Αριθμός 270/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Λεμονιά Καπετάνιου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………., κατοίκου Σαλαμίνας, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………./2017 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1274/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 10.11.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2019) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από την υπ΄αριθ. ………/8.7.2020 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Εφετείου Πειραιά, ……… που προσκομίζει η εκκαλούσα, αποδεικνύεται ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη σημερινή δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη. Η τελευταία όμως δεν εμφανίστηκε στη σημερινή δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην, αλλά η διαδικασία να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα (524 παρ. 4 ΚΠολΔ). Η κρινόμενη, 10.11.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………/11.11.2019) έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και η έφεση ασκήθηκε εντός της κατ΄άρθρ. 518 παρ. 2 ΚΠολΔ προθεσμίας, όπως προκύπτει από την ημερομηνία δημοσίευσης της εκκαλουμένης (8.4.2019) σε συνδυασμό με την έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά (11.11.2019), ενώ για το παραδεκτό της προσκομίστηκε το υπ΄αριθ. …………./2019 e- παράβολο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 Αβ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης. Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς το παραδεκτό και ουσιαστικά βάσιμο των λόγων της.
Με τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής είναι αναγκαίο για το παραδεκτό της αγωγής να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν τις προϋποθέσεις εφαρμογής ορισμένου κανόνα δικαίου και θεμελιώνουν το αίτημα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω έλλειψης διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της. Επιπλέον, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 976, 1045, 1051, 1094ΑΚ, 70 και 216 παρ. 1ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής που στηρίζεται στην έκτακτη χρησικτησία είναι, εκτός των άλλων, η επίκληση της άσκησης νομής στο επίδικο ακίνητο επί συνεχή εικοσαετία, συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής χρησικτησίας του προκατόχου του νομέως. Ειδικότερα, σε αγωγή αναγνώρισης κυριότητας και διόρθωσης πρώτης εγγραφής του Κτηματολογίου, για την επίκληση της κυριότητας κτηθείσας με έκτακτη χρησικτησία αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι ο ενάγων επί εικοσαετία και μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή όπου κείται το επίδικο ακίνητο συνεχώς ασκεί τη φυσική εξουσίαση επί του γεωτεμαχίου με διάνοια κυρίου (νομή), δηλ. να αναφέρει εμφανείς υλικές πράξεις επί του γεωτεμαχίου, που είναι δηλωτικές της βούλησης του να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τον κατά τη βούλησή του προορισμό του γεωτεμαχίου, δηλ. εποπτεία, επίβλεψη, επίσκεψη, καλλιέργεια, οριοθέτηση, καθαρισμός, παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, κ.α., χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων, μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 911/2019, ΑΠ 336/2019, ΑΠ 92/2013, ΑΠ 582/2018, ΝΟΜΟΣ) βλ. επίσημη ιστοσελίδα του ΑΠ), Β) Περιγραφή του επιδίκου γεωτεμαχίου και δη αναφορά του ΚΑΕΚ (Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου) (ΕφΑθ 2375/2016, ΝΟΜΟΣ) και Γ) Την ανακριβή εγγραφή που περιέχεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου γεωτεμαχίου και συγκεκριμένα ότι στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας «άγνωστος» (βλ. Κωνστ. Εμμανουηλίδου Η δίκη της χρησικτησίας Δικονομικό πλαίσιο και διαδικαστικά ζητήματα σε συλλογικό έργο Χρησικτησία και Εθνικό Κτηματολόγιο εκδ. 2017 σελ. 279 επ ).
