Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 295/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

Αριθμός απόφασης 295/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, E.T.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Α.Της εκκαλούσας-αντεφεσίβλητης-ασκούσας πρόσθετους λόγους, …….. ανώνυμης εταιρείας …………., η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Δημητρίου Βερβεσού και Παναγιώτη Βρεττάκου.

Β.Των εφεσίβλητων-αντεκκαλούντων-καθ’ών οι πρόσθετοι λόγοι : 1) ……………., 2) ………… οι οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξουσία δικηγόρο τους, Κυριακή Μπαλτά.

Οι ενάγοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 26-11-2017 (υπ’ αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/27-11-2017) αγωγή τους, και η ενάγουσα την από 23-1-2018 (υπ’ αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/29-1-2018) αγωγή της, οι οποίες ζήτησαν να γίνουν δεκτές.

Επί των αγωγών αυτών, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 5289/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η πρώτη και απορρίφθηκε η δεύτερη από τις παραπάνω αγωγές.

Η ενάγουσα με την από 27-12-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./27-12-2018) έφεσή της και τους ασκηθέντες με ιδιαίτερο δικόγραφο από 29-9-2020 (υπ’αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ………../29-9-2020) πρόσθετους λόγους εφέσεως, και οι ενάγοντες με την από 26-11-2019 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………/26-11-2019) αντέφεσή τους, οι οποίοι προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν-η έφεση και η αντέφεση κατόπιν αναβολής-την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, και γράφτηκαν στο πινάκιο, προσέβαλαν την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις, που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, εισάγονται προς εκδίκαση (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) : Α) Η από 27-12-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./27-12-2018) έφεση της ενάγουσας, Β) η ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο από 26-11-2019 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………/26-11-2019) αντέφεση των εναγόντων, η οποία εφόσον ασκήθηκε πριν την παρέλευση της προθεσμίας άσκησης έφεσης, δηλαδή διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης, ισχύει ως αυτοτελής έφεση,, ως εν όλω και εν μέρει, αντίστοιχα, ηττηθέντων διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ.5289/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, δεχόμενη εν μέρει την από 26-11-2017 (υπ’ αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/27-11-2017) αγωγή των εναγόντων περί καταβολής οφειλόμενων αποδοχών από συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, και απορρίπτοντας στο σύνολό της την από 23-1-2018 (υπ’ αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/29-1-2018) αγωγή της ενάγουσας, περί αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποίησης εξ αδικοπραξίας, Γ) Οι ασκηθέντες με ιδιαίτερο δικόγραφο από 29-9-2020 (υπ’αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ………../29-9-2020) πρόσθετοι λόγοι εφέσεως, οι οποίοι, όπως και η αντέφεση πρέπει να συνεκδικαστούν με την έφεση, λόγω του παρακολουθηματικού χαρακτήρα τους (Κεραμέας/Κονδύλης/Νίκας «Ερμηνεία ΚΠολΔ», τόμος Ι, σελ.930. 36, ΕφΠειρ (Ναυτ) (Μον) 374/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑιγ(Μον) 132/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ(Μον) 60/2017, ΕλλΔνη 2017.1455, ΕφΠειρ (Μον) 674/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»,) και της προφανούς συνάφειάς τους (άρθρο 246 του ΚΠολΔ). Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί  νομότυπα [άρθρο 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), 499, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ] και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει ομοίως μετά την αντικατάστασή του από το παραπάνω άρθρο), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσης της εκκαλουμένης, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ούτε προκύπτει επίδοσή της προς ή από τους εκκαλούντες ούτε άλλος λόγος απαραδέκτου, ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως των διαφορών (άρθρο 495 § 3 εδ.στ΄του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015), ούτε και επίδοση της (αυτοτελούς) έφεσης των εναγόντων προς την εφεσίβλητη, η οποία, επομένως, έγινε ως εκ περισσού. Παραδεκτά, επίσης, ασκήθηκαν (άρθρο 591 § 1 ζ΄ του ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 και εφαρμόζεται εν προκειμένου, ως εκ του χρόνου ασκήσεώς τους, κατά το άρθρο ένατο αυτού), με ιδιαίτερο δικόγραφο οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, που επιδόθηκαν στους εφεσίβλητους στις 29-9-2020 (σχετ. οι υπ’αριθμ. …… Δ΄και …… Δ΄/29-9-2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………..). Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί, η έφεση, η αντέφεση και οι πρόσθετοι λόγοι και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν με την από 26-11-2017 (υπ’ αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./27-11-2017) αγωγή τους, ότι προσελήφθησαν από την εναγομένη, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα των εξορυκτικών και λατομικών δραστηριοτήτων καθώς και στην εμπορεία μεταλλευμάτων στο εσωτερικό και εξωτερικό, που εξορύσσονται από το μεταλλείο της στη νήσο Κίμωλο, όπου βρίσκεται η καταστατική της έδρα, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και πλήρους απασχόλησης, ο μεν πρώτος στις 2-1-1995, με την ειδικότητα του λογιστή και ο δεύτερος στις 30-12-2016, ως βοηθός λογιστή, κατόπιν μεταβίβασης της από 1-10-2009 εργασιακής του σχέσης με την εταιρία «………….» και ενώ παρείχαν σε αυτήν τις υπηρεσίες τους στον Πειραιά, όπου αυτή εδρεύει στην πραγματικότητα, από τα τέλη του έτους 2012 ελάμβαναν μέρος των δεδουλευμένων αποδοχών τους με καθυστέρηση, με αποτέλεσμα στις 26-6-2017 να προβούν σε επίσχεση εργασίας από κοινού με άλλους συναδέλφους τους, τάσσοντας στην εναγομένη τριήμερη προθεσμία για την καταβολή των δεδουλευμένων τους. Ότι η εναγομένη ενεργώντας καταχρηστικά και εκδικητικά με τις από 2-10-2017 εξώδικες δηλώσεις της κατήγγειλε τις συμβάσεις εργασίας τους, χωρίς να τους καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απολύσεως, προβαίνοντας και σε υποβολή μηνύσεως σε βάρος τους και ότι τους οφείλει, στον μεν πρώτο, με βάση τις πραγματικές-και όχι τις δηλωθείσες από τον Φεβρουάριο του έτους 2013-αποδοχές, συμπεριλαμβανομένης και της αμοιβής του για τις έκτακτες υπηρεσίες που της προσέφερε κατά τα έτη 2012 και 2013 για την αναβίωση της εταιρείας «……..», αλλά και για την εταιρεία «…………», κατά τα έτη 2004-2016, καθώς και αποζημίωση για μέρος μη ληφθείσας αδείας των ετών 2011-2017, τις οποίες ζήτησε και δεν έλαβε από υπαιτιότητα της εναγομένης, το συνολικό ποσό των 506.148,57 ευρώ, μέρος των οποίων, ύψους 306.106 ευρώ συνολικά, όπως ειδικότερα αναλύεται, που αφορούν στο χρονικό διάστημα μέχρι τις 30-6-2016 αναγνώρισε η …………, μέλος του δσ της εναγομένης, με σχετική υπεύθυνη δήλωσή της, εγγυώμενη ατομικά και εις ολόκληρον με αυτήν για την καταβολή τους, και για μισθούς υπερημερίας κατά το χρονικό διάστημα της επισχέσεως της εργασίας του (27-6-2017 έως 31-12-2017), το ποσό των 34.114 ευρώ, και στον δεύτερο, το ποσό των 81.997,58 και των 10.378,50 ευρώ, αντίστοιχα, όπως ειδικότερα αναλύονται, συμπεριλαμβανομένων και των αποδοχών εν μέρει μη ληφθείσας αδείας των ετών 2013 έως 2017, τις οποίες ζήτησε και δεν έλαβε, ομοίως από υπαιτιότητα της εναγομένης καθώς και εκείνων που αφορούν υπερωριακή απασχόλησή του στην εναγομένη, εν μέρει και κατά το χρονικό διάστημα που εργαζόταν στην εταιρία «…………..» που ανήκει στον ίδιο όμιλο με αυτήν, με τη μορφή του άτυπου δανεισμού, και συγκεκριμένα από την 1-1-2012 έως τις 26-6-2017. Ότι οι καταγγελίες των συμβάσεων εργασίας τους είναι άκυρες, για τους λόγους που εκθέτουν και επικουρικά τους οφείλεται σε κάθε περίπτωση η αποζημίωση απολύσεως, την οποία δεν έχουν λάβει. Ακολούθως,  ζητούσαν : Α/ Να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο το συνολικό ποσό των 540.262,75 ευρώ, και στον δεύτερο των 92.376,08 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 48.683,13 ευρώ, που αφορά αποζημίωση για εργασία τους πέραν των νομίμων χρονικών ορίων εργασίας, επικουρικά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, με τον νόμιμο τόκο, για μεν τις οφειλόμενες αποδοχές, από τον χρόνο που κάθε επιμέρους απαίτησή τους κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, και για τους μισθούς υπερημερίας τους κατά το χρονικό διάστημα της επισχέσεως εργασίας από το τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα, και επικουρικά, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση,  Β/ Να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς το ποσό των 20.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν συνεπεία της παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητάς τους εκ μέρους της, αυτής συνιστάμενης στον εκφοβισμό τους για τη μη διεκδίκηση των οφειλομένων και την υποβολή μηνύσεως σε βάρος τους, στην οποία εξέθετε εν γνώσει της ψευδή γεγονότα, με σκοπό να σπιλώσει την τιμή και την υπόληψή τους, τα οποία επανέλαβε και στη δίκη των ασφαλιστικών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς στις 12-9-2017 αλλά και στο σημείωμά της,  και Γ/Να αναγνωριστεί η ακυρότητα των από 2-10-2017 καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας τους και επικουρικά, στην περίπτωση που κριθεί ότι αυτές δεν ήταν άκυρες, να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει το επιπλέον ποσό των 88.276,36 ευρώ στον πρώτο και των 10.518,40 ευρώ στον δεύτερο, ως αποζημίωση απολύσεως, με τον νόμιμο τόκο από τον χρόνο της καταγγελίας και μέχρι την εξόφληση, και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.

Η ενάγουσα, επίσης, με την από 23-1-2018 (υπ’ αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………/29-1-2018) αγωγή της, επικαλούμενη πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων των εναγομένων, τους οποίους προσέλαβε με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στις 2-1-1995 τον πρώτο και τις 31-12-2016 τον δεύτερο ως λογιστή και βοηθό λογιστή αντίστοιχα, και τέλεση αξιόποινων πράξεων σε βάρος της (υπεξαίρεση χρημάτων και Η/Υ, υπεξαγωγή εγγράφων και φθορά ηλεκτρονικών δεδομένων εκ μέρους του πρώτου, καθώς και πλαστογραφία μετά χρήσεως από αμφότερους τους εναγομένους), κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, που είχαν ως συνέπεια να υποστεί ζημία, ύψους 17.721,37 ευρώ, από καταβολές στις οποίες προέβη αχρεωστήτως προς τον πρώτο εναγόμενο, και των 11.125 ευρώ, για την αποκατάσταση των πλημμελειών κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, των 41.623,46 ευρώ, το οποίο αυτός υπεξαίρεσε από το ταμείο της και τμηματικά από τους τραπεζικούς της λογαριασμούς, υφιστάμενου παράλληλα  κινδύνου από τις πλημμελείς ενέργειες του πρώτου εναγομένου να της επιβληθούν πρόστιμα και διοικητικές κυρώσεις, ενώ από τις ενέργειες αμφοτέρων επλήγη η φήμη της, ζητούσε να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να της καταβάλει ως αποζημίωση για τις υλικές ζημίες της, το ποσό των 70.469,83 ευρώ, και επιπλέον, ο πρώτος, το ποσό των 100.000 ευρώ και ο δεύτερος των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που της προξένησαν, εξ αιτίας της προαναφερθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς τους, με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, να αναγνωριστεί επιπλέον ότι ο πρώτος εναγόμενος είναι αποκλειστικά υπεύθυνος έναντι των φορολογικών και άλλων αρχών, για τις παραβάσεις στις οποίες υπέπεσε κατά την εκτέλεση των συμβατικών του υποχρεώσεων ή από την παράλειψή τους, και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά της έξοδα.   Επί των αγωγών αυτών, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία : 1) Η πρώτη αγωγή έγινε δεκτή, ως νόμιμη, πλην του κονδυλίου που αφορούσε την αμοιβή αμφοτέρων των εναγόντων για την πρώτη ώρα της κατ’εξαίρεση υπερωριακής τους απασχόλησης όλες τις ημέρες της εβδομάδας, πλην των Σαββατοκύριακων, και το κονδύλιο της αποζημίωσης του δεύτερου ενάγοντος για υπερωριακή απασχόλησή του, κατά την επικουρική του βάση, για την περίπτωση ακυρότητας του δανεισμού των υπηρεσιών του, και στη συνέχεια ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα, το ποσό των 125.864,88 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, με βάση τον πραγματικό μισθό του, το ποσό των 18.430,25 ευρώ, για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, με βάση τις εικονικώς συμφωνηθείσες αποδοχές του, το ποσό των 17.923,68 ευρώ, για αποδοχές μη ληφθείσας αδείας, το ποσό των 68.055,25 ευρώ, ως αποζημίωση κατ’εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, το ποσό των 33.192 ευρώ, για επιδόματα ισολογισμού, το ποσό των 24.735,23 ευρώ, για διαφορές επιδομάτων εορτών και αδείας, το ποσό των 3.212 ως αμοιβή για πρόσθετη απασχόληση, το ποσό των 28.077,12 ευρώ για αποδοχές υπερημερίας και το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, και στον δεύτερο ενάγοντα, το ποσό των 2.272,50 ευρώ, ως αποζημίωση για κατ’εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, το ποσό των 4.367,28 ευρώ, για αποδοχές υπερημερίας, και το ποσό των 3.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη, νομιμοτόκως, κατά τις μνημονευόμενες στο σκεπτικό της διακρίσεις, και έως την εξόφληση, 2) Η δεύτερη αγωγή έγινε δεκτή, ως νόμιμη, πλην του αιτήματος περί αναγνώρισης της αποκλειστικής ευθύνης του πρώτου εναγομένου έναντι των φορολογικών και λοιπών αρχών για παραβάσεις στις οποίες αυτός υπέπεσε και ανάγονται στα εργασιακά του καθήκοντα, και στη συνέχεια απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές, με τους λόγους-αρχικούς και πρόσθετους όσον αφορά την ενάγουσα- των εφέσεών τους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό, όσον αφορά την ενάγουσα, να απορριφθεί η αγωγή των εναγόντων και να γίνει δεκτή η δική της αγωγή, και, όσον αφορά τους ενάγοντες, να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της, όλοι δε οι εκκαλούντες ζητούν να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας στους αντιδίκους τους.

Κατά το άρθρο 250 του ΚΠολΔ “Αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία”. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι η αναβολή της συζήτησης για τον πιο πάνω λόγο απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, η δε παραδοχή ή απόρριψη σχετικού αιτήματος δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 444/2016 αδημ.). Με τη διάταξη αυτή, χωρίς να θεσμοθετείται  υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο και στην κατ’ έφεση δίκη (ΑΠ 609/2014, ΕφΑθ 458/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΛαρ 351/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 212.714, ΕφΘεσ 1047/2011, ΕΔΠΟΛΔ 2011.789), να αναβάλλει με απόφασή του τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη, η οποία επηρεάζει, κατά οποιοδήποτε τρόπο, τη  διάγνωση της αστικής διαφοράς (ΑΠ 58/2011, ΕφΑθ 458/2019 ό.π, ΕφΠειρ (Μον) 401/2016, ΕφΠειρ (Μον) 104/2016,  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, για την αναβολή της  συζήτησης, απαιτείται, αφενός μεν εκκρεμής ποινική αγωγή, αφετέρου δε επηρεασμός της ποινικής  αγωγής  στη διάγνωση της αστικής  δικαιολογικής σχέσεως, με την έννοια ότι τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν την υπόσταση μιας πράξεως που τελέστηκε, ασκούν ουσιώδη επιρροή, όσον αφορά τα θεμελιωτικά της δικαιολογικής σχέσεως περιστατικά (ΕφΠειρ 300/2016 αδημ, ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 458/2019, ΕφΛαρ 351/2012,  ΕφΘεσ 1047/2011, ΕφΠειρ (Μον) 401/2016  ό.π). Εκκρεμής θεωρείται η ποινική αγωγή, εφόσον έχει ασκηθεί ποινική δίωξη και διατάχθηκε προανάκριση ή κυρία ανάκριση, ανεξάρτητα από την εισαγωγή ή όχι της υπόθεσης στο ακροατήριο κατά τον χρόνο της έκδοσης της αναβλητικής απόφασης (ΕφΑθ 458/2019 ό.π, ΕφΠειρ 40/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 52/2009, Αρμ 2009.718, ΕφΑθ 3177/2006 ΕλλΔνη 2007.1508, ΕφΠειρ (Μον) 401/2016  ό.π). Είναι αλήθεια ότι η αμετάκλητη ποινική απόφαση, ούτε δημιουργεί, ούτε είναι  δυνατόν να δημιουργήσει δεδικασμένο για τα πραγματικά γεγονότα, τα οποία στηρίζουν παράλληλα, αφενός μεν την ποινική αξίωση της πολιτείας κατά του κατηγορουμένου, αφετέρου δε την εναντίον του αστική αξίωση, πλην όμως, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ, ο δικαστής είναι ελεύθερος να εκτιμήσει, κατά συνείδηση την αξία της ποινικής απόφασης. Έτσι, απόκειται στην έμφρονα κρίση του πολιτικού δικαστηρίου να εξετάσει, αν με την αναβολή της  πολιτικής δίκης, μέχρι να περατωθεί αμετακλήτως η ποινική διαδικασία, θα  διευκολυνθεί η αποδεικτική διαδικασία περί της βασιμότητας της  εκκρεμούς αγωγής (ΕφΠειρ 40/2015, ΕφΛαρ 351/2012, ΕφΘεσ 1047/2011 ό.π).

Περαιτέρω κατά το άρθρο 245 § 1 του ΚΠολΔ-που εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση διαδικασία (άρθρο 524 § 1 του ΚΠολΔ) (ΑΠ 917/2010, ΕφΘεσ 2382/2013 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ 296/2010 ΕΝαυτ 2010.182), το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς και ιδιαίτερα την αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων ή των νόμιμων αντιπροσώπων τους στο ακροατήριο για την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων σχετικών με την υπόθεση. Η, κατά την παραπάνω διάταξη, διατασσόμενη από το δικαστήριο αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων στο ακροατήριο, δεν αποτελεί μεν αποδεικτικό μέσο, από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 339 του ΚΠολΔ, αλλά αποσκοπεί σε συνδυασμό με τα άλλα νόμιμα μέσα, στην πληρέστερη διαφώτιση του δικαστηρίου, με την υποβολή ερωτήσεων και την παροχή διασαφήσεων από τους διαδίκους, στα τυχόν αμφίβολα και διφορούμενα περιστατικά, που αποτέλεσαν αντικείμενο απόδειξης, ώστε μετά από τη συνεκτίμηση των διασαφήσεων, οι οποίες δόθηκαν, να διαγνωσθεί ασφαλέστερα η διαφορά, αφού, σε διαφορετική περίπτωση της μη δηλαδή δυνατότητας συνεκτίμησης των διασαφήσεων, η διάταξη του άρθρου 245 §  1 ΚΠολΔ θα ήταν κενή περιεχομένου (ΑΠ 396/2011, ΑΠ 917/2010 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ……….. και  ………., που εξετάστηκαν με επιμέλεια των εναγόντων και της ενάγουσας, αντίστοιχα, ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων ο προσκομιζόμενος ψηφιακός δίσκος και οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα σε φωτοτυπίες -12 συνολικά-φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), αλλά και εκείνα στα οποία αποτυπώνονται γραπτά τηλεφωνικά μηνύματα της ………., εκπροσώπου της ενάγουσας-εναγομένης, προς τον πρώτο ενάγοντα, εφόσον, αφενός απευθύνονταν στον ίδιο, οπότε δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του απορρήτου της επικοινωνίας, και η προσκόμισή τους είναι θεμιτή εφόσον το απαραβίαστο της ιδιωτικής ζωής της ανωτέρω και το απαραβίαστο των προσωπικών της δεδομένων υποχωρεί εν προκειμένω έναντι του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος του άνω ενάγοντος προς παροχή δικαστικής προστασίας, για τη διεκδίκηση των χρηματικών εργασιακών του αξιώσεων (σχετ. σκέψεις ΟλΑΠ 1/2017 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …………., που περιέχονται στην υπ’αριθμ. ……/26-1-2018 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, που ελήφθη με επιμέλεια των εναγόντων-εναγομένων, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης-ενάγουσας (άρθρο 422 του ΚΠολΔ, σχετ. η υπ’αριθμ. ……/23-1-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …….), τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων …………., που περιέχονται στην υπ’αριθμ. ……/19-3-2018 ένορκη βεβαίωση της Ειρηνοδίκη Πειραιά, και λήφθησαν με επιμέλεια των ιδίων εναγόντων, μετά από νόμιμη γνωστοποίηση κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας δικηγόρου τους στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα άνω πρακτικά, αφού σημειωθεί ότι αντίστοιχη δήλωση έγινε και από την πληρεξουσία δικηγόρο της εναγομένης, πλην όμως οι γνωστοποιηθέντες μάρτυρες, ………. δεν εμφανίστηκαν τελικώς στον προκαθορισμένο τόπο και χρόνο για να εξεταστούν (σχετ. η υπ’αριθμ. …./19-3-2018 Πράξη μη εμφάνισης της συμβολαιογράφου Πειραιώς, . ……..) και τις ομολογίες των διαδίκων, καθώς και τις υπ’αριθμ. …… και …./7-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, …….. και …………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Μήλου και Πειραιά, αντίστοιχα, …….. και ….. ., που ελήφθησαν με επιμέλεια της ενάγουσας-εναγομένης, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων-εναγομένων (άρθρο 422 του ΚΠολΔ, σχετ. οι υπ’αριθμ. …… Δ΄και …….. Δ/1-10-2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….), μετά την έκδοση της εκκαλουμένης, εφόσον στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο είναι κατά κανόνα επιτρεπτή η επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων, επομένως και ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου, που έχουν δοθεί νόμιμα μετά τη συζήτηση στο πρωτόδικο δικαστήριο και πριν τη συζήτηση της έφεσης, εκτός αν η προσκόμισή τους αποκρουστεί ρητά από το εφετείο (ΑΠ 779/2019, ΑΠ 702/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας  και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ), χωρίς αντιθέτως να ληφθούν υπόψη οι υπ’αριθμ. ……. και ……/13-10-2020 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων, ………. και ………., αντίστοιχα, ενώπιον της παραπάνω συμβολαιογράφου, ………., που ελήφθησαν, με