ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 277/2021
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ……….. και 2) ………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Θεόδωρο Σπαγαδώρο, βάσει δήλωσης αρ.242 παρ.2 ΚΠολΔ και
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………., 2) ……….. και 3) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ειρήνη Ζαντζα, βάσει δήλωσης κατ άρθρο 242 παρ.2 Κ.Πολ.Δ..
Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.3.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2017 αγωγή τους, κατά των εκκαλούντων και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη ………., η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3059/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την ……….. και έγινε δεκτή ως ουσία βάσιμη ως προς τους εκκαλούντες. Την ως άνω απόφαση προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, με την από 29.10.2018 έφεση που ασκήθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την απόφαση Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/30.10.2018 και εν συνεχεία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………/2019, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό 43 και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση των ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό εναγομένων κατά της με αριθμό 3059/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της από 8.3.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2017 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα , εντός της κατ άρθρο 518 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 και 144 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επίσης κατά την άσκηση της έφεσης κατατέθηκε από τους εκκαλούντες το παράβολο, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, και δη το με κωδικό ……… ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 30.10.2018 απόδειξη εξόφλησης της Τράπεζας Πειραιώς. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).
Κατ’ άρθρο 216 § 1 KΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 ή 117, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν, σύμφωνα με τον νόμο, την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Συνεπώς, για να θεωρηθεί οποιαδήποτε αγωγή σαφής και ορισμένη, πρέπει να περιέχει σαφή και όχι ενδοιαστική έκθεση όλων των συγκεκριμένων περιστατικών που είναι παραγωγικά του επιδίκου δικαιώματος ειδικότερα, η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς συνάπτεται με την υποβολή ορισμένου αιτήματος και αποσκοπεί να καταστήσει δυνατή την ταυτότητα αυτού (ΑΠ 346/ 1988 ΝοΒ 37. 252- ΕφΑθ 6600/2004 ΕλλΔνη 2005.498). Σε περίπτωση δε εναγωγής περισσοτέρων προσώπων που συνδέονται με το δεσμό της απλής ομοδικίας, όπως συμβαίνει και επί διεκδικητικής της κυριότητας αγωγής (ΑΚ 1094), ως εκ του ότι η κυριότητα είναι διαιρετό δικαίωμα και επομένως επιδεκτικό κτήσης, άσκησης και απώλειας κατ` ιδανικά μέρη (βλ. ΑΠ 1526/2014, ΠΠρΘεσ 11779/2006 δημοσιευμένες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 84/2003 ΤΝΠ ΔΣΑ), στην αγωγή πρέπει να αναφέρεται με τρόπο σαφή και ορισμένο η σχέση εκάστου των ομοδίκων με το αντικείμενο της δίκης κατά το μέρος που τον αφορά και η αίτηση έννομης προστασίας να συνδέεται με το αντικείμενο αυτό.. Όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται στην αγωγή ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικημένου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο (ΑΠ 650/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ούτως ώστε, να είναι δυνατόν στον εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου (και όχι ασαφούς) επιδίκου αντικειμένου, στο Δικαστήριο δε να τάξει το προσήκον θέμα απόδειξης (ΑΠ 944/2013 ΧρΙΔ 2014.20 -ΑΠ 2002/2006) και να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης (ΕφΠατρ 157/2016 όπ.π.- ΕφΑθ 883/2010 όπ.