Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 222/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Αμοιβή Δικηγόρου. Για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου της αμοιβής του δικηγόρου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική αξία, την οποία έχει το αντικείμενο της αγωγής κατά το χρόνο της άσκησής της ή, εάν επακολουθήσει συζήτηση αυτής, κατά το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζήτησής της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και όχι κατά το χρόνο της παροχής της σχετικής υπηρεσίας από το δικηγόρο.

Αριθμός     222/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου και από τη Γραμματέα την Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ: 1)…………. η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 2) …………., η οποία  εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Σουρρή και 3) …………., η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ……………, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ) και δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της Αθανασίας Βασιλοπούλου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ).

Η εφεσίβλητη – ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά των εκκαλουσών – εναγομένων, την από 18-1-2018 (υπ’ αριθ. …………./22-01-2018 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή της. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1906/2019 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Στη συνέχεια, οι εκκαλούσες – εναγόμενες με την από 1-7-2019 (υπ’ αριθ. ………../1-7-2019 έκθεσης κατάθεσης) έφεσή τους προσέβαλαν την προαναφερθείσα πρωτόδικη απόφαση. Η ανωτέρω έφεση, με την από 2-7-2019 πράξη περί ορισμού δικασίμου, προσδιορίστηκε να δικαστεί στην αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δεύτερης εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η εφεσίβλητη, καθώς και η πληρεξούσια δικηγόρος της, που δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο του δικαστηρίου αλλά υπέβαλλαν την ανωτέρω δήλωση τους (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ),εξέθεσαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο άρθρο 524 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015) ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται …». Επομένως, στην περίπτωση της ερημοδικίας του εκκαλούντος, το δικαστήριο οφείλει να ερευνήσει αν επισπεύδει τη συζήτηση ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και εφόσον την επισπεύδει ο τελευταίος, αν ο εκκαλών κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία συζητήθηκε η έφεσή του, σε περίπτωση δε που αυτά βεβαιωθούν, οφείλει να απορρίψει την ασκηθείσα έφεση, χωρίς άλλη έρευνα, κατ’ εφαρμογήν των προαναφερθεισών διατάξεων. Μάλιστα, η ως άνω απόρριψη της εφέσεως θεωρείται ότι γίνεται κατ’ ουσίαν και όχι για τυπικό λόγο (βλ. ΑΠ 651/2012 ΝοΒ 2012 2393, ΑΠ 280/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 361/2011 ΝοΒ 2011 1572, Κ. Παναγόπουλο σε «Η ΕΦΕΣΗ» επιμ. Κ. Οικονόμου σελ. 228 – 230 αρ. 29 – 31).Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 143 παρ. 3 του ΚΠολΔ η επίδοση της κλήσης για τη συζήτηση του ένδικου μέσου της έφεσης μπορεί να γίνει και σε όποιον το έχει υπογράψει ως πληρεξούσιος, δηλαδή και στον δικηγόρο που έχει υπογράψει το σχετικό δικόγραφο (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη «Η έφεση» σελ. 13 αρ. 56).

Στην προκείμενη περίπτωση, κατά τη συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1906/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 5, 622Α του ΚΠολΔ), επί της από 18-1-2018 (υπ’ αριθ. ………/22-1-2018 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, η πρώτη και η τρίτη των εκκαλουσών (………. και ……….) δεν εκπροσωπήθηκαν κατά την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατά την οποίαν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Επίσης, από την υπ’ αριθ. …………/3-7-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ………, που προσκομίζει η εφεσίβλητη, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης εφέσεως, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση, για την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στην υπογράφουσα το δικόγραφό της δικηγόρο Ζαφειρία Μπλαζάκη και για λογαριασμό της πρώτης και της τρίτης των εκκαλουσών, με επιμέλεια της εφεσίβλητης (άρθρο 143 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Έτσι, συνάγεται ότι τη συζήτηση της κρινόμενης εφέσεως επισπεύδει η εφεσίβλητη. Κατά συνέπεια, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, κατά την τελευταία δικάσιμο και κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, η πρώτη και η τρίτη των εκκαλουσών δεν παραστάθηκαν, ούτε εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο, πρέπει, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, αυτές να δικασθούν ερήμην και να απορριφθεί η έφεση ως προς αυτές, χωρίς περαιτέρω έρευνά της (άρθρο 524 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015). Επίσης, πρέπει να καταδικασθούν η πρώτη και η τρίτη των εκκαλουσών στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ως διάδικοι που ηττήθηκαν κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 183, 176, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ) και να καθορισθεί το παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.

Περαιτέρω, η κρινόμενη έφεση, όσον αφορά στη δεύτερη των εκκαλουσών, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στη δεύτερη εκκαλούσα στις 7-6-2019 (βλ. την υπ’ αριθ. ……/7-6-2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………) και η έφεση κατατέθηκε την 1-7-2019 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./01-07-2019 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, δεδομένου του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση, όσον αφορά στη δεύτερη των εκκαλουσών (………….), να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), ενόψει και του ότι δεν συντρέχει περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ των εκκαλουσών (άρθρο 76 του ΚΠολΔ).

