Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 292/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    292/2021

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Τ .

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ  ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ανδρέα Μαγγούρα και

ΤΩΝ  ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………….η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Χρήστο Κουγιουμτζέλη και 2) ……………, ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος.

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22.4.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2015 αγωγή του, κατά των εφεσίβλητων,  ενώ οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, τις από 20.10.2015 με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015 η πρώτη και ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2015 ο δεύτερος κατά του εκκαλούντος. Οι αγωγές αυτές συνεκδικάστηκαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και επ αυτών εκδόθηκε η με αριθμό 3881/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε  η αγωγή του εκκαλούντος και έγιναν εν μέρει δεκτές οι αγωγές των εφεσίβλητων. Την ως άνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ο  ενάγων –εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την από 4.10.2017 έφεση που ασκήθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος την απόφαση Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../4.10.2017 και εν συνεχεία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/……./2019, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό 50 και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων και ο δεύτερος εφεσίβλητος αυτοπροσώπως, αφού έλαβαν το λόγο από τη Δικαστή αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος- εναγομένου κατά της  με αριθμό 3881/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί των α) από 22.4.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2015 β) από 20.10.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2015 και  γ) από 20.10.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015 αγωγών έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα , εντός της κατ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθώς  η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 5.9.2017, όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή …….. σε ακριβές αντίγραφο αυτής και η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 4.10.2017 (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 και 144 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επίσης κατά την άσκηση της έφεσης κατατέθηκε από τον εκκαλούντα το παράβολο, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, και δη το με κωδικό ……….. ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 4.10.2017 απόδειξη εξόφλησης της Εθνικής Τράπεζας. Πρέπει, επομένως, η έφεση  να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Ο ενάγων με την από 22.4.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2015 αγωγή του, ισχυρίστηκε  οτι το έτος 1996 εκδήλωσε στην από το έτος 1993 σύζυγό του, την πρόθεσή του να ζητήσει διαζύγιο, η τελευταία όμως του ζήτησε προκειμένου να συναινέσει στην έκδοση του διαζυγίου να της καταβάλει διάφορα ανά καιρούς ποσά της τάξεως των 15.000.000 δραχμών, των 50.000 ευρώ και των 100.000 ευρώ. Οτι το έτος 2007 και επειδή ακόμα δεν είχε λυθεί το ζήτημα του διαζυγίου, ο ενάγων αποτάνθηκε στην πρώτη εναγομένη, ανηψιά του, (κόρη της αποβιωσάσης αδελφής του) και στον δεύτερο εναγόμενο σύζυγο αυτής, δικηγόρο αφενός επειδή η πρώτη ήταν η μοναδική συγγενής του στην Ελλάδα και αφετέρου προκειμένου ο σύζυγός της να χειριστεί ως δικηγόρος του την υπόθεση του διαζυγίου του. Οτι η πρώτη εναγομένη τον δέχθηκε με χαρά και ο δεύτερος με την ιδιότητα του δικηγόρου τον συμβούλευσε να μην επανασυμβιώσει με την σύζυγό του μέχρι να συμπληρωθεί τετραετία από τη διάστασή τους ώστε να εκδοθεί διαζύγιο χωρίς να απαιτείται η συναίνεσή της, παράλληλα δε η πρώτη εναγομένη σε συνεννόηση και με τον δεύτερο των συμβούλευσαν να καταθέσει τα χρήματα που είχε εισπράξει λόγω της συνταξιοδότησής του, σε λογαριασμό τρίτου έμπιστου προσώπου, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος διεκδίκησής τους από την σύζυγό του, Οτι ο ενάγων λόγω της ανησυχίας που του προξένησε η πιθανότητα αυτή συμφώνησε με την πρώτη εναγομένη να καταθέσει τις οικονομίες του σε λογαριασμό της προκειμένου να τις φυλάξει μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου του, και εν συνεχεία να του τις επιστρέψει. Οτι για τον σκοπό αυτό από τον λογαριασμό που τηρούσε ο ενάγων στην Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη ΑΛΦΑ Τράπεζα, χορήγησε στην πρώτη εναγομένη στις 19 Μαρτίου έτους 2007 το ποσό των 40.000 ευρώ που είχε συγκεντρωθεί από την καταβολή αναδρομικών συντάξεων και την εφάπαξ αποζημίωση συνταξιοδότησής του και την 26 Απριλίου του έτους 2007, το ποσό των 30.000 ευρώ που είχε αποκομίσει από τυχερό παίγνιο, ποσά τα οποία κατέθεσε η πρώτη εναγομένη σε προθεσμιακή κατάθεση στο όνομά της στην ίδια Τράπεζα. Οτι τον Φεβρουάριο του έτους 2010 κατατέθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αγωγή διαζυγίου του ενάγοντος κατά της συζύγου του, την οποία είχε συντάξει ο δεύτερος εναγόμενος, που συζητήθηκε την 18.2.2011 ερήμην της εναγομένης και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 854/2012 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου με την οποία λύθηκε ο γάμος του.  