Αριθμός 256 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΩΝ : 1) ……..και 2) ……….., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Αικατερίνη Τσιώνα.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……….. και 2) ………, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Γεωργία Χριστοδούλου.
Οι εκκαλούσες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 5.7.2013 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2013) αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1503/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες με την από 12.2.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2019) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 12-02-2019 και με γεν.αρ.καταθ……../2019 έφεση των ηττηθεισών εναγουσών και ήδη εκκαλουσών κατά της υπ΄αριθμ.1503/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1 ,511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο [2] ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (15-11-2017) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β , 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφόσον για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από τις εκκαλούσες παράβολο εκατό (100) ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος 2.4.2012 κατ’ άρθρο 113 του ν. 4055/2012 και αντικαταστάθηκε το άρθρο 495 ΚΠολΔ: ί] από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και ii] με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016, με έναρξη ισχύος από 23.1.2017.
Η αγοραπωλησία αυτοτελούς οριζόντιας ιδιοκτησίας (διαμερίσματος) υπό κατασκευή πολυκατοικίας, όταν ο πωλητής είναι και κατασκευαστής αυτής, είναι μικτή σύμβαση, έχοντας το χαρακτήρα πωλήσεως και μισθώσεως έργου, επί της οποίας εφαρμόζονται, ανάλογα με τη βούληση των μερών και το αποτέλεσμα προς το οποίο αυτά απέβλεψαν, τόσο οι διατάξεις για την πώληση, όσο και εκείνες για τη μίσθωση έργου. Έτσι, καθόσον μεν αφορά τη μεταβίβαση της κυριότητας των ποσοστών του οικοπέδου και της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις για την πώληση, καθόσον δε αφορά την αποπεράτωση της πολυκατοικίας και του ημιτελούς διαμερίσματος αυτής σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως, καθώς και την ύπαρξη ελλείψεων και ελαττωμάτων του εκτελεσμένου έργου που παραδόθηκε, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις για τη μίσθωση έργου και ειδικότερα εκείνες των άρθρων 688 έως 693 του ΑΚ, γιατί θεωρείται ότι στο αποτέλεσμα αυτό κυρίως, δηλαδή την εκτέλεση του έργου κατά τους όρους της συμβάσεως, απέβλεψαν τα μέρη. Η ύπαρξη δε των ελλείψεων ή ελαττωμάτων, κατά το χρόνο παραδόσεως της αυτοτελούς ιδιοκτησίας, δεν επηρεάζει και το χαρακτηρισμό της συμβάσεως, έτσι ώστε αν οι ελλείψεις ή τα ελαττώματα υπήρχαν κατά την παράδοση της κυριότητας, να πρόκειται για πώληση και να εφαρμόζονται οι διατάξεις για την πώληση και στην αντίθετη περίπτωση να πρόκειται για μίσθωση έργου και να εφαρμόζονται οι διατάξεις για τη μίσθωση έργου (ΑΠ 927/2004, ΕλλΔ/νη 45, 1676). Ειδικότερα, η σύμβαση, με την οποία ο εργολάβος, που κατασκευάζει οικοδομή σε δικό του ή ξένο κατά το σύστημα της αντιπαροχής οικόπεδο, συμφωνεί να πωλήσει σε τρίτον αυτοτελές διαμέρισμα – οριζόντια ιδιοκτησία της οικοδομής αυτής από εκείνα που του ανήκουν ή πρόκειται να περιέλθουν σε αυτόν ως εργολαβικό αντάλλαγμα και συνάμα αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του αγοραστή να κατασκευάσει ή περατώσει με δικές του δαπάνες το πωλούμενο, με βάση ιδιαίτερες μεταξύ τους συμφωνίες, φέρει τον χαρακτήρα μικτής συμβάσεως, ήτοι της πωλήσεως με την οποία σκοπείται η μεταβίβαση της κυριότητος του διαμερίσματος και η παράδοση αυτού στον αγοραστή (άρθρο 513 ΑΚ) και της μισθώσεως έργου (άρθρο 681 ΑΚ) με την οποία σκοπείται η κατά ορισμένο τρόπο κατασκευή του πωλουμένου υπό κατασκευή διαμερίσματος, με κύριο ή τουλάχιστον ισότιμο το χαρακτήρα της μισθώσεως έργου. Συνεπώς, σε περίπτωση υπάρξεως πραγματικών ελαττωμάτων ή αντίθετης με τη σύμβαση (συγγραφή υποχρεώσεων) κατασκευής ή ελλείψεων συμφωνημένων ιδιοτήτων του πωλουμένου διαμερίσματος – οριζόντιας ιδιοκτησίας, η ευθύνη του εργολάβου – πωλητή δεν μπορεί παρά να κριθεί, αφού ληφθούν υπόψη το περιεχόμενο της συμβάσεως και ο επιδιωκόμενος από τους συμβαλλομένους σκοπός, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 688-693 ΑΚ (ΑΠ 1410/2011, ΑΠ 745/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 890/1990, Δ/νη 32, 548, ΕΑ 1524/2012, ΕλλΔ/νη 2012/554, ΕφΛαρ 209/2015, ΕΑ 8898/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 687 Α.Κ. “Αν κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου προβλέπεται με βεβαιότητα κατασκευή ελαττωματική ή αντίθετη προς τη σύμβαση από υπαιτιότητα του εργολάβου, ο εργοδότης έχει δικαίωμα να τάξει σ` αυτόν εύλογη προθεσμία για να διορθώσει τις ελλείψεις και, αν αυτή περάσει άπρακτη, να εκτελέσει αυτός τη διόρθωση σε βάρος του εργολάβου”, από δε το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 688, 689, 690, 693 και 694 του ιδίου Κώδικα προκύπτει ότι η παράδοση του έργου προϋποθέτει περατωθέν έργο, που γίνεται με την πρόθεση της συμβατικής εκτέλεσης, εκτελεσθέν δε ή περατωθέν είναι ένα έργο, εφόσον έχουν επιχειρηθεί όλες οι συμφωνηθείσες εργασίες, τις οποίες οφείλει να πραγματοποιήσει ο εργολάβος, με συνέπεια να μην μπορεί να παραδοθεί έργο μη εκτελεσθέν ή μη περατωθέν. Η εκτέλεση όμως ή περάτωση του έργου δεν προϋποθέτει κατ` ανάγκη έλλειψη ελαττωμάτων, καθόσον ένα έργο θεωρείται περατωθέν ή εκτελεσθέν έστω και αν έχει ελαττώματα ή ελλείψεις, αφού ο νόμος δεν θέτει ως προϋπόθεση της εκτέλεσης ή της περάτωσής του την ανυπαρξία ελλείψεων ή ελαττωμάτων του, άρα το ελάττωμα του έργου προϋποθέτει ότι έχουν εκτελεσθεί, έστω και εν μέρει, οι συμβατικές εργασίες. Έτσι, αν υπολείπονται ακόμη συμβατικώς οφειλόμενες εργασίες, το έργο δεν θεωρείται εκτελεσθέν και συνεπώς ελαττωματικό, πλην όμως είναι δυνατόν, το αρξάμενο, αλλά όχι ακόμη εκτελεσθέν, έργο να εμφανίζει έλλειψη συμφωνημένων ιδιοτήτων που έπρεπε να είχε ή ελαττώματα, τα οποία δεν έπρεπε να έχει, αν δε πριν την αποπεράτωση του έργου, ο εργοδότης διαπιστώσει ότι το έργο που μέχρι τότε έχει εκτελεσθεί έχει ελλείψεις και ελαττώματα που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, δικαιούται να επικαλεστεί μόνο τα δικαιώματα που παρέχει σε αυτόν η ως άνω διάταξη του άρθρου 687 Α.Κ., ήτοι να τάξει, με δήλωσή του, στον εργολάβο, εύλογη προθεσμία για τη διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων [στην οποία (δήλωση) πρέπει να περιέχεται η αξίωση για την εν λόγω διόρθωση] κι αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να κάνει τίποτε ο εργολάβος, να εκτελέσει ο ίδιος τις διορθώσεις, με δαπάνες του εργολάβου, ενώ, αν θέλει να ασκήσει κάποιο από τα άλλα δικαιώματα που προβλέπονται στα άρθρα 688-690 Α.Κ., κατά την επικρατούσα και ορθότερη κατά το παρόν Δικαστήριο άποψη, οφείλει να περιμένει την ολοκλήρωση του έργου, ακόμα και όταν η ύπαρξη ελαττωμάτων είναι βεβαία εκ των προτέρων [ΑΠ 1281/2018, ΑΠ 985/2015, ΕφΠειρ (Μον) 156/2014, ΕφΠειρ (Μον) 330/2014, ΕφΛαμ 116/2010 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΕφΑθ 7122/2006, ΕλλΔ/νη 48/622, ΕφΑθ 6726/2003, ΕλλΔ/νη 45/1513, ΕφΘεσσαλ 1501/2003, Αρμ 2004/689, Ιω. Καράκωστας, “Ερμηνεία Α.Κ.”, τόμος 5ος, σελ. 1091, Μιχαηλίδης – Νουάρος, ΈρμΑΚ”, άρθρα 384, αριθ. 4 και 382, αριθ. 20-23, Γεωργιάδης -Σταθόπουλος, “Αστικός Κώδικας”, άρθρα 688-690, αριθ. 2, 4 και 6, Καυκάς, “Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο”, άρθρο 687, § 2].
Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 688 – 690 Α.Κ., οι οποίες καθορίζουν την ευθύνη του εργολάβου ανάλογα με τη φύση των ελαττωμάτων και ελλείψεων που φέρει το έργο που εκτελέστηκε από αυτόν, προκύπτει ότι ο εργοδότης δικαιούται να απαιτήσει : α) Σε περίπτωση επουσιωδών ελαττωμάτων, είτε τη διόρθωση αυτών μέσα σε εύλογη προθεσμία, εφόσον η διόρθωση δεν απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε την ανάλογη μείωση της αμοιβής (άρθρο 688),β) σε περίπτωση ουσιωδών ελαττωμάτων, τα οποία καθιστούν το έργο άχρηστο ή έλλειψης των συνομολογηθεισών ιδιοτήτων, είτε τη διόρθωση αυτών ή την ανάλογη μείωση της αμοιβής, είτε, αντί αυτών, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση (άρθρο 689) και γ) σε περίπτωση που οι ελλείψεις του έργου, οι οποίες ανάγονται τόσο σε ουσιώδη όσο και σε επουσιώδη ελαττώματα, καθώς και σε συμφωνημένες ιδιότητες, οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, δικαιούται ο εργοδότης, αντί της υπαναχώρησης από τη σύμβαση ή της ανάλογης μείωσης της αμοιβής, να απαιτήσει αποζημίωση για κάθε ζημία που προήλθε από το γεγονός ότι ο εργολάβος υπαιτίως δεν ανταποκρίθηκε στην από τη σύμβαση απορρέουσα υποχρέωσή του να κατασκευάσει έργο που να φέρει τις συμφωνημένες ιδιότητες και να μην έχει ελαττώματα (άρθρο 690). Διαγράφεται, δηλαδή, από τα άρθρα αυτά διαζευκτική συρροή περισσοτέρων δικαιωμάτων υπέρ του εργοδότη, η οποία θεσπίσθηκε με σκοπό να υπάρξει πληρέστερη προστασία του τελευταίου από τις συνέπειες της πλημμελούς εκτέλεσης του έργου και να επανέλθει, με την ικανοποίησή του, η διαταραχθείσα ισορροπία των εκατέρωθεν παροχών (αμοιβής και εκτελεσθέντος έργου), τούτο δε διότι, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 306 Α.Κ., ο οποίος εφαρμόζεται και επί διαζευκτικής συρροής δικαιωμάτων, η ως άνω επιλογή, που μπορεί να γίνει με άτυπη, μονομερή και απευθυντέα δήλωση προς τον εργολάβο, είναι αμετάκλητη και αναλίσκεται με τη δήλωση του εργοδότη ότι ασκεί ένα από τα πιο πάνω δικαιώματα [ΑΠ 935/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, βλ. όμως και contra ΕφΛαρ 162/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ που ακολουθεί την υποστηριζόμενη στη θεωρία άποψη (Α. Βαλτούδης, “Η σύμβαση έργου κατά τον Α.Κ.”, σελ. 110, ο ίδιος σε Απόστολου Γεωργιάδη “ΣΕΑΚ”, 2010, υπ` άρθρα 688- 690, § 34, σελ. 1290, Γεωργιάδης σε “Αφιέρωμα Γέσιου Φαλτσή”, τόμος I, σελ. 132 και “Ειδικό Ενοχικό”, τόμος II, § 11, αριθ. 114) ότι, ναι μεν αν ο εργοδότης επιλέξει να ασκήσει ένα διαπλαστικό δικαίωμα, δηλαδή μείωση της αμοιβής ή υπαναχώρηση, δεν δικαιούται να αλλάξει γνώμη και τούτο διότι, μετά την άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος, διαπλάθεται μονομερώς και αμετάκλητα μια νέα έννομη κατάσταση, την οποία ο εργοδότης δεν δικαιούται να ανατρέψει, αν όμως, αντιθέτως, απαιτήσει την ικανοποίηση μιας αξίωσης, δηλαδή διόρθωση ελαττώματος ή αποζημίωση, δεν χάνει το δικαίωμα επιλογής και, έως την ολοσχερή ικανοποίηση ή τελεσίδικη επιδίκαση της αξίωσης, δικαιούται να αλλάξει γνώμη και να επιλέξει ένα από τα υπόλοιπα δικαιώματα των άρθρων 688-690 ΑΚ., χωρίς να είναι δυνατή στην προκειμένη περίπτωση, κατά την άποψη αυτή, η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 306 Α.Κ., γιατί δεν υπάρχει κενό, αφού το ζήτημα ρυθμίζεται με βάση τη νομική φύση των δικαιωμάτων, όπως επίσης δεν υπάρχει ουσιώδης ομοιότητα μεταξύ διαζευκτικής ενοχής, όπου τίθενται περισσότερα αντικείμενα προς επιλογή και διαζευκτικής συρροής δικαιωμάτων, όπου τίθενται προς επιλογή περισσότερα δικαιώματα, ως επιχείρημα δε υπέρ της εν λόγω άποψης χρησιμοποιείται το γεγονός ότι για τους παραπάνω λόγους ο νόμος, στο άρθρο 687 Α.Κ. προβλέπει ότι ο εργοδότης μπορεί να αλλάξει γνώμη, δηλαδή να ζητήσει τη διόρθωση των ελαττωμάτων και αν δεν ικανοποιηθεί να τα διορθώσει ο ίδιος με δαπάνη του εργολάβου, δηλαδή ουσιαστικά με αποζημίωση]. Έτσι, ο εργοδότης έχει το εκλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει οποιοδήποτε από τα, παρεχόμενα σε αυτόν για κάθε περίπτωση, δικαιώματα, αλλά όταν κάνει την επιλογή του, ασκώντας το ένα από αυτά, δεν μπορεί να παραιτηθεί από αυτό και να ασκήσει το άλλο, δικαιούται, όμως, να ασκήσει συγχρόνως περισσότερα από ένα από τα ανωτέρω δικαιώματα που προβλέπονται για κάθε περίπτωση, με τη μορφή όμως της επικουρικότητας, με συνέπεια, αν το κυρίως ασκούμενο δικαίωμα δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί για διάφορους λόγους (πραγματικούς ή νομικούς), να εξετάζεται το επικουρικώς ασκούμενο δικαίωμα, αφενός γιατί και σε αυτήν την περίπτωση ένα μόνο δικαίωμα ασκείται κάθε φορά και αφετέρου γιατί, αν η εξέταση του επικουρικώς ασκουμένου δικαιώματος ήταν ανεπίτρεπτη, ο εργοδότης θα έμενε απροστάτευτος και θα διατηρείτο η ανισορροπία των εκατέρωθεν παροχών, αφού θα υποχρεωνόταν να καταβάλει πλήρη την αμοιβή και θα παρελάμβανε ελαττωματικό έργο. Αν, επομένως, σε περίπτωση ύπαρξης π.χ. ουσιωδών ελαττωμάτων στο έργο, ασκήσει κυρίως το δικαίωμα της υπαναχώρησης (αναστροφής της σύμβασης) και επικουρικώς αυτό της μείωσης της αμοιβής και για οποιονδήποτε λόγο το κυρίως ασκούμενο δικαίωμα δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί, παρά την ύπαρξη ουσιωδών ελαττωμάτων, θα εξεταστεί το δικαίωμα μείωσης της αμοιβής [ΕφΠειρ (Μον) 109/2014.