π. – ΕφΠατρ 727/2007 ΑχαΝομ 2008.682- βλ. Κ. Παπαδόπουλο, «Αγωγές Εμπραγμάτου Δικαίου», Α` τόμος, εκδ. 1989, § 103, σελ. 240-241). Το ίδιο ισχύει ΄για την ταυτότητα του λόγου και όταν περισσότεροι εναγόμενοι κατέχουν διαφορετικά διαιρετά τμήματα του ακινήτου. Η περιγραφή του ακινήτου δεν μπορεί να συμπληρώνεται με την παραπομπή σε άλλο έγγραφο, όπως σχεδιάγραμμα στο οποίο αποτυπώνεται το ακίνητο, εκτός αν το έγγραφο έχει ενσωματωθεί στην αγωγή, κατά τρόπο ώστε να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικής ένστασης από τον εναγόμενο, εφόσον ανάγεται στην προδικασία, που είναι δημόσιας τάξης (ΑΠ 488/2001 ΕλλΔνη 43.381- ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41.1301-ΑΠ 718/1998 ΕλλΔνη 40.575- ΕφΑθ 8660/2002 ΕλλΔνη 44.796). Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42.1318- ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 39.325- ΕφΠατρ 166/2008 ΑχαΝομ 2009. 293), ούτε, επίσης, με αναφορά στη σχετική διάταξη του νόμου ή μνεία αυτής, ούτε με δικαστική ομολογία του εναγομένου, η οποία ως αποδεικτικό μέσο με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, αποκλείει μόνο τη διεξαγωγή αποδείξεων και απαλλάσσει τον αντίδικο από το βάρος απόδειξης του σχετικού (ομολογούμενου) ισχυρισμού (ΑΠ 714/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με άλλα λόγια το δικονομικό βάρος του ενάγοντος το να προσδιορίσει το αντικείμενο για το οποίο ζητεί έννομη προστασία, δεν μπορεί να μετατεθεί με οποιαδήποτε νομική αιτία ούτε στο στάδιο της απόδειξης, δηλαδή στους μάρτυρες, τους πραγματογνώμονες κλπ. ούτε πολύ περισσότερο στο δικαστήριο, ώστε το τελευταίο να αποφανθεί και περί του ποιο θεωρεί ο ενάγων ως επίδικο, ή πράγμα ισοδύναμο για ποιό δικαίωμα ο ενάγων ζητεί προστασία (ΕφΠατρ 157/2016 όπ.π. – ΕφΠειρ 239/1998 ΕλλΔνη 39.887). Η άνωθεν αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπές σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα (ΕφΠατρ 157/2016 όπ.π.- ΕφΔωδ 92/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ- ΕφΑΘ 910/1995 ΕλλΔνη 38.916- ΕφΘεσ 278/1990 ΕλλΔνη 31.1309), εάν δεν προσαρτώνται στην αγωγή. Εξάλλου η περιγραφή του ακινήτου, από την οποία να μην γεννάται αμφιβολία για ταυτότητα του, μπορεί να γίνεται και με την αποτύπωση του σε τοπογραφικό διάγραμμα σε κλίμακα από το οποίο να προκύπτει, εκτός του σχήματος των πλευρών του, η θέση του, ο προσανατολισμός του και το εμβαδόν του, με την προϋπόθεση ότι το διάγραμμα ενσωματώνεται στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 217/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ-ΑΠ 712/1993 ΕλλΔνη 36.93- ΕφΠατρ 157/2016 όπ.π.- ΕφΑΘ 883/2010 όπ.π.- ΕφΠατρ 727/2007 όπ.π. ΕφΑΘ 6600/2004 όπ.π).Η έλλειψη ή η ασαφής αναφορά των ανωτέρω, ήτοι η αοριστία της αγωγής, ερευνάται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, διότι ανάγεται στην προδικασία που αφορά τη δημόσια τάξη (ΑΠ 438/2001 ΕλλΔνη 43.381- ΑΠ 1363/1997 ΕλλΔνη 39.325)..
Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 8.3.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2017 αγωγή τους, ισχυρίστηκαν οτι είναι συγκύριοι κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου έκαστος του αναλυτικά περιγραφόμενου στην αγωγή οικοπέδου, εμβαδού 313,88 τ.μ., κείμενου στη θέση «…………..», εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της Δημοτικής Κοινότητας Σαλαμίνας, της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων της Περιφέρειας Αττικής;, το οποίο περιήλθε σε αυτούς αρχικά κατά ψιλή κυριότητα ως κληρονόμων δυνάμει διαθήκης, του αποβιώσαντος την 7.6.2012 πατέρα τους, ………, την οποία αποδέχθηκαν με την με αριθμό ………/29.12.2015 δήλωση αποδοχής κληρονομίας που συνέταξε η Συμβολαιογράφος Πειραιά ………. που καταχωρήθηκε στο κτηματολογικό φύλλοο του ακινήτου με αριθμό ………/8.2.2016 και κατά πλήρη κυριότητα μετά τον επισυμβάντα την 13.1.2017 θάνατο της μητέρας τους …………, το γένος ………… Οτι στον πατέρα τους το ακίνητο είχε περιέλθει με παράγωγο τρόπο , ήτοι δυνάμει της με αριθμό 16/95 πράξης εφαρμογής, και της με αριθμό …../31.1.2000 διορθωτικής της πράξης που μεταγράφηκε νόμιμα.