Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 250/2021

Αριθμός     250/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1) ……… και 2) ………., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Μαργαρίτα Πετράκη.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  5.12.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017) αγωγή του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.  2260/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών-εφεσίβλητος με την από  9.9.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) έφεσή του και  οι εναγόμενες και ήδη εφεσίβλητες-εκκαλούσες με την από  10.9.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) έφεσή τους. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε η αναφερόμενης την αρχή της παρούσας απόφασης (ΓΑΚ/ΕΑΚ προσδιορισμού στο Εφετείο Πειραιώς  ……../2019 και ……./2019, αντίστοιχα).

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο εκκαλών-εφεσίβλητος, παραστάς αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος, με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του  με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσιβλήτων-εκκαλουσών, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκες στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 5.12.2017 (υπ΄ αριθ. κατάθ. ………./15.12.2017) αγωγή, ο οριστικός σύνδικος της πτώχευσης, που κηρύχτηκε δυνάμει της υπ΄αριθ. 807/16.2.2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας) της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, ζήτησε, μετά την τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, 1) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση των εναγομένων – οικοπεδούχων σε δήλωση βούλησης να μεταβιβάσουν στο σύνδικο της πτώχευσης της ως άνω εταιρίας 277%ο του περιγραφομένου στην αγωγή οικοπέδου τους και δη η 1η κατά το ποσοστό της από 534 %ο εξ αδιαιρέτου και η 2η κατά 465,85 %ο εξ αδιαιρέτου, τα οποία αντιστοιχούν στις αναλυτικά περιγραφόμενες στην αγωγή αυτοτελείς και ανεξάρτητες πέντε (5) ιδιοκτησίες (3 θέσεις στάθμευσης και 2 διαμερίσματα), οι οποίες αντιστοιχούν στα ανωτέρω 277 %ο εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου και των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων αυτού,  στο οποίο η πτωχεύσασα εργολήπτρια εταιρία ανήγειρε, με βάση το υπ΄αριθ. ………/2004 προσύμφωνο και εργολαβικό συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, εξαώροφη οικοδομή (με τις αναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες που έχουν συσταθεί σε αυτό καθώς και των κοινοκτήτων και κοινοχρήστων χώρων και εγκαταστάσεων της οικοδομής που περιγράφονται στην υπ΄αριθ. ……../2004 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας της ίδιας συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένης) με το σύστημα της αντιπαροχής, ως υπόλοιπο του από 680 %ο συνολικού εργολαβικού ανταλλάγματος, που θα μεταβιβαζόταν από τις εναγόμενες – οικοπεδούχους σταδιακά με την πρόοδο των εργασιών, σύμφωνα με τα αναλυτικά αναφερόμενα στάδια στο άρθρο 8 του εργολαβικού προσυμφώνου, μετά την εκ μέρους της εργολήπτριας αποπεράτωση του κτηρίου και μεταβίβαση προ της πτώχευσης των 403 %ο εξ αδιαιρέτου σε τρίτους υποδειχθέντες από την εργολήπτρια, 2) να αναγνωρισθεί η ύπαρξη υποχρέωσής τους σε δήλωση βούλησης συνιστάμενη σε παροχή εξουσιοδότησης προς το σύνδικο ώστε να συμβληθεί για λογαριασμό τους σε συμβόλαια πώλησης και μεταβίβασης των ανωτέρω περιουσιακών στοιχείων και 3) να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή τους σε δήλωση βούλησης συνιστάμενη στην παροχή εξουσιοδότησης προς το σύνδικο να υπογράψει για λογαριασμό τους τις δηλώσεις φόρου μεταβίβασης ακινήτου (ΦΜΑ) προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ. για τη μεταβίβαση  των ακινήτων, να αιτείται για λογαριασμό τους τη λήψη πιστοποιητικών εξόφλησης ΕΝΦΙΑ των άνω ακινήτων και του ΤΑΠ αυτών, να ζητεί για λογαριασμό τους φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα, να διορίζει μηχανικό για την επιθεώρησή τους και την έκδοση πιστοποιητικού ν. 4014/2011 και γενικά να ζητεί για λογαριασμό τους και όποιο άλλο ανεξαιρέτως έγγραφο απαιτείται προκειμένου να δύναται με την ιδιότητα του συνδίκου να συμβάλλεται σε συμβόλαια πώλησης και μεταβίβασης των ακινήτων αυτών, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία,  αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη, την  έκανε εν μέρει δεκτή και ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγομένων να μεταβιβάσουν προς το σύνδικο της πτώχευσης της ως άνω εταιρίας συνολικά ποσοστό 112 %ο εξ αδιαιρέτου, ανάλογα με το ως άνω ποσοστό συγκυριότητας της καθεμίας, αντιστοιχούντα σε μια κλειστή θέση στάθμευσης και ένα διαμέρισμα της οικοδομής, όπως αναλυτικά κατά τα εν αυτή, καθώς την υποχρέωση των εναγομένων να προβούν στην παροχή εξουσιοδότησης προς το σύνδικο να συμβληθεί για λογαριασμό τους, υπό την ιδιότητά του αυτή, σε συμβόλαια πωλήσεως και μεταβιβάσεως των ακινήτων αυτών και να προβεί στις ενέργειες που απαιτούνται για την ολοκλήρωσή τους. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονούνται οι διάδικοι με τις κρινόμενες εφέσεις τους και ζητούν, ο μεν ενάγων (σύνδικος) εν μέρει νικήσας διάδικος, με την από 9.9.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./9.9.2019) υπό στοιχ. Α έφεσή του, που άσκησε μετά την από 16.8.2019 απόρριψη της αίτησής του προς την Εισηγήτρια των Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Πειραιά να εγκρίνει τη μη άσκηση έφεσης εκ μέρους του κατά εκκαλουμένης, όπως εξαφανισθεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη κατά το τμήμα που βάλλεται με την έφεση και  γίνει δεκτή η αγωγή του καθ΄ολοκληρίαν, οι δε εναγόμενες, με την από 10.9.2019 (υπ΄αριθ. ………./10.9.2019) έφεσή τους, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη με το σκοπό ν΄απορριφθεί η αγωγή του συνδίκου, αμοιβαίως δε και οι δύο πλευρές ζητούν την καταδίκη του αντιδίκου τους στη δικαστική δαπάνη. Οι ανωτέρω εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 παρ. 1 και 3Αβ και 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται κοινοποίηση της εκκαλουμένης, ενώ προσκομίζονται και τα υπ΄αριθ. …….. (εκκαλούντος – ενάγοντος) και ………. (εκκαλουσών εναγομένων) παράβολα έφεσης και πρέπει αφού συνεκδικασθούν δοθέντος ότι αφορούν την ίδια εκκαλουμένη και τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και η συνεκδίκαση διευκολύνει κι επιταχύνει τη διεξαγωγή της δίκης κι επέρχεται μείωση των εξόδων (246 ΚΠολΔ)  να ερευνηθεί η ουσιαστική βασιμότητα των λόγων τους.

Α1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 681 και 694 τουAK προκύπτει ότι με τη σύμβαση έργου ο ένας συμβαλλόμενος, που καλείται εργολάβος, αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκτελέσει το έργο και ο αντισυμβαλλόμενος, που καλείται εργοδότης, να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή με την παράδοση του έργου, δηλαδή ο εργολάβος, κατ’ εξαίρεση όσων με τις γενικές διατάξεις ορίζονται για τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, υποχρεούται σε προεκπλήρωση της κύριας παροχής του, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όπως συμβαίνει όταν ορίσθηκε τμηματική παράδοση του έργου με αντίστοιχη τμηματική καταβολή της οφειλόμενης αμοιβής, αφού η υποχρέωση της προεκπλήρωσης αποτελεί ρύθμιση ενδοτικού δικαίου (ΑΠ 1069/2009). Ως έργο νοείται κάθε τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και δραστηριότητας του εργολάβου στο οποίο απέβλεψαν τα μέρη της σύμβασης, ενώ ως παράδοση του έργου νοείται η εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσης του εργολάβου, που συνίσταται στην εκτέλεση του έργου και στην προσπόρισή του στον εργοδότη, δηλαδή η περιέλευση του έργου στη σφαίρα εξουσίασης του εργοδότη, με την προϋπόθεση ότι το έργο είναι αυτό που συμφωνήθηκε και όχι εντελώς διαφορετικό, διότι τότε δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος προεκπλήρωσε την παροχή του, ώστε να δικαιούται κατά το άρθρ. 694 του AK τη συμφωνημένη αμοιβή του (ΑΠ 346/2010), η οποία μπορεί κατά την κατάρτιση της σύμβασης να ορισθεί κατ’ αποκοπή, κατά μονάδα, επί τη βάσει προϋπολογισμού, απολογιστικώς, χρονικώς, σε ποσοστά ή και να καταλειφθεί ακαθόριστη ως προς το ποσό και τον τρόπο υπολογισμού της, οπότε θα προσδιορισθεί κατά τα άρθρ. 371 – 373 τουAK (AΠ 338/2016, ΝΟΜΟΣ), εκτός εάν η παράδοση συμφωνήθηκε κατά τμήματα, οπότε καταβάλλεται με την παράδοση κάθε τμήματος, (ΑΠ 71/2016, ΝΟΜΟΣ).