Με την προαναφερθείσα αγωγή της, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη εξέθεσε ότι οι εναγόμενες και ήδη εκκαλούσες ανέθεσαν σε αυτήν (αρχικά, κατά το έτος 2005, με προφορική  εντολή, εν συνεχεία, στις 19-7-2006 και 25-2-2010, και με έγγραφη εντολή), ως δικηγόρο, να προβεί σε έλεγχο τίτλων κυριότητας, στο αρμόδιο υποθηκοφυλακείο, καθώς και να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή κυριότητας κατά των ………., και  ……….. καθώς και των ειδικών ή καθολικών διαδόχων αυτών, με σκοπό να αναγνωριστεί έναντι αυτών, το ποσοστό συγκυριότητας τους, δηλαδή ποσοστό 50%,επί του οικοπέδου, το οποίο βρίσκεται στην περιοχή του Διόνυσου Αττικής, και να τις εκπροσωπήσει στη σχετική δίκη ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου, σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Επίσης, ότι, στο σχετικό ιδιωτικό συμφωνητικό (εργολαβικό δίκης), το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ τους, ορίσθηκε ότι αυτές (εναγόμενες) όφειλαν να προκαταβάλουν μέρος των εξόδων και της αμοιβής της (ενάγουσας), ανά βαθμό δικαιοδοσίας, και σε περίπτωση θετικής έκβασης της υπόθεσης, να καταβάλουν σε αυτήν το χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 10% επί της εμπορικής αξίας του ανωτέρω ακινήτου, και συγκεκριμένα της αναλογούσας στο ως άνω ιδανικό μερίδιο τους, η οποία ανερχόταν κατά το χρόνο κατάρτισης του ανωτέρω μεταξύ τους συμφωνητικού στο ποσό των 500.000 ευρώ. Ακόμη, ότι, αν και αυτή (ενάγουσα) διεκπεραίωσε επιτυχώς την ως άνω εντολή σχετικώς με την εν λόγω υπόθεση, εκπροσωπώντας αυτές (εναγόμενες), σε αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, αλλά και ενώπιον του Αρείου Πάγου, διενεργώντας όλες τις αναλυτικώς αναφερόμενες στην αγωγή δικαστικές πράξεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την υπέρ των εντολέων της (εναγομένων) έκβαση της υπόθεσης, οι τελευταίες δεν εκπλήρωσαν την ανωτέρω συμβατική τους υποχρέωση, ως προς την καταβολή της ως άνω συμφωνηθείσας αμοιβής της, αφού κατέβαλαν έναντι αυτής μόνον το ποσό των 6.084 ευρώ. Επιπλέον, ότι αυτή (ενάγουσα)άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον αυτών (εναγομένων), αγωγή με την οποία ζητούσε την ανωτέρω αμοιβή της (εκ ποσοστού 10% επί της ως εμπορικής αξίας του ιδανικού μεριδίου των εναγομένων), η οποία απορρίφθηκε με την υπ’αριθ. 4397/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι η σχετική έγγραφη συμφωνία της με τις εναγόμενες ήταν άκυρη, διότι δεν περιελάμβανε τον όρο ότι σε περίπτωση αποτυχίας η ίδια δεν θα λάμβανε κάποια αμοιβή. Τέλος, ότι, μετά την απόρριψη της προγενέστερης αγωγής της με την ανωτέρω απόφαση, η οποία επιδόθηκε σε αυτήν από τις εναγόμενες στις 19-1-2018 και αφού  παραιτήθηκε, με την παρούσα αγωγή της, από το δικαίωμα έφεσης εναντίον της, δικαιούται να λάβει, ελλείψει πλέον ειδικής συμφωνίας ως προς την αμοιβή της, σύμφωνα με τις αντίστοιχες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, που ίσχυε κατά τον χρόνο ανάθεσης σε αυτήν της εν λόγω εντολής (ν.δ. 3026/1954), την προβλεπόμενη από αυτές νόμιμη αμοιβή, που αφορά στη σύνταξη των δικογράφων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και του Εφετείου, σχετικών με την εν λόγω υπόθεση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, η οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, ανέρχεται συνολικά στο ποσό των 38.500ευρώ, έναντι του οποίου οι εναγόμενες της κατέβαλαν το ποσό των 6.084ευρώ και συνεπώς της οφείλουν ακόμη το ποσό των 32.416 ευρώ, πλέον του αναλογούντος Φ.Π.Α.(εκ ποσοστού 24%), ποσού 7.779,84 ευρώ, δηλαδή συνολικά το ποσό των 40.195,84 ευρώ. Επίσης, βάσει των προεκτεθέντων, η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, εις ολόκληρον εκάστη, να καταβάλουν σε αυτήν, για την εν λόγω αμοιβή της, το ως άνω ποσό των 40.195,84 ευρώ, μετά των νομίμων τόκων υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής έως και την εξόφληση. Με την εκκαλούμενη απόφαση, η ανωτέρω αγωγή έγινε δεκτή, ως ουσιαστικώς βάσιμη, και υποχρεώθηκαν οι εναγόμενες να καταβάλουν στην  ενάγουσα, εις ολόκληρον εκάστη, το ποσό των 40.195,84, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής έως την εξόφληση. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, παραπονείται η δεύτερη εκκαλούσα με την ως άνω κρινόμενη έφεση της, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή να απορριφθεί, κατά ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση αυτής από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η έκθεση δε στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, η προστασία του οποίου ζητείται και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, η οποία απορρέει από αυτά, είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διεξάγει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη και η αοριστία της αγωγής, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, ως αναγόμενη στην αφορώσα τη δημόσια τάξη προδικασία, με την έννοια της ποιοτικής αοριστίας (λήψη υπόψη πραγματικών περιστατικών που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, τα οποία δεν αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο αλλά σ’ αυτό γίνεται μόνο επίκληση των στοιχείων του νόμου) ή ποσοτικής αοριστίας (λήψη υπόψη πραγματικών περιστατικών που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χωρίς αυτά να εξειδικεύονται με πληρότητα), δεν μπορεί να θεραπευτεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1728/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 250/2011, ΕΕμπΔ 2011 591, ΑΠ 49/2011 ΕλλΔνη 2011 1594, ΑΠ 1042/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1042/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1611/2008 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, στο άρθρο 91 παρ. 1 του ν.δ. 3064/54«Περί του Κώδικος των Δικηγόρων»,που έχει εν προκειμένω εφαρμογή ως εκ του χρόνου κατάρτισης της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης εντολής και του χρόνου εκτέλεσης αυτής (βλ. ΑΠ 441/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσΜον 1994/2017 ΝΟΜΟΣ), ορίζεται ότι «Ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει παρά του εντολέως αυτού, πλην της δαπάνης, δικαστηριακής ή άλλης, την οποίαν εξ ιδίων κατέβαλε, και αμοιβήν δια πάσαν εργασίαν αυτού δικαστικήν ή εξώδικον». Επίσης, στο άρθρο 92 παρ. 1 του ιδίου ως άνω Κώδικα ορίζεται ότι «Τα της αμοιβής του δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού ή του αντιπροσώπου, περιλαμβάνουσαν είτε την όλην διεξαγωγήν της δίκης είτε μέρος ή κατ’ ιδίαν πράξεις αυτής ή άλλης πάσης φύσεως νομικάς εργασίας, εν ουδεμιά όμως περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθρω 98 και επόμενα ελαχίστων ορίων αυτής …». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου κανονίζεται με συμφωνία αυτού και του εντολέως του, η οποία μπορεί να αφορά μία μόνον κατ’ ιδίαν πράξη ή το σύνολο των πράξεων που αφορούν συγκεκριμένη υπόθεση. Επίσης, σε περίπτωση που δεν καταρτίστηκε συμφωνία για την αμοιβή, ο δικηγόρος δικαιούται ως αμοιβή τα ελάχιστα όρια αυτής, που ορίζονται από τα άρθρα 98 και επ. του Κώδικα περί Δικηγόρων. Τέλος, για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ο δικηγόρος ζητεί την επιδίκαση της αμοιβής που συμφωνήθηκε με τον εντολέα του για δικαστικές ή εξώδικες ενέργειες, συναφείς με το δικηγορικό επάγγελμα, μετά την εκτέλεση τούτων, αρκεί στο δικόγραφο αυτής να μνημονεύονται: α) η συμφωνία περί εντολής και το ύψος της αμοιβής και β) η εκτέλεση της εντολής αυτής με την ενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υποθέσεως δικαστικών και εξώδικων πράξεων(βλ. ΑΠ 1338/2018 ΧρΙΔ 2019 414, ΑΠ 556/2009 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, η δεύτερη εκκαλούσα, με την έφεσή της, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της ανωτέρω αγωγής επικαλούμενη ότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο αυτής το πότε ακριβώς και για ποια αιτία καταβλήθηκε από τις εκκαλούσες στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό των 6.084ευρώ, και εάν αυτό καταβλήθηκε άπαξ ή με τμηματικές καταβολές. Επίσης, ότι δεν αναφέρεται στην αγωγή εάν το ανωτέρω ποσό έχει επιβαρυνθεί ή όχι με Φ.Π.Α. ή αν είναι καθαρό ποσό. Ωστόσο, από την επισκόπηση του δικογράφου της ανωτέρω αγωγής, προκύπτει ότι αυτή είναι ορισμένη, καθώς, αναφέρονται σε αυτήν, τα απαραίτητα στοιχεία της, που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των νομικών διατάξεων, στις οποίες θεμελιώνεται το ασκούμενο με την αγωγή αυτή δικαίωμα, δηλαδή η μεταξύ των διαδίκων συναφθείσα συμφωνία περί της σχετικής εντολής και το ύψος της αμοιβής της ενάγουσας – εφεσίβλητης, καθώς και η εκτέλεση της εντολής αυτής με την ενέργεια των αναγκαίων για τη διεκπεραίωση της ανατεθείσας υποθέσεως δικαστικών και εξώδικων πράξεων, οι οποίες αναλυτικώς εκτίθενται σ’ αυτήν (αγωγή), χωρίς να είναι αναγκαία, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), η αναφορά επιπλέον στοιχείων για το ορισμένο αυτής, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η δεύτερη εκκαλούσα -εναγομένη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η ανωτέρω αγωγή είναι  ορισμένη, ορθώς το νόμο εφάρμοσε, κατά συνέπεια, ο αντίστοιχος λόγος της εφέσεως (1ος) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

II. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 91, 92 παρ.1, 98 και 100 παρ.1 του Κώδικα Περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), (που, όπως προαναφέρθηκε εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση), συνάγεται ότι ο δικηγόρος, ως άμισθος δημόσιος λειτουργός που καθήκον έχει την αντιπροσώπευση και υπεράσπιση των υποθέσεων του εντολέα του ενώπιον κάθε δικαστηρίου και αρχής, δικαιούται να λάβει, εκτός από τη δικαστηριακή ή άλλη δαπάνη, και αμοιβή, το ύψος της οποίας, εάν ειδικώς δεν έχει συμφωνηθεί με τον εντολέα του, δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τα όρια που ορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 100 επ. του ίδιου Κώδικα. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 και 2 του Κώδικα αυτού, το ελάχιστο όριο της αμοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής. Εάν το αίτημα αυτής δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική απαίτηση, το ελάχιστο όριο αμοιβής καθορίζεται κατά τα άνω με βάση την πραγματική αξία του αντικειμένου της. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι για τον καθορισμό του ελάχιστου ορίου της αμοιβής του δικηγόρου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική αξία, την οποία έχει το αντικείμενο της αγωγής κατά το χρόνο της άσκησής της ή, εάν επακολουθήσει συζήτηση αυτής, κατά το χρόνο της πρώτης στο ακροατήριο συζήτησής της ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και όχι κατά το χρόνο της παροχής της σχετικής υπηρεσίας από το δικηγόρο. Και τούτο, διότι κατά το χρόνο αυτό διαμορφώνεται τελικά, σύμφωνα με το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, το αντικείμενο της αγωγής και συνεπώς οι προϋποθέσεις του προσδιορισμού της αξίας αυτού (βλ. ΑΠ 1264/2017,ΑΠ 122/2015,ΑΠ 16/2013 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 100, 103 και 107 παρ. 1 του ν.δ. 3026/1954 με το άρθρο 101 παρ. 1 αυτού, προκύπτει ότι όταν περισσότερες αγωγές, που ασκούνται με χωριστά δικόγραφα, έχουν την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αντικείμενο, δεν οφείλεται ιδιαίτερη σε ποσοστό αμοιβή στον δικηγόρο που συνέταξε αυτές και τις επ’ αυτών προτάσεις, αλλά οφείλεται μία μόνο αμοιβή, αφού πρόκειται στην ουσία για την ίδια εργασία (βλ. ΑΠ 1880/2005 ΕλλΔνη 2006 786, ΑΠ 363/1980 ΝοΒ 1980 1739, ΕφΑθ 7226/2000 ΕλλΔνη 2003 212, ΕφΘεσ 2222/2000 Αρμ 20001527).

ΙΙΙ.Κατά το άρθρο 416 του ΑΚ, η απόσβεση της ενοχής επέρχεται με καταβολή. Ο οφειλέτης, εναγόμενος προς πληρωμή ορισμένου χρέους και ισχυριζόμενος απόσβεση αυτού (έστω κατά ένα μέρος) με καταβολή, αρκεί να αποδείξει την καταβολή αυτή, χωρίς να είναι ανάγκη να αποδείξει και ότι η γενομένη καταβολή αφορά το επίδικο χρέος, γιατί τούτο εξυπακούεται, αφού μόνο σ’ αυτό αφορά η σχετική διαφορά. Ωστόσο, ο δανειστής δικαιούται, κατ’ αντένσταση, να ισχυρισθεί και να αποδείξει ότι η προβαλλόμενη καταβολή αφορά άλλο χρέος του οφειλέτη. Στην περίπτωση αυτή, ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει ότι η καταβολή έγινε προς εξόφληση του επιδίκου χρέους, είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε με μονομερή από αυτόν καθορισμό του εξοφλητέου χρέους, από τα περισσότερα χρέη, βάσει του άρθρου 422 εδ.α΄ του ΑΚ. Ειδικότερα, ενόψει και της διατάξεως του άρθρου 422 του ΑΚ, για τον τρόπο καταλογισμού των καταβολών του οφειλέτη σε περίπτωση που αυτός έχει περισσότερα χρέη, η οποία είναι ενδοτικού δικαίου, είναι επιτρεπτή αντίθετη συμφωνία των συμβαλλομένων είτε πριν από την καταβολή, είτε κατά, είτε μετά την καταβολή. Ειδικότερα, ο δανειστής δεν έχει ποτέ το δικαίωμα να ορίσει μονομερώς το χρέος που θα εξοφληθεί, ο οφειλέτης, όμως, μπορεί να συμφωνήσει, ρητά ή σιωπηρά, στον προσδιορισμό που προτείνει ο δανειστής, οπότε πλέον ο καταλογισμός δεν γίνεται με βάση το άρθρο 422 του ΑΚ, αλλά κατά τη συμφωνία των μερών (άρθρο 361 του ΑΚ). Έτσι, υπάρχει, συμπερασματικά συναγόμενη, (σιωπηρή) αποδοχή της πρότασης καταλογισμού του δανειστή από τον οφειλέτη, όταν ο τελευταίος δεν όρισε κατά την καταβολή κάτι σχετικό, ενώ ο δανειστής προσδιόρισε που θα καταλογισθεί το καταβαλλόμενο και ο οφειλέτης, χωρίς να φέρει αντίρρηση, προέβη στην καταβολή. Αν δεν υπάρχει συμφωνία των μερών ως προς τον τρόπο του καταλογισμού, ούτε ο οφειλέτης άσκησε το κατά το εδάφιο α΄ του άρθρου 422 του ΑΚ προσδιοριστικό του δικαίωμα, το οποίο είναι δεσμευτικό έναντι του δανειστή, η παροχή καταλογίζεται βάσει των αναφερόμενων στο εδάφιο β΄ του ίδιου άρθρου (422 ΑΚ) κριτήρια (βλ. ΑΠ 234/2014, ΑΠ 1563/2011 ΕπισκΕμπΔ 2012 343, ΑΠ 1522/2011 ΕΠολΔ 2012 330, ΑΠ 1977/2009 ΝΟΜΟΣ).