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΕφΠατρ 400/2005, ΑχαΝομ 2006/93]. Η υπαναχώρηση, εξάλλου, έχει ως συνέπεια την άμεση διάλυση της σύμβασης με ενέργεια αποκλειστικά ενοχική και αναδρομική (extunc) και την υποχρέωση των μερών προς επιστροφή των παροχών που είχαν εκτελεσθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΕφΔυτΜακεδ 66/2015, Αρμ. 2016/775, με εκεί περαιτέρω παραπομπές σε πλούσια αρειοπαγητική νομολογία). Έτσι, από την έγκυρη άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, δεν έχει πλέον κανένα από τα συμβαλλόμενα μέρη αξίωση εναντίον του άλλου για εκπλήρωση και, ο μεν εργολάβος υποχρεούται να επιστρέψει το μέρος ή το σύνολο της αμοιβής που έλαβε, με το νόμιμο τόκο από την υπαναχώρηση, καθώς και ό,τι του παρέδωσε ο εργοδότης για την εκτέλεση του έργου, ο δε εργοδότης την αξία του έργου που τυχόν εκτελέσθηκε, εφόσον δεν είναι δυνατή η αυτούσια απόδοσή του, ιδίως γιατί ενσωματώθηκε σε πράγμα που του ανήκει [βλ. ΑΠ 997/2010 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΑΠ 343/2003, ΕλλΔ/νη 45/481, ΑΠ 1266/2002, ΕλλΔ/νη 45/480, ΑΠ 948/2002, ΕλλΔ/νη 43/1690, ΑΠ 6741/1998, ΕλλΔ/νη 40/1193, ΕφΑθ (Μον) 6002/2018, ΕφΠειρ (Μον) 428/2016, ΕφΠειρ (Μον) 109/2014Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΕφΛαρ 351/2011, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012/79, ΕφΘεσσαλ 2385/2010, ΕλλΔ/νη 52/862, ΕφΑθ 1418/2009, ΕλλΔ/νη 50/1523, ΕφΑθ 74/2009, ΕλλΔ/νη 50/1519]. Εφόσον ο εργοδότης επιλέξει την υπαναχώρηση, δικαιούται να ζητήσει μόνο εύλογη και όχι πλήρη αποζημίωση για την πραγματική ζημία που έχει υποστεί από τη μη εκπλήρωση, για δε τον προσδιορισμό του ποσού της αποζημίωσης αυτής, την οποία το Δικαστήριο επιδικάζει κατά την εύλογη κρίση του, λαμβάνονται δε υπόψη το πταίσμα του εργολάβου και η βαρύτητα αυτού, το ενδεχόμενο πταίσμα του υπαναχωρήσαντος εργοδότη, η περιουσιακή κατάσταση των μερών και η ζημία που πραγματικά προκλήθηκε στον εργοδότη από τη ματαίωση της σύμβασης, από την οποία δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη, γι’ αυτό και πρέπει η ζημία αυτή να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο (Ολ. ΑΠ 586/1975, ΝοΒ 23/41, ΑΠ 328/2006, ΕλλΔ/νη 47/830, ΑΠ 746/1994, ΕλλΔ/νη 37/148, ΕφΑθ 2119/2008, ΕλλΔ/νη 50/877, ΕφΑθ 149/2004, ΕλλΔ/νη 45/902). Εξάλλου, το αν για την άσκηση του δικαιώματος της υπαναχώρησης απαιτείται η μη εκπλήρωση να οφείλεται σε υπαιτιότητα του οφειλέτη είναι ζήτημα ερμηνείας της σύμβασης, εν αμφιβολία δε, κατά τον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 397 Α.Κ., η υπαιτιότητα του οφειλέτη αποτελεί προϋπόθεση της υπαναχώρησης, την δε έλλειψη της υποκειμενικής προϋπόθεσης της ευθύνης του πρέπει, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 336, 342 και 363 Α.Κ., να επικαλεσθεί και αποδείξει ο οφειλέτης, όπως, άλλωστε, συμβαίνει και στην περίπτωση της νόμιμης υπαναχώρησης σε περίπτωση υπερημερίας, που επέρχεται, κατ` άρθρο 341 § 1 Α.Κ. και με την παρέλευση της δήλης ημέρας που συμφωνήθηκε, κατά την οποία ο οφειλέτης καταλύει τις στηριζόμενες στην υπερημερία του απαιτήσεις του δανειστή με την ένσταση ότι η καθυστέρηση της παροχής του οφείλεται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη (ΑΠ 192/2006 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΕφΑθ 2119/2008 ό.π.).Κατά το άρθρο 399 ΑΚ, «αν στη σύμβαση συνομολογήθηκε ότι ο οφειλέτης, που δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του, εκπίπτει από τα συμβατικά του δικαιώματα, θεωρείται ότι ο δανειστής επιφύλαξε για την περίπτωση αυτή δικαίωμα υπαναχωρήσεως». Συνεπώς, το συμβατικό δικαίωμα του ενός των μερών σε αμφοτεροβαρή σύμβαση, όπως η κατά το άρθρο 681 ΑΚ σύμβαση έργου, να κηρύξει έκπτωτο το άλλο είναι δικαίωμα συμβατικής υπαναχώρησης, στην οποία βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 389-396 ΑΚ για τη νόμιμη υπαναχώρηση, διαφορετική δε συμφωνηθείσα έννοια του συμβατικού αυτού όρου από εκείνη την οποία κατά πλάσμα ορίζει η ανωτέρω ερμηνευτική διάταξη, μπορεί να υπάρξει μόνο αν ο ένας εκ των συμβαλλομένων επικαλείται τούτο και το αποδείξει. Ως μη εκπλήρωση της σύμβασης από τον οφειλέτη νοείται, κατά τη γενική θεωρία περί μη εκπληρώσεως της σύμβασης, και η καθυστέρηση εκπληρώσεως που όταν ευθύνεται γι’ αυτήν ο οφειλέτης αποτελεί υπερημερία αυτού (άρθρο 340 ΑΚ). Από το συνδυασμό δε της ανωτέρω διάταξης με εκείνες των άρθρων 389 και 390 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι η συμβατική υπαναχώρηση είναι μονομερής δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, άτυπη, ρητή ή και σιωπηρή, μη υποκείμενη σε ανάκληση και χρονικά όρια. Με την άσκηση του συμβατικού δικαιώματος υπαναχώρησης, όπως εξάλλου και στη νόμιμη υπαναχώρηση, σ` αυτή δηλαδή που προβλέπεται από σχετικές νομικές διατάξεις, επέρχεται κατάργηση όλης της ενοχικής σχέσης, δηλαδή τόσο των κύριων όσο και των παρεπόμενων υποχρεώσεων, αποσβήνονται οι υποχρεώσεις από τη σύμβαση προς παροχή και οι συμβαλλόμενοι υποχρεούνται αμοιβαίως να αποδώσουν τις ληφθείσες παροχές κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις των άρθρων 904 επ. ΑΚ, αφού η σύμβαση λύεται αναδρομικώς – extunc (ΑΠ 1484/2009, ΑΠ 192/2006, ΑΠ 937/2005, ΑΠ 938/2005, ΑΠ 348/1994, ΑΠ 413/1990 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1100/2003 ΕλλΔνη 2004.1515). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 396 του ΑΚ, που ορίζει «αν στη σύμβαση οι συμβαλλόμενοι από τις δύο πλευρές είναι περισσότεροι, το δικαίωμα της υπαναχώρησης απαιτείται να ασκηθεί από όλους και κατά όλων. Αν το δικαίωμα αποσβεστεί για έναν, αποσβήνεται και ως προς τους άλλους», θεσπίζεται το αδιαίρετο του δικαιώματος υπαναχώρησης, το οποίο δεν μπορεί να επιφέρει την κατάργηση εν μέρει, αλλά μόνον εν όλω της σύμβασης. Έτσι, καθιερώνεται ο κανόνας ότι, στην περίπτωση πολυπρόσωπης ενοχής, όταν δηλαδή στη μία ή στην άλλη πλευρά της σύμβασης μετέχουν περισσότεροι, το δικαίωμα της υπαναχώρησης πρέπει να ασκηθεί από όλους τους δικαιούμενους προς τούτο συμβαλλόμενους κατά όλων των αντισυμβαλλομένων τους οφειλετών, χωρίς να απαιτείται κοινή και ταυτόχρονη δήλωση, αλλά η υπαναχώρηση συντελείται από τη δήλωση του τελευταίου δανειστή ή τη γνωστοποίησή της και προς τον τελευταίο οφειλέτη.