Οτι μετά την έκδοση της απόφασης ο ενάγων ζήτησε από τους εναγομένους την επιστροφή των χρημάτων του, αλλά ο δεύτερος εναγόμενος του εξήγησε οτι έπρεπε να περιμένει να παρέλθουν οι προθεσμίες άσκησης ενδίκων μέσων από τη συζυγό του κατά της εκδοθείσας απόφασης, για να του επιστραφούν τα χρήματα. Οτι το έτος 2014 η εκδοθείσα απόφαση κατέστη αμετάκλητη, και ο ενάγων ζήτησε εκ νέου την επιστροφή των χρημάτων του, αλλά η πρώτη εναγομένη του ζήτησε να περιμένει μέχρι το τέλος του έτους, οπότε θα συμπληρωνόταν και το έτος της προθεσμιακής  κατάθεσης. Οτι στις αρχές Μαρτίου του έτους 2015 μετά από συνεχείς οχλήσεις του ενάγοντος η πρώτη εναγομένη του δήλωσε οτι δεν πρόκειται να του επιστρέψει το ποσό των 70.000 ευρώ, επειδή της είχε παραδοθεί από τον ενάγοντα ως δωρεά. Οτι οι εναγόμενοι αρνούνται μέχρι και την άσκηση της αγωγής να του επιστρέψουν τα χρήματα, ιδιοποιούμενοι παράνομα το ποσό που περιήλθε σην κατοχή της πρώτης εναγομένης. Οτι με την αδικοπρακτική τους συμπεριφορά  που συνίσταται στο οτι αφενός η πρώτη εναγομένη ως αυτουργός μετά από προτροπές του δεύτερου εναγομένου ως ηθικού αυτουργού του παρέστησαν ψευδώς οτι υπήρχε κίνδυνος απώλειας της περιουσίας του, λόγω διεκδίκησής της από την σύζυγό του, ενώ παράλληλα παρέστησαν οτι ενδιαφέρονταν ως στενοί συγγενείς για τον ίδιο, και με τον τρόπο αυτό τον έπεισαν να παραδώσει στην πρώτη εναγομένη το ως άνω χρηματικό ποσό, το οποίο πλέον παρακρατεί παράνομα, προξενώντας ισόποση ζημία στην περιουσία του ενάγοντος. Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, μετά από παραδεκτή τροπή του αγωγικού του αιτήματος σε αναγνωριστικό να αναγνωριστεί οτι οι ενάγοντες οφείλουν να του καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος, το ποσό των 70.000 ευρώ, προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας του και το ποσό των 20.000 ως αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την αποκάλυψη της εξαπάτησής του επί σιερά ετών από τους εναγομένους αλλά και την απώλεια της περιουσίας του. Επικουρικά ζήτησε το ποσό των 70.000 ευρώ με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού επειδή οι εναγομένοι παρακρατώντας το ως άνω ποσό έχουν καταστεί αδικαιολόγητα πλουσιότεροι σε βάρος της περιουσαίας του, χωρίς νόμιμη αιτία. Ζήτησε δε να αναγνωριστεί οτι το ποσό των 70.000 ευρώ οφείλουν να του καταβάλουν οι εναγόμενοι νομιμότοκα από την πάροδο τριών ημερών μετά την επίδοση σε αυτούς της από 16.3.2015 εξωδίκου του, άλλως από την επίδοση της αγωγής του και το ποσό των 20.000 ευρώ από την επομένη της επίδοσης της αγωγής του και μέχρι την εξόφληση.   Οι εναγόμενοι της αγωγής αυτής άσκησαν σε βάρος του ενάγοντος της ίδιας αγωγής τις από 20.10.2015  και με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2015 η πρώτη εναγομένη και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2015 ο δεύτερος εναγόμενος αγωγές τους. Στις ταυτόσημου περιεχομένου αγωγές αυτές εκθετουν οτι ο ενάγων αρχικά στο με ημερομηνία 16.3.2015 εξώδικό του, εν συνεχεία στην αγωγή που άσκησε σε βάρος τους, το περιεχόμενο της οποίας ανωτέρω παρατέθηκε και εν τέλει στην από 21.4.2015 μήνυση που κατέθεσε σε βάρος τους ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, εν γνώσει του περιέλαβε ψευδείς και συκοφαντικούς ισχυρισμούς σε βάρος τους, θέλωντας να πλήξει την  τιμή και την υπόληψή τους. Οτι ειδικώτερα  είναι ψευδής ο ισχυρισμός του οτι παρέδωσε στην ενάγουσα το ποσό των 70.000 ευρώ  μετά από προτροπές του ενάγοντος προκειμένου να αποφύγει διεκδικήσεις της συζύγου του και με την συμφωνία να του επιστραφεί  το ποσό αυτό μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου  του,  ενώ το αληθές είναι οτι το παραπάνω ποσό παρέδωσε στην ενάγουσα ως δωρεά από αποκλειστικά δική του πρωτοβουλία, λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης αλλά και επειδή η αποβιώσασα μητέρα της ενάγουσας και αδελφή του εναγομένου είχε γηροκομήσει στην οικία της τον πατέρα του εναγομένου και της ιδίας. Οτι με τους ισχυρισμούς του αυτούς, οι οποίοι περιήλθαν σε γνώση των υπαλλήλων της Γραμματείας του Δικαστηρίου και της Εισαγγελίας Πειραιώς, των δικαστών, των δικαστικών επιμελητών που κοινοποίησαν το εξώδικο και την αγωγή, του Εισαγγελέα και του Πταισματοδίκη που ανέλαβε την προκαταρκτική εξέταση, προσέβαλε την τιμή και την υπόληψη έκαστου ενάγοντος και τους προκάλεσε ηθική βλαβη για την αποκατάσταση της οποίας ζήτησε έκαστος να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει το ποσό των 50.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, επιφυλασσόμενος έκαστος να διεκδικήσει το ποσό των 44 ευρώ από τον εναγόμενο ενώπιον των ποινικών Δικαστηρίων.  Οι τρεις ως άνω αγωγές συνέκδικάστηκαν αντιμωλία των διαδίκων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την με αριθμό 3881/2017 οριστική απόφασή του, έκρινε οτι η υπό στοιχείο α αγωγή του ενάγοντος τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη κατά το μέρος που επιχειρείται να βασιστεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις υπό τη μορφή της  διάπραξης απάτης από τους εναγόμενους σε βάρος του ενάγοντος  και κατά την επικουρική της βάση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού ως προς τον δεύτερο εναγόμενο, ενώ απορρίφθηκε κατά τα λοιπά ως ουσία αβάσιμη. Περαιτέρω, με την ίδια απόφαση κρίθηκε οτι οι ισχυρισμοί που εμπεριέχονται στην ως άνω αγωγή αλλά και στην εξώδικο και τη μήνυση που κατέθεσε ο ………… σε βάρος των εναγομένων είναι ψευδείς  και η συμπεριφορά του πληροί τους όρους της συκοφαντικής δυσφήμισης, της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, και προκάλεσαν ηθική βλάβη στους ενάγοντες, σε έκαστο των οποίων επιδικάστηκε το ποσό των 1.750 ευρώ προς αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης. Κατά της απόφασης αυτής άσκησε έφεση ο ενάγων της πρώτης αγωγής και εναγόμενος των λοιπών,  παραπονούμενος για λόγους που ανάγονται στην πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση να γίνει δεκτή η αγωγή του και να απορριφθούν οι αγωγές των αντιδίκων του.