επιμέλεια της εκκαλούσας-εφεσίβλητης, μετά τη συζήτηση των υποθέσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αφού το περιεχόμενό τους δεν κατέτεινε στην απόκρουση των προταθέντων με τις προτάσεις των εκκαλούντων-εφεσιβλήτων ισχυρισμών, ήτοι εκείνου περί καταχρηστικής ασκήσεως της ασκηθείσας αγωγής της ενάγουσας, συνυπαιτιότητάς της στην πρόκληση της ζημίας της, που είχαν προταθεί πρωτοδίκως και της αντένστασης καταλογισμού των επικαλούμενων από αυτήν καταβολών σε άλλα χρέη της, αποδείχθηκαν  τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα-εναγομένη είναι ανώνυμη εταιρεία με αντικείμενο δραστηριότητας την εξόρυξη και εμπορία βιομηχανικών ορυκτών ποζολάνης, ζεολιθίου και μπετονίτη, εκμεταλλευόμενη για τον σκοπό αυτό ιδιόκτητο λατομείο στην Κίμωλο, όπου βρίσκεται τυπικά η έδρα της. Στην πραγματικότητα η διοίκησή της ασκείται από το υποκατάστημά της στον Πειραιά, που στεγάζεται σε κτίσμα κείμενο επί της οδού ………… από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο, αποτελούμενο από τον ………, ως πρόεδρο, τον ………, ως αντιπρόεδρο, τη …….., ως διευθύνουσα σύμβουλο, και τις ……. και ………, ως μέλη. Οι ….. και ……… τυγχάνουν  θυγατέρες του …………, ο …….. είναι σύζυγος της …….. και η …….., θυγατέρα τους. Ανήκει σε όμιλο επιχειρήσεων της οικογένειας του ……. και στο ίδιο κτίριο στεγάζονται και οι εταιρείες του ομίλου, «……… .)», ναυτιλιακή εταιρεία με έδρα την Μονροβία της Λιβερίας και με αντικείμενο δραστηριότητας τη διαχείριση και μεσιτεία ναυλώσεων ποντοπόρων πλοίων και η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «. ……», συμφερόντων της οικογενείας του …….., η οποία διατηρεί γραφείο γενικού τουρισμού στο ισόγειο. Η ενάγουσα προσέλαβε τον πρώτο ενάγοντα στις 2-1-1995, ως λογιστή, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και με ωράριο από τις 09.00 έως τις 17.00, με αποδοχές που αυξήθηκαν σταδιακά και είχαν διαμορφωθεί από την 1-7-2011, στο ποσό των 5.532 ευρώ μικτά και 3.698,99 ευρώ καθαρά. Ο ίδιος διατείνεται ότι οι αποδοχές του μειώθηκαν εικονικά, δια συμφωνίας του με την εναγομένη και δη τη διευθύνουσα σύμβουλο αυτής, ……….., η οποία αποτυπώθηκε στην από 4-2-2013 υπεύθυνη δήλωσή της, προκειμένου να μειωθεί το μισθολογικό κόστος, ανερχόμενες έκτοτε στο ποσό των 3.150 ευρώ μικτά, ενώ στην πραγματικότητα διατηρήθηκαν στο ίδιο επίπεδο, το συγκεκριμένο δε ζήτημα αποτελεί κομβικό σημείο για την επί της ουσίας κρίση της προκείμενης διαφοράς, ελλείψει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον οι αγωγικές αξιώσεις του βασίζονται ως επί το πλείστον στην μη καταβολή των υψηλότερων αυτών αποδοχών του. Επιπλέον, η εικονικότητα της μείωσης αυτής, φέρεται ότι επιβεβαιώνεται από την από 1-7-2016 δήλωση αναγνώρισης χρέους, της διευθύνουσας συμβούλου της εναγομένης, ………., δια της οποίας η τελευταία αναγνωρίζει ότι η εργοδότιδά του εταιρεία του οφείλει πράγματι το ποσό των  306.106 ευρώ, για δεδουλευμένες αποδοχές, μη ληφθείσες άδειες, επιδόματα ισολογισμού, έκτακτες υπηρεσίες αλλά και υπερωρίες κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 30-6-2016, εγγυώμενη μάλιστα ατομικά και εις ολόκληρον για την καταβολή τους.

Επιπλέον, αμφότεροι οι ενάγοντες επικαλέστηκαν ακυρότητα των καταγγελιών των συμβάσεων εργασίας τους, διότι έγιναν με την επίκληση ανυπόστατων κατηγοριών σε βάρος τους, αξιώνοντας, επικουρικά, σε περίπτωση που αυτές κριθούν ως νόμιμες, την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απολύσεως. Από την άλλη πλευρά η αξίωση της ενάγουσας προς αποζημίωση και ηθική βλάβη, στηρίζεται, όπως ήδη εκτέθηκε στην αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόντων-εναγομένων, για την οποία, συνεπεία της από 27-9-2017 έγκλησης-μήνυσης της ……. και . ……., ασκήθηκε σε βάρος τους-μετά τη συζήτηση των υποθέσεων σε πρώτο βαθμό- ποινική δίωξη για τις αξιόποινες πράξεις της υπεξαίρεσης, της υπεξαγωγής εγγράφων, της απάτης επί δικαστηρίω και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’εξακολούθηση, με συνολικό όφελος άνω των 120.000 ευρώ, και της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, όσον αφορά τον πρώτο ενάγοντα, και της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ’εξακολούθηση και της απάτης επί δικαστηρίω ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, όσον αφορά τον δεύτερο. Επακολούθησε η διενέργεια κυρίας ανάκρισης, μετά την ολοκλήρωση της οποίας υποβλήθηκε η υπ’αριθμ. 449/2020 απαλλακτική πρόταση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς και, κατά τη συζήτηση των υποθέσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εκκρεμούσε η έκδοση βουλεύματος από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών.

Πέραν αυτών, στην επισήμανση από την πλευρά της εναγομένης ότι στο πλαίσιο της αντιδικίας της με τους ενάγοντες, και συγκεκριμένα στη δίκη επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων και δη τη συζήτηση προσωρινής διαταγής στις 7-7-2017, και κατά την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, ο πρώτος ενάγων έχει προσκομίσει διαφορετικά φωτοαντίγραφα της ως άνω από 1/7/2016 δήλωσης αναγνώρισης χρέους- και ουδέποτε το πρωτότυπό της, παρ’ότι του ζητήθηκε- όπου η θέση της υπογραφής της ………… είναι διαφορετική, ο ίδιος έδωσε την εξήγηση (σελ. 56 των προτάσεών του) ότι οι διαφορές αυτές οφείλονται στη χρήση καρμπόν, ενώπιον της ……………, προκειμένου να δημιουργηθούν δύο πρωτότυπα και να διαθέτει η κάθε πλευρά από ένα, τα οποία στη συνέχεια φωτοτυπήθηκαν και κάθε πλευρά έλαβε αντίγραφο του πρωτοτύπου που κατείχε η άλλη. Επίσης, ισχυρίστηκε-για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου- ότι η ανωτέρω, πριν υπογράψει του απάντησε «εντάξει, θα τα πάρεις τα λεφτά σου. Άλλωστε, δεν σου υπέγραψα και επιταγή», δείχνοντας έτσι τη σοβαρότητα που επιδεικνύει ως προς την ανάληψη τέτοιου είδους υποχρεώσεων. Η εξήγηση αυτή δεν είναι πειστική, αν ληφθεί υπόψη ότι το κείμενο της δήλωσης δεν είναι χειρόγραφο, οπότε αρκούσε η εκτύπωσή του δύο φορές, ενώ η χρήση καρμπόν είναι και ήταν εκείνη την εποχή ασυνήθης, και παράλληλα δεν υπήρχε λόγος να υπάρχουν δύο πρωτότυπα, αφού επρόκειτο για μονομερή δήλωση της …………….. με μόνη της δική της υπογραφή, οπότε θα αρκούσε να λάβει ο πρώτος ενάγων ένα φωτοαντίγραφο αυτής. Επιπλέον, ο άνω ενάγων δεν δίδει επαρκείς εξηγήσεις για τις συνθήκες υπό τις οποίες δόθηκαν τα δύο αυτά έγγραφα και συγκεκριμένα, τον τόπο και χρόνο που έλαβε χώρα η υπογραφή τους, την τυχόν συνεννόηση που προηγήθηκε, και επιπλέον, τον λόγο που το κείμενο της υπεύθυνης δήλωσης δεν γράφτηκε από την ίδια τη ………….., εφόσον επρόκειτο για μία συνοπτική δήλωση με συγκεκριμένο περιεχόμενο και, όσον αφορά την αναγνώριση χρέους εκ μέρους της ………, το τί προηγήθηκε, και ειδικότερα αν προηγήθηκε ανάλυση της οφειλής και πώς τέθηκε το ζήτημα της ανάληψης ατομικής ευθύνης εκ μέρους της, και τί ακριβώς αφορά το ποσό των 113.145 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές.

Ακόμη, η εναγομένη στο δικόγραφο των πρόσθετων λόγων της (σελ. 21) και στις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (σελ.39) διατείνεται ότι έχει καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των 275.210,32 ευρώ, μέχρι τις 9-6-2017, ενώ του όφειλε το ποσό των 170.470,59 ευρώ, και επομένως ότι αυτός έχει εισπράξει 104.739,73 ευρώ επιπλέον αυτών που δικαιούτο. Ορισμένες, ωστόσο, από τις καταβολές αυτές αφορούν ποσά που φέρονται ως υπεξαιρεθέντα (βλ. σελ. 18 των πρόσθετων λόγων). Επίσης, με το δικόγραφο της αγωγής της ισχυρίζεται ότι ο πρώτος εναγόμενος υπεξαίρεσε από τον επ’ονόματι της εταιρείας τραπεζικό λογαριασμό και από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό των εκπροσώπων της, το ποσό των 25.872,02, το έτος 2015 (από 6/8 έως 31/12/2015) και το ποσό των 3.500 ευρώ το έτος 2016 (18/1 έως 8/2/2016), ενώ στο χρονικό διάστημα από 1/6 έως 31/9/2018 υπεξαίρεσε από το ταμείο της το ποσό των 11.872,23 ευρώ. Στο δικόγραφο της έφεσής της, κάνει επίσης λόγο για καταβολές προς αυτόν, πλέον των μνημονευόμενων στην αγωγή του ιδίου, ύψους 33.670,976 ευρώ,  κατά τα έτη 2012 έως 2017, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτές και ορισμένες που αφορούν ποσά, τα οποία κατά τους αγωγικούς της ισχυρισμούς είχαν υπεξαιρεθεί -και όχι καταβληθεί-στον πρώτο εναγόμενο, αφού συμπίπτουν οι ημερομηνίες και τα ποσά καταβολής με εκείνα που καταγράφονται στην αγωγή (500 ευρώ στις 21-8-2015, 5.000 ευρώ συνολικά στις 5-10-2015 και 500 ευρώ στις 30-10-2015, δηλαδή συνολικά 6.500 ευρώ, και στον δεύτερο 2.700 ευρώ). Επίσης, στο δικόγραφο της έφεσής της  κάνει λόγο για επιπλέον καταβολές προς αυτόν, οι οποίες διαπιστώθηκαν κατά την ανασύσταση του φυσικού της αρχείου, ύψους 19.900 ευρώ, που έλαβαν χώρα εντός των ετών 2012 και 2013, για εισπράξεις με μεταφορά από τον τραπεζικό της λογαριασμό, εντός του έτους 2015, του επιπλέον ποσού των 4.059,51 ευρώ, τα οποία δεν έχει καταχωρήσει στην καρτέλα του. Επομένως, πέραν του ότι δεν προσδιορίζονται με σαφήνεια τα υπεξαιρεθέντα ακριβώς ποσά, διακρινόμενα από εκείνα που καταβλήθηκαν στον πρώτο ενάγοντα-εναγόμενο, δεν υπάρχει καμία εξήγηση για τον λόγο που η εναγομένη κατέβαλε τελικά σε αυτόν, ποσά πλέον εκείνων που δικαιούτο, με την έννοια, της οικειοθελούς καταβολής και για τη συγκεκριμένη αιτία, δηλαδή την εξόφληση δεδουλευμένων.

