Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 273/2021

Αριθμός     273/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 3ο)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:     2ης Υγειονομικής Περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου, η οποία εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Σταυρούλα Αλικάκου  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……., 2) ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο-Ελευθέριο Τάγαρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την  από 30.6.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./8.8.2017)  αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 389/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 2.7.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) έφεση, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 που αφορά την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων και τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης: «1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13.3.2020 – 31.5.2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από τον νόμο προθεσμία. Ειδικότερα οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του 237 και του άρθρου 238 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΚΠολΔ), καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους.»

Η υπό κρίση από 2.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 έφεση κατά της με αριθμό 389/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της με αριθμό ………../8.8.2017 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας (άρθρα 495, 496, 498, 511, 513, 516 § 1,517 εδαφ. α, 518 §1 και 520 § 1 ΚΠολΔ), καθόσον από τη με αριθμό 863ε/19.2.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ………….. αποδεικνύεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κοινοποιήθηκε στην εκκαλούσα στις 19.2.2020 και η έφεση ασκήθηκε στις 2.7.2020. Επομένως με βάση τη διάταξη του άρθρου 74 του ν. 4690/2020 η προθεσμία εφέσεως αφαιρουμένου του διαστήματος αναστολής από 13.3.2020 έως 31.5.2020 έληγε στις 19.6.2020 και συμπληρωνόταν στις 19.7.2020. Συνεπώς με βάση τα παραπάνω είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός των εφεσιβλήτων περί του αντιθέτου. Η έφεση δε αρµοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει επομένως και να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, με δεδομένο ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό ………./8.8.2017 αγωγή τους οι ενάγοντες ήδη εφεσίβλητοι εξέθεταν ότι είναι ιατροί των αναφερόμενων στην αγωγή ειδικοτήτων που εργάζονταν στον ΕΟΠΥΥ και πιο πριν στο ΙΚΑ µε σύµβαση πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης αορίστου χρόνου ιδιωτικού δικαίου και µεταφέρθηκαν, µε βάση τις διατάξεις του Ν. 4238/2014, σε θέσεις που συστάθηκαν στις Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (ΔΥΠΕ) δηλαδή στην ήδη εκκαλούσα.  Ότι σύμφωνα µε τις διατάξεις του ως άνω νόµου, εντός οκταµήνου από την ολοκλήρωση της µεταφοράς τους, έπρεπε να αξιολογηθούν και να καταταχθούν σε θέσεις κλάδων ιατρών / οδοντιάτρων του ΕΣΥ, οπότε από την ένταξή τους θα λάµβαναν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες µισθολογικές διατάξεις, αφού αναγνωριζόταν και υπολογιζόταν η προϋπηρεσία τους σε οποιοδήποτε φορέα κοινωνικής ασφάλισης στη μισθολογική προϋπηρεσία τους και ότι η ένταξή τους ολοκληρώθηκε στις 31.12.2014. Ακολούθως αιτήθηκαν να υποχρεωθεί η ήδη εκκαλούσα με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να καταβάλει στην πρώτη εξ αυτών το ποσό των 19.769,04 ευρώ και στο δεύτερο το ποσό 19.939,68 ευρώ για διαφορά οφειλής δεδουλευμένων από 1.1.2015 έως 30.6.2017, όπως αναλύθηκαν στην αγωγή, µε το νόµιµο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της αγωγή, απορρίπτοντας ισχυρισμό περί τους αντιθέτου, και ότι είναι το καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο με βάση τις διατάξεις 16 παρ. 2 και 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ προς εκδίκαση κατά τη ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 3 και 621 επ. του ΚΠολΔ). Στη συνέχεια την έκρινε ορισμένη, και νόμιμη και ακολούθως τη δέχθηκε εξ ολοκλήρου ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα υποχρεώνοντας την ήδη εκκαλούσα να καταβάλει στην πρώτη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 19.769,04 ευρώ και στο δεύτερο εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 19.939,68 ευρώ εντόκως από την επίδοση της αγωγής.

Σύμφωνα με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένω, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία’ αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (350/2020 ΑΠ δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα με τον όγδοο λόγο εφέσεως προτείνει για πρώτη φορά ισχυρισμό εν μέρει εξόφλησης των εφεσιβλήτων, με την καταβολή των αναφερόμενων στο δικόγραφο της εφέσεως ποσών το μήνα Ιανουάριο του 2019, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 Ν. 4575/2018 και την κυα με αριθμό οικ /2/88420/ ΦΕΚ Β 5435-4/12/2018. Επικαλείται μάλιστα συγκεκριμένο έγγραφο που αποδεικνύει την καταβολή με τις προτάσεις του. Επειδή η καταβολή είναι μεταγενέστερη του χρόνου έκδοσης της εκκαλουμένης απόφασης ο ισχυρισμός αυτός προτείνεται παραδεκτά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και θα ερευνηθεί κατ’ουσίαν. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ν. 4607/2019 περί τοκοφορίας οφειλών του δημοσίου το ύψος του νόμιμου επιτοκίου και του επιτοκίου υπερημερίας κάθε οφειλής του Δημοσίου ισούται προς το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Το επιτόκιο του προηγούμενου εδαφίου δεν μεταβάλλεται, κατά το μέρος που αφορά το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), πριν από την εκάστοτε σωρευτική μεταβολή αυτού κατά μία (1,00) εκατοστιαία μονάδα, με σχετική βάση υπολογισμού του το επιτόκιο που ισχύει κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος. Τα ανωτέρω δεν ισχύουν για: α) τις απαιτήσεις των φορολογουμένων της παρ. 2 του άρθρου 53 του ν. 4174/2013 (Α΄ 170), β) τις περιπτώσεις όπου σε σύμβαση, στην οποία συμβάλλεται νόμιμα το Δημόσιο, έχει περιληφθεί ειδική πρόβλεψη σχετικά με το εφαρμοζόμενο επιτόκιο, γ) τις αξιώσεις ιδιωτών που στηρίζονται σε ειδικές και ευθέως εφαρμοζόμενες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, με τις οποίες έχει καθοριστεί, ρητά και ειδικά, ύψος επιτοκίου. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων αυτών, όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στο ύψος του οφειλόμενου από το Δημόσιο νόμιμου επιτοκίου ή και του επιτοκίου υπερημερίας, νοείται το επιτόκιο του παρόντος. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται και σε όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις, σε οποιοδήποτε βαθμό και στάδιο, για το μέρος κατά το οποίο οι αξιώσεις για τόκο ανάγονται και υπολογίζονται σε χρόνο μετά την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η παραπάνω διάταξη είναι ειδικότερη σε σχέση με αυτή του άρθρου 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού εβδόμου λόγου εφέσεως θα εξαφανιστεί κατά το παρεπόμενο κεφάλαιο περί τοκοδοσίας η εκκαλουμένη και οποιοδήποτε ποσό κριθεί ότι οφείλεται θα διευκρινιστεί ότι οφείλεται με το επιτόκιο του άρθρου 45 παρ. 1 του ν. 4607/2019. Με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, όπως αυτές ισχύουν από 18.4.2001 μετά την αναθεώρηση του εν λόγω άρθρου με το από 6 Απριλίου 2001 Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου (παρ. 1) και ότι στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές, καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων ανήκουν α) οι διαφορές του ιδιωτικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν τις έχει υπαγάγει σε άλλα δικαστήρια, β)… γ)… Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 95 παρ. 1 του Συντάγματος που αφορά τις αρμοδιότητες του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκύπτει ότι διοικητικές διαφορές ουσίας, που υπάγονται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, είναι οι διαφορές που πηγάζουν από διοικητικές συμβάσεις ή από ενέργειες διοικητικών οργάνων, οι οποίες δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις και εφόσον, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, ο νόμος οργανώνει κατά τέτοιο τρόπο τη δικαστική προστασία του πολίτη, ώστε το αίτημα του ενώπιον του δικαστηρίου να είναι η καταψήφιση σε παροχή ή η αναγνώριση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, που αναφέρονται στο δημόσιο δίκαιο (ΑΕΔ 2/1993). Εξ άλλου, σε εφαρμογή των αντιστοίχων Συνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 94 παρ.1 και 3, όπως ίσχυαν πριν την πιο πάνω αναθεώρηση, εκδόθηκε ο Ν. 1406/1983, με τα άρθρα 1 και 9 του οποίου όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας υπήχθησαν από 11.6.1985 στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Ειδικότερα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 εδ. θ’ του Ν. 1406/1983, όπως στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 29 παρ.3 του Ν. 2721/1999, ορίσθηκε ότι στις διοικητικές διαφορές ουσίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων περιλαμβάνονται ιδίως και διαφορές που αφορούν τις κάθε είδους αποδοχές (δεδουλευμένες ή μη) του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου. Ως “αποδοχές”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι αποδοχές του προσωπικού που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα Ν.Π.Δ.Δ. με σχέση δημόσιου δικαίου. Απ’ αυτό γίνεται φανερό ότι οι διαφορές που αφορούν τις αποδοχές των μισθωτών που συνδέονται με το Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α ή τα Ν.Π.Δ.Δ, όπως είναι το εκκαλούν με την επωνυμία «διοίκηση υγειονομικής περιφέρειας Πειραιώς και Αιγαίου» (άρθ. 1 παρ. 2 του Ν. 3329/2005), με σύμβαση ή σχέση εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΕΔ 11/1992, ΑΠ 533/2018, ΑΠ 22/2016, ΑΠ 1340/2014, ΑΠ 1635/2012). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 εδ. α – δ του Ν. 4238/2014 “Πρωτοβάθμιο Εθνικό Δίκτυο Υγείας (Π.Ε.Δ.Υ.), αλλαγή σκοπού Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και λοιπές διατάξεις” (ΦΕΚ Α 38) ορίσθηκε ότι “Το σύνολο του μόνιμου και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) ιατρικού, οδοντιατρικού, νοσηλευτικού, επιστημονικού, παραϊατρικού, τεχνικού, διοικητικού προσωπικού των Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. τίθεται, αυτοδικαίως, από την ισχύ του παρόντος, σε καθεστώς διαθεσιμότητας με ταυτόχρονη κατάργηση των θέσεων που κατέχει. Οι ανωτέρω υπάλληλοι παραμένουν σε καθεστώς διαθεσιμότητας επί έναν (1) μήνα και εν συνεχεία, μετατάσσονται / μεταφέρονται, μετά από αίτησή τους, με τους όρους και τις προϋποθέσεις του επόμενου άρθρου, σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν στις Διοικήσεις των αντίστοιχων, χωροταξικά, Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε.), όπως προβλέπεται με την παρ. 4 του άρθρου 17 του ν. 4224/2013 (Α` 288). Με απόφαση του Υπουργού Υγείας καθορίζεται η χωροταξική κατανομή, ανά Υγειονομική Περιφέρεια, των υφιστάμενων Μονάδων Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Στους υπαλλήλους που τίθενται σε καθεστώς διαθεσιμότητας καταβάλλονται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις…”, ενώ με την παρ. 3 του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι “οι διαπιστωτικές πράξεις για τη θέση σε καθεστώς διαθεσιμότητας των ανωτέρω υπαλλήλων εκδίδονται από το όργανο διοίκησης του φορέα προέλευσης”. Κατ’ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η με αριθ. Γ.Π./οικ 18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ Β 485) των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Υγείας, με την οποία συστήθηκαν και κατανεμήθηκαν ανά ειδικότητα (ιατροί) ή κλάδο (λοιπό προσωπικό) 9.930 οργανικές θέσεις, μόνιμου και με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, ιατρικού, νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού στις επτά Διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών της χώρας. Εξ άλλου με τη διάταξη του άρθρου 17 του ιδίου νόμου και υπό τον παράτιτλο “Κινητικότητα υπαλλήλων Ε.Ο.Π.Υ.Υ. προς Δ.Υ.