Αριθμός 637 /2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 15.5.2017 (υπ΄αριθ. κατάθ. …….) έφεση των πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ΄αριθ. 1388/27.3.2017) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, και έκανε εν μέρει δεκτή την από 23.5.2016, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……) αγωγή των εκκαλούντων κατά της ήδη εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι διάδικοι επικαλούνται, επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, (19 εδ. α, 511, 513 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι λόγω του είδους της διαδικασίας δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου έφεσης.
Με την ως άνω αγωγή τους, η οποία παραδεκτά περιορίστηκε από καταψηφιστική σε αναγνωριστική (εντόκως), οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, ζητούσαν, να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει : A. α) στον 1ο των εναγόντων, το συνολικό ποσό των 12.559,6 €, ως δεδουλευμένες αποδοχές για το χρονικό διάστημα από 1.11.2015 έως 12.1.2016, μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 13.1.2016 έως 23.5.2016, επίδομα εορτής Πάσχα 2016, αποδοχές αδείας έτους 2015 και αμοιβή για εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου, β) στο 2ο των εναγόντων, το συνολικό ποσό των 14.152 €, ως δεδουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας για τα ίδια με τον 1ο χρονικά διαστήματα, επίδομα εορτής Πάσχα, αποδοχές αδείας 2015, αμοιβή για εργασία κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής και αποζημίωση για στέρηση εβδομαδιαίας ανάπαυσης και γ) στον 3ο των εναγόντων, το συνολικό ποσό των 18.507 €, ως δεδουλευμένες αποδοχές και μισθούς υπερημερίας για τα ίδια με τους ανωτέρω χρονικά διαστήματα, επίδομα εορτής Πάσχα 2016, αποδοχές αδείας 2015, αμοιβή για εργασία κατά τις ημέρας του Σαββάτου και της Κυριακής και αποζημίωση για στέρηση εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Β. Να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει επιπλέον στον 1ο ενάγοντα το ποσό των 24.976 € για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή εργασία, αποζημίωση εργασίας εκτός έδρας μαζί με υπερεργασία και παράνομη υπερωρία και αποζημίωση απόλυσης, στο 2ο ενάγοντα το ποσό των 29.286 € για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, αποζημίωση εργασίας εκτός έδρας και αποζημίωση απόλυσης και στον 3ο ενάγοντα το ποσό των 55.942 € ως αμοιβή για υπερεργασία και παράνομη υπερωριακή απασχόληση, αποζημίωση εργασίας εκτός έδρας και αποζημίωση απόλυσης και τα παραπάνω ποσά νομιμοτόκως από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη απαιτητό. Επίσης, σε περίπτωση που οι ανωτέρω συμβάσεις εργασίας εκρίνοντο άκυρες ζητούσαν τα παραπάνω ποσά με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, τέλος δε να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και δη : Α. Ως προς τον 1ο ενάγοντα, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει σε αυτόν το ποσό 2.576,67 €, ως προς το 2ο ενάγοντα το ποσό των 2.803,38 € και ως προς τον 3ο ενάγοντα, ως προς το ποσό των 3.656,72 €. Β. Επίσης, αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στο 2ο ενάγοντα το ποσό των 540,54 € και στον 3ο ενάγοντα το ποσό των 595,56 €, νομιμοτόκως κατά τις εν αυτή διακρίσεις και επέβαλε τη δικαστική δαπάνη εις βάρος της εναγομένης για το ποσό των 100 € υπέρ του 1ου ενάγοντα και για τα ποσά των 130 € και 160 € υπέρ του 2ου και του 3ου των εναγόντων αντίστοιχα.
Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες – ενάγοντες για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν όπως αφού γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεσή τους, μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη και γίνει καθ΄ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή τους.
Από την εκτίμηση των ανωμοτί καταθέσεων του 3ου ενάγοντα, ………, (απόδειξης) και του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης, ………., (ανταπόδειξης), που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά, τις υπ΄αριθ. …. και ……., από 16.2.2017 και …….. ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων των εναγόντων, ……., …… και …….., οι οποίες συνετάγησαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης, (βλ. υπ΄αριθ. …… έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αθηνών Ε.Γ.) και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά, ακόμη και εάν δεν μνημονεύεται ειδικά, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι ενάγοντες κατήρτισαν με την εναγομένη συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου ως εξής: Ο πρώτος την από 2.1.2002 σύμβαση ως μηχανικός, ο δεύτερος την από 27.5.2002 σύμβαση ως τορναδόρος και ο τρίτος την από 12.1.1994 σύμβαση ως εφαρμοστής, για εργασία πενθήμερη επί 8 ώρες ημερησίως, παρεχόμενη στην επιχείρηση της εναγομένης στον ……….., έναντι μισθού, μηνιαίου για τον πρώτο, ποσού 1.610,96 €, και ημερομισθίου για το δεύτερο και για τον τρίτο ποσών 57,69 € και 81,35 € αντίστοιχα. Η εργασιακή του σχέση από την πλευρά της εναγομένης εξελίχθηκε ομαλά καθόσον ήταν συνεπής ως προς την υποχρέωση καταβολής των δεδουλευμένων τους, πλην όμως από τον Ιούνιο 2015, άρχισε να καταβάλλει τμηματικά τις αποδοχές των εναγόντων ενώ από το Σεπτέμβριο του 2015, καθυστερούσε σημαντικά την καταβολή των δεδουλευμένων, με αποτέλεσμα μέχρι τον Ιανουάριο του 2016 να τους οφείλει τις δεδουλευμένες αποδοχές για το διάστημα από Σεπτέμβριο 2015 έως και 12.1.2016. Η καθυστέρηση στην καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών των εναγόντων ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης ρευστότητας της εναγομένης οφειλόμενης κυρίως στον έλεγχο διακίνησης κεφαλαίων και στην έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, καθώς και στη μείωση της εμπορικής κίνησης, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι στο παρελθόν είχε δημιουργηθεί τέτοιο πρόβλημα. Επίσης, εξαιτίας της κατάστασης αυτής καθυστερούσε να τους καταβάλει και μέρος των αποδοχών άδειας 2015 δηλαδή 5 ημερών για τον πρώτο, 9 ημερών για το δεύτερο και 6 ημερών για τον τρίτο ενάγοντα. Ενόψει της κατάστασης αυτής, οι ενάγοντες προέβησαν με εξώδικη δήλωση σε επίσχεση εργασίας, κοινοποιηθείσας τόσο στην εναγόμενη όσο και στην Επιθεώρηση Εργασίας Νίκαιας Αγίου Ιωάννη Ρέντη, (βλ. υπ΄αριθ. …… και ….. εκθέσεις επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών Π. Γ. ), η οποία συνεχίστηκε μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Στη συνέχεια, η εναγόμενη με καλή πίστη κατέβαλε στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εναγόντων, στις 11.2. 2016, τις δεδουλευμένες αποδοχές των εναγόντων των μηνών Σεπτεμβρίου 2015 και Οκτωβρίου 2015. Παράλληλα με την από 16.2.2016 εξώδικη απάντησή της, το μεν τους δήλωσε ότι η καθυστέρηση καταβολής δεν οφειλόταν σε κακοπιστία ή κακοβουλία αλλά σε πραγματική και ανυπαίτια αδυναμία της λόγω της τρέχουσας οικονομικής συγκυρίας, γεγονότα που καθιστούν την επίσχεση εργασίας καταχρηστική, το δε τους κάλεσε να αποδεχθούν την εξόφληση του υπολοίπου των προς αυτούς οφειλών, σε τέσσερις ισόποσες μηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από 29.2.2016, καθώς και να επιστρέψουν στην εργασία τους. Όμως οι ενάγοντες, με τη νέα από 23.2.2016 εξώδικη απάντηση τους, δήλωσαν στην εναγόμενη, ότι δεν θα παύσουν την ως άνω επίσχεση εργασίας, καθώς διατηρούν επιπλέον εναντίον της και τις εξής αξιώσεις, τις οποίες δεν είχαν συμπεριλάβει στην αρχική δήλωσή τους : Ο πρώτος, για το συνολικό ποσό των 15.727 € που αντιστοιχεί σε α) εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου κατά το χρονικό διάστημα από 1. 11. 2011 έως και 31.7.2012, β) παράνομη υπερωριακή απασχόληση και γ) μία διανυκτέρευση εκτός έδρας στην Πολωνία μαζί με υπερεργασία και παράνομη υπερωρία, ο δεύτερος, για το συνολικό ποσό των 23.923 € που αντιστοιχεί σε α) εργασία κατά την ημέρα του Σαββάτου κατά το χρονικό διάστημα από 19.3.2011 έως και 5.7.2014, β) εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής επί έξι Κυριακές για το χρονικό διάστημα από 20.3.2011 έως και 28.4.2013, γ) 85 διανυκτερεύσεις εκτός έδρας, δ) υπερεργασία και παράνομη υπερωρία από 23.2.2011 έως και 23.12.2014 και ο τρίτος, για το συνολικό ποσό των 33.754 €, που αντιστοιχεί σε α) η εργασία την ημέρα του Σαββάτου για το χρονικό διάστημα από 19.3.2011 έως και 5.7.2014, β) εργασία κατά την ημέρα της Κυριακής επί 7 Κυριακές, για το χρονικό διάστημα από 20.3.2011 έως και 28.4.2013, γ) 105 διανυκτερεύσεις εκτός έδρας, και δ) υπερεργασία και παράνομη υπερωρία για το χρονικό διάστημα από 23.2.2011 έως και 23.12.2015. Η εναγομένη απέκρουσε την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης των εναγόντων, ισχυριζόμενη ότι αυτή είναι καταχρηστική, εν όψει της συνέπειάς της στην καταβολή των δεδουλευμένων των εναγόντων από την έναρξη της εργασιακής σχέσης του καθενός, σε συνδυασμό με την ανυπαίτια και συγκυριακή καθυστέρηση των οφειλομένων που αναφέρονται στην από 12.1.2016 εξώδικη δήλωσή τους περί επίσχεσης, μέρος των οποίων κατέβαλε το μήνα Φεβρουάριο 2016, με πρόταση σταδιακής αποπληρωμής και των υπολοίπων και χωρίς, μέχρι τη στιγμή εκείνη να έχουν εγείρει αξιώσεις για τα ισχυριζόμενα ως οφειλόμενα στην από 23.2.2016 δεύτερη εξώδικη δήλωση – απάντησή τους. Αποδεικνύεται περαιτέρω, ότι από το έτος 2009 διαφαινόταν εξελικτική μείωση των ετήσιων εσόδων της εναγομένης, ενώ από το 2011 παρουσίαζε ζημίες, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους ισολογισμούς. Όπως κατέθεσε ο 3ος ενάγων, τo Δεκέμβριο 2015, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης κάλεσε τους ενάγοντες και τους εξήγησε ότι λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, θα κατέβαλε τους μισθούς των μηνών Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου, καθώς και το επίδομα εορτής Χριστουγέννων μετά τα Χριστούγεννα. Πράγματι, τις επόμενες ημέρες, καταβλήθηκε το επίδομα εορτής Χριστουγέννων, ενώ οι μισθοί των ανωτέρω μηνών καταβλήθηκαν το μήνα Φεβρουάριο, μετά την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης, όπως προαναφέρθηκε, ενώ κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής οφειλόταν ακόμη ένας και μισός μισθός και τα επιδόματα αδείας. Από δε τις