Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 221/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός    221/2021

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα E.T.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: εταιρίας ………….., η οποία στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μάρκο Δάρα και

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1] ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με την επωνυμία «………», …….. και 2] ……….., οι οποίοι στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκαν αμφότεροι από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αλέξανδρο Αλεξανδράκη.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.4.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/23.4.2018 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 2607/2019 απόφαση του πιο πάνω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε.

Την οριστική αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 19.6.2020 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../24.6.2020 έφεσή της, δικάσιμος για την εκδίκαση της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Κατά τη συζήτηση αυτής στο ακροατήριο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η ένδικη από 19.6.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………/24.6.2020 και αριθμό έκθεσης προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς ……/25.6.2020 έφεση κατά της με αριθμό 2607/23.7.2019 οριστικής απόφασης του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο εκδίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία την από 23.4.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./23.4.2018 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας περί ακυρώσεως, λόγω απάτης, σύμβασης πωλήσεως πλοίου και περί αποζημιώσεως θετικής ζημίας και χρηματικής ικανοποιήσεως ηθικής βλάβης από αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, ήδη  εφεσιβλήτων και την απέρριψε στο σύνολό της, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 500, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν την επίδοση της εκκαλουμένης και εντός των νομίμων χρονικών ορίων από τη δημοσίευσή της, συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. το με αριθμό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών και την από 24.6.2020 έγγραφη εξοφλητική απόδειξη της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία ΤΡΑΠΕΖΑ EUROBANK ΑΕ). Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια, ως και πρωτοδίκως, τακτική διαδικασία.

ΙΙ. Υπό την κυριαρχία στο ιδιωτικό δίκαιο της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας, που έλκει την ισχύ της από υπέρτερες δικαιϊκές αξιολογήσεις (άρθρο 5 § 1 Σ), η σύμβαση, ιδίως η αμφοτεροβαρής, που συνάπτεται μεταξύ προσώπων που συναλλάσσονται ισότιμα, παράγει, εφόσον έχει δίκαιο περιεχόμενο, ενοχή, δηλαδή δικαιοπρακτική δέσμευση (άρθρο 361 ΑΚ). Η σύμπτωση των ιδιωτικών βουλήσεων (άρθρο 192 ΑΚ) ανάγεται έτσι σε νόμιμο λόγο ευθύνης των υποκειμένων και αποτελεί την αιτία που δικαιολογεί την ανταλλαγή των παροχών και τη διατήρηση εκάστης στην περιουσία αυτού που την έλαβε. Τούτο ισχύει ακόμα και αν η βούληση που δηλώθηκε δεν αποτελεί εκδήλωση της δικαιοπρακτικής ελευθερίας του συναλλαγέντος, επειδή αυτή στρεβλώθηκε από δόλια συμπεριφορά του αντισυμβαλλομένου του (άρθρο 147 ΑΚ). Πράγματι, ο νόμος καταρχήν δεν αρνείται την ενέργεια της σύμβασης που καταρτίστηκε με απάτη, η οποία, μέχρι να ανατραπεί, αναπτύσσει κανονικά τις έννομες συνέπειές της τόσο μεταξύ των μερών όσο και έναντι τρίτων. Παρέχει, όμως, στον απατηθέντα τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμεί (άρθρο 149 εδαφ. β ΑΚ), να αρνηθεί την εκτέλεση των υποχρεώσεών του ασκώντας το διαπλαστικό δικαίωμα ακυρώσεως της σύμβασης που δεν θα καταρτιζόταν αν η βούλησή του δεν έπασχε εξαιτίας της επιρροής εξωγενών παραγόντων. Μετά την τελεσιδικία της σχετικής δικαστικής απόφασης η ακυρώσιμη σύμβαση εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη (άρθρο 184 ΑΚ) και θεωρείται ότι ουδέποτε καταρτίστηκε (άρθρο 180 ΑΚ), με αποτέλεσμα την αυτοδίκαιη κατάργηση των υποχρεώσεων που γεννήθηκαν από την ιδιωτική βούληση και την αναδρομική (ex tunc) ανατροπή των εννόμων συνεπειών που έχουν ήδη επέλθει (Ι. Καρακατσάνης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, τόμος Ι, 1η έκδοση [1997], άρθρο 149, αρ. 1, σελ. 228, Μ. Αυγουστιανάκης, Το δικαίωμα προς ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής, 2011, § 3, σελ. 67). Ο τρόπος της ανατροπής αυτής εξαρτάται από τη φύση της δικαιοπραξίας που ακυρώθηκε. Αν ακυρωθεί υποσχετική δικαιοπραξία επέρχεται απόσβεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν και η συμβατική σχέση μετατρέπεται σε σχέση εκκαθάρισης, στα πλαίσια της οποίας τα μέρη αναζητούν τις παροχές που έχουν καταβάλει κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1000/2002, Δνη 2003/1356). Αν ακυρωθεί εκποιητική δικαιοπραξία η ακύρωση έχει εμπράγματη ενέργεια, αφού η διάθεση θεωρείται ως ανύπαρκτη και το δικαίωμα που μεταβιβάστηκε επανακάμπτει αυτοδικαίως και αναδρομικά στον αρχικό δικαιούχο (Μ. Αυγουστιανάκης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 184, αρ. 5, σελ. 714). Σε περίπτωση μεταβίβασης της κυριότητας λόγω πωλήσεως, οπότε υφίσταται συνδυασμός υποσχετικής και εκποιητικής δικαιοπραξίας, είναι δυνατή η ακύρωση αμφοτέρων, εφόσον το ελάττωμα της βουλήσεως του ενός συμβαλλομένου αφορά και τις δύο δικαιοπραξίες. Όταν η εκποιητική δικαιοπραξία δεν έχει καταρτιστεί ακόμα ή δεν έχει καταρτιστεί εγκύρως αλλά ο αγοραστής κατέβαλε το τίμημα, σε εκτέλεση της υποσχετικής δικαιοπραξίας που προηγήθηκε, αυτός μεν δικαιούται μαζί με την ακύρωση της υποσχέσεώς του να αναζητήσει ό,τι κατέβαλε κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, ο δε πωλητής υποχρεούται να αποδώσει ό,τι έλαβε, αφού η αιτία της καταβολής του πρώτου αλλά και της περιουσιακής μετακίνησης προς τον δεύτερο έληξε (Μ. Σταθόπουλος, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος IV, 1η έκδοση [1982], άρθρο 904, αρ. 35, σελ. 604). Η τελεσίδικη ακύρωση της σύμβασης που καταρτίστηκε συνεπεία απάτης παράγει πλέον μόνον νόμιμες αξιώσεις, καθώς παράλληλα προς την αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και για την πληρέστερη προστασία του εξαπατηθέντος που εκπλήρωσε την υποχρέωσή του ο νόμος του παρέχει αξίωση και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις (άρθρο 149 εδαφ. α ΑΚ), εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 914 ή 919 ΑΚ, η συνδρομή των οποίων επί απάτης είναι συνήθως δεδομένη, αφού αυτή συνιστά ταυτόχρονα και αδικοπραξία (ΑΠ 649/2008, ΧρΙΔ 2010/19, Χρ. Σταμπέλου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 149, αρ. 4, σελ. 339). Οι ως άνω αξιώσεις τελούν σε σχέση συρροής και κατατείνουν στον ίδιο σκοπό (την απόδοση των καταβληθέντων), η ικανοποίηση, όμως, εκείνης που ο δικαιούχος θα επιλέξει να ασκήσει θα επιφέρει την απόσβεση και της άλλης. Αν πάντως ασκηθεί η αξίωση από την αδικοπραξία και το καταβληθέν τίμημα της πωλήσεως που ακυρώθηκε αναζητηθεί ως ανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε από την απάτη (αποζημίωση), η παράλληλη [και όχι επικουρική] επίκληση και των περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεων καθιστά την αγωγή, κατά την έκταση της θεμελιώσεώς της σ’ αυτές, νομικά ανεπέρειστη, ενόψει του επιβοηθητικού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου, χαρακτήρα της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν ελλείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση ή από την αδικοπραξία (ΟλΑΠ 2/2019, ΧρΙΔ 2019/504). Αντιθέτως, αν η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρευθεί στο αγωγικό δικόγραφο κατά δικονομική επικουρικότητα, δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσης από την αδικοπραξία, η αγωγή είναι νόμιμη, εφόσον έχει ήδη γίνει επίκληση της ακυρωσίας της σύμβασης εξαιτίας της εξαπατήσεως του ενάγοντος και της συνεπεία αυτής καταβολής του τιμήματος της πωλήσεως, ανεξαρτήτως του ότι σε περίπτωση που η κύρια βάση της αγωγής παραμείνει αναπόδεικτη θα απορριφθεί κατά νομική αναγκαιότητα και η επικουρική, αφού διατηρουμένης της ισχύος της συμβάσεως δε μπορεί να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας της περιουσιακής μετακίνησης. Αξιώνοντας πάντως αποζημίωση ο εξαπατηθείς αγοραστής δικαιούται να αναζητήσει την αποκατάσταση μόνον του αρνητικού διαφέροντος, δηλαδή της ζημίας που θα απέφευγε αν δεν είχε εσφαλμένα πιστέψει ότι συνάπτει έγκυρη σύμβαση. Αντιθέτως, δε μπορεί να περιέλθει στην κατάσταση που θα βρισκόταν αν οι ψευδείς ισχυρισμοί αυτού που τον εξαπάτησε ήταν αληθινοί. Αποζημιωτικό αίτημα με τέτοιο περιεχόμενο αποσκοπεί στην αποκατάσταση του διαφέροντος εκπληρώσεως και μπορεί να υποβληθεί νομίμως μόνον αν ο εξαπατηθείς ενάγων αποδεχθεί τη σύμβαση, σύμφωνα με τη διάταξη του εδαφ. β του άρθρου 149 ΑΚ (ΑΠ 3/2019, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1735/2013, ΧρΙΔ 2014/339, Δ. Κλαβανίδου, σε Δ. Παπαστερίου/Δ. Κλαβανίδου, Δίκαιο της δικαιοπραξίας, 2008, σελ. 409).

Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 949 ΚΠολΔ, στην οποία προβλέπεται ένα ιδιότυπο μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης για τον εξαναγκασμό του οφειλέτη σε εκπλήρωση υποχρεώσεώς του προς επιχείρηση οφειλόμενης νομικής πράξης και η οποία τέθηκε για να εξασφαλίσει την αυτούσια ικανοποίηση της αξίωσης του δανειστή στη δήλωση βουλήσεως του οφειλέτη του, που δυστροπεί και την αρνείται, χωρίς υλικό καταναγκασμό του τελευταίου και χωρίς τη σύμπραξή του, προκύπτει ότι, αν ευδοκιμήσει αγωγή που έχει ως αίτημα την καταδίκη του εναγομένου σε δήλωση βουλήσεως, η δήλωση αυτή θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι έγινε από το χρόνο της τελεσιδικίας της αποφάσεως που καταδικάζει τον εναγόμενο στη δήλωση αυτή (ΑΠ 1511/2013, ΧρΙΔ 2014/211 = ΕπισκΕΔ 2013/967, ΑΠ 76/2004, ΧρΙΔ 2004/431 = Δ 2004/1043, ΑΠ 732/1993, Δνη 1995/105, ΤριμΕφΑθ. 328/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την ίδια διάταξη συνάγεται επιπλέον ότι η αγωγή αυτή πρέπει να ευρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου, να στηρίζεται δηλαδή σε πραγματικά περιστατικά που δημιουργούν ενοχή, δηλαδή αφενός αξίωση του δανειστή ενάγοντος, πηγάζουσα από δικαιοπραξία ή από το νόμο, να απαιτήσει από τον οφειλέτη την εκπλήρωση παροχής που συνίσταται σε δήλωση βουλήσεως και, αφετέρου, νόμιμη υποχρέωση του εναγομένου να προβεί στη δήλωση της βουλήσεώς του αυτής (ΑΠ 1919/2017, ΑΠ 335/2016, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Παρέπεται ότι αν το ουσιαστικό δίκαιο δεν παρέχει τέτοια αξίωση, δε χωρεί εξαναγκασμός κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ (ΑΠ 2122/2009, ΕΠολΔ 2010/395 = ΧρΙΔ 2011/121, Ν. Νίκας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ, Ειδικό Μέρος, 2018, § 38, αρ. 5, σελ. 110, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, ΙΙ/α, Ειδικό Μέρος, 2017, § 50, αρ. 7, σελ. 73, Ι, Ε. Ποδηματά, Η καταδίκη σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 ΚΠολΔ, 1989, σελ. 74) και η σχετική αγωγή απορρίπτεται ως νομικά αβάσιμη (ΑΠ 499/2011, ΝοΒ 2011/1577 = Δνη 2011/1052).

