Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 264/2021

Αριθμός     264/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, ως οιονεί καθολικού διαδόχου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ» (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ), το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Δήμητρα Σουμάκη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, που κατοικοεδρεύει στη Δραπετσώνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη Δικαστική Πληρεξουσία Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασιλική Τζίφα.

Το εφεσίβλητο άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  25.2.2014  και με αριθμ. εκθ. καταθ.  ……./2014 ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3284/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  το δεύτερο εκ των καθ΄ων η ανακοπή και ήδη εκκαλούν με την από 2.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2019) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια Δικηγόρος του εκκαλούντος και η Δικαστική Πληρεξουσία Νομικού Συμβουλίου του Κράτους του εφεσιβλήτου,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξε­ων των άρθρων 74, 516 και 517 του ΚΠολΔ προκύπτει σαφώς ότι επί απλής ομοδικί­ας στην πλευρά των εναγομένων η έφεση απευθύνεται μόνον κατά του αντιδίκου του εναγομένου-εκκαλούντος, όχι δε και κατά του απλού ομοδίκου του, εκτός εάν η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει κάποια επιβλαβή διάταξη για τον εκκαλούντα υπέρ του ομοδίκου του (ΕφΛαρ 510/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 και 974 έως 979 του ΚΠολΔ [όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 972, τα άρθρα 975, 977 και 978 και η παράγραφος 2 του άρθρου 979 ίσχυαν πριν αντικατασταθούν με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87) και  εφαρμόζονται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε πριν την 1-1-2016 (παράγραφος 3 άρθρου ένατου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015)], προκύπτει ότι με την ανακοπή που ασκείται κατά του πίνακα κατάταξης προβάλλονται αιτιάσεις που αφορούν στην ορθότητα του πίνακα κατάταξης, που μπορούν να στηρίζονται είτε στο ουσιαστικό δίκαιο, αναγόμενες στη γένεση ή την ύπαρξη της απαίτησης του καθ΄ ου η ανακοπή η οποία έχει αναγγελθεί, είτε στο δικονομικό δίκαιο και να αναφέρεται στον προνομιούχο χαρακτήρα και την τάξη της κατάταξης. Έννομο συμφέρον, για άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαίτησης εκείνου, κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου, που κατετάγη στον πίνακα, και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του, στρέφεται δε κατά των δανειστών των οποίων προσβάλλεται η κατάταξη. Το Δικαστήριο, που δικάζει την ανακοπή, περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλομένη απαίτηση και την κατάταξη του καθ΄ ου η ανακοπή, δεδομένου δε ότι η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες της δίκης άλλους δανειστές. Εάν ευδοκιμήσει η ανακοπή, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελείται άλλος δανειστής που δεν άσκησε ανακοπή (ΑΠ 1229/2008). Κατά συνέπεια όταν ασκείται ανακοπή κατά πλειόνων αναγγελθέντων και καταταγέντων δανειστών, η οποία εν τοις πράγμασι αποτελεί υποκειμενική σώρευση ανακοπών με την μορφή της παθητικής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 1 του ΚΠολΔ), έναντι των οποίων προβάλλεται το υπαρκτό και η προνομιακή κατάταξη της απαίτησης του ανακόπτοντος, οι τελευταίοι, ως καθ΄ ων η ανακοπή, συνδέονται με τον δεσμό της απλής ομοδικίας (άρθρο 74 περ. 2 του ΚΠολΔ) και τούτο για τον λόγο ότι το υπαρκτό της απαίτησης του ανακόπτοντος και ο προνομιακός της χαρακτήρας κατά την κατάταξη συγκρίνεται ως προς καθένα από τους καθ΄ ων, χωρίς να επηρεάζονται από αυτό οι μεταξύ τους σχέσεις αναφορικά με το ποσό της κατάταξης, δοθέντος ότι, όπως προαναφέρθηκε, στο αποδεσμευόμενο ποσό θα καταταγεί μόνο ο ανακόπτων, χωρίς να ωφελούνται οι καθ΄ ων, ώστε να παρίσταται ανάγκη σύγκρισης μεταξύ τους ως προς τις απαιτήσεις τους για τις οποίες αναγγέλθηκαν και κατατάχθηκαν (ΑΠ 2117/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, η κρινόμενη από 2-7-2019 (αρ. καταθ. ………../2019) έφεση του δεύτερου των καθ΄ ων η ανακοπή [Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (ΕΦΚΑ)», και ήδη «ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ (e-ΕΦΚΑ)», ως οιονεί καθολικός διάδοχος του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ)»] κατά της υπ΄ αρ. 3284/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την προσήκουσα διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρα 637 – 646 του ΚΠολΔ), ερήμην των τρίτης, τετάρτης και πέμπτου των καθ΄ ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, επί της από 25-2-2014 (αρ. καταθ. ………/2014) ανακοπής του ανακόπτοντος, ήδη εφεσίβλητου, κατά του πίνακα κατάταξης και η οποία απέρριψε την ανακοπή ως προς τον πέμπτο των καθ΄ ων και δέχθηκε την ανακοπή ως προς τους πρώτο, δεύτερο, ήδη εκκαλούν, τρίτη και τετάρτη των καθ΄ ων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), στρεφομένη, παραδεκτώς σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, μόνο κατά του ανακόπτοντος, ήδη εφεσίβλητου, και όχι και κατά των λοιπών καθ΄ ων η ανακοπή, καθόσον με αυτούς (λοιπούς των καθ΄ ων η ανακοπή) το εκκαλούν συνδέεται με το δεσμό της απλής ομοδικίας και δεν βρίσκεται σε σχέση αντιδικίας. Περαιτέρω, η έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως το εκκαλούν δεν υποχρεούται σε κατάθεση παραβόλου εφέσεως (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ) ως Ν.Π.Δ.Δ. (άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998).