Όπως προεκτέθηκε, από τη διατύπωση του άρθρου 690 Α.Κ. προκύπτει ότι, για τις ελλείψεις του έργου απαιτείται υπαιτιότητα, την οποία, παρότι αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της διάταξης, επικράτησε η άποψη ότι ο ενάγων εργοδότης αρκεί να επικαλεσθεί και να προσδιορίσει σε τι συνίσταται αυτή, εναπόκειται δε στον εναγόμενο εργολάβο να επικαλεσθεί και να αποδείξει, για την απαλλαγή του, ότι οι ελλείψεις του έργου δεν οφείλονται σε υπαιτιότητά του (ΑΠ 1294/2018.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Καρδάρας σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΈρμΑΚ”, άρθρο 690, αριθ. 34, Κορνηλάκης ό.π., σελ. 516), τούτο δε σε contralegem ερμηνεία του άρθρου 338 ΚΠολΔ, διότι η ευθύνη του εργολάβου είναι συμβατική (ενδοσυμβατική) και όχι εγγυητική, με συνέπεια το πταίσμα του να τεκμαίρεται και διότι ο εργοδότης δεν έχει πρόσβαση στη σφαίρα της εξειδικευμένης δράσης του εργολάβου και δεν μπορεί να επικαλεσθεί ορισμένη υπαίτια συμπεριφορά του τελευταίου, με αποτέλεσμα να στερείται του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας (ΑΠ 1336/2008, ΑΠ 1654/200 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΑΠ 926/2004, ΕλλΔ/νη 46/1659, ΑΠ 1271/2003, ΕλλΔ/νη 45/482, ΑΠ 156/2001 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΕφΑθ 2202/2007, ΕφΑΔ 2008/915, Α. Βαλτούδης, “Η σύμβαση έργου κατά τον Α.Κ.”, σελ. 138, Φ.Τσετσέκος, Ή μίσθωση έργου”, έκδοση 1980, σελ. 223 επ.). Συνακόλουθα, ο εργοδότης που επιδιώκει αποζημίωση με βάση το άρθρο 690 Α.Κ., οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει α) την κατάρτιση της σύμβασης έργου, β) ότι το έργο εκτελέσθηκε, γ) ότι το εκτελεσθέν έργο έχει ελλείψεις, χωρίς να ενδιαφέρει η διάκρισή τους σε ουσιώδεις και επουσιώδεις, εκτός αν ζητείται η “μεγάλη αποζημίωση” (περί της οποίας κατωτέρω), οπότε απαιτείται η επίκληση του ουσιώδους χαρακτήρα των ελλείψεων και δ) την ζημία που υπέστη από τις ελλείψεις του έργου, η οποία τελεί σε λογική ακολουθία με το ποσό της αποζημίωσης που ζητεί, η δε ενάσκηση της έκτου άρθρου 690 Α.Κ. αξίωσης προϋποθέτει, κατά την κρατούσα στη θεωρία, αλλά και στη νομολογία, άποψη, εκτελεσθέν και παραδοθέν ή προσφερθέν προς παράδοση έργο, έστω και ελαττωματικό (ΑΠ 203/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Πέρα όμως από το ζήτημα της υπαιτιότητας, η διάταξη του άρθρου 690 Α.Κ. θέτει και δύο άλλα ζητήματα και συγκεκριμένα ποιά η έννοια του όρου “ελλείψεις του έργου” και ποιά η έκταση της αποζημίωσης. Ενώ ο νόμος στα άρθρα 688 και 689 Α.Κ. διακρίνει τα ελαττώματα του έργου σε ουσιώδη, δηλαδή σε ελαττώματα που καθιστούν το έργο άχρηστο και σε επουσιώδη, δηλαδή σε εκείνα που δεν καθιστούν το έργο άχρηστο, αλλά ανταποκρίνονται εν πολλοίς στο σκοπό της σύμβασης, δεν διακρίνει ομοίως και στο άρθρο 690 και τις “ελλείψεις” του έργου σε ουσιώδεις και επουσιώδεις. Στη νομολογία και στη θεωρία, κρατούσα είναι η άποψη ότι στον όρο “ελλείψεις” περιλαμβάνονται τόσο τα ουσιώδη ελαττώματα του άρθρου 689 Α.Κ., όσο και τα επουσιώδη ελαττώματα του άρθρου 688 Α.Κ., καθώς και οι συμφωνημένες ιδιότητες (ΑΠ 930/2004, ΕλλΔ/νη 46/1710, ΑΠ 218/2004, ΕλλΔ/νη 45/1056, ΑΠ 1271/2003 ό.π., ΕφΛαρ 7/2003, ΝοΒ 51/1428, Καυκάς, άρθρο 689, § 3, σελ. 815, Καρδάρας σε ΈρμΑΚ” Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρα 689-690, αριθ. 20, Δεληγιάννης σε Δεληγιάννη – Κορνηλάκη “Η σύμβαση έργου”, σελ. 200 και 255, Απ. Γεωργιάδης, “Ειδικό Ενοχικό”, τόμος II, σελ. 301 αριθ. 109, Α. Βαλτούδης, ό.π., σελ. 127), κατ` άλλη δε άποψη, στον όρο “ελλείψεις” πρέπει να περιληφθούν μόνο τα ουσιώδη ελαττώματα (ΕφΛαρ 118/2001, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 218, Π. Κορνηλάκης, “Ειδικό Ενοχικό” II, σελ. 513) και, από τις συνομολογημένες ιδιότητες, μόνο οι ουσιώδεις (Στ. Κουμάνης, “Η μη εκπλήρωση της ενοχικής σύμβασης κατά τον Α.Κ.”, σελ. 548, 541). Περαιτέρω, η αποζημίωση του άρθρου 690 Α.Κ. συνιστά θετικό διαφέρον, δηλαδή σκεφτόμαστε τι θα είχε ο εργοδότης αν είχε παραλάβει το έργο χωρίς πραγματικά ελαττώματα ή με τις συνομολογημένες ιδιότητες. Αν ο εργοδότης κρατήσει το έργο, θα δικαιούται την καλούμενη “μικρή” αποζημίωση. Με τη “μικρή” αποζημίωση ο εργοδότης μπορεί να ζητήσει 1) την αντικειμενική μείωση της αγοραίας αξίας, την οποία επιφέρει το ελάττωμα στο έργο, 2) την πλήρη δαπάνη διόρθωσης του πραγματικού ελαττώματος ή την αποκατάσταση της συνομολογημένης ιδιότητας, ώστε να καταστεί το έργο προσήκον ή για να επανεκτελεσθεί και 3) σωρευτικά με τα κονδύλια αυτά, την αποκατάσταση έμμεσων ζημιών, όπως διαφυγόντος κέρδους, των ζημιών που υφίστανται σε άλλα, πέρα από το έργο, απόλυτα δικαιώματα ή έννομα αγαθά του και κάθε περαιτέρω ζημία του, που συνδέεται με την ύπαρξη των ελαττωμάτων και ελλείψεων και για όσο χρόνο υφίστανται μέχρι την άρση τους με τον προαναφερθέντα τρόπο, ακόμη και μέλλουσα ζημία, εφόσον μετά βεβαιότητας πιθανολογείται ότι θα επέλθει αυτή στο μέλλον και το μέγεθος της μπορεί εκ των προτέρων να προσδιορισθεί (ΑΠ 1587/2013, ΧρΙΔ 2014/504, ΑΠ 352/2011 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΑΠ 40/2010, ΕλλΔ/νη 52/418, ΑΠ 679/2010.Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, ΕφΘεσσαλ 246/2013, ΕλλΔ/νη 45/144,196, ΕφΛαμ 116/2010, ΕφΔωδ 30/2007Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, πρβλ. και ΑΠ 1294/2018 ό.