Πε”, όπως τα δύο πρώτα εδάφια της παρ.1 αντικαταστάθηκαν με το άρθρο πρώτο υποπαρ. Ι5 του Ν. 4254/2014 (ΦΕΚ Α 85) ορίσθηκαν τα ακόλουθα: “(1). Εκ των υπαλλήλων των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου, που έχουν τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας, οι ιατροί/οδοντίατροι, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ., μετατάσσονται / μεταφέρονται αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, που συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης, λαμβανομένων υπόψη και των ρυθμίσεων της παρ. 18 του άρθρου 32 του ν. 2190/1994, όπως ισχύει. Το λοιπό προσωπικό των ως άνω παραγράφων 1 και 2 μετατάσσεται/μεταφέρεται, αναδρομικά από την ημερομηνία λήξης του χρόνου διαθεσιμότητας, με την ίδια εργασιακή σχέση, κατόπιν αιτήσεως τους, περί αποδοχής της εν λόγω θέσης. Η ισχύς των προηγούμενων εδαφίων αρχίζει την 4η Μαρτίου 2014. Οι ανωτέρω αιτήσεις υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους, εντός επτά (7) εργασίμων ημερών από την ημερομηνία έκδοσης των διαπιστωτικών πράξεων της ως άνω παραγράφου 3 του προηγούμενου άρθρου. Οι εν λόγω αιτήσεις, οι οποίες υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του ν. 1599/1986 (Α` 75), υποβάλλονται από τους ενδιαφερομένους στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους περιφερειακών διοικητικών μονάδων του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., οι οποίες με ευθύνη τους τις διαβιβάζουν στις αντίστοιχες υπηρεσίες των Δ.Υ.Πε. υποδοχής, εντός τριών ημερών. Το ιατρικό/οδοντιατρικό προσωπικό που ασκεί, παράλληλα, ελευθέριο επάγγελμα και το οποίο έχει υποβάλει αίτηση αποδοχής θέσης πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης σε Δ.Υ.Πε., οφείλει, κατά το χρόνο ανάληψης υπηρεσίας και προκειμένου να αναλάβει, να προσκομίσει στην αρμόδια υπηρεσία της Δ.Υ.Πε. υποδοχής βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας ή εναλλακτικά, στην περίπτωση που χωρίς δική του υπαιτιότητα είναι αδύνατη η άμεση λήψη αντίστοιχης βεβαίωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της αίτησης διακοπής δραστηριότητας προς την αρμόδια Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.). Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η βεβαίωση διακοπής δραστηριότητας κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία υποδοχής, από τον υπόχρεο, αμέσως μετά τη λήψη της, το αργότερο εντός μηνός από την ανάληψη υπηρεσίας, άλλως απολύονται αυτοδικαίως. (2). Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης υποβολής της σχετικής αίτησης αποδοχής ο υπάλληλος που έχει τεθεί σε καθεστώς διαθεσιμότητας απολύεται, αυτοδικαίως, μετά την πάροδο του προκαθορισμένου χρόνου των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 16 του παρόντος. (3). Στην περίπτωση που ο μετατασσόμενος/μεταφερόμενος υπάλληλος δεν παρουσιαστεί στην αρμόδια υπηρεσία του φορέα υποδοχής, προκειμένου να αναλάβει υπηρεσία, απολύεται αυτοδικαίως. (4). Οι πράξεις μετάταξης / μεταφοράς των εν λόγω υπαλλήλων εκδίδονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης του Φορέα υποδοχής”. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι ιατροί / οδοντίατροι που υπηρετούσαν στο ΙΚΑ – ΕΤΑΜ με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (όπως και οι μόνιμοι ιατροί), οι οποίοι αρχικά είχαν μεταφερθεί αυτοδικαίως στον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.) από την ημερομηνία ένταξης σε αυτόν του κλάδου υγείας του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ [άρθ. 17 παρ.1 και 2 και 26 παρ. 9 του Ν. 3918/2011, όπως η τελευταία αυτή παράγραφος προστέθηκε με την παρ.21 του άρθρου 72 του Ν. 3984/2011 (ΦΕΚ Α 150)], στη συνέχεια μετατάχθηκαν / μεταφέρθηκαν με την ίδια εργασιακή σχέση και κατόπιν αίτησής τους στις κατά τόπους Διοικήσεις Υγειονομικών Περιφερειών (Δ.Υ.Πε), όπως στο εναγόμενο νπδδ και ήδη εκκαλούν και σε αντίστοιχες οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης που συστήθηκαν για τον σκοπό αυτό, κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στα ως άνω άρθρα 16 παρ.1 και 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014. Επίσης, με το άρθρο 18 του νόμου αυτού (4238/2014), ορίσθηκε ότι εντός οκταμήνου από την ολοκλήρωση της μετάταξης / μεταφοράς το ως άνω ιατρικό προσωπικό αξιολογείται και κατατάσσεται σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. που θα ενταχθούν στο Π.Ε.Δ.Υ., ενώ με το άρθρο 21 παρ.2 του ιδίου νόμου ορίσθηκε ότι το ιατρικό / οδοντιατρικό προσωπικό, μόνιμοι και Ι.Δ.Α.Χ. (ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) διατηρεί το σύνολο των τακτικών αποδοχών που λαμβάνουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ότι, μετά την ένταξή τους σε θέσεις του κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ., λαμβάνουν τις αποδοχές που προβλέπονται από τις οικείες μισθολογικές διατάξεις. Τέλος με το άρθρο 25 του ιδίου νόμου προβλέφθηκε διαδικασία αξιολόγησης από πενταμελές Συμβούλιο Αξιολόγησης ιατρών και κατάταξης αναλόγως της προϋπηρεσίας του έχοντος μεταταχθεί κατά την προαναφερθείσα διαδικασία ιατρικού προσωπικού στους βαθμούς Διευθυντή, Επιμελητή Α’ ή Επιμελητή Β’, προκειμένου αυτό να ενταχθεί στον κλάδο ειδικευμένων ιατρών του Ε.Σ.Υ. Επομένως ναι μεν, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ένταξης (κατόπιν αξιολόγησης) σε θέσεις κλάδου ιατρών /οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήματος Υγείας (Ε.Σ.Υ.) των απασχολουμένων με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ιατρών και οδοντίατρων, που είχαν ήδη μεταταχθεί / μεταφερθεί σε οργανικές θέσεις των κατά τόπους Διοικήσεων Υγειονομικής Περιφέρειας, οι αποδοχές αυτών καθορίζονται από το ειδικό μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. που προβλέπει η ισχύουσα εκάστοτε νομοθεσία, πλην όμως καμία από τις προαναφερθείσες διατάξεις δεν προβλέπει ρητώς τη μετατροπή των οργανικών θέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου των ως άνω ιατρών / οδοντιάτρων [οι οποίοι μέχρι τότε υπηρετούσαν με σχέση ιδιωτικού δικαίου αρχικά στο Ι.Κ.Α. – Ε.Τ.Α.Μ. και στη συνέχεια στον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και ακολούθως εντάχθηκαν κατά τα ανωτέρω σε μονάδες παροχής υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας των ΔΥΠε], σε μόνιμες οργανικές θέσεις ιατρών / οδοντιάτρων δημοσίου δικαίου, μετά την αξιολόγηση και κατάταξή τους σε θέσεις κλάδου ιατρών / οδοντιάτρων του Ε.Σ.Υ. για τη σύσταση των οποίων (μόνιμων θέσεων) άλλωστε απαιτείται ειδική νομοθετική πρόβλεψη, κατά το άρθρο 103 παρ. 2 εδ. α του Συντάγματος. Αντιθέτως η διάταξη του άρθρου 17 παρ.1 του Ν. 4238/2014 ρητώς ορίζει ότι η ως άνω μετάταξη / μεταφορά των ιατρών / οδοντιάτρων (μόνιμων και ΙΔΑΧ) λαμβάνει χώρα “με την ίδια εργασιακή σχέση” σε οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, ήτοι για μεν τους μόνιμους σε οργανικές θέσεις δημοσίου δικαίου, για δε τους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ) σε οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Για το λόγο αυτό άλλωστε η με αριθ. Γ.