Με την από 25-2-2014 (αρ. καταθ. ……./2014) ανακοπή του, το ανακόπτον, ήδη εφεσίβλητο, ισχυρίσθηκε ότι με επίσπευση της τρίτης των καθ΄ ων, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη στο δεύτερο βαθμό, με εκτελεστό τίτλο την υπ΄ αρ. 728/2011 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς εκπλειστηριάσθηκε η περιγραφόμενη σ΄ αυτή (ανακοπή) ακίνητη περιουσία του οφειλέτη …………, που βρίσκεται στον Πειραιά, αντί επιτευχθέντος πλειστηριάσματος ποσού 180.000 ευρώ. Ότι το ίδιο (ανακόπτον), δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Ε΄ Πειραιά, με την από 1-11-2013 αναγγελία του προς την επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, Συμβολαιογράφο Αθηνών ………….., τετάρτη των καθ΄ ων, μη διάδικο στην παρούσα δίκη στο δεύτερο βαθμό, μετά του συνημμένου σ΄ αυτήν πίνακα χρεών, ανήγγειλε εμπροθέσμως, τις απαιτήσεις του κατά του καθ΄ ου η εκτέλεση, συνολικού ποσού 121.734,05 ευρώ για κεφάλαιο και προσαυξήσεις και συγκεκριμένα για «Φ.Π.Α. ΡΥΘΜ. ΕΚΠ.», «ΔΗΛΩΣΕΙΣ Φ.Π.Α.», «ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ», «ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΠΕΡΑΙ», «ΕΙΣΟΔΗΜΑ Φ.Π.», «ΕΙΣΦΟΡΕΣ & ΤΕΛ.», «ΧΡΕΩΣΤΙΚΕΣ ΔΗΛ.», «Ε.Δ.Ε», «ΠΟΙΝΙΚΑ», «ΕΙΣΦΟΡΕΣ & ΤΕΛ.», μέρος των οποίων, ποσού 51.523,62 ευρώ, αφορούσε απαιτήσεις από Φ.Π.Α., όπως λεπτομερώς αναφέρεται σ΄ αυτή (ανακοπή) με τη συνημμένη αναγγελία και το συνημμένο πίνακα χρεών. Επιπροσθέτως, ισχυρίσθηκε ότι οι εν λόγω αναγγελθείσες απαιτήσεις του είναι προνομιακές, κατά το άρθρο 61 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων.  Ότι στον υπ΄ αρ. ……./31-1-2014 πίνακα κατάταξης δανειστών που συντάχθηκε από την ως άνω επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, τετάρτη των καθ΄ ων, καθόσον το πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, αφού προαφαιρέθηκαν τα έξοδα της εκτέλεσης, που υπολογίσθηκαν στο συνολικό ποσό των 6.167,32 ευρώ, στο εναπομείναν πλειστηρίασμα, ποσού 173.832,68 ευρώ, κατετάγησαν το πρώτο των καθ΄ ων, μη διάδικο στην παρούσα δίκη στο δεύτερο βαθμό, προνομιακά και οριστικά για το ποσό των 7.528,39 ευρώ, το δεύτερο των καθ΄ ων, ήδη εκκαλούν, προνομιακά και οριστικά για το ποσό των 2.107,89 ευρώ και για το ποσό των 160.417,67 ευρώ, και η τρίτη των καθ΄ ων, μη διάδικος στην παρούσα δίκη στο δεύτερο βαθμό, προνομιακά και τυχαία με την αίρεση της προσκόμισης τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, η οποία θα της επιδικάζει την απαίτηση για την οποία αναγγέλθηκε και κατατάσσεται, για το ποσό των 3.778,73 ευρώ. Ότι εσφαλμένως η επί του πλειστηριασμού υπάλληλος δεν κατέταξε το ίδιο (ανακόπτον) α) για την νομίμως αναγγελθείσα απαίτησή του από Φ.Π.Α., προνομιακά και οριστικά για το ποσό των 51.523,62 ευρώ, στο οποίο κατετάγησαν συνολικά οι τρεις πρώτοι των καθ΄ ων, καθώς κατατάσσεται στη δεύτερη τάξη των γενικών προνομίων και προηγείται της ικανοποίησης των απαιτήσεων των πρώτου και δεύτερου των καθ΄ ων, φορέων κοινωνικής ασφάλισης, και της τρίτης των καθ΄ ων,  εργαζομένης, που ικανοποιούνται στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων, β) για το ποσό των 3.778,73 ευρώ προνομιακά και οριστικά, αλλά αντιθέτως κατέταξε λανθασμένα, αντί να αποβάλει αυτήν, την τρίτη των καθ΄ ων, προνομιακά και τυχαία, την απαίτηση και το προνόμιο της οποίας αρνείται, καθώς και ότι αφαιρέθηκε υπέρ της τετάρτης των καθ΄ ων το ποσό των 2.619,19 ευρώ αορίστως, καθόσον δεν περιλαμβάνεται στον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης κανένα μερικότερο κονδύλιο, αλλά μόνο το συνολικό ποσό των εξόδων που προαφαιρέθηκαν, άλλως εσφαλμένως προαφαιρέθηκε (κατά την εκκαθάριση των εξόδων της εκτέλεσης) υπέρ αυτής το ποσό των 2.155,19 ευρώ, και υπέρ του Δικαστικού Επιμελητή της επισπεύδουσας, πέμπτου των καθ΄ ων, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη στο δεύτερο βαθμό, το ποσό των 1.060,19 ευρώ για την έκδοση της Α΄Επαναληπτικής Περίληψης κατασχετήριας έκθεσης, καθόσον η δαπάνη αυτή δεν εμπίπτει στα έξοδα εκτελέσεως, αφού με συμφωνία της επισπεύδουσας, τρίτης των καθ΄ ων, και του καθ΄ ου η εκτέλεση (και όχι κατόπιν δικαστικής αποφάσεως) ματαιώθηκε ο πλειστηριασμός και κατέστη αναγκαία η έκδοση της παραπάνω επαναληπτικής περιλήψεως. Με βάση τα ανωτέρω, ζήτησε τη μεταρρύθμιση του προσβαλλομένου πίνακα κατάταξης, προκειμένου να αποβληθούν οι καθ΄ ων κατά τα ως άνω ποσά και να καταταγεί το ίδιο για τις αναγγελθείσες, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ΄ αυτήν (ανακοπή) απαιτήσεις του, και να επιβληθούν στους καθ΄ ων τα δικαστικά του έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 3284/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε την 7-7-2017, απέρριψε την ανακοπή ως προς τον πέμπτο των καθ΄ ων, δέχθηκε την ανακοπή ως προς τους πρώτο, δεύτερο, τρίτη και τετάρτη των καθ΄ ων, μεταρρύθμισε τον ανακοπτόμενουπ΄ αρ. ……./31-1-2014 πίνακα κατάταξης δανειστών που συνέταξε η Συμβολαιογράφος …………., απέβαλε εκ του ανωτέρω πίνακα το πρώτο των καθ΄ ων, για το ποσό των δύο χιλιάδων διακοσίων τριάντα ενός ευρώ και σαράντα λεπτών (2.231,40 ευρώ), το δεύτερο των καθ΄ ων για το ποσό των εξακοσίων είκοσι τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα επτά λεπτών (624,77 ευρώ), επίσης το δεύτερο των καθ΄ ων για το ποσό των σαράντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων σαράντα επτά ευρώ και σαράντα τεσσάρων λεπτών (47.547,44 ευρώ), την τρίτη των καθ΄ ων, για το σύνολο της αναγγελθείσας και καταταγείσας απαιτήσεως της ποσού τριών χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα οκτώ ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (3.778,73 ευρώ), την τετάρτη των καθ΄ ων, για το σύνολο της αναγγελθείσας και καταταγείσας απαιτήσεως της ποσού δύο χιλιάδων εξακοσίων δεκαεννέα ευρώ και δεκαεννέα λεπτών (2.619,19 ευρώ), κατέταξε το ανακόπτον προνομιακά και οριστικά για το ποσό των πενήντα έξι χιλιάδων οκτακοσίων ενός ευρώ και πενήντα τριών λεπτών (56.801,53 ευρώ), το οποίο προέκυψε μετά την αποβολή από τον πίνακα κατάταξης των πρώτου, δεύτερου, τρίτης και τετάρτης των καθ΄ ων και καταδίκασε τους πρώτο, δεύτερο, τρίτη και τετάρτη των καθ΄ ων η ανακοπή στα δικαστικά έξοδα του ανακόπτοντος, τα οποία όρισε στο συνολικό ποσό των τετρακόσιων (400) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 2-7-2019 (αρ. καταθ. ………/2019) έφεση το δεύτερο των καθ΄ ων η ανακοπή και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, ζητεί, όπως παραδεκτά συμπλήρωσε το αιτητικό με τις προτάσεις του παρόντος βαθμού (κατ΄ εκτίμηση), να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και σε κάθε περίπτωση, να καταταγεί το καθ΄ ου για το ποσό των 36.615,27 ευρώ, αντί του ποσού των 56.801,53 ευρώ, για το οποίο εσφαλμένα κατετάγη.

Από τις διατάξεις του άρθρου 979 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 216 παρ. 1 και 217 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 του ίδιου Κώδικα και τους λόγους αυτής, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στον καθ΄ ου να αμυνθεί και στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα της απαίτησης, καθώς και την ύπαρξη του προνομίου της. Ειδικότερα, η ανακοπή, ως εισαγωγικό δικόγραφο της περί την εκτέλεση δίκης, πρέπει να περιέχει ακριβή περιγραφή της απαίτησης, της οποίας ζητείται η κατάταξη και του προνομίου της, δηλαδή παράθεση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την ενεργητική νομιμοποίηση του ανακόπτοντος, αλλά και τη συγκεκριμένη έννομη σχέση από την οποία πηγάζει η απαίτησή του και το προνόμιό της. Η ελλιπής παράθεση των περιστατικών τούτων καθιστά την ανακοπή αόριστη και ως εκ τούτου απορριπτέα, η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με την αναφορά σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 405/2020, ΑΠ 1281/2011). Περαιτέρω, με το άρθρο 61 του Ν.Δ.356/1974 «Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)», όπως το δεύτερο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν. 4141/2013, ΦΕΚ Α΄ 81/5-4-2013 και ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, ως εκ του χρόνου συντάξεως του προσβαλλομένου πίνακα κατάταξης, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, ορίζεται ότι «1. Το Δημόσιον κατατάσσεται εν αναγκαστική εκτελέσει κινητού ή ακινήτου διά τας ληξιπρόθεσμους μέχρι της ημέρας του πλειστηριασμού απαιτήσεις αυτού εκ πάσης αιτίας, μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων και εν τη υπ΄ αριθ. 5 σειρά του άρθρου 975 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Κατ΄ εξαίρεση, για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από φόρο προστιθέμενης αξίας, με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις, το Δημόσιο κατατάσσεται στην υπ΄ αριθ. 2 σειρά του ίδιου άρθρου και πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 ΚΠολΔ. Διά τας μη ληξιπροθέσμους εκ πάσης αιτίας απαιτήσεις του, το Δημόσιον κατατάσσεται συμμέτρως μετά των λοιπών δανειστών. Ως ημέρα του πλειστηριασμού θεωρείται η ημέρα κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός, ανεξάρτητα από την ημέρα του πλειστηριασμού που ορίσθηκε αρχικά. 3. Αι μη ληξιπρόθεσμοι απαιτήσεις δι΄ ας κατετάγη το Δημόσιον, θεωρούνται ληξιπρόθεσμοι ως προς την διανομήν του πλειστηριάσματος και μόνον. 4. Άμεσοι φόροι νοούνται οι υπό του προϋπολογισμού του Κράτους χαρακτηριζόμενοι ως τοιούτοι. 5. Σε περίπτωση πτώχευσης οφειλέτη του, το Δημόσιο κατατάσσεται στη σειρά της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου για όλες τις απαιτήσεις του που γεννήθηκαν ή ανάγονται σε χρόνο πριν από την πτώχευση, ανεξαρτήτως του χρόνου βεβαίωσής τους». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι με τη νέα νομοθετική ρύθμιση προβλέπεται ειδικά για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του Δημοσίου από Φ.Π.