Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 200/2021

Αριθμός     200/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  E.T.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας ……………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Μάριο-Παναγιώτη Σκούρα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. και 2) ………., οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο της δικηγόρο.

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  6.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 880/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ήδη εκκαλούσα με την από    29.8.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ……./2018) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις με αριθμ. ……./12-10-2018 και ……../12-10-2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, διορισμένης στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………, που προσκομίζει νόμιμα με επίκληση η εκκαλούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό κρίση από 29-08-2018 έφεσης, η οποία κατατέθηκε στις 31 Αυγούστου 2018 στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με γεν. αριθμ. καταθ. ……../2018 και ειδ. αριθμ. καταθ. ……./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού στις 3 Σεπτεμβρίου 2018 με γεν. αριθμ. καταθ. ………/2018 και ειδ. αριθμ. καταθ. ……../2018, κατά της με αριθμό 880/16-02-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο εκδίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ (άρθρα 632§2 εδ. β΄ και 937§3 ΚΠολΔ), με σχετική πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εφεσίβλητους. Οι τελευταίοι, όμως, δεν εμφανίστηκαν στη δικάσιμο αυτή, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, και, συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτοί παρόντες (άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α΄ ΚΠολΔ, βλ. σχετ. ΑΠ 12/2011, ΕφΠειρ 153/2011, δημ. στη NOMOS).

Η υπό κρίση παραπάνω έφεση, κατά της με αριθμό 880/16-02-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 19/01/2018, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591§1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 632§2 και 937§3 ΚΠολΔ επί της από 06-11-2017, με γεν. αριθμ. καταθ. ……../07-11-2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. ……/07-11-2017 ανακοπής των εφεσίβλητων εναντίον της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………..” και κατά της υπ’ αριθμ. ……/2017 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής από 12-10-2017 επιταγής προς εκτέλεση, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την εκκαλούσα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 144, 495§§1 και 2, 511, 513§1 εδ. β΄, 516§1, 517, 518§2 και 520§1 του ΚΠολΔ, εφόσον κανείς δεν επικαλείται ούτε προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης. Η έφεση αυτή ασκείται από την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “……………”. Η εταιρεία αυτή, ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ασκεί την έφεση ως εντολοδόχος και ειδική πληρεξούσια της εταιρείας με την επωνυμία “……………”, η οποία κατέστη διάδοχος της καθής η ανακοπή, ύστερα από μεταβίβαση προς αυτήν της ένδικης απαίτησής της κατά του ανακόπτοντος με βάση την από 13 Μαρτίου 2018 σύμβαση  πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του ενεχυροφυλακείου Αθηνών,  σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 4354/2015. Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 2§4 του ίδιου ν. 4354/2015, η εκκαλούσα νομιμοποιείται, ως μη δικαιούχος διάδικος, στην άσκηση της κρινόμενης έφεσης, το δεδικασμένο της απόφασης επί της οποίας θα ισχύει υπέρ και κατά της εταιρείας με την επωνυμία “………..”. Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495§3 περ. Α΄ υποπερ. β΄ του Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια πιο πάνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533§1 του ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες με την υπό κρίση από 06-11-2017, με γεν. αριθμ. καταθ. ……./07-11-2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. ………/07-11-2017 ανακοπή τους, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζητούσαν να ακυρωθούν, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους α)η με αριθμ. ……./2017 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθής η ανακοπή, για απαίτηση που πηγάζει από την αναφερόμενη σ’ αυτήν σύμβαση παροχής ανοιχτού επιχειρηματικού δανείου, ποσό 171.606,77 ευρώ και β)η κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής από 12-10-2017 επιταγή προς εκτέλεση. Επί της ανακοπής αυτής, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 19-01-2018, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591§1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 632§2 και 937§3 ΚΠολΔ, εκδόθηκε, στις 16-02-2018, η εκκαλούμενη με αριθμό 880/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία δέχτηκε την ανακοπή και ακύρωσε την παραπάνω διαταγή πληρωμής και την κάτω από αυτή επιταγή προς πληρωμή, συμψηφίζοντας τα σχετικά δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της παραπάνω οριστικής απόφασης η προαναφερθείσα εταιρεία με την επωνυμία “……………..” (ήδη εκκαλούσα) άσκησε την κρινόμενη έφεση, με την οποία παραπονείται για τους αναφερόμενους ειδικότερα στην έφεσή της λόγους, που συνοψίζονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητά δε να γίνει καθ’ ολοκληρία δεκτή η έφεσή της, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ν’ απορριφθούν οι σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο ανακοπές των εφεσιβλήτων, ώστε να επικυρωθεί η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και να καταδικαστούν οι ανακόπτοντες στα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κατά το άρθρο 623 ΚΠολΔ, μπορεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 636, να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον πρόκειται για ιδιωτικού δικαίου διαφορά και η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο (βλ. και ΑΠ 1071/2017 δημ. στην τρ. νομ. πληρ. ΝΟΜΟΣ). Η απαίτηση, που μπορεί να αποδεικνύεται και από συνδυασμό περισσότερων τέτοιων εγγράφων, πρέπει, κατά το άρθρ. 624§1 του ίδιου κώδικα, να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων. Κατά την §2 δε του άρθρου 626 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν. 4335/2015, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α)όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117 και το άρθρο 119§1 του κώδικα αυτού, β)αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ)την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την §3 του ίδιου άρθρου στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216§1 περ. α΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από την άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 1071/2017 οπ.παρ., ΑΠ 330/2012, ΑΠ 15/2007) και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 1349/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1632/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ). Επιτρεπτά συμφωνείται δε ότι η οφειλή του πιστούχου στην πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας. Σε περίπτωση δε μηχανογραφικώς τηρούμενων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει η τράπεζα προς απόδειξη του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της και επομένως στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειάς του από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται περί αντιγράφου (ΑΠ 370/2012, ΑΠ 925/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ). Με τον όρο απαίτηση νοείται, όχι μόνο το οφειλόμενο στο δανειστή ποσό, αλλά και η ιστορική και νομική βάση στις οποίες θεμελιώνεται η αξίωση προς παροχή του ποσού αυτού χρημάτων ή χρεογράφων. Η απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και όταν μπορεί να καθορισθεί κατά ποσό με απλό αριθμητικό υπολογισμό ή σύμφωνα με τα περιλαμβανόμενα στον τίτλο στοιχεία, όπως είναι ο υπολογισμός των τόκων, των οποίων η έναρξη και το ποσοστό ορίζεται από τον τίτλο ή από το νόμο (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 1349/2013). Εάν η απαίτηση ή το ποσό της δεν αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής οφείλει, κατ’ άρθρο 628 ΚΠολΔ, να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής, εάν δε, παρά την έλλειψη της διαδικαστικής αυτής προϋπόθεσης, εκδοθεί διαταγή πληρωμής, τότε αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη, κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Η ακύρωση της διαταγής πληρωμής για το λόγο αυτόν απαγγέλλεται λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου, ανεξαρτήτως της ύπαρξης και της δυνατότητας απόδειξης της απαίτησης με άλλα αποδεικτικά μέσα. Στην περίπτωση αυτή αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου, που δικάζει την ανακοπή, δεν καθίσταται το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται, άνευ ετέρου, η διαταγή πληρωμής. Η ύπαρξη της απαίτησης δεν αποτελεί στην περίπτωση αυτή προδικαστικό ζήτημα για την παραδοχή της ανακοπής, και ως εκ τούτου δεν ερευνάται παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο της ανακοπής. Εξ αυτού παρέπεται ότι η απόφαση που δέχεται την ανακοπή, επειδή δεν συντρέχει η διαδικαστική προϋπόθεση της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης προς έκδοση διαταγής πληρωμής, δημιουργεί δεδικασμένο, που περιορίζεται μόνο στο δικονομικό ζήτημα του κύρους και της ισχύος ή μη της διαταγής πληρωμής και δεν εκτείνεται στην ύπαρξη και το μέγεθος της απαίτησης (ΟλΑΠ 43/2005, ΟλΑΠ 10/1997, ΑΠ 1632/2013, ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 713/2012, ΑΠ 933/2011, ΕΑ 289/2012, ΕΑ 1503/2010 δημοσιευμένες στην τρ. νομ. πληρ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 443 Κ.Πολ.Δ. για να έχει αποδεικτική δύναμη ιδιωτικό έγγραφο πρέπει να έχει την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη, ως εκδότης δε, κατά την έννοια του άρθρου αυτού, θεωρείται εκείνος ο οποίος αναλαμβάνει υποχρεώσεις από το έγγραφο. Κατά το άρθρο δε 447 του ίδιου κώδικα, το ιδιωτικό έγγραφο αποτελεί απόδειξη υπέρ του εκδότη μόνο αν το προσκόμισε ο αντίδικος ή αν πρόκειται για τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο 444 ΚΠολΔ (ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 1480/2007, ΕΑ 289/2012 δημοσιευμ. ΝΟΜΟΣ). Όμως, η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί και με το συνδυασμό περισσοτέρων εγγράφων, εφόσον με αυτά αποδεικνύεται η χρηματική απαίτηση (ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 933/2011 Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1305/2009).