Κατόπιν όσων προεκτέθηκαν, το Δικαστήριο κρίνει ότι από τα ενώπιόν του αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορεί να μορφώσει εδραία δικανική πεποίθηση για την ουσία της διαφοράς, χωρίς την αμετάκλητη κρίση, αναφορικά με το ποινικό σκέλος της παρούσας υπόθεσης, συνεκτιμώντας ότι η αναβολή της για τον λόγο αυτό, δεν θα προκαλέσει παρέλκυση ούτε θα οδηγήσει σε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης (ΟλΑΠ 4/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ειδικότερα, είναι προφανές ότι η εκκρεμής αυτή ποινική υπόθεση με κατηγορουμένους τους ενάγοντες, επηρεάζει ουσιωδώς τη διάγνωση της προκείμενης διαφοράς, αφού αυτή στηρίζεται, ως προς τις ουσιώδεις παραμέτρους της, στα αυτά πραγματικά περιστατικά (ίδιο βιοτικό συμβάν), στα οποία θεμελιώνεται ως αστικό αδίκημα και η ευθύνη τους, ενώ συνέχονται και με τις αξιώσεις των ιδίων. Για τον λόγο αυτό κρίνεται αναγκαίο προς πληρέστερη διάγνωση και για την ορθή εκτίμηση της ένδικης διαφοράς στο σύνολό της, να αναβληθεί η συζήτηση των κρινόμενων εφέσεων και πρόσθετων λόγων, μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ανωτέρω ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Παράλληλα, αναγκαία κατά την κρίση του Δικαστηρίου καθίσταται λόγω των ελλιπών διασαφήσεων στα θέματα που αναπτύχθηκαν στο σκεπτικό, ως προς τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς, χάριν της εντελούς διαγνώσεως της βασιμότητος των λόγων της έφεσης, η παροχή διευκρινίσεων εκ μέρους του πρώτου ενάγοντος-εναγομένου, και οποιουδήποτε εκπροσώπου της εναγομένης, επί των σχετικών ισχυρισμών του πρώτου εναγομένου-ενάγοντος και του πραγματικού υλικού. Πρέπει, συνεπώς, σύμφωνα προς τα ανωτέρω, να αναβληθεί και για τον λόγο αυτό η έκδοση οριστικής αποφάσεως και να διαταχθεί όπως εμφανισθούν αυτοπροσώπως ενώπιον του Δικαστηρίου οι ανωτέρω διάδικοι, προς υποβολή προς αυτούς ερωτήσεων και παροχή διασαφήσεων επί της υπό κρίση υποθέσεως. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, διότι η παρούσα απόφαση είναι μη οριστική (ΕφΑθ 458/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 27-12-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/27-12-2018) έφεση της ενάγουσας, τους ασκηθέντες με ιδιαίτερο δικόγραφο από 29-9-2020 (υπ’αυξ.αριθμ. εκθ. καταθ………/29-9-2020) πρόσθετους λόγους εφέσεως και την ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο από 26-11-2019 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……../26-11-2019) (αντ)έφεση των εναγόντων, κατά της υπ’αριθμ. 5289/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την αναβολή της συζήτησής τους μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα η ποινική διαδικασία, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτοπροσώπως του πρώτου εναγομένου-εκκαλούντος-εφεσίβλητου, …………., και οποιουδήποτε εκπροσώπου της εναγομένης-εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρίας, προς υποβολή προς αυτούς ερωτήσεων και παροχή διασαφήσεων επί της υπό κρίση υποθέσεως, αναφορικά με τα ζητήματα που μνημονεύονται στο σκεπτικό.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 1-6-2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