Α. η αναβάθμιση της προνομιακής κατάταξης του Δημοσίου στη δεύτερη σειρά του άρθρου 975 του ΚΠολΔ (γενικά προνόμια) και η ικανοποίηση αυτών πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 976 (ειδικά προνόμια), κατά παρέκκλιση των προβλεπόμενων στην παράγραφο 1 του άρθρου 977 του ΚΠολΔ (συρροή γενικών και ειδικών προνομίων), ενώ οι λοιπές ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του εξακολουθούν να ικανοποιούνται στην πέμπτη σειρά. Η ισχύς της ως άνω νέας νομοθετικής διατάξεως αρχίζει από 5-4-2013 (ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου στο ΦΕΚ) και καταλαμβάνει τις περιπτώσεις πινάκων διανομής που συντάσσονται κατά την ως άνω ημερομηνία και μετά, δεδομένου ότι οι νόμοι που ρυθμίζουν τη σειρά ικανοποίησης των απαιτήσεων των δανειστών στη διαδικασία της κατάταξης δεν αφορούν στις ίδιες τις απαιτήσεις, ούτε στα εμπράγματα δικαιώματα τα οποία τις εξασφαλίζουν, αλλά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και στον τρόπο που θα ικανοποιηθούν από την ομάδα περιουσίας, η οποία υπάρχει κατά το χρόνο της κατάταξης, λόγω του ότι συντρέχουν περισσότεροι δανειστές (ΟλΑΠ 21/1994 ΕλλΔνη 36.574 ΝοΒ 44.38, ΑΠ 411/1999 ΕλλΔνη 40.1547, ΑΠ 153/1996 ΕλλΔνη 39.1301 και 38.554, ΑΠ 7/1995 ΕλλΔνη 37.332, ΑΠ 1116/1993 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 458/1990 ΕλλΔνη 31.1011, Ι. Μπρίνια Αναγκαστική εκτέλεσις, έκδοση Β΄ υπ΄ άρθρο 975, παρ. 411, σελ. 1094). Για το λόγο αυτό τα προνόμια που καθιερώνονται κρίνονται σύμφωνα με το νόμο που ίσχυε κατά τον προαναφερόμενο χρόνο της κατάταξης (ΑΠ 1441/2017, ΑΠ 724/2017, ΕφΠειρ 384/2019, ΕφΑθ 2280/2016 ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση, με την οποία αναβιβάσθηκε το προνόμιο του Δημοσίου μόνο για τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από Φ.Π.Α., όχι όμως και από άλλες αιτίες, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν. 4141/2013 θεωρήθηκε αναγκαία, καθόσον κρίθηκε ότι παρά τις μεγάλες δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας, η ικανοποίηση των απαιτήσεων του Δημοσίου κατά τη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των οφειλετών του, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, διότι προηγούντο της κατατάξεως των απαιτήσεων του Δημοσίου απαιτήσεις άλλων πιστωτών με ισχυρότερο προνόμιο, όπως ασφαλιστικών ταμείων, Δικηγόρων, εργαζομένων, ενυποθήκων κ.λ.π. (ΑΠ 1056/2020). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 972 παρ. 1 του ΚΠολΔ, [όπως ίσχυε, όπως προαναφέρθηκε, πριν αντικατασταθεί η παράγραφος 1 με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργήθηκε πριν την 1-1-2016 (παράγραφος 3 άρθρου ένατου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), εφαρμόζεται δε και στην κατάσχεση ακινήτων (άρθρο 999 παρ. 5 του ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό ίσχυε πριν καταργηθεί με το άρθρο όγδοο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, και εφαρμόζεται εν προκειμένω, για τον προαναφερόμενο λόγο)], οι δανειστές εκείνου κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχουν το δικαίωμα να αναγγείλουν την απαίτησή τους με έγγραφη αναγγελία. Η αναγγελία, ως πράξη που αποσκοπεί στην παροχή έννομης προστασίας με τη μορφή της συμμετοχής του αναγγελλόμενου δανειστή στη διαδικασία διανομής του πλειστηριάσματος και στην ικανοποίηση της απαίτησής του απ΄ αυτό, αποτελεί διαδικαστική πράξη και αντίστοιχα το αναγγελτήριο έχει το χαρακτήρα δικογράφου κατά την έννοια του άρθρο 118 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1349/2011). Ειδικότερα η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική, εξώδικη διαδικαστική πράξη και το αρχικό δικόγραφο, με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, και συγκεκριμένα στη διαδικασία της κατάταξης, η απαίτηση του αναγγελλόμενου δανειστή. Στο περιεχόμενο του αναγγελτηρίου οφείλουν να απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους, κατά το άρθρο 974 του ΚΠολΔ, αλλά και την ανακοπή του άρθρου 979 του ΚΠολΔ, ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που αναγγέλθηκαν, με βάση δε το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το Δικαστήριο της ανακοπής οφείλουν να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της απαίτησης που αναγγέλθηκε. Συνεπώς, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και στους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνά τους στοιχεία, στον δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και βασιμότητα της απαίτησης. Στις προϋποθέσεις αυτές συγκαταλέγεται και η ύπαρξη του τυχόν προνομίου της απαίτησης, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, εκτός αν αυτά συμπίπτουν με εκείνα που στηρίζουν την απαίτηση. Για το σκοπό αυτό η αναγγελία πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, και περιγραφή της απαίτησης του δανειστή που αναγγέλλεται, καθώς και του προνομίου της. Το δικόγραφο δε αυτής είναι άκυρο, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 159 αρ. 3 του ΚΠολΔ, λόγω αοριστίας της αναφερόμενης σε αυτό απαίτησης και του προνομίου της, όταν η αοριστία, που αποτελεί παράβαση διάταξης που ρυθμίζει τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης, προκαλεί σ΄ αυτόν που την προτείνει βλάβη που δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αυτό συμβαίνει μόνον όταν η περιγραφή της απαίτησης στο αναγγελτήριο, καθώς και του τυχόν προνομίου της, είναι τόσον ελλιπής, ώστε να μη μπορούν ο μεν οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές να αντικρούσουν την αναγγελία κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπεράσπισής τους κατά τα άρθρα 974 και 979 του ΚΠολΔ, ο δε υπάλληλος του πλειστηριασμού να ελέγξει τη βασιμότητα της απαίτησης και να προβεί στην κατάταξή της συγκριτικά και με τις λοιπές αναγγελλόμενες απαιτήσεις. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται, κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όταν πρόκειται για αγωγή η ανακοπή, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί προδικασία κύριας ή παρεμπίπτουσας αίτησης για παροχή δικαστικής προστασίας κατά την έννοια του άρθρου 111 του ΚΠολΔ (ΑΠ 119/2003, ΑΠ 387/2001, ΑΠ 1783/2001, ΑΠ 196/1999), αφού αφενός μεν η αναγκαστική εκτέλεση είναι διαδικασία και όχι δίκη, αφετέρου δε με την αναγγελία, το δικόγραφο της οποίας απλώς επιδίδεται στον υπάλληλο (Συμβολαιογράφο) του πλειστηριασμού, δεν γίνεται παράσταση ενώπιον δικαστικής αρχής, αλλά ανακοίνωση της σχετικής με την κατάταξή του βούλησης του αναγγελλόμενου δανειστή ενώπιον του υπαλλήλου του πλειστηριασμού. Αντίστοιχα αυτός δεν αποτελεί δικαστική αρχή ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αλλά ενεργεί ως βοηθητικό όργανο κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, συντάσσοντας εν τέλει τον πίνακα κατάταξης των δανειστών στους οποίους θα διανεμηθεί το πλειστηρίασμα (άρθρο 974 του ΚΠολΔ), χωρίς όμως δεσμευτική διάγνωση των σχετικών απαιτήσεών τους, γι΄ αυτό και η κατάταξή τους υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο με την προβλεπόμενη στο άρθρο 979 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά του πίνακα (ΟλΑΠ 1 και 2/2010, ΑΠ 1349/2011). Κατά συνέπεια, για την πληρότητα της περιγραφής της αναγγελλόμενης απαίτησης, αρκεί η μορφολογική εξατομίκευσή της ως προς το είδος και το προνόμιο κατάταξής της, μπορεί δε να συμπληρώνεται νομίμως από δημόσια έγγραφα (ή δικαστική απόφαση) που είναι εμπρόθεσμα, μέσα στη νόμιμη ως άνω προθεσμία, κατατεθειμένα στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, με τα οποία αναγνωρίζεται η απαίτηση του αναγγελόμενου δανειστή ή το προνόμιό του και το οποίο αναφέρεται στο αναγγελτήριο, και τα οποία είναι προσιτά σε όλους (ΑΠ 2068/2013, ΑΠ 1580/2013, ΑΠ 1087/2013, ΑΠ 545/2006). Επίσης, η συμπλήρωση του ελλιπούς και εκ τούτου αόριστου αναγγελτηρίου μπορεί να γίνει μόνο με νέο αναγγελτήριο μέσα στη νόμιμη προθεσμία (ΑΠ 1788/2002). Εάν ο αναγγελλόμενος δανειστής δεν ανταποκρίνεται στην επιβαλλομένη από τη διάταξη του άρθρου 972 του ΚΠολΔ υποχρέωσή του να καταθέσει μέσα στη νόμιμη προθεσμία στον υπάλληλο του πλειστηριασμού τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση και το τυχόν προνόμιο που την ασφαλίζει, αποκλείεται να τα καταθέσει μεταγενέστερα (άρθρο 151 του ΚΠολΔ) και μπορεί να καταταγεί τυχαία από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Η πάροδος όμως άπρακτης της προθεσμίας του άρθρου 972 του ΚΠολΔ, δεν επιφέρει έκπτωση από το δικαίωμα προσκομιδής των εγγράφων ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της ανακοπής κατά του πίνακα κατάταξης, το οποίο είναι υποχρεωμένο, να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλούνται και προσκομίζουν ενώπιόν του οι διάδικοι για την απόδειξη των ισχυρισμών τους, οι οποίοι ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 949/2011, ΑΠ 31/2010, ΑΠ 1340/2006, ΑΠ 472/2005). Επιπροσθέτως, από το ως άνω άρθρο 61 παρ. 1 του Ν.Δ. 356/1974 «Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ)», καθώς και από το άρθρο 55 παρ. 1 εδ. α΄ και β΄ του ίδιου Κώδικα, που ορίζει ότι «Ο Διευθυντής οιουδήποτε Δημοσίου Ταμείου λαβών γνώσιν, είτε εκ κοινοποιήσεως του προγράμματος πλειστηριασμού, είτε καθ΄ οιονδήποτε άλλον τρόπον, επισπευδομένου πλειστηριασμού, υποχρεούται να αναγγείλη το Δημόσιον διά τα βεβαιωμένα εις το Ταμείον του χρέη του καθ΄ ου ο πλειστηριασμός, δι΄ αναγγελίας κοινοποιουμένης μόνον εις τον επί του πλειστηριασμού υπάλληλον και συνοδευομένης υπό πίνακος εμφαίνοντος τα ως άνω χρέη. Ο πίναξ ούτος περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμον του οφειλέτου, το είδος, το ποσόν των χρεών, το οικονομικό έτος εις ο ανήκουν ως και την χρονολογίαν βεβαιώσεως τούτων, προς δε και μνείαν της δι΄ έκαστον των χρεών τούτων τυχόν υπαρχούσης ασφαλείας» σαφώς προκύπτει, ότι ο Διευθυντής του Δημόσιου Ταμείου, σε περίπτωση πλειστηριασμού που επισπεύδεται από τρίτο, υποχρεούται να αναγγείλει το Δημόσιο για βεβαιωμένα στο Ταμείο και ήδη Δ.Ο.Υ. χρέη του καθ΄ ου ο πλειστηριασμός, με αναγγελία που κοινοποιείται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και συνοδεύεται από πίνακα, στον οποίο εμφαίνονται τα χρέη. Ο πίνακας αυτός περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο του οφειλέτη, το είδος και το ποσό των χρεών, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκουν, τη χρονολογία της βεβαίωσής τους, καθώς και μνεία της τυχόν υπάρχουσας για κάθε χρέος ασφάλειας (ΑΠ 1087/2013). Σύμφωνα επίσης με τις ίδιες διατάξεις, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού οφείλει, με βάση τα αποστελλόμενα στοιχεία και χωρίς άλλη σύμπραξη του αναγγελλόμενου διευθυντή του Δημόσιου Ταμείου να προβεί στην κατά νόμο κατάταξη του Δημοσίου. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις αναφερόμενες ανωτέρω, προκύπτει ότι για το ορισμένο των απαιτήσεων του ανακόπτοντος Ελληνικού Δημοσίου, αρκεί να προσδιορίζονται αυτές με βάση τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την αναγγελία των ίδιων απαιτήσεων, μπορεί δε η περιγραφή της απαίτησης που περιέχεται στην αναγγελία του Δημοσίου να συμπληρωθεί νόμιμα από τον πίνακα ή άλλο δημόσιο έγγραφο που είναι κατατεθειμένο από αυτό ή άλλον στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και είναι προσιτό σε όλους (ΑΠ 679/2016, ΑΠ 1353/2015, ΑΠ 575/2005, ΑΠ 1636/2002, ΑΠ 630/2002), ή σύμφωνα με τα προαναφερόμενα με νέο, εντός της νόμιμης προθεσμίας, αναγγελτήριο. Δεν είναι παραδεκτή η συμπλήρωση της αόριστης αναγγελίας με την προσκόμιση τέτοιων εγγράφων στο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της ανακοπής. Τούτο διότι, το δημόσιο, έχει μεν τη δυνατότητα να προσκομίσει στο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση της ανακοπής και έγγραφα τα οποία δεν προσκόμισε εντός της νόμιμης προθεσμίας στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, μόνο, όμως, για την απόδειξη της απαίτησής του και του προνομίου της, η οποία, λόγω της μη προσκομιδής τούτων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού, κατατάχθηκε τυχαία, όχι για τη θεραπεία της αοριστίας της αναγγελίας (ΑΠ 519/2020).

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης εφέσεως, κατ΄ εκτίμηση αυτού (λόγου), το εκκαλούν παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του εσφαλμένως δεν απέρριψε την ένδικη ανακοπή ως αόριστη, για τον αναφερόμενο σ΄ αυτό (πρώτο σκέλος) λόγο. Με αυτό το περιεχόμενο η ένδικη ανακοπή είναι πλήρως ορισμένη, αφού περιέχει όλα τα απαιτούμενα σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις στοιχεία που επιτρέπουν στους καθ΄ ων η ανακοπή, ανάμεσα στους οποίους και το εκκαλούν, να αμυνθούν και στο Δικαστήριο να κρίνει τη βασιμότητα ή μη αυτής. Ειδικότερα, το ανακόπτον αναφέρει ότι οι αναγγελθείσες απαιτήσεις του είναι προνομιακές, κατά το άρθρο 61 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, περιγράφει δε αυτές (αναγγελθείσες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του) κατά του ιδιοκτήτη του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου και οφειλέτη του, των οποίων ζητεί την κατάταξη με τη μεταρρύθμιση του προσβληθέντος πίνακα, ενώ στους ενσωματωμένους στην ανακοπή αναγγελία και πίνακα χρεών αναγράφονται, το όνομα και ο Α.Φ.Μ. του οφειλέτη, το συνολικό ποσό των απαιτήσεων, ο αριθμός και το έτος βεβαίωσης του κάθε χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγεται, το κεφάλαιο κάθε απαίτησης, οι προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και το είδος κάθε απαίτησης, μεταξύ των οποίων και απαιτήσεις από Φ.Π.Α., το οποίο αναφέρεται ολογράφως (όπως ΠΟΙΝΙΚΑ), ή συνοπτικά (όπως Φ.Π.Α. ΡΥΘΜ. ΕΚΠ., ΔΗΛΩΣΕΙΣ Φ.Π.Α., ΠΡΟΣΤΙΜΟ Κ.Β.Σ, ΕΙΣΟΔΗΜ ΠΕΡΑΙ, ΕΙΣΟΔΗΜΑ Φ.Π., ΕΙΣΦΟΡΕΣ & ΤΕΛ., ΧΡΕΩΣΤΙΚΕΣ ΔΗΛ., «Ε.Δ.Ε», ΕΙΣΦΟΡΕΣ & ΤΕΛ.), κατά τρόπο ορισμένο και σαφή, μη δημιουργούντα οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το είδος αυτού (χρέους). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το ως άνω σχετικό πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, έστω και αν δεν μνημονεύονται όλα (τα έγγραφα) ειδικά κατωτέρω, (μάρτυρες δεν εξετάσθηκαν στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε οι διάδικοι ζήτησαν την εξέταση μάρτυρά τους ενώπιον του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της τρίτης των καθ΄ ων η ανακοπή, για την ικανοποίηση χρηματικής απαιτήσεως που διατηρούσε σε βάρος του ……… .., ποσού 14.447,73 ευρώ, και είχε εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, καθόσον είχε επιδικασθεί δια της υπ΄ αρ. 728/2011 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς, εκπλειστηριάσθηκε την 30-10-2013 με την υπ΄ αρ. …../30-10-2013 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αθηνών, ……….., τετάρτης των καθ΄ ων, το αναφερόμενο στον προσβαλλόμενο πίνακα ακίνητο κυριότητας του ως άνω οφειλέτη, κείμενο στον Πειραιά επί των οδών …….. και προέκταση ……… στη θέση «……….», αντί του συνολικού ποσού των 180.000 ευρώ. Στον πλειστηριασμό αυτόν, αναγγέλθηκε, μεταξύ άλλων, την 11-11-2013, εμπροθέσμως, το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, δια του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, με την υπ΄ αρ. πρωτ. ………../1-11-2013 αναγγελία αυτού (Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά), συνοδευόμενη από πίνακα χρεών, με την οποία ζήτησε την κατά το άρθρο 61 του ΚΕΔΕ, προνομιακή του και οριστική του κατάταξη για ληξιπρόθεσμες, μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, απαιτήσεις του σε βάρος του ανωτέρω οφειλέτη, ποσού 121.734,05 ευρώ, για κεφάλαιο και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, εκ του οποίου ποσό 51.523,62 ευρώ αφορούσε απαιτήσεις, κεφάλαιο και προσαυξήσεις, από Φ.Π.Α., η οποία ασκήθηκε νομότυπα και ήταν ορισμένη, δεδομένου ότι από αυτή προκύπτει ευχερώς το ποσό που αφορούσε σε Φ.Π.Α., παρά τον αντίθετο ισχυρισμό του δευτέρου των καθ΄ ων η ανακοπή. Συγκεκριμένα, η παραπάνω αναγγελία του ανακόπτοντος, ήδη εφεσίβλητου, η οποία προσκομίζεται με επίκληση από αυτόν, καθώς και ο συνημμένος σ΄ αυτήν πίνακας χρεών, που κατατέθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, είναι, όπως προαναφέρθηκε, πλήρως ορισμένη, καθόσον περιέχει πλήρη περιγραφή της αντίστοιχης συνολικής απαιτήσεως, ήτοι όλα τα στοιχεία, τα οποία είναι προσδιοριστικά της απαιτήσεως, που το εφεσίβλητο ανήγγειλε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού, εναντίον του καθ΄ ου η εκτέλεση-οφειλέτη του, κατ΄ είδος και ποσό, δηλαδή τις ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του κατά του καθ΄ ου η εκτέλεση-οφειλέτη, το όνομα και τον Α.