Οτι τον Ιούνιο του έτους 2011 διαπίστωσαν οτι οι δυο πρώτοι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες παρακρατούν παράνομα το επίδικο ακίνητο εμποδίζοντάς τους να εισέλθουν σε αυτό, αρνούμενοι να τους επιτρέψουν την είσσοδο σε αυτό και να ξηλώσουν παλαιά περίφραξη ενώ τον Ιανουάριο του έτους 2016 διαπίστωσαν οτι, η μη διάδικος στον παρόντα δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, …………. και οχι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι είχε καταλάβει και καλλιεργούσε το ευρισκόμενο στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου τους τμήμα επιφανείας 150 τ.μ., το οποίο αρνείται να τους αποδώσει. Ζήτησαν δε, βασιζόμενοι στα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά να αναγνωριστούν συγκύριοι έκαστος εξ αυτών κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου του όλου ακινήτου αξίας 59.641 ευρώ, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να τους αποδώσουν το ακίνητό τους και σε περίπτωση αρνήσεώς τους να διαταχθεί η βίαιη αποβολή τους από τούτο και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη με αριθμό 3059/2018 οριστική απόφασή του έκρινε οτι η αγωγή ήταν αόριστη ως προς την τρίτη εναγομένη, επειδή δεν προσδιορίστηκε σε αυτή με ακρίβεια υπό την έννοια της ακριβούς θέσης και του σχήματός του εντός του μείζονος ακινήτου, το τμήμα του ακινήτου το οποίο καλλιεργούσε. Επίσης απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα για την βίαιη αποβολή των εναγομένων από το επίδικο και εν τέλει έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσία βάσιμη ως προς τους εκκαλούντες, αναγνωρίζοντας, την κυριότητα των εναγόντων στο ακίνητο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου σε έκαστο και υποχρέωσε τους εναγομένους να αποδώσουν στους ενάγοντες το επίδικο ακίνητο. Τέλος με την εκκαλουμένη απόφαση τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, ποσού 2.100 ευρώ επιβλήθηκαν σε βάρος των δυο πρώτων εναγομένων. Κατά της απόφασης αυτής άσκησαν έφεση οι εναγόμενοι, παραπονούμενο για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή των εναγόντων.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή είναι αόριστη ως προς όλους τους εναγομένους αναφορικά με την ταυτότητα των επίδικων εδαφικών εκτάσεων, που φέρονται να έχουν καταλάβει και τις οποίες ζητούν οι ενάγοντες να τους αποδώσουν. Ειδικότερα, ενώ στην αγωγή, όπως το περιεχόμενο αυτής αναλυτικά προεκτέθηκε, αναφέρεται ότι οι δύο πρώτοι των εναγομένων το έτος 2011 εμπόδισαν την είσοδο του δικαιοπαρόχου των εναγομένων και της τοπογράφου μηχανικού που είχε επισκεφτεί το ακίνητο μετά από οδηγίες του πρώτου και αρνήθηκαν να ξηλώσουν την παλαιά περίφραξη, ισχυριζόμενοι οτι είναι δικό τους και έκτοτε παρακρατούν το ακίνητο ιδιοκτησίας των εναγόντων, εν συνεχεία εκτίθεται οτι το έτος 2016 οι ενάγοντες διαπίστωσαν οτι τμήμα του οικοπέδου καλλιεργείται με οπωροκηπευτικά είδη, οχι από τους δύο πρώτους εναγομένους αλλά από την τρίτη των εναγομένων η οποία ισχυρίζεται οτι ήταν κυρία του επιδίκου και παρακρατά τμήμα αυτού έκτασης 150 τ.μ. στην ανατολική πλευρά του. Με αυτό το περιεχόμενο όμως η εν λόγω αγωγή είναι αόριστη οχι μόνο ως προς την τρίτη εναγομένη, όπως έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση, επειδή δεν περιγράφεται επαρκώς το τμήμα του ακινήτου έκτασης 150 τ.μ. το οποίο παρακρατά η ίδια, αλλά και ως προς τους λοιπούς εναγομένους καθώς υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή δημιουργείται ασάφεια και ως προς το τμήμα που φέρονται να παρακρατούν οι δύο πρώτοι εναγόμενοι. Συγκεκριμένα αντιφατικά αναφέρεται στην αγωγή αφενός οτι οι δύο πρώτοι εναγόμενοι και νυν εκκαλούντες παρακρατούν όλο το επίδικο ακίνητο έκτασης 313,88 τ.μ., και αφετέρου οτι η τρίτη εναγομένη παρακρατά 150 τ.μ. του επιδίκου. Σημειώνεται δε οτι στην αγωγή δεν περιλαμβάνεται ισχυρισμός περί από κοινού παρακράτησης από το σύνολο των εναγομένων του τμήματος του επιδίκου έκτασης 150 τ.