Α2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 686 ΑΚ, αν ο εργολάβος δεν αρχίσει έγκαιρα την εκτέλεση του έργου ή αν επιβραδύνει, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, την εκτέλεσή του στο σύνολό της ή εν μέρει, κατά τρόπο που αντιβαίνεις τη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωσή του, μπορεί ο εργοδότης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματος του εργολάβου, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου, σε περίπτωση δε υπερημερίας του εργολάβου διατηρούνται ακέραια τα σχετικά δικαιώματα του εργοδότη (ΑΠ 338/2016, ο.π.). Μετά την παρέλευση του συμβατικώς ορισθέντου ρητού χρόνου παράδοσης του έργου, η οποία επάγεται υπερημερία χωρίς όχληση (ΑΚ 341) δεν εφαρμόζεται η ΑΚ 686, η οποία προβλέπεται για τις σχέσεις των διαδίκων μέχρι το χρόνο εκείνο, αλλά οι γενικές διατάξεις των άρθρων 383 επ. ΑΚ (ΑΠ 358/2014, ΝΟΜΟΣ). Με την υπαναχώρηση, η οποία μπορεί να είναι ολική ή μερική, δηλαδή μόνο κατά το ανεκτέλεστο μέρος του έργου, η σύμβαση έργου καταργείται αναδρομικά, από τη στιγμή της κατάρτισής της (extunc), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και στον εργολάβο διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικά, ολικά ή αναλόγως εν μέρει και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζονται στο άρθρο 389 παρ. 2 ΑΚ, δηλαδή αποσβήνονται οι συμβατικές υποχρεώσεις προς παροχή και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού τις παροχές που έλαβαν. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση μερικής υπαναχώρησης από τη σύμβαση, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλει στον εργολάβο αμοιβή αντίστοιχη με το μέρος του έργου που αυτός εκτέλεσε και παρέδωσε, (ΑΠ 338/2016, ο.π., 670/2020, ΝΟΜΟΣ). Η υπαναχώρηση αυτή ενεργεί στην πραγματικότητα ως καταγγελία της σύμβασης, αφού ισχύει για το μέλλον και δεν θίγει τη συμβατική σχέση σε σχέση με το μέρος του έργου που εκτελέστηκε μέχρι την άσκησή της, (ΑΠ 697/2019, 1376/2012, 1495/2011, 1035/2010, ΝΟΜΟΣ).

Α3. Περαιτέρω, το άρθρο 399 ΑΚ ορίζει ότι αν στη σύμβαση συνομολογήθηκε  ότι ο οφειλέτης που δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του εκπίπτει από τα συμβατικά του δικαιώματα (ρήτρα έκπτωσης) θεωρείται ότι ο δανειστής επιφύλαξε για την περίπτωση αυτή δικαίωμα υπαναχώρησης (συμβατική υπαναχώρηση). Πρόκειται για κανόνα ερμηνευτικό της βούλησης των μερών, ο οποίος όμως είναι ενδοτικού χαρακτήρα  και μπορεί επομένως να συμφωνηθεί ότι σε περίπτωση αθέτησης της υποχρέωσης του οφειλέτη, η οποία, εν αμφιβολία, πρέπει κατά το άρθρο 397 ΑΚ να οφείλεται σε υπαιτιότητά του, η έκπτωση δεν θα αφορά όλα τα δικαιώματα από τη σύμβαση, αλλά ορισμένα μόνον από αυτά (ρήτρα μερικής έκπτωσης) και θα επέρχεται είτε αυτοδικαίως, είτε κατόπιν αντίστοιχης μερικής υπαναχώρησης του δανειστή από τη σύμβαση ή ότι δεν θα ενεργεί αναδρομικά, αλλά μόνο για το μέλλον (και θα πρόκειται για καταγγελία, όπως προεκτέθηκε). Σε κάθε περίπτωση, ο επικαλούμενος ότι η συμφωνημένη ρήτρα έκπτωσης του οφειλέτη από τα συμβατικά του δικαιώματα έχει έννοια διαφορετική από αυτήν του άρθρου 399 ΑΚ, δηλαδή δεν θεμελιώνει δικαίωμα υπαναχώρησης του δανειστή από την όλη σύμβαση, οφείλει να το επικαλεσθεί και αν το αποδείξει (ΑΠ 288/2016, ΝΟΜΟΣ). Για το κύρος της υπαναχώρησης, (αντίθετα με την καταγγελία που δεν προϋποθέτει ύπαρξη σπουδαίου λόγου), απαιτούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 382-385 ή 686 ΑΚ, εκτός αν πρόκειται για συμφωνημένη (συμβατική) υπαναχώρηση, που μπορεί να διαμορφωθεί εξ αρχής ελεύθερα (ΑΠ 338/2016, ο.π.). Εφόσον ο δανειστής επέλεξε το δικαίωμα της συμβατικής υπαναχώρησης, δεν μπορεί ν΄ασκήσει κάποιο από τα  λοιπά δικαιώματά του, όπως περί αποζημίωσης (ΑΚ 690), κλπ. (ΕφΠατρ 255/2020, ΝΟΜΟΣ).

Β.Οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών (άρθρα 173 και 200 AK), εφαρμόζονται όταν το δικαστήριο της ουσίας, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του, διαπιστώνει, έστω και εμμέσως, ότι υπάρχει στη σύμβαση κενό ή αμφιβολία ως προς τις δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων. Υπό την προϋπόθεση αυτή το δικαστήριο της ουσίας παραβιάζει τους παραπάνω ερμηνευτικούς κανόνες, είτε όταν παραλείπει να προσφύγει σ` αυτούς για την συμπλήρωση ή ερμηνεία της δήλωσης της βούλησης των συμβαλλομένων, καίτοι δέχθηκε κενό ή ασάφεια έστω και έμμεσα, είτε όταν προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 AK και την συμπλήρωση ή ερμηνεία της σύμβασης, καίτοι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η σύμβαση είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπληρώσεως ή ερμηνείας, είτε όταν παραλείπει να παραθέσει στην απόφαση του τα πραγματικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συγκεκριμένη εφαρμογή τους (ΑΠ 1665/2014, 358/2014). Προσφυγή στις ως άνω διατάξεις υπάρχει έστω και αν αυτές δεν κατονομάζονται ρητά στην απόφαση, εφόσον από το περιεχόμενο της απόφασης προκύπτει ότι το δικαστήριο, αναζητώντας την αληθινή βούληση των συμβαλλομένων, προσέφυγε τελικά στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρ. 173 και 200 ΑK, o πρώτος από τους οποίους εξαίρει το υποκειμενικό στοιχείο της δήλωσης, δηλαδή την άποψη του δηλούντος και απαιτεί η ερμηνεία να μην προσκολλάται στις λέξεις της δήλωσης αλλά να αναζητεί την αληθινή βούληση του δηλούντος, ο δε δεύτερος εξαίρει το αντικειμενικό στοιχείο, δηλαδή την άποψη των συναλλαγών και επιβάλλει η δήλωση να ερμηνεύεται όπως απαιτεί η καλή πίστη, για τον προσδιορισμό και μόνο της οποίας θα πρέπει να ληφθούν υπ΄όψιν και τα συναλλακτικά ήθη, (ΑΠ 957/2019, ΧΡΙΔ 2019.737, ΝΟΜΟΣ). Η διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αλλά αρκεί να προκύπτει και έμμεσα απ` αυτή, όπως συμβαίνει όταν παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως των δικαιοπρακτούντων, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους. Ιδίως αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο προβαίνει στο συσχετισμό των όρων της σύμβασης, στη λήψη υπόψη στοιχείων εκτός της σύμβασης ή αντλεί επιχειρήματα από το σκοπό της (ΑΠ 957/2019, 71/2016, 1665/2014, ΝΟΜΟΣ).

Γ. Τα άρθρα 440 και 441 ΑΚ, που ρυθμίζουν το συμψηφισμό, ορίζουν το μεν πρώτο ότι “Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες”, το δε δεύτερο ότι “Συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει συνεπώς από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του (κύρια ή ενεργητική απαίτηση), προτείνοντας την ανταπαίτησή του (ή παθητική απαίτηση) σε συμψηφισμό, επέρχεται δε με την πρότασή του απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων στο μέτρο κατά το οποίο καλύπτονται αναδρομικά, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει ή όχι αποδεκτή από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Απαίτηση και ανταπαίτηση πρέπει να είναι τέλειες, δηλαδή να είναι ληξιπρόθεσμες, να μην τελούν υπό αίρεση ή προθεσμία, να μην υπόκεινται σε ανατρεπτική ή αναβλητική ένσταση και να είναι αγώγιμες, δηλαδή να μην είναι απλώς φυσικές ενοχές. Ο νόμος δεν απαιτεί, ως όρο του συμψηφισμού, ταυτότητα του νομικού λόγου που στηρίζει τις αμοιβαίες απαιτήσεις ή συνάφεια της αιτίας τους, αλλά ούτε και επιβάλλει η ανταπαίτηση που αντιτάσσεται προς συμψηφισμό να είναι εκκαθαρισμένη. Η πρόταση του συμψηφισμού μπορεί να λάβει χώρα είτε εξώδικα είτε ενώπιον δικαστηρίου με τη μορφή ένστασης (άρθρο 442 ΑΚ, ΑΠ 