Αριθμός 644/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από το Δικαστή Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Δ.Π
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 20-1-2017 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ………, ειδ. αριθ. καταθ. …….) έφεση της εναγομένης της από 12-10-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 2870/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την προαναφερόμενη αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρα 591 παρ. 1 και 592 επ του Κ.Πολ.Δ), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 23-1-2017 καθόσον από τα έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της δεν έχει παρέλθει διετία. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.) δεδομένου ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου κατά την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 592 παρ.1 περ.α’ και 599 παρ.1 Κ.Πολ.Δικ. η ανταγωγή διαζυγίου ασκείται και με τις προτάσεις έως και τη συζήτηση στο ακροατήριο του δικαστηρίου που δικάζει σε πρώτο βαθμό. Η άσκηση αντίθετων αγωγών διαζυγίου δεν αποκλείει την παράλληλη κίνηση της διαδικασία και για τις δύο, άλλο δε το ζήτημα ότι η ασφάλεια του δικαίου επιβάλλει την αναβολή κατά το στάδιο της οριστικής απόφασης επί της πρώτης για τη συνεκδίκασή της με τη δεύτερη, κατ’ άρθρο 246 Κ.Πολ.Δικ.. Το ίδιο και ως προς την ανταγωγή διαζυγίου, η οποία κατ’ αρχήν συνεκδικάζεται με την κύρια αγωγή, δεν αποκλείεται, στα πλαίσια και της δικονομικής αρχής του άρθρου 106 Κ.Πολ.Δικ., για την ελεύθερη διάθεση του αντικειμένου της δίκης από τους διαδίκους, η έκδοση οριστικής απόφασης μόνο για την αγωγή ή μόνο για την ανταγωγή, όταν υπάρχει δικονομικός λόγος εξαιτίας του οποίου δεν μπορεί να εκδοθεί οριστική απόφαση για τη μία εξ αυτών, χωρίς να επιβάλλεται κατά νόμον η αναβολή και για την ώριμη από αυτές, αγωγή ή ανταγωγή, έστω και αν η τελευταία έχει ασκηθεί με τις προτάσεις ενόψει και του ότι ακόμη και στην περίπτωση αυτή, της ανταγωγής με τις προτάσεις, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη χωριστή συζήτηση της, λόγω της γενικής, χωρίς διάκριση, αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 247 παρ. 2 Κ.Πολ.Δικ.(ΑΠ 547/2006 ΕλΔνη 2008.744). Περαιτέρω κατά το άρθρο 222 παρ, 1 Κ.Πολ.Δικ., όταν επέλθει η εκκρεμοδικία και όσο αυτή διαρκεί, δεν μπορεί να γίνει σε οποιοδήποτε δικαστήριο νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά ανάμεσα στους ίδιους διαδίκους, εφόσον εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα. Αν κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας ασκηθεί άλλη αγωγή, ανταγωγή ή κύρια παρέμβαση ή προταθεί ένσταση συμψηφισμού για την ίδια επίδικη διαφορά, αναστέλλεται και αυτεπαγγέλτως η εκδίκαση της έως ότου περατωθεί η πρώτη δίκη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι προϋπόθεση προβολής του από την εκκρεμοδικία απαραδέκτου, το οποίο οδηγεί σε αναστολή εκδικάσεως της επίδικης διαφοράς είναι εκτός άλλων, να υπάρχει ταυτότητα διαφοράς και στις δύο δίκες δηλαδή στην αρχική και τη δεύτερη που έχει αχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, για την οποία έκρινε η απόφαση. Δεν αρκεί δηλαδή η σύμπτωση των αιτημάτων των δύο αγωγών, αλλά απαιτείται και ταυτότητα ιστορικής και νομικής αιτίας, σε τρόπον ώστε να μην υπάρχει τέτοια ταυτότητα διαφοράς αν μεταξύ των δύο αγωγών υφίσταται διαφοροποίηση των πραγματικών γεγονότων των παραγωγικών του ίδιου γεγονότος. Η αρχή αυτή ισχύει και στις διαπλαστικές αγωγές (ΑΠ 34/2017 ΝοΒ 2017.1675, ΑΠ 638/1999, ΑΠ 1403/1997). Επίσης κατά το άρθρο 1439 παρ. 1 ΑΚ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του θα πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσεως γεγονότα και στο πρόσωπο του εναγομένου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός, ώστε βασίμως η εξακολούθηση της συμβιώσεως έχει καταστεί γι’ αυτόν αφόρητη. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται, ανεξαρτήτως από τον ποιον από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξη του και από το αν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο του ενός μόνο. Αν όμως το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικώς με το πρόσωπο του ενάγοντος δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διαζεύξεως με βάση την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 ΑΚ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμιά πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμιά περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 ΑΚ, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ.