Στην προκειμένη περίπτωση, η εκκαλούσα με την από 5.7.2017 αγωγή της ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή της και αφού αναγνωριστεί η ίδια ως κυρία με έκτακτη χρησικτησία του σ΄αυτήν περιγραφομένου ακινήτου, να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς και εσφαλμένης αρχικής εγγραφής στο βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας του άνω ακινήτου, ώστε να καταχωρηθούν τα δικά της ορθά στοιχεία ως ιδιοκτήτριας, αντί των εσφαλμένως καταχωρηθέντων της εναγομένης. Ειδικότερα, η ενάγουσα εξέθετε ότι κατέστη αποκλειστική κυρία νομέα και κάτοχος του εκτός σχεδίου πόλεως, εκτός ζώνης και εκτός Γ.Π.Σ., μη αρτίου και μη οικοδομησίμου οικοπέδου στη θέση .. .. Σαλαμίνας, επιφανείας 971,67 τμ, το οποίο εμφαίνεται και περιγράφεται αναλυτικά κατά τα σχετικά σχεδιαγράμματα, ΚΑΕΚ και όρια στην αγωγή, επί του οποίου έκτισε παραθεριστική κατοικία, με πρωτότυπο τρόπο και δη με άτυπη αγορά από το Μάιο 1990 από το ….……., έναντι τιμήματος 1.500.000 δρχ., το οποίο εξόφλησε πλήρως τμηματικά μέχρι τον Ιανουάριο 1992, χωρίς να υπογραφεί ποτέ οριστικό συμβόλαιο, ενώ μετά το θάνατο του δικαιοπαρόχου της κατά το έτος 1994, οι κληρονόμοι του δεν προέβησαν σε αποδοχή κληρονομίας. Ότι από το Μάιο 1990 ασκεί επ΄αυτού όλες τις προσιδιάζουσες πράξεις νομής και κατοχής, όπως αναφέρονται στην αγωγή, καθισταμένη αποκλειστική κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Ότι, όταν άρχισε η κτηματογράφηση της περιοχής το 1999, δεν μπορούσε να υποβάλει νόμιμα δήλωση αυτού με αποτέλεσμα να καταχωρηθούν εσφαλμένα τα στοιχεία της εναγομένης ως κυρία αυτού. Εν όψει των ανωτέρω και εφόσον υπάρχει ακόμη σχετική προθεσμία για την αναγνώριση των δικαιωμάτων της, ζήτησε τ΄ανωτέρω. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δίκασε ερήμην της εναγομένης, εφαρμόζοντας την τακτική διαδικασία και απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, για το λόγο ότι δεν εκτίθετο σε αυτήν ο χρόνος νομής του δικαιοπαρόχου της ενάγουσας ώστε, προσμετρούμενος να συμπληρωθεί η χρησιδεσπόζουσα νομή κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου στην περιοχή του ένδικου ακινήτου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί όπως εξαφανιστεί ή μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη προς το σκοπό αποδοχής της αγωγής της, καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στη δικαστική της δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ.1 εδ.α και 2 του ν. 2664/1998 που ρυθμίζει τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, αυτό αποτελεί σύστημα οργανωμένων σε κτηματοκεντρική βάση νομικών, τεχνικών και άλλων πρόσθετων πληροφοριών, εκ των οποίων οι μεν τεχνικές καταχωρίζονται στο κτηματολογικό διάγραμμα, οι δε νομικές στο κτηματολογικό φύλλο εκάστου ακινήτου και αποσκοπούν στον ακριβή καθορισμό των ορίων των ακινήτων και στη δημοσιότητα των εγγραπτέων στα κτηματολογικά βιβλία δικαιωμάτων και βαρών, με τρόπο που να διασφαλίζεται η δημόσια πίστη, προστατεύοντας κάθε καλόπιστο συναλλασσόμενο που στηρίζεται στις κτηματολογικές εγγραφές. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 εδ. α΄ του ιδίου νόμου, αντίστοιχη της οποίας δεν υπάρχει στον Αστικό Κώδικα, αντικείμενο των κτηματολογικών εγγραφών είναι τα εγγραπτέα δικαιώματα που αφορούν σε ακίνητα ή άλλα ειδικά ιδιοκτησιακά αντικείμενα. Αν και η έννοια της «κτηματολογικής εγγραφής» δεν προσδιορίζεται στο νόμο, με δεδομένο ότι το σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου αντικαθιστά σε μία περιοχή το μέχρι τότε ισχύον σύστημα των μεταγραφών που υποστηριζόταν από το υποθηκοφυλακείο και η κτηματολογική εγγραφή καταλαμβάνει τη θέση της μεταγραφής και της εγγραφής υποθήκης, θα πρέπει να θεωρηθεί ως τέτοια (κτηματολογική εγγραφή) η αποτύπωση, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, στο οικείο κτηματολογικό φύλλο και διάγραμμα, νομικών, τεχνικών και άλλων πρόσθετων πληροφοριών, που αφορούν σε ένα συγκεκριμένο ακίνητο ή ειδικό ιδιοκτησιακό αντικείμενο. Οι εν λόγω πληροφορίες αντλούνται στο μεν στάδιο των πρώτων εγγραφών από τις κατά την κτηματογράφηση δηλώσεις εγγραπτέων δικαιωμάτων μετά των συνυποβαλλόμενων πράξεων κατ’ άρθρα 1 και 2 παρ.3 του ν.2308/1995, στο δε μετέπειτα στάδιο από τις κατά το άρθρο 12 παρ.1 του ν. 2664/1998 καταχωριζόμενες πράξεις, δηλ. δικαιοπραξίες, δικαστικές αποφάσεις και διοικητικές πράξεις (βλ. Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο Β εκδ. 2019 σελ. 217, Κ. Πλιάτσικα, Η διόρθωση ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής εκδ. 2019 σελ. 19 επ, ). Σύμφωνα δε με το άρθρο 11 παρ. 1 του ν. 2664/1998 σε κάθε ακίνητο ή ιδιοκτησιακό αντικείμενο αντιστοιχεί ένα κτηματολογικό φύλλο με περισσότερες κτηματολογικές εγγραφές, δηλ. καταχωρίζονται σε αυτό όλες οι εγγραφές-πληροφορίες που το αφορούν και ανάλογα με το στάδιο διενέργειάς τους διακρίνονται σε αρχικές, πρώτες-οριστικές και μη- και μεταγενέστερες. «Αρχικές» είναι οι εγγραφές που εμφανίζονται στους τελικούς κτηματολογικούς πίνακες κατά το πέρας της κτηματογράφησης με βάση τις δηλώσεις εγγραπτέων δικαιωμάτων κατ’ άρθρα 1 και 2 παρ.3 του ν. 2308/1995 και μετά την καταχώρισή τους στα κτηματολογικά βιβλία ονομάζονται «Πρώτες Εγγραφές», καθώς αποτελούν την πρώτη (αρχική) εγγραφή στο Εθνικό Κτηματολόγιο. Οι πρώτες εγγραφές, επί των οποίων στηρίζεται κάθε μεταγενέστερη εγγραφή, αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων κατά την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή εμπράγματων δικαιωμάτων, που μετά την οριστικοποίησή τους και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του ιδίου νόμου, παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακριβείας, (ΑΠ 1342/2015,ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 2991/2017,ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015 ΝΟΜΟΣ, Λ. Κιτσαράς, Οι πρώτες εγγραφές στο Εθνικό Κτηματολόγιο, εκδ. 2001, σελ. 25επ., Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο, Β` εκδ. 2019 σελ. 865 σε υποσημείωση 318, Κων. Πλιάτσιακας, Η διόρθωση ανακριβούς πρώτης κτηματολογικής εγγραφής εκδ. 2019 σελ.137- 140 και Κων. Εμμανουηλίδου σε συλλ. έργο “ΕΘΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ Ισχύον Δίκαιο, στρεβλώσεις και θετέον δίκαιο εκδ. 2018 σελ. 498 επ). Μεταγενέστερες εγγραφές είναι οι καταχωρισμένες κατ’ άρθρο 12 του ν. 2664/1998 πράξεις(δικαιοπραξίες, διοικητικές πράξεις, δικαστικές αποφάσεις κλπ), οι οποίες παράγουν μαχητό τεκμήριο ακριβείας. Οι κτηματολογικές εγγραφές αφορούν τα εμπράγματα δικαιώματα (κυριότητα, δουλείες και υποθήκη), τις δεσμεύσεις και επιβαρύνσεις του ακινήτου (κατασχέσεις, απαγορεύσεις διάθεσης, απαλλοτριώσεις κλπ), τις εγγραπτέες διαδικαστικές πράξεις (διεκδικήσεις-αγωγές κατ’ άρθρο 12 παρ.1 εδ. ιβ του ν. 2664/1998 και οι επ’ αυτών δικαστικές αποφάσεις), καθώς και λοιπές πρόσθετες νομικές πληροφορίες (πχ για ενοχικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης ).