μ., ούτε οτι η καλλιέργεια του εν λόγω τμήματος του ακινήτου λαμβάνει χώρα από την τρίτη εναγομένη μετά από παραχώρησή του από τους δύο πρώτους εναγομένους, αλλά αντίθετα οτι το τμήμα αυτό καλλιεργεί η τρίτη εναγομένη και οχι ο πρώτος και ο δεύτερος αυτών, στην κυριότητα της οποίας ανήκε πριν την δημοσίευση της με αριθμό …./95 πράξης εφαρμογής. Οι ενάγοντες με τα ιστορούμενα στην αγωγή τους περιστατικά όπως αυτά προεκτέθηκαν, μετακυλύουν στο Δικαστήριο τον προσδιορισμό του αντικειμένου της αγωγής για το οποίο ζητούν έννομη προστασία ως προς τους δύο πρώτους εναγομένους, επειδή το Δικαστήριο καλείται να επιλέξει κατά τρόπο δικονομικά απαράδεκτό εάν υπό τα διαλαμβανόμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά οι δυο πρώτοι εναγόμενοι παρακρατούν το σύνολο του επίδικου ακινήτου, το οποίο περιγράφεται επαρκώς, ή τμήμα αυτού, και δη την έκταση που θα προκύψει αφαιρουμένου του τμήματος ακινήτου των 150 τ.μ. που παρακρατεί η τρίτη εναγομένη, η οποία ουδόλως προσδιορίζεται. Επιπλέον με την αγωγή ζητείται η απόδοση στους ενάγοντες του συνόλου του επιδίκου ακινήτου και από τους τρεις εναγομένους, γεγονός που επιτείνει την αοριστία της αγωγής. Οπως προαναφέρθηκε δε στη μείζονα σκέψη της παρούσας η αοριστία της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί μέσω των αποδείξεων, οι οποίες εξάλλου στην περίπτωση αυτή, ουδόλως διαφωτίζουν το Δικαστήριο, αφού η μάρτυρας των εναγόντων αναφέρεται σε περίφραξη τμήματος του ακινήτου των εναγόντων από τους δυο πρώτους εναγομένους, σκέψη που όλως διηγηματικώς αναφέρεται στην παρούσα απόφαση. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ορισμένη ως προς τους δύο πρώτους εναγομένους, παρά την προβολή της σχετικής ένστασης, η οποία επαναφέρεται και ως λόγος έφεσης, έσφαλε. Γι’ αυτό, κατά παραδοχή ως νόμιμου και ως κατ’ ουσίαν βάσιμου του πρώτου λόγου της ένδικης έφεσης, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, διακρατουμένης και εκδικαζομένης της υπόθεσης από το παρόν Δικαστήριο (535 KΠολΔ), πρέπει η από 26.2.2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./27.2.2015) αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας του δικογράφου της (ΕφΠατρ 166/2008 όπ.π.- ΕφΔωδ 92/2007 όπ.π.- ΕφΑΘ 6600/2004 όπ.π.) κατά παραδοχή και της σχετικώς προβληθείσας πρωτοδίκως από τους εναγόμενους ένστασης αοριστίας της αγωγής, που ερευνάται άλλωστε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Περαιτέρω, αφού η κρινόμενη έφεση των εκκαλούντων έγινε δεκτή και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, υπήρξε «νίκη» των καταθεσάντων το παράβολο εκκαλούντων με την έννοια του άρθρου 495 § 4 εδ. ε` περ. α` KΠολΔ, χωρίς να ενδιαφέρει η επί της ουσίας κρίση του παρόντος (δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου) επί της αγωγής (ΑΠ 532/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ – ΜονΕφΠατρ 34/2016 αδημ.). Πρέπει, επομένως, να εφαρμοστεί το άρθρο 495 § 4 εδ. ε` περ. α` KΠολΔ και να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του παράβολου που κατέθεσαν για την έφεση αυτή. Τέλος, οι εφεσίβλητοι-ενάγοντες πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματος των εκκαλούντων-εναγομένων (άρθρα 106 και 191 § 2 KΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 176 εδ. α’ KΠολΔ, 183, 189 § 1 KΠολΔ)
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 3059/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [τακτική διαδικασία].
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 8.3.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017 αγωγή.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους εκκαλούντες του παράβολου που κατατέθηκε κατά την άσκηση της έφεσης και αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας απόφασης.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες-εφεσίβλητους στην καταβολή των δικαστικών εξόδων των εναγομένων-εκκαλούντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων [600] ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 21 Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,
η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης
του Εφετείου Πειραιώς,
Αγγελική Κοφφα, Πρόεδρος Εφετών