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 12-10-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …….) αγωγή του εφεσίβλητου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ο τελευταίος ισχυρίστηκε ότι η έγγαμη σχέση του με την εκκαλούσα είχε κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούσαν τον τελευταίο και ζητούσε να λυθεί ο μεταξύ τους γάμος καθώς και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στη δικαστική του δαπάνη. Τα Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή και αφού την έκρινε νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ. 1 και 2, και 176 του Κ.Πολ.Δ. έκανε εν μέρει δεκτή την παραπάνω αγωγή, απαγγέλλοντας τη λύση του γάμου μεταξύ των διαδίκων και επέβαλε σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου τα οποία όρισε στο ποσό των 400 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την κρινόμενη έφεση η εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί ως κατ’ουσίαν αβάσιμη η αγωγή καθώς και να καταδικαστεί ο εφεσίβλητος στη δικαστική της δαπάνη.
Με τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους έφεσης, η εκκαλούσα επαναφέροντας τους ισχυρισμούς της που είχε προτείνει ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επικαλούμενη αφενός την ποινική δίωξη που φέρεται ότι έχει ασκηθεί σε βάρος του εφεσίβλητου και αφετέρου την άσκηση αγωγής διαζυγίου από την εκκαλούσα με αίτημα την λύση του γάμου της με τον εφεσίβλητο από λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπο του τελευταίου, παραπονείται για την μη αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 250 και 246 του Κ.Πολ.Δ.. Οι παραπάνω λόγοι έφεσης είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι καθόσον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη η αναβολή της συζήτησης μέχρι την περάτωση της ποινικής διαδικασίας είναι σε κάθε περίπτωση δυνητική για το Δικαστήριο και ως λόγος διαζυγίου εξετάζεται ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας, το οποίο είναι αντικείμενο της ποινικής δίκης, για να δύναται να ζητηθεί το διαζύγιο. Επιπλέον σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη στη δίκη διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης σχέσης δεν είναι υποχρεωτική η συνεκδίκαση αντιθέτων αγωγών διαζυγίου. Περαιτέρω από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε με επιμέλεια του εφεσίβλητου, της ανωμοτί εξέτασης της εκκαλούσας που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στον …… στις ………. και κατά την διάρκεια της έγγαμης σχέσης τους απέκτησαν με υιοθεσία ένα άρρεν τέκνο που γεννήθηκε στις …….. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι ο εφεσίβλητος εργάζονταν ως πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού σε ποντοπόρα πλοία και μετά την συνταξιοδότηση του το έτος 2009 προκλήθηκαν οι πρώτες διαταραχές στην έγγαμη σχέση των διαδίκων. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι η εκκαλούσα εκδίωξε τον εφεσίβλητο από την συζυγική τους οικία στις 3-6-2015 και ο τελευταίος προκειμένου να βρίσκεται πλησίον του τέκνου του, το οποίο βοηθούσε στα μαθήματα του, αναγκάστηκε να διαμένει στην κλίμακα (σκάλα) έξωθεν της συζυγικής οικίας Ο ισχυρισμός της ενάγουσας περί σεξουαλικής παρενόχλησης του τέκνου τους πέραν του γεγονότος ότι καταγγέλθηκε μετά την πάροδο τετραμήνου από τον φερόμενο χρόνο τέλεσης του, δεν αποδεικνύεται από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά μέσα και επιπλέον είναι ακόμη αντικείμενο δικαστικής διερεύνησης. Άλλωστε και για τα αδικήματα της ενδοοικογενειακής βίας τα οποία η εκκαλούσα απέδωσε στον εφεσίβλητο, ο τελευταίος κηρύχθηκε αθώος με σχετική απόφαση ποινικού Δικαστηρίου. Ενόψει των προαναφερομένων, η έγγαμη σχέση των διαδίκων έχει κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν το πρόσωπο της εκκαλούσας ώστε να καθίσταται βάσιμα αφόρητη η συνέχιση της έγγαμης σχέσης τους και πρέπει να απαγγελθεί η λύση του μεταξύ τους γάμου .Κατά ακολουθία των ανωτέρω αποδειχθέντων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκανε δεκτή την αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απαγγέλλοντας τη λύση του γάμου τους για λόγους που αφορούν το πρόσωπο της εκκαλούσας, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της εφέσεως καθώς και η έφεση στο σύνολο της ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση, ως κατ’ουσίαν αβάσιμη και να καταδικαστεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 183,176 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 20-1-2017 (γεν. αριθ. εκθ. καταθ. ….., ειδ. αριθ καταθ. ….) έφεση της εναγομένης της από 12-10-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……) αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 2870/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας, τη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 25 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