Από την επανεκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν ενόρκως στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τις ανωμοτί καταθέσεις των διαδίκων  ……… και …….. που περιέχονται στα με αριθμό 3881/2017 πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, όλων των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πληρη απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, τις με αριθμούς …… και ……./14.2.2017 ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν με επιμέλεια των εφεσίβλητων, μετά από νόμιμη κλήτευση του εκκαλούντος, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……/9.2.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……., την  με  αριθμό ……./21.2.2017 ένορκη βεβαίωση που λήφθηκε με επιμέλεια του εκκαλούντος προς αντίκρουση των αναφερόμενων στις ένορκες βεβαιώσεις που λήφθηκαν μερίμνη των εφεσίβλητων, μετά από προφορική γνωστοποίηση του χρόνου και του τόπου λήψης τους, από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του που καταχωρίστηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την επισκόπηση των φωτογραφιών, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε και τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως αποδείχθηκαν κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ………, εκκαλών , ο οποίος γεννήθηκε την 28.2.1938 είναι θείος της ……., αδελφός της αποβιωσάσης το έτος 2001 μητέρας της ………., ενώ ο ……….., δικηγόρος μέλος του Δικηγορικού  Συλλόγου Πειραιώς, είναι σύζυγος της ………… Ο εκκαλών  από το έτος 1961 και μέχρι το έτος 1978 ήταν ναυτολογημένος ως κατώτερο πλήρωμα μηχανής και από το έτος 1980 μέχρι τη συνταξιοδότησή του το έτος 2005, εργαζόταν ως ιδιωτικός υπάλληλος ξενοδοχείου. Κατά το έτος 1993 ο εκκαλών σύναψε πολιτικό γάμο με την ……….., γεννηθείσα την 13.2.1975 με την οποία συμβίωνε μέχρι το έτος 1996. Περαιτέρω, τον Μάρτιο του έτους 2007 ο εκκαλών  προέβη σε ανάληψη από τον  τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην Εμπορική Τράπεζα ποσού 40.000 ευρώ, το οποίο παρέδωσε στην ανηψιά του ……., η οποία με τη σειρά της, την 19.3.2007 το κατέθεσε στον με αριθμό ΙΒΑΝ ………. τραπεζικό λογαριασμό που άνοιξε στην ίδια Τράπεζα,  ενώ την 26.4.2007 κατέθεσε στον ίδιο λογαριασμό το ποσό των 30.000 ευρώ, που επίσης της παρέδωσε ο θείος της και το οποίο ήταν το κέρδος που αποκόμισε από τυχερό παιχνίδι του ΟΠΑΠ στο οποίο είχε συμμετάσχει.  Τον Μάρτιο του έτους 2015 ο εκκαλών επέδωσε στην εφεσίβλητη, εξώδικη δήλωση με την οποία την κάλεσε να του επιστρέψει το ως άνω ποσό των 70.000 ευρώ, δηλώνοντας οτι της το παρέδωσε μετά από συμβουλές του εφεσίβλητου και παραινέσεις της ιδίας, προς φύλαξη και μόνο, προκειμένου να μην το διεκδικήσει η ……. ως απόκτημα κατά τη διάρκεια του γάμου, με συμφωνία να του το επιστρέψει η εφερσίβλητη αφού λυθεί αμετάκλητα ο γάμος του με την σύζυγό του.

Παράλληλα με την ίδια εξώδικο την κατηγόρησε οτι λειτούργησε με συντονισμένο σχέδιο για την απόσπαση και τελικά την ιδιοποίηση σε βάθος χρόνου των χρημάτων που της εμπιστεύτηκε. Η εφεσίβλητη απαντώντας με την από 23.3.2015 εξώδικό της δήλωση ισχυρίστηκε οτι τα χρήματα αυτά της δωρήθηκαν από τον εκκαλούντα λόγω της στενής συγγενικής και οικογενειακής τους σχέσης, αρνούμενη την ύπαρξη της επικαλούμενης από τον εκκαλούντα συμφωνίας και την επιστροφή των χρημάτων. Στα πλαίσια της διερεύνησης των ισχυρισμών των διαδίκων και προτίστως των ισχυρισμών του εκκαλούντος, ο οποίος φέρει το βάρος απόδειξης της αδικοπρακτικής σε βάρος του συμπεριφοράς των εναγομένων αποδείχθηκε οτι όπως ανωτέρω εκτέθηκε ο εκκαλών σύναψε πολιτικό γάμο με την ………… το έτος 1993, και διέμειναν μαζί σε μισθωμένη οικία μέχρι το έτος 1996, οπότε και διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωσή τους. Εκτοτε ο εκκαλών διέμενε σε δωμάτιο που του είχε παραχωρηθεί στο ξενοδοχείο «………….» στο κέντρο του Πειραιά, όπου και εργαζόταν ως υπάλληλος επί της υποδοχής. Τον ισχυρισμό του εκκαλούντος οτι μετά την αποχώρηση της συζύγου του από την κοινή συζυγική τους εστία υπήρξαν διαστήματα προσπάθειας επαναδύνδεσης, επιβεβαιώνει η μάρτυράς του  ………., η οποία καταθέτει οτι μέχρι το έτος 2006 περίπου η ……… ερχόταν και διέμενε μαζί του στο ξενοδοχείο, και οχι στην μέχρι πρότινος κοινή συζυγική εστία όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών με την αγωγή του, κατά αραιά χρονικά διαστήματα, ενώ η μάρτυράς του ………… δεν