π.). Αν όμως ο εργοδότης αποδώσει το έργο, τότε μπορεί να ζητήσει την καλούμενη “μεγάλη” αποζημίωση. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, η αποζημίωση της Α.Κ. 690 συνδυάζει αποτελέσματα υπαναχώρησης και αποζημίωσης, επειδή, μάλιστα η “μεγάλη” αποζημίωση έχει τα αποτελέσματα της υπαναχώρησης, επιβάλλονται οι περιορισμοί του δικαιώματος υπαναχώρησης για πραγματικά ελαττώματα, κυρίως δε, κατά την επικρατούσα και ακολουθούμενη από το παρόν Δικαστήριο άποψη, η προϋπόθεση του ουσιώδους πραγματικού ελαττώματος, να εφαρμοστούν αναλογικά και στην αξίωση του εργοδότη για “μεγάλη” αποζημίωση, στην οποία περιλαμβάνεται η απόδοση της καταβληθείσας αμοιβής, εντόκως από την ημέρα της καταβολής και η αποκατάσταση κάθε άλλης ζημίας από τη μη εκπλήρωση της σύμβασης (θετική ζημία, διαφυγόν κέρδος, περαιτέρω ζημίες από σωματικές βλάβες), υποχρεούται δε ο εργοδότης, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 547 § 1 Α.Κ., να αποδώσει το έργο στον εργολάβο. Αν το έργο δεν μπορεί να αποδοθεί αυτούσιο, εφαρμόζονται αναλογικά, για την υπαναχώρηση του εργοδότη, οι διατάξεις των άρθρων 548 και 549 Α.Κ., δηλαδή αν το έργο δεν μπορεί να αποδοθεί είτε από τη φύση του είτε γιατί καταστράφηκε ή χειροτέρευσε ουσιωδώς από πταίσμα του εργοδότη ή από τυχαίο περιστατικό ή γιατί μεταποιήθηκε ή εκποιήθηκε εξ ολοκλήρου από τον εργοδότη, η αξίωση του τελευταίου για τη”μεγάλη” αποζημίωση αποκλείεται (ΕφΛαρ 162/2014 ό.π., Α. Βαλτούδης, “Η σύμβαση έργου κατά τον Α.Κ.”, σελ. 137, ο ίδιος σε Απόστολου Γεωργιάδη “ΣΕΑΚ”, 2010, υπ’ άρθρα 688 – 690, §§ 63 -69, σελ. 1295 – 1297, Φ. Τσετσέκος, ό.π., σελ. 222-223).
Έτσι σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το άρθρο 681 ΑΚ, με τη σύμβαση έργου, ο μεν εργολάβος έχει υποχρέωση να εκτελέσει το έργο, ο δε εργοδότης να καταβάλει τη συμφωνημένη αμοιβή, ενώ από το συνδυασμό της παραπάνω διάταξης με εκείνες των άρθρων 374 εδάφ.α΄ και 690 του ΑΚ, προκύπτει ότι, αν το έργο, που εκτελέστηκε έχει ελλείψεις συμφωνημένων ιδιοτήτων ή πραγματικά ελαττώματα, ο εργοδότης έχει τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 688, 689 και 690 ΑΚ δικαιώματα, μεταξύ των οποίων η κατά το τελευταίο άρθρο αποζημίωση. Η αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει κατ` αρχήν τη δαπάνη στην οποία πρέπει να υποβληθεί για να αποκαταστήσει τις ελλείψεις, καθώς και το διαφυγόν κέρδος και κάθε περαιτέρω ζημία του εργοδότη που συνδέεται αιτιωδώς με την ύπαρξη των ελλείψεων (ΑΠ 1654/2005, ΑΠ 156/2001 ΕφΛαρ. 181/2005 Δικογραφία 2005 σελ. 504 ΕφΠατρ. 658/2004 ΑρχΝομ 2005 σελ. 81, ΕφΠατρ. 564/2004 ΑρχΝομ 2005 σελ. 72). Η ενάσκηση δε της εκ του άρθρου 690 ΑΚ αξιώσεως σε υπαιτιότητα του εργολάβου, προϋποθέτει εκτελεσθέν ή προσφερθέν προς παράδοση έργο έστω και ελαττωματικού (Μιχαηλίδη-Νουάρο στην ΕρμΑΚ άρθρα 384 αριθ4, 382 αριθ20-23, Γεωργιάδη Σταθόπουλου ΑΚ άρθρα 688-690 αριθ 1, 2, 4, 6 Καυκά ΕιδΕνοχ άρθρο 687 παρ. 2, ΑΠ 852/2003 ΝοΒ 2004 σελ. 245 και ΕλΔνη 2004 σελ. 172, ΑΠ 764/1994 ΕλΔνη 1996 σελ. 148, ΑΠ 1310/1984 ΕλΔνη 1985 σελ. 404, ΕΑ 6726/2003 ΕλΔνη 2004 σελ.1513,ΕφΛαρ. 7/2003 ΝοΒ 2003 σελ. 1428, ΕφΠειρ. 562/1994 ΑρχΝομ 45 σελ. 664, Εφθεσ. 1009/1992 Αρμεν. 46 σελ. 489, ΕΑ 6882/1987 ΕλΔνη 1988 σελ. 921 ΕΑ 8562/1984 ΕλΔνη 1987 σελ.116). Αν δε πριν την αποπεράτωση του έργου ο εργοδότης διαπιστώσει ότι το έργο που μέχρι τότε έχει εκτελεσθεί έχει ελλείψεις και ελαττώματα που οφείλονται σε υπαιτιότητα του εργολάβου, τότε ο εργοδότης δικαιούται να επικαλεστεί μόνο τα δικαιώματα που παρέχει σ` αυτόν η ως άνω διάταξη του άρθρου 687 του ΑΚ ήτοι να τάξει, με δήλωση του στον εργολάβο, εύλογη προθεσμία για τη διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων, στην οποία (δήλωση) πρέπει να περιέχεται η αξίωση για διόρθωση των ελλείψεων και ελαττωμάτων και αν παρέλθει η προθεσμία αυτή χωρίς να κάνει τίποτε ο εργολάβος, να εκτελέσει ο ίδιος τις διορθώσεις, με δαπάνες του εργολάβου και αν θέλει ν` ασκήσει κάποιο από τα άλλα δικαιώματα τα προβλεπόμενα εκ των άρθρων 688-690 ΑΚ, οφείλει να περιμένει την ολοκλήρωση του έργου ακόμα και όταν η ύπαρξη ελαττωμάτων είναι βεβαία εκ των προτέρων (Ιω,.Καράκωστα Ερμηνεία ΑΚ τόμος 5ος σελ. 1091, Μιχαηλίδη- Νουάρο στην ΕρμΑΚ άρθρα 384 αριθ4, 382 αριθ 20-23, Γεωργιάδη Σταθόπουλου ΑΚ άρθρα 688-690 αριθΐ, 2, 4, 6 Καυκά ΕιδΕνοχ άρθρο 687 παρ. 2,ΑΠ 852/2003 ΝοΒ 2004 σε΄.245 και ΕλΔνη 2004 σελ. 172, ΑΠ 764/1994 ΕλΔνη 1996 σελ. 148, ΑΠ 1310/1984 ΕλΔνη 1985 σελ. 404, ΕΑ 6726/2003 ΕλΔνη 2004 σελ.1513, ΕφΛαρ. 7/2003 ΝοΒ 2003 σελ. 1428, ΕφΠειρ. 562/1994 ΑρχΝομ 45 σελ. 664, Εφθεσ. 1009/1992 Αρμεν. 46 σελ. 489, ΕΑ 6882/1987 ΕλΔνη 1988 σελ. 921 ΕΑ 8562/1984 ΕλΔνη 1987 σελ. 116).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 686 ΑΚ, αν ο εργολάβος χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη επιβραδύνει την εκτέλεση του έργου με τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωσή του, ο εργοδότης μπορεί να υπαναχωρήσει από την σύμβαση χωρίς να περιμένει το χρόνο της παραδόσεως του έργου. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 686, 387, 389 και 390 ΑΚ προκύπτει ότι, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης από τις διατάξεις αυτές, με την κατά τη διάταξη αυτή δήλωση του εργοδότη προς τον εργολάβο, ότι υπαναχωρεί από τη σύμβαση της μισθώσεως έργου, η σύμβαση αυτή καταργείται από τη στιγμή της καταρτίσεώς της (extunk), η νομική σχέση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργολάβο διαλύεται αυτοδικαίως και αναδρομικά, επέρχεται απόσβεση όλων των υποχρεώσεων αυτών για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και δημιουργείται υποχρέωσή τους να αποδώσουν αμοιβαίως τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΠ 997/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αδυναμίας της αυτούσιας απόδοσης του ληφθέντος αντικειμένου ο οφειλέτης αποδίδει το ληφθέν γι` αυτό αντάλλαγμα. Επί παροχής έργου αντάλλαγμα είναι η κατά το χρόνο της παροχής αξία του μέρους του έργου που εκτελέστηκε και παραδόθηκε. Η αξία αυτή δεν αποτελεί αμοιβή, αλλά ωφέλεια κατά τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ (ΑΠ 445/2019, ΑΠ 1113/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), περιλαμβάνονται δε σ` αυτή τόσο η αξία της εργασίας και των υλικών που ενσωματώθηκαν στο έργο, όσο και το εργολαβικό κέρδος που αντιστοιχεί στο τμήμα του έργου που είχε εκτελεστεί μέχρι την υπαναχώρηση (ΑΠ 670/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ).
Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 και 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή απαραδέκτου, εκτός από τα άλλα στοιχεία και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, με ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο της αγωγής. Ειδικά, για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής του εργοδότη κατά του εργολάβου, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση, λόγω ελλείψεων και κακοτεχνιών του εκτελεσθέντος έργου από υπαιτιότητα του τελευταίου, πρέπει να εκτίθενται σ` αυτή εκτός των άλλων, οι ελλείψεις, οι οποίες θεμελιώνουν, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις, την αγόμενη προς κρίση αξίωση του ενάγοντος εργοδότη, χωρίς να απαιτείται επίκληση και της υπαιτιότητας του εργολάβου, η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και των ελλείψεων και κακοτεχνιών του εκτελεσθέντος έργου, καθώς και τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό της θετικής ζημίας του ζημιωθέντος (ΑΠ (2466/2007 ΕλΔνη 2008 σελ. 933, ΕφΛαρ. 23/2004 Ελ.Δνη 45 σελ. 827, ΕΑ 3534/2003ΕλΔνη 2004 σελ 585, ΕΑ 5625/1999 ΝοΒ 48 σελ. 652).
Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 914 επομ. ΑΚ περί αδικοπραξιών προκύπτει, ότι, για να υπάρξει αδικοπραξία και υποχρέωση του ζημιώσαντος να αποζημιώσει τον παθόντα και περαιτέρω να ικανοποιηθεί η ηθική βλάβη του τελευταίου κατά το άρθρο 932 ΑΚ, προϋποτίθεται, ότι η ζημία (θετική ή αποθετική) προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθρο 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθρο 919 ΑΚ) από πράξη ή παράλειψη, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του δράστη, ήτοι σε δόλο ή αμέλεια και ότι υφίσταται αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης της πράξης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη, όταν με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου προσβάλλεται δικαίωμα ή και απλό συμφέρον του παθόντος. Προστατευμένο από ορισμένη διάταξη νόμου, η οποία παραβιάστηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών και συνακόλουθα της αντίθετης προς αυτά συμπεριφοράς, λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες, που κατά τη γενική αντίληψη του χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου επικρατούν σε μια δεδομένη χρονική περίοδο. Μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής είναι μεν πράξη παράνομη, δεν συνιστά όμως και αδικοπραξία κατά την έννοια των άρθρων 914 επ ΑΚ. Είναι δυνατό, ωστόσο, μία ζημιογόνος ενέργεια, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώνει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Αυτό συμβαίνει όταν η ενέργεια αυτή, καθ` εαυτή και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντίθετη στο γενικό καθήκον, που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας υπαίτια ζημιά σε άλλον (ολΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22 σελ.505, ΑΠ 1120/2005, ΑΠ 212/2000 ΕΔΠολ 2000 σελ. 258, ΑΠ 555/1999 ΕλΔνη 41 σελ. 87, ΕΑ 302/2006 ΔΕΕ 2006 σελ. 513). Για τη θεμελίωση, όμως και της πρωτογενούς αδικοπρακτικής ευθύνης, ο ενάγων θα πρέπει στο δικόγραφο της αγωγής του να περιλαμβάνει, κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης του. Ειδικότερα για την υπαιτιότητα του ζημιώσαντος, απαιτείται να εκτίθενται και πραγματικά περιστατικά που να τη θεμελιώνουν, είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, καθόσον δεν είναι αρκετή η αναφορά στην αγωγή, ότι από την παράνομη ενέργεια του εναγομένου επήλθε κάποιο αποτέλεσμα (ΑΠ 1863/2007 ΝοΒ 2008 (56) σελ. 878, ΕφΠατρ. 658/2004 ΑρχΝομ. 2005 σελ. 81, ΕφΛαρ. 284/2004 Δικογραφία 2005 σελ. 30). Κατά συνέπεια, όταν το πταίσμα που επέφερε τη ζημία ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς την παραβίαση της σύμβασης και τη δημιουργία της παρανομίας δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί αδικοπραξίας (βλ. ΑΠ 292/2000 ΕΔΠ 2000.258).