Π. οικ/18936/26.2.2014 Κοινή Υπουργική Απόφαση δεν διαχώρισε αριθμητικά τις συσταθείσες 9.930 θέσεις σε θέσεις μόνιμου προσωπικού και σε θέσεις με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού, αφού κατά την έκδοσή της ήταν άδηλος ο αριθμός των ιατρών/ οδοντιάτρων – μόνιμων και Ι.Δ.Α.Χ. – που θα εντάσσονταν σε αντίστοιχες θέσεις κλάδου ιατρών του Ε.Σ.Υ (ΑΠ 535/2020). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι που εργάζονταν στο ΙΚΑ και τον ΕΟΠΥΥ με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου αφού τέθηκαν σε διαθεσιμότητα για ένα διάστημα στη συνέχεια μετατάχθηκαν δηλαδή μεταφέρθηκαν σε θέσεις με το ίδιο καθεστώς εργασίας, δηλαδή σε οργανικές θέσεις ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και δεν είναι δημόσιοι λειτουργοί. Συνεπώς τα πολιτικά δικαστήριο έχουν δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, η οποία αφορά την καταβολή μισθολογικών διαφορών στους ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητους από την εργασία τους, ως ιατρών σε μονάδες υγείας του εκκαλούντος νπδδ. Επομένως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε ότι είχε δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ένδικης διαφοράς, ορθώς κατά νόμο έκρινε και κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου προαναφερόμενες αιτιάσεις που εμπεριέχονται στους συναφείς τέσσερις πρώτους λόγους εφέσεως που αφορούν την σε κάθε περίπτωση ελεγχόμενη αυτεπαγγέλτως συνδρομή ή μη της διαδικαστικής προϋπόθεσης της δικαιοδοσίας κρίνονται απορριπτέες ως αβάσιμες. Εξάλλου, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ., μέχρι την αναδρομική από 1.8.2012 μείωση των αποδοχών τους που επήλθε με τις διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγρ. Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, υπέστησαν, διαδοχικώς, τις ακόλουθες μειώσεις στις αποδοχές τους: Με το άρθρο 1 του ν. 3833/2010 (Α΄ 40/15.3.2010, έναρξη ισχύος από 1.1.2010, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του ίδιου νόμου) τα επιδόματα τους οι αποζημιώσεις τους και οι αμοιβές τους γενικώς μειώθηκαν κατά ποσοστό δώδεκα τοις εκατό (12%) και τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώθηκαν κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) αντίστοιχα. Στη συνέχεια, με το άρθρο τρίτο του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» (Α΄ 65/6.5.2010, έναρξη ισχύος άρθρου τρίτου από 1.6.2010, βλ. άρθρο έβδομο παρ. 1 του νόμου) [Μνημόνιο Ι] ορίσθηκαν τα εξής: «1. Τα πάσης φύσεως επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη προβλεπόμενα των λειτουργών και υπαλλήλων των φορέων της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 … μειώνονται κατά ποσοστό οκτώ τοις εκατό (8%). 2. Από τη μείωση της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται τα επιδόματα που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 3. … 6. Τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία, για λειτουργούς, υπαλλήλους και μισθωτούς που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των παραγράφων 1 έως και 4, … καθορίζονται ως εξής: α) Το επίδομα εορτών Χριστουγέννων σε πεντακόσια (500) ευρώ. β) Το επίδομα εορτών Πάσχα σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ. γ) Το επίδομα αδείας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ…». Με το άρθρο 38 παρ. 5 του ν. 3986/2011 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012 – 2015» (Α΄ 152/1.7.2011) ορίσθηκε ότι: «Αναστέλλονται από 1.7.2011 και μέχρι τη θέσπιση νέου ενιαίου μισθολογίου: α) Οι διατάξεις… της παραγράφου Α.1. του άρθρου 44… του ν. … του ν. 3205/2003 [που προβλέπουν το επίδομα χρόνου υπηρεσίας των ιατρών του Ε.Σ.Υ.] … β) …», οι διατάξεις δε του ανωτέρω άρθρου διατηρήθηκαν σε ισχύ με την παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), στην οποία προστέθηκαν οι λέξεις «και μέχρι την τροποποίηση των διατάξεων του Β΄ Μέρους του ν. 3205/2003 με τις οποίες επέρχονται μειώσεις στα ειδικά μισθολόγια» με το εδάφιο β΄ της περιπτώσεως 38 της αναφερομένης κατωτέρω υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Με το άρθρο 55 παρ. 23 περ. δ΄ του ν. 4002/2011 «Τροποποίηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου – Ρυθμίσεις για την ανάπτυξη και τη δημοσιονομική εξυγίανση – κ.λπ.» (Α΄ 180/22.8.2011) μειώθηκε από 1.7.2011 εκ νέου κατά ποσοστό 20% το προβλεπόμενο από την παρ. Α.3 του άρθρου 44 του ν. 3205/2003 επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, όπως είχε ήδη διαμορφωθεί. Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση της σχετικής τροπολογίας «κρίνεται αναγκαία η μείωση των επιδομάτων που λειτουργούν ως κίνητρο απόδοσης ή ταχύτερης διεκπεραίωσης ή ειδικής απασχόλησης του έργου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης και του περιορισμού του μισθολογικού κόστους, με τελικό στόχο τη μείωση των δημοσίων δαπανών». Εξ άλλου, με το άρθρο 6 παρ. 9 του μνημονευθέντος ν. 4052/2012 μειώθηκε, από 1.1.2012, ο συντελεστής βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού, ενώ με την ίδια διάταξη μειώθηκε, από 1.1.2012, και το μηνιαίο ποσό που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ, στρογγυλοποιούμενο στην πλησιέστερη μονάδα ευρώ. Παραλλήλως, οι ιατροί του Ε.Σ.Υ. υπεβλήθησαν και στο σύνολο των γενικής φύσεως οικονομικών και φορολογικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος της χώρας, τέτοια δε μέτρα ήσαν, μεταξύ άλλων, η σταδιακή μείωση του αφορολόγητου ορίου, ο περιορισμός των κλιμακίων και η αύξηση των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος (άρθρα 27 του ν. 3986/2011, άρθρο 1 επ. του ν. 3842/2010, 38 του ν. 4024/2011 κ.α.), η επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης (άρθρο 29 του ν. 3986/2011), η διαδοχική αύξηση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας, η υπαγωγή στους αυξημένους συντελεστές αγαθών και υπηρεσιών που υπάγονταν σε κατώτερη κλίμακα και η αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης (άρθρα 12 επ. του ν. 3833/2010, 34 του ν. 3986/2011 κ.