IV. Στο άρθρο 288του ΑΚ ορίζεται ότι «Ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη». Η ανωτέρω αρχή είναι εφαρμοστέα επί της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων, τόσο του οφειλέτη όσο και του δανειστή, των απορρεουσών από οποιαδήποτε έγκυρη ενοχική σχέση, όταν δεν προβλέπεται από το νόμο άλλη προστασία των προσώπων αυτής, κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους, ή δεν συντρέχουν οι για την τυχόν προβλεπόμενη προστασία αυτή, απαιτούμενες ειδικές προϋποθέσεις. Η ως άνω αρχή λειτουργεί τόσον ως συμπληρωματική των δικαιοπρακτικών βουλήσεων ρήτρα, όσο και ως διορθωτική αυτών, κατά τις περιπτώσεις εκείνες, που ένεκα συνδρομής ειδικών συνθηκών μεταβλήθηκαν οι προϋποθέσεις εκπληρώσεως εις το συμφωνηθέν μέτρο, των παροχών, είτε αυτές ρυθμίζονται στη σύμβαση είτε στο νόμο. Το τελευταίο είναι δυνατό, διότι η εν λόγω διάταξη αποτυπώνει γενικότερη αρχή, που έχει προσδιοριστική, άρα και περιοριστική αποστολή για το περιεχόμενο κάθε ενοχικής σχέσεως. Επίσης, αυτή παρέχει στο δικαστή την δυνατότητα όπως, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων αντλούμενων από την έννομη τάξη και τις κρατούσες στις συναλλαγές αντιλήψεις, κατ’ απόκλιση από τα συμφωνηθέντα, να προσδιορίσει την εκπληρωτέα παροχή περιστέλλοντας ή επεκτείνοντας το συμφωνηθέν μέγεθος της, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στις κατά το χρόνο εκπληρώσεως της απαιτήσεις της συναλλακτικής καλής πίστεως (βλ. ΟλΑΠ 9/1997 ΕλλΔνη 1997767, ΟλΑΠ 927/1982,ΑΠ 73/2020 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταποδείξεως, που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και της υπ’ αριθ. ……../22-2-2018 ένορκης βεβαίωσης, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας, με την επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της δεύτερης εναγομένης (βλ. την υπ’ αριθ. ……../15-2-2018 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, ……..), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά το έτος 2005, η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη (……….), ενεργώντας από κοινού με τις λοιπές εκκαλούσες – εναγόμενες (….. ……..και . ……….), ανέθεσαν στην  εφεσίβλητη – ενάγουσα, δικηγόρο Πειραιώς (……………), αρχικώς προφορικώς και στη συνέχεια με έγγραφη εντολή και πληρεξουσιότητα, να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή κυριότητας εναντίον των ……….. και ……………, καθώς και κατά των ειδικών ή καθολικών διαδόχων αυτών, προκειμένου να αναγνωριστεί το δικαίωμα συγκυριότητας τους, δηλαδή κατά το ιδανικό μερίδιο 1/2 εξ’ αδιαιρέτου (1/6 εξ’ αδιαιρέτου εκάστης),σε οικόπεδο κείμενο στην περιοχή του Διόνυσου Αττικής, επί της συμβολής των οδών …….και ……….., επιφανείας 1.600 τ.μ (κατά τον τίτλο κτήσης), και να παρασταθεί αυτή (ενάγουσα) και να τις εκπροσωπήσει κατά την εκδίκαση της αντίστοιχης υπόθεσης σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας, ακόμη και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Στο πλαίσιο της ανωτέρω εντολής, καταρτίσθηκε μεταξύ των προαναφερθεισών το από 19-07-2006, ιδιωτικό συμφωνητικό – εργολαβικό δίκης, με το οποίο, μεταξύ άλλων, η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη (από κοινού με τις λοιπές εκκαλούσες – εναγόμενες) ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα το ποσό των 1.200 ευρώ για την κάλυψη των εξόδων της σχετικής δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πλέον του αναλογούντος δικαστικού ενσήμου, το ποσό των 1.500 ευρώ για την κάλυψη των ίδιων εξόδων ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ενώ όσον αφορά την τυχόν εκδίκαση της σχετικής υπόθεσης ενώπιον του Αρείου Πάγου συμφωνήθηκε να καταβληθεί κάποιο χρηματικό ποσό, το οποίο θα προσδιοριζόταν με αντίστοιχη συμφωνία των ως άνω μερών, το οποίο, όμως, σε κάθε περίπτωση δεν θα υπολειπόταν των 2.000 ευρώ. Επίσης, συμφωνήθηκε, μεταξύ των ως άνω μερών, ότι σε περίπτωση θετικής υπέρ της δεύτερης εκκαλούσας – εναγομένης (και των λοιπών εναγομένων) έκβασης της εν λόγω υπόθεσης, αυτή θα οφείλει να καταβάλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα το χρηματικό ποσό που αναλογεί σε ποσοστό10% επί της εμπορικής αξίας του ανωτέρω ακινήτου και συγκεκριμένα κατά το μέρος που αντιστοιχεί στο ως άνω ιδανικό μερίδιο των εντολέων της (των εναγομένων). Ακολούθως, στις 25-2-2010,τα διάδικα μέρη προέβησαν στην κατάρτιση νέου ιδιωτικού συμφωνητικού, με το οποίο καταργήθηκε το ανωτέρω προηγούμενο, στο οποίο περιελήφθησαν οι ίδιες ως άνω εντολές και η ανωτέρω συμφωνία για την καταβολή του χρηματικού ποσού, που αναλογεί σε ποσοστό 10% επί της εμπορικής αξίας του ακινήτου αυτού, όμως, μεταβλήθηκαν τα ποσά που θα προκατέβαλε η δεύτερη εκκαλούσα -εναγομένη (και οι λοιπές εναγόμενες) για την κάλυψη των εξόδων και μέρους της αμοιβής της ενάγουσας. Ειδικότερα, η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη (και οι λοιπές εναγόμενες) ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν στην εφεσίβλητη – ενάγουσα: α) το ποσό των 3.400 ευρώ για την κάλυψη μέρους της αμοιβής και των εξόδων της σχετικής δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (μη συμπεριλαμβανομένων των εξόδων σχετικώς με το γραφείου κτηματολογίου, του υποθηκοφυλακείου και των επιδόσεων), β) το ποσό των 3.000 ευρώ για τα έξοδα και μέρος της αμοιβής της ενάγουσας για την τυχόν κατάθεση και εκδίκαση της αντίστοιχης έφεσης (μη συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της επίδοσης και προείσπραξης παραβόλου δικηγορικής αμοιβής) και γ) για την τυχόν άσκηση αναίρεσης και εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Άρειου Πάγου το ποσό των 3.000 ευρώ ως μέρος της δικηγορικής αμοιβής και των εξόδων (πλέον του γραμματίου προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής και των εξόδων της επίδοσης). Επίσης, στο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό ορίσθηκε ότι σε περίπτωση θετικής έκβασης της υπόθεσης και αμετάκλητης αναγνώρισης του προαναφερθέντος δικαιώματος συγκυριότητας (½ εξ’ αδιαιρέτου) επί του ως άνω ακινήτου θα καταβαλλόταν στην ενάγουσα το χρηματικό ποσό που αναλογεί σε ποσοστό 10% επί της εμπορικής αξίας του ανωτέρω ακινήτου, κατά το μέρος που αντιστοιχεί στο ως άνω ιδανικό μερίδιο των εντολέων της (των εναγομένων), όπως αυτή θα είχε διαμορφωθεί μετά την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης και η οποία ορίσθηκε ότι, κατά τον χρόνο σύνταξης του ως άνω συμφωνητικού, ανερχόταν στο ποσό των 500.000 ευρώ. Ακόμη, στις 27-7-2013, οι διάδικοι προέβησαν σε σύνταξη νέου ιδιωτικού συμφωνητικού, με το ίδιο ως άνω ακριβώς περιεχόμενο και με μοναδική μεταβολή στην ημερομηνία σύνταξης αυτού, η οποία έγινε με διόρθωση της ημερομηνίας του προγενέστερου συμφωνητικού, από την αναγραφόμενη 25-02-2010 σε αυτήν 27-07-2013, μάλιστα, αυτή διενεργήθηκε επί του ιδίου εγγράφου, με παραπομπή στο περιθώριο αυτού και τη θέση της υπογραφής των διαδίκων. Σημειωτέον ότι η διόρθωση αυτή έγινε επειδή η ενάγουσα δεν είχε καταθέσει, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, στο Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιώς και στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αντίγραφο του εν λόγω εργολαβικού δίκης και προκειμένου να θεωρηθεί η κατάθεση αυτή εμπρόθεσμη. Ωστόσο, το ως άνω, από 27-7-2013 ιδιωτικό συμφωνητικό κρίθηκε ότι ήταν άκυρο ως σύμβαση εργολαβίας δίκης, δυνάμει της υπ’ αριθ. 4397/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η υπ’αριθ. κατάθεσης ………./2016 αγωγή της εφεσίβλητης – ενάγουσας κατά των εκκαλουσών – εναγομένων, με την οποία αυτή είχε ζητήσει να της επιδικασθεί η σχετική αμοιβή, που είχε συμφωνηθεί με το εν λόγω συμφωνητικό. Ειδικότερα, με την ανωτέρω δικαστική απόφαση έγινε δεκτό ότι, εφόσον ένα μέρος της αμοιβής της εφεσίβλητης -ενάγουσας είχε οριστεί, με το ως άνω συμφωνητικό, καταβλητέο ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, αυτό(συμφωνητικό) δεν ήταν έγκυρο, αφού δεν εξαρτούσε πλήρως τη σχετική δικηγορική αμοιβή από την έκβαση της δίκης. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά της απόφασης αυτής (υπ’ αριθ. 4397/2017), η οποία επιδόθηκε στην εφεσίβλητη – ενάγουσα στις 19-1-2018, δεν έχει ασκηθεί κάποιο ένδικο μέσο, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. ……../17-09-2018 πιστοποιητικό της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, ενόψει του ότι, κατά τα ως άνω, κρίθηκε τελεσιδίκως η μη ύπαρξη έγκυρης συμφωνίας μεταξύ των προαναφερθέντων μερών για την αμοιβή της εφεσίβλητης – ενάγουσας, ισχύουν, ελλείψει άλλης αντίθετης ειδικής συμφωνίας, οι ρυθμίσεις για τις δικηγορικές αμοιβές που προβλέπονται στον Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), που ίσχυε κατά τον ως άνω χρόνο ανάθεσης της σχετικής εντολής στην εφεσίβλητη – ενάγουσα δικηγόρο και της εκτέλεσής της.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο πλαίσιο της ως άνω εντολής που δόθηκε στην εφεσίβλητη – ενάγουσα, αυτή προέβη, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες ενέργειες. Ειδικότερα, η εφεσίβλητη – ενάγουσα συνέταξε και κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την υπ’ αριθ. ………/2007 κατάθεσης αναγνωριστική αγωγή κατά των ………….., με αίτημα την αναγνώριση του δικαιώματος της συγκυριότητας των εντολέων της, σε ποσοστό 1/2 εξ’ αδιαιρέτου (1/6 εκάστη), επί δύο συνεχόμενων οικοπέδων, που βρίσκονται στην περιοχή του Δήμου Διονύσου Αττικής, συνολικής επιφανείας περί τα 1.600 τ.μ., προσδιορίζοντας στην ως άνω αγωγή την αξία όλου του ακινήτου, βάσει των τότε ισχυόντων πινάκων αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών, στο ποσό των 320.316,07 ευρώ και αντιστοίχως την αξία της μερίδας εκάστης των εντολέων της στο ποσό των 53.386,01 ευρώ. Ακολούθως, κατόπιν άσκησης εκ μέρους του αντιδίκου των εντολέων της (εναγομένων) ………., της από 3-2-2009, υπ’ αριθ. ………../2009 κατάθεσης αντίθετης αγωγής (αναγνωριστικής κυριότητας) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία είχε προσδιοριστεί η αξία του εξ’ αδιαιρέτου ποσοστού του επί του ακινήτου (1/2) στο ποσό των 500.000 ευρώ, η εφεσίβλητη -ενάγουσα, κατόπιν συνεννόησης με τις εντολείς της (εναγόμενες), προέβη σε παραίτηση εκ του δικογράφου της ως άνω ασκηθείσας αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 5-3-2009 και υπ’αριθ. ………./6-3-2009 κατάθεσης, αναγνωριστική αγωγή, η οποία είχε περιεχόμενο ίδιο με αυτό της προγενέστερης αγωγής (υπ’ αριθ. ………/2007 κατάθεσης), προσδιορίζοντας την αξία του όλου ακινήτου, στο ποσό των 1.000.000 ευρώ, δηλαδή του ιδανικού μεριδίου των εναγομένων εντολέων της (1/2) στο ποσό των 500.000 ευρώ. Επίσης, δικάσιμος για τις ανωτέρω αντίθετες αγωγές ορίστηκε η 6-10-2009, οπότε η συζήτηση τους ματαιώθηκε και επαναφέρθηκαν προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 23ης-3-2010 και μετ’αναβολή για αυτή της 22ης-2-2011, οπότε και διενεργήθηκε η πρώτη συζήτηση της σχετικής υποθέσεως ενώπιον του ανωτέρω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ακόμη, επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η υπ’αριθ. 3746/2011 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή των εναγομένων εντολέων της ενάγουσας και απορρίφθηκε η αγωγή του αντιδίκου τους, ……….. Επιπροσθέτως, κατά της ως άνω απόφασης ασκήθηκε ενώπιον του Εφετείου Αθηνών η υπ’αριθ. ………../2011 κατάθεσης έφεση εκ μέρους του ……….. κατά των εναγομένων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 1533/2013 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η έφεση αυτή. Τέλος, κατά της ως άνω απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου ο ……… άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 5-10-2013 αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 308/18-03-2015 απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναίρεσης αυτή.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι, όπως προαναφέρθηκε, η εφεσίβλητη – ενάγουσα στο δικόγραφο της ως άνω υπ’ αριθ.  ……./2007 κατάθεσης αγωγής (αρχικής) προσδιόρισε την αξία όλου του ανωτέρω ακινήτου, βάσει των τότε ισχυόντων πινάκων αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών, στο ποσό των 320.316,07 ευρώ, ενώ, στην ως άνω από 3-2-2009 αντίθετη αγωγή του ……….. η εμπορική αξία του ίδιου όλου ακινήτου προσδιοριζόταν στο ποσό του 1.000.000 ευρώ και του εξ’ αδιαιρέτου ποσοστού του επί του ακινήτου (1/2) στο ποσό των 500.000 ευρώ. Επίσης, στην ως άνω από 5-3-2009 νέα αγωγή, που συνέταξε και κατέθεσε η εφεσίβλητη – ενάγουσα, η οποία είχε πανομοιότυπο περιεχόμενο με την αρχική αγωγή, προσδιορίσθηκε η αξία του όλου ακινήτου στο ίδιο ως άνω ποσό με αυτό της ανωτέρω αγωγής του ………, δηλαδή στο ποσό του 1.000.000 ευρώ και η αξία του ιδανικού μεριδίου των εναγομένων στο ποσό των 500.000 ευρώ. Ωστόσο, η ανωτέρω ενέργεια της εφεσίβλητης -ενάγουσας, δηλαδή η κατάθεση νέας αγωγής για λογαριασμό της δεύτερης εκκαλούσας – εναγομένης (και των λοιπών εναγομένων) ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, έλαβε χώρα αποκλειστικώς και μόνον προκειμένου να κριθεί ενιαίως η εν λόγω διαφορά και όχι λόγω της ανωτέρω διαφοροποίησης στην εκτίμηση της εμπορικής αξίας του εν λόγω ακινήτου, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν προσέγγιζε κατά την περίοδο των ετών 2009-1010 στο ανωτέρω ποσό των 500.000 ευρώ (για το ιδανικό μερίδιο των εναγομένων). Τούτο προκύπτει ιδίως από την έκθεση εκτίμησης του μεσίτη – εκτιμητή ακινήτων ………, κατά την οποία η αγοραία αξία του εν λόγω ακινήτου, κατά την 20-3-2015, υπολογίζεται στο ποσό των 237,77 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο και η εμπορική του αξία  σε 190.870,00 ευρώ, μάλιστα, από τις προσκομισθείσες αγγελίες παρόμοιων ακινήτων στην ίδια περιοχή, κατά την περίοδο των ετών 2015 – 2016, προκύπτει ότι η τιμή τους κυμαινόταν σε 200.000 – 220.000 ευρώ. Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά την χρονική περίοδο 2010 – 2015, η σωρευτική μείωση των τιμών των ακινήτων, λόγω της εν γένει οικονομικής κρίσης, ανήλθε σε ποσοστό 45% κατά μέσο όρο. Συνεπώς, η πραγματική εμπορική αξία του εν λόγω ακινήτου, κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της πρώτης συζήτησης των ανωτέρω αγωγών, δηλαδή στις 22-2-2011, κατά τον οποίο, ήδη, είχαν επέλθει οι δυσμενείς συνέπειες της εν γένει οικονομικής κρίσης, εκτιμάται, όσον αφορά στο ως άνω ιδανικό μερίδιο των εναγομένων (1/2), στο ποσό των 400.000 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι η αξία του εν λόγω ακινήτου, όσον αφορά στο ως άνω ιδανικό μερίδιο των εναγομένων (1/2) ανέρχεται, κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο, στο ποσό των 500.000 ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (3ο) της εφέσεως.