Περαιτέρω, η κατά τη διαδικασία των άρθρων 624 και 636 του ΚΠολΔ εκδιδόμενη διαταγή πληρωμής αποτελεί, σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2 ε΄ του ΚΠολΔ, τίτλο εκτελεστό. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθού η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 του ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής) και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθού η ανακοπή ενστάσεις, εφόσον αυτή (διαταγή πληρωμής) δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632§1 και 633§2 του ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που τυχόν ασκήθηκε. Η απόσβεση της απαίτησης που επήλθε μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής μπορεί να προταθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ στο πλαίσιο της αναγκαστικής εκτέλεσης που τυχόν επισπεύδεται με βάση τη διαταγή πληρωμής (ΑΠ 1366/2008, ΑΠ 667/2007 δημ. ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανακοπή αυτή, έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 10/1997 Δ/νη 38.768, ΑΠ 792/2015, ΕΑ 547/2008, ΕφΠειρ 322/2004 δημ. ΝΟΜΟΣ). Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632§1 ή 633§2 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, του άρθρου 632§1 του ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δυο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία (ΑΠ 337/2006, ΕΑ 547/2008 Δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 610/2005 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΠειρ 322/2004 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Σε περίπτωση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία εκδόθηκε με βάση έγκυρη ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα αυτά με την ανακοπή κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, στην περίπτωση δε αυτή φέρει και το βάρος των σχετικών αντίθετων ισχυρισμών του, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 916/2002 δημοσιευμ. ΝΟΜΟΣ). Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ’ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 2210/2013 δημοσιευμ. ΝΟΜΟΣ), δεδομένου ότι, κατά την αληθή έννοια της διατάξεως του άρθρου 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 333/2019, ΑΠ 1349/2013 δημοσιευμ. ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, αν η ευδοκίμηση του σχετικού λόγου της ανακοπής (ένστασης) επάγεται μερική μόνο κατάλυση της οφειλής, ανάλογο θα είναι και το αποτέλεσμα ως προς την ανακοπείσα διαταγή πληρωμής, δηλαδή μερική θα είναι και η ακύρωση της τελευταίας. Ενόψει όλων αυτών, επί διαταγής πληρωμής, που εκδόθηκε κατόπιν αίτησης τράπεζας με βάση σύμβαση πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, συναφθείσα μεταξύ αυτής και του καθού η διαταγή (δανειολήπτη), ο οποίος με ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ προβάλλει ότι η δανειακή σύμβαση πάσχει ως προς ένα ή περισσότερους γενικούς όρους συναλλαγών (ΓΟΣ) από ακυρότητα λόγω καταχρηστικότητας, η ευδοκίμηση, εν όλω ή εν μέρει, του λόγου της, ο οποίος στηρίζεται στην προαναφερόμενη ένσταση, επιφέρει μόνο τη μερική ακύρωσή της και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ή των ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΑΠ 196/ 2020,  ΑΠ 105/2019, ΑΠ 753/1995 δημοσιευμ. ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικά, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο ΝΟΜΟΣ ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της έφεσης και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών, τους οποίους ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών προβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1481/2013, ΑΠ 1778/2011, ΕΑ 4924/2012, ΕφΘεσ 496/2011 δημοσιευμ. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς και οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που επέχουν γενικά θέση ιστορικής βάσης της αγωγής, εφόσον απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα ανακόπτοντα μόνο με λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως παράπονο κατ’ αυτής, και όχι με τις κατ’ έφεση προτάσεις του (ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 13/2010 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 599/2011 ΤΝΠ ΔΣΑθ, ΕφΔωδ 66/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, κατόπιν της από 8 Σεπτεμβρίου 2017 αίτησης της καθής η ανακοπή, που ενεργούσε για τις απαιτήσεις της πρώην “………………”, ως καθολική διάδοχος αυτής, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68§2 και 78 του κ.ν. 2190/1920 περί ανωνύμων εταιριών, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμ. ………./2017 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν στην καθής η ανακοπή, για απαίτηση που πηγάζει από την αναφερόμενη σ’ αυτήν σύμβαση παροχής ανοιχτού επιχειρηματικού δανείου, ποσό 171.606,77 ευρώ που αντιστοιχεί στο χρεωστικό κατάλοιπο των κλεισθέντων οριστικά την 21/10/2016 υπ’ αριθμ. ……, ……… και ………… λογαριασμών, που τηρήθηκαν σχετικά, εντόκως με το κατά την πιο πάνω σύμβαση ανώτατο όριο υπερημερίας, από την επομένη της ημερομηνίας της επίδοσης σ’ αυτούς της σχετικής εξώδικης δήλωσης καταγγελίας και πρόσκλησης, δηλαδή από τις 23/02/2017 και μέχρι ολοσχερούς εξόφλησης, καθώς και 3.533 ευρώ για δικαστική δαπάνη έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής. Αντίγραφο δε από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με την από 12/10/2017 επιταγή προς πληρωμή, κοινοποίησε η καθής στους ανακόπτοντες, στις 17/10/2017, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθμ. ……./17-10-2017 και ………/17-10-2017 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………, που προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα, επιτάσσοντας αυτούς να καταβάλουν σε αυτήν συνολικά το ποσό των 175.639,77 ευρώ, εντόκως από την επομένη της επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή μέχρι εξόφλησης, πλην του κονδυλίων των τόκων.

Κατά της παραπάνω διαταγής πληρωμής και επιταγής προς πληρωμή οι εφεσίβλητοι άσκησαν την από 06-11-2017, με γεν. αριθμ. καταθ. ………../07-11-2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. ………./07-11-2017 ανακοπή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους. Στο δικόγραφο αυτό παραδεκτώς σωρεύονται (άρθρο 218 ΚΠολΔ), αφού, μετά τις τροποποιήσεις που επέφεραν τα άρθρα 14 και 19 του ν. 4055/2012, προβλέπεται για την εκδίκαση των ανακοπών αυτών η ίδια διαδικασία α)η ανακοπή του άρθρου 632 του ΚΠολΔ, με την οποία πλήττεται η διαταγή πληρωμής και έχει ως αίτημα την ακύρωση αυτής ως εκτελεστού τίτλου, και β)η ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, η οποία βάλλει κατά της προσβαλλόμενης πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης, δηλαδή της από 12/10/2017 επιταγής προς πληρωμή κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής και έχει ως αίτημα την ακύρωση της πράξης αυτής, ασκήθηκε νόμιμα κατ’ άρθρο 934§1 του ΚΠολΔ, εφόσον δεν αποδεικνύεται ότι έχει λάβει χώρα άλλη πράξη εκτέλεσης, οι ανακόπτοντες δε έχουν έννομο συμφέρον τόσο για την ακύρωση της διαταγής πληρωμής, όσο και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους (ΑΠ 337/2006 ΕλλΔνη 47.779). Επί της ανακοπής αυτής, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 19-01-2018, κατ’ αντιμωλία των διαδίκων, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591§1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 632§2 και 937§3 ΚΠολΔ, εκδόθηκε, η εκκαλούμενη με αριθμό 880/16-02-2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η οποία δέχτηκε την ανακοπή και ακύρωσε την παραπάνω διαταγή πληρωμής και την κάτω από αυτή επιταγή προς πληρωμή, συμψηφίζοντας τα σχετικά δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