αναφέρεται σε προσπάθειες επανασύνδεσης αλλά καταθέτει οτι μετά το 1996 η σύζυγός του τον επισκεπτόταν κάθε δυο ή τρεις μήνες για να πάρει χρήματα. Τον αγωγικό του ισχυρισμό, περί κοινής διαμονής μετά το έτος 1996 και προσπαθειών επανασύνδεσης δεν επιβεβαιώνει ούτε ο ίδιος ο εκκαλών. Αποδυναμώνοντας πλήρως την κατάθεση της ……….., καθώς στην ανωμοτί εξέτασή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέτει οτι μετά το έτος 1997 έβλεπε τη σύζυγό του μια φορά κάθε δύο ή τρια χρόνια μέχρι το έτος 2005 και εκείνη του ζήταγε χαρτιά και χρήματα. Εξάλλου, η  ……….. ήδη από το έτος 1999 είχε συνάψει σχέση με τον ……….. με τον οποίο συγκατοίκησε από τον Ιανουάριο του έτους 2000 μέχρι και τον Αύγουστο του έτους 2012 και από τη σχέση αυτή, απέκτησαν δυο τέκνα, γεννηθέντα το έτος 2000 και 2009, όπως προκύπτει από την από 2.10.2012 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου  ………./2012 αίτηση περί λήψης ασφαλιστικών μέτρων της ………… ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς κατά του ……. με την οποία ζητεί να του απαγορευθεί να την προσεγγίζει και την από 29.7.2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2015 αγωγή της ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου σε βάρος του ιδίου με την οποία ζητεί την επιδίκαση διατροφής για τα ανήλικα τέκνα τους, γεγονότα τα οποία δεν αποδείχθηκε οτι γνώριζε ο εκκαλών, πριν την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης και φάνηκε να αγνοεί και η εξετασθείσα στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο μάρτυράς του. Η παραπάνω όμως πορεία ζωής της συζύγου του, συνάδει με την αναφορά του εκκαλούντος οτι οι συναντήσεις τους λάμβαναν χώρα κάθε δυο ή τρια έτη χωρίς να  αποκλείεται η ……… κατά τις συναντήσεις αυτές να ζητούσε χρήματα και την υπογραφή εγγράφων από τον εκκαλούντα, προκειμένου να διευκολύνει τη διαβίωση και την διαμονή της στη χώρα. Ο ισχυρισμός οτι ήδη πριν το έτος 2000, η σύζυγος του εκκαλούντος απαιτούσε την καταβολή υπέρογκων ποσών της τάξης των 15.000.000 δραχμών, προκειμένου να συναινέσει στην έκδοση συναινετικού διαζυγίου, δεν αποδείχθηκε, και προτίστως δεν αποδείχθηκε οτι ο εκκαλών επιθυμούσε από το έτος 1996 την έκδοση διαζυγίου, ισχυρισμός που είναι αντιφατικός με τα κατατεθέντα από τους μάρτυρες ήτοι ότι ο εκκαλών έλπιζε μάταια επί σειρά ετών οτι η σύζυγός του θα επέστρεφε, φοβούμενος λόγω και της ηλικίας του, τη μοναξιά. Περαιτέρω είναι και αντίθετο με τα διδάγματα της κοινής πείρας να ζητούνται ποσά της τάξης των 15.000.000 δραχμών και των 50.000 ευρώ ή των 100.000 ευρώ, από τον εκκαλούντα ο οποίος δεν διέθετε μέχρι το έτος 2005, οπότε κατά παραδοχές του ιδίου συναντήθηκε  τελευταία φορά, με την ………. παρόμοια ποσά. Ακόμα και ο ίδιος κατά την ανωμοτί εξέτασή του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου καταθέτει οτι μετά το 2009 ήθελε να τελειώνει με αυτή την ιστορία, (το γάμο του), να μην του ζητάει η συζυγός του ούτε χαρτιά ούτε λεφτά. Η αναφορά δε του έτους αυτού (2009), οπότε επιθυμούσε την έκδοση του διαζυγίου του  συνδέεται με το χρόνο της σύναψης σοβαρής σχέσης με την μετέπειτα δεύτερη σύζυγό του  ………, αλλά και την άσκηση της αγωγής για τη λύση του γάμου του με την ………. το έτος 2010. Ειδικότερα, περί το τέλος του έτους 2007 ο εκκαλών γνώρισε την ……….. και το έτος 2009 σύναψαν σοβαρό δεσμό, σχέση που προκάλεσε στον εκκαλούντα την απόφαση να παντρευτεί. Για το λόγο αυτό ανέθεσε στον εφεσίβλητο δικηγόρο, τη νομική εκπροσώπησή του, με σκοπό την έκδοση του διαζυγίου του με την ……….. Η υπόθεση συζητήθηκε ερήμην της τελευταίας ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την με αριθμό  854/2012, απόφασή του, η οποία κατέστη αμετάκλητη την 4.6.2013, καθώς δεν ασκήθηκε ένδικο μέσο κατά αυτής, απήγγειλε τη λύση του γάμου τους. Στην αγωγή αυτή η οποία συντάχθηκε από τον εφεσίβλητο, σε χρόνο κατά τον οποίο οι σχέσεις των διαδίκων ήταν άριστες, αναφέρεται ως χρόνος διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης του εκκαλούντος με την …… το έτος 1996, ενώ ο μάρτυρας του εκκαλούντος στο ακροατήριο εκείνου του δικαστηρίου ………….., επιβεβαίωσε την διάρρηξη των σχέσεων του ζεύγους και την χωριστή διαμονή τους έκτοτε. Ο εκκαλών με την έφεσή του ισχυρίζεται οτι δεν ήταν υποχρεωμένος στην αγωγή για λύση του γάμου του με την …….. να αναφέρει την εκβιαστική συμπεριφορά της, αφού η νομική βάση της αγωγής του ήταν η διετής διάσταση των συζύγων και οτι επιπλέον είναι ενδεικτικό της εκβιαστικής της τακτικής και της απόσπασης χρημάτων του το γεγονός οτι η ίδια αν και συμβίωνε με έτερο άντρα δεν άσκησε αγωγή περί λύσης του γάμου τους. Είναι αληθές δε οτι στην αγωγή περί λύσης του γάμου του, δεν ήταν αναγκαία η αναφορά της διισχυριζόμενης εκβιαστικής συμπεριφοράς της συζύγου του, η αιτιολογία όμως της εκκαλουμένης απόφασης δεν βασίζεται μόνο στην παραδοχή αυτή, ώστε να μπορεί να εκκληθεί για τον λόγο αυτό, ενώ όπως προαναφέρθηκε η ………, μπορεί  ανά καιρούς να έπαιρνε κάποια χρηματικά ποσά από τον εκκαλούντα, το ύψος των οποίων ουδόλως προσδιορίστηκε, αλλά σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, αλλά και την κατάθεση της μάρτυρος …………., που αναφέρει οτι ο εκκαλών δεν είχε πολλά χρήματα ήταν ανάλογο με τις οικονομικές απολαβές του, μέχρι το έτος 2005, και δεν συγκρίνεται με τα υπέρογκα ποσά που φέρεται να ζητούσε για την συναίνεσή της στην έκδοση διαζυγίου, σύμφωνα και με την κατάθεση της μάρτυρος ……. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Με βάση τις παραδοχές αυτές δεν αποδείχθηκε οτι ο εκκαλών μετά από προτροπές και συμβουλές των εφεσίβλητων παρέδωσε στην εφεσίβλητη το ποσό των 70.000 ευρώ προς φύλαξη μέχρι να λυθεί ο γάμος του με την …………., προκειμένου να μην το διεκδικήσει ως απόκτημα κατά τη διάρκεια του γάμου τους, και τούτο συμπληρωματικά με όσα ανωτέρω αναφέρθηκαν διότι όπως έχει βεβαιωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η έγγαμη συμβίωσή τους διασπάστηκε οριστικά το έτος 1996, επιπλέον δε  ο εκκαλών κατά δική του παραδοχή θέλησε να απεμπλακεί νομικά από το γάμο αυτό μόλις το έτος 2009 οπότε η γνωριμία του με την μετέπειτα σύζυγό του …. .  εξελίχθηκε σε σοβαρό δεσμό. Η εκκαλουμένη απόφαση που με παρόμοιες αιτιολογίες που συμπληρώνονται με αυτές της παρούσας απόφασης έκρινε ομοίως, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι. Περαιτέρω, οι μάρτυρες του εκκαλούντος ………, …….. και ………., οι οποίες καταθέτουν οτι το χρηματικό ποσό των 70.000 ευρώ δόθηκε στην εφεσίβλητη προκειμένου να αποφευχθεί η διεκδίκησή του από την ………, μετά από προτροπές των εφεσίβλητων, δεν έχουν ίδια γνώση της σχετικής διισχυριζόμενης συμφωνίας, αλλά καταθέτουν τα όσα τους μεταφέρθηκαν από τον εκκαλούντα,  όπως και οι ίδιες αναφέρουν στις καταθέσεις τους, χωρίς όμως να μπορεί να δικαιολογηθεί η επιλογή του χρόνου μεταφοράς των ποσών αυτών, με δεδομένη αφενός την έλλειψη επικοινωνίας του εκκαλούντος με την …….. από το 2005 και αφετέρου την άσκηση της αγωγής λύσης του γάμου τους τρία έτη μετά την μεταφορά των ποσών στην εφεσίβλητη. Ομοίως η μάρτυράς του ……… δεν μπορεί να έχει ίδια γνώση των γεγονότων καθώς η γνωριμία της με τον εκκαλούντα έλαβε χώρα προς το τελος του έτους 2007 μετά την παράδοση των χρημάτων στην εφεσίβλητη. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο εκκαλών μετά την εγκατάλειψή του  από την ………, αρχικά έλπιζε σε επανασύνδεσή τους, και όταν παρά την πάροδο του χρόνου αυτή δεν πραγματοποιούνταν, συνδέθηκε ακόμα περισσότερο με την οικογένεια της εφεσίβλητης, που ήταν η μοναδική εξ αίματος στενή συγγενής του στην Ελλάδα. Σημειώνεται δε οτι τόσο με την αδελφή του, μητέρα της εφεσίβλητης  αλλά και με την ίδια ο εκκαλών διατηρούσε άριστες σχέσεις και επικοινωνία καθ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, γεγονός που επιβεβαιώνουν και οι μάρτυρές του,  σχέσεις οι οποίες έγιναν πιο στενές με την πάροδο των ετών, και για το λόγο οτι ο εκκαλών δεν είχε δημιουργήσει δική του οικογένεια. Κατά το έτος 2007, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν ο εκκαλών παρέδωσε στην εφεσίβλητη το ποσό των 70.000 ευρώ, το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό ποσό, συσχετιζόμενο με τις οικονομικές δυνατότητές του. Συμφωνία επιστροφής του ποσού αυτού στον εκκαλούντα δεν αποδείχθηκε, ούτε ανάμειξή του στην διαχείριση του ποσού.  Παρά την μεταφορά του παραπάνω ποσού στην εφεσίβλητη, ο εκκαλών το τέλος του έτους 2007 διέθετε ακόμα στον τραπεζικό του λογαριασμό στην Εμπορική Τράπεζα το ποσό των 14.000 ευρώ, το οποίο είναι σημαντικά μικρότερο του παραχωρηθέντος στην εφεσίβλητη ποσού, αλλά μπορούσε να αποτελέσει και μια ικανή βάση οικονομικής στήριξης του εκκαλούντος. Ο εκκαλών προέβη στην δωρεά του ποσού αυτού στην εφεσίβλητη έχοντας και την πεποίθηση που είχαν δημιουργήσει οι στενές μεταξύ τους σχέσεις, οτι οι εφεσίβλητοι θα τον συνδράμουν για το υπόλοιπο της ζωής του, όντας κατά το χρόνο αυτό ηλικίας εξηντα εννέα ετών. Η εφεσίβλητη τοποθέτησε τα χρήματα αυτά σε λογαριασμό που άνοιξε κατά την παράδοσή τους, ως προθεσμιακή κατάθεση την οποία ανανέωνε ετησίως, τουλάχιστον μέχρι το έτος 2011, προσθέτοντας με την πάροδο του χρόνου ως συνδικαιούχο και την κόρη της. Το έτος 2013, ο εκκαλών ετοιμαζόταν να νυμφευθεί την ……….. και λόγω της αλλαγής της προσωπικής του κατάστασης με την εύρεση συντρόφου, ζήτησε από την εφεσίβλητη την επιστροφή μέρους του δωρηθέντος ποσού της τάξεως των 20.000 ευρώ, την οποία η εφεσίβλητη αρνήθηκε, με συνέπεια την διάρρηξη των σχέσεων των διαδίκων. Σύμφωνα με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά δεν αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα της κύριας βάσης της αγωγής του εκκαλούντος με την οποία επικαλείται την τέλεση αδικοπραξίας σε βάρος του, λόγω υπεξαίρεσης του ποσού των 70.000 ευρώ από την εφεσίβλητη, στην οποία δόθηκε λόγω δωρεάς. Τούτο, κατά λογική ακολουθία συνεπάγεται έλλειψη ευθύνης και για τον εφεσίβλητο, ο οποίος φέρεται ως ηθικός αυτουργός στην πράξη της υπεξαίρεσης. Είναι αληθές οτι οι εφεσίβλητοι παραπέμφθηκαν δυνάμει του με αριθμό 14/2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων να δικαστούν ως υπαίτιοι της αξιόποινης πράξης της υπεξαίρεσης η εφεσίβλητη και ως ηθικός αυτουργός της πράξης αυτής ο εφεσίβλητος, η κρίση όμως αυτή του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών το οποίο κατά νόμο βασίζεται στην ύπαρξη ενδείξεων για την τέλεση της αξιόποινης πράξης δεν δεσμεύει το παρόν Δικαστήριο, να κρίνει διαφορετικά, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εκκαλούντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής του εκκαλούντος αλλά και την επικουρική τη βασιζόμενη στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, επειδή η δωρεά του ποσού συνιστά νόμιμη αιτία πλουτισμού, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου λόγων έφεσης. Περαιτέρω, εξετάζοντας τις αγωγές των εφεσίβλητων, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε οτι τα αναφερόμενα στην από 12.3.2015 εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση που απηύθυνε ο εκκαλών στην εφεσίβλητη, είναι αναληθή. Ειδικότερα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα οι ισχυρισμοί του οτι  ωθήθηκε κατόπιν συμβουλών των εφεσίβλητων  να παραδώσει στην εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των 70.000 ευρώ, προκειμένου να το φυλάξει και να το διαχειριστεί μέχρι τη λύση του γάμου του, εφόσον η πρώην σύζυγός του τον εκβίαζε. Οτι μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου του, εκείνη με παλινωδίες και υπεκφυγές δεν του επέστρεφε το ποσό αυτό. Οτι από την άρνησή της για την επιστροφή των χρημάτων του, συνάγεται οτι ουδέποτε θέλησε να τον συνδράμει ως συγγενής και να τον βοηθήσει στην δυσκολία που είχε με την εν διαστάσει συζυγό του. οτι η τελική άρνηση επιστροφής των χρημάτων του με την πιο πάνω δικαιολογία της, καταδεικνύει οτι λειτούργησε με συντονισμένο απατηλό σχέδιο για την απόσπαση και τελικά την ιδιοποίηση από την ίδια σε βάθος χρόνου των χρημάτων που της εμπιστεύτηκε. Οτι επέδειξε, προς εκείνον, αντικοινωνική, αντισυμβατική και πέρα από κάθε οικογενειακή αρχή αποτρόπαια συμπεριφορά.  Οπως αναληθή δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση οτι  ήταν τα αναφερόμενα στην αγωγή που άσκησε ο εκκαλών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σε βάρος των εφεσίβλητων, το περιεχόμενο της οποίας ανωτέρω εκτέθηκε. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε οτι ήταν αναληθές οτι το έτος 2007, η εφεσίβλητη, έχοντας πληροφορηθεί από συζητήσεις της με τον εκκαλούντα την οικονομική του κατάσταση καθώς και τα ποσά χρημάτων που είχε εισπράξει σωρευμένα από την συνταξιοδότησή του το έτος 2006 και γενικά της καταβολής αναδρομικών από την αίτηση του χρημάτων-συντάξεων από τα ασφαλιστικά του ταμεία και επειδή θα αργούσε η κατάθεση της αγωγής του για διαζύγιο λόγω της μη παρέλευσης της 4ετίας από την χωριστή του διαβίωση με την σύζυγό του και την διακοπή της έγγαμης συμβίωσής τους, τον προέτρεψε, κατά συμβουλή και σε συνεννόηση με το σύζυγό της, να μεταφέρει χρηματικά ποσά των υπαρχόντων σε τράπεζες στο όνομά του λογαριασμών, σε λογαριασμούς τρίτων, πλην όμως γνωστών του και εχέγγυων προσώπων, όπως του είπε, για να μην τυχόν έχει η εν διαστάσει σύζυγός του οποιαδήποτε αξίωση επ αυτών, από αποκτήματα δηλαδή ή από τυχόν άλλα δικαιώματα που μπορεί να επινοούσε για να διεκδικήσει αυτά τα χρήματα. Οτι ο εκκαλών φοβηθείς από τα λεγόμενά της της ζήτησε ως μοναδική εγγύτερη συγγενή του να της καταθέσει σε δικό της λογαριασμό τις χρηματικές του οικονομίες, τις οποίες συμφώνησαν οτι εκείνη θα του τις επέστρεφε όταν και όποτε λυνόταν αμετάκλητα ο γάμος του με την αντίδικο σύζυγό του. Οτι μετά τη συμφωνία αυτή η εφεσίβλητη έλαβε στην κατοχή της το συνολικό ποσό των 70.000 ευρώ, το οποίο της εμποστεύτηκε πρόσκαιρα μετά από συμβουλή της ιδίας και του συζύγου της, και θα του το επέστρεφε αναλαμβάνοντάς το από την κατάθεση, όταν θα λυνόταν ο γάμος του με τις ενέργειες του εφεσίβλητου. Οτι ο εφεσίβλητη του μιλούσε μέχρι το τέλος του έτους 2007 για ανανέωση της προθεσμιακής κατάθεσης των χρημάτων του, που έκανε στο όνομά της και επειδή ήταν δικά του χρήματα όπως του έλεγε, τον ρωτούσε κάθε φορά που ανανέωνε την κατάθεση αν συμφωνεί. Οτι ο εκκαλών επειδή δεν είχε δει ποτέ την εν λόγω προθεσμιακή κατάθεση της έλεγε να διαφυλάξει όπως νόμιζε τις οικονομιές του που της τις εμπιστεύτηκε και να τους τις αποδώσει όταν λυθεί ο γάμος του. Οτι, με την έκδοση της απόφαση που έλυσε το γάμο του, ζήτησε από τους εφεσίβλητους την επιστροφή των χρημάτων του. Οτι εκείνοι τότε δεν αρνήθηκαν να του τα επιστρέψουν, λόγοντάς του οτι ήταν η εξασφάλισή του για τα γηρατεία του, αλλά ο εφεσίβλητος του είπε οτι θα έπρεπε να περάσουν κάποιες μεγάλες προθεσμίες από την κοινοποίηση της απόφασης του διαζυγίου μήπως και τυχόν ασκηθεί κάποιο ένδικο μέσο από τη σύζυγό του ή κάποια αγωγή της για τα αποκτήματα και οτι μόλις περάσουν οι προθεσμίες που απαιτούνται από το Νόμο και καταστεί η απόφαση αμετάκλητη θα του επέστρεφαν τις οικονομίες του. Οτι μέχρι το τέλος του έτους 2014 ο εκκαλών συνέχιζε να πιέζει και να οχλεί τους εφεσίβλητους να του επιστρέψουν τις οικονομιές του, τις οποίες χρειαζόταν πλην όμως εκείνοι τον απέφευγαν και έντεχνα παλιδρομούσαν. Οτι η εφεσίβλητη στις αρχές Μαρτίου του έτους 2015 του δήλωσε οτι δεν θα του επιστρέψει τίποτε επειδή δήθεν εκείνος της έκανε δωρεά το ποσό των 70.000 ευρώ για τα τόσα χρόνια που τον πρόσεχε και τον προστάτευε από την κακόβουλη γυναίκα του. Οτι από τη συμπεριφορά των εναγομένων και το εξαρχής οργανωμένο σχέδιό τους, επιτεύχθηκε η ιδιοποίηση των χρημάτων που περιήλθαν στην κατοχή τους λόγω της εμπιστοσύνης που τους έδειξε και της εκμετάλλευσης της ανάγκης του. Οτι οι ίδιοι εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός οτι ήταν μόνος στη ζωη και προσέτρεξε τις δύσκολες στιγμές του για βοήθεια σε εκείνους  οι οποίοι του παρέστησαν οτι θέλουν να τον βοηθήσουν και εκμεταλλευόμενοι την συναισθηματική αδυναμία και ανασφάλειά του τον κατέστησαν υποχείριό τους. Οτι οι εφεσίβλητοι ενισχύοντας του την πεποίθηση οτι αδυνατούσε να ασχοληθεί με τη διαχείριση της περιουσίας του και φοβίζοντάς τον οτι κινδυνεύουν τα χρήματά του από την εν διαστάσει συζυγό του τον έπεισαν να μεταφέρει προσωρινά και μέχρι να οριστικοποιηθεί το διαζύγιό του, χρηματικά του ποσά σε τραπεζικό λογαριασμό ή προθεσμιακή κατάθεσης της εφεσίβλητης αποκλειστικά και μόνο για φύλαξη. Οτι στη συνέχεια οι εφεσίβλητοι υπέθαλπαν μέχρι την έκδοση του διαζυγίου του τον κίνδυνο που δήθεν υπήρχε να ζητήσει η πρώην πλέον σύζυγός του αποκτήματα και ωφελήματα από την περιουσία του και η εφεσίβλητη εκμεταλλευόμενη  τον φόβο του αυτό τον ανάγκασε να την εμπιστευτεί και να καταθέσει σε λογαριασμό της το ποσό αυτό. Τέλος, η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε οτι ήταν αναληθή τα διαλαμβανόμενα στην από 21.4.2015 μήνυση του εκκαλούντος ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς, εναντίον των εφεσίβλητων στην οποία εξέθετε οτι οι εφεσίβλητοι φρόντισαν να εξασφαλίσουν οτι δεν υπάρχει άλλο στενό συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο που θα μπορούσε να τον προστατεύσει από το καταχθόνιο σχέδιό τους. Οτι εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός οτι ήταν μόνος του στη ζωή. Οτι του παρέστησαν από κοινού οτι ως μόνοι προσφιλείς του συγγενείς δήθεν θέλουν να τον βοηθήσουν ώστε να λυθεί ο γάμος του και να απαλλαγεί δικαστικά από αυτόν ο οποίος τόσα δεινά, στενοχώριες και εκβιασμούς του επέφερε  από την συμπεριφορά της αλλοδαπής νεαρής γυναίκας του. Οτι  εκμεταλλευόμενοι τη συναισθηματική αδυναμία και ανασφάλειά του τον κατέστησαν πολύ γρήγορα υποχείριό τους. Οτι τους εμπιστευόταν απόλυτα και του ήταν αδιανόητο να αμφισβητήσει τις προθέσεις τους και να υποψιαστεί οτι τον παραπλανούν. Οτι είχε γίνει σε σημαντικό βαθμό εξαρτημένος από αυτούς οικογενειακά και συναισθηματικά. Οτι οι εφεσίβλητοι ενισχύοντας ύστερα από οργανωμένο σχέδιο την πεποίθηση οτι αδυνατούσε να ασχοληθεί με τη διαχείριση της περιουσίας του και φοβίζοντάς τον οτι κινδυνεύουν να χρήματά του από την εν διαστάσει συζυγό του τον έπεισαν να μεταφέρει προσωρινά και μέχρι να οριστικοποιηθεί το διαζύγιό του, χρηματικά του ποσά σε τραπεζικό λογαριασμό ή προθεσμιακή κατάθεσης της εφεσίβλητης αποκλειστικά και μόνο για φύλαξη. Οτι στη συνέχεια οι εφεσίβλητοι υπέθαλπαν μέχρι την έκδοση του διαζυγίου του τον κίνδυνο που δήθεν υπήρχε να ζητήσει η πρώην πλέον σύζυγός του αποκτήματα και ωφελήματα από την περιουσία του και η εφεσίβλητη εκμεταλλευόμενη  τον φόβο του αυτό τον ανάγκασε να την εμπιστευτεί και να καταθέσει και αυτή να αποκτήσει  μέσα σε διάστημα ενός μηνός περιουσιακά αντικείμενά του ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και συγκεκριμένα το συνολικό χρηματικό ποσό των 70.000 ευρώ το οποίο σε καμία περίπτωση δεν της ανήκε διαβεβαιώνοντάς τον απλά και μόνο οτι θα του το επέστρεφε όταν τελείωνε νομικά το διαζύγιό του και οτι διατήρησαν την πλάνη του με συνεχείς ψευδείς διαβεβαιώσεις και ψευδή επίδειξη ενδιαφέροντος για την προσωπική του ζωή και την περιουσία του. Με βάση τις προαναφερθείσες παραδοχές η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε οτι η συμπεριφορά του εκκαλούντος όπως αυτή εκδηλώθηκε με την άσκηση της αγωγής και της μήνυσης σε βάρος των εφεσίβλητων πληροί τους όρους της συκοφαντικής δυσφήμισης και της ψευδορκίας μάρτυρα, εφόσον ο εκκαλών βεβαίωσε ενόρκως την αλήθεια των εμπεριεχόμενων  στην από 21.4.2015 μήνυσή του ισχυρισμών, με αποτέλεσμα να πληρούνται οι αναγκαίοι όροι για την στοιχειοθέτηση της αδικοπρακτικής του συμπεριφοράς σε βάρος των εφεσίβλητων. Από το εκτιθέμενα ψευδή περιστατικά τα οποία συμπεριέλαβε στα δικόγραφά του εν γνώσει της αναλήθειας αυτών ο εκκαλών, επλήγη η τιμή υπόληψη και αξιοπιστία των εφεσίβλητων, το περιεχόμενο δε των παραπάνω εγγράφων περιήλθε σε γνώση τρίτων προσώπων, και δη των δικαστικών επιμελητών, των υπαλλήλων της Γραμματείας της Εισαγγελίας πρωτοδικών και του Πρωτοδικείου του Πειραιά, των Δικαστών και των Εισαγγελέων του ίδιου Δικαστηρίου που επεξεργάστηκαν τα δικόγραφα αυτά, στα οποία οι εφεσίβλητοι παρουσιάζονται ως άνθρωποι αναξιόπιστοι που μετέρχονται υποχθόνια και απατηλά σχέδια προκειμένου να αποκομίσουν παράνομα περιουσιακά οφέλη σε βάρος του εκκαλούντος. Με τις σκέψεις αυτές το πρωτοβάθμθιο Δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει τις αγωγές των εφεσίβλητων και επιδίκασε σε έκαστο αυτών το ποσό των 1.750 ευρώ ναμιμότοκα από την επομένη της επίδοσης κάθε αγωγής και μέχρι την εξόφληση, κονδύλιο το οποίο δεν βάλλεται με την κρινόμενη έφεση. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η εκκαλουμένη απόφαση που απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την αγωγή του εκκαλούντος και έκανε εν μέρει δεκτές τις αγωγές των εφεσίβλητων ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εκκαλούντος που προβάλλονται με την έφεση, τυγχάνουν απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι και συνακόλουθα απορριπτέα τυγχάνει και η κρινόμενη έφεση. Πρέπει επομένως λόγω της απόρριψης της έφεσης να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκησή της στο Δημίσιο Ταμείο. Τέλος, για τον ίδιο λόγο πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά τα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την εφεση και την απορρίπτει κατ ουσίαν

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την εισαγωγή του, κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου στο Δημόσιο ταμείο.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ  τον εκκαλούντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εφεσίβλητων για τον παρόντα δεύτερο βαθμο δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις   31-5-2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

και αντ αυτής λόγω μεταθέσεως και αναχώρησης,

η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης

του Εφετείου Πειραιώς,

Αγγελική Κοφφα, Πρόεδρος Εφετών