αρχές του έτους 2010, απολύθηκαν τουλάχιστον 5 – 10 εργαζόμενοι, (βλ. καταθέσεις 3ου ενάγοντα και νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης), από τους 35 συνολικά, ενώ στο μηχανολογικό κατασκευαστικό τμήμα παρέμειναν 4 άτομα, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, στα πλαίσια της προσπάθειας διατήρησης της λειτουργίας της επιχείρησης με το απολύτως αναγκαίο προσωπικό, ώστε να διανυθεί η δυσμενής οικονομική συγκυρία. Έτσι, η έλλειψη υπαιτιότητας της εναγομένης σε σχέση με την καθυστέρηση στην καταβολή των οφειλομένων στους ενάγοντες ήταν γνωστή στους τελευταίους καθόσον η εναγόμενη ήταν αξιόπιστη απέναντί τους μέχρι τότε, στη συγκεκριμένη δε χρονική στιγμή είχε περιέλθει σε δυσχερή οικονομική κατάσταση λόγω έλλειψης ρευστότητας, γεγονός που τους εξέθεσε ο νόμιμος εκπρόσωπός της, ήτοι τους γνωστοποίησε την πρόθεση σταδιακής αποπληρωμής και την αδυναμία να ικανοποιήσει άμεσα τις απαιτήσεις τους, ανεξαρτήτως της απρόσφορης άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης εκ μέρους τους. Ήταν δε πρόσφορη η προσπάθεια της εναγομένης να διατηρήσει τη λειτουργία της επιχείρησης χωρίς να αναγκαστεί να απολύσει τους ενάγοντες και το υπόλοιπο απολύτως αναγκαίο προσωπικό, αντιμετωπίζοντας τη δυσμενή συγκυρία με τις αναγκαίες ενέργειες ώστε να ανακάμψει και να μη χρειαστεί ν΄απολυθούν οι ενάγοντες. Σημειωτέον, ότι η εκ περιτροπής εργασία ή η μερική απασχόληση δεν αποτελούν στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελεσματικούς τρόπους λειτουργίας των συμβάσεων των εναγόντων λόγω της ιδιαιτερότητας των ειδικοτήτων τους και της αναγκαιότητας πλήρους απασχόλησής τους, ήτοι του μεν 1ου ενάγοντος ως σχεδιαστή εξαρτημάτων και μηχανημάτων και μελετητή της λειτουργίας τους, του 2ου ως τορναδόρου και εφαρμοστή, εκπαιδευμένου από την εναγομένη στο χειρισμό συγκεκριμένων μηχανημάτων που αγόρασε αυτή, του δε 3ου εργοδηγού και επικεφαλής του μηχανουργείου, με αποφασιστικές αρμοδιότητες. Ο ίδιος ο 3ος εναγόμενος, εξεταζόμενος ανωμοτί στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατέθεσε ότι «…μείναμε 4 άτομα στο κατασκευαστικό τμήμα, δηλαδή εγώ και ο ……….. είμασταν μηχανουργοί, ο ……… στο γραφείο μηχανολόγος σχεδιαστής και υπήρχε και άλλος ένας ηλεκτρολόγος, ήμασταν 4 άτομα στις κατασκευές και επισκευές και ό,τι προκύψει…». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι λόγω του επιχειρηματικού αντικειμένου της εναγομένης, (κατασκευές μηχανημάτων, εξοπλισμούς σε βιομηχανίες εντασσόμενες σε χρηματοδοτικά προγράμματα, βλ. κατάθεση νομίμου εκπροσώπου εναγομένης στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης), η λειτουργία της επιχείρησης εξαρτάτο από την παραμονή των εναγόντων. Περαιτέρω, ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής κατέθεσε στην πρωτοβάθμια δίκη ότι κάλυπτε τις εμφανισθείσες από το 2009 ζημίες με κεφάλαια από προηγούμενες κερδοφορίες, οπότε, σε συνδυασμό με τις αναγκαίες επιχειρηματικές κινήσεις της μείωσης του μη αναγκαίου προσωπικού και της διατήρησης του αναγκαίου αριθμού εργαζομένων ώστε ν΄ανταπεξέλθει στις ανειλημμένες επαγγελματικές υποχρεώσεις. Σημειωτέον ότι, όπως προαναφέρθηκε, οι τελευταίοι εργάζονταν στην εναγομένη για χρονικό διάστημα άνω της δεκαπενταετίας και η εναγομένη συνομολογεί τις δεξιότητες και τον επαγγελματισμό τους. Για το λόγο αυτό, ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης, επιθυμώντας την παραμονή των εναγόντων και την τακτοποίηση των έναντι αυτών εκκρεμοτήτων, τους κάλεσε και τους εξέθεσε την σταδιακή αποπληρωμή των οφειλομένων, ενώ στην εξώδικη απάντηση στη δήλωση επίσχεσης εκ μέρους τους, ως άνω, τους πρότεινε χρονοδιάγραμμα σταδιακής αποπληρωμής. Η δε η καθυστέρηση της καταβολής των οφειλομένων στους ενάγοντες δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αξιόλογη, δεδομένου ότι αφ΄ενός μεν ο νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης τους πρότεινε τη σταδιακή αποπληρωμή τους που οι ενάγοντες δεν δέχτηκαν, αφ΄ετέρου δε, κατέβαλε το επίδομα εορτής Χριστουγέννων και στις 11.2.2016 τους κατέβαλε μέρος των οφειλομένων ως άνω, καλώντας τους ταυτόχρονα να επιστρέψουν στην εργασία τους και να δεχτούν τη σταδιακή αποπληρωμή τους, όπως προαναφέρθηκε, πράγμα που οι ενάγοντες όχι μόνον δεν δέχτηκαν αλλά προέβαλαν και επιπλέον αξιώσεις. Σημειωτέον ότι ο 2ος ενάγων διατηρούσε από το έτος 2007 δικό του μηχανουργείο. Επομένως, η επίσχεση ασκήθηκε καταχρηστικά εκ μέρους των εναγόντων, ήτοι κατά παράβαση των προϋποθέσεων του άρθρου 281 ΑΚ, καθώς, αυτοί γνώριζαν ότι μέχρι τότε η εναγομένη ήταν απολύτως συνεπής στις οικονομικές υποχρεώσεις της απεναντί τους, ενώ η ανακύψασα καθυστέρηση των δεδουλευμένων οφειλόταν σε ακούσια και ανυπαίτια αδυναμία της εναγομένης, ότι η τελευταία έκανε προσπάθειες να παραμείνουν οι ενάγοντες στην απασχόλησή τους, καθώς και ότι η επίσχεση εργασίας την οποία άσκησαν, δεν επρόκειτο να αποδώσει άμεσο αποτέλεσμα, αφού, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, μόνο σε σταδιακή αποπληρωμή μπορούσε να προβεί η εναγομένη και παρά ταύτα ενήργησαν καθ΄υπερβαση των ορίων της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματός τους. Περαιτέρω, η καθυστέρηση καταβολής των οφειλομένων δεν συνιστά στην προκειμένη περίπτωση βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, ούτε αποδείχτηκε ότι η μη καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών από το μήνα Νοέμβριο έγινε επίτηδες ώστε ν΄αποχωρήσουν. Έτσι, οι ενάγοντες περιήλθαν σε υπερημερία έναντι της εναγομένης ως προς την προσφορά της εργασίας τους και δη για το χρονικό διάστημα από 13.1.2016, (επομένη της επίσχεσης) και μέχρι την 23.5.2016 και δεν εδικαιούντο μισθούς υπερημερίας και επίδομα εορτής Πάσχα 2016, απορριπτομένων των σχετικών κονδυλίων της αγωγής ως ουσιαστικά αβασίμων. Το ίδιο ισχύει και για τα κονδύλια αμοιβής υπερεργασίας και παράνομης υπερωριακής απασχόλησης εργασίας κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, εκτός από όσα αναφέρονται παρακάτω, και συνακόλουθα της αποζημίωσης λόγω στέρησης εβδομαδιαίας ανάπαυσης μετά την απόρριψη του κονδυλίου περί εργασίας της Κυριακής. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι από το 2010 λόγω της ύφεσης στον κλάδο των τεχνικών κατασκευών και των ιδιωτικών έργων στον οποίο η εναγόμενη δραστηριοποιείται το αντικείμενο των εργασιών της περιορίστηκε τόσο, ώστε να μην υφίσταται ανάγκη εργασίας πέραν του νομίμου ωραρίου. Ειδικά ως προς τον δεύτερο όπως προαναφέρθηκε διατηρούσε το δικό του μηχανουργείο και επομένως δεν μπορούσε να απασχολείται πέραν του νομίμου ωραρίου. Έτσι και οι λοιποί ενάγοντες, η εργασία καθενός των οποίων ήταν αναγκαία για την εργασία των άλλων, λόγω των ειδικοτήτων τους δεν μπορούσα να απασχολούνται πέραν του νομίμου ωραρίου. Άλλωστε οι ίδιοι οι ενάγοντες, δεν συμπεριέλαβαν τις σχετικές αξιώσεις τους στην από 12.1.2016 δήλωση επίσχεσης εργασίας και δη με τρόπο ειδικό και ορισμένο, όπως έκαναν με τις προαναφερθείσες αξιώσεις σύμφωνα με το περιεχόμενο της δήλωσης επίσχεσης, αλλά μόνο μετά την πρόσκληση της εναγομένης να παραμείνουν στην εργασία τους, απάντησαν αξιώνοντας περαιτέρω ποσά. Ενόψει των ανωτέρω, απορριπτέα τυγχάνει και το κονδύλιο περί αποζημίωσης απόλυσης λόγω μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι εντός του νομίμου ωραρίου οι 2ος και 3ος ενάγοντες παρείχαν εργασία εκτός έδρας και συνεπώς για το χρονικό διάστημα από 1.12.2015 έως και 12.1.2016, δικαιούται μέρος αποδοχών άδειας 2015 και αποζημίωση για εκτός έδρας απασχόληση. Ειδικότερα, οι 2ος και 3ος ενάγοντες, των οποίων το αντικείμενο εργασίας ήταν στενά συνδεδεμένο, ταξίδευαν μαζί εκτός έδρας της εναγομένης για να εγκαταστήσουν και να δοκιμάσουν μηχανήματα πελατών της τελευταίας πραγματοποιώντας 42 διανυκτερεύσεις εκτός έδρας, ήτοι 25 έως 26.1.2012 στη Λακωνία, 23 – 29.8. 2012 στα Ιωάννινα, 5 – 7.9.2012 στα Ιωάννινα, 1 – 5.10.2012 στα Ιωάννινα, 27 – 28.11.2012 στα Ιωάννινα, 16 – 22.12. 2012 στα Ιωάννινα, 23 – 25.1.2013 στα Ιωάννινα, 12 – 15.2.2013 στα Ιωάννινα,28 – 30.4.2013 στα Ιωάννινα, 17 – 19.9.2013 στα Ιωάννινα και 14.11.2013 στη Θεσσαλονίκη. Δικαιούνται επομένως να λάβουν από την εναγομένη : 1) ο 1ος ενάγων, για δεδουλευμένες αποδοχές από 1.12.2015 – 12.1.2016 το ποσό των 2.303,67 €, (1.610,96 € Χ 1,43 μήνες) και για οφειλόμενο μέρος αποδοχών άδειας 2015, το ποσό των 322,2 €, (1.610,96 € : 25 = 64,44 Χ 5 ημερομίσθια), θα του επιδικαστεί όμως το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 273 ευρώ. 2) Ο 2ος ενάγων, για δεδουλευμένες αποδοχές από 1.12.2015 έως 12.1.2016, το ποσό των 2.062,42 €, (57,69 € Χ 25 ημέρες = 1.442,25 € Χ 1,43 μήνες), για οφειλόμενο μέρος αποδοχών άδειας 2015 το ποσό των 519,21 €, (57,69 € Χ 9 ημέρες), θα του επιδικαστεί όμως το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 462 ευρώ και για αποζημίωση εκτός έδρας εργασίας, πλην εξόδων τροφής και κατοικίας που του παρέχονταν από την εναγομένη, το ποσό των 540,54 €, (51,5 € με βάση την από 16.10.2010 ΣΣΕ “για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργατοτεχνιτών και υπαλλήλων μετάλλου όλων των μεταλλουργικών επιχειρήσεων όλης της χώρας”, ήτοι 39,68 + 7,14 επίδομα τριετιών + 4,68 επίδομα γάμου Χ 1/4 λόγω παροχής τροφής και κατοικίας = 12,87 Χ 42 = 540,54 € και για την εργασία του επί 2 Σάββατα εκτός έδρας, (25.8.2012 και 22.12.2012), το ποσό των 150 ευρώ, (57,69 ημερομίσθιο + 30% προσαύξηση ίσον 75 ευρώ Χ 2 Σάββατα) και για την εργασία του επί τρεις Κυριακές εκτός έδρας, (26.8.2012, 16.12.2012 και 28.4.2013) με προσαύξηση 75% επί του νόμιμου ημερομισθίου, το ποσό των 89,28 €, (3 Κυριακές Χ 29,76 €) και για αποζημίωση για στέρηση εβδομαδιαίας ανάπαυσης για την Κυριακή τις 16.12.2012 για την οποία και μόνο Αποδείχθηκε ότι δεν έλαβε αναπληρωματική εβδομαδιαία ανάπαυση, το ποσό των 39,68 €, (1/25 του νομίμου μισθού με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού). 3) Ο 3ος ενάγων, για δεδουλευμένες αποδοχές από 1.12.2015 – 12.1.2016 το ποσό των 2.908,26 €, (81,35 χ 25 ημέρες χ 1,43 μήνες), για μέρος αποδοχών άδειας 2015, το ποσό των 488,1 €, (81,35 € Χ 6 ημέρες), αλλά θα του επιδικαστεί το αιτούμενο με την αγωγή ποσό των 408 €, για αποζημίωση εκτός έδρας εργασίας χωρίς έξοδα τροφής και κατοικίας στα οποία του παρείχε η εναγόμενη, το ποσό των 595,56 €, (56,74 € ημερομίσθιο, σύμφωνα με την ως άνω ΣΣΕ, ήτοι 39,68 € ημερομίσθιο + 11,9 επίδομα τριετιών + 5,16 επίδομα γάμου Χ 1/4 λόγω παροχής τροφής και κατοικίας = 14,18 Χ 42), για εργασία για δύο Σάββατα εκτός έδρας, (25.8.2012 και 22.12.2012) το ποσό των 211,5 €, (81,35 καταβαλλόμενο ημερομίσθιο συν 30% προσαύξηση), για εργασία για 3 Κυριακές εκτός έδρας, (26.8.2012, 16.12.2012 και 28.4.2013), το ποσό των 89,28 €, (39,68 € νομιμο ημερομίσθιο + 75% προσαύξηση από 29,76 Χ 3 Κυριακές) και για αποζημίωση λόγω στέρησης εβδομαδιαίας ανάπαυσης την Κυριακή 16.12.2012 το ποσό των 39 και 68 ευρώ (1/25 του νομίμου μισθού). Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε βάσιμη η ένσταση που υπέβαλλε επικουρικά η εναγόμενη περί συμψηφισμού των ένδικων αξιώσεων των εναγόντων με το ποσό των 2 εκατομμυρίων ευρώ, στο οποίο ισχυρίζεται ότι ανέρχεται η ζημιά που υπέστη και πού δολίως προκάλεσαν οι ενάγοντες κατά την εκτέλεση της εργασίας τους και αφορά την υφαρπαγή σχεδίων μηχανημάτων και την καταστροφή των ηλεκτρονικών αρχείων του λογιστηρίου αυτής.
Ενόψει των ανωτέρω η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσία αβάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει 1) στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 2.506,67 €, (= 2.303,67 + 273), 2) στο δεύτερο ενάγοντα, το συνολικό ποσό των 2.803,38€, (= 2.062,42 + 462 + 150 + 89,28 +39,68) και στον τρίτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 3.656,72 €, (2.908,26 + 408 + 211,5 + 89,28 + 39,68), καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει επιπλέον στο δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 540,54 € και στον τρίτο ενάγοντα το ποσό των 595,56 €, και δη νομιμοτόκως για τους δεδουλευμένους μισθούς από την παρέλευση της τελευταίας μέρας κάθε μήνα εντός του οποίου οι ενάγοντες παρείχαν την εργασία τους, για την αμοιβή παροχής εργασίας κατά την ημέρα του Σαββάτου και κατά την ημέρα της Κυριακής, για την αποζημίωση λόγω μη παροχής αναπληρωματικής ημέρας ανάπαυσης και για την αποζημίωση για εκτός έδρας εργασία, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, για δε τις αποδοχές αδείας 2015 από την επομένη της 31.12.2015. Όσα δε επιπλέον ισχυρίζονται οι ενάγοντες – εκκαλούντες ότι τους οφείλονται από την εναγομένη, πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε τα ίδια, έστω και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, η οποία παραδεκτά συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ορθώς τον νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Μη υπάρχοντος δε άλλου λόγου έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη από 15.5.2017 έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος των εναγόντων – εκκαλούντων, λόγω της ήττας τους, κατά το μέρος μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, (178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικαζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την από 15.5.2017, (υπ΄αριθ. κατάθ. …………..), έφεση.
Απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων, μέρος της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150 €) για τον πρώτο εκκαλούντα, στο ποσό των διακοσίων ευρώ (200 €) για το δεύτερο εκκαλούντα και στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250 €) για τον τρίτο εκκαλούντα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