Όλοι οι λόγοι της ένδικης ανακοπής είναι κοινοί και κατά των δυο  προσβαλλόμενων πράξεων. Με το δεύτερο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες εκθέτουν, μεταξύ άλλων, ότι η εκτελούμενη απαίτηση περιέχει τόκους ανώτερους των νομίμων, επειδή υπολογίστηκαν με βάση έτος 360 ημερών αντί 365 ημερών επί του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί η οφειλή των ανακοπτόντων με αθέμιτους τόκους, πέραν των νομίμων και να καθίσταται αδύνατη η έγγραφη απόδειξη του συνόλου του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ο λόγος αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας γιατί πλήττει το λογιστικό υπόλοιπο της επιδικασθείσας απαίτησης, εφόσον δεν προσδιορίζεται κατά ποιο ποσό επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση εξ αιτίας του υπολογισμού αυτού. Όπως εκτέθηκε αναλυτικά παραπάνω στη μείζονα σκέψη, ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, χωρίς να πλήττει αυτήν στο σύνολό της. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι απορριπτέος και ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 3§1 του ν. 2842/2000, περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ, «οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις, κατά την έννοια του άρθρου 1 του κανονισμού 1103/97, αντικαθίστανται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνεται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών, προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360. Το ίδιο εφαρμόζεται ως προς τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, κατόπιν της πράξης 30/14-2000 (ΦΕΚ Α` 43/00) του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, κατά την οποία, το συνολικό ποσό της υποχρεωτικής κατάθεσης κάθε πιστωτικού ιδρύματος θα τηρείται εντόκως…» Οι τόκοι λογίζονται με βάση το έτος 360 ημερών. Και ναι μεν με την ΚΥΑ ΦΙ- 983/7.21.3.1991 άρθρο 14 εδ, δ` (ΦΕΚ Β` 172/91), όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 α` της ΚΥΑ ΖΙ-17818/13.2.9/32001 (ΦΕΚ Β` 255/2001), οι οποίες εκδόθηκαν προς εναρμόνιση της εθνικής νομοθεσίας με την κοινοτική οδηγία 87/103/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 90/88/ΕΟΚ και τη σύσταση 97/489 της επιτροπής της ΕΕ, καθιερώνεται διάρκεια έτους 365 ημερών, 52 εβδομάδων και ίσων μ` αυτές 12 μηνών στην καταναλωτική πίστη (βλ. ΑΠ 430/2005), πλην όμως η ρύθμιση αυτή αφορά τις συναλλαγές που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και κατόχου πιστωτικής κάρτας (ΑΠ 1331/2012, Εφετ. Πατρ. 273/2019, ΕΑ 1159/2012 δημοσιευμεν. ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, κατά παραδοχή του παραπάνω λόγου, δέχτηκε την ανακοπή και  ακύρωσε τη διαταγή πληρωμής και την κάτω από εκτελεστό αντίγραφο αυτής επιταγή προς πληρωμή, έσφαλε κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου και πρέπει, κατά παραδοχή ως βασίμων των σχετικών λόγων (πρώτου και δεύτερου) της έφεσης, να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθούν περαιτέρω, κατά την ίδια πιο πάνω προσήκουσα ειδική διαδικασία των άρθρων 643, 649, 650 και 591§1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 632§2 και 937§3 ΚΠολΔ, οι σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο ανακοπές, οι οποίες είναι τυπικά δεκτές, και ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους (άρθρο 535§1 ΚΠολΔ).

Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η αίτηση για έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής είναι αόριστη διότι δεν περιλαμβάνονται σε αυτή τα αναγκαία κατά νόμο για την πληρότητά της στοιχεία. Ότι ειδικότερα από το περιεχόμενο της αίτησης και των σχετικών εγγράφων που προσκομίστηκαν προς υποστήριξη αυτής δεν προκύπτει το αιτούμενο με αυτήν ποσό των 171.606,77 ευρώ, αλλά οφειλόμενο ποσό εκ 112.545,42 ευρώ.  Επιπλέον, ότι στα προσκομιζόμενα για την έκδοσή της έγγραφα, μεταξύ των οποίων και η εξώδικη καταγγελία της σύμβασης, άλλοτε γίνεται αναφορά σε ένα λογαριασμό, που εξυπηρετούσε την πίστωση, και άλλοτε σε τρεις, γεγονός που καθιστά δύσκολο για τους ανακόπτοντες να κατανοήσουν τον τρόπο που η καθής παρακολουθούσε λογιστικά την εξέλιξη της σύμβασης, αλλά και να ελέγξουν το κύρος της καταγγελίας με δεδομένη τη μη αναφορά του ακριβούς ποσού το οποίο κατέστη ληξιπρόθεσμο με την επίδοση της καταγγελίας μόνο ενός από τους λογαριασμούς και όχι και των τριών. Ότι για το λόγο αυτό τυγχάνουν ακυρωτέες τόσο η εκδοθείσα επ’ αυτής διαταγή πληρωμής όσο και η κάτωθι αυτής ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή. Ο λόγος, όμως, αυτός είχε ήδη απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση και δεν επαναφέρεται από τους ανακόπτοντες που δεν άσκησαν έφεση και ερημοδικούν.

Στο δεύτερο λόγο της ανακοπής, εκτός όσων εκτέθηκαν και κρίθηκαν αβάσιμα παραπάνω, οι ανακόπτοντες εκθέτουν, έστω και αόριστα, χωρίς την αναφορά συγκεκριμένου ύψους, ότι το συμφωνημένο επιτόκιο της ένδικης πίστωσης υπερέβαινε το  ανώτατο όριο του δικαιοπρακτικού. Με το άρθρο 1 ν. 1266/1982 καταργήθηκε η Νομισματική Επιτροπή, η οποία με βάση την εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί από το άρθρο 2§3 του ν.δ. 588/1948 “περί ελέγχου πίστεως”, καθόριζε με απόφασή της (ΝΕ) τα “τραπεζικά επιτόκια” και παράλληλα ορίσθηκε ότι οι αρμοδιότητές της μεταβιβάσθηκαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (ΠΔ/ΤΕ) καθορίζονταν τα “τραπεζικά επιτόκια”, τα επιτόκια, δηλαδή, που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή συναλλαγές. Ο Διοικητής ειδικότερα καθόριζε το ελάχιστο και το ανώτατο όριο των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήσαν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήσαν, και πολλές φορές συνέβαινε αυτό, ανώτερα των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων, δηλαδή των επιτοκίων των λοιπών, πλην των τραπεζικών συναλλαγών, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω νομοθετική εξουσιοδότηση, και “κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου…”. Μέχρι τον Ιανουάριο 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτερο όριο υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ. 548/1948 τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήσαν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. Το 1987, με στόχο την, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω, αλλά και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την άνω πράξη μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών. Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο τραπεζικό επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων. Ειδικότερα, με την από 28 Ιανουαρίου 1994 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: “… Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ` άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν”. Η πράξη αυτή του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη “επιτοκίων χορηγήσεων”, πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα “χορηγήσεων” αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη “χορηγήσεις” υποδηλώνει σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα επιτόκια που ισχύουν στις χορηγήσεις της καταναλωτικής πίστης (κάρτες, καταναλωτικά δάνεια κ.τ.λ.), τα οποία λόγω της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν αυτά τα δάνεια (χορήγηση χωρίς πρόσθετες εξασφαλίσεις, μεγάλες επισφάλειες, απασχόληση μεγάλου αριθμού υπαλλήλων κλπ), διαμορφώθηκαν από όλες τις τράπεζες σε ύψος μεγαλύτερο από τα εξωτραπεζικά (δικαιοπρακτικά) επιτόκια. Κατά συνέπεια, με σειρά πράξεων του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος επήλθε ουσιαστικά απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων, οπότε η επέμβαση του νομοθέτη ως προς τον καθορισμό ανώτατου ορίου περιορίζεται στη ρύθμιση των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) μόνο επιτοκίων, σύμφωνα με τα άρθρα 293 – 295 ΑΚ. Ο προσδιορισμός των επιτοκίων αυτών γινόταν αρχικά, κατά τη νομοθετική εξουσιοδότηση που είχε παρασχεθεί με το άρθρο 109§1 του ