Αριθμός 192/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………….., η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας της δικηγόρου Δήμητρας Πλαστήρα.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………..ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας του δικηγόρου Μαρίας Σταθάκη.
Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 15.5.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 314/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 22.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2018) αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως αντί καταστάθηκε από το άρθρο 44 § 2 ν. 3994/2011, «εάν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή σαφώς συνάγεται ότι αν ασκηθεί έφεση κατά αποφάσεως που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος κατά την πρώτη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, τότε (εφόσον η έφεση είναι κατά τα λοιπά παραδεκτή) εξαφανίζεται η απόφαση αυτή χωρίς κανένα άλλο σφάλμα και γίνεται νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς που είχε τη δυνατότητα να προτείνει και στην πρωτόδικη συζήτηση, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 (Α.Π. 394/2011 ΝοΒ 2011. 2171, Α.Π. 251/2009 Δίκη 2009. 996, Α.Π. 1906/2008 ΝοΒ 29. 927, Α.Π. 1140/2008 Δίκη 2009. 187, Σ. Σαμουήλ Η έφεση έκδ. 2009, σελ. 105 επ.).
Στην προκειμένη περίπτωση ο εναγών και ήδη εφεσίβλητος, ………., άσκησε κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, …….. ., ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 15-5-2017 και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ……../16- 5-2017 αγωγή, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι έχει καταστεί κύριος με παράγωγο τρόπο, δυνάμει του υπ’αριθμ. ……/1989 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που μεταγράφηκε νόμιμα, της υπό στοιχεία Ε2 οριζόντιας ιδιοκτησίας, επιφάνειας 167,55 τ.μ, που βρίσκεται στον πέμπτο όροφο του Α συγκροτήματος μίας πολυώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στον Πειραιά επί της οδού ……. και ………, καθώς και της υπό στοιχεία Κ-Θ, αναλυτικά περιγραφόμενης στην αγωγή, διηρημένης ιδιοκτησίας του ημιυπόγειου χώρου της, επιφάνειας 45 τ.μ., ο οποίος δεν έχει δικό του ποσοστό συνιδιοκτησίας ούτε χιλιοστά επί του οικοπέδου και αποτελεί ενιαία ιδιοκτησία με το Ε2 διαμέρισμα. Ότι κατά το χρόνο της μεταβίβασης η δικαιοπάροχός του ήταν αποκλειστική κυρία του επιδίκου, το οποίο είχε αποκτήσει με νόμιμους τίτλους, όπως λεπτομερώς περιγράφονται στην αγωγή. Ο ως άνω αναφερόμενος χώρος (Κ-Θ), σύμφωνα με την υπ’αριθμ. …../14-04-1996 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, που μεταγράφηκε νόμιμα, ανήκει και περιλαμβάνεται στο προαναφερθέν υπό στοιχεία Ε3 διαμέρισμά με το οποίο αποτελεί μια ενιαία και αυτοτελή διηρημένη ιδιοκτησία. Ότι με την υπ’αριθμ. ……/1967 τροποποιητική της σύστασης πράξη, που μεταγράφηκε νόμιμα, το Ε3 διαμέρισμα έλαβε αρίθμηση Ε2 και έκτοτε διατηρεί αυτά τα στοιχεία, δυνάμει δε της ως άνω πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας, ο ως άνω ημιυπόγειος χώρος προβλέπεται να χρησιμοποιείται ως κατοικία θυρωρού, καθόσον χρόνο υπάρχει θυρωρός στην πολυκατοικία και μάλιστα άνευ ανταλλάγματος. Ότι στον τίτλο κτήσης του προαναφερθέντος διαμερίσματος, αναφέρθηκε ότι «Η πωλήτρια δηλώνει ότι η πώληση γίνεται… καθώς και μετά των παραρτημάτων, παρακολουθημάτων και συστατικών του (Ε2 διαμερίσματος), όπως είναι και σήμερα ευρίσκεται…» και αντίθετα στη βούληση των μερών, δεν έγινε καμία αναφορά στην υπό στοιχεία Κ-Θ διηρημένη ιδιοκτησία, η οποία αποτελεί με το υπό στοιχεία Ε2 διαμέρισμα μία ενιαία και αυτοτελή ιδιοκτησία, όπως ρητά αναγράφεται στην πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας, καθώς και στην τροποποιητική πράξη αυτής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση στους συνιδιοκτήτες της πολυκατοικίας ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς του επιδίκου. Ότι η ανωτέρω πωλήτρια και δικαιοπάροχος αυτού του παράνομα κατάρτισε με την εναγόμενη το υπ’άριθμ. ……./1994 προσύμφωνο, με το οποίο της υποσχέθηκε την πώληση του επίδικου ημιυπόγειου χώρου εάν και εφόσον ήθελε τροποποιηθεί η πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, πράγμα το οποίο δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα. Ότι ο ίδιος δηλώνει το επίδικο ως δικό του ακίνητο, ήτοι το συμπεριλαμβάνει στη δήλωση φορολογίας του, στο Ε9, το δήλωσε στο Κτηματολόγιο και στο ΕΤΑΚ, καθώς επίσης καταβάλει τα τέλη ΕΥΔΑΠ για το χώρο αυτό. Η εναγομένη κατέχει από το έτος 1994 το επίδικο ακίνητο του ημιυπόγειου, το οποίο διατηρεί κλειστό και ακάθαρτο, αμφισβητεί δε το δικαίωμα κυριότητάς του επ’ αυτού. Ότι μολονότι έχει επανειλημμένα έχει οχλήσει προφορικά την εναγομένη για να αποχωρήσει από το επίδικο ακίνητο και να του το αποδώσει, εκείνη αρνείται. Ζήτησε δε α) να αναγνωριστεί ότι η επίδικη ιδιοκτησία, ήτοι ο υπό στοιχεία Κ-Θ χώρος ανήκει στην κυριότητά του και ότι αποτελεί μια ενιαία και αυτοτελή διηρημένη ιδιοκτησία με το υπό στοιχεία Ε2 διαμέρισμα του, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη και κάθε τρίτος που έλκει από αυτήν δικαιώματα η διαμένει στο ακίνητο επ’ ονόματί της, να του αποδώσει τον επίδικο χώρο και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε, ερήμην της εναγόμενης, κατά την τακτική διαδικασία, η υπ’ αριθμ. 314/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, λόγω της ερημοδικίας της εναγομένης. Κατά της αποφάσεως αυτής η εκκαλούσα-εναγόμενη, ως ηττηθείσα διάδικος, άσκησε την υπό κρίση από 23-3-2018 και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2018 έφεση, με τη οποία υποβάλλει ισχυρισμούς επί της ουσίας της αγωγής, για τη βασιμότητά της. Η έφεση αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 19 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.3994/2011), έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι από την επίδοση της απόφασης την 23-2-2018 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….., που υπάρχει επί του αντιγράφου αυτής) έως την άσκηση εφέσεως την 23-3-2018 δεν παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 30 ημερών (άρθρ. 495 παρ.1, 498, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 1 και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), ενώ για το παραδεκτό αυτής, έχει κατατεθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, το νόμιμο παράβολο, όπως βεβαιώνεται από το Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς στην πράξη κατάθεσης της έφεσης. Πρέπει, επομένως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, αλλά και οι ισχυρισμοί της εναγομένης-εφεσίβλητης.
Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής είναι, εκτός των άλλων, η κυριότητα του ενάγοντος επί του επιδίκου ακινήτου, του οποίου πρέπει να γίνεται ακριβής περιγραφή, με προσδιορισμό του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, αν δε αυτό φέρεται ως τμήμα μεγαλυτέρου ακινήτου, ο προσδιορισμός της θέσης του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο και των ορίων του (Α.Π. 760/2013).
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, είναι πλήρως ορισμένη, επειδή περιέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για την πληρότητά της και ειδικότερα περιγράφεται σ’ αυτή σαφώς και ορισμένως το επίδικο ακίνητο κατά θέση, έκταση και όρια, ο τρόπος κτήσεως της κυριότητας αυτού από τον ενάγοντα, καθώς και η κατάληψή του από την εναγόμενη και η ένσταση της τελευταίας περί αοριστίας αυτής είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Περαιτέρω η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 173, 200, 369, 513, 956, 1033, 1002, 1117, 1094 ΑΚ, 10§1 ν.3741/1929, 70, 907, 908, 943§1 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ουσίαν, δεδομένου ότι έχει καταχωρηθεί εμπρόθεσμα στα βιβλία διεκδικήσεων του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (βλ. υπ’αριθμ. ………./23-05-2017 Πιστοποιητικό του Υποθηκοφύλακα Πειραιά) και έχει καταβληθεί το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (βλ. εκκαλουμένη απόφαση).
Από τις διατάξεις των άρθρων 1002,1117 ΑΚ, 1,2 § 1,3 § 1,4 § 1,5 και 13 του Ν. της 04/09.01.1929 «Περί της ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους» (ΦΕΚ Α’ 4/09.01.1929), που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 54 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι επί ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους (οριζόντιας ιδιοκτησίας) δημιουργείται χωριστή κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου και αναγκαστική συγκυριότητα που αποκτάται αυτοδικαίως, κατ’ ανάλογη μερίδα, επί του εδάφους και επί των μερών της οικοδομής, που χρησιμεύουν στην κοινή χρήση όλων των οροφοκτητών. Το ποσοστό της αποκλειστικής χωριστής κυριότητας κατ’ όροφο ή ιδιαίτερο τμήμα της οικοδομής (διαμέρισμα, κατάστημα κλπ.), με αναγκαία εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα στα καθοριζόμενα από τον νόμο κοινόκτητα και κοινόχρηστα μέρη της, ορίζεται, κατ’ αρχήν, από τη συστατική πράξη και, προκειμένου για το οικόπεδο της οικοδομής, εκτείνεται τόσο στο καλυπτόμενο, όσο και στο μη καλυπτόμενο από αυτήν μέρος του, μπορεί, δε, να είναι διαφορετικό από το ποσοστό συγκυριότητας κάθε συνιδιοκτήτη στο κοινό οικόπεδο. Οι ως άνω βασικές αρχές του θεσμού της οριζόντιας ιδιοκτησίας προκύπτουν σαφώς από τις ως άνω διατάξεις, οι οποίες, όμως, δεν προσδιορίζουν επαρκώς την έννοια του «ορόφου» και «διαμερίσματος ορόφου». Από το πνεύμα, εντούτοις, των διατάξεων για την οροφοκτησία και ιδίως από τον σκοπό τους που, όπως προκύπτει και από την Εισηγητική Έκθεση του Ν. 3741/1929, είναι η ευχερέστερη κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των πολιτών και η καθ’ ύψος επέκταση των πόλεων, καθώς και από τα ερμηνευτικά πορίσματα εκ της κοινής πείρας και από τις σχετικές διατάξεις της πολεοδομικής νομοθεσίας (άρθρο 11 του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού των ετών 1929, 1955 και 1973) συνάγεται ότι όροφος ή διαμέρισμα ορόφου είναι το αναπόσπαστο τμήμα της οικοδομής ή του ορόφου, μετά των συστατικών του και του εντός αυτού (κυβικού) χώρου, που περικλείεται τεχνικώς από κάτω, από τα πλάγια και από πάνω, με τοίχους ή άλλα οικοδομικά στοιχεία, ώστε να διαχωρίζεται σαφώς από τα λοιπά (διαιρετά ή αδιαίρετα) τμήματα της οικοδομής και να έχει αναχθεί σε συγκεκριμένο και ανεξάρτητο τμήμα αυτής κατάλληλο προς χωριστή και αυτοτελή οικιστική εν γένει χρήση. Μόνον οι όροφοι και τα διαμερίσματα ορόφων, με την ανωτέρω έννοια, καθώς και τα εξομοιούμενα από τον νόμο με ορόφους υπόγεια δωμάτια κάτω από τη στέγη (άρθρα 1002 εδ. β’ ΑΚ και 1 § 2 του Ν. 3741/1929), μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο οριζόντιας ιδιοκτησίας. Η πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας έχει ως αντικείμενο την αλλοίωση της μέχρι τότε κυριότητας, με τη δημιουργία νέων, αυτοτελών εμπράγματων δικαιωμάτων, διαφορετικών από την αρχική συγκυριότητα Ο κύριος κάθε χωριστής οικοδομής θεωρείται, έναντι μεν της Πολιτείας, συγκύριος του όλου οικοπέδου, έναντι δε του συνιδιοκτήτη του οικοπέδου και αποκλειστικού κυρίου χωριστής οικοδομής, αυτοτελής κύριος (ΑΠ 1593/2018, ΑΠ 1489/2013, ΑΠ 278/2012, όλες ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου, αν ληφθεί υπόψη ότι η θεσπιζόμενη με τα άρθρα 1002 ΑΚ και 1 του Ν. 3741/1929 αποκλειστική (χωριστή) κυριότητα επί ορόφου ή διαμερίσματος ορόφου αποτελεί την εξαίρεση του κανόνα “super fides solo cedit” που έχει περιληφθεί στο άρθρο 1001 εδ. α’ ΑΚ, οποιοδήποτε μέρος του όλου ακινήτου που δεν ορίσθηκε ή δεν ορίσθηκε εγκύρως, με τον συστατικό της οροφοκτησίας τίτλο, ότι αποτελεί αντικείμενο της αποκλειστικής κυριότητας κάποιου συνιδιοκτήτη, υπάγεται αυτοδικαίως από τον νόμο, κατ’ εφαρμογή του ως άνω κανόνα, στα αντικείμενα της αναγκαστικής συγκυριότητας επί του εδάφους και θεωρείται, γι’ αυτό, κοινόκτητο και κοινόχρηστο μέρος του ακινήτου (ΑΠ 1300/2019, ΑΠ 519/2019, ΑΠ 25/2019, ΑΠ 892/2018, ΑΠ 1357/2017, όλες ΝΟΜΟΣ).
Στην εξεταζόμενη περίπτωση, από τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, τις υπ’ αριθμ. ….. και ……. ένορκες βεβαιώσεις, που ελήφθησαν, με επιμέλεια του ενάγοντος, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. υπ’ αριθμ. ……. Δ/12-9-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….) και την υπ’ αριθμ………/19-2-2019 ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε με επιμέλεια της εναγομένης, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, κατόπιν νομίμου και εμπροθέσμου κλητεύσεως του ενάγοντος (βλ. υπ’ αριθμ. ……./12-2-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο αποτελεί ημιυπόγειο χώρο διηρημένης ιδιοκτησίας, με στοιχεία Κ-Θ, επιφάνειας 45 τ.μ., επί πολυώροφης οικοδομής, που βρίσκεται στον Πειραιά, επί της οδού …… και …………, το οποίο συνορεύει, ανατολικώς με το χώρο για τον υποσταθμό της ΔΕΗ και εν μέρει με την οδό ……….., δυτικώς με το γκαράζ, αρκτικώς με την οδό ……….., με το χώρο για υποσταθμό Δ.Ε.Η., εν μέρει με κοινόχρηστο διάδρομο και εν μέρει με χώρο γκαράζ. Σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. ………./14-4-1966 πράξη συστάσεως διηρημένων κατ’ ορόφους ιδιοκτησιών και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα, η ανωτέρω διηρημένη ιδιοκτησία ανήκε και περιλαμβανόταν στο υπό στοιχεία Ε-3 διαμέρισμα του πέμπτου υπέρ το ισόγειο ορόφου της ως άνω οικοδομής, μετά του οποίου θα αποτελούσε μία ενιαία και αυτοτελή διηρημένη ιδιοκτησία και θα χρησιμοποιείτο μονίμως, ως κατοικία του θυρωρού της πολυκατοικίας αυτής, για όσο χρόνο θα υπήρχε θυρωρός, άνευ ουδενός δικαιώματος των ιδιοκτητών αυτού, προς λήψη οιουδήποτε ανταλλάγματος. Ακολούθως, το ως άνω υπό στοιχεία Ε-3 διαμέρισμα συνενώθηκε με το υπό στοιχεία Ε-2 διαμέρισμα του αυτού ορόφου της ως άνω οικοδομής, τα οποία καταργήθηκαν και, αντ’ αυτών, δημιουργήθηκε, δυνάμει της υπ’ αριθμ ……./8-5-1967 τροποποιήσεως της υπ’ αριθμ. ……../1966 πράξης συστάσεως διηρημένων κατ’ ορόφους ιδιοκτησιών και κανονισμού πολυκατοικίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, το υπό στοιχεία Ε-2 διαμέρισμα, που καταλαμβάνει ολόκληρο τον πέμπτο όροφο της ως άνω πολυκατοικίας. Το εν λόγω διαμέρισμα, απέκτησε, εν συνεχεία, αιτία πωλήσεως, ο ενάγων, από την αληθή κυρία αυτού ………, τέως σύζυγο ………., δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……../17-4-1989 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., χωρίς στο εν λόγω συμβόλαιο να γίνεται οιαδήποτε αναφορά περί της ως άνω, υπό στοιχεία Κ-Θ διηρημένης ιδιοκτησίας, αναφέρεται, όμως ότι το ως άνω διαμέρισμα μεταβιβάζεται μετά των παραρτημάτων, παρακολουθημάτων και συστατικών αυτού. Ο ως άνω Κ-Θ χώρος του υπογείου δεν έχει κατά την προαναφερόμενη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας δικό του ποσοστό συνιδιοκτησίας επί του οικοπέδου, αλλά περιλαμβάνεται στα ποσοστά συνιδιοκτησίας του Ε2 διαμερίσματος επί του οικοπέδου, ήτοι στα 118/70/οοο, που αντιστοιχούν σε 55,14 τ.μ. και ως εκ τούτου αποτελεί συστατικό στοιχείο κατά την έννοια των άρθρων 953 και 954 του Α.Κ. του Ε-2 διαμερίσματος, που απέκτησε, κατά τα προαναφερόμενα, αιτία πωλήσεως, ο ενάγων. Ακολούθως και δεδομένου ότι από το έτος 1982 έπαυσε να απασχολείται θυρωρός στην ως άνω πολυκατοικία, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ………/17-1-1994 προσυμφώνου πωλήσεως οριζόντιας ιδιοκτησίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που καταρτίσθηκε μεταξύ της ………….και της εναγομένης, η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στην τελευταία την προαναφερόμενη υπό στοιχεία Κ-Θ διηρημένη ιδιοκτησία, το δε οριστικό συμβόλαιο της αγοραπωλησίας συμφωνήθηκε να συνταχθεί και να υπογράφει ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου ή του νομίμου αναπληρωτή της, εφόσον και όταν προηγουμένως έχει ρυθμιστεί και έχει γίνει τροποποίηση της συστάσεως της οριζοντίου ιδιοκτησίας, που αφορά την πωλούμενη οριζόντια ιδιοκτησία ή και οποτεδήποτε νωρίτερα ήθελε η αγοράστρια, αφού προσκαλούσε την πωλήτρια πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν την ημερομηνία υπογραφής.
Από το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1994 η εναγόμενη παρακρατεί τον επίδικο ακίνητο. Πλην, όμως η υπό στοιχεία Κ-Θ ως άνω διηρημένη ιδιοκτησία, ως συστατικό του υπό στοιχεία Ε-3 (μετέπειτα Ε-2) διαμερίσματος, όπως προαναφέρθηκε, δεν μπορεί, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 953 Α.Κ. σε συνδυασμό με εκείνες που αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα πρόταση, να είναι αντικείμενο κυριότητας ή άλλου εμπραγμάτου δικαιώματος και ως εκ τούτου δια του ως άνω προσυμφώνου η εναγόμενη δεν απέκτησε δικαίωμα απόκτησης κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου, αλλά ούτε και άλλο δικαίωμα. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων κύριος του επιδίκου ακινήτου είναι ο ενάγων και την κυριότητα αυτού απέκτησε παραγώγως δυνάμει του προαναφερόμενου υπ’ αριθμ. υπ’ αριθμ. …./17-4-1989 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών . ……….., που μεταγράφηκε νόμιμα. Η ένσταση της εναγομένης ότι η ένδικη αξίωση του ενάγοντος έχει παραγραφεί, κατ’ άρθρ. 249 Α.Κ., είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, καθόσον από την κατάληψη του επιδίκου (Φεβρουάριος του 1994) από την εναγόμενη μέχρι την άσκηση ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κατά τα συνομολογούμενα από τους διαδίκους, την 14-12-2011, της από 29-4- 2011 και υπ’αριθμ. εκθ, καταθ. ………./2011 διεκδικητικής αγωγής κατ’αυτής από τον εναγόμενο, η οποία απορρίφθηκε ως αόριστη με την υπ’αριθμ.293/2016 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, δεν παρήλθε εικοσαετία. Επίσης η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής για το λόγο ότι ο ενάγων ουδέποτε προέβαλε δικαίωμα κυριότητας επί του επιδίκου ακινήτου σε γενική συνέλευση των συνιδιοκτητών της πολυκατοικίας, καθώς και μετά την παράδοση αυτού, κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1994, από τη ………… σ’ αυτή, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον και αληθή υποτιθέμενα τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, δεν συνιστούν την άσκηση του ενδίκου δικαιώματος καταχρηστική. Κατά συνέπειαν πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να αναγνωρισθεί ο ενάγων κύριος του επιδίκου ακινήτου, να διαταχθεί η απόδοση τούτου σ’ αυτόν, να επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ. 176, 183, 191παρ.2 Κ. Πολ.Δ.), και να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβολών, που κατατέθηκαν, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθμ. 314/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Διακρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 15-5-2017 και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………../2017 αγωγής.
Δέχεται την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι ο ενάγων είναι κύριος του υπό στοιχεία ΚΑΠΑ- ΘΗΤΑ (Κ-Θ) ημιυπόγειου χώρου (διηρημένης ιδιοκτησίας), μίας πολυωρόφου οικοδομής, που βρίσκεται στον Πειραιά και επί της οδού …….. και ………., επιφάνειας 45 τ.μ, ο οποίος εμφαίνεται με τον αριθμό 9 στο από Ιουλίου 1965 σχεδιάγραμμα και συνορεύει ανατολικά με το χώρο του υποσταθμού της ΔΕΗ και εν μέρει με την οδό …………., δυτικά με το γκαράζ, αρκτικώς με την οδό …….., με το χώρο του υποσταθμού της ΔΕΗ, εν μέρει με κοινόχρηστο διάδρομο και εν μέρει με χώρο γκαράζ, και αποτελεί μία ενιαία και αυτοτελή διηρημένη ιδιοκτησία με το υπό στοιχεία Ε-2 διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου, που επίσης είναι κύριος.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να αποδώσει στον ενάγοντα τον υπό στοιχεία Κ-Θ ημιυπόγειο χώρο, όπως αυτός περιγράφεται στην αμέσως παραπάνω αναγνωριστική διάταξη της παρούσας.
Διατάσσει την εισαγωγή των παραβολών, που κατατέθηκαν, στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει εις βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε οκτακόσια (800) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 24 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