπαίθριο χώρο (πεζοδρόμιο) καθώς και  32 κινητών καθισμάτων στην στοά, με την επισήμανση  ότι ποσοστό 50% της αίθουσας των πελατών θα προορίζεται για τους μη καπνίζοντες. Δηλαδή ο χώρος της στοάς είχε προβλεφθεί εξ αρχής ότι θα περιλαμβανόταν στους χώρους της αρχικής μίσθωσης. Εξάλλου, το αβάσιμο του ισχυρισμού αυτού επιβεβαιώνεται και από την με ημερομηνία 22-10-2015 εξώδικη διαμαρτυρία αυτού (……………….. .) στην οποία μεταξύ άλλων αναφερόταν ως αντισυμβατική συμπεριφορά των μισθωτών και  το γεγονός ότι χρησιμοποιούσαν τον χώρο της Στοάς  αιτίαση η οποία  δεν θα περιλαμβανόταν  στην εξώδικη αυτή διαμαρτυρία αν πράγματι είχε παραχωρηθεί ο χώρος αυτός το έτος 2010  στους μισθωτές αντί μηνιαίου μισθώματος με πρόσθετη σύμβαση μίσθωσης. Αρνούμενος  ο εκμισθωτής ……………….. .  ότι αποδέχτηκε  μείωση του μισθώματος  από τα μέσα του 2010 και εντεύθεν ισχυρίζεται  ότι το μίσθωμα από 1-4-2013 μέχρι 31-3-2015 ανήλθε βάσει της συμφωνηθείσας αναπροσαρμογής στο ποσό των  5670 ευρώ πλέον του τέλους χαρτοσήμου (3,6%)  εκ 204,12 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 5874,12 ευρώ, ενώ από 1-4-2015 έως 31-3-2017  στο ποσό των 6237 ευρώ πλέον του τέλους χαρτοσήμου (3,6%) εκ 224,53 ευρώ και συνολικά στο ποσό των 6461,53 ευρώ. Προς απόδειξη δε,  του ισχυρισμού του αυτού επικαλείται τις δηλώσεις  που υπέβαλε η εταιρία στην οποία είχε μεταβιβάσει  την μισθωτική σχέση, «……………» στην ΔΟΥ για τα μισθώματα που ελάμβανε για τα έτη 2011, 2012, 2014 και 2015 (Ε2 οικονομικών ετών 2012 και 2013 και φορολογικών ετών 2014 και 2015) εκ των οποίων προκύπτει ότι  η εταιρία αυτή  δήλωνε το μίσθωμα όπως είχε διαμορφωθεί με τη νόμιμη αύξηση που είχε συμφωνηθεί εξ αρχής με τους μισθωτές δίχως καμία μείωση αυτού. Ωστόσο, οι δηλώσεις των οικονομικών ετών 2012 και 2013 υποβλήθηκαν στην ΔΟΥ στις 15-7-2015, του φορολογικού έτους 2014 στις 5-9-2015 και του φορολογικού έτους 2015 στις 25-7-2016, δηλαδή  οι δυο πρώτες μετά πάροδο δυο – τριών ετών από τότε που έπρεπε να υποβληθούν και όλες οι δηλώσεις  μετά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής δοθέντος ότι  η αγωγή κατατέθηκε  στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Αθηνών  στις 9-1-2014 και επιδόθηκε στους μισθωτές  στις 14-1-2014 (βλ. υπ΄αριθμούς …../2014 και …../2014 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ………….), αλλά και μετά την επίδοση (15-4-2015) στον ……………….. ……………….. του δικογράφου της προσεπίκλησης αυτού από μερους του . ……………….. (βλ. υπ΄αριθμόν …./15-4-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή …………). Επομένως,  εκ των φορολογικών αυτών δηλώσεων δεν δύναται να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα σχετικά με το ύψος του μισθώματος. Εξάλλου, απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός και σχετικός λόγος έφεσης της ενάγουσας Τράπεζας και  του κυρίως παρεμβαίνοντος ότι η συμφωνία περί μείωσης του μισθώματος είναι ανίσχυρη καθώς δεν έγινε εγγράφως, όπως απαιτούνταν σύμφωνα με τον με αριθμό 17 όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως με τον οποίο οριζόταν ότι κάθε τροποποίηση των όρων του συμφωνητικού πρέπει να αποδεικνύεται μόνο γραπτά αποκλειομένου κάθε άλλου αποδεικτικού μέσου  καθόσον  εκ των προαναφερομένων χειρογράφων αποδείξεων που φέρουν την υπογραφή αυτού προκύπτει η με  σύμφωνη γνώμη του ……………….. .  αποδοχή  του τροποποιηθέντος όρου του συμφωνητικού μισθώσεως  η οποία προϋποθέτει την σύμφωνη γνώμη αυτού για την  τροποποίηση αυτού.