Επίσης, βάσει των ενεργειών που αποδείχθηκε ότι πραγματοποίησε η ενάγουσα – εφεσίβλητη ως δικηγόρος για την εν λόγω υπόθεση, κατ’ εντολή της δεύτερης εκκαλούσας – εναγομένης (και των λοιπών εναγομένων), δικαιούται ως αμοιβή της τα ακολούθως αναφερόμενα χρηματικά ποσά. Ειδικότερα: 1) Για τη σύνταξη και κατάθεση του δικογράφου της από 5-3-2009 και υπ’αριθ. ………/2009 κατάθεσης αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών εναντίον του …………., η νόμιμη αμοιβή της ενάγουσας αντιστοιχεί σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης (της ως άνω αξίας του εν λόγω ακινήτου), δηλαδή ανέρχεται στο ποσό των8.000 ευρώ.(400.000 ευρώ Χ 2%) . Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά ποσοστό 5% για εκάστη πέραν της μίας εντολέως (άρθρο 167 του Κώδικα περί Δικηγόρων) και συνεπώς η αμοιβή της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 8.800 ευρώ (8.000 + 400 [8.000Χ5%] + 400 [8.000Χ5%]), πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, ποσοστού 24%, 2)για τη σύνταξη και κατάθεση των προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά της προσθήκης  – αντίκρουσης και της από 1-3-2011, προσθήκης – αντίκρουσης για την αξιολόγηση των επ’ ακροατηρίω μαρτυρικών καταθέσεων, για την υποστήριξη της ως άνω αγωγής, η νόμιμη αμοιβή της εφεσίβλητης αντιστοιχεί σε ποσοστό 1% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, δηλαδή ανέρχεται στο ποσό των (400.000 ευρώ Χ 1%) = 4.000ευρώ. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά ποσοστό 5% για εκάστη πέραν της μίας εντολέως και συνεπώς η αμοιβή της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 4.400 ευρώ (4.000 + 200 [4.000Χ5%] + 200 [4.000Χ5%]), πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, ποσοστού 24%, 3)για τη σύνταξη και κατάθεση των από 27-1-2011 προτάσεων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά της προσθήκης  – αντίκρουσης και της από 1-3-2011, προσθήκης – αντίκρουσης για την αξιολόγηση των επ’ ακροατηρίω μαρτυρικών καταθέσεων, για την αντίκρουση της από 3-2-2009 και υπ’αριθ. ……/2009 κατάθεσης ως άνω αντίθετης αγωγής του ………. ……., η νόμιμη αμοιβή της ενάγουσας αντιστοιχεί σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, δηλαδή ανέρχεται στο ποσό των 8.000 ευρώ (400.000 ευρώ Χ 2%). Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά ποσοστό 5% για εκάστη πέραν της μίας εντολέως και συνεπώς η αμοιβή της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των8.800 ευρώ (8.000 + 400 [8.000Χ5%] + 400 [8.000Χ5%]), πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, ποσοστού 24% και 4)για την σύνταξη και κατάθεση των από 9-1-2013 προτάσεων ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, μετά της προσθήκης- αντίκρουσης, για την αντίκρουση της από 22-12-2011 και υπ’αριθ. κατάθεσης ……../2011, έφεσης του ………. κατά της υπ’αριθ. 3746/2011, απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και εναντίον της δεύτερης εναγομένης – εκκαλούσας (και των λοιπών εναγομένων), η νόμιμη αμοιβή της ενάγουσας αντιστοιχεί σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, δηλαδή ανέρχεται στο ποσό των 8.000 ευρώ (400.000 ευρώ Χ 2%). Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά ποσοστό 5% για εκάστη πέραν της μίας εντολέως και συνεπώς η αμοιβή της ενάγουσας ανέρχεται στο ποσό των 8.800 ευρώ (8.000 + 400 [8.000Χ5%] + 400 [8.000Χ5%]),πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ, ποσοστού 24%. Επομένως, η σχετική νόμιμη αμοιβή της ενάγουσας ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 30.800 ευρώ (8.800 +4.400 + 8.800+8.800) πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ ποσοστού 24%. Ακόμη, προέκυψε ότι η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη (από κοινού με τις  λοιπές εναγόμενες) κατέβαλε το συνολικό ποσό των 6.084 ευρώ, έναντι της ανωτέρω αμοιβής της εφεσίβλητης – ενάγουσας, όπως συνομολογείται από την τελευταία, η οποία για το λόγο αυτό δεν συμπεριέλαβε το ανωτέρω ποσό (6.084 ευρώ) στο σχετικό αίτημα της αγωγής. Περαιτέρω, η δεύτερη εκκαλούσα -εναγομένη με την έφεση της επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό περί καταβολής στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία του συνολικού ποσού 9.400 ευρώ (αναφερόμενος στην έφεση ως «ένσταση συμψηφισμού») και συγκεκριμένα: α) του ποσού των 3.400 ευρώ για τη διαδικασία της εν λόγω υπόθεσης στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, β) του ποσού των 3.000 ευρώ για τη διαδικασία της ίδιας υπόθεσης στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και γ) του ποσού των 3.000 ευρώ για τη σχετική ακυρωτική δίκη, το οποίο ζητεί να αφαιρεθεί από το ποσό που τυχόν θα επιδικασθεί στην εφεσίβλητη – ενάγουσα. Ωστόσο, από τις σχετικές αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ.) που προσκόμισε και επικαλείται η εφεσίβλητη -ενάγουσα με τις προτάσεις της, προκύπτει ότι η δεύτερη εκκαλούσα -εναγομένη (από κοινού με τις λοιπές εναγόμενες) κατέβαλε τα ακολούθως αναφερόμενα χρηματικά ποσά, τα οποία, όμως, δεν αφορούν στις ανωτέρω εργασίες της ενάγουσας, για τις οποίες ζητεί να της επιδικασθεί η αντίστοιχη αμοιβή της με την αγωγή. Ειδικότερα, η εφεσίβλητη -ενάγουσα για τα χρηματικά ποσά που έχει εισπράξει από τη δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη (και τις λοιπές εναγόμενες) εξέδωσε αποδείξεις συνολικού ποσού 10.450 ευρώ, εκ του οποίου, όμως, το ποσό των 4.366 ευρώ (πλέον Φ.Π.Α.) αφορά σε διαφορετικές εργασίες, από αυτές που προαναφέρθηκαν για τον υπολογισμό της αιτηθείσας με την αγωγή αμοιβή της, δηλαδή το ως άνω ποσό (4.366 ευρώ) αφορά σε γραμμάτια  προείσπραξης, έξοδα και αμοιβή για τη σύνταξη προτάσεων και παράσταση ενώπιον του Αρείου Πάγου. Συγκεκριμένα, για τις τελευταίες αιτίες εκδόθηκαν από την εφεσίβλητη – ενάγουσα οι ακολούθως αναφερόμενες αποδείξεις παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ.): α) η υπ’ αρ. ………./7-5-2014 Α.Π.Υ. στο όνομα της δεύτερης εκκαλούσας – εναγομένης για προσδιορισμό της έφεσης και αναίρεσης του ……. . ποσού 243,90 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., β) η υπ’ αρ. ……/29-10-2014 Α.