α.), η εξίσωση του φόρου πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης (άρθρο 36 του ν. 3986/2011), καθώς και η σταδιακή αύξηση των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων και η επιβολή του ειδικού φόρου ηλεκτροδοτουμένων [άρθρα 33 του ν. 3986/2011, 53 του ν. 4021/2011 (Α΄ 218) κ.ά.]. Εξάλλου, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13 – 37 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, οι οποίες θεσπίσθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (ΣτΕ Ολομ. 668/2012, 1116, 2192 – 96/2014), ο νομοθέτης, αφού διαπίστωσε ότι η οικονομική ύφεση συνεχίζεται και ότι η χώρα εξακολουθεί να έχει συνεχή προβλήματα με τη φορολογική «συμμόρφωση», την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Κράτος και την προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αποφάσισε να λάβει και πάλι, μεταξύ άλλων, ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, την περαιτέρω μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων από το Δημόσιο βάσει «ειδικών μισθολογίων» υπαλλήλων και λειτουργών. Αν και καθένα από τα ως άνω «ειδικά μισθολόγια» αφορούσε διαφορετική κατηγορία λειτουργών ή υπαλλήλων, με απολύτως διακεκριμένα καθήκοντα και αποστολή καθώς και διαφορετικά τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, για ορισμένες δε από τις κατηγορίες αυτές συνδεόταν με την άσκηση της εκ του Συντάγματος κρατικής τους αποστολής, ο νομοθέτης τα αντιμετώπισε συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονομικό μέγεθος, το οποίο έπρεπε, υπολογιζόμενο ως σύνολο, να μειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της επιχειρούμενης μειώσεως του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δημοσίου χρέους. Με βάση το εξισωτικό αυτό κριτήριο θεσπίσθηκαν μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης (άνω δηλαδή του 10%, το οποίο εξελήφθη ως μέσος όρος για τις μειώσεις σε όλα τα μισθολόγια) στα μισθολόγια στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν γενικά μαθηματικώς υψηλότερο, και μικρότερα ποσοστά σε εκείνα στα οποία το ύψος των αποδοχών ήταν μαθηματικώς χαμηλότερο, εντός δε του ίδιου μισθολογίου μείωσε κατά μεγαλύτερο ποσοστό τις αποδοχές των κατεχόντων τους ανώτερους και ανώτατους βαθμούς λειτουργούς και υπαλλήλους (βλ. ΣΕ Ολομ. 4174/2014, 2192 – 2196/2014). Κατ’ εφαρμογή του αμιγώς αριθμητικού αυτού κριτηρίου, με τις διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 επιβλήθηκαν νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ., με τη μείωση του μηνιαίου βασικού μισθού όλων των βαθμών της ιεραρχίας του κλάδου, τη μείωση των χορηγούμενων σε αυτούς επιδομάτων και αποζημιώσεων (επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης, απόδοσης και ειδικών συνθηκών άσκησης ιατρικού έργου, πάγια αποζημίωση για συμμετοχή σε σεμινάρια και ενημέρωση βιβλιοθήκης και επίδομα θέσεως ευθύνης), τη μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, τη μείωση της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ. και τον καθορισμό προσαύξησης ενεργού εφημερίας 30 ευρώ αδιακρίτως για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας, τη μείωση της αποζημίωσης εφημεριών που καταβάλλεται στους Συντονιστές Διευθυντές και στους Διευθυντές των πανεπιστημιακών κλινικών εργαστηρίων και μονάδων και τέλος την, συνεπεία των ανωτέρω ρυθμίσεων, μείωση της αμοιβής της μικτής εφημερίας. Ειδικότερα, επιβλήθηκαν μεγαλύτερες, έναντι των υπολοίπων ιατρών του Ε.Σ.Υ., μειώσεις (άνω του 10%) στον μηνιαίο βασικό μισθό των Συντονιστών Διευθυντών, των Διευθυντών και των Επιμελητών, ενώ οι μειώσεις επί των προαναφερθέντων επιδομάτων κυμάνθηκαν άνω του 10% για όλους τους βαθμούς της ιεραρχίας του κλάδου των ιατρών. Άνω του 10% ήταν και η μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών, της προσαύξησης ενεργού εφημερίας που καταβάλλεται στους Διευθυντές του Ε.Σ.Υ., καθώς και του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Συντονιστές Διευθυντές, με συνέπεια την δραστική μείωση των αποδοχών των προσφευγόντων, οι οποίες, όπως προαναφέρθηκε, έχουν τον χαρακτήρα κινήτρου για την αποτελεσματικότερη εκπλήρωση της αποστολής τους και αντισταθμίσματος για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτελέσεως των καθηκόντων τους (πρβλ. ΣΕ 2192 – 96/2014 Ολομ.). Όπως δε εκτέθηκε ήδη, ναι μεν ο νομοθέτης έχει διακριτική ευχέρεια για την εισαγωγή νέων ρυθμίσεων και ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη διαμόρφωση των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., τα δικαστήρια όμως δύνανται και οφείλουν, χωρίς να υπεισέλθουν στην έρευνα της σκοπιμότητας των επιλογών του, να ερευνήσουν το αμιγώς νομικό ζήτημα, αν ελήφθη υπόψη η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των ιατρών αυτών, η οποία απορρέει εμμέσως από το άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθώς και η συνταγματική αρχή της ισότητας υπό την δεύτερη όψη της, δηλαδή της υποχρεώσεως του νομοθέτη να μεταχειρίζεται ανίσως τις άνισες καταστάσεις. Η τεκμηρίωση αυτή, αναγκαία και εκ του ότι τα επίμαχα μέτρα διασπούν μία πάγια μισθολογική μεταχείριση των λειτουργών αυτών, θα έπρεπε να αναφέρεται στην εξέλιξη των οικονομικών εν γένει συνθηκών και του γενικού κόστους διαβίωσης, στην ανάγκη διαφύλαξης του κύρους του δημοσίου λειτουργήματος των ιατρών του Ε.Σ.Υ. λόγω της φύσεως των καθηκόντων τους και της σημασίας της αποστολής τους, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες ασκήσεως του εν λόγω λειτουργήματος, τις ιδιαίτερες απαιτήσεις του ιατρικού επαγγέλματος όσον αφορά τον χρόνο απασχόλησης, την ένταση και την ποιότητα της εργασίας, τις ιδιαίτερες ευθύνες που απορρέουν από την άσκησή του, το καθεστώς πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης υπό το οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους, τον μεγαλύτερο χρόνο γενικής εκπαίδευσης των ιατρών εν σχέσει προς άλλους επιστήμονες, την πολυετή μεταπανεπιστημιακή μετεκπαίδευσή τους για ειδίκευση αλλά και την ανάγκη για διαρκή εκπαίδευση στην επιστήμη τους, καθώς και το γεγονός ότι, εν όψει των ανωτέρω, εισέρχονται στη δημόσια υπηρεσία σε μεγαλύτερη ηλικία σε σχέση με τους λοιπούς υπαλλήλους και λειτουργούς. Επιπλέον, έπρεπε να ληφθούν υπόψη και οι δυσμενείς επιπτώσεις επί της λειτουργίας του Ε.Σ.