Πέραν των δηλώσεων αυτών ο . ……………….. προς απόδειξη του ανωτέρω ισχυρισμού του  επικαλείται τις δηλώσεις της επιχείρησης των μισθωτών για τα έτη 2010, 2011, 2012, 2013 και 2014 (Ε3 οικονομικών ετών 2011, 2012, 2013, 2014 και φορολογικού έτους 2014) εκ των οποίων προκύπτει ότι οι μισθωτές δήλωσαν για μισθώματα του έτους 2010  το ποσό των 31002 ευρώ ενώ ισχυρίζονται ότι το μηνιαίο μίσθωμα είχε συμφωνηθεί σε 4000 ευρώ, για μισθώματα του έτους 2011 ουδέν καταβληθέν μίσθωμα ενώ ισχυρίζονται ότι το μηνιαίο μίσθωμα είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 4000 ευρώ, για μισθώματα του έτους 2012 το ποσό των 23166,02 ευρώ ενώ ισχυρίζονται ότι το μηνιαίο μίσθωμα είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 2666,66 ευρώ,  για μισθώματα του έτους 2013 το ποσό των 23166 ευρώ, ενώ  ισχυρίζονται ότι το  μηνιαίο  μίσθωμα είχε συμφωνηθεί στο ποσό των  2000 ευρώ και για μισθώματα του έτους 2014 το ποσό των 24.000 ευρώ, ενώ  ισχυρίζονται ότι είχε συμφωνηθεί μηνιαίο μίσθωμα 2000 ευρώ. Οι διαφοροποιήσεις, όμως, αυτές δεν αποδεικνύουν την βασιμότητα του ισχυρισμού του εκμισθωτή καθώς μεγάλο μέρος των μισθωμάτων καταβλήθηκε, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες καταβολές,  το επόμενο  εκείνου στο οποίο αντιστοιχούσαν έτος, ενώ  για κάποια εξ αυτών παραδόθηκαν  μεταχρονολογημένες επιταγές. Περαιτέρω,  αποδείχθηκε ότι ο ……………….. . και η εταιρία «……….»  επέδωσε στον . ……………….. και την . ……………….., στις  27-10-2015 και στις 29-10-2015 αντίστοιχα, την με  ημερομηνία 22-10-2015 εξώδικη διαμαρτυρία με την οποία ισχυριζόμενοι ότι από δυστροπία   καταβάλουν μέρος μόνο του  μισθώματος το οποίο  μέχρι τον Μάρτιο  2015  ανερχόταν σε 5874,12 ευρώ και από Απρίλιο 2015 ανερχόταν σε 6461,53 ευρώ με συνέπεια να οφείλουν  για το χρονικό διάστημα από Φεβρουάριο 2015 μέχρι και Ιούλιο 2015  το συνολικό ποσό των 57553,07 ευρώ συμπεριλαμβανομένου και μέρους του μισθώματος του Ιανουαρίου 2015 ύψους 370 ευρώ, κατήγγειλαν την σύμβαση μίσθωσης που συνήφθη με το από 23-12-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό και κάλεσαν  τους μισθωτές αφενός μεν ν΄αποδώσουν σ΄αυτόν το μίσθιο κατάστημα αφετέρου δε, να καταβάλουν  το ανωτέρω ποσό των 57553,07 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της καθυστερήσεως  καταβολής  κάθε  μισθώματος. Στη συνέχεια,  ο……………….. πέτυχε   την έκδοση της υπ΄αριθμόν …../2016 διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων του Πρωτοδίκη Πειραιώς με την οποία διατάχθηκαν οι μισθωτές να του αποδώσουν το μίσθιο και να καταβάλουν σ΄αυτόν νομιμοτόκως τα αιτούμενα μισθώματα, η οποία ακυρώθηκε με την υπ΄αριθμόν 3018/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία επικυρώθηκε με την υπ΄αριθμόν 473/2018 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι μισθωτές δεν αρνήθηκαν την καταβολή των μισθωμάτων από δυστροπία, ούτε κατέβαλαν μέρος  μόνο του μισθώματος από δυστροπία, αλλά αντιθέτως ότι κατέβαλαν το μίσθωμα αρχικά σύμφωνα με τις  αναπροσαρμογές που είχαν συμφωνηθεί με το από  23-12-2004  ιδιωτικό συμφωνητικό  και από τα τέλη του 2010  μειωμένο κατόπιν συμφωνίας με τον εκμισθωτή . ………………… Ως εκ τούτου η αιτία για την οποία  καταγγέλθηκε η σύμβαση μίσθωσης από τον . ……………….. δεν υφίσταται και επομένως μη νομίμως  ο εκμισθωτής . ……………….. προέβη στην καταγγελία της σύμβασης μίσθωσης επιδίδοντας σ΄αυτούς την με ημερομηνία 22-10-2015  εξώδικη πρόσκληση – καταγγελία, με συνέπεια την μη επέλευση δι΄αυτής αποτελεσμάτων νομίμου καταγγελίας, ήτοι  την μη άρση της μισθωτικής σχέσης για το μέλλον  δοθέντος ότι ο . ……………….. εξακολουθούσε να είναι φορέας του δικαιώματος  καταγγελίας καθώς δεν μεταβιβάστηκε στην ενεχυρούχο Τράπεζα, όπως προαναφέρθηκε.  Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι νομίμως ο . ……………….. προέβη στην καταγγελία της σύμβασης για την αιτία αυτή, καθώς και ότι η καταγγελία επέφερε τις συνέπειες νομίμου καταγγελίας, υπέπεσε σε σφάλμα κατά τους  βάσιμους  περί αυτού λόγους της  με  αριθμό κατάθεσης  στο Πρωτοδικείο Πειραιά  ……./2018  και με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά …../2018 έφεση της .. ……………….. και της  με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά …./2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά …../2019 έφεση  του . ……………….., οι οποίες πρέπει να γίνουν δεκτές ως βάσιμες και κατ΄ουσίαν και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς την διάταξη αυτής περί αναγνώρισης της καταγγελίας ως νόμιμης. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η κύρια παρέμβαση ως προς το αίτημα  περί αναγνώρισης της καταγγελίας ως νόμιμης  (η οποία κατ΄ουσίαν ως προς το αίτημα αυτό αποτελεί παρεμπίπτουσα αγωγή)  από το Δικαστήριο αυτό και ν΄απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενεχυρούχος Τράπεζα δεν εισέπραξε τα μισθώματα των μηνών  Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2010 καθώς και τα μισθώματα των ετών 2011, 2012 και 2013 μολονότι καταβλήθηκαν στην εταιρία «………………», η  οποία  μέχρι τότε ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της  απέναντι της και τα  απέδιδε σ’ αυτην. Λαμβάνοντας υπόψη   ότι κατόπιν συμφωνίας με τον εκμισθωτή  το μίσθωμα για το έτος 2011 μειώθηκε  στο ποσό των 4000 ευρώ, το μίσθωμα για το έτος 2012 στο ποσό των 2666,66 ευρώ και το μίσθωμα  για το έτος 2013 στο ποσό των 2000 ευρώ, ενώ για τους μήνες Οκτώβριο, Νοέμβριο και Δεκέμβριο 2010 συμφωνήθηκε να μην καταβληθεί μίσθωμα καθώς για τους λοιπούς μήνες του έτους 2010 είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 4000 ευρώ μηνιαίως και επομένως,  το αναλογούν  μίσθωμα για τους μήνες αυτούς  ανέρχεται σε 2583,33 ευρώ για καθένα,  οι μισθωτές υποχρεούνται να καταβάλουν συμμέτρως  στην ενεχυρούχο Τράπεζα το ποσό των {(2583,33 Χ2)+ (12Χ4000) +(12 Χ2666,66) +(12Χ2000)=}109166,58 ευρώ ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε ότι οι εναγόμενοι πρέπει να καταβάλουν στην ενάγουσα Τράπεζα  μικρότερο ποσό και συγκεκριμένα  το ποσό των  63992,92 ευρώ  υπέπεσε σε σφάλμα κατά τους  βάσιμους  περί αυτού λόγους της με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……/2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά ……/2018 έφεσης  και της με ειδικό αριθμό κατάθεσης  στο Πρωτοδικείο Πειραιά …../2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά …./2018 έφεσης της ενεχυρούχου Τράπεζας και του εκμισθωτή ……………….. ., αντίστοιχα, οι οποίες  πρέπει να γίνουν  δεκτές  ως βάσιμες και κατ΄ουσίαν και  να  εξαφανιστεί  η εκκαλουμένη απόφαση  ως  προς την διάταξη αυτή,  να κρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο  και να γίνει εν μέρει δεκτή όπως και η  πρόσθετη  παρέμβαση του ……………….. . και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν συμμέτρως  στην ενάγουσα  Τράπεζα το ποσό των 109.166,58 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της καθυστερήσεως καταβολής κάθε μισθώματος μέχρις εξοφλήσεως.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η . ……………….. δεν είχε πληροφορηθεί την σύμβαση ενεχυριάσεως  καθώς η σύμβαση αυτή επιδόθηκε μεν στις 23-2-2005  από μέρους της ενεχυρούχου Τράπεζας, παρελήφθη, όμως για λογαριασμό της από τον αδελφό της, . ……………….. (βλ.υπ΄αριθμόν ……/23-2-2005 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή ………..), ο οποίος ασκούσε την ουσιαστική διαχείριση  της  εταιρίας  τους και ως εκ τούτου δεν γνώριζε ότι αποκλειστικός δικαιούχος των μισθωμάτων ήταν η ενεχυρούχος Τράπεζα με συνέπεια ν΄αποδέχεται την από μέρους του αδελφού της . ………………..,  καταβολή του μισθώματος  στην εταιρία «…………..» στην οποία κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2010 μέχρι 31-12-2013 κατέβαλε τα παρακάτω ποσά: α) για το χρονικό διάστημα από 1-11-2010 μέχρι 31-12-2010 το ποσό των (2583,33 Χ 2 =) 5166,66 ευρω, β) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2011 μέχρι 31-12-2011 το ποσό των (12 Χ 4000 =) 48.000 ευρώ,  γ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 μέχρι 31-12-2012 το ποσό των (12 Χ 2666,66 =) 31999,92 ευρώ και δ) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2013 μέχρι 31-12-2013  το ποσό των (12 Χ2000 =)24.000 ευρώ. Συνολικά δε, ο ………….κατέβαλε στην ανωτέρω εταιρία  δια χειρός του  ……….. το ποσό των  109166,58 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό  των  46.999,96 ευρώ για λογαριασμό της ……… ………………..{(όπως ισχυρίζεται η ίδια και όχι το ποσό των 54583,29 που αντιστοιχεί στο μερίδιό της (50%)}, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από τον . ……………….. καθώς στο δικόγραφο της Προσθήκης – Αντίκρουσης  ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά αναφέρει ότι «η πρακτική ήταν να δίνουμε  τα μισθώματα στον . ………………..» (βλ σελίδα 14 του δικόγραφο αυτού) φράση που επαναλαμβάνεται και στο δικόγραφο της Προσθήκης – Αντίκρουσης που κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. σελίδα 5 του δικογράφου αυτού)  αφήνοντας να εννοηθεί ότι το μίσθωμα καταβαλλόταν και από τους δύο και όχι από  τον ίδιο (……..)  ατομικά ή  για λογαριασμό του ιδίου  και μόνον.  Η εταιρία «…..» παρέλαβε  το ανωτέρω ποσό, όπως προκύπτει από τις προαναφερόμενες χειρόγραφες αποδείξεις που φέρουν την υπογραφή του ………… ., πλην όμως δεν το κατέβαλε στην ενεχυρούχο Τράπεζα, όπως  ενεργούσε μέχρι τότε, αλλά το  ενσωμάτωσε στην περιουσία της. Ωστόσο, την τακτική αυτή της καταβολής των μισθωμάτων στην ανωτέρω εταιρία και την εν συνεχεία καταβολή των μισθωμάτων από μέρους της τελευταίας  στην ενεχυρούχο Τράπεζα επιδοκίμασε η ενεχυρούχος Τράπεζα καθόσον από το έτος 2008 ο …………. κατέβαλε τα μισθώματα σ΄αυτήν, όπως προαναφέρθηκε, χωρίς καμία διαμαρτυρία και εναντίωση της ενεχυρούχου Τράπεζας, παρά τα αντίθετα αναφερόμενα στην σύμβαση ενεχυριάσεως. Ως εκ τούτου η επιλογή αυτή του ……………, ο οποίος κατέβαλε στην εταιρία αυτή όχι μόνο το ποσό του μισθώματος που αναλογούσε στην αδελφή του, . ……………….., αλλά και το ποσό που αναλογούσε στον ίδιο, δεν έγινε από δολιότητα και με σκοπό να βλάψει την περιουσία της αδελφής του, όπως ισχυρίζεται η τελευταία, ούτε από αδιαφορία (αμέλεια) για την τύχη της περιουσίας αυτής, αλλά κατόπιν (σιωπηρής)  συναίνεσης και της ενεχυρούχου Τράπεζας. Εξάλλου, έρχεται σε αντίθεση με τους κανόνες της λογικής η εκδοχή ότι ο …………. προκειμένου να βλάψει την αδελφή του  αποδέχτηκε  να βλάψει ισόποσα και τον εαυτό του καταβάλλοντας στην εταιρία αυτή όχι μόνο το μίσθωμα που αναλογούσε στην αδελφή του άλλα  και το εναπομείναν ισόποσο υπόλοιπο του μισθώματος   που αναλογούσε στον ίδιο με συνέπεια την υποχρέωση αυτού για εκ νέου καταβολή του στην αληθή δικαιούχο Τράπεζα. Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι ενεργώντας από κοινού ο ………. και ο . ……………….. έβλαψαν υπαιτίως την περιουσία της ….. ……………….., ενώ δεν στοιχειοθετείται ούτε η άνευ νομίμου αιτίας  παρακράτηση από μέρους του ……………….. .. των μισθωμάτων που καταβλήθηκαν σ΄αυτόν καθόσον ο … ……………….. έλαβε τα μισθώματα αυτά όχι ατομικά, αλλά για λογαριασμό της εταιρίας «………..», η οποία τα ενσωμάτωσε στην περιουσία της και προς τούτο  τα δήλωσε ως εισοδήματα στη κατάσταση για τα μισθώματα ακινήτων (Ε2)  των οικείων οικονομικών ετών που υπέβαλε στην ΔΟΥ, όπως προαναφέρθηκε. Συνεπώς, η παρεμπίπτουσα αγωγή που άσκησε η . ……………….. πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας Τράπεζας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας   πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων λόγω της μερικής  ήττας αυτών (αρθρα 183, 178 παρ 1, 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας των παρεμπιπτόντως εναγομένων  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της παρεμπιπτόντως   ενάγουσας λόγω της ήττας αυτής (άρθρο 183, 176, 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας των καθ΄ων η κύρια παρέμβαση πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του κυρίως παρεμβαίνοντος λογω της ήττας αυτού (άρθρο 183, 176, 191 παρ 2 ΚΠολΔ), κατα τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθει και η επιστροφή των κατατεθέντων  παραβόλων  στους  εκκαλούντες  λόγω της  ευδοκίμησης των εφέσεων  αυτών  (αρθρο 495 παρ 4 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ : α)  την  με ειδικό αριθμό κατάθεσης  στο Πρωτοδικείο Πειραιά  …./2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά …. έφεση, β) την με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά …/2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά …./2018  έφεση, γ) η με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά …./2018 και ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά …./2019 έφεση καιδ) την  με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Πρωτοδικείο Πειραιά  …../2018 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης στο Εφετείο Πειραιά …./2018 έφεση  ΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ  εφέσεις

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την υπ΄αριθμόν  3062/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

ΚΡΑΤΕΙ  και ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ α) την αγωγή  η οποία εισήχθη στο  Μονομελές  Πρωτοδικείο Πειραιά με την με ειδικό αριθμό καταθ. …./2016 κλήση, β) την  ανακοίνωση – προσεπίκληση –  παρεμπίπτουσα αγωγή  που εισήχθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  με την με ειδικό αριθμό καταθ. …../2017 κλήση, γ)την προσεπίκληση που εισήχθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την με ειδικό αριθμό καταθ. …../2017 κλήση και δ) την  κύρια παρέμβαση που εισήχθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την με ειδικό αριθμό καταθ. …../2016 κλήση και την πρόσθετη παρέμβαση που εμπεριέχεται σ΄αυτήν

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό στοιχείο α΄ αγωγή, τις προσεπικλήσεις και την πρόσθετη παρέμβαση

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ  τους εναγόμενους να καταβάλουν συμμέτρως  στην ενάγουσα  το ποσό των εκατόν εννέα χιλιάδων εκατόν εξήντα έξι ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (109.166,58 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από της καθυστερήσεως καταβολής κάθε μηνιαίου μισθώματος μέχρις εξοφλήσεως.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  τους εναγομένους σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας το οποίο καθορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων πεντακοσίων (3500) ευρώ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την  υπο στοιχείο δ΄ κύρια παρέμβαση

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον κυρίως παρεμβαίνοντα στα δικαστικά έξοδα των καθ΄ων η κύρια παρέμβαση  και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1000) ευρώ

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  την υπό στοιχείο β΄ παρεμπίπτουσα αγωγή

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  την παρεμπιπτόντως ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα των παρεμπιπτόντως εναγομένων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων  (1500)  ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την επιστροφή των κατατεθέντων παραβόλων για την άσκηση των εφέσεων στους εκκαλούντες.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   26 Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