Φ.Μ. του οφειλέτη, το συνολικό ποσό των απαιτήσεων, τον αριθμό και το έτος βεβαίωσης του κάθε χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγεται, το κεφάλαιο κάθε απαίτησης, τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής και το είδος κάθε απαίτησης, ώστε να παρέχεται στην υπάλληλο του πλειστηριασμού η δυνατότητα να προβεί στη σύγκριση της απαιτήσεως με τις άλλες που έχουν αναγγελθεί, προκειμένου να προβεί στην κατάταξή τους, σε περίπτωση κατά την οποία το πλειστηρίασμα δεν αρκεί για την ολοσχερή ικανοποίηση των απαιτήσεων όλων των αναγγελθέντων δανειστών, το Δικαστήριο να είναι σε θέση να προβεί στον έλεγχο της γενομένης κατάταξης και το εκκαλούν (δεύτερο των καθ΄ ων η ανακοπή) να προβεί στον ίδιο έλεγχο (ως προς την απαίτηση και το προνόμιο του εφεσίβλητου) και να προβάλει ευχερώς την άμυνά του. Κατόπιν τούτων η αναγγελία του ανακόπτοντος είναι ορισμένη, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού σ΄ αυτήν συμπεριελήφθησαν όλα τα στοιχεία που απαιτούνταν για το ορισμένο αυτής. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ένδικης εφέσεως, κατ΄ εκτίμηση αυτού (λόγου), πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ακολούθως, η τετάρτη των καθ΄ ων, υπάλληλος του πλειστηριασμού, λόγω του ότι το επιτευχθέν πλειστηρίασμα, ποσού, κατά τα προαναφερόμενα, 180.000 ευρώ, δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση της απαίτησης της επισπεύδουσας δανείστριας και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, προέβη στη σύνταξη του προσβαλλομένου υπ΄ αρ. ………./31-1-2014 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο, αφού προαφαίρεσε από το προς διανομή πλειστηρίασμα το συνολικό ποσό των 6.167,32 ευρώ, ως έξοδα εκτέλεσης, κατέταξε στο υπόλοιπο ποσό των 173.832,68 ευρώ α) προνομιακά και οριστικά το πρώτο των καθ΄ ων για το ποσό των 7.528,39 ευρώ για απαίτηση από ασφαλιστικές εισφορές, β) προνομιακά και οριστικά το δεύτερο των καθ΄ ων για το ποσό των 2.107,89 ευρώ για απαίτηση από ασφαλιστικές εισφορές, γ) επίσης προνομιακά και οριστικά το δεύτερο των καθ΄ ων για το ποσό των 160.417,67 ευρώ για απαίτηση από ασφαλιστικές εισφορές, δ) προνομιακά και τυχαία, με την αίρεση ότι οφείλει για να εισπράξει την απαίτησή της να προσκομίσει τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία θα της επιδικάζει την απαίτηση για την οποία αναγγέλθηκε και κατατάσσεται, την τρίτη των καθ΄ ων για το ποσό των 3.778,73 ευρώ για απαίτηση από εργατικές διαφορές, ενώ οι λοιποί δανειστές μεταξύ των οποίων και το ανακόπτον δεν κατετάγησαν, λόγω μη επάρκειας του πλειστηριάσματος. Ωστόσο, από τις αναγγελθείσες απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου, εκείνες που προέρχονταν από φόρο προστιθέμενης αξίας με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις τους, ήτοι α) 15.303,08 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 5.907,80 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2010, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄αρ. ……/13-5-2010 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, β) 5.133,53 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 3.901,48 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2010, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄αρ. …./26-7-2010 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, γ) 3.960,28 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 455,43 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2012, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄ αρ. ……./26-10-2012 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, δ) 1.808,95 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 144,72 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2012, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄αρ. ………/25-1-2013 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, ε) 4.390,53 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 241,48 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2013, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄αρ. ………/26-4-2013 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, στ) 9.929,35 ευρώ (κεφάλαιο-τόκοι) + 346,99 ευρώ (προσαυξήσεις-λοιπά συνεισπρ.) οικονομικού έτους 2013, συνολική απαίτηση βεβαιωθείσα με την υπ΄αρ. ……../24-7-2013 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, συνολικού ποσού 51.523,62 (=15.303,08+ 5.907,80+ 5.133,53+ 3.901,48 + 3.960,28 + 455,43 + 1.808,95+ 144,72+4.390,53 + 241,48 +9.929,35 +346,99) ευρώ, και δεδομένου ότι είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες έως τη διενέργεια του πλειστηριασμού, θα έπρεπε να καταταγούν στη δεύτερη τάξη των γενικών προνομίων και να προηγηθούν της ικανοποίησης των απαιτήσεων φορέων κοινωνικής ασφάλισης, εκτός άλλου, του δεύτερου των καθ΄ ων, και εργαζομένων, που ικανοποιούνται στην τρίτη τάξη των γενικών προνομίων, καθώς τα ως άνω προνόμια κρίνονται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως αυτό συμπληρώθηκε με το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν. 4141/2013, που ίσχυε κατά τον προαναφερόμενο χρόνο της κατάταξης, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας. Με τον τέταρτο λόγο της ένδικης εφέσεως το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι οι απαιτήσεις του ανακόπτοντος ποσού 36.615,27 ευρώ, όπως αναλύει αυτές, δεν εμπίπτουν στη διάταξη του άρθρου 33 παρ. 2 εδ. α΄ του Ν. 4141/2013, δεδομένου ότι βεβαιώθηκαν τα έτη 2010 και 2012, δηλαδή πριν τη δημοσίευση του νόμου αυτού (την 5-4-2013) και των τροποποιήσεων στο άρθρο 61 του ΚΕΔΕ και 975 του ΚΠολΔ, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής από 5-4-2013 και εφεξής και εσφαλμένα μεταρρυθμίστηκε ο υπ΄ αρ. ………../31-1-2014 πίνακας κατάταξης κατά το ποσό των 51.523,62 ευρώ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι, όπως εκτίθεται και στη νομική σκέψη της παρούσας, τα προνόμια των απαιτήσεων κρίνονται σύμφωνα με τον ισχύοντα κατά το χρόνο σύνταξης του πίνακα κατάταξης νόμο (εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα, ο πίνακας κατάταξης συντάχθηκε την 31-1-2014), αφού η λόγω του προνομίου προτίμηση δεν αποτελεί στοιχείο της απαίτησης, αλλά αφορά τη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους λόγω της συνδρομής περισσότερων δανειστών. Το αντίθετο δεν συνάγεται ούτε από τη διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, που ορίζει ότι οι σχετικές με την αναγκαστική εκτέλεση διατάξεις του ΚΠολΔ εφαρμόζονται στις εκτελέσεις που αρχίζουν από την εισαγωγή του, διότι η διάταξη αυτή δεν εισάγει γενικά κανόνα διαχρονικού δικαίου για όλες τις πράξεις της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά ρυθμίζει ειδικώς την εφαρμογή του ΚΠολΔ σε θέματα αναγκαστικής εκτέλεσης σε σχέση με το προγενέστερο αυτού δικονομικό δίκαιο (ΟλΑΠ 21/1994). Επομένως, το ανακόπτον, Ελληνικό Δημόσιο, πρέπει να καταταγεί προνομιακά και οριστικά, κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 975 αρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της κατάταξης, και του άρθρου 61 του ΚΕΔΕ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν. 4141/2013, κατά τα προαναφερόμενα, για την αναγγελθείσα απαίτησή του, ποσού 51.523,62 ευρώ, (ανεξαρτήτως του προγενέστερου της 5-4-2013 χρόνου ταμειακής βεβαίωσής τους), που προερχόταν από φόρο προστιθέμενης αξίας με τις πάσης φύσεως προσαυξήσεις τους και είχε καταστεί ληξιπρόθεσμη και η οποία κατατάσσεται στη δεύτερη τάξη των γενικών προνομίων και προηγείται της ικανοποίησης των απαιτήσεων του άρθρου 975 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως απαιτήσεων που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας και απαιτήσεων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων) και του άρθρου 976 του ΚΠολΔ. Ως προς τα υπόλοιπα ποσά των 2.231,40,  3.778,73 (= 1.120 + 2.658,73) και 2.619,19 ευρώ, [που αθροιστικά, μαζί με το συνολικό ποσό των 48.172,21 (= 624,77 + 47.547,44) ευρώ για το οποίο αποβάλλεται το εκκαλούν, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 56.801,53 (= 2.231,40 + 3.778,73 + 2.619,19 + 48.172,21) ευρώ], αποβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση άλλοι καθ΄ ων, οι οποίοι δεν είναι διάδικοι (και δη εκκαλούντες) στην παρούσα δίκη στο δεύτερο βαθμό, και δεν θα ερευνηθεί ως προς αυτούς η ορθότητα του πίνακα κατάταξης δανειστών. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κρίνοντας τον ως άνω πρώτο λόγο της ανακοπής και ως ουσίαν βάσιμο, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης,  απέβαλε, εκτός άλλων σύμμετρα και το δεύτερο των καθ΄ ων κατά το ποσό των 51.523,62 ευρώ και ειδικότερα το δεύτερο των καθ΄ ων για το ποσό των (2.107,89/173.832,68 Χ 51.523,62 =) 624,77 ευρώ και για το ποσό των (160.417,67/173.832,68 Χ 51.523,62 =) 47.547,44 ευρώ και κατέταξε το ανακόπτον (μετά την αποβολή και των λοιπών, για τα ποσά των 2.231,40 και 1.120 ευρώ, που δεν αφορά εν προκειμένω) προνομιακά και οριστικά στο ποσό των 51.523,62 ευρώ, σε πλήρη ικανοποίηση της ληξιπρόθεσμης και προνομιακής απαίτησής του εκ της ως άνω αιτίας σε βάρος του καθ΄ ου η εκτέλεση – οφειλέτη, όπως αυτή αναλύεται κατά τα ανωτέρω και στο συνημμένο στην προαναφερόμενη αναγγελία του πίνακα χρεών, που κοινοποιήθηκε στην επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η εν μέρει ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης εφέσεως να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί το εκκαλούν Ν.Π.Δ.Δ., λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), μειωμένα, όμως, κατά το άρθρο 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957 και την υπ΄ αρ. 134423/8-12-1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β 11/20-11-1993), σε συνδυασμό με το άρθρο 28 του Ν. 2579/1998(ΑΠ 858/2020, ΑΠ 1129/2019, ΑΠ 1375/2018), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 2-7-2019 (αρ. καταθ. ……../2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 3284/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την προσήκουσα διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (άρθρα 637 – 646 του ΚΠολΔ).

Καταδικάζει το εκκαλούν στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 17η Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