Υ., της ποιότητας των παρεχόμενων από το Κράτος υπηρεσιών υγείας και του επιπέδου της ιατρικής στη χώρα, η λόγω της αδυναμίας εξασφαλίσεως ικανοποιητικών αποδοχών διαρροή έμπειρων επιστημόνων στο εξωτερικό, για την εκπαίδευση των οποίων διατέθηκαν σημαντικοί πόροι τόσο εξ ιδίων όσο και από το Κράτος (πανεπιστημιακές και νοσοκομειακές υποδομές, συγγράμματα, εκπαιδευτικό προσωπικό υψηλού επιπέδου κλπ). Όμως, ούτε από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ν. 4093/2012, ούτε από το κείμενο του εγκριθέντος με τον νόμο αυτό Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου, ούτε τέλος από το κείμενο του εγκριθέντος με τον ν. 4046/2012 Μνημονίου Συνεννόησης προκύπτει ότι κατά τον προσδιορισμό του ύψους των περικοπών στο μισθολόγιο των ιατρών του Ε.Σ.Υ. με τις κρίσιμες διατάξεις, ελήφθησαν υπόψη, πέραν του ανωτέρω καθαρώς αριθμητικού και, ως εκ τούτου, προδήλως απρόσφορου κριτηρίου, της επίτευξης δηλαδή συγκεκριμένης μεσοσταθμικής μειώσεως του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, τα παρατεθέντα ανωτέρω στοιχεία, εν όψει των οποίων θεσπίσθηκε ιδιαίτερο μισθολόγιο για την εν λόγω κατηγορία δημοσίων λειτουργών (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Ειδικότερα, δεν προκύπτει ότι εκτιμήθηκαν ειδικώς οι επιπτώσεις από τις εν λόγω μειώσεις στη λειτουργία του Ε.Σ.Υ., ούτε αν οι εκ των μειώσεων επιπτώσεις είναι μικρότερες ή μεγαλύτερες από το προκύπτον οικονομικό όφελος, ούτε αν θα μπορούσαν να ληφθούν άλλα μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος με μικρότερο κόστος για το ιατρικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Επίσης δεν εξετάσθηκε αν οι αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. παραμένουν και μετά τις νέες μειώσεις, επαρκείς για την αντιμετώπιση του κόστους αξιοπρεπούς διαβίωσής τους και ανάλογες της αποστολής τους (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Περαιτέρω, με τα δεδομένα που ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσιεύσεως του ν. 4093/2012, οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., που επήλθαν με τον νόμο αυτό, συνυπολογιζόμενες με την πλήρη κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας, τις προηγούμενες μειώσεις που, κατά τα ανωτέρω, επεβλήθησαν διαδοχικώς επί των πάσης φύσεως επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών τους (ν. 3833/2010 μείωση κατά 12% και ν. 3845/2010 μείωση κατά 8% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, της πάγιας αποζημίωσης για συμμετοχή σε σεμινάρια και του επιδόματος θέσεως ευθύνης, ν. 4002/2011 μείωση κατά 20% του επιδόματος νοσοκομειακής απασχόλησης, ν. 4052/2012 μείωση του συντελεστή βάσει του οποίου υπολογίζεται το ωρομίσθιο των εφημεριών από 0,0059 σε 0,0052 επί του βασικού μισθού και μείωση του μηνιαίου ποσού που καταβάλλεται ως αποζημίωση εφημεριών στους Διευθυντές που υπηρετούν σε Νοσοκομεία της Α Ζώνης από 55% σε 49% του εκάστοτε ισχύοντος βασικού μισθού του Διευθυντή Ε.Σ.Υ.), καθώς και με άλλες μειώσεις του εισοδήματος των προσφευγόντων ιατρών με παράπλευρα νομοθετήματα της περιόδου της κρίσεως (επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης για την καταπολέμηση της ανεργίας με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 3986/2011, επιβολή ειδικής εισφοράς υπέρ του Τ.Π.Δ.Υ. με το άρθρο 38 παρ. 2 περ. β΄ του ν. 3986/2011 και αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις), υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσματος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, δεδομένης άλλωστε και της χρονίζουσας αδυναμίας προωθήσεως των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της εισπράξεως των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών που απετέλεσαν, κατά τα προεκτεθέντα, έναν από τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των ιατρών του Ε.Σ.Υ. (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Εν όψει τούτων, οι κρίσιμες διατάξεις της περιπτ. 27 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι επίδικες μειώσεις των αποδοχών των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και οι διατάξεις της αποφάσεως οικ. 2/83408/022/14.11.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με τις οποίες οι μειώσεις αυτές επιβλήθηκαν αναδρομικώς από 1.8.2012, αντίκεινται στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος και την απορρέουσα από αυτό αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεώς των ιατρών του Ε.Σ.Υ., καθώς και προς τις αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη (βλ. Ελ. Συν. 7412/2015 Ολομ.). Η πλημμέλεια αυτή δεν αίρεται από την δυνατότητα συμμετοχής των ιατρών του Ε.Σ.Υ. στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. και της λήψεως αμοιβής για τις διενεργούμενες πέραν του τακτικού ωραρίου πράξεις. Και τούτο διότι αφ’ ενός η συμμετοχή των ιατρών στην ολοήμερη λειτουργία των μονάδων του Ε.Σ.Υ. είναι προαιρετική, αφ’ ετέρου δε, όπως έχει γίνει δεκτό, η αμοιβή για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών αποτελεί αντιστάθμισμα για μία επί πλέον παροχή υγείας προς τους πολίτες, εν πάση δε περιπτώσει πρόκειται για επιτρεπόμενη επαγγελματική δραστηριότητα εντός των δημόσιων νοσοκομείων, εντελώς ανεξάρτητη από την εργασία που παρέχουν οι ιατροί ως δημόσιοι λειτουργοί κατά τη διάρκεια του τακτικού ωραρίου λειτουργίας των νοσοκομείων, και η οποία δεν θίγει το υφιστάμενο σύστημα των γενικών εφημεριών τους (ΣΤΕ (ΟΛΟΜ).431/2018). Με τον πέμπτο και το συναφή έκτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα διατείνει ότι η νομολογία της Ολομέλειας  του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου αφενός δεν δεσμεύει τα πολιτικά δικαστήρια με δεδομένο ότι με τη με αριθμό ΑΠ 308/2020 το θέμα της αντισυνταγματικότητας των περικοπών παραπέμφθηκε στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, και αφετέρου ότι η δικαστική αυτή κρίση δεν μπορεί να ισχύσει αναδρομικά δηλαδή για το χρονικό διάστημα πριν τη δημοσίευση της προαναφερόμενης απόφασης την 26η.2.2018. Τα παραπάνω όμως προτείνονται αλυσιτελώς καθόσον σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 του ισχύοντος Συντάγματος, ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων είναι διάχυτος και το παρόν δικαστήριο, κατόπι του ισχυρισμού των εναγόντων ήδη εφεσίβλητων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, υποχρεούται να μην εφαρμόσει νόμο το περιεχόμενο του οποίου αντίκειται στο Σύνταγμα, σύμφωνα με τις σκέψεις που εμπεριέχονται στη νομολογία που προηγήθηκε. Επομένως οι σχετικοί λόγοι εφέσεως κρίνονται απορριπτέοι.   Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 140 παρ. 3 του ν. 4270/2014 «Η απαίτηση οποιουδήποτε των με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ` αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις παραγράφεται μετά την παρέλευση διετίας από τη γένεσή της.» 4. Η παραγραφή του δικαιώματος των περιπτώσεων της παραγράφου 3 είναι δέκα (10) ετών. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 141 του ίδιου νόμου «Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού. Προκειμένου όμως περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα Τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από τη βεβαίωση αυτών». Στο άρθρο 142 περί αναστολής παραγραφής απαιτήσεων κατά του Δημοσίου «Οι περί αναστολής της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 257 έως 259 του Αστικού Κώδικα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, εφαρμόζονται και επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίου. Η παραγραφή απαίτησης κατά του Δημοσίου αναστέλλεται για όσο χρόνο ο έχων την απαίτηση λόγω ανωτέρας βίας έχει εμποδιστεί να ασκήσει την αξίωση μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου της παραγραφής.», ενώ στο άρθρο 143 ορίζεται ότι «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α. Με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β. Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. γ. Με την υποβολή αίτησης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία θεώρησης ή έγκρισης του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αν δεν εκδοθεί πρακτικό, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. δ. Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται. ε. Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή. στ. Με την αναγνώριση της απαίτησης από το Δημόσιο με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Τέλος στο άρθρο 144 ορίζεται ότι «Η παραγραφείσα απαίτηση κατά του Δημοσίου δεν αντιτάσσεται για συμψηφισμό. Κάθε ποσό που κατέβαλε το Δημόσιο μετά την παραγραφή της απαιτήσεως κατ’ αυτού, έστω και αν γνώριζε την παραγραφή, δικαιούται να το αναζητήσει. Παραίτηση του Δημοσίου από τη συμπληρωμένη παραγραφή ή η με οποιονδήποτε τρόπο αναγνώριση από αυτό της παραγεγραμμένης απαίτησης είναι άκυρη. Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια.». Η εκκαλούσα με τον ένατο λόγο εφέσεως επαναφέρει τον ισχυρισμό που προέβαλε και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί παραγραφής των αξιώσεων των εφεσιβλήτων δεδομένου ότι τα αναφερόμενα στην αγωγή δεδουλευμένα αφορούν το διάστημα από 1.1.2015 έως 30.6.2017 και η αγωγή κοινοποιήθηκε στις 16.12.2017. Πέραν του ότι ο λόγος αυτός εφέσεως είναι επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι η αγωγή ασκήθηκε στις 8.8.2017, δεν έχει παρέλθει η διετία εντός της οποίας έπρεπε να ασκηθεί αυτή για την αναζήτηση των αναφερόμενων σε αυτή δεδουλευμένων, καθόσον σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 141 του ν. 4270/2014 η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη και συνεπώς η κρινόμενη αγωγή μπορούσε να ασκηθεί μέχρι την 31.12.2017. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε σιγή τον ισχυρισμό και η αιτιολογία του συμπληρώνεται κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ.  Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 11 Ν. 4575/2018, που δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 14-11-2018: ”1. Στους Ιατρούς του Ε.Σ.Υ., ιατρούς Δηµόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., Επικουρικούς ιατρούς και Ειδικευόµενους Ιατρούς «και στο σύνολο των ιατρών του Γενικού Νοσοκοµείου Παπαγεωργίου» και για όσο χρόνο αυτοί ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστηµα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016 καταβάλλεται, πλην της αποζηµίωσης εφηµεριών, εφάπαξ χρηµατικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά µεταξύ των µηνιαίων αποδοχών θα δικαιούνταν να λάβουν µε βάση τις ισχύουσες κατά την 31. 7.2012 µισθολογικές διατάξεις, και των µηνιαίων αποδοχών που πράγµατι τους καταβλήθηθηκαν µε βάση τις διατάξεις του ν. 4093/2012 (Α’ 222). Το χρηµατικό ποσό του προηγούµενου εδαφίου υπολογίζεται µε αναφορά στο χρονικό διάστηµα από 13.11.2014 έως και 31.12.2016 .. “. Στη συνέχεια εκδόθηκε η κυα με αριθμό οικ /2/88420/ ΦΕΚ Β 5435-4/12/2018 , στο άρθρο 3, της οποίας, ορίσθηκε ότι: “Σε περίπτωση που τα πρόσωπα του άρθρου 1 έχουν λάβει σε εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων ποσά που αντιστοιχούν σε αυτά που θα λάµβαναν εάν δεν είχαν µεσολαβήσει οι µισθολογικές διατάξεις του ν.4093/2012 (Α’ 222), τα ποσά αυτά συµψηφίζονται µε το εφάπαξ χρηµατικό ποσό του ίδιου άρθρoυ, κατά το µέρος που αναφέρονται στο ίδιο χρονικό διάστηµα, εξαιρουµένων των σχετικών επιδικασθέντων τόκων. Ο εν λόγω συµψηφισµός θα λάβει χώρα και κατά την εκτέλεση σχετικών δικαστικών αποφάσεων που τυχόν θα εκδοθούν µετά την ηµεροµηνία εφάπαξ καταβολής του εν λόγω χρηµατικού ποσού, εφόσον αυτές αναφέρονται (εν όλω ή εν µέρει) στο ίδιο χρονικό διάστηµα.” Από την επανεκτίμηση όλων των εγγράφων που τα διάδικα μέρη επικαλούνται και προσκομίζουν, τις ομολογίες που προκύπτουν από τους ισχυρισμούς τους σχετικά με την απασχόληση των εφεσιβλήτων με τις αναφερόμενες στην αγωγή ειδικότητες, τα αναφερόμενα στην αγωγή έτη εργασίας και το ύψος των οφειλόμενων ποσών με βάση τις μη περικεκομμένες αποδοχές τους, τα δικαστικά τεκμήρια που συνάγονται όλο το αποδεικτικό υλικό (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ), και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), πλήρως αποδεικνύονται κατά την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι εφεσίβλητοι είναι γιατροί και απασχολούνται μετά από τη μετάταξη τους δυνάμει του ν. 4238/2014, με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου οργανικές θέσεις πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, καταλαμβάνοντας αντίστοιχες της ειδικότητάς τους θέσεις στην εκκαλούσα που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και ειδικότερα η πρώτη με ειδικότητα ακτινοδιαγνωστική και ο δεύτερη με ειδικότητα ωτορινολαρυγγολόγου. Η πρώτη εφεσίβλητη έφερε το βαθμό της επιμελήτριας Α’ από το Δεκέμβριο του 2014 έως τις 20/2/2016 και πριν τις αντισυνταγματικές περικοπές του ν. 4093/2012 λάμβανε βασικό μισθό 1.759 ευρώ, χρονοεπίδομα 914,68 ευρώ (ποσοστό 