Π.Υ. στο όνομα της δεύτερης εκκαλούσας – εναγομένης για κατάθεση προτάσεων στον Άρειο Πάγο ποσού 1.057ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., γ) η υπ’ αρ. ……/03-03-2015 Α.Π.Υ. στο όνομα της δεύτερης εκκαλούσας – εναγομένης για παράσταση στον Άρειο Πάγο ποσού 870ευρώ πλέον Φ.Π.Α., δ)την υπ’ αρ. ……/23-06-2015 Α.Π.Υ. στο όνομα της δεύτερης εκκαλούσας – εναγομένης για πρόσθετη αμοιβή για παράσταση στον Άρειο Πάγο ποσού 577,23 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., ε)η υπ’ αρ. …../23-06-2015 Α.Π.Υ. στο όνομα της ……….. για πρόσθετη αμοιβή για παράσταση στον Άρειο Πάγο ποσού 577,23 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., στ)η  υπ’ αρ. ……./23-06-2015 Α.Π.Υ. στο όνομα της ………… για πρόσθετη αμοιβή για παράσταση στον Άρειο Πάγο ποσού 577,23 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α.,  ζ)η υπ’ αρ. ……./23-06-2015 Α.Π.Υ. στο όνομα της δεύτερης εκκαλούσας – εναγομένης ποσού 154,47 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. έναντι της αμοιβής σχετικώς με το με αριθμό κατάθεσης στο Δ.Σ.Π. …./29-7-2013 εργολαβικό δίκης, η) η υπ’ αρ. ……/23-06-2015 Α.Π.Υ. στο όνομα της ……… ποσού 154,47 ευρώ πλέον Φ.Π.Α. έναντι της αμοιβής σχετικώς με το με αριθμό κατάθεσης στο Δ.Σ.Π. ……../29-7-2013 εργολαβικό δίκης και θ)η υπ’ αρ. …./23-06-2015 Α.Π.Υ. στο όνομα της ……….. ποσού 154,47 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α., έναντι της αμοιβής σχετικώς με το με αριθμό κατάθεσης στο Δ.Σ.Π. …../29-7-2013 εργολαβικό δίκης. Επιπροσθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη κατέβαλε κάποια επιπλέον χρηματικά ποσά στην εφεσίβλητη – ενάγουσα για τις ανωτέρω εργασίες της, για τις οποίες αυτή ζητεί την επιδίκαση της αμοιβής με την αγωγή, καθόσον δεν προσκόμισε κάποια σχετική απόδειξη παροχής υπηρεσιών, σε συνδυασμό με το ότι η εφεσίβλητη– ενάγουσα εξέδιδε τέτοιες αποδείξεις για κάθε ποσό που λάμβανε από αυτήν (και τις λοιπές εναγόμενες), προκειμένου στο πλαίσιο του ως άνω εργολαβικού δίκης, μετά την περάτωση της δικαστικής διαδικασίας για την εν λόγω υπόθεση, να εξευρεθεί το μέρος της αμοιβής, που θα είχε προκαταβληθεί σε αυτήν, έτσι, ώστε η τελευταία να εισπράξει το υπόλοιπο από τη συμφωνηθείσα αμοιβή. Μάλιστα, η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη ουδέποτε προέβαλε κάποια αντίρρηση για την αναφερόμενη στις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών, που εξέδωσε η εφεσίβλητη – ενάγουσα, ως άνω αιτία καταβολής του αντίστοιχου ποσού. Σημειωτέον ότι το ίδιο το ως άνω εργολαβικό δίκης δεν αποτελεί απόδειξη καταβολής του ποσού που ισχυρίζεται η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη ότι καταβλήθηκε στην εφεσίβλητη – ενάγουσα, καθόσον δεν υπάρχει κάποια αναφορά σε αυτό ότι αποτελεί και απόδειξη καταβολής. Επίσης, από την αναφορά στην υπ’ αριθ. 4397/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί του ότι η εφεσίβλητη – ενάγουσα έχει εισπράξει από τη δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη (και τις λοιπές εναγόμενες) το ποσό των 9.400 ευρώ, δεν μπορεί να συναχθεί ότι το ποσό αυτό κατεβλήθη στην εφεσίβλητη – ενάγουσα, αποκλειστικώς για τις εργασίες για τις οποίες αυτή ζητεί την αμοιβή της με την αγωγή, καθόσον δεν προσδιορίζονται οι εργασίες που αφορά το ποσό αυτό, σε συνδυασμό με το ότι, όπως προαναφέρθηκε, η εφεσίβλητη από το συνολικό ποσό των 10.450,00 ευρώ που εισέπραξε, αυτό των 4.366,00 ευρώ (πλέον Φ.Π.Α.) αφορούσε εργασίες, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτές για τις οποίες ζητεί την επιδίκαση αμοιβής με την αγωγή. Τέλος, όσον αφορά στις υπ’ αριθ. ……../7-5-2014, …., …. και ………/23-06-2015 Α.Π.Υ., τις οποίες επικαλείται η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη, όπως προαναφέρθηκε, αυτές αφορούν εργασίες της εφεσίβλητης – ενάγουσας για τις οποίες δεν έχει περιληφθεί αντίστοιχο αίτημα στην ένδικη αγωγή. Επομένως, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό της εφεσίβλητης – ενάγουσας (αντένστασης), από το ως άνω ποσό των 9.400 ευρώ, το οποίο η δεύτερη εκκαλούσα- εναγομένη ισχυρίζεται ότι έχει καταβληθεί στην εφεσίβλητη – ενάγουσα, μόνον το ποσό των 6.048 ευρώ αφορά στις ανωτέρω εργασίες της τελευταίας, για τις οποίες ζητεί την επιδίκαση αμοιβής με την αγωγή της, κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), ο ανωτέρω λόγος της εφέσεως (2ος) περί μερικής αποσβέσεως της σχετικής απαίτησης της εφεσίβλητης – ενάγουσας, λόγω της ως άνω επικληθείσας καταβολής, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης,  η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη – ενάγουσα  δεν δικαιούται χωριστή αμοιβή για τη σύνταξη και κατάθεση των από 27-1-2011 προτάσεων, μετά προσθήκης – αντίκρουσης, για την αντίκρουση της ως άνω υπ’ αριθ. ………./2009 κατάθεσης αγωγής του …………, που συνεκδικάσθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την ως άνω από 5-3-2009 (υπ’ αριθ. κατάθεσης …………/6-3-2009) αγωγή των εκκαλουσών εναντίον αυτού, επικαλούμενη ότι δεν της οφείλεται χωριστή αμοιβή για τις προτάσεις αυτές, ενόψει του ότι, κατά τους ισχυρισμούς της, οι ανωτέρω αγωγές έχουν το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή το δικαίωμα κυριότητας του εν λόγω ακινήτου. Ωστόσο, από την επισκόπηση των ανωτέρω δικογράφων των ανωτέρω αγωγών, προκύπτει ότι αυτές έχουν ουσιώδεις διαφορές. Ειδικότερα, η αγωγή του ………. έχει ως κύρια βάση την κτήση κυριότητας επί του εν λόγω ακινήτου κατά τρόπο πρωτότυπο, με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, και ως επικουρική βάση την κτήση κυριότητας με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, ενώ, στην αγωγή της δεύτερης εκκαλούσας – εναγομένης (και των λοιπών εναγομένων) το αίτημα ήταν να αναγνωριστούν συγκύριες του ακινήτου αυτού με παράγωγο τρόπο βάσει των αναφερομένων τίτλων ιδιοκτησίας, επικουρικώς δε με πρωτότυπο τρόπο. Ως εκ τούτου, η σχετική εργασία της εφεσίβλητης – ενάγουσας δικηγόρου δεν αφορούσε αγωγές που έχουν την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αντικείμενο, ώστε να οφείλεται μία μόνο αμοιβή, αντιθέτως η εφεσίβλητη δικαιούται για την ανωτέρω εργασία της ιδιαίτερη αμοιβή, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος της εφέσεως (3ος) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επομένως, η εφεσίβλητη – ενάγουσα δικαιούται για τη σχετική νόμιμη αμοιβή της το ποσό των 24.716 ευρώ (30.800-6.084), πλέον Φ.Π.Α. ποσού 5.931,84 ευρώ (24.716Χ24%), δηλαδή συνολικώς το ποσό των 30.647,84 ευρώ (24.716+5.931,84). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι για την ίδια ως άνω αιτία η εφεσίβλητη – ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 40.195,84 ευρώ έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (4ο) της εφέσεως.