Εξάλλου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 6 ΚΙΝΔ, που αφορά την εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης πλοίου και ορίζει ότι «Προς μεταβίβασιν της κυριότητος πλοίου απαιτείται συμφωνία μεταξύ του κυρίου και του αποκτώντος ότι δια νόμιμόν τινα αιτίαν μετατίθεται εις αυτόν η κυριότης. Η συμφωνία γίνεται εγγράφως και υποβάλλεται εις     καταχώρισιν εν τω νηολογίω. Άνευ της κατά το προηγούμενον εδάφιον εγγραφής δεν επέρχεται η μεταβίβασις της κυριότητος του πλοίου», στοιχείο του πραγματικού της εκποιητικής δικαιοπραξίας αποτελεί το κύρος της αιτίας της μεταβίβασης, δηλαδή της ενοχικής συμφωνίας για τη μετάθεση της κυριότητάς του. Με τον τρόπο αυτό η μεταβιβαστική συμφωνία διαπλάθεται ως αιτιώδης (βλ. σχετ. Μ. Καράση, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρα 127 – 200, αρ. 43, σελ. 18 επομ.), υπό την έννοια ότι το ενδεχόμενο ελάττωμα της αιτίας της εκποιήσεως πλήττει απευθείας τη μεταβίβαση καθιστώντας και αυτήν άκυρη ή ακυρώσιμη (ΑΠ 363/1987, ΕΝαυτΔ 1989/211, ΜονΕφΠερ. 499/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 1131/2002, ΠειρΝ 2003/95, Α. Κιάντου – Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2003, σελ. 113). Πάντως, για το κύρος της μεταβιβαστικής συμφωνίας απαιτείται, εκτός από έγκυρη αιτία, τήρηση του έγγραφου τύπου και καταχώρηση του εγγράφου στο νηολόγιο. Η καταχώρηση αυτή αποτελεί συστατική προϋπόθεση και όχι όρο του ενεργού της δικαιοπραξίας ή αίρεση δικαίου για τη μετάθεση της κυριότητας, η οποία επέρχεται ακόμα και αν το πλοίο δεν παραδοθεί στον αγοραστή, αφού την έλλειψη της φυσικής εξουσίασης επί του πωληθέντος αναπληρώνει η δημοσιότητα της εγγραφής στο νηολόγιο (ΤριμΕφΠειρ. 421/2013, ΕΝαυτΔ 2013/418 = ΕΕμπΔ 2014/405, ΕφΠειρ. 74/2006, ΕΝαυτΔ 2006/203, Ι. Ρόκας/Γ. Θεοχαρίδης, Ναυτικό Δίκαιο, 2015, αρ. 67, σελ. 36, Ν. Δελούκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1979, § 62, σελ. 115). Αντιθέτως, αν η καταχώρηση παραλειφθεί, μεταβίβαση της κυριότητας δεν επέρχεται ούτε και μεταξύ των ιδίων των συμβαλλομένων (ΑΠ 296/2016, ΕπισκΕΔ 2017/153), έστω και αν παραδοθεί η νομή του πλοίου, αφού το γεγονός αυτό ως μόνη συνέπεια έχει τη μετάβαση του κινδύνου της τυχαίας καταστροφής ή της χειροτέρευσής του στον αγοραστή (άρθρο 522 ΑΚ), ο οποίος αποκτά την ιδιότητα του εφοπλιστή (άρθρο 105 ΚΙΝΔ), αν το εκμεταλλεύεται (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, 2020, αρ. 350, σελ. 184 επομ., Ι. Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 6, αρ. 6, σελ. 63, Κ. Ρόκας, Ναυτικόν Δίκαιον, 1968, § 19, σελ. 78, Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικόν Ναυτικόν Δίκαιον, 1982, άρθρο 6, § 4, σελ. 55). Επομένως, σε περίπτωση έγγραφης συμφωνίας μεταβίβασης πλοίου, που δεν καταχωρήθηκε στο νηολόγιο, ο αγοραστής δεν καθίσταται κύριος αυτού, αφού η εκποιητική συμφωνία δεν είναι έγκυρη, ανεξαρτήτως αν ταυτόχρονα πάσχει ακυρωσία και η αιτία της εκποιήσεως, δηλαδή η υποσχετική σύμβαση πωλήσεως. Αν η ενοχική αυτή σύμβαση έχει μεν εκπληρωθεί, δηλαδή καταβλήθηκε το τίμημα και παραδόθηκε η νομή του πλοίου αλλά ακυρώθηκε (λ.χ. λόγω εξαπατήσεως του αγοραστή) εκ των υστέρων, εμπράγματες αξιώσεις προς αναμεταβίβαση της κυριότητας στον πωλητή δεν ανακύπτουν, αφού προηγούμενη μεταβίβαση του δικαιώματος αυτού ουδέποτε μεσολάβησε. Αλλά και στην περίπτωση που η εμπράγματη σύμβαση της λόγω πωλήσεως μεταβίβασης του πλοίου καταρτιστεί εγκύρως και ακυρωθεί στη συνέχεια, εξαιτίας ελαττώματος της αιτίας της αναγόμενου στη δικαιοπρακτική βούληση ενός από τους συμβαλλομένους, οι παροχές που εκπληρώθηκαν (το τίμημα που καταβλήθηκε και η νομή που παραδόθηκε) αναζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού, όπως προαναφέρθηκε, με την τελεσιδικία της σχετικής διαπλαστικής δικαστικής απόφασης, η ακυρωθείσα σύμβαση εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη και τα αποτελέσματά της ανατρέπονται αναδρομικά και αυτοδικαίως, χωρίς να παράγεται ούτε αξίωση του αγοραστή προς αναμεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου, αφού μεταβίβασή του σ’ αυτόν, ως αποτέλεσμα της σύμβασης που ακυρώθηκε, θεωρείται ότι ουδέποτε επήλθε ούτε υποχρέωση του πωλητή να δηλώσει εκ νέου δικαιοπρακτική βούληση αποδοχής της επανόδου της κυριότητας του πλοίου στο όνομά του, αφού το δικαίωμα αυτό, συνεπεία του ελαττώματος της μεταβίβασης που ακυρώθηκε, ουδέποτε απώλεσε. Από αυτά συνάγεται ότι στην περίπτωση ακυρώσεως είτε της εκποιητικής είτε της υποσχετικής συμφωνίας για την πώληση πλοίου δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 949 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 166, 361 ΑΚ και 6 ΚΙΝΔ συνάγεται ότι η σύναψη της σύμβασης πωλήσεως πλοίου είναι δυνατό να προσυμφωνηθεί, με υποσχετική ενοχική σύμβαση που πρέπει, επί ποινή ακυρότητας, να καταρτιστεί και αυτή εγγράφως (ΤριμΕφΠειρ. 472/2011, ΕπισκΕΔ 2012/156, ΕφΠειρ. 539/2000, ΠειρΝ 2000/343). Το αντικείμενο της εκ προσυμφώνου ενοχής συνίσταται στην ανάληψη υποχρέωσης σύμπραξης των μερών για την κατάρτιση της σκοπούμενης οριστικής υποσχετικής συμβάσεως, χωρίς να αποκλείεται ο πωλητής να αναλάβει με το προσύμφωνο και παρεπόμενες υποχρεώσεις, με αντικείμενο πρόσθετες παροχές, συνιστάμενες στην αναβολή της εμπράγματης μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου στον αγοραστή για ορισμένο χρονικό διάστημα και στην παραχώρηση σ’ αυτόν της εκμετάλλευσης του πλοίου κατά το ίδιο διάστημα. Η πρόσθετη αυτή συμφωνία καθιστά αυτονόητα τον εκ προσυμφώνου αγοραστή εφοπλιστή του πλοίου, του οποίου η κυριότητα εξακολουθεί, από νομική άποψη, να παραμένει στον εκ προσυμφώνου πωλητή, ο οποίος, από οικονομική άποψη, αν το τίμημα της πώλησης του καταβληθεί πριν τη σύναψη της μεταβιβαστικής συμφωνίας, έχει λάβει αντάλλαγμα για την απώλεια των εσόδων από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, περιλαμβανόμενο στο καταβληθέν τίμημα. Η σύναψη της σκοπούμενης οριστικής συμβάσεως επιφέρει την απόσβεση της ενοχής από το προσύμφωνο (ΑΠ 825/2019, ΧρΙΔ 2019/729, ΑΠ 1306/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1186/2019, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο) και τη δημιουργία νέας ενοχής εκ της οριστικής πλέον συμβάσεως, κατατείνουσας στην πώληση και μεταβίβαση του πλοίου. Στην περίπτωση αυτή, της μεταβιβάσεως δηλαδή της κυριότητας του πλοίου, αποσβήνεται η προσυμφωνημένη παρεπόμενη ως άνω υποχρέωση του πωλητή, αφού ο μέχρι τότε εφοπλιστής του πλοίου καθίσταται πλοιοκτήτης του (άρθρο 105 ΚΙΝΔ), δεδομένου ότι πλέον στο πρόσωπό του συμπίπτουν η κυριό­τητα και η εκμετάλλευση του πλοίου (ΑΠ 1988/2014, ΕΕμπΔ 2016/139, ΑΠ 689/2013, ΕΝαυτΔ 2013/183 = ΧρΙΔ 2013/688 = ΕΕμπΔ 2013/946 = Ε7 2014/424, ΑΠ 5/2009, Αρμ. 2009/1885). Βέβαια, η απόσβεση της εκ προσυμφώνου ενοχής επέρχεται μόνον εφόσον αναληφθεί εγκύρως η υποχρέωση πώλησης του πλοίου (Απ. Γεωργιάδης, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 166, αρ. 113, σελ. 485, Α. Κρητικός, Το προσύμφωνον, 1997, σελ. 324 επομ.). Επομένως, ενόψει και του ότι το προσύμφωνο, μολονότι συνιστά το θεμέλιο της οριστικής συμβάσεως, αποτελεί πάντως έναντι αυτής αυτοτελή σύμβαση (ΑΠ 1230/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το ελάττωμα της καταρτισθείσας οριστικής υποσχετικής συμβάσεως που την καθιστά ακυρώσιμη, ακόμα και αν αφορά και το προσύμφωνο, δεν επηρεάζει το κύρος του τελευταίου, εφόσον δεν ζητείται η ακύρωση και αυτού, δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η ακυρώσιμη δικαιοπραξία παράγει τις έννομες συνέπειές της μέχρις ότου ζητηθεί και επέλθει τελεσιδίκως η ακύρωσή της. Εκ τούτων έπεται ότι η ταυτόχρονη επίκληση ελαττώματος της βουλήσεως του αγοραστή που πλήττει τόσο το προσύμφωνο πωλήσεως πλοίου όσο και την καταρτισθείσα σε εκτέλεση αυτού οριστική αγοραπωλητήρια σύμβαση δεν αναιρεί τη δυνατότητα να ζητηθεί από αυτόν με αγωγή η ακύρωση της οριστικής συμβάσεως και, συγχρόνως, αποζημίωση για μη εκπλήρωση των παρεπόμενων υποχρεώσεων που ο αντισυμβαλλόμενός του ανέλαβε με το προσύμφωνο, εφόσον αυτές, αφού δεν ζητείται η ακύρωσή του, παραμένουν δεσμευτικές για τον εναγόμενο. Στην περίπτωση αυτή, όμως, η αποζημίωση αποτελεί αντικείμενο δευτερογενούς ενδοσυμβατικής ενοχής και δεν παράγεται πρωτογενής ευθύνη του πωλητή λόγω αδικοπραξίας του σε βάρος του αγοραστή, αφού, κατά τα παγίως γενόμενα δεκτά, μόνη η παραβίαση ενοχικής σύμβασης από κάποιον από τους συμβαλλομένους και όταν οφείλεται σε υπαιτιότητά του δεν συνιστά αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ και δε γεννά πέραν των συμβατικών και αδικοπρακτικές αξιώσεις, εκτός αν η παραβίαση της συμβάσεως θα ήταν και χωρίς τη συμβατική σχέση παράνομη, ως αντικείμενη στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο καθήκον να μη ζημιώνει κανείς τον άλλον υπαίτια (ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 1974/505, ΑΠ 587/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), όπως δεν συμβαίνει στην ως άνω περίπτωση, κατά την οποία, αν υποτεθεί ελλείπουσα η εκ προσυμφώνου έγκυρη ενοχή, καμία υποχρέωση δεν έχει ο πλοιοκτήτης να παραχωρεί τους ναύλους από την εκμετάλλευση του πλοίου του σε άλλον. Συναφής αδικοπρακτική αξίωση του αγοραστή δε θα στηριζόταν στο νόμο ακόμα και αν αυτός είχε επικαλεστεί ότι κατά την κατάρτιση του προσυμφώνου εμφιλοχώρησε ελάττωμα στο σχηματισμό της βουλήσεώς του λόγω απάτης του πωλητή, διότι στην περίπτωση αυτή το προσύμφωνο θα ήταν ακυρώσιμο και η αξίωση εκπληρώσεώς του θα κατέτεινε στην αποκατάσταση του θετικού εκ της συμβάσεως διαφέροντος, που κατά τα ανωτέρω δεν επιδιώκεται συννόμως αν ο ενάγων δεν αποδέχεται ταυτόχρονα την (ακυρώσιμη) σύμβαση.

Εξ ετέρου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 61 και 62 ΑΚ προκύπτει ότι, αφότου τηρηθούν οι νόμιμες προϋποθέσεις έγκυρης συστάσεώς τους, τα νομικά πρόσωπα καθίστανται υποκείμενα δικαίου με ικανότητα κτήσεως δικαιωμάτων και αναλήψεως υποχρεώσεων (ΑΠ 339/2018, Ε7 2019/124), η δικαιοκτητική τους, όμως, ικανότητα δεν εκτείνεται σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου (ΑΠ 158/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδικας, τόμος Ια, Γενικές Αρχές, δεύτερη έκδοση (2016), άρθρο 62, αρ. 3, σελ. 884, Απ. Γεωργιάδης, Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 2012, σελ. 196). Δεδομένου, επομένως, ότι τα νομικά πρόσωπα, ιδιωτικά ή δημόσιου δικαίου, είναι φορείς εννόμων αγαθών, μπορούν να είναι δικαιούχοι χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης (άρθρα 59, 299 και 932 ΑΚ), μολονότι αυτή, από τη φύση της, αφορά φυσικά πρόσωπα (ΕφΑθ. 4556/2005, Δνη 2007/868), εφόσον προσβάλλονται παράνομα στην προσωπικότητά τους σε οποιεσδήποτε από τις εκφάνσεις αυτής, που δεν προϋποθέτουν ανθρώπινη φύση (Εμ. Καλδέλλης, Η αξίωσις των νομικών προσώπων προς χρηματικήν ικανοποίησίν των λόγω ηθικής βλάβης, σε Αρμ. 1980/625 επομ. [629]), όπως συμβαίνει όταν θίγεται η επωνυμία, η φήμη, η εμπορική πίστη και η επαγγελματική υπόληψη εμπορικών εταιριών (ΑΠ 1381/2013, ΧρΙΔ 2014/192, ΑΠ 488/1983, ΝοΒ 1984/268, ΕφΑθ. 986/2005, ΔΕΕ 2005/701, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 1999, § 61, αρ. 20, σελ. 613). Επειδή, όμως, η ηθική βλάβη στα πρόσωπα αυτά δεν αναφέρεται σε ενδιάθετο αίσθημα, αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, χωρίς ανάγκη αποδείξεως, όπως στα φυσικά πρόσωπα αλλά σε συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση, όταν ενάγει νομικό πρόσωπο για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης πρέπει να επικαλεστεί και, εάν ο ισχυρισμός του αμφισβητηθεί, να αποδείξει συγκεκριμένη υλική ζημία (ΤριμΕφΠειρ. 297/2019, αδημ., ΤριμΕφΠειρ. 541/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ. 6197/2011, ΔΕΕ 2012/319, ΕφΑθ. 5749/2009, Δνη 2010/260 = ΕΕμπΔ 2010/993, ΕφΘεσ. 443/2009, ΕπισκΕΔ 2009/517 = Αρμ. 2007/672, ΕφΑθ. 698/2003, Δνη 2004/1064, ΜονΕφΠειρ. 777/2020, αδημ., ΜονΕφΠειρ. 566/2018, ΕΕμπΔ 2019/678, Απ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος IV, πρώτη έκδοση, 1982, άρθρο 932, αρ. 13, σελ. 817, Στ. Πατεράκης, Η Χρηματική Ικανοποίηση Λόγω Ηθικής Βλάβης, 2001, σελ. 286, Γ. Γεωργιάδης, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα [ΣΕΑΚ], Ι, 2010, άρθρο 932, αρ. 22, σελ. 1903, Ι. Γεροντίδης, Η “υλική υπόσταση” της ηθικής βλάβης των εμπορικών εταιριών, σε Δνη 2016/1024 επομ.).

Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, αν και ο εκκαλών παραπονείται για την κατ’ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη ή νομικά αβάσιμη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164). Ειδικότερα, επί απορρίψεως κατ’ ουσίαν πρωτοδίκως της αγωγής που στο δεύτερο βαθμό διαπιστώνεται ότι είναι νομικά αβάσιμη, η εκκαλουμένη εξαφανίζεται λόγω της διαφορετικής εμβέλειας του παραγόμενου δεδικασμένου, που είναι ευμενέστερο για τον εκκαλούντα – ενάγοντα (ΑΠ 347/2020, ΑΠ 140/2019, ΑΠ 356/2013, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Κεραμεύς/Δ. Κονδύλης/Ν. Νίκας [-Μ. Μαργαρίτης], Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2000, άρθρο 534, αρ. 3, σελ. 960, ενώ για την αντίθετη άποψη, περί της ισοδυναμίας του δεδικασμένου που παράγεται μετά την απόρριψη της αγωγής είτε ως νομικά είτε ως ουσιαστικά αβάσιμης, βλ. ΑΠ 1253/2005, Δ 2006/1028, με παρατηρήσεις Κ. Μπέη, Ν. Νίκα, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 115, αρ. 15, σελ. 735, Δ. Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2007, § 18 ΙΙ 3, σελ. 354, Κ. Κεραμέως, Ουσιαστικόν δεδικασμένον περί προδικαστικών ζητημάτων, 1967, σελ. 161, σημ. 172, Κ. Μακρίδου, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, σε Αρμ. 1995/288 επομ. [295], Αθ. Πανταζόπουλο, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 534, αρ. 7, σελ. 338). Αντιθέτως, η πρωτοβάθμια απόφαση που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη δεν εξαφανίζεται αν αυτή κριθεί στο εφετείο ότι ήταν νομικά αβάσιμη, καθώς στην περίπτωση αυτή η θέση του εκκαλούντος – ενάγοντος επιδεινώνεται (ΑΠ 298/2010, ΝοΒ 2011/979, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, § 115, αρ. 21, σελ. 287, Αθ. Πανταζόπουλος, ο.π., αρ. 14, σελ. 344), δεδομένου ότι το παραγόμενο στη δεύτερη περίπτωση δεδικασμένο είναι ευρύτερο από εκείνο που δημιουργείται από την απόρριψη της αγωγής για δικονομικούς λόγους (Σ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 2005/357 επομ. [379], Σ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε Επιστημονική Επετηρίδα ΔΣΘ 2004/265 επομ. [304], Π. Κολοτούρος, «Reformatio in peius» στο δεύτερο βαθμό πολιτικής δικαιοδοσίας, σε Δ 1994/295). Αν, βέβαια, η δευτεροβάθμια απόφαση μεταβάλλει απλώς το λόγο και όχι το είδος της απορρίψεως της αγωγής, η έφεση θα απορριφθεί ως απαράδεκτη με απλή αντικατάσταση της πρωτοβάθμιας απορριπτικής αιτιολογίας (ΕφΑθ. 8511/2005, Δνη 2006/531, Β. Βαθρακοκοίλης Η Έφεση, 2015, αρ. 2363, σελ. 588, Α. – Ο. Μήτσου, σε Π. Κολοτούρου [επιμ.], Ένδικα Μέσα και Βοηθήματα κατά τον ΚΠολΔ, 2013, [2], αρ. 466, σελ. 211), αφού έτσι η έκταση του δεδικασμένου δεν διαφοροποιείται.

ΙΙΙ. Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα αλλοδαπή εταιρία εκμετάλλευσης επιβατηγών και τουριστικών σκαφών υποστήριξε ότι μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγόμενης, ημεδαπής ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας με το ίδιο επιχειρηματικό αντικείμενο, νόμιμα εκπροσωπούμενης από το δεύτερο εναγόμενο, πρόεδρο του διοικητικού της συμβουλίου, καταρτίστηκε αρχικά στις 27.1.2014 προσύμφωνο αγοράς (memorandum of agreement, στο εξής ΜοΑ) του υπό ελληνική σημαία και εγγεγραμμένου στο νηολόγιο του Πειραιώς επιβατηγού – τουριστικού (Ε/Γ – Τ/Ρ) σκάφους MT (MT), που ανήκε στην πλοιοκτησία της πωλήτριας πρώτης εναγόμενης και εν συνεχεία, στις 16.4.2014, συμφωνητικό πωλήσεως (bill of sale) του σκάφους αυτού αντί τιμήματος διακοσίων δέκα χιλιάδων ευρώ (210.000 €), τμηματικώς καταβλητέου και εξοφληθέντος στις 17.4.2014, καθώς και ότι στη σύναψη των εγγράφων αυτών συμβάσεων προέβη επειδή πείστηκε από τις διαβεβαιώσεις του κατονομαζόμενου τρίτου, που ενεργούσε κατ’ εξουσιοδότηση του νομίμου εκπροσώπου της πωλήτριας εταιρίας δεύτερου εναγομένου αλλά και αυτού του τελευταίου περί του ότι το πωληθέν ήταν ελεύθερο από κάθε εμπράγματο βάρος, υποθήκη, χρέος ή προνόμιο, οι οποίες επαναλήφθηκαν και κατά την παραχώρηση υπέρ της ενάγουσας στις 16.4.2014 πρώτης απλής ναυτικής συμβολαιογραφικής υποθήκης επί του πλοίου αλλά ήσαν εν γνώσει των εναγομένων αναληθείς, δεδομένου ότι κατά το χρόνο συνάψεως των ως άνω συμφωνιών, αφενός, το σκάφος ήταν υποθηκευμένο υπέρ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» μέχρι του ποσού των τριακοσίων ενενήντα χιλιάδων ευρώ (390.000 €) για την εξασφάλιση της αποπληρωμής δανείου που είχε χορηγηθεί παλαιότερα στην πλοιοκτήτρια υπό την εγγύηση του νομίμου εκπροσώπου της και, αφετέρου, στο νηολόγιο υπήρχε εγγεγραμμένος υπέρ της ενυπόθηκης δανείστριας όρος που απαγόρευε την πώληση ή την εμπράγματη επιβάρυνσή του χωρίς την προηγούμενη συναίνεση της Τράπεζας. Ότι το σκάφος παραδόθηκε στην ενάγουσα και κατ’ εφαρμογή προσυμφωνημένου όρου η εκναύλωσή του ανατέθηκε στην εταιρία με την επωνυμία «……..» [στο εξής ……….], που θα ενεργούσε για λογαριασμό της ενάγουσας, στην οποία όφειλε να αποδίδει τους ναύλους που θα προέκυπταν από την, δια της ναυλώσεώς του προς τρίτους, εκμετάλλευσή του μετ’ αφαίρεση των σχετικών δαπανών και εξόδων, καθώς και ότι η καταχώρηση του επίμαχου συμφωνητικού πωλήσεως στο Νηολόγιο Πειραιώς δεν κατέστη δυνατή λόγω των νομικών ελαττωμάτων του σκάφους, τα οποία αποκαλύφθηκαν σε έλεγχο που διενεργήθηκε εκεί από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας το μήνα Νοέμβριο του έτους 2017, οπότε διαπιστώθηκε και ότι η ως άνω δανείστρια Τράπεζα είχε ήδη από 9.8.2017 καταγγείλει εγγράφως τη δανειακή σύμβαση και απαιτήσει την απόδοση από την ενυπόθηκη οφειλέτρια [πρώτη εναγόμενη] του υπολοίπου του δανείου που παρέμενε ανεξόφλητο και ανερχόταν στο χρηματικό ποσό των εβδομήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα λεπτών (79.522,80 €) πλέον τόκων υπερημερίας και λοιπών εξόδων. Με βάση τα περιστατικά αυτά και επικαλούμενη περαιτέρω ότι, παρά τις επανειλημμένες έκτοτε οχλήσεις της, οι εναγόμενοι αρνήθηκαν να εξοφλήσουν το δάνειο, ώστε να εξαλειφθεί η ναυτική υποθήκη και να καταστεί δυνατή η καταχώρηση του συμφωνητικού πωλήσεως του σκάφους στο νηολόγιο του Πειραιώς, ζήτησε η ενάγουσα Α] την ακύρωση του από 16.4.2014 bill of sale, στην κατάρτιση του οποίου παρασύρθηκε συνεπεία των αναληθών διαβεβαιώσεων του δευτέρου εναγομένου, που ενεργούσε υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πωλήτριας εταιρίας αλλά και για τον εαυτό του ατομικά, Β] την καταδίκη της πρώτης εναγομένης σε δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως περί αποδοχής της αναμεταβίβασης σ’ αυτήν της πλοιοκτησίας του σκάφους εκ μέρους της ενάγουσας και Γ] την καταδίκη των εναγομένων στην καταβολή προς αυτήν α] του τιμήματος της αγοράς του πλοίου (210.000 €), κατ’ εφαρμογή, κατά σειρά, της διατάξεως του άρθρου 149 ΑΚ, των περί αδικοπραξιών διατάξεων του ιδίου Κώδικα και, επικουρικώς, των περί αδικαιολόγητου πλουτισμού ομοίων και β] του χρηματικού ποσού των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που η ενάγουσα υπέστη λόγω της προσβολής της επαγγελματικής πίστης και της φήμης της από την αδικοπραξία των εναγομένων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Προσθέτως, η ενάγουσα ζήτησε Δ] να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να της καταβάλει, κυρίως μεν ως αποζημίωση λόγω της αδικοπραξίας της και επικουρικώς κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, το χρηματικό ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ (44.374 €), με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως άνω αφετήριο χρονικό σημείο, στο οποίο ανέρχονται τα καθαρά κέρδη από την εκναύλωση του σκάφους MT στην τρίτη – μη διάδικο ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………..» κατά το χρονικό διάστημα από 5.5.2017 έως και 15.10.2017 και το οποίο η αντίδικός της εισέπραξε από την ……….. χωρίς να το δικαιούται, αφού κατά τον ως άνω όρο του από 27.1.2014 προσυμφώνου οι ναύλοι του σκάφους έπρεπε να αποδίδονται στην ενάγουσα, που είχε το δικαίωμα εκμεταλλεύσεώς του.

IV. Από την εκτίμηση των αγωγικών ισχυρισμών, υπό το πρίσμα όσων ανωτέρω υπό στοιχ. ΙΙ της παρούσας εκτέθηκαν, καθίσταται σαφές ότι η ενάγουσα αναφέρεται σε 1] μεταβιβαστική της κυριότητας του Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίου MT έγγραφη σύμβαση των διαδίκων εταιριών που δεν καταχωρήθηκε στο νηολόγιο, 2] ακυρώσιμη λόγω απάτης ενοχική σύμβαση πωλήσεώς του προς αυτήν από την πρώτη εναγόμενη που συνήφθη στις 16.4.2014 και 3] προηγούμενο προσύμφωνο πωλήσεως του πλοίου, που συνήφθη στις 27.1.2014 και στο οποίο, πέραν της υποχρέωσης σύναψης της οριστικής αγοραπωλητήριας σύμβασης, περιελήφθη και όρος περί παραχωρήσεως της εκμετάλλευσής του στην ενάγουσα μέχρι τη σύναψη της οριστικής σύμβασης, ο οποίος υλοποιήθηκε με την παράδοση σ’ αυτήν της νομής του πλοίου και τη θέση του υπό τη διαχείριση της ………., υπό την οποία παρέμεινε μέχρι και τη λήξη της τουριστικής περιόδου του έτους 2017. Με αυτά τα δεδομένα, η προβαλλόμενη ακυρωσία αφορά μόνον την υποσχετική σύμβαση της πώλησης του πλοίου, αφού η εκποιητική συμφωνία δεν καταρτίστηκε ποτέ εγκύρως, ελλείψει εγγραφής της σύμβασης αυτής στο νηολόγιο, ανεξαρτήτως μάλιστα του επίμαχου ελαττώματος της αιτίας της, ενώ το προσύμφωνο, που φέρεται να πάσχει από το ίδιο ελάττωμα, όχι μόνο δεν προσβάλλεται επί ακυρώσει αλλά προϋποτίθεται έγκυρο, αφού η παραβίαση της από αυτό απορρέουσας παρεπόμενης υποχρέωσης της πωλήτριας πρώτης εναγόμενης αποτελεί κατ’ ουσίαν το έρεισμα της κατ’ αυτής αποζημιωτικής αξιώσεως της ενάγουσας ως προς το κονδύλιο των ναύλων του θέρους του 2017. Ούτως εχόντων των πραγμάτων η αγωγή ήταν, όπως και κρίθηκε, νόμιμη μόνον ως προς τα κύρια αιτήματά της, περί ακυρώσεως της από 16.4.2014 οριστικής αγοραπωλητήριας υποσχετικής – ενοχικής σύμβασης και περί αποδόσεως του σε εκπλήρωσή της καταβληθέντος τιμήματος, από τα οποία το δεύτερο επαρκώς κατά την κύρια βάση του στηρίζεται στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, κατά τη ρητή επιλογή της ενάγουσας, η οποία όμως με τον τρόπο αυτό κατέστησε νομικά αβάσιμη την επικουρική θεμελίωσή του στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που λόγω της επιβοηθητικής φύσης τους δεν εφαρμόζονται όταν (εκτίθεται ότι) συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την αδικοπραξία. Αντιθέτως, κανένα από τα υπόλοιπα σωρευθέντα αγωγικά αιτήματα δεν ήταν νόμιμο. Ειδικότερα, το αίτημα να καταδικαστεί η πρώτη εναγόμενη να αποδεχθεί, με δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεώς της στην οποία ζητήθηκε να υποχρεωθεί, την αναμεταβίβαση της κυριότητας του σκάφους εκ μέρους της ενάγουσας, στηρίχθηκε στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι καταρτίστηκε έγκυρη μεταβιβαστική σύμβαση, ενώ τούτο δεν αληθεύει, αφού ιδιοκτησιακό δικαίωμα επ’ αυτού ουδέποτε απέκτησε η ενάγουσα, εφόσον δεν καταχώρησε την από 16.4.2014 σύμβαση στο νηολόγιο. Το ίδιο αίτημα δεν θα είχε νόμιμο έρεισμα ακόμα και αν η εγγραφή αυτή είχε πραγματοποιηθεί, αφού και τότε η ακύρωση της μεταβιβάσεως θα ενεργούσε κατά τα προαναφερθέντα εμπραγμάτως, με αποτέλεσμα κατά το ουσιαστικό δίκαιο να μην ανακύπτει ανάγκη αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης με νέα contrarius actus των συμβαλλομένων ούτε να παράγεται σχετική αξίωση υπέρ της ενάγουσας. Επιπλέον, το αίτημα περί καταβολής στην τελευταία του ποσού των καθαρών ναύλων που η πρώτη εναγόμενη (και υπό τα εκτιθέμενα πλοιοκτήτριά του) εισέπραξε από την εκμετάλλευση του πλοίου κατά το χρονικό διάστημα από 5.5.2017 έως 15.10.2017 (44.374 €), κατά παράβαση του προσυμφωνημένου όρου περί παραχωρήσεως αυτής στην ενάγουσα, δε στηριζόταν, υπό οποιαδήποτε εκδοχή, στο νόμο, καθόσον, η θεμελίωσή του στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, όπως επιχειρήθηκε με την αγωγή, προσέκρουε στο γεγονός ότι με αυτήν εκτίθεται έγκυρο (μη προσβαλλόμενο για ακύρωση) προσύμφωνο, η παραβίαση του οποίου δε συνιστά αδικοπραξία, ενώ η αναφορά της ακυρωσίας του, όπως ήδη επιχειρείται δια της επικλήσεως των διατάξεων των άρθρων 149 και 914 ΑΚ με τον τέταρτο λόγο της ένδικης έφεσης, αποβαίνει αλυσιτελής, αφού οι αναζητούμενοι ναύλοι δεν παύουν να αποτελούν όφελος που θα μπορούσε να αποκομίσει η ενάγουσα μόνον αν ενέμενε στην ακυρώσιμη σύμβαση, όπως δε συμβαίνει εν προκειμένω. Και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η επίκληση της ακυρωσίας για πρώτη φορά στα πλαίσια της κατ’ έφεση δίκης, χωρίς να συνοδεύεται μάλιστα ούτε τώρα από αίτημα ακυρώσεως του προσυμφώνου, συνιστά μεταβολή της βάσης της αγωγής, η οποία απαραδέκτως επιχειρείται στο δεύτερο βαθμό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 526 ΚΠολΔ, που αποκλείει την παραλλαγή από τον εκκαλούντα – ενάγοντα των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίχθηκε το αγωγικό αίτημα και την προσθήκη άλλων που αλλοιώνουν το ιστορούμενο βιοτικό συμβάν στο σύνολό του (ΟλΑΠ 2/1994, Δνη 1994/352 = ΑρχΝ 1994/300 = ΕΕΝ 1994/379, ΑΠ 749/2020, ΑΠ 597/2019, ΑΠ 399/2018, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 962/2012, ΕΠολΔ 2013/424 = ΧρηΔικ 2012/454, ΑΠ 389/2010, ΕΠολΔ 2010/426 = ΕΕμπΔ 2010/918 = ΝοΒ 2011/337 = Αρμ. 2011/1171, Απ. Άνθιμος, Η μεταβολή της βάσης της αγωγής στην πολιτική δίκη, 2012, σελ. 98 – 108). Το ίδιο δε αίτημα, κατά την έκταση της επικουρικής θεμελιώσεώς του στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, ήταν σε κάθε περίπτωση νομικά αβάσιμο και απορριπτέο, αφού με δεδομένη την ύπαρξη είτε έγκυρης σύμβασης είτε αδικοπραξίας η ενάγουσα δε μπορούσε να προσφύγει, έστω και επικουρικώς, στην προστασία του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 1325/2019, ΑΠ 663/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 449/2014, Ε7 2015/141, ΑΠ 2019/2007, ΕΕΔ 2009/255). Τέλος, απορριπτέο για τον ίδιο λόγο ήταν και το αίτημα περί επιδικάσεως στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης που υποστήριξε ότι υπέστη από την αδικοπραξία των εναγομένων, το οποίο επιχειρήθηκε να επιστηριχθεί στις διατάξεις των άρθρων 71, 299, 914 και 932 ΑΚ και προς θεμελίωση του οποίου η ενάγουσα επικαλέστηκε ότι το εμπορικό και επαγγελματικό της κύρος προσβλήθηκε εξαιτίας του ότι διαδόθηκε στους ναυτιλιακούς κύκλους της εκναύλωσης επαγγελματικών – τουριστικών σκαφών αναψυχής και έγινε γνωστό σε πλοιοκτήτες, ναυλωτές, ναυλομεσίτες, ναυτικούς πράκτορες, διαχειριστές, τροφοδότες και επισκευαστές πλοίων ως και σε ναυτασφαλιστές, το γεγονός ότι εξαπατήθηκε από τους αντιδίκους της, με αποτέλεσμα να θορυβηθούν οι συνεργάτες και οι πελάτες της και να δημιουργηθεί κλίμα καχυποψίας και δυσπιστίας εναντίον της. Δεν επικαλέστηκε, όμως, η ενάγουσα οποιαδήποτε συγκεκριμένη βλάβη στη φήμη, την εμπορική πίστη και την επαγγελματική της υπόληψη, αφού δεν ανέφερε ούτε ότι ο κύκλος των εργασιών της περιορίστηκε λόγω της επικαλούμενης έναντι αυτής καχυποψίας των ναυλωτών ούτε ότι η κερδοφορία της απομειώθηκε ούτε ότι αυξήθηκαν τα ασφάλιστρα που κλήθηκε να καταβάλει ούτε ότι ο οποιοσδήποτε δυσμενής αντίκτυπος της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς των εναγομένων της προκάλεσε συγκεκριμένη, οικονομικά αποτιμώμενη, ζημία με υλική υπόσταση, όπως κατά τα προαναφερθέντα απαιτείται για τη νομιμότητα του αιτήματος περί αποκαταστάσεως της ηθικής βλάβης ενός νομικού προσώπου.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καταφάσκοντας τη διεθνή δικαιοδοσία του και εφαρμόζοντας το ελληνικό δίκαιο λόγω της μετασυμβατικής υπαγωγής των διαδίκων σ’ αυτό, με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε την αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 147, 149 επομ., 297 εδαφ. α, 298, 299, 346, 914, 932 ΑΚ, 386 ΠΚ και 949 ΚΠολΔ, πλην α) του αιτήματος καταβολής των ναύλων (υπό στοιχ. Δ ανωτέρω) και β) της επικουρικής θεμελιώσεώς της (της αγωγής συνολικά και χωρίς διάκριση μεταξύ των αιτημάτων αποδόσεως αφενός του καταβληθέντος τιμήματος και αφετέρου των εισπραχθέντων ναύλων) στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που απερρίφθησαν, το μεν πρώτο ως νομικά αβάσιμο και η δεύτερη ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, ενώ ακολούθως, ερευνώντας τους λοιπούς αγωγικούς ισχυρισμούς κατ’ ουσία, απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια θεμελίωσή της της ως αβάσιμη και επέβαλε στην ενάγουσα τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων, τα οποία προσδιόρισε στο χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €). Για όσους λόγους, όμως, προαναφέρθηκαν, δεχόμενη η πρωτοβάθμια απόφαση τη νομιμότητα των παρεπόμενων αγωγικών αιτημάτων περί καταδίκης της μεν πρώτης των εναγομένων σε δήλωση βουλήσεως, αμφοτέρων δε αυτών σε χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 184, 932 ΑΚ και 949 ΚΠολΔ. Επομένως, ανεξαρτήτως του ότι τα ίδια αιτήματα στη συνέχεια συμπαρασύρθηκαν και αυτά σε απόρριψη λόγω της αβασιμότητας του κύριου περί ακυρώσεως αιτήματος της αγωγής, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα και κατ’ αποδοχή της εφέσεως, χωρίς μάλιστα να εξεταστεί ο συναφής με την απόρριψη του αιτήματος από το άρθρο 932 ΑΚ τρίτος λόγος της έφεσης (Σ. Τσαντίνης, σε Κ. Οικονόμου [επιμ.], Η Έφεση – Συστηματική κατ’ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 536, αρ. 27, σελ. 381), να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς τα κεφάλαιά της αυτά, αφού η απόρριψη της αγωγής ως νομικά αβάσιμης οδηγεί, όπως ήδη ειπώθηκε, σε διαφορετικής εμβέλειας δεδικασμένο και για το λόγο αυτό δεν αρκεί για τη διόρθωση του σφάλματός της η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ. Ακολούθως δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί κατά τα εν λόγω κεφάλαιά της η αγωγή ως νομικά αβάσιμη. Αντικατάσταση της αιτιολογίας, αντιθέτως, θα λάβει χώρα με την παρούσα όσον αφορά το λόγο απορρίψεως του ανωτέρω υπό στοιχ. Δ αγωγικού αιτήματος, για το οποίο η εκκαλουμένη θεώρησε ότι δεν ήταν νόμιμο επειδή αποσκοπούσε στην αποκατάσταση του θετικού διαφέροντος της συμβάσεως, ενώ στην πραγματικότητα τούτο συνέβαινε επειδή η ενάγουσα υπό την επίκληση εγκύρου προσυμφώνου απέβλεπε στην ικανοποίηση αδικοπρακτικής αξιώσεως από την παραβίασή του, η οποία όμως για όσους λόγους προαναφέρθηκαν δεν είχε γεννηθεί. Η αντικατάσταση της αιτιολογίας είναι εν προκειμένω επιτρεπτή, καθόσον ο λόγος της απορρίψεως εντάσσεται στην ίδια νομική κατηγορία (νομική αβασιμότητα της αγωγής). Ως προς την εσφαλμένη απόρριψη, όμως, ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας της επικουρικής θεμελίωσης της αγωγής στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού και μάλιστα εν σχέσει προς αμφότερα τα συναφή κεφάλαιά της (περί αποδόσεως, αφενός, του καταβληθέντος τιμήματος μετά την ακύρωση της συμβάσεως και, αφετέρου, των ναύλων από την εκμετάλλευση του πλοίου) και όχι ως νομικά αβάσιμης, όπως θα έπρεπε ενόψει της επικουρικής κατά το ουσιαστικό δίκαιο φύσης της ασκηθείσας αξιώσεως, δεν είναι δυνατή ούτε η αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης, αφού θα παρήγαγε διαφορετικής εκτάσεως δεδικασμένο ούτε η εξαφάνισή της κατά παραδοχή του συναφούς πέμπτου λόγου της έφεσης, που δεν ερευνάται, διότι τότε θα χειροτέρευε η θέση του εκκαλούντος, μιας και το δεδικασμένο της εφετειακής αποφάσεως θα ήταν δυσμενέστερο γι’ αυτόν, πράγμα το οποίον ο νόμος επιτρέπει μόνον στην εξαιρετική περίπτωση (άρθρο 536 § 2 ΚΠολΔ), κατά την οποία κατ’ αποδοχή λόγου εφέσεως εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και η υπόθεση ερευνάται στην ουσία της. Κατά τα λοιπά η ορθότητα της απορριπτικής πρωτοβάθμιας κρίσης πρέπει να ερευνηθεί στα πλαίσια των δύο πρώτων λόγων της έφεσης, με τους οποίους η ενάγουσα και εκκαλούσα μέμφεται την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και για πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και ζητεί την εξαφάνισή της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

V. Κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ απάτη αποτελεί κάθε εμπρόθετη συμπεριφορά που τείνει στην παραγωγή, ενίσχυση ή διατήρηση πεπλανημένης αντίληψης ή εντύπωσης και εκδηλώνεται είτε με την παράσταση ανύπαρκτων περιστατικών, αναγόμενων στο παρόν το παρελθόν ή και το μέλλον, ως υπαρκτών είτε με την απόκρυψη ή την αποσιώπηση ή την ατελή ανακοίνωση γεγονότων υπαρκτών, εφόσον αποσκοπεί να επηρεάσει την απόφαση άλλου και να τον οδηγήσει σε δήλωση βουλήσεως, στην οποία δεν θα προέβαινε χωρίς τη δόλια εξαπάτησή του (ΑΠ 1463/2018, ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 282/2010, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1960/2009, ΧρΙΔ 2010/603, ΑΠ 441/2004, ΧρΙΔ 2004/711 = Δνη 2006/112). Αν η ελαττωματικά σχηματισμένη βούληση δηλώθηκε δικαιοπρακτικά και παρήγαγε δέσμευση του εξαπατηθέντος υπόκειται σε ακύρωση, χωρίς να εξετάζεται ούτε ο καταλογισμός αυτού που τον εξαπάτησε, αφού ο λόγος της ακυρώσεως δεν είναι η υπαιτιότητά του αλλά το ελάττωμα της βουλήσεως του απατηθέντος ούτε αν η πλάνη που δημιουργήθηκε είναι συγγνωστή ή ασύγγνωστη, ουσιώδης ή επουσιώδης ούτε αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως που δηλώθηκε, αρκεί η πλάνη αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο που δηλώθηκε η βούληση (ΑΠ 1046/2019, ΑΠ 209/2018, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 715/2011, ΕπισκΕΔ 2011/942, ΑΠ 1734/1998, ΕΕΝ 2000/286). Αν κατά το χρόνο εκείνο αυτός που δηλώνει τη βούλησή του δεν πλανάται, επειδή έχει ήδη πιο πριν αντιληφθεί την αλήθεια, δεν τίθεται ζήτημα απάτης (Κ. Χριστοδούλου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ιβ, Γενικές Αρχές, άρθρο 147, αρ. 53, σελ. 323).

VI. Με βάση όσα προκύπτουν από την επανεκτίμηση των με αριθμούς …../31.8.2018, ……../18.9.2018 και ……./18.9.2018 τριών [3] ενόρκων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, βεβαιώσεων των …………., μεσίτη και εκτιμητή σκαφών η πρώτη και η τρίτη και του ………, τουριστικού πράκτορα η δεύτερη, οι οποίες λήφθηκαν νομότυπα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015, με την επιμέλεια της ενάγουσας και κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλητεύσεως των αντιδίκων της, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ……./28.8.2018, ……../28.82018, ……/13.9.2018 και ……./13.9.2018 επιδοτήριες εκθέσεις του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………, οι οποίες εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μάρτυρα, σε συνδυασμό προς το σύνολο των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μετά δε και την αξιολόγηση των με αριθμούς ……../27.10.2020 και ……/27.10.2020 δύο [2] ενόρκων, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, βεβαιώσεων των ιδίων ως άνω μαρτύρων ……. και …….., αντίστοιχα, που ελήφθησαν κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εφεσίβλητων (βλ. τις με αριθμούς ……./22.10.2020 και ………./22.10.2020 εκθέσεις επιδόσεως του αυτού ως άνω δικαστικού επιμελητή) από την εκκαλούσα, η οποία παραδεκτώς τις επικαλείται το πρώτον με την προσθήκη στις προτάσεις της και τις προσκομίζει προς αντίκρουση ισχυρισμών των αντιδίκων της που προβλήθηκαν με τις δικές τους προτάσεις (ΑΠ 1272/2002, Δνη 2004/405 = ΕΕΔ 2003/493, ΤριμΕφΑθ. 6664/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), χωρίς, όμως, κατ’ εφαρμογή των συνδυασμένων διατάξεων των άρθρων 421 και 424 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το Ν. 4335/2015, να λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων η με αριθμό ……./15.10.2020 ένορκη βεβαίωση του …….., υπεύθυνου λογιστηρίου της πρώτης εφεσίβλητης και κατοίκου Πειραιώς, επί της οδού …………., την οποία προσκομίζουν οι εφεσίβλητοι, επειδή δόθηκε ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, δηλαδή κατά τόπον αναρμόδιου για τη λήψη της οργάνου, με αποτέλεσμα να είναι απαράδεκτη (Κ. Μακρίδου/Χ. Απαλαγάκη/Γ. Διαμαντόπουλου, Πολιτική Δικονομία, 2018, σελ. 65, Π. Ρεντούλης, σε Χ. Απαλαγάκη [επιμ.] Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, τόμος πρώτος, 2016, άρθρο 421, αρ. 3, σελ. 1087, Π. Γιαννόπουλος/Χ. Τριανταφυλλίδης, Οι τροποποιήσεις του Ν. 4335/2015 στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας στο πεδίο του δικαίου της αποδείξεως, σε Δνη 2016/665 επομ. [683], Ι. Δεληκωστόπουλος, Ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ μετά την εφαρμογή του ν. 4335/2015, σε Δνη 2017/666 επομ. [682], Κ. Ρήγας, Ζητήματα του δικαίου της απόδειξης κατά τον ΚΠολΔ [μετά τον ν. 4335/2015], σε ΕΠολΔ 2017/234 επομ. [240]), το Δικαστήριο κρίνει ότι στην ερευνώμενη υπόθεση πλήρως αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμό ……../25.8.1994 πράξης της Συμβολαιογράφου Μεγάρων Αττικής ………. συστήθηκε ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία με την επωνυμία «………….» και το καταστατικό της εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 10.995/1994 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών, που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών [ΜΑΕ] της Νομαρχίας Αθηνών στις 6.10.1994 και σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε νόμιμα στο με αριθμό 5.784/1994 ΦΕΚ [τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ]. Με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της, που λήφθηκε το έτος 1999, εγκρίθηκε από το Νομάρχη Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 1.706/1999 απόφασή του, που καταχωρήθηκε στο ΜΑΕ στις 26.3.1999 και σχετική ανακοίνωση δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 1.777/31.3.1999 [τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ], τροποποιήθηκε η επωνυμία της εταιρίας αυτής, που μετονομάστηκε σε «…………». Πρόκειται για την πρώτη εναγόμενη, που δραστηριοποιείται έκτοτε επιχειρηματικά στον τομέα της αγοράς και της με οποιονδήποτε τρόπο (μεταφορά προσώπων, πραγμάτων, ρυμούλκηση) εκμεταλλεύσεως δικών της πλοίων και σκαφών αναψυχής, της εμπορίας (αγοράς προς μεταπώληση) σκαφών αναψυχής με ελληνική ή ξένη σημαία, της ναυλώσεως επαγγελματικών σκαφών αναψυχής τρίτων, φυσικών και νομικών, προσώπων και της διενέργειας κάθε άλλης συναφούς κερδοσκοπικής εργασίας. Στα πλαίσια του καταστατικού σκοπού της το έτος 2007 η πρώτη εναγόμενη, που από τότε εκπροσωπείται νόμιμα από το δεύτερο εναγόμενο …….., πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της και διευθύνοντα αυτήν σύμβουλο, απέκτησε κατά κυριότητα με αγορά ένα [1] επιβατηγό – τουριστικό [Ε/Γ – Τ/Ρ] σκάφος, τύπου NAUTITECH 44, χωρητικότητας ολικής μεν τριάντα κόρων και πενήντα οκτώ εκατοστών (30,58 κοχ) και καθαρής είκοσι έξι κόρων και είκοσι πέντε εκατοστών (26,25 κκχ), ολικού μήκους δεκατριών μέτρων και σαράντα επτά εκατοστών (13,47 μ.), μήκους νηολογήσεως ένδεκα μέτρων και ενενήντα εννέα εκατοστών (11,99 μ.), πλάτους νηολογήσεως έξι μέτρων και ογδόντα ενός εκατοστών (6,81 μ.) και βυθίσματος δύο μέτρων και τριάντα εκατοστών (2,30 μ.), που είχε κατασκευαστεί το ίδιο εκείνο έτος (2007) στη Γαλλία, όπου και καθελκύστηκε, από ενισχυμένο πλαστικό (GRP) και έφερε δύο [2] προωστήριες πετρελαιομηχανές εργοστασίου κατασκευής YANMAR, τύπου 3JH4, ισχύος εκάστης σαράντα ίππων (40 ΗΡ). Στο σκάφος αυτό, που έφερε διεθνές διακριτικό σήμα (ΔΣΣ) ……… και ονομάστηκε MT, υψώθηκε ελληνική σημαία και στις 13.4.2007 ενεγράφη στο Νηολόγιο του Πειραιώς με αριθμό ………, με αίτηση δε της πλοιοκτήτριάς του εκδόθηκε στο όνομά του και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2743/1999, όπως ίσχυαν τότε, η με αριθμό ………/27.4.2007 άδεια επαγγελματικού σκάφους αναψυχής από την Διεύθυνση Θαλάσσιων Συγκοινωνιών του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και άρχισε η κερδοσκοπική εκμετάλλευσή του από την πρώτη εναγομένη δια της ναυλώσεώς του σε ιδιώτες κατά τις θερινές – τουριστικές περιόδους. Για την αναχρηματοδότηση του κεφαλαίου που είχε αναλώσει για την αγορά του η πλοιοκτήτρια, εκπροσωπούμενη νόμιμα από τον δεύτερο εναγόμενο, συνήψε στις 27.4.2007 δανειακή σύμβαση με την εδρεύουσα στην Αθήνα και νομίμως εκπροσωπούμενη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «…………», σε εκτέλεση της οποίας της καταβλήθηκε το χρηματικό ποσό των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000 €), που συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε δεκατέσσερις [14] διαδοχικές ισόποσες δόσεις, ποσού εκάστης είκοσι μιας χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι οκτώ ευρώ και πενήντα οκτώ λεπτών (21.428,58 €), που θα καταβάλλονταν ανά εξάμηνο, αρχής γενομένης από την 2α.11.2007, δηλαδή έξι [6] μήνες μετά την εκταμίευση του δανείσματος, που πραγματοποιήθηκε στις 2.5.2007. Κατά τη δανειακή σύμβαση, επομένως, η χρηματική οφειλή της πρώτης εναγομένης έπρεπε να αποπληρωθεί στις 2.5.2014. Υπέρ της πρωτοφειλέτριας παρείχε στις 27.4.2007 προσωπική εγγύηση ο νόμιμος εκπρόσωπός της και δεύτερος εναγόμενος, αναλαμβάνοντας αλληλέγγυα και εις ολόκληρον με αυτήν ευθύνη για την αποπληρωμή του δανείου, ενώ προσθέτως η δανείστρια τράπεζα έλαβε προς τούτο και εμπράγματη εξασφάλιση εγγράφοντας στις 22.5.2007 στο Ναυτικό Υποθηκολόγιο Πειραιώς πρώτη απλή ναυτική υποθήκη, που της παραχωρήθηκε από την πρωτοφειλέτρια πλοιοκτήτρια δυνάμει του με αριθμό ……./18.5.2007 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, επί του πλοίου MT και μέχρι του ποσού των τριακοσίων ενενήντα χιλιάδων ευρώ (390.000 €). Ταυτόχρονα με την εγγραφή της υποθήκης καταχωρήθηκε στη μερίδα του βεβαρυμένου πλοίου στο Νηολόγιο Πειραιώς απαγορευτικός της μεταβιβάσεως ή της περαιτέρω επιβαρύνσεώς του όρος, δυνάμει του οποίου η πλοιοκτήτρια στερήθηκε το δικαίωμα να το πωλήσει ή να παραχωρήσει άλλη υποθήκη επ’ αυτού για οποιοδήποτε ποσό και υπέρ οποιουδήποτε προσώπου χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της ενυπόθηκης δανείστριας. Οι πρώτες δέκα [10] δόσεις του δανείου αποπληρώθηκαν κανονικά αλλά η επόμενη, που έπρεπε να καταβληθεί στις 2.11.2012, εξοφλήθηκε μόνον εν μέρει, κατά το ποσό των έξι χιλιάδων πεντακοσίων ευρώ (6.500 €), με τμηματικές καταβολές που πραγματοποιήθηκαν στις 23 και στις 29.11.2012. Έκτοτε δεν μεσολάβησε άλλη καταβολή μέχρι το έτος 2017, πλην μιας [1], που αφορούσε ποσό πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000 €) και πραγματοποιήθηκε το μήνα Νοέμβριο του έτους 2014. Συνεπώς, στα τέλη του έτους 2012 η πρώτη εναγόμενη ήταν ήδη υπερήμερη ως προς την αποπληρωμή του δανείου και όφειλε ήδη από τότε στην ενυπόθηκη δανείστρια το χρηματικό ποσό των ογδόντα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα έξι ευρώ και δεκαεπτά λεπτών (80.656,17 €), χωρίς όμως η ανώμαλη εξέλιξη της δανειακής σύμβασης να προκαλέσει την καταγγελία της από την Τράπεζα. Μετά τη λήξη της τουριστικής περιόδου του έτους 2013 η πλοιοκτήτρια αποφάσισε την πώληση του σκάφους MT και το μήνα Ιανουάριο του επομένου έτους (2014) δέχθηκε πρόταση αγοράς του από την ενάγουσα αλλοδαπή εταιρία με την επωνυμία «………..», την οποία της διαβίβασε ο ………., κάτοικος Αλίμου Αττικής, μεσίτης και εκτιμητής σκαφών. Η εταιρία αυτή έδρευε στη Νέα Ζηλανδία και είχε συσταθεί στις 8.1.2001 σύμφωνα με τις διατάξεις της εκεί ισχύουσας από το έτος 1993 εταιρικής νομοθεσίας, με αντικείμενο εργασιών, μεταξύ άλλων, την απόκτηση κατά κυριότητα και την εκμετάλλευση επιβατηγών – τουριστικών σκαφών, νόμιμος δε εκπρόσωπός της ήταν ο αλλοδαπός …….., ο οποίος ενδιαφερόταν για την αγορά του προς πώληση σκάφους στο όνομα της εταιρίας του, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από αυτήν επαγγελματικά με σκοπό την επίτευξη κέρδους (δια της ναυλώσεώς του προς τρίτους). Κατόπιν διαπραγματεύσεων που πραγματοποιήθηκαν τον ίδιο εκείνο μήνα (Ιανουάριο 2014) τα μέρη κατέληξαν στη σύναψη προσυμφώνου (memorandum of agreement) αγοράς του MT, συνταγμένου στη αγγλική γλώσσα και διεπόμενου από το ελληνικό δίκαιο, το οποίο καταρτίστηκε εγγράφως στις 27.1.2014 και, όπως προκύπτει από τα εκατέρωθεν προσκομιζόμενα σε επίσημη μετάφραση κατά το άρθρο 36 § 2 στοιχ. γ του Ν. 4194/2013 [«Κώδικας Δικηγόρων»], φωτοαντίγραφά του, καθένα των οποίων έχει επικυρωθεί νόμιμα από δικηγόρο, έχει υπογραφεί από τον ……., δικηγόρο, που ενεργούσε για λογαριασμό της πωλήτριας, από τον ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο της υποψήφιας αγοράστριας ……. και από τον . …….., που συμβλήθηκε εκ τρίτου με τις ιδιότητες του μεσίτη, βάσει εξουσιοδοτήσεως από αμφοτέρους τους συμβαλλομένους και του θεματοφύλακα, έχοντας μάλιστα διεξαγάγει τις διαπραγματεύσεις για λογαριασμό της ενάγουσας μαζί με τον ……….., που εκπροσωπούσε κατ’ αυτές την αντισυμβαλλόμενή της. Με το έγγραφο αυτό προσυμφωνήθηκε η πώληση του σκάφους MT στην εταιρία ………… αντί τιμήματος διακοσίων δέκα χιλιάδων ευρώ (210.000 €), που ορίστηκε να πληρωθεί τμηματικά και, συγκεκριμένα, δια προκαταβολής είκοσι χιλιάδων ευρώ (20.000 €), που έπρεπε να καταβληθεί σε τραπεζικό λογαριασμό του ως άνω μεσίτη και θεματοφύλακα και να αποδοθεί από αυτόν στην πωλήτρια μετά την επιθεώρηση του σκάφους και την αποδοχή του από την αγοράστρια και δια της καταβολής του υπολοίπου (190.000 €) σε τραπεζικό λογαριασμό υποδεικνυόμενο από την πωλήτρια το αργότερο έως την 30η.3.2014, η οποία ορίστηκε ως «ημερομηνία ολοκλήρωσης» της προσυμφωνούμενης πώλησης. Επιπλέον, συνομολογήθηκε ότι το τίμημα θα είναι απαλλαγμένο από το φόρο προστιθέμενης αξίας (VAT exempt), καθώς «η αγοράστρια δεν είναι εταιρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (όροι 2 και 6b του MοA), ότι η νόμιμη μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου θα λάβει χώρα την 30η Οκτωβρίου 2014 και μέχρι τότε αυτό θα παραμένει στο όνομα της πωλήτριας «τυπικά και προς το σκοπό αποφυγής οποιουδήποτε προβλήματος σχετικού με τη ναύλωσή του, που μπορεί να προκληθεί από τυχόν καθυστέρηση των αναγκαίων διαδικασιών» (όρος 5), ότι η ναύλωσή του θα γίνει από την πωλήτρια προς όφελος της αγοράστριας μέσω της εταιρίας ναυλώσεων με την επωνυμία «. ……….», που «θα καταβάλλει απευθείας στους αγοραστές οποιοδήποτε ποσό λαμβάνει από τις ναυλώσεις, αφού έχουν πληρωθεί όλα τα σχετικά έξοδα» (όρος 10), καθώς και ότι «σε αντάλλαγμα της καταβολής του υπολοίπου του τιμήματος η πωλήτρια θα παράσχει στο θεματοφύλακα», αφενός, τρία [3] αντίτυπα του συμφωνητικού πώλησης (bill of sale), με θεώρηση της γνησιότητας της υπογραφής των υπογραφόντων, που θα μνημονεύει ότι το πλοίο μεταβιβάζεται ελεύθερο από χρέη προς τρίτους (όρος 6a i), αφετέρου, ναυτική υποθήκη (nautical mortgage on the vessel) επί του πλοίου (όρος 6a xvii) και, επιπλέον, μεταξύ άλλων και, πιστοποιητικά: ιδιοκτησίας του σκάφους (certificate of ownership), εθνικότητας αυτού (nationality certificate), καταμέτρησής του (measurement certificate), καλής κατασκευής του και συμβατότητας αυτής με τις προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (CE certificate), περί μη φορολογικής οφειλής της πλοιοκτήτριάς του και περί μη οφειλής εισφορών στο Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο (ΝΑΤ) [certificates of non – liability), ως και (όρος 6a ii) «certificate that the vessel is free of charges from the record is registered [Transcript of Registry]», δηλαδή πιστοποιητικό «ότι είναι απαλλαγμένο από χρεώσεις από το αρχείο που είναι καταχωρημένο (αντίγραφο μητρώου)», κατά τη μετάφραση του σχετικού όρου στο φωτοαντίγραφο του ΜοΑ που προσκομίζουν οι εναγόμενοι και «πιστοποιητικό ότι το πλοίο είναι ελεύθερο βαρών από το νηολόγιο στο οποίο είναι εγγεγραμμένο», κατά τη μετάφραση του ίδιου όρου από τον πληρεξούσιο της ενάγουσας που την εκπροσώπησε και στο ακροατήριο, η οποία έχει επισυναφθεί στο προσκομισθέν από αυτήν φωτοαντίγραφο του ΜοΑ, ενώ η πωλήτρια εγγυήθηκε ρητά ότι το πλοίο «είναι και κατά το χρόνο της ολοκλήρωσης θα είναι ελεύθερο από κάθε βάρος, ναυτικό προνόμιο και οποιαδήποτε άλλα χρέη ή περιορισμούς, οποιασδήποτε φύσης με την εξαίρεση των βαρών που συμφωνήθηκαν στις παραγράφους 5 και 6 παραπάνω» (όρος 7). Η τελευταία αυτή δήλωση της πωλήτριας ήταν βέβαια αναληθής, αφού, όπως εκτέθηκε, σε βάρος του πλοίου υπήρχε κατά το χρόνο σύναψης του προσυμφώνου εγγεγραμμένη η τραπεζική υποθήκη που ασφάλιζε την αποπληρωμή του δανείου που η πωλήτρια είχε λάβει το έτος 2007 και ως προς την εξυπηρέτησή του είχε ήδη καταστεί υπερήμερη. Ανεξαρτήτως πάντως αυτού, κατά την επιθεώρηση του υπό πώληση σκάφους από τον εξουσιοδοτημένο επιθεωρητή …. διαπιστώθηκε χρεία επιδιορθώσεων και τεχνικών βελτιώσεων και κατέστησαν αναγκαίες δύο [2] προσθήκες στο ΜοΑ εντός του μηνός Φεβρουαρίου 2014 (ADDENDUMS I και II). Εν τέλει το πλοίο επιθεωρήθηκε από την αγοράστρια εν πλω στις 4.3.2014 και έγινε δεκτό από αυτήν αλλά, εξαιτίας καθυστερήσεως εκ μέρους της αγοράστριας ως προς την παράδοση στην πωλήτρια των αναγκαίων εγγράφων προκειμένου [και] να συσταθεί η προσυμφωνημένη υποθήκη επί του πλοίου, η κατάρτιση της οριστικής αγοραπωλητήριας σύμβασης παρατάθηκε ως τις 20.4.2014, που ορίστηκε ως νέα «ημερομηνία ολοκλήρωσης» με τρίτη προσθήκη στο ΜοΑ (ADDENDUM III), που υπογράφηκε στις 29.3.2014, με την οποία, προσθέτως, τα μέρη, χωρίς να μεταβάλουν την ημερομηνία της μέλλουσας μεταβίβασης της κυριότητας του σκάφους, τροποποίησαν τη συμφωνία αποπληρωμής του τιμήματος της πωλήσεως, ορίζοντας πλέον ότι το υπόλοιπο τίμημα (190.000 €) θα καταβληθεί τμηματικά και, συγκεκριμένα, ένα μέρος του, ύψους πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) θα καταβληθεί μέχρι την 1η.4.2014 στο με αριθμό CY ………. λογαριασμό της εταιρίας με την επωνυμία «…………..» [η σχέση της οποίας με την πωλήτρια δεν διευκρινίστηκε] και το υπόλοιπο μέρος του, ύψους εκατόν σαράντα χιλιάδων ευρώ (140.000 €), θα καταβληθεί το αργότερο μέχρι τις 20.4.2014 στον ίδιο τραπεζικό λογαριασμό. Στο λογαριασμό αυτό κατέβαλε πράγματι η ενάγουσα πενήντα χιλιάδες ευρώ (50.000 €) στις 31.3.2014 και εκατόν σαράντα χιλιάδες ευρώ (140.000 €) στις 17.4.2014 σε εκπλήρωση των εκ προσυμφώνου υποχρεώσεών της. Από το συνδυασμό των διατάξεων του προσυμφώνου προκύπτει ότι η αγοράστρια ενάγουσα είχε αποφασίσει να αποκτήσει αμέσως τη νομή του σκάφους, αποπληρώνοντας το τίμημα της αγοράς του και να αναβάλει την κτήση της κυριότητάς του (δια της εγγραφής στο νηολόγιο της μεταβιβαστικής συμφωνίας) για το τέλος της τουριστικής περιόδου του έτους 2014, διατηρώντας έως τότε την εκμετάλλευσή του και αποκερδαίνοντας τους ναύλους που θα εισέπραττε η …………, στην οποία είχε ανατεθεί η διαχείρισή του. Με τον τρόπο αυτό κατέστη εφοπλίστρια του πλοίου για το χρονικό διάστημα έως την 30η.10.2014. Στο μεταξύ στις 16.4.2014, μία ημέρα πριν την εξόφληση του τιμήματος, καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων εταιριών δύο [2] συμβάσεις με αντιφατικό περιεχόμενο, χωρίς από το αποδεικτικό υλικό να καθίσταται εφικτό να εξακριβωθεί ποια προηγήθηκε της άλλης. Συγκεκριμένα, στο Παλαιό Φάληρο Αττικής υπογράφηκε η οριστική αγοραπωλητήρια σύμβαση μεταξύ του δευτέρου εναγομένου ……….., νομίμου εκπροσώπου της πωλήτριας εταιρίας, του οποίου βεβαιώθηκε η γνησιότητα της επ’ αυτής υπογραφής του από το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) του Δήμου Παλαιού Φαλήρου (μολονότι στο κείμενό της αναληθώς αναγράφεται ότι για λογαριασμό της συμβάλλεται ο ……) και του …….., του οποίου βεβαιώθηκε η γνησιότητα της υπογραφής από το ΚΕΠ Λαυρίου Αττικής, δυνάμει της οποίας μεταβιβάστηκε αντί τιμήματος διακοσίων δέκα χιλιάδων ευρώ (210.000 €), ήδη καταβληθέντος όπως ομοίως αναληθώς σημειώνεται, το Ε/Γ – Τ/Ρ πλοίο MT, ελεύθερο βαρών, στην ενάγουσα, ενώ στην Αθήνα συντάχθηκε η με αριθμό ………./16.4.2014 συμβολαιογραφική πράξη σύστασης πρώτης (Α΄) απλής ναυτικής υποθήκης επί πλοίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……., ενώπιον της οποίας εμφανίστηκαν ο μεσίτης ………, που ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, πληρεξούσιος και αντίκλητος της ενάγουσας, δυνάμει ειδικής εντολής και πληρεξουσιότητας αυτής και ο …………., που ενεργούσε υπό την ως άνω ιδιότητά του, δυνάμει της οποίας η πωλήτρια εταιρία παραχώρησε στην αγοράστρια δικαίωμα εγγραφής απλής ναυτικής υποθήκης επί του πλοίου MT ποσού ίσου προς το τίμημα της πώλησης (210.000 €) προς εξασφάλιση των απαιτήσεων της τελευταίας από το ΜοΑ. Με την ίδια πράξη η ενυπόθηκη οφειλέτρια (πρώτη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια και πωλήτρια), αφενός, ανέλαβε την υποχρέωση να μην πωλήσει, μεταβιβάσει ή με άλλο τρόπο διαθέσει το πλοίο σε τρίτον και να μην παραχωρήσει νέα υποθήκη επ’ αυτού ούτε να το επιβαρύνει χωρίς την προηγούμενη έγγραφη συναίνεση της ενυπόθηκης δανείστριας και όλα αυτά μέχρι την 16η.4.2024 που ορίστηκε ως ημερομηνία λήξης της ασφαλιζόμενης απαίτησης και, αφετέρου, δήλωσε και εγγυήθηκε ότι το πλοίο «είναι ελεύθερο από οποιαδήποτε επιβάρυνση, απαίτηση, προνόμιο ή εμπράγματο βάρος οποιουδήποτε είδους και ελεύθερο οποιουδήποτε δικαιώματος τρίτου». Η δήλωση αυτή, όπως και η παρόμοια που περιελήφθη στο από 16.4.2014 bill of sale, είναι βεβαίως αναληθείς, δεδομένου ότι δεν είχε ακόμα ούτε η υποθήκη που είχε εγγραφεί σε βάρος του πλοίου και υπέρ της Τράπεζας Πειραιώς εξαλειφθεί ούτε ο απαγορευτικός της εκποιήσεως ή της περαιτέρω επιβαρύνσεώς του όρος διαγραφεί από το νηολόγιο. Πάντως, καμία από τις δύο αυτές συμβάσεις της 16ης.4.2014 δεν καταχωρήθηκε στο Νηολόγιο ή στο Ναυτικό Υποθηκολόγιο του Πειραιώς, με αποτέλεσμα να μη μεταστεί η κυριότητα του πλοίου (άρθρο 6 ΚΙΝΔ) και να μη λάβει ύπαρξη η ναυτική υποθήκη (άρθρο 197 ΚΙΝΔ). Το περιεχόμενό τους είναι αντιφατικό ως προς τις προθέσεις των συμβαλλομένων, καθόσον ειδικότερα η αγοράστρια, ενώ με βάση τη σύμβαση πωλήσεως είχε το δικαίωμα να αποκτήσει αμέσως κατά κυριότητα το πωληθέν πλοίο, χωρίς να αναμείνει έως την 30η.10.2014 (αφού παρόμοιος με του ΜοΑ όρος, υπό μορφή αναβλητικής αιρέσεως ή προθεσμίας, δεν περιελήφθη στο bill of sale), εντούτοις, εκείνη προτίμησε να λάβει εμπράγματη ασφάλεια ότι το πλοίο θα παραμείνει στην κυριότητα της πωλήτριας, ώστε να της μεταβιβαστεί εμπραγμάτως μεταγενέστερα (εντός της προσεχούς δεκαετίας), διατηρώντας μέχρι τότε την (ήδη παραδοθείσα) νομή του, την εκμετάλλευσή του και φυσικά την ιδιότητα της εφοπλίστριας, κατά τρόπον όμως τέτοιο, ώστε κατά τη λήξη της ασφαλιζόμενης απαίτησης να αποκτήσει πλοίο καταπονημένο από τη μακροχρόνια μέχρι τότε χρήση του και αμφίβολης μεταπωλητικής αξίας. Από την άλλη, η πωλήτρια, ενώ έχει επίγνωση ότι δεν έχει αποπληρώσει το δάνειο προς την Τράπεζα Πειραιώς και δεν μπορεί χωρίς τη συναίνεσή της να επιβαρύνει περαιτέρω το πλοίο, παρέχει εντούτοις περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα στην αγοράστρια, εν γνώσει του ότι απόπειρα καταχωρήσεώς του στο ναυτικό υποθηκολόγιο θα αποτύχει εξαιτίας του απαγορευτικού όρου που έχει τεθεί σε βάρος του πλοίου ήδη από το έτος 2007 και αποδέχεται να παραμείνει πλοιοκτήτρια χωρίς να δηλωθεί ο εφοπλισμός του πλοίου στο νηολόγιο κατά το άρθρο 105 § 1 ΚΙΝΔ, επί δεκαετές, το αργότερο, χρονικό διάστημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ως προς την δική της ευθύνη απέναντι στους τρίτους, δανειστές της εφοπλίστριας και του πλοίου. Η αντιφατικότητα της συμπεριφοράς των συμβληθέντων επιτείνεται, δεδομένου ότι η μεν πωλήτρια δεν αποπληρώνει το τραπεζικό δάνειο, μολονότι έχει λάβει το τίμημα της πωλήσεως (παρεκτός της καταβολής πέντε χιλιάδων ευρώ [5.000 €] το μήνα Νοέμβριο του έτους 2014) και δεν αποξενώνεται από την κυριότητα του πλοίου αλλά, αντιθέτως, παραδίδει τη νομή και την εκμετάλλευσή του στην αγοράστρια δια της …………., που δε διατηρεί πλέον ούτε δικαίωμα ούτε υποχρέωση διαχείρισής του (αφού όρος παρόμοιος με τον υπ’ αριθμ. 10 του ΜοΑ δεν περιελήφθη στο bill of sale) και, ταυτόχρονα, εκδίδει παραστατικά έγγραφα για τη λήψη των ναύλων χωρίς συμβατική υποχρέωση (ως μη εκναυλώτρια) αλλά μόνον επειδή παραμένει πλοιοκτήτρια. Η δε αγοράστρια αρκείται στα οικονομικά οφέλη που αποκομίζει από την εκμετάλλευση του πλοίου δια μέσου της …………., χωρίς να εξασφαλίσει ούτε την κτήση της κυριότητάς του, αφού δεν καταχωρεί στο νηολόγιο το bill of sale ούτε ότι αυτό δεν θα πωληθεί σε τρίτον, αφού δεν εγγράφει τη συμβολαιογραφική πράξη σύστασης υποθήκης στο ναυτικό υποθηκολόγιο, με αποτέλεσμα να αποδέχεται τον κίνδυνο λύσης του εφοπλισμού κατά πάντα χρόνο, δεδομένου ότι σε δήλωση του άρθρου 105 § 1 ΚΙΝΔ ούτε αυτή προέβη, ώστε να δικαιούται να αντιτάξει το δικαίωμα εκμετάλλευσης έναντι του νέου κυρίου (Α. Αντάπασης/Λ. Αθανασίου, ο.π., αρ. 788, σελ. 406). Η συμπεριφορά της ενάγουσας, που δε μερίμνησε να περιληφθούν στην από 16.4.2014 σύμβαση όροι περί αναβολής της μεταβίβασης του πλοίου για το μέλλον, περί αναθέσεως της διαχειρίσεώς του μέχρι τότε στην ……….. και περί εκμεταλλεύσεώς του από την ίδια, παρέχει την εντύπωση ότι αντιμετώπισε το έγγραφο αυτής (bill of sale) μόνον ως τίτλο προαπαιτούμενο για τη μελλοντική μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου και όχι ως την ενοχική (υποσχετική) συμφωνία της πώλησης, καθώς και ότι ως τέτοια θεωρούσε το από 27.1.2014 προσύμφωνο (ΜοΑ). Ανεξαρτήτως τούτου, η ίδια κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της τουριστικής περιόδου του έτους 2017, οπότε η πρώτη εναγόμενη αποφάσισε να εισπράξει η ίδια τα κέρδη από τη διάθεση του πλοίου στην εδρεύουσα στο Ηράκλειο της Κρήτης ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……….», στην οποία το είχε εκναυλώσει για λογαριασμό της ενάγουσας η …………., τα οποία ανέρχονταν στο χρηματικό ποσό των σαράντα τεσσάρων χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ (44.374 €). Είχε προηγηθεί, το μήνα Αύγουστο του έτους εκείνου (2017), η καταγγελία της από 27.4.2007 δανειακής σύμβασης εκ μέρους της δανείστριας Τράπεζας Πειραιώς, η μεταφορά του υπολοίπου της ενυπόθηκης οφειλής σε λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης και η επίδοση στην οφειλέτρια πρώτη εναγομένη της από 9.8.2017 εξώδικης δήλωσης της Τράπεζας, με την οποία την καλούσε στην καταβολή του χρηματικού ποσού των εβδομήντα εννέα χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι δύο ευρώ και ογδόντα λεπτών (79.522,80 €). Επακολούθησε συμβιβασμός της ……….. με την πρώτη εναγόμενη, καταβολή πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 €) από αυτήν, εξόφληση με τον τρόπο αυτό συμβιβαστικά του δανείου (βλ. την από 3.8.2018 έγγραφη βεβαίωση της Διεύθυνσης Διαχείρισης Οριστικών Καθυστερήσεων της Τράπεζας Πειραιώς) και εξάλειψη, με τη συναίνεση της δανείστριας, της εγγεγραμμένης από το έτος 2007 σε βάρος του πλοίου MT υποθήκης στις 6.8.2018 (βλ. το με αριθμό πρωτοκόλλου ………../2018 πιστοποιητικό βαρών, που εκδόθηκε από τον Τομέα Νηολογίων και Ναυτικών Υποθηκολογίων του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς). Είχε μεσολαβήσει η έγερση της υπό κρίση αγωγής και προσπάθεια διευθέτησης της διαφοράς των διαδίκων που δεν τελεσφόρησε, αφού η ενάγουσα έχοντας αποφασίσει να επιμείνει στην αναζήτηση του τιμήματος που είχε καταβάλει, δεν προέβη στην καταχώρηση στο νηολόγιο καμιάς από τις συμβάσεις της 16ης.4.2014, όπως είχε δικαίωμα. Κατόπιν αυτών, το ζήτημα που τίθεται συνίσταται στο αν η ενάγουσα κατά το χρόνο εκείνο (16.4.2014) τελούσε ή όχι σε γνώση της ύπαρξης της υποθήκης που βάρυνε το πλοίο υπέρ της Τράπεζας Πειραιώς και του συναφούς απαγορευτικού της μεταβιβάσεώς του υπέρ της ιδίας (ενυπόθηκης δανείστριας) όρου. Τη γνώση της θα αποδείκνυε ενδεχόμενη απόπειρά της να καταχωρήσει το bill of sale στο νηολόγιο ή/και την πράξη σύστασης της υπέρ αυτής υποθήκης στο ναυτικό υποθηκολόγιο, στην οποία όμως ουδέποτε προέβη, χωρίς να παρέχει πειστικές εξηγήσεις για αυτή την βλαπτική των συμφερόντων της παράλειψη. Τέτοια εξήγηση σαφώς δεν παρέχει ο ισχυρισμός της ότι θεωρούσε πως δεν συνέτρεχε λόγος καταχωρήσεως της αγοραπωλητήριας σύμβασης στο νηολόγιο, αφού είχε εξασφαλιστεί έναντι της αφερεγγυότητας της πωλήτριας, διότι στην πραγματικότητα καμία εξασφάλιση δεν είχε λάβει, αφού ούτε την κυριότητα του πλοίου απέκτησε ούτε την υποθήκη ενέγραψε, παρότι είχε καταβάλει εξ ολοκλήρου το τίμημα και μολονότι, μέσω του κατά τεκμήριο έμπειρου, ως κατ’ επάγγελμα ασχολούμενου με τη μεσιτεία στις αγοραπωλησίες πλοίων, ……., είχε την δυνατότητα να αντιληφθεί τους κινδύνους από την παράλειψή της αυτή. Η ίδια παράλειψη μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον αν θεωρηθεί ότι η ενάγουσα δεν απέβλεπε πράγματι στην απόκτηση της κυριότητας του πλοίου MT αλλά στο δικαίωμα εκμετάλλευσής του (στον εφοπλισμό του), αφού μόνον υπ’ αυτή την εκδοχή εξηγείται η παράλειψή της να προβεί σε έλεγχο της νομικής κατάστασης του πλοίου στο νηολόγιο κατά τις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της σύναψης του ΜοΑ ή έστω πριν την καταβολή του τιμήματος. Πράγματι, το βάρος του πλοίου δεν την εμπόδιζε στην απόληψη των ναύλων του. Έτσι εξηγείται και η συμπεριφορά των διαδίκων, που μέχρι το έτος 2017 εμφανίζονται να εκπληρώνουν τους όρους του ΜοΑ και να ενεργούν σαν να μην έχουν παρεμβληθεί οι συμβάσεις της 16ης.4.2014 παραλείποντας να προκαλέσουν οποιαδήποτε μεταβολή στο νομικό καθεστώς του σκάφους. Άλλωστε, με οικονομικούς όρους, ο εφοπλισμός του πλοίου για χρονικό διάστημα δέκα [10] ετών θα συνεπαγόταν για την ενάγουσα το ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή κέρδος υπερδιπλάσιο του ανταλλάγματος που είχε καταβάλει, αν ληφθεί υπόψη το ύψος των καθαρών κερδών από την εκμετάλλευση του πλοίου για το έτος 2017 και αναχθεί αυτό στη δεκαετή περίοδο εκμεταλλεύσεώς του έως το έτος 2024 (44.375 € ετησίως Χ 10 έτη = 443.750 € έναντι τιμήματος 210.000 €). Με τον ίδιο τρόπο εξηγείται και το γεγονός ότι η ένδικη διαφορά ανέκυψε μόνον όταν η ενάγουσα στερήθηκε των κερδών της εκμεταλλεύσεως του πλοίου (το μήνα Οκτώβριο του έτους 2017, όταν ολοκληρώθηκε η καταβολή στην πρώτη εναγόμενη των κερδών από την εκναύλωση του πλοίου στην ……………), καθώς και ότι τότε ακριβώς (αρχές Νοεμβρίου 2017) ο πληρεξούσιος δικηγόρος της προέβη για πρώτη φορά σε έλεγχο στο Νηολόγιο Πειραιώς. Όλα τα ανωτέρω δεν αποτελούν, βέβαια, απόδειξη ότι η ενάγουσα γνώριζε το βάρος του πλοίου κατά την κατάρτιση της σύμβασης πωλήσεως, της οποίας την ακύρωση επιδιώκει αλλά λογικά περί αυτής συμπεράσματα του Δικαστηρίου συναγόμενα από τη συμπεριφορά των διαδίκων πριν και μετά τη σύναψή της. Αντιθέτως, απόδειξη της γνώσης της αυτής συνιστά το ίδιο το γεγονός της καταβολής του τιμήματος της πώλησης συνδυαζόμενο με τις συναφείς προβλέψεις του ΜοΑ, στο οποίο, κατά τα προαναφερθέντα, ρητά ορίστηκε ότι προϋπόθεση της καταβολής του ήταν η προηγούμενη παροχή εκ μέρους της πωλήτριας πιστοποιητικού βαρών του πλοίου από το Νηολόγιο στο οποίο ήταν αυτό εγγεγραμμένο. Εφόσον δε το τίμημα καταβλήθηκε πρέπει να γίνει δεκτό ότι στην ενάγουσα παραδόθηκε πιστοποιητικό που μνημόνευε την εγγραφή της από 22.5.2007 υποθήκης υπέρ της ……….. και, επομένως, περιήλθε σε γνώση της η αληθής νομική κατάσταση του πλοίου για την οποία ήδη ισχυρίζεται ότι παραπλανήθηκε. Ο ισχυρισμός της αυτός αποδεικνύεται συνεπώς αβάσιμος, δεδομένου μάλιστα ότι η ίδια δεν αμφισβητεί ότι τα προβλεπόμενα από το ΜοΑ ως προαπαιτούμενα της εκ μέρους της καταβολής του τιμήματος πιστοποιητικά της παραδόθηκαν στο σύνολό τους ούτε επικαλείται ότι της χορηγήθηκε ανακριβές, πλαστό ή παραποιημένο πιστοποιητικό βαρών του πλοίου. Μετά ταύτα οι δύο [2] πρώτοι λόγοι της έφεσής της, με τους οποίους η ενάγουσα εμμένει στους αναληθείς αγωγικούς ισχυρισμούς της πρέπει να απορριφθούν, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στην ίδια κρίση, έστω και με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, που αντικαθίστανται με αυτές της παρούσας (άρθρο 534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε κατ’ αποτέλεσμα. Ομοίως απορριπτέα ως αβάσιμη κρίνεται και η έφεση της ενάγουσας κατά το αντίστοιχο μέρος της, χωρίς προς τούτο να ασκεί επιρροή το, μεταγενέστερο της συζήτησης της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και προγενέστερο της δημοσίευσης της εκκαλουμένης, γεγονός της μεταβιβάσεως του πλοίου MT από την πλοιοκτήτριά του πρώτη εναγομένη με σύμβαση στη ναυτική εταιρία πλοίων αναψυχής «………….» αντί τιμήματος ύψους εκατόν τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (135.000 €), που δεν εμποδιζόταν, άλλωστε, από την υπέρ της ενάγουσας ναυτική υποθήκη, αφού αυτή δεν επιμελήθηκε για την εγγραφή της στο ναυτικό υποθηκολόγιο ούτε μετά την έναρξη της παρούσας αντιδικίας.

VII. Κατά το άρθρο 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παραπονούμενος είτε για τον σε βάρος του καταλογισμό των δικαστικών εξόδων ή για το ύψος τους είτε για το ότι τα έξοδα καταλογίστηκαν μεν υπέρ αυτού αλλά σε ποσό μικρότερο από εκείνο που, κατά την άποψή του, έπρεπε να υπολογιστούν (ΤριμΕφΠειρ. 479/2015, ΤριμΕφΑθ. 1891/2015, ΤριμΕφΠειρ. 100/2014, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3080/2010, Δνη 2011/1068). Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ενδίκων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα (ΑΠ 2193/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 617/2008, ΕφΑΔ 2008/705). Περαιτέρω, από τα άρθρα 176, 189, 190 § 3 και 191 § 2 ΚΠολΔ συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ηττάται ο διάδικος, όπως όταν η αγωγή του απορρίπτεται στο σύνολό της, καταδικάζεται στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του αντιδίκου του, μετά την υποβολή από τον τελευταίο σχετικού αιτήματος, ακόμη και όταν δεν έχει υποβληθεί κατάλογος εξόδων. Κατά δε το άρθρο 178 § 1 ΚΠολΔ το δικαστήριο δεν μπορεί να ορίζει τα δικαστικά έξοδα σε ποσά μικρότερα από τα κατώτατα όρια. Η καταψήφιση στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που ηττήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας και είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (ΑΠ 454/2020, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 192/2016, Ε7 2016/843, ΑΠ 1176/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 859/2002, Δνη 2003/1260, ΕφΑθ. 798/2007, Δνη 2008/239). Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 § 2 του Ν. 2915/2001, σε περίπτωση που η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, μπορεί το δικαστήριο, ανεξάρτητα από την έκταση της νίκης ή της ήττας των διαδίκων, να προβεί σε συμψηφισμό των εξόδων. Στην εξαιρετική αυτή περίπτωση ο συμψηφισμός ή μη των δικαστικών εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή της ουσίας και η σχετική κρίση του δεν είναι δεκτική αναιρετικού ελέγχου (ΑΠ 773/2009, ΑΠ 98/2009, ΤριμΕφΠειρ. 381/2015, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 496/2011, ΕΕμπΔ 2011/355). Δυσχέρεια στην ερμηνεία του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου ανακύπτει όταν κυμαίνεται ή μεταστρέφεται η σχετική νομολογία, όταν το ζήτημα παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Ακυρωτικού, όταν πρόκειται για νεαρή νομοθετική διάταξη που δεν έχει ακόμη τύχει ερμηνευτικής επεξεργασίας από τα δικαστήρια ή για διάταξη που επιδέχεται περισσότερες ερμηνευτικές προσεγγίσεις ή όταν υφίσταται πλοκή των νομικών θεμάτων που συνάπτονται με την υπόθεση (ΤριμΕφΠειρ. 60/2015, ΤριμΕφΠειρ. 216/2014, ΤριμΕφΑθ. 4924/2012, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 461/2010, ΕΠολΔ 2011/205, ΕφΑθ. 833/2009, Δνη 2010/1046, ΕφΑθ. 5540/2006, Δνη 2008/239), όχι δε και όταν παρίσταται δυσχερής η εκτίμηση του πραγματικού μέρους της υποθέσεως ή όταν αντιμετωπίζονται περίπλοκα και χρονικώς εκτεταμένα πραγματικά περιστατικά ή όταν η δυσχέρεια οφείλεται στην ιδιάζουσα φύση της διαφοράς που αφορά στην ουσία της υποθέσεως (ΑΠ 1034/2012, ΧρΙΔ 2013/46 = ΕφΑΔ 2013/256, ΤριμΕφΑθ. 1115/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με τον έκτο και τελευταίο λόγο της ένδικης εφέσεώς της η εκκαλούσα παραπονείται για τη διάταξη της εκκαλουμένης αποφάσεως, με την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα, για τα οποία επικαλείται ότι εσφαλμένα καθορίστηκαν στο χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €), ενώ θα έπρεπε να συμψηφιστούν στο σύνολό τους κατόπιν υπαγωγής του πραγματικού και νομικού υλικού της δίκης στη νομική έννοια του ιδιαιτέρως δυσχερούς εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου.

Ο λόγος αυτός παραδεκτώς μεν κατά τα ανωτέρω προβάλλεται, αφού προσβάλλεται συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως, είναι, όμως, απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, δεδομένου ότι δεν συνέτρεξε εν προκειμένω λόγος συμψηφισμού των δικαστικών εξόδων κατά το άρθρο 179 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, αφενός, η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ευχερής, αφού ούτε η ερμηνευτική τους προσπέλαση απαιτούσε ιδιάζουσα προσπάθεια ούτε η νομολογιακή τους εφαρμογή εμφανίζει ταλάντευση ή διακύμανση και, αφετέρου, το χρηματικό αντικείμενο της αγωγής (304.374 €) δικαιολογεί τον προσδιορισμό των επιδικασθέντων πρωτοδίκως δικαστικών εξόδων των εναγομένων που νίκησαν στο χρηματικό ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €), η καταψήφιση δε στη δικαστική δαπάνη του διαδίκου που νικήθηκε δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας, καθόσον, όπως προαναφέρθηκε, είναι συνέπεια της αρχής της ήττας (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

VIII. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς διερεύνηση, πρέπει, αφού αποδοθεί στην εκκαλούσα το κατατεθέν παράβολο, δεδομένου ότι με βάση το διατακτικό της παρούσας, επί του ενδίκου μέσου, αποφάσεως θεωρείται αυτή νικήτρια, αφού η εκκαλουμένη εξαφανίστηκε έστω εν μέρει, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του Δικαστηρίου επί της υποθέσεως δεν ήταν ευνοϊκή γι’ αυτήν (ΑΠ 532/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), να απορριφθεί η έφεσή της και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος δικαιοδοτικού βαθμού, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2607/2019 αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά τους τύπους και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαιά της.

Κρατεί την υπόθεση ως προς τα κεφάλαια αυτά και δικάζει την από 23.4.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./23.4.2018 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν κατά τα ίδια κεφάλαια ως νομικά αβάσιμη.

Απορρίπτει κατά τα λοιπά κατ’ ουσίαν την έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε έξι χιλιάδες ευρώ (6.000 €).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 18 Μαρτίου 2021 και δημοσιεύθηκε στις  12  Απριλίου 2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους νομίμους εκπροσώπους των διαδίκων και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