52%), επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης 251,94 ευρώ και πάγια αποζημίωση για ενημέρωση βιβλιοθήκης 274,45 ευρώ και, σύμφωνα με τη με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΑΑΔ ……../8-9-2016 Διαπιστωτική Πράξη της εκκαλούσας, φέρει το βαθμό του Διευθυντή από 21/2/2016 έως και σήμερα και της χορηγείται χρονοεπίδομα 52%, ενώ πριν τις αντισυνταγματικές περικοπές του ν. 4093/2012 λάμβανε βασικό μισθό 2.054 ευρώ, χρονοεπίδομα 1.068,08 ευρώ (ποσοστό 52%), επίδομα νοσοκομειακής απασχόλησης 291,46 ευρώ και πάγια αποζημίωση για ενημέρωση βιβλιοθήκης 274,45 ευρώ. Ο δεύτερος εφεσίβλητος ο οποίος, σύµφωνα µε τη με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΑΑΔ ……./2-12-2014 Διαπιστωτική Πράξη της εκκαλούσας, έφερε το βαθµό του Επιµελητή Α’ από το Δεκέµβριο του 2014 έως τις 2012/2016 και πριν τις αντισυνταγµατικές περικοπές του ν. 4093/2012 λάµβανε βασικό µισθό 1.759 ευρώ, χρονοεπίδοµα 914,68 ευρώ (ποσοστό 52%), επίδοµα νοσοκοµειακής απασχόλησης 251,94 ευρώ και πάγια αποζηµίωση για ενηµέρωση βιβλιοθήκης 274,45 ευρώ, ενώ, σύµφωνα µε τη με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΑΑΔ ………./8-9-2016 Διαπιστωτική Πράξη της εκκαλούσας, φέρει το βαθµό του Διευθυντή από 21/2/2016 έως και σήµερα, ενώ του χορηγείτο χρονοεπίδοµα 52% έως και το Σεπτέµβριο του 2016 και του χορηγείται χρονοεπίδοµα 60% από τον Οκτώβριο του 2016 έως και σήµερα και πριν τις αντισυνταγµατικές περικοπές του ν. 4093/2012 λάµβανε βασικό µισθό 2.054 ευρώ, χρονοεπίδοµα 1.068,08 ευρώ (ποσοστό 52%), επίδοµα νοσοκοµειακής απασχόλησης 291,46 ευρώ και πάγια αποζηµίωση για ενηµέρωση βιβλιοθήκης 274,45 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι αφ’ ης στιγμής εντάχθηκαν στην εκκαλούσα αμείβονται με αποδοχές περικεκομμένες κατά το ν. 4093/2012, του οποίου οι διατάξεις κρίθηκαν αντισυνταγματικές, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στη μείζονα πρόταση της παρούσας. Το χρονοεπίδομα του ορίζεται με βάση το άρθρο 30 του ν. 3205/2003 (μισθός Πρωτοδίκη και όχι βασικός μισθός επιμελητή), όπως άλλωστε οριζόταν με το άρθρο 43 του ν. 3205/2003, και πάντα με τους βασικούς μισθούς των εφεσιβλήτων όπως ίσχυαν πριν το ν. 4093/2012, δηλαδή όπως ίσχυαν με τα άρθρα 6 του ν. 3754/2009 και 55 παρ. 2 του ν. 3918/2011, και ήδη με τα άρθρα 136επ. του ν. 4472/2017. Εξυπακούεται ότι το γεγονός ότι η μετάταξη τους έγινε στις 31.12.2014 και όχι μέχρι τη λήξη του οκταμήνου ολοκλήρωσης της διαδικασίας μετάταξης τους στις 19.10.2014 δεν επηρεάζει το δικαίωμα τους να λάβουν τις νόμιμες αποδοχές τους. Ακολούθως ορθώς κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι το εκκαλούν αντί να καταβάλλει στους εφεσίβλητους τις μικτές αποδοχές τους, ως είχαν προ των περικοπών του ν. 4093/2012 ήτοι στην πρώτη εφεσίβλητη το συνολικό ποσό των 19.769,04 ευρώ και στο δεύτερο εφεσίβλητο το συνολικό ποσό των 19.939,68 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1.1.2015 έως 30.6.2017. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατ’εφαρμογή του άρθρου 11 Ν. 4575/2018, που δηµοσιεύθηκε στο ΦΕΚ την 14-11-2018, το εκκαλούν κατέβαλε στους προαναφερόμενους εφεσίβλητους εφάπαξ το ποσό των 15.297,28 ευρώ. Οι εφεσίβλητοι συνομολογούν την καταβολή των παραπάνω ποσών αλλά αιτούνται την καταβολή τόκων επιδικίας για το διάστημα μετά την επίδοση της αγωγής με επιτόκιο 6% έως την ημερομηνία καταβολής των παραπάνω ποσών. Το αίτημα τους αυτό όμως δεν έχει έρεισμα στο νόμο διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε αναφορικά με την οφειλή τόκων από το δημόσιο εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 45 του ν. 4607/2019 που ίσχυε κατά την έκδοση της απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρο 533 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Συνεπώς στην πρώτη εφεσίβλητη εξακολουθεί να οφείλει το ποσό των 4.471,76 ευρώ και στο δεύτερο εφεσίβλητο το ποσό των 4.642,40 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή με το άρθρο 45 του ν. 4607/2019 περί τοκοφορίας οφειλών του δημοσίου δηλαδή το επιτόκιο των πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (MRO), που ισχύει κατά την ημερομηνία άσκησης του ένδικου βοηθήματος, πλέον τριών (3,00) εκατοστιαίων μονάδων ετησίως. Ακολούθως των ανωτέρω κατά παραδοχή του εβδόμου και ογδόου των λόγων εφέσεως θα πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η κρινόμενη έφεση και να εξαφανιστεί κατά τα σχετικά κεφάλαια (ύψος οφειλής και ύψος τόκου οφειλής) και τελικά στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση και ως προς αυτά να κρατήσει το δικαστήριο αυτό και να ξαναδικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό κατάθεσης 8857/4376/8.8.2017 αγωγή. Η αγωγή αυτή έχει έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 30 και 43 του ν. 3205/2003, 136επ. και 155 του ν. 4472/2017, και σε αυτές των 361, 648, 653, και 655 ΑΚ και θα πρέπει, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν, να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος και να υποχρεωθεί η εκκαλούσα να καταβάλει στην πρώτη εφεσίβλητη το ποσό των το ποσό των 4.471,76 ευρώ και στο δεύτερο εφεσίβλητο το ποσό των 4.642,40 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή με το άρθρο 45 του ν. 4607/2019 δηλαδή από 15.12.2017. Τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των διατάξεων που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων, την από 2.7.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2020 έφεση κατά της με αριθμό 389/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της με αριθμό …………/8.8.2017 αγωγής, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών,

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 389/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Κρατεί την υπόθεση και αναδικάζει επί της με αριθμό  …………/8.8.2017 αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή

Υποχρεώνει την εκκαλούσα να καταβάλει στην πρώτη εφεσίβλητη το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα ενός ευρώ και εβδομήντα έξι λεπτών (4.471,76) ευρώ, και στο δεύτερο εφεσίβλητο το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων σαράντα δύο ευρώ και σαράντα λεπτών (4.642,40) ευρώ, εντόκως από τις 15.12.2017 κατ’άρθρο 45 του ν. 4607/2019,

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    20 Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