Εξάλλου, η δεύτερη εκκαλούσα, με τον πέμπτο λόγο της έφεσης της, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό της περί αναπροσαρμογής του ποσού της εν λόγω αμοιβής της εφεσίβλητης – ενάγουσας κατ’ άρθρο 288 του ΑΚ, επικαλούμενη ότι η εν γένει οικονομική κρίση της πρόσφατης χρονικής περιόδου έχει επιφέρει απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών, που επικρατούσαν στην αγορά των ακινήτων και κατά το έτος  2009, όταν ανατέθηκε στην εφεσίβλητη – ενάγουσα η εντολή για τη σύνταξη της ανωτέρω αγωγής (υπ’αριθ. κατάθεσης ………/6-3-2009), με αποτέλεσμα  η σημερινή πραγματική αγοραία αξία του εν λόγω ακινήτου να έχει μειωθεί κατά σημαντικό ποσοστό και να ανέρχεται πλέον στο ποσό των 190.000 ευρώ. Επιπλέον, η δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη επικαλείται ότι η διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου που είχε συνομολογηθεί κατά το έτος 2010 (500.000 ευρώ για το μερίδιο των εναγομένων) και της ανωτέρω αξίας του σήμερα, καθιστά τη σχετική αξίωση της εφεσίβλητης – ενάγουσας, κατά τους ισχυρισμούς της (2ης εκκαλούσας), υπέρμετρα επαχθή για αυτήν. Ωστόσο, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙ) η ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου για την σύνταξη αγωγής και προτάσεων επί της αγωγής,  καθορίζεται βάσει της πραγματικής αξίας, που είχε το αντικείμενο αυτής κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, συνεπώς η τυχόν μετά το χρόνο αυτό επερχόμενη αύξηση ή μείωση της αξίας αυτού δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της ποσοστιαίας αμοιβής του δικηγόρου για μεταγενέστερες πράξεις του κατά την διάρκεια της σχετικής δίκης. Ως εκ τούτου, η επικαλούμενη από τη δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη μείωση της αξίας του εν λόγω ακινήτου μετά την πρώτη συζήτηση της ανωτέρω αγωγής, κατά το Φεβρουάριο του έτους 2011, δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της σχετικής αμοιβής της εφεσίβλητης – ενάγουσας, κατά την εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων. Εξάλλου, δεν προέκυψε από κάποιο στοιχείο ότι η αξία του εν λόγω ακινήτου κατέστη μικρότερη του ως άνω ποσού των 400.000 ευρώ (για το μερίδιο των εναγομένων), που προαναφέρθηκε, βάσει του οποίου υπολογίσθηκε από το Δικαστήριο αυτό η ανωτέρω αμοιβή της εφεσίβλητης – ενάγουσας. Επομένως, ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ της σχετικής παροχής και αντιπαροχής, κατά τον ως άνω χρόνο που η εφεσίβλητη – ενάγουσα δικηγόρος παρείχε τις υπηρεσίες για τις οποίες ζητεί τη σχετική αμοιβή της, δεν συντρέχει περίπτωση να προβεί το Δικαστήριο σε διαμόρφωση της αντίστοιχης ενοχικής σχέσης των διαδίκων, ως επιβαλλόμενη από την καλή πίστη, κατά τους ορισμούς της διάταξης του άρθρου 288 του ΑΚ, κατά συνέπεια ο σχετικός λόγος τη εφέσεως (5ος) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, ως προς τον ανωτέρω βάσιμο λόγο της, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αποκλειστικώς όσον αφορά στη δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, ως προς το μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη, και να υποχρεωθεί η δεύτερη εκκαλούσα –  εναγομένη να καταβάλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα το ποσό των 30.647,84 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των προαναφερθέντων διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης -ενάγουσας, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος της δεύτερης εκκαλούσας – εναγομένης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στη δεύτερη εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της πρώτης και της τρίτης των εκκαλουσών και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο στο ποσό των διακοσίων (200) ευρώ για εκάστη των ερημοδικασθεισών εκκαλουσών.

Απορρίπτει την έφεση όσον αφορά στην πρώτη και στην τρίτη των εκκαλουσών.

Καταδικάζει την πρώτη και την τρίτη των εκκαλουσών στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση όσον αφορά στη δεύτερη εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’αριθ. 1906/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς όσον αφορά στη δεύτερη εκκαλούσα- εναγομένη.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην από 18-1-2018 (υπ’ αριθ. ………../22-01-2018 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή, ως προς το μέρος της που εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή.

Υποχρεώνει τη δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη να καταβάλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα το ποσό των τριάντα χιλιάδων εξακοσίων σαράντα επτά και ογδόντα τέσσερα λεπτά (30.647,84) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής αυτής μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει τη δεύτερη εκκαλούσα – εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης – ενάγουσας, το οποίο ορίζει στο ποσό των χιλίων εξακοσίων (1.600) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στη δεύτερη εκκαλούσα του παραβόλου (υπ’ αριθ. κωδ. …………./2019, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις  13-4-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των παρασταθέντων διαδίκων.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