Τέλος, ο εργοδότης έχει κατά το άρθρ. 700 ΑΚ το δικαίωμα να καταγγείλει οποτεδήποτε έως την αποπεράτωση του έργου τη σύμβαση και μάλιστα χωρίς ανάγκη να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη σπουδαίου λόγου, οπότε αυτή λύνεται για το μέλλον και υποχρεούται πλέον ο ίδιος να παραλάβει το έργο στην κατάσταση που βρίσκεται κατά την καταγγελία, καταβάλλοντας ολόκληρη τη συμφωνημένη αμοιβή, από την οποία πάντως, ύστερα από ένστασή του, αφαιρείται η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από τη ματαίωση της σύμβασης, καθώς και οτιδήποτε άλλο ωφελήθηκε ο εργολάβος από άλλη εργασία του ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί. Όμως εφόσον η σύμβαση λύνεται με την παραπάνω καταγγελία μόνον για το μέλλον, ενώ διατηρείται ισχυρή για τον προηγούμενο χρόνο, συνάγεται ότι διατηρούνται τα τυχόν δικαιώματα του εργοδότη από τα άρθρ. 688-690 ΑΚ αναφορικά με το μέρος του έργου που εκτελέσθηκε μέχρι την καταγγελία της σύμβασης (ΑΠ 793/ 2015, ΑΠ 762/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Διαφορετική από την εν λόγω καταγγελία είναι ως προς τις προϋποθέσεις, αλλά και ως προς τις συνέπειες, η υπαναχώρηση από τη σύμβαση έργου, που προβλέπεται από το άρθρ. 686α,β του ΑΚ, κατά τα ήδη αναφερόμενα, σύμφωνα με το οποίο αν ο εργολάβος δεν αρχίσει έγκαιρα την εκτέλεση του έργου ή αν επιβραδύνει, χωρίς υπαιτιότητα του εργοδότη, την εκτέλεση του έργου, στο σύνολό της ή εν μέρει, κατά τρόπο που αντιβαίνει στη σύμβαση και καθιστά αδύνατη την έγκαιρη περάτωσή του, μπορεί ο εργοδότης, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πταίσματος του εργολάβου, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, χωρίς να περιμένει το χρόνο της παράδοσης του έργου, σε περίπτωση δε υπερημερίας του εργολάβου, διατηρούνται ακέραια τα σχετικά δικαιώματα του εργοδότη. Η υπαναχώρηση ως αιτία καταργήσεως της συμβάσεως είναι δυνατό να προβλεφθεί και εκ των προτέρων στη σύμβαση (συμβατική υπαναχώρηση). Με την υπαναχώρηση, η οποία είναι τρόπος κατάργησης κάποιων συμβατικών δικαιωμάτων που ρητά προβλέπονται, η σύμβαση έργου καταργείται αναδρομικά και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζονται στο άρθρ. 389§2 ΑΚ.
Στην προκείμενη περίπτωση με την από 5-7-2013 (αριθμ.εκθ.καταθ. …../2013) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγουσες ήδη εκκαλούσες εξέθεσαν τα ακόλουθα: Ότι κατόπιν διαπραγματεύσεων με τον δεύτερο των εναγομένων ήδη δεύτερο εφεσίβλητο, ο οποίος εμφανιζόταν ως εργολάβος- κατασκευαστής μιας υπο ανέγερση πολυκατοικίας που βρίσκεται στη Νίκαια επι της οδού ………., με το σύστημα της αντιπαροχής δυνάμει του υπ΄αριθμ. …../ 15-03-2005 προσυμφώνου και εργολαβικού συμβολαίου της Συμβ/φου Αθηνών …… που είχε υπαχθεί (η ανω πολυκατοικία) στο σύστημα των οριζόντιων ιδιοκτησιών δυνάμει της υπ΄αριθμ………../ 8-12-2005 πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ίδιας ως ανω συμβολαιογράφου, συμφώνησαν να αγοράσουν η μεν πρώτη (ενάγουσα) το υπο στοιχεία Ε-1 διαμέρισμα του πέμπτου υπέρ το ισόγειο ορόφου με την ανήκουσα σε αυτό αποκλειστική χρήση της υπ΄αριθμ.5 θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου του ακάλυπτου χώρου (pilotis) και τις υπό στοιχεία Υ-1 και Υ-2 αποθήκες του υπογείου, η δε δεύτερη ( ενάγουσα) το υπό στοιχεία Ε-2 διαμέρισμα του πέμπτου υπέρ το ισόγειο ορόφου με την ανήκουσα σε αυτό αποκλειστική χρήση της υπ΄αριθμ.6 θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου του ακάλυπτου χώρου (pilotis) και την υπό στοιχεία Υ-10 αποθήκη του υπογείου. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος τους πίεζε να προβούν στην υπογραφή των αγοραπωλητηρίων συμβολαίων και τους ενημέρωσε ότι για οικογενειακούς- φορολογικούς λόγους στα συμβόλαια θα εμφαίνεται ως πωλητής- εργολάβος ο πρώτος εναγόμενος- υιός του. Ότι στις 20-7-2006 η πρώτη ενάγουσα υπέγραψε με τον πρώτο εναγόμενο το υπ΄αριθμ.27571/ 2006 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, παρουσία και του δεύτερου εναγομένου, με συμφωνηθεν τίμημα το ποσό των 84.748,31 ευρώ, το οποίο πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί εντός προθεσμίας 3 μηνών από την υπογραφή του συμβολαίου, ενώ παράδωσε στον πρώτο εναγόμενο προς εξασφάλισή του 2 επιταγές ποσού 15.000,00 ευρώ έκαστη, πληρωτέες την 15-9-2006 και 15-10-2006,καθώς και μία προκαταβολή ποσού 5.251,00 ευρώ για την εκτέλεση των αναφερόμενων στην αγωγή πρόσθετων εργασιών. Ότι η δεύτερη ενάγουσα την ίδια ημέρα υπέγραψε το υπ αριθμ……../2006 αγοραπωλητήριο συμβόλαιο ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, επίσης παρουσία και του δεύτερου εναγομένου, με συμφωνηθέν τίμημα το ποσό των 83.656,59 ευρώ, εκ του οποίου ποσό 42.251,69 ευρώ παρέδωσε στον πρώτο εναγόμενο σε μετρητά και το υπόλοιπο ποσό πιστώθηκε και συμφωνήθηκε να καταβληθεί μέχρι την 15-10-2006. Ότι επειδή οι πωληθείσες ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες ήταν ημιτελείς συμφωνήθηκε ότι οι πωλητές όφειλαν να τους παραδώσουν τα διαμερίσματα πλήρως αποπερατωμένα και κατάλληλα προς χρήση το αργότερο μέχρι την 31-12-2006, τους δε κοινόκτητους και κοινόχρηστους χώρους μέχρι την 31-1-2007. Ότι μετά την υπογραφή των συμβολαίων, ο δεύτερος εναγόμενος επικαλούμενος οικονομικές ανάγκες, πίεζε τον πατέρα τους να προβούν στην καταβολή των χρημάτων και έτσι η πρώτη εξ αυτών (εναγουσών) εξόφλησε στις 23-8-2006 και 8-9-2006 τις παραπάνω επιταγές, του κατέβαλε σε μετρητά στις 4-9-2006 το ποσό των 15.000,00 ευρώ και του παρέδωσε μια επιταγή ποσού 45.000,00 ευρώ, ενώ η δεύτερη στις 15-9-2006 προέβη στην ολοσχερή εξόφληση του πιστωθέντος τιμήματος. Ότι από τις αρχές Οκτωβρίου 2006 και αφού είχαν ήδη προβεί σε ολοσχερή εξόφληση του τιμήματος της πώλησης, η επικοινωνία με τον δεύτερο εναγόμενο αραίωσε, αν και προσπαθούσαν να τον βρούν και να συνεννοηθούν μαζί του για την αποπεράτωση των απαιτούμενων εργασιών των ιδιοκτησιών, στη συνέχεια δε οι εργασίες στην πολυκατοικία σταμάτησαν και τελικά ουδεμία παράδοση διαμερισμάτων έλαβε χώρα καθώς οι εναγόμενοι εξαφανίστηκαν και εγκατέλειψαν ημιτελή τόσο τα διαμερίσματα τα οποία ήταν δίχως ντουλάπια, έπιπλα κουζίνας, εσωτερικές πόρτες, είδη υγιεινής, αλουμίνια, καλοριφέρ κλπ, όσο και τους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας. Ότι κατόπιν όλων αυτών, ανέθεσαν στον αρχιτέκτονα μηχανικό ………. να εξετάσει την πολυκατοικία και αφού έλαβαν σχετική βεβαίωσή του, κοινοποίησαν στις 11-07-2008 την από 7-7-2008 εξώδικη δήλωση- διαμαρτυρία στον πρώτο εναγόμενο κηρύσσοντάς τον έκπτωτο και δηλώνοντας την πρόθεσή τους να κινηθούν νομικά εναντίον του, παράλληλα δε τόσο αυτές (ενάγουσες) όσο και το σύνολο των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας κατέληξαν σε συμφωνία με τους αδελφούς ………, εργολάβους οικοδομών, προκειμένου να αναλάβουν, με δικές τους δαπάνες πλέον, την αποπεράτωση τόσο των διαμερισμάτων όσο και των κοινόχρηστων τμημάτων της πολυκατοικίας. Ότι όπως προκύπτει από τις αποδείξεις παροχής υπηρεσιών καθώς και τα τιμολόγια που προσκομίζουν οι ίδιες (ενάγουσες) αναγκάστηκαν να καταβάλουν για τη συνέχιση του έργου το συνολικό ποσό των 100.000 ευρώ, ήτοι 50.000 ευρώ για κάθε διαμέρισμα, και ότι επειδή οι εναγόμενοι αχρεωστήτως έλαβαν το ποσό αυτό και αυτές (ενάγουσες) υποχρεώθηκαν να καταβάλουν επιπρόσθετα για τη συνέχιση του έργου, ζητούν την πλήρη αποζημίωσή τους και την επιστροφή ποσού 50.000 ευρώ σε εκάστη εξ αυτών, ενώ επιφυλάσσονται για περαιτέρω αποζημίωση η οποία θα υπολογιστεί με την περάτωση του έργου, όσον αφορά τους κοινόχρηστους χώρους (πάρκινγκ, πιλωτή, ακάλυπτος χώρος). ΄Οτι οι εναγόμενοι με τις παράνομες πράξεις και ενέργειές τους, αφού τις εξαπάτησαν έχοντας πλήρη επίγνωση ότι οι υποσχέσεις που τους έδιναν δεν επρόκειτο να υλοποιηθούν, τις ζημίωσαν εισπράττοντας από αυτές το σύνολο του συμφωνηθέντος ποσού, επιπρόσθετα δε με δόλο τις εξαπάτησαν προκειμένου να τους αποστερήσουν μεγάλα ποσά, προσποιούμενοι δήθεν ότι θα τους παρέδιδαν « έτοιμα διαμερίσματα» τις οδήγησαν σε ζημία η οποία ανέρχεται σε ποσό 50.000 ευρώ για την κάθε μία από αυτές και ότι από την παράνομη ως ανωτέρω συμπεριφορά των εναγομένων προκλήθηκε σ΄αυτές μεγάλη ψυχική στεναχώρια για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
Με βάση το ιστορικό αυτό οι ενάγουσες ζήτησαν, μετά το νομότυπο περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223,294,295 ΚΠολΔ), να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται εις ολόκληρον έκαστος να καταβάλουν σε κάθε μία εξ αυτών: α) το ποσό των 50.000 ευρώ με βάση την ενδοσυμβατική και την αδικοπρακτική ευθύνη και β) το ποσό των 20.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για τη μεγάλη ψυχική στεναχώρια που προκλήθηκε σ΄αυτές από τις πράξεις των εναγομένων καθώς εναπόθεσαν « οικονομίες μιας ζωής» χωρίς να τους παραδοθούν τα διαμερίσματα που είχαν συμφωνηθεί, ενώ ταλαιπωρούνται επί 7 έτη για την αποπεράτωση του έργου. Ακόμη ζήτησαν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη και επιβλήθηκαν σε βάρος των εναγουσών τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των 2.800,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγουσες και ήδη εκκαλούσες με την κρινόμενη έφεσή τους για τους διαλαμβανόμενους σ`αυτήν λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή καθ` ολοκληρίαν η αγωγή τους.
Στην προκειμένη περίπτωση κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, οι ενάγουσες – εργοδότριες επιδιώκουν αποζημίωση στηριζόμενη στο άρθρο 690 του ΑΚ, πλην όμως με το ανωτέρω περιεχόμενο και αιτήματα και σύμφωνα με όσα εκτίθενται στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, η αγωγή, ως προς το κονδύλιο αποζημίωσης για την αποκατάσταση των ελλείψεων του έργου και των ζημιών που προκλήθηκαν εξαιτίας αυτών από υπαιτιότητα των εναγομένων – εργολάβων, είναι απορριπτέα ως αόριστη, καθώς δεν εκτίθενται σ΄αυτήν συγκεκριμένα ούτε οι επικαλούμενες ελλείψεις, οι οποίες παρατίθενται με μια γενικόλογη ενδεικτική αναφορά, χωρίς κανένα περαιτέρω προσδιορισμό, ούτε και οι αιτούμενες για αυτές δαπάνες προς αποκατάστασή τους και ειδικότερα, αναλυτικά, κατ` είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας, χωριστά τα υλικά που απαιτήθηκε να αγοράσουν οι ενάγουσες για την αποκατάσταση των αναφερομένων κακοτεχνιών και ελλείψεων και χωριστά η δαπάνη για την αμοιβή της απαιτουμένης κάθε επί μέρους εργασίας, αναφέροντας και το εργατοτεχνικό προσωπικό που απαιτείται να απασχοληθεί (αριθμός, ειδικότητα προσωπικού και ημέρες απασχόλησης), κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Τέλος, ως προς το αγωγικό κονδύλιο του ποσού των 20.000,00 ευρώ για κάθε ενάγουσα ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης τους, δεν βρίσκει νόμιμο έρεισμα στις διατάξεις περί αδικοπραξίας, ώστε να είναι δυνατή η επιδίωξη χρηματικής ικανοποίησης, καθόσον τα ιστορούμενα στην αγωγή περιστατικά, δεν μπορούν στη προκειμένη περίπτωση να στηρίξουν αποζημιωτική από αδικοπραξία πρωτογενή ευθύνη των εναγομένων, εφόσον οι σχετικές ενέργειες των εναγομένων, διαπραττόμενες χωρίς τη σύμβαση έργου, δεν θα είναι παράνομες, ως μη αντικείμενες στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο (άρθρο 914 ΑΚ) γενικό καθήκον του να μη ζημιώνεται άλλος υπαίτια (ΑΠ 850/2002 δημ. στη ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με τα ανωτέρω η αγωγή είναι αόριστη καθόσον δεν παρέχεται στους εναγομένους η δυνατότητα της άμυνας και στο Δικαστήριο ελέγχου του βάσιμου των ως άνω αγωγικών κονδυλίων και του αιτιώδους συνδέσμου αυτών με την επικαλούμενη αντισυμβατική συμπεριφορά των εναγομένων. Η αοριστία αυτή του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να συμπληρωθεί με την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 842/2005, Εφ.Δωδ.135/ 2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγουσών που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που οι εκκαλούσες κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 1503/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ. Και
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e-παραβόλου με κωδικό ……………/2019 άσκησης έφεσης που κατέθεσαν οι εκκαλούσες, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 11 Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