486/2016). Η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαιτήσεως γεγονότων, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γεννήσεώς τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής. Όπως συνάγεται δε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 ΑΚ και 262 παρ. 1ΚΠολΔ, για να είναι ορισμένη η ένσταση συμψηφισμού πρέπει να περιλαμβάνει σαφή έκθεση των παραγωγικών της ανταπαιτήσεως γεγονότων, δηλαδή ιστορική περιγραφή, προσδιορισμό της απαίτησης του ενάγοντος και ποσό, στην οποία αναφέρεται η δήλωση συμψηφισμού, καθορισμό του αντικειμένου και του χρόνου γεννήσεώς τους, όπως επίσης και ορισμένο αίτημα, ήτοι την απόσβεση των συμψηφιζόμενων απαιτήσεων και την απόρριψη της αγωγής (ΑΠ 695/2020, 1057/2019, ΑΠ 84/2019, ΝΟΜΟΣ). Επίσης δεν αποκλείεται η δυνατότητα αποσβέσεως αμοιβαίων απαιτήσεων με συμψηφισμό κατόπιν συμφωνίας των ενδιαφερομένων μερών. Πρόκειται για το λεγόμενο συμβατικό ή εκούσιο συμψηφισμό, που συνάπτεται με βάση την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361ΑΚ). Το περιεχόμενο μιας τέτοιας συμβάσεως, που είναι έγκυρη εφ` όσον δεν αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου ή στα χρηστά ήθη (άρθρα 174 και 178ΑΚ), καθορίζουν ελευθέρως τα μέρη, τα οποία δύνανται να συμφωνήσουν τον συμψηφισμό των μεταξύ τους υφιστάμενων απαιτήσεων και χωρίς να συντρέχουν οι όροι του νόμου, δηλαδή χωρίς οι αμοιβαίες απαιτήσεις να είναι ληξιπρόθεσμες και ομοειδείς και χωρίς να απαιτείται πρόταση συμψηφισμού με δήλωση του ενός συμβαλλομένου προς τον άλλον. Η σύμβαση περί συμψηφισμού είναι δυνατόν να αφορά και σε απαιτήσεις μέλλουσες, με αποτέλεσμα να επέρχεται αυτοδικαίως η λόγω συμψηφισμού απόσβεση, ευθύς ως γεννηθούν και συνυπάρξουν αμοιβαίες απαιτήσεις μεταξύ των μερών (ΑΠ 31/2017, ΑΠ 313/1999,  ΕφΑθ 2644/2020, ΝΟΜΟΣ). Εχει διατυπωθεί και η άποψη ότι το ομοειδές των απαιτήσεων δεν αποκλείεται και όταν οι αμοιβαίες απαιτήσεις, δηλαδή οι παροχές, συνίστανται σε κάποια πράξη (Μπαλής, Ενοχικόν Δίκαιον, εκδ. 3η, σελ. 444 παρ. 4).Δ. Όπως προεκτέθηκε στην υπό στοιχ. Α1 νομική σκέψη, προκειμένης σύμβασης έργου, η κύρια υποχρέωση του εργολάβου είναι η αποπεράτωση και παράδοση του έργου, οπότε και μόνον μπορεί ν΄απαιτήσει το εργολαβικό αντάλλαγμα, δηλαδή υποχρεούται σε προεκπλήρωση της παροχής του, εκτός  εάν η παράδοση συμφωνήθηκε κατά τμήματα, οπότε η αμοιβή καταβάλλεται μετά την παράδοση κάθε τμήματος, (ΑΠ 71/2016, ΝΟΜΟΣ).  Η θεσπιζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 374 ΑΚ, αρχή της αλληλεξάρτησης των παροχών, που εφαρμόζεται στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, δεν έχει έδαφος εφαρμογής, όταν εκ του νόμου, ή δια συμφωνίας των μερών, ο ένας των συμβαλλομένων οφείλει να εκπληρώσει πρώτος την παροχή. Στην περίπτωση αυτή, εφόσον ο υπόχρεος σε προεκπλήρωση ασκήσει αγωγή περί αντιπαροχής, αντικρούεται με την ένσταση του μη ληξιπροθέσμου της αξίωσης, συνεπαγόμενης την απόρριψη της αγωγής, ακόμη και αν για την εκπλήρωση της παροχής είχε ορισθεί δήλη ημέρα, ΑΠ 1330/1980, ΝοΒ 1981.667, ΝΟΜΟΣ). Ετσι, στην περίπτωση που η αμοιβή συνίσταται, στη μεταβίβαση από τον κύριο του οικοπέδου, στον εργολάβο που συμφωνήθηκε να κατασκευάσει πάνω σ΄αυτό πολυκατοικία, ορισμένο ποσοστό εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου με τ΄αντίστοιχα διαμερίσματα ή άλλες, οριζόντιες ή κάθετες, ιδιοκτησίες και συμφωνήθηκε παράλληλα ότι η μεταβίβαση αυτή θα γίνεται τμηματικά, μόνο μετά την αποπεράτωση συγκεκριμένου σταδίου εργασιών, η συμφωνία αυτή, δεν συνιστά διαφορετική ρύθμιση ως προς τον τόπο, χρόνο και προϋποθέσεις καταβολής της αμοιβής από τον εργοδότη (κύριο του έργου) στον εργολάβο, αλλά και στην περίπτωση αυτή, κατά την οποία δηλαδή το στάδιο που αφορούσε το συγκεκριμένο τμήμα του έργου έχει πραγματοποιηθεί, πλην όμως παρουσιάζει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή ελαττώματα, έστω και σημαντικά, το έργο που κατασκευάστηκε κατά το στάδιο αυτό και πάλι ο εργοδότης, που η υποχρέωσή του συνίστατο στην παροχή της παραπάνω μορφής, δεν δικαιούται να αρνηθεί να καταβάλει την τελευταία στον εργολάβο, αλλά μπορεί να ζητήσει μείωση αυτής ή αποζημίωση, κλπ. (ΑΠ 183/2011, 938/2007, ΝΟΜΟΣ, ΧΡΙΔ 2008.119, ΝΟΜΟΣ). Το έργο πρέπει να είναι το προσήκον, δηλαδή να μην είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που συμφωνήθηκε, γιατί αλλιώς, δεν θεωρείται ότι ο εργολάβος εκπλήρωσε και μάλιστα πρώτος τη βαρύνουσα αυτόν υποχρέωση (ΑΠ 1565/2017, ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 688, 689, 690 και 694 ΑΚ, προκύπτει ότι ένα έργο θεωρείται αποπερατωμένο ή εκτελεσμένο, έστω και αν έχει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή πραγματικά ελαττώματα, ακόμη και ουσιώδη που το καθιστούν άχρηστο. Στην περίπτωση αυτή, ο κύριος του έργου, έχει υπό προϋποθέσεις, ορισμένα δικαιώματα, όπως αυτό της αναστροφής της σύμβασης, ή της μείωσης της αμοιβής, ή της αποζημίωσης, επιλέγοντας με αποκλεισμό των λοιπών μία από αυτές, ενώ δεν έχει τις, κατά τις γενικές διατάξεις, ενστάσεις της μη εκπλήρωσης ή της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της σύμβασης (374 ΑΚ), ούτε τα δικαιώματα από τα άρθρα 380 επ., 383 επ. σε συνδυασμό προς τα άρθρα 337, 343 παρ. 2, 384, 386 και 387 ΑΚ, για τις περιπτώσεις αδυναμίας ή υπερημερίας του εργολάβου σχετικά με τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής του, άρα ούτε της απαλλαγής του από την αντιπαροχή (στην περίπτωση αυτή, της καταβολής αμοιβής του εργολάβου), εκτός εάν α) εξαιτίας της έλλειψης ιδιοτήτων ή ελαττωμάτων το έργο που παραδόθηκε ή προσφέρθηκε είναι εντελώς διάφορο του συμφωνηθέντος ως εκτελεστέου, αφού τότε δεν υπάρχει εκτέλεση της παροχής και ο εργολάβος δεν δικαιούται να αξιώσει αμοιβή ή β) εάν, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα των σχετικών διατάξεων, έχει συμφωνηθεί μεταξύ κυρίου του έργου και εργολάβου, αντίθετη της προαναφερθείσας ρύθμιση (ΑΠ 1487/2017, ΝΟΜΟΣ, ΕΦΑθ 7702/2000, ΕΔΠολ 2001.159, ΝΟΜΟΣ).

E.Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 178 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του μέσης ηθικής κοινωνικού ανθρώπου, που σκέπτεται με σωφροσύνη και χρηστότητα. Η αντίθεση στα χρηστά ήθη, που δημιουργεί ακυρότητα της δικαιοπραξίας κρίνεται αντικειμενικά, από το περιεχόμενό της, ενόψει, όχι της μεμονωμένης αιτίας που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή του σκοπού στον οποίο αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των συνθηκών και περιστάσεων που συνοδεύουν την προβαλλόμενη ως επιλήψιμη συμπεριφορά. Τα αίτια που προκάλεσαν τη δικαιοπρακτική βούληση, μόνο κατ’ εξαίρεση επιδρούν στο κύρος της δικαιοπραξίας, όταν συντρέχουν οι όροι των άρθρων 140-153ΑΚ, (πλάνη, απάτη, απειλή), οπότε παρέχεται το διαπλαστικό δικαίωμα της ακύρωσης αυτής, κατά τα άρθρα 154 και 155 ΑΚ. Επομένως τα περιστατικά που συνδέονται με τις καταστάσεις αυτές (πλάνη, απάτη, απειλή) και ρυθμίζονται ειδικά με τις παραπάνω διατάξεις, δεν υπάγονται στο άρθρο 178 ΑΚ, το οποίο, άλλωστε, προβλέπει εξαρχής ακυρότητα και όχι ακύρωση. Δηλαδή, η ακυρωσία της δήλωσης βούλησης, συνεπεία πλάνης, απάτης ή απειλής, δεν μπορεί από μόνη της, να οδηγήσει στην κατ’ άρθρο 178 ΑΚ ακυρότητα, όταν, εκτός του ανεπίτρεπτου, κατ’ αυτήν, επηρεασμού της βούλησης, δεν συντρέχουν και άλλα περιστατικά, που επηρεάζουν το γενικό χαρακτήρα της αδικοπραξίας. Από το ανωτέρω άρθρο καλύπτονται και οι περιπτώσεις εκείνες, όπου, αν και υπάρχει εκμετάλλευση, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου 179 ΑΚ. Εξάλλου κατά το άρθρο 179 ΑΚ, το οποίο αποτελεί ειδικότερη περίπτωση του άρθρου 178 ΑΚ, άκυρη, ως αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, είναι, ιδίως, η δικαιοπραξία με την οποία εκμεταλλεύεται κάποιος την ανάγκη, κουφότητα ή απειρία του άλλου και πετυχαίνει έτσι να συνομολογήσει ή να λάβει για τον εαυτό του ή τρίτον, για κάποια παροχή, περιουσιακά ωφελήματα που, κατά τις περιστάσεις, βρίσκονται σε φανερή δυσαναλογία προς την παροχή. Από τις διατάξεις αυτές, των άρθρων 178 και 179 ΑΚ και ειδικότερα τη δεύτερη, προκύπτει ότι, για το χαρακτηρισμό της δικαιοπραξίας ως αισχροκερδούς και συνεπώς άκυρης, ως αντικειμένης στα χρηστά ήθη, απαιτείται, αφενός μεν η συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων, που τελούν, κατά το χρόνο της συνομολόγησής τους, κατά τις περιστάσεις σε προφανή δυσαναλογία προς την παροχή, αφετέρου δε η επίτευξη των ωφελημάτων αυτών να γίνεται με εκμετάλλευση της ανάγκης, της κουφότητας ή της απειρίας του άλλου από τους συμβληθέντες.  Έτσι, για να χαρακτηριστεί μια δικαιοπραξία ως αισχροκερδής – καταπλεοναστική απαιτείται να συντρέχουν, αθροιστικά, τρία στοιχεία, ήτοι : α) προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του ενός των συμβαλλομένων και γ) εκμετάλλευση της γνωστής σ’ αυτόν ανάγκης ή κουφότητας ή απειρίας του συμβαλλομένου τούτου, από τον αντισυμβαλλόμενο. Αν λείπει ένα από τα στοιχεία αυτά, δεν μπορεί να γίνει λόγος περί ακυρότητας της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς. Απειρία είναι η έλλειψη συνήθους πείρας ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Κουφότητα είναι η αδιαφορία για τις συνέπειες και τη σημασία των πράξεων, δηλαδή, το θύμα, λόγω της απερισκεψίας ή της έλλειψης επαρκούς σκέψης, η οποία μπορεί να οφείλεται και σε διανοητική μειονεξία, δεν αποδίδει στις πράξεις του τη σημασία και την αξία που αυτές είχαν, ενώ ανάγκη είναι και η οικονομική, αρκεί να είναι άμεση και επιτακτική. Η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής πρέπει να είναι προφανής. Ειδικότερα, προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής είναι αυτή που υποκύπτει στην αντίληψη λογικού και έχοντος πείρα των σχετικών συναλλαγών ανθρώπου και η οποία υπερβαίνει το μέτρο, κατά το οποίο είναι ανθρωπίνως φυσικό και θεμιτό να αποκομίζει ο ένας κάποιο όφελος από σύμβαση οικονομικού περιεχομένου επί ζημία του άλλου. Η δυσαναλογία αυτή διαπιστώνεται, ενόψει των περιστάσεων και της φύσης της συγκεκριμένης δικαιοπραξίας, κατά το χρόνο της κατάρτισής της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι υποκειμενικές περιστάσεις ή επιθυμίες των μερών, αποτελεί δε νομική έννοια και ως εκ τούτου η κρίση περί της υπάρξεως αυτής ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Εξάλλου, εκμετάλλευση υπάρχει, όταν αυτός που γνωρίζει την ως άνω κατάσταση του αντισυμβαλλομένου του (ανάγκη, κουφότητα, απειρία), επωφελείται και με κατάλληλο χειρισμό επιτυγχάνει προφανώς μειωμένη αντιπαροχή, χωρίς να είναι απαραίτητη, για να συντρέξει το στοιχείο της εκμετάλλευσης, κάποια ενέργεια του εκμεταλλευτή, η οποία να εκδηλώνεται με ηθικώς επιλήψιμα περιστατικά που αποσκοπούν στην επίτευξη της αισχροκέρδειας. Αν συντρέξουν οι παραπάνω προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ, σε κάθε ανταλλακτική σύμβαση δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης, κατά την έννοια του άρθρου 180 ΑΚ. Αν, όμως λείπει ένα από τα ανωτέρω στοιχεία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ακυρότητα της δικαιοπραξίας, ως αισχροκερδούς, κατά το άρθρο 179 ΑΚ, γιατί απαιτείται να συντρέχουν και η φανερή δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και η ανάγκη ή κουφότητα ή απειρία του άλλου συμβαλλομένου, χωρίς, όμως να αποκλείεται και στην περίπτωση αυτή, ακυρότητα της δικαιοπραξίας, λόγω της αντίθεσής της προς τα χρηστά ήθη, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ, αν συντρέχουν στοιχεία προσδίδοντα σ’ αυτήν ανήθικο χαρακτήρα, (ΑΠ 379/2017,868/2008, ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και των υπ΄αριθ. … και … από 22.3.2018 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων των εκκαλουσών της υπό στοιχ. Β έφεσης – εφεσιβλήτων της υπό στοιχ. Α έφεσης, ……… και ……… οι οποίες συνετάγησαν από τον Ειρηνοδίκη Πειραιά κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήσης του αντιδίκου τους, (βλ. υπ΄αριθ. ……/16.3.2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Εφετείου Αθηνών ………) και επαναπροσκομίζονται  και στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, και τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τις εφεσίβλητες – εκκαλούσες 34 φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :

Η 1η εφεσίβλητη – εκκαλούσα κατέστη συγκυρία κατά ποσοστό 534,15 %ο εξ αδιαιρέτου και η 2η ενάγουσα κατά ποσοστό 465,85%ο εξ αδιαιρέτου, ενός οικοπέδου επιφάνειας 219,15 τμ, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Πειραιά, στη θέση “………..” και στη διασταύρωση των οδών ………., το οποίο φαίνεται με τα κεφάλαια αλφαβητικά γράμματα ΑΒΓΔΑ στο από Νοεμβρίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού …….., που προσαρτάται στο υπ΄ αριθ. ……/2004 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών …… – ., όπως και στο από Σεπτεμβρίου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα του ίδιου πολιτικού μηχανικούκαι προήλθε από ανταλλαγή και ενοποίηση οικοπέδων τους, δυνάμει του ως άνω συμβολαίου. Ειδικότερα, όπως συνομολογείται, πριν τη δημιουργία του ενιαίου οικοπέδου οι εφεσίβλητες – εκκαλούσες είχαν δύο αυτοτελή οικόπεδα και ειδικότερα, η 1η ένα οικόπεδο μαζί με την ήδη κατεδαφισθείσα σε αυτό διώροφη οικία, επιφάνειας 112,5 τμ, πού βρισκόταν στο δήμο Πειραιά και στη θέση “…” στη διασταύρωση των οδών ………, η  δε 2ηεφεσίβλητη – εκκαλούσα, πριν τη συνένωση, είχε στην κυριότητά της ένα οικόπεδο άρτιο και οικοδομήσιμο, επιφάνειας 102,09 τμ με την επ΄ αυτού ήδη κατεδαφισθείσα ισόγεια οικία, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Πειραιά και στην οδό ………, το οποίο εμφαίνεται με τα κεφαλαία αλφαβητικά γράμματα ΕΖΗΘΕ στο από Νοεμβρίου 2003 τοπογραφικό διάγραμμα του παραπάνω πολιτικού μηχανικού. Στη συνέχεια, δυνάμει του υπ΄ αριθ. ……../ 2004 προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικού συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. που καταρτίστηκε μεταξύ των εφεσιβλήτων – εκκαλουσών και της εκκαλούσας – εφεσίβλητης, ήδη πτωχεύσασας  εργολήπτριας εταιρείας και δια του νόμιμου εκπροσώπου της, ορίστηκε ότι οι οικοπεδούχοι αποφάσισαν να οικοδομήσουν στο παραπάνω οικόπεδό τους πολυώροφη οικοδομή που θα εξαντλεί το επιτρεπόμενο όριο κάλυψης και η οποία (πολυκατοικία) θα είναι διηρεμένη σε χωριστές, αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες και  συμφώνησαν με την εργολήπτρια εταιρεία και ανέθεσαν σε αυτήν την ανέγερση της πολυκατοικίας επ΄ αντιπαροχή στο ως άνω περιγραφόμενο οικόπεδο, αποτελούμενη από α) υπόγειο όροφο που περιλαμβάνει το ανερχόμενο κλιμακοστάσιο, το διάδρομο, το φρέαρ του ανελκυστήρα, το λεβητοστάσιο, την αποθήκη καυσίμων, τη ράμπα καθόδου οχημάτων, τα οποία είναι κοινόκτητα και κοινόχρηστα, καθώς και τρεις (3) κλειστές θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων, με τα στοιχεία Ρ4, Ρ5 και Ρ6, η καθεμία των οποίων αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, β) ισόγειο (πυλωτή) που περιλαμβάνει την είσοδο της πολυκατοικίας, το χώρο ανελκυστήρα, το κεντρικό κλιμακοστάσιο, το διάδρομο και τη ράμπα υπόγειου γκαράζ, δύο (2) ανοιχτές θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτων, με τα στοιχεία Ρ1 και Ρ2, καθώς και μία (1) κλειστή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, με στοιχείο Ρ3, η οποία αποτελεί αυτοτελή και ανεξάρτητη οριζόντια ιδιοκτησία, γ) πρώτο (Α), δεύτερο (Β), τρίτο (Γ), τέταρτο (Δ), πέμπτο (Ε), έκτο (ΣΤ)  ορόφους πάνω από την πυλωτή, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι (Α και Β όροφοι) περιλαμβάνουν δύο διαμερίσματα ο καθένας (Α1, Α2, Β1 και Β2) και οι άλλοι περιλαμβάνουν ο καθένας τους ένα (1) οροφοδιαμέρισμα, με τα στοιχεία Γ1, Δ1, Ε1 και ΣΤ1, καθένα από τα οποία αποτελεί χωριστή, ανεξάρτητη, αυτοτελή και διακεκριμένη οριζόντια ιδιοκτησία, καθώς και από τους αντιστοιχούντες στον κάθε όροφο κοινόχρηστους και κοινόχρηστους χώρους και δ) δώμα. Επίσης ορίστηκε ότι στις οικοπεδούχους εφεσίβλητες – εκκαλούσες, θα περιέλθουν ως αντιπαροχή οι κάτωθι οριζόντιες ιδιοκτησίες που αντιστοιχούν στα 320 %ο εξ αδιαιρέτου οικοπέδου : Στην 1ηεξ αυτών, 1) το υπό στοιχεία Γ1 διαμέρισμα του τρίτου πάνω από το ισόγειο ορόφου, επιφανείας 76,75 τμ και ποσοστού συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου 169%ο και 2) η υπό στοιχεία Ρ -5 κλειστή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου, επιφανείας 10,12 τμ και ποσοστού συνιδιοκτησίας 2%ο, ενώ στη 2η  εξ αυτών, 1) το υπό στοιχείο Β1 διαμέρισμα του δεύτερου πάνω από την πυλωτή ορόφου, επιφανείας 65,81 τμ και ποσοστού συνιδιοκτησίας 149 %ο, καθώς και 2) το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της υπό στοιχεία Ρ2 ανοιχτής θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου στην πυλωτή με επιφάνεια 10,12 τμ. Οι δε υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες μαζί με τα υπόλοιπα 680%ο εξ αδιαιρέτου, τα οποία αντιστοιχούν στα με στοιχεία Α1,Β2, Δ1, Ε1, Στ1 διαμερίσματα και στιςυπ΄αριθ. Ρ4, Ρ6, Ρ7 και Ρ3 κλειστές θέσεις στάθμευσης και η υπ΄αριθ. Ρ1 ανοιχτή θέση στάθμευσης, ορίστηκε ότι θα είναι μεταβιβαστέες στην εργολήπτρια ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτή θα υποδείξει, σε εκτέλεση των όρων και συμφωνιών του ανωτέρω συμβολαίου ως εργολαβικό αυτής αντάλλαγμα, εκτός από την περίπτωση της έκπτωσης της εργολήπτριας.  Ειδικότερα, στο άρθρο 8 ορίζεται ότι : “ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΕΚΠΤΩΣΕΩΣ. Συνεπεία εκπτώσεως α) Οι οικοπεδούχοι απαλλάσσονται της (κατωτέρω στο κεφάλαιο τρίτο του παρόντος) εκτιθέμενης υποχρεώσεώς των προς μεταβίβαση στην εργολήπτρια ή  τρίτο της υποδείξεώς της ποσοστών του οικοπέδου. Πάντως, τα μέχρι της εκπτώσεως προσύμφωνα μεταβιβάσεως οριζοντίων ιδιοκτησιών παραμένουν ισχυρά και υποχρεώνουν τους οικοπεδούχους, εφόσον έχουν συμβληθεί σε αυτά…” Στο ίδιο άρθρο (8), ορίστηκε επίσης ότι τα ποσοστά θα μεταβιβάζονται τμηματικά και σύμφωνα με την πρόοδο των εργασιών εκ μέρους της εργολήπτριας, ως εξής : “ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΣΥΜΒΑΣΕΩΣ ΕΡΓΟΛΑΒΙΑΣ. Οι οικοπεδούχοι υποχρεούνται να μεταβιβάσουν προς την εργολήπτρια ή τα πρόσωπα που αυτή θα τους υποδείξει μαζί με τις ιδιοκτησίες που θα αντιστοιχούν σε αυτά, τα 680%ο εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου ως εξής : 1) Με την έκδοση της οικοδομικής άδειας, 150%ο εξ αδιαιρέτου, 2) Με τη θεμελίωση, 70 %ο εξ αδιαιρέτου, 3) Με την εκτέλεση έργων μπετόν τρίτου ορόφου 70 %ο εξ αδιαιρέτου, 4) Με την εκτέλεση χτισιμάτων, 116 %ο εξ αδιαιρέτου, 5) Με την εκτέλεση σοβατισμάτων, 109 %ο εξ αδιαιρέτου, 6) Με την εκτέλεση δαπέδων, 97%ο εξ αδιαιρέτου και 7) Με την αποπεράτωση των ιδιοκτησιών των οικοπέδων και κοινόχρηστων χώρων τα υπόλοιπα  68%ο εξ αδιαιρέτου”. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον όρο 7 του εργολαβικού “Η εργολήπτρια αναλαμβάνει την υποχρέωση όπως εντός 30 ημερών από την υπογραφή του παρόντος να υποβάλει τα σχετικά έγγραφα στο αρμόδιο πολεοδομικό γραφείο για την έκδοση άδειας οικοδομής εκδοθησομένης εντός διμήνου και να ετοιμάσει πλήρως και να παραδώσει τις  οριζόντιες ιδιοκτησίες που θα κατασκευαστούν από αυτήν για τους οικοπεδούχους μέσα σε 20 μήνες από την ημέρα έκδοσης της άδειας οικοδομής για την έκδοση της οποίας οφείλει να ενεργήσει η εργολήπτρια χωρίς καθυστέρηση, τα δε κοινόχρηστα 2 μήνες μετά. Σε περίπτωση υπερημερίας, υποχρεούται αυτή σε πληρωμή ποινικής ρήτρας 15 € ημερησίως για το καθένα από τα διαμερίσματα,  για δε τα  κοινόχρηστα, 1,47 € ημερησίως». Επίσης στο ίδιο άρθρο (7), ορίστηκε ότι : “ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ. Εάν η καθυστέρηση περί την παράδοση η περί την εκτέλεση των εργασιών οφείλεται αντικειμενικά σε ανωτέρα βία, πλην της περιπτώσεως της εκπροθέσμου παραδόσεως του ακινήτου στην εργολήπτρια και μόνο τότε, οι ανωτέρω προθεσμίες θα αναστέλλονται μέχρι άρσεωσ του κωλύματος … ΥΠΑΙΤΙΟΣ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΘΕΣΜΙΩΝ. 1) Εάν η εργολήπτρια ήθελε υπερβεί αδικαιολογήτως τις εκ  του παρόντος οριζόμενες  προθεσμίες του άρθρου 7, επί χρονικό διάστημα 90 εργάσιμων ημερών από της προβλεπόμενης λήξεώς των, οι οικοπεδούχοι δικαιούνται να καλέσουν την εργολήπτρια εγγράφως, τάσσοντας σε αυτήν προθεσμία 30 ημερών, όπως αποπερατώσει τις καθυστερούμενες εργασίες. Μετά την πάροδο απράκτου της προθεσμίας αυτής, δικαιούνται να ασκήσουν τα κατωτέρω παρεχόμενα σε αυτούς δικαιώματα. Ρητώς συμφωνείται πάντως, ότι κατά τα αμέσως ανωτέρω παράταση δεν μετατοπίζει τον άνω καθορισθέντα χρόνο παραδόσεως των ιδιοκτησιών της αντιπαροχής, 2) Αντιστοίχως, σε υπαίτιο καθυστέρηση της περαιώσεως των οικοδομικών εργασιών και παραδόσεως τους οικοπεδούχους των ιδιοκτησιών της αντιπαροχής, συνομολογείται υπέρ των οικοπεδούχων και σε βάρος της εργολήπτριας, ποινική ρήτρα ίση με 586,94 € κατά μήνα, της ως άνω ρήτρας διπλασιαζομένης μετά πάροδο τετραμήνου από της ημερομηνίας της παραδόσεως, 3) Τέλος, καθυστέρηση παραδόσεως από την εργολήπτρια των κοινόχρηστων χώρων, συνεπάγεται την υποχρέωση καταβολής από αυτήν στους οικοπεδούχους ποινικής ρήτρας ίσης με 2,93 € για κάθε μήνα καθυστέρησης, 4) Σε περίπτωση κατά την οποία, η υπαίτια καθυστέρηση παραδόσεως ήθελε υπερβεί το τρίμηνο από τις ανωτέρω τασσομένης προθεσμίας, ή ήθελε παρέλθει άπρακτος η άνω με στοιχείο 1 χορηγούμενη προθεσμία εκτελέσεως τμηματικών εργασιών, οι οικοπεδούχοι δικαιούνται όπως δια μονομερούς δηλώσεώς των, κοινοποιουμένης νομίμως στην εργολήπτρια κηρύξουν αυτήν έκπτωτο και συνεχίσουν με επιμέλεια και μέριμνα τους την αποπεράτωση της οικοδομής, με δαπάνες όμως της εργολήπτριας. Τυχόν αμφισβήτηση της εκπτώσεώς της από την εργολήπτρια, της παρέχει το δικαίωμα να ζητήσει την επίλυση της μετά των οικοπεδούχων διαφοράς, δια δικαστικής αποφάσεως για κάθε περίπτωση. Το δικαίωμά της τούτο η εργολήπτρια οφείλει να ασκήσει εντός αποσβεστικής προθεσμίας 30 ημερών από της κοινοποιήσεως προς αυτούς της δηλώσεως περί εκπτώσεως. Ρητώς συμφωνείται στο σημείο τούτο μεταξύ των συμβαλλομένων, ότι η κατά τα ανωτέρω κοινοποίηση της περί εκπτώσεως δηλώσεως, θα επιφέρει αυτοδικαίως την έκπτωση, δικαιούμενης της εργολήπτριας να αμφισβητήσει αυτή, μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από τη στιγμή που έλαβε γνώση κατά τα προαναφερθέντα, οπότε η διαφορά θα επιλύεται οριστικά από τα αρμόδια Δικαστήρια”. Τέλος, σύμφωνα με τον όρο 21 του εργολαβικού συμβολαίου ” Τυχόν πτώχευση της εργολήπτριας ή θέση αυτής σε αναγκαστική διαχείριση, θα συνεπάγεται άνευ άλλου την αυτοδικία κήρυξη αυτής εκπτώτου με όλα τα αποτελέσματα που επιφέρει η έκπτωση αυτή σύμφωνα με το άρθρο 7 του παρόντος”. Κατόπιν, δυνάμει της υπ΄ αριθ. ……../13.12.2004 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, οι εφεσίβλητες – εκκαλούσες, με τη σύμπραξη της εργολήπτριας εταιρείας, συνέστησαν αυτοτελείς, χωριστές και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες κατά τις διατάξεις 1002 και 1117 ΑΚ και οι πήγαν ολόκληρο το οικόπεδο με την πολυώροφη οικοδομή “πολυκατοικία” που θα ανεγερθεί στις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας διατάξεις. Σύμφωνα με το ανωτέρω συμβόλαιο ο πρώτος όροφος αποτελείται από κοινόχρηστους χώρους και μία αυτοτελή οριζόντια ιδιοκτησία (διαμέρισμα) με τα στοιχεία Α1, επιφανείας 90,67 τμ. Ορίστηκε επίσης, ότι οι οικοπεδούχοι λαμβάνουν μαζί με τα 320 %ο εξ αδιαιρέτου, τις παρακάτω οριζόντιες ιδιοκτησίες και δη, η 1η εναγομένη, το υπό στοιχεία Γ1 διαμέρισμα και την υπό στοιχεία Ρ5 κλειστή θέση στάθμευσης, που αντιστοιχούν σε 169 %ο και 2% εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, ενώ η 2η εναγομένη, το υπό στοιχ. Β1 διαμέρισμα στο οποίο ανήκει το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της Ρ2 ανοιχτής θέσης στάθμευσης, που αντιστοιχεί σε 149 % εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου (169 + 2 + 149 = 320 %ο). Επίσης ορίστηκε και πάλι ότι οι υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες μαζί με τα 680 %ο θα ανήκουν στην κυριότητα των οικοπεδούχων, αλλά θα είναι μεταβιβαστέες στην εργολήπτρια ή σε τρίτα πρόσωπα που αυτή θα υποδείξει, ενώ περιελήφθη και κανονισμός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων συνιδιοκτητών. Στη συνέχεια, δυνάμει της υπ΄ αριθ. 807/16.2.2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας), η οποία εκδόθηκε κατόπιν αίτησης του δανειστή της εργολήπτριας ……….., κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης η εργολήπτρια εταιρεία, ορίστηκε δε ως ημέρα παύσης πληρωμών η 1η Μαρτίου 2006 και προσωρινός σύνδικος της πτώχευσης ο ενάγων με την ως άνω ιδιότητά του, ο οποίος ορίστηκε και  οριστικός σύνδικος της πτώχευσης, (βλ. υπ΄αριθ. 2658/25.5.2007 απόφαση) και κατόπιν διατηρήθηκε και ως σύνδικος της Ένωσης Πιστωτών (βλ. υπ΄αριθ. 1370/13.3.2014 απόφαση). Εξάλλου, μέχρι την κατά τα ανωτέρω κήρυξη της πτώχευσης της εργολήπτριας, το έργο της ανοικοδόμησης δεν είχε ολοκληρωθεί εκ μέρους της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η τελευταία, δοθέντος ότι είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες των σοβατισμάτων (5ο στάδιο), όπως συνομολογούν οι οικοπεδούχοι, (σελ.  11, τελευταία παράγραφος των πρωτοβάθμιων προτάσεών τους, σελ. 26 της έφεσης  στιχ. 5 επ. της έφεσης και προσθήκη αντίκρουση του παρόντος βαθμού), ενώ υπολείπονταν οι εργασίες δαπέδων και αποπεράτωσης των ιδιοκτησιών των οικοπέδων και κοινόχρηστων χώρων, δηλαδή το 6ο και το 7ο στάδιο («6) Με την εκτέλεση δαπέδων, 97%ο εξ αδιαιρέτου και 7) Με την αποπεράτωση των ιδιοκτησιών των οικοπέδων και κοινόχρηστων χώρων τα υπόλοιπα  68%ο εξ αδιαιρέτου”). Αλλωστε, το γεγονός αυτό προκύπτει και από το χωρίς ημερομηνία αναλυτικό προϋπολογισμό έργου «Β1, Γ1, Δ1, ΣΤ1 και κοινόχρηστα» του αρχιτέκτονα – μηχανικού …….. που προσκομίζουν οι οικοπεδούχοι (όπου τα Β1 και Γ1 διαμερίσματα είναι της αντιπαροχής, της 2ης και της 1ης οικοπεδούχου αντίστοιχα και τα Δ1 και ΣΤ1 του εργολαβικού ανταλλάγματος), σύμφωνα με την οποία το κόστος αποπεράτωσης της οικοδομής ανέρχεται στο ποσό των 333.855 €, την από 14.2.2018 «έκθεση πραγματογνωμοσύνης επί της οικοδομής ………εις Πειραιά» της τεχνικής εταιρίας «……….», που προσκομίζουν οι οικοπεδούχοι στην οποία αναφέρεται (σελ. 1 στιχ. 11 επ.) «Η οικοδομή είναι ημιτελής εγκαταλελειμμένη μέχρι του σταδίου των επιχρισμάτων» και το κόστος αποπεράτωσης των διαμερισμάτων των οικοπεδούχων ανέρχεται στο ποσό των 44.000 € της 1ης και 40.000 € της 2ης, ενώ για την ολοκλήρωση των κοινοχρήστων και κοινοκτήτων απαιτούνται 64.000 €, των από 20.7.2007 και 27.7.2007 προσφορές του ομίλου  ………. και ……….. – αρχιτέκτονος – μηχανικού, αντίστοιχα, στις οποίες αναφέρονται οι απαιτούμενες προς αποπεράτωση  εργασίες ανερχόμενες σε 257.605,75 € κατόπιν επιμετρήσεως και 302.496,2 €, αντίστοιχα και οι οποίες συντάχθηκαν μετά από δημοσιεύσεις του συνδίκου προκειμένου να αξιολογηθεί το κόστος και η ανάληψη αποπεράτωσης από άλλους, υποκατάστατους εργολήπτες με βάση το ίδιο ως άνω υπ΄αριθ. ……/2004 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό  συμβόλαιο. Περαιτέρω, μέχρι την κατά τα ανωτέρω κήρυξη της πτώχευσης της εργολήπτριας και σύμφωνα με τον όρο 8 του υπ΄αριθ. ……/2004 προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών και εργολαβικού, οι οικοπεδούχοι, (όπως συνομολογείται, προκύπτει δε και από την από 27.3.2008 Αίτηση – Αναφορά του συνδίκου της πτώχευσης προς την Εισηγήτρια Πτωχεύσεων του Πρωτοδικείου Πειραιώς) κατόπιν υπόδειξης της εργολήπτριας, μέχρι και το 2005, είχαν μεταβιβάσει συνολικά 403 %ο εξ αδιαιρέτου του οικοπέδου σε τρίτους αγοραστές. Συγκεκριμένα, μεταβιβάστηκαν :  α) Η υπό στοιχ. Ρ3 θέση στάθμευσης, δυνάμει του υπ΄αριθ. ……./2005 συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ….. και αριθμό ……. του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, που αντιστοιχεί σε 2 %ο εξ αδιαιρέτου, β) Το υπό στοιχ. Α1 διαμέρισμα, δυνάμει του υπ΄αριθ. ……./2004 συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο …… και αριθμό ……. του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, που αντιστοιχεί σε 189 %ο εξ αδιαιρέτου, γ) το υπό στοιχ. Β2 διαμέρισμα, δυνάμει του υπ΄αριθ. ………/2005 συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ……. και αριθμό …….. του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, που αντιστοιχεί σε 68 %ο εξ αδιαιρέτου, και δ) το  υπό στοιχ. Ε1 διαμέρισμα στο οποίο ανήκει το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης της υπό στοιχ. Ρ1 θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου, δυνάμει του υπ΄αριθ. ……./2005 συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου στον τόμο ….. και αριθμό ……… του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, το οποίο αντιστοιχεί σε 144 %ο (2 + 189 + 68 + 144 = 403 %ο). Σημειωτέον, ότι όπως προκύπτει από την ως άνω αίτηση – αναφορά του συνδίκου, οι 2 εκ των 4 μεταβιβασθεισών οριζοντίων ιδιοκτησιών εξοφλήθηκαν πλήρως πριν την κήρυξη της πτώχευσης, ενώ για τις άλλες 2 παραμένουν ανεξόφλητα υπόλοιπα από 69.784,76 € και 64.109,85 €. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο του υπ΄αριθ. ……../2004 προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών και εργολαβικού, (άρθρο 8), μέχρι και το 5ο στάδιο εργασιών, έπρεπε να έχουν μεταβιβαστεί από τις οικοπεδούχους σε τρίτους με υπόδειξη της εργολήπτριας, συνολικά 515 %ο εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου (ήτοι, «1) Με την έκδοση της οικοδομικής άδειας, 150%ο εξ αδιαιρέτου, 2) Με τη θεμελίωση, 70 %ο εξ αδιαιρέτου, 3) Με την εκτέλεση έργων μπετόν τρίτου ορόφου 70 %ο εξ αδιαιρέτου, 4) Με την εκτέλεση χτισιμάτων, 116 %ο εξ αδιαιρέτου, 5) Με την εκτέλεση σοβατισμάτων, 109 %ο εξ αδιαιρέτου», δηλαδή150 + 70 + 70 + 116 + 109 = 515 %ο). Υπολείπονταν δηλαδή προς μεταβίβαση μέχρι και την ολοκλήρωση του το 5ου σταδίου εργασιών 112 %ο (= 515 – 403) εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου.

Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι οι εφεσίβλητες – εκκαλούσες οικοπεδούχοι, διατήρησαν για τον εαυτό τους το δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης σχετικά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το υπ΄αριθ. ……./2004 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών και εργολαβικό, με τη μορφή της κήρυξης της εργολήπτριας εκπτώτου, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. Α3 νομική σκέψη, κατά το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση, μέρος, σε δύο περιπτώσεις, ήτοι τόσο σε περίπτωση υπαίτιας καθυστέρησης της εργολήπτριας (άρθρο 7), όσο και σε περίπτωση πτώχευσης αυτής (άρθρα 21 σε συνδυασμό με άρθρο 7 στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 21), με περαιτέρω συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 8 του εργολαβικού, την αναίρεση της υποχρέωσης των οικοπεδούχων να μεταβιβάσουν χιλιοστά εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου στην εργολήπτρια. Ειδικότερα, από τη γραμματική διατύπωση των προπαρατιθέμενων άρθρων του εργολαβικού συμβολαίου, η έκπτωση και στις δύο περιπτώσεις ορίστηκε αυτοδίκαια, με τήρηση διαδικασίας έγγραφης πρόσκλησης και κατόπιν εξώδικης μονομερούς δήλωσης των οικοπεδούχων στο άρθρο 7, ενώ, άνευ άλλου, στο άρθρο 21. Επιπλέον στο άρθρο 7 ορίζεται και ότι μετά την έκπτωση της εργολήπτριας και χωρίς να διακρίνεται το αποτέλεσμα ανάλογα με τις αιτίες της έκπτωσης, οι οικοπεδούχοι δύναται να συνεχίσουν την αποπεράτωση με μέριμνά τους, δαπάναις της εργολήπτριας. Δεν υφίσταται συνεπώς ανάγκη ερμηνείας των δηλώσεων βούλησης των αντισυμβαλλομένων, υπό την έννοια της ύπαρξης κενού ή ασάφειας ή αμφιβολίας  ως προς αυτές, ώστε να παρίσταται ανάγκη ερμηνείας με εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών  173 και 200 ΑΚ, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη υπό στοιχ. Β, διότι από τη ρητή, γραμματική διατύπωση των όρων αυτών προκύπτει ότι το περιεχόμενο αυτών είναι πλήρες και σαφές ως προς τον τρόπο που συμφώνησαν τα μέρη ότι επέρχεται η έκπτωση της εργολήπτριας, είτε λόγω καθυστέρησης με έγγραφη διαδικασία είτε λόγω πτώχευσης, άνευ άλλου, δικαιουμένων των οικοπεδούχων να αποπερατώσουν οι ίδιοι την οικοδομή με δαπάνες της εργολήπτριας και δεν υπάρχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας αυτών. Επιπλέον, η έκπτωση της εργολήπτριας επιφέρει ως περαιτέρω συνέπεια την αναίρεση της υποχρέωσης των οικοπεδούχων για μεταβίβαση ποσοστών, εκτός από την περίπτωση της προηγούμενης κατάρτισης προσυμφώνου μεταβίβασης οριζόντιας ιδιοκτησίας (άρθρο 8 … «… Πάντως, τα μέχρι της εκπτώσεως υπογραφέντα προσύμφωνα μεταβιβάσεως οριζοντίων ιδιοκτησιών παραμένουν ισχυρά και υποχρεώνουν τους οικοπεδούχους εφόσον έχουν συμβληθεί σε αυτά. …»), πράγμα που δεν προέκυψε ούτε άλλωστε επικαλούνται οι διάδικοι. Επομένως, στην υπό κρίση  περίπτωση, μετά την κατά τα ανωτέρω πτώχευση της εργολήπτριας δυνάμει της υπ΄αριθ. 807/26.2.2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αυτή (εργολήπτρια) εξέπεσε των δικαιωμάτων της από το υπ΄αριθ. ……./2004 ως άνω προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικό, με αποτέλεσμα την αναίρεση της υποχρέωσης των οικοπεδούχων να της μεταβιβάσουν ποσοστά που αντιστοιχούν στα 6ο και 7ο στάδιο των εργασιών ήτοι 97 %ο και 68 %ο αντίστοιχα, τα οποία θα ήταν μεταβιβαστέα, εφόσον μέχρι την πτώχευση της εργολήπτριας είχαν ολοκληρωθεί οι εργασίες εκτέλεσης δαπέδων (6ο στάδιο) και αποπεράτωσης των ιδιοκτησιών των οικοπέδων και κοινοχρήστων χώρων (7ο στάδιο), όπως προβλεπόταν στο άρθρο 8 του προσυμφώνου μεταβίβασης και εργολαβικού. Παραμένει, ωστόσο, η υποχρέωσή τους για μεταβίβαση των υπολειπομένων 112%ο, που ήταν μεταβιβαστέα, μέχρι και την ολοκλήρωση του 5ου σταδίου εργασιών ποσοστών εξ αδιαιρέτου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 της ίδιας σύμβασης, περί υποχρέωσης των οικοπεδούχων προς σταδιακή μεταβίβαση ποσοστών  ανάλογα με την εκτέλεση του έργου. Και τούτο διότι η συμβατική ρύθμιση υπαναχώρησης των οικοπεδούχων για το μέλλον σύμφωνα και με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. Α2 και Α3 νομική σκέψη που προηγήθηκε, όπως στην προκειμένη περίπτωση, όπου το αποτέλεσμα της υπαναχώρησης επέρχεται με τους προπεριγραφόμενους τρόπους, τόσο με το άρθρο 7, όσο και με το άρθρο 21, οδηγεί μεν στο αποτέλεσμα της αναίρεσης της υποχρέωσης των οικοπεδούχων για μεταβίβαση ποσοστών από το χρόνο της έκπτωσης, δηλαδή για το μέλλον, σύμφωνα όμως με τα προεκτεθέντα στην υπό στοιχ. Α2 νομική σκέψη, δεν θίγεται το δικαίωμα αναζήτησης της οφειλόμενης παροχής από την εργολήπτρια για το μέρος του έργου που εκτελέστηκε μέχρι την «αυτοδικαίως  και άνευ άλλου» επελθούσα κατά τα ανωτέρω έκπτωση της εργολήπτριας και αντίστοιχη άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης εκ μέρους των οικοπεδούχων, καθώς δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από τους όρους της σύμβασης.    Επίσης δεν προκύπτει ότι η συμβατική υποχρέωση της εργολήπτριας να καταβάλει, μεταξύ των άλλων δαπανών μέχρι την ολοκλήρωση του έργου, τις εισφορές στο ΙΚΑ (άρθρο 4 του προσυμφώνου και εργολαβικού) συνδέθηκε με την τμηματική αποπεράτωση των σταδίων εκτέλεσης του έργου, (όπως ορίζεται στο άρθρο 8 ως ανωτέρω). Στην προκειμένη περίπτωση, οι οικοπεδούχοι κατέβαλαν με ρύθμιση στο ΙΚΑ ποσό 51.401,4 €, που αφορούσε οφειλόμενες εισφορές στο ΙΚΑ ποσού 45.568,88 €, για τις οποίες η 1η εξ  αυτών  που κατέβαλε και το μεγαλύτερο ποσό, ευθυνόταν εις ολόκληρον με την εργολήπτρια. Για τις πληρωμές αυτές οι οικοπεδούχοι στις 20.6.2008 αναγγέλθηκαν στην πτώχευση της εργολήπτριας, η οποία βρίσκεται στο στάδιο της ένωσης των πιστωτών. Η αναγγελθείσα αυτή απαίτηση των οικοπεδούχων που αφορά τις ασφαλιστικές εισφορές στο ΙΚΑ και η αντίστοιχη συμβατική υποχρέωση της εργολήπτριας να καλύψει, μεταξύ άλλων και τις εισφορές αυτές, δεν επαναλαμβάνεται στα άρθρα7 και 8 του εργολαβικού, περί δικαιωμάτων των οικοπεδούχων επί καθυστέρησης κλπ. της εργολήπτριας και τμηματικής παράδοσης του έργου, αντίστοιχα, ήδη δε οι οικοπεδούχοι ανήγγειλαν στην πτώχευση την απαίτησή τους αυτή, η οποία δεν ασκεί επιρροή  στην εκτέλεση των σταδίων του έργου. Το ίδιο ισχύει και για τις προβλεπόμενες στο ανωτέρω προσύμφωνο και εργολαβικό (άρθρο 7) ποινικές ρήτρες λόγω καθυστέρησης της εργολήπτριας στην ολοκλήρωση του έργου, τις οποίες οι εκκαλούσες υπολογίζουν σε 66.845,38 € για την κάθε μία εξ αυτών. Επιπλέον, οι παραπάνω χρηματικές απαιτήσεις (51.401,4 € και 66.845,38 € για κάθε μία οικοπεδούχο), δεν δύνανται να συμψηφισθούν (κατ΄άρθρ. 440 ΑΚ) με την ασκούμενη αξίωση της εργολήπτριας για καταδίκη των οικοπεδούχων σε δήλωση βούλησης κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι οικοπεδούχοι, καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην υπό στοιχ. Γ νομική σκέψη, δεν υπάρχει μεταξύ των απαιτήσεων, η απαραίτητη προϋπόθεση το ομοειδούς των απαιτήσεων. Περαιτέρω, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στην υπό στοιχ. Δ νομική σκέψη, στα πλαίσια σύμβασης έργου στην οποία συμφωνήθηκε ως εργολαβικό αντάλλαγμα η μεταβίβαση ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ανάλογα με την αποπεράτωση συγκεκριμένου σταδίου εργασιών, οι οικοπεδούχοι, δεν δικαιούνται να προτείνουν κατά του εργολάβου την ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος  (άρθρο 374 ΑΚ) συγκεκριμένου σταδίου του έργου αλλά, ακόμη και εάν το τμήμα του έργου που παραδόθηκε παρουσιάζει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή πραγματικά ελαττώματα, έστω και σημαντικά και πάλι ο εργοδότης – οικοπεδούχος δεν μπορεί να αρνηθεί την καταβολή της αμοιβής, προτείνοντας την ένσταση της μη εκπλήρωσης της σύμβασης ή της μη προσήκουσας εκπλήρωσης της σύμβασης, εκτός εάν το έργο είναι διαφορετικό από το συμφωνηθέν. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούσες της υπό στοιχ. Β έφεσης, με τον 3ο λόγο της έφεσής τους, παραπονούνται ότι κατ΄εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε ως αόριστη την προταθείσα από αυτές ένσταση περί μη εκπλήρωσης της σύμβασης από την εργολήπτρια, για το λόγο ότι ο ενάγων σύνδικος α) δεν προσκόμισε την προβλεπόμενη από το άρθρο 12 του ανωτέρω προσυμφώνου – εργολαβικού υπεύθυνη δήλωση του επιβλέποντος μηχανικού περί της εκτέλεσης των εργασιών που δημιουργούν την υποχρέωση στις οικοπεδούχους για μεταβίβαση ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και β) ότι η πολυκατοικία δεν είναι αποπερατωμένη, όπως προκύπτει από τις προαναφερθείσες τεχνικές εκθέσεις (του αρχιτέκτονα – μηχανικού ……, την από 14.2.2018 «έκθεση πραγματογνωμοσύνης επί της οικοδομής …….. εις Πειραιά» της τεχνικής εταιρίας «…….», και τις από  20.7.2007 και 27.7.2007 προσφορές του ομίλου  ……. –….. και …….. – αρχιτέκτονος – μηχανικού, αντίστοιχα).Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε, αφ΄ενός μεν συνομολογούν την αποπεράτωση του 5ου σταδίου εκτέλεσης εργασιών, χωρίς να είναι αναγκαίο να προσκομιστεί υπεύθυνη δήλωση μηχανικού σύμφωνα με το άρθρο 12 του προσυμφώνου εργολαβικού, αφ΄ετέρου δε, δεν ισχυρίζονται για κάποιο συγκεκριμένο τμήμα του παραδοθέντος έργου ότι ήταν διαφορετικό από το συμφωνηθέν, ώστε να δικαιούνται να αρνηθούν την παροχή του εργολαβικού ανταλλάγματος, δοθέντος ότι η υποχρέωση για μεταβίβαση των ποσοστών των οικοπεδούχων συμφωνήθηκε τμηματικά και ανάλογα με την ολοκλήρωση των σταδίων εκτέλεσης του έργου κατά τα προεκτεθέντα. Οι αναφορές στις ως άνω τεχνικές εκθέσεις και στα αναφερόμενα σε αυτές ποσά που απαιτούνται για την ολοκλήρωση του έργου, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της ένστασης από το άρθρο 374 ΑΚ κατά τρόπο σαφή και ορισμένο. Τέλος, οι εκκαλούσες, με τον 4ο λόγο της κρινόμενης υπό στοιχ. Β έφεσής τους, παραπονούνται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τις ενστάσεις τους περί ακυρότητας του άρθρου 8 του ως άνω προσυμφώνου – εργολαβικού από τα άρθρα 178 και 179 ΑΚ, την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής και  κατ΄εκτίμηση του δικογράφου της έφεσης και την ένσταση από το άρθρο 288 ΑΚ. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι το άρθρο 8 της εργολαβικής σύμβασης, που καθορίζει την αμοιβή της εργολήπτριας τμηματικά, τυγχάνει άκυρο ως καταπλεονεκτικό, διότι υπάρχει υπέρμετρη δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής και επιπροσθέτως, κατ΄αντίθεση με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και επομένως καταχρηστικά ασκείται το δικαίωμα αυτό 11 χρόνια μετά την κήρυξη της πτώχευσης της εργολήπτριας. Ότι, έχουν ήδη μεταβιβάσει στην εργολήπτρια, από το σύνολο της υποχρέωσής τους των 680 %ο εξ αδιαιρέτου, ποσοστό 403 %ο για το σύνολο της οικοδομής, λαμβάνοντας υπ΄όψιν ότι για να αποπερατωθούν οι ιδιοκτησίες τους και οι υπόλοιπες ιδιοκτησίες του εργολαβικού ανταλλάγματος καθώς και οι κοινόχρηστοι χώροι απαιτείται το ποσό των 333.855 €. Ότι έχουν ήδη μεταβιβάσει το 60% της οικοδομής και είναι άκυρη και καταχρηστική η υποχρέωσή τους να μεταβιβάσουν με την εκτέλεση των σοβατισμάτων τα λοιπά ποσοστά της εργολαβικής αμοιβής από 277%. Ότι τέλος, το ανωτέρω προσύμφωνο – εργολαβικό, πρέπει να διαμορφωθεί ως εξής : Με την εκτέλεση των σοβατισμάτων, ποσοστό 30 %ο, με την αποπεράτωση των δαπέδων, στην τοποθέτηση ξυλουργικών και την τοποθέτηση ειδών υγιεινής, ποσοστό 30 %ο και με την αποπεράτωση των οριζοντίων ιδιοκτησιών και κοινόχρηστων και κοινοτήτων χώρων της πολυκατοικίας, ποσοστό 214 %ο. Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε ότι ο προσδιορισμός της αμοιβής της εργολήπτριας είναι καταπλεονεκτικός και ότι υφίστατο προφανής δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, που αναφέρεται στην αντικειμενικώς εκτιμώμενη οικονομική αξία αυτών κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας, δεδομένου ότι η παροχή ποσοστού 680 %ο εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ως αμοιβή της εργολήπτριας, δεν ήταν ασυνήθης εργολαβική αμοιβή κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας για την ανέγερση πολυκατοικίας με το σύστημα της αντιπαροχής, όπως άλλωστε προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τις οικοπεδούχους υπ΄αριθ. 4583/2010 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με διαδίκους το σύνδικο της ίδιας πτώχευσης και άλλους οικοπεδούχους που συνεβλήθησαν με την εργολήπτρια για την ανέγερση επίσης εξαώροφης οικοδομής στην ίδια οδό με την ένδικη οικοδομή και στον οδικό αριθμό 101 – 101α,  δυνάμει του υπ΄αριθ. …../2004 προσυμφώνου – εργολαβικού, παρέχοντας οικόπεδο συγκυριότητάς τους  επιφανείας 282 τμ, (όχι γωνιακό, όπως το ένδικο), όπου το εργολαβικό αντάλλαγμα καθορίστηκε σε 617,3 %ο εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου με σταδιακή μεταβίβαση ποσοστών ανάλογα με την εκτέλεση των σταδίων του έργου. Επιπλέον,  ο επιμερισμός της αμοιβής της εργολήπτριας κατά πολλά τμήματα του έργου που προσδιορίζονται ειδικά, ουδόλως καταδεικνύει απειρία των οικοπεδούχων περί τις συναλλαγές, μόνη δε η ηλικία αυτών (78 ετών η 1η και 31 η 2η) δεν άγει σε συμπέρασμα περί απειρίας, αντιθέτως η ηλικία της 1ης  θα μπορούσε να δικαιολογήσει μεγάλη εμπειρία στις συναλλαγές και όχι το αντίθετο ούτε μόνη η διαμονή της 2ης  στην επαρχία μπορεί να οδηγήσει άνευ άλλου σε συμπέρασμα περί απειρίας της. Σε κάθε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι οι οικοπεδούχοι υπολείπονταν στη συνήθη πείρα ως προς τα οικονομικά δεδομένα και μεγέθη, ως προς τις τιμές και ως προς τις συναλλαγές. Περαιτέρω, η ένσταση περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής της εργολήπτριας, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι μόνη η μακρά αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του και η καλόπιστη πεποίθηση των οικοπεδούχων ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει την άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος καταχρηστική. Οι δε οικοπεδούχοι, αφενός μεν ειδοποιήθηκαν άμεσα, εντός του 2007, από το σύνδικο για την κήρυξη της πτώχευσης και την προσπάθεια τακτοποίησης της οικοδόμησης και παράδοσης των οριζόντιων ιδιοκτησιών, καθώς και για την καταβολή του υπολοίπου της εργολαβικής αμοιβής, αφετέρου δε, το έτος 2008 αναγγέλθηκαν στην πτώχευση για τις απαιτήσεις τους από τις εισφορές του ΙΚΑ, όπως προκύπτει από την από 27.4.2007 εξώδικη δήλωσή του προς τις οικοπεδούχους και την προαναφερθείσα αναγγελία τους στην πτώχευση. Επομένως η ένσταση των οικοπεδούχων περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι απαιτείται αναδιαμόρφωση της εργολαβικής αμοιβής, ήτοι ότι απαιτείται η μείωση της συμφωνηθείσας αμοιβής της εργολήπτριας διότι δεν προσκομίστηκαν από τις οικοπεδούχους που έχουν το σχετικό βάρος απόδειξης, προσφορά συγκριτικά στοιχεία, από την εκτίμηση των οποίων να μπορεί να σχηματιστεί δικανική πεποίθηση ότι η προτεινόμενη από αυτές αμοιβή της εργολήπτριας κατά τμήματα του έργου είναι εκείνη που αντισταθμίζει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών και συναλλακτικών ηθών, την αξία της αντιπαροχής. Σε κάθε περίπτωση με τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, κρίνεται ότι η παροχή ποσοστού 680 %ο ως αμοιβή του εργολάβου, ήταν συνήθης εργολαβική αμοιβή κατά το χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας (2004) σε περίπτωση ανέγερσης πολυκατοικίας με το σύστημα της αντιπαροχής, ενώ και με δεδομένο το μέγεθος της συγκεκριμένης πολυώροφης οικοδομής και το σύνολο των οριζοντίων ιδιοκτησιών αυτής, η παροχή  στις οικοπεδούχους και δη στην 1η ενός οροφοδιαμερίσματος και κλειστής θέσης στάθμευσης και στη 2η ενός διαμερίσματος με ανοιχτή θέση στάθμευσης, αποτελούσε τη συνήθη και μέση αντιπαροχή και επομένως η περιέλευση  στην εργολήπτρια των λοιπών χιλιοστών και οριζοντίων ιδιοκτησιών, δεν αφίσταται από τη συνήθη εργολαβική αμοιβή. Λαμβάνοντας δε υπόψη, επιπροσθέτως, την οικονομική κατάσταση των διαδίκων, καθώς και το μέγεθος της εργολαβικής αμοιβής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής, τα συμφέροντα των οικοπεδούχων που επλήγησαν από τη μη αποπεράτωση της οικοδομής, την ενδεχόμενη ωφέλεια τους από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον των οικοπεδούχων και τα απώτερα ακόμη επιβλαβή γενικώς αποτελέσματα, τα οποία είχε γι΄ αυτές η μη εκπλήρωση ή μη προσήκουσα εκπλήρωση της παροχής, κρίνεται ότι η υπό κρίση εργολαβική αμοιβή δεν είναι δυσανάλογα μεγάλη και ως εκ τούτου δεν απαιτείται μείωσή της. Εν όψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία ως προς τον 1ο λόγο έφεσης που αφορά την εφαρμογή των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ για να καταλήξει σε δικανικό συμπέρασμα ως προς την επέλευση της έκπτωσης της εργολήπτριας, η οποία παραδεκτώς αντικαθίσταται με την παρούσα απόφαση εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε σε ορθό διατακτικό  (534 ΚΠολΔ), ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει ν΄απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες οι κρινόμενες εφέσεις και δη α) η υπό στοιχ. Α έφεση με το μοναδικό λόγο της οποίας ο εκκαλών – εφεσίβλητος της υπό στοιχ. Β έφεσης, ζητεί να εξαφανισθεί άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη και υποχρεωθούν οι εφεσίβλητες – εκκαλούσες της υπό στοιχ. Β έφεσης, σε δήλωση βούλησης κατ΄ άρθρ. 949 ΚΠολΔ με το περιεχόμενο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και β) η υπό στοιχ. Β΄έφεση και δη ο 1ος λόγος αυτής, με τον οποίο οι οικοπεδούχες παραπονούνται ότι κακώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένστασή τους περί απαλλαγής της υποχρέωσης μεταβίβασης ποσοστών λόγω έκπτωσης της εργολήπτριας, ο 2ος λόγος αυτής με τον οποίο οι οικοπεδούχοι παραπονούνται ότι κακώς απορρίφθηκε η ένσταση συμψηφισμού με απαιτήσεις κατά της εργολήπτριας, ο 3ος λόγος με τον οποίο οι οικοπεδούχοι παραπονούνται ότι κακώς απορρίφθηκε η ένσταση περί μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος και δεν προσκομίστηκε έκθεση μηχανικού περί εκτέλεσης των σταδίων εργασιών από το σύνδικο ώστε να προκύπτει η υποχρέωσή τους για μεταβίβαση ποσοστών και ο 4ος λόγος με τον οποίο παραπονούνται ότι το άρθρο 8 του προσυμφώνου – εργολαβικού ήταν άκυρο σύμφωνα με τα άρθρα 178 και 179 και υπήρχε προφανής δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής και καταχρηστική ήταν η άσκηση της αξίωσης από τον ενάγοντα – σύνδικο. Τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (179β, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά τις α) από 9.9.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./9.9.2019) και β) από 10.9.2019 (υπ΄αριθ. …../10.9.2019), εφέσεις.

Απορρίπτει αυτές κατ΄ουσίαν.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 26 Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

     Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