Στο άρθρο 6 του ν. 2664/1998 προβλέπεται η διαδικασία διόρθωσης των πρώτων κτηματολογικών εγγραφών λόγω εμφιλοχώρησης ανακριβειών κατά την κτηματογράφηση, που μεταφέρθηκαν στα κτηματολογικά βιβλία. Ο τρίτος που επικαλείται έννομο συμφέρον, στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου, με την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, ενώπιον του αρμόδιου καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιου Δικαστηρίου που συγκροτείται από Κτηματολογικό Δικαστή (17 παρ. 4 ν. 2664/1998), δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Η αγωγή αυτή έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα – ενίοτε και καταψηφιστικό, ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει παρακολουθηματικό – διαπλαστικό χαρακτήρα και γι΄αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετακλήτου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση και η δημιουργία του αμαχήτου τεκμηρίου ακριβείας της εγγραφής. Για ν΄αποφανθεί το Δικαστήριο περί της ουσιαστικής βασιμότητας της εν λόγω αγωγής θα πρέπει ν΄αποδειχθεί ότι ο ενάγων – πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, παράγωγο ή πρωτότυπο, κατά το χρόνο πριν από την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε αυτή (κυριότητα) στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπραγμάτου δικαιώματος που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή, όπως καθορίσθηκε με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και όχι αυτός της άσκησης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, (ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1342/2015, ΕφΔωδ 2/2020, ΕφΔυτΜακ 35/2020 και 96/2019, EφAθ 4496/2019, ΕφΠειρ 50/2017, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΠειρ 398/2015, ΕφΑθ 618/2015, ΝΟΜΟΣ, Δ. Παπαστερίου Α΄έκδοση, σελ. 762 επ., Γ. Διαμαντόπουλος – Κ. Εμμανουηλίδου, Ζητήματα Κτηματολογικού Δικονομικού δικαίου, εκδ. 2014, σελ. 10). Επομένως, εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης της κυριότητας είναι η χρησικτησία, τότε η επικαλούμενη χρησιδεσπόζουσα νομή θα πρέπει να έχει συμπληρωθεί πριν την έναρξη του Εθνικού Κτηματολογίου σε συγκεκριμένη περιοχή. Περαιτέρω, όπως προεκτέθηκε, για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής, πέραν των στοιχείων που απαιτούνται από το άρθρο 216 ΚΠολΔ, πρέπει ν΄αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με κάποιο νόμιμο τρόπο, όπως η έκτακτη χρησικτησία κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη της λειτουργίας τους Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή του επιδίκου ακινήτου και ότι είχε κατά το χρονικό αυτό σημείο την κυριότητα. Η διάταξη του άρθρου 37 παρ. 2 ν. 4315/24.10.2014 με την οποία προστέθηκε στην παρ. 3 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998 η περίπτωση στ΄, σύμφωνα με την οποία « Όταν ο τίτλος κτήσης του δικαιώματος που προσβάλλεται με την ανακριβή εγγραφή και για το οποίο ζητείται η διόρθωση είναι χρησικτησία, η συμπλήρωση της νομής υπολογίζεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής της παραγράφου 2 ή της αίτησης της περίπτωσης α της παρούσας παραγράφου, υπό την επιφύλαξη των οριζομένων στην υποπερίπτωση ββ΄ της ίδιας περίπτωσης της παρούσας παραγράφου και εντός της προθεσμίας που ορίζεται στις περιπτώσεις α΄και β΄ της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου. Η διάταξη του προηγουμένου εδαφίου εφαρμόζεται και αγωγές και αιτήσεις που ασκήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν ακόμη συζητηθεί σε πρώτο ή δεύτερο βαθμό. Οι διατάξεις των προηγουμένων δύο εδαφίων δεν θίγουν τις σχετικές διατάξεις που ισχύουν για το Δημόσιο και ιδίως εκείνες των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3127/2003», χωρίς ουδεμία μνεία στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, ελέγχεται ως αντισυνταγματική ένεκα της αντίθεσής της με την αρχή της ισότητας (άρθρ. 4 παρ. 1 και 2 Σ) και της προστασίας της ιδιοκτησίας (άρθρ. 17 παρ. 1 Σ), καθόσον προσδίδει περισσότερα δικαιώματα σε αυτόν που ουδέν δικαίωμα είχε κατά την κτηματογράφηση και γι΄αυτό δεν το δήλωσε έναντι αυτού που είχε δικαίωμα και προέβη σε υποβολή δήλωσης και επιπλέον ανατρέπει την έννοια των «πρώτων εγγραφών». Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 536 ΚΠολΔ, «Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. 2. Οι διατάξεις της παρ. 1 δεν εφαρμόζονται όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης δικάζει την υπόθεση κατ΄ουσίαν».
Εν προκειμένω, η εκκαλούσα – ενάγουσα, που ισχυρίζεται ότι κατέστη κυρία με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, στην αγωγή της δεν αναφέρθηκε στο χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου της ώστε να προσμετρηθεί αυτός στο χρόνο της δικής της νομής που, όπως ισχυρίζεται, άρχισε από το Μάιο 1990 και μέχρι την έναρξη της λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου της περιοχής του επιδίκου, (που όπως αναφέρεται και στην εκκαλουμένη είναι η 12.2.2007). Αντίθετα, η ενάγουσα, αναφέρεται στο έτος 1999 ως χρόνο έναρξης της κτηματογράφησης της περιοχής, ο οποίος είναι αδιάφορος, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Έτσι όμως, δεν προκύπτει και το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε δικανικό συμπέρασμα μέσω του ελέγχου των αποδείξεων, ότι η ενάγουσα συμπλήρωσε την απαιτούμενη εικοσαετή χρησιδεσπόζουσα νομή με προσμέτρηση του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου της κατά τον κρίσιμο χρόνο, που όπως αναφέρθηκε παραπάνω είναι ο χρόνος έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή του επιδίκου, δεδομένου ότι όπως αναφέρεται στην αγωγή η ενάγουσα άρχισε να νέμεται το επίδικο το Μάιο του 1990. Και τα παραπάνω, παρά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 στ΄ν. 2664/1998, καθόσον η διάταξη αυτή μετατοπίζει αδικαιολόγητα και αντίθετα με το σκοπό ύπαρξης της κτηματολογικής διαδικασίας, τον κρίσιμο χρόνο ύπαρξης του εγγραπτέου δικαιώματος και κατά συνέπεια και τον κρίσιμο χρόνο ανακρίβειας της πρώτης εγγραφής, από το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου σε μία περιοχή, στο χρόνο άσκησης της αγωγής , παραβλέποντας την αρχή που διέπει τις πρώτες εγγραφές, σύμφωνα με την οποία αυτές θα πρέπει να απεικονίζουν την πραγματική εικόνα του ακινήτου που κτηματογραφήθηκε. Οι πρώτες εγγραφές δε, επί των οποίων στηρίζεται και κάθε μεταγενέστερη εγγραφή και οι οποίες αποτελούν πράξη δημόσιας αρχής με διαπιστωτικό χαρακτήρα των υφισταμένων εμπραγμάτων δικαιωμάτων κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου και μόνο στο χρόνο αυτόν σε μία περιοχή, μετά την οριστικοποίησή τους παράγουν αμάχητο τεκμήριο ακριβείας (ΑΠ 1342/2015, ο.π.). Έτσι, ο επικαλούμενος κυριότητα με χρησικτησία, τακτική ή έκτακτη, σε χρόνο όμως που συμπληρώνεται μετά την έναρξη του κτηματολογίου και πριν την άσκηση της αγωγής, ζητεί να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή ως ανακριβής και να καταχωριστεί το δικαίωμά του, αν και ο ίδιος κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου δεν είχε αποκτήσει τέτοιο δικαίωμα και ορθά το δικαίωμά του δεν αποτυπωνόταν στις πρώτες εγγραφές, (έναντι άλλου, ο οποίος είχε αποκτήσει το σχετικό δικαίωμα και είχε αποτυπωθεί το σχετικό δικαίωμά του ως πρώτη εγγραφή). Και εάν ακόμη, αυτός που δεν είχε συμπληρώσει χρησικτησία κατά το χρόνο έναρξης του κτηματολογίου, είχε υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας, η διάσταση αυτή μεταξύ της δήλωσης και της πραγματικότητας και η ανυπαρξία του δικαιώματός του θα έπρεπε να διαπιστωθεί στα πλαίσια ελέγχου της νομιμότητας και τότε η σχετική εγγραφή θα ήταν ανακριβής, εν όψει της δήλωσης και της αληθούς νομικής κατάστασης του ακινήτου, κατά παράβαση των αρχών τη ισότητας και της προστασίας της ιδιοκτησίας. Για τους παραπάνω λόγους, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 στ΄ν. 2664/1998, με την οποία ο χρόνος συμπλήρωσης της χρησικτησίας της ενάγουσας μετατοπίζεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, δεν μπορεί να εφαρμοσθεί, οπότε από το 1990 οπότε η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι απέκτησε τη νομή μέχρι την έναρξη της λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή του επιδίκου (2007), δεν συμπληρώνεται ο απαιτούμενος χρόνος για την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία, εφόσον η ενάγουσα επικαλείται αορίστως κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία κατόπιν άτυπης αγοράς από το δικαιοπάροχό της αλλά δεν επικαλείται και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου της, ώστε να προσμετρηθεί και αυτός και να αποτελέσει απαραίτητο στοιχείο της αγωγής, αυτή πάσχει αοριστίας (216 ΚΠολΔ). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα, έστω και με διαφορετική αιτιολογία που συμπληρώνεται με την παρούσα (534 ΚΠολΔ), δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο μοναδικός λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται για τη μη εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 6 παρ 3 περ στ΄ του ν. 2664/98, όπως ίσχυε μετά την προσθήκη του με το ν 4315/2014 και το άρθρο 37 αυτού πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως και η έφεση στο σύνολό της. Κατόπιν αυτών, πρέπει να οριστεί το παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της εφεσίβλητης και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο (495 παρ. 3 Γ εδ. προτελευταίο ΚΠολΔ), όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό, χωρίς να επιβληθεί δικαστική δαπάνη λόγω της ήττας της εκκαλούσας και της ερημοδικίας της εφεσίβλητης (176, 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης.
Ορίζει το παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους της στο ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150 €).
Δέχεται τυπικά την από 10.11.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. …………/11.11.2019) έφεση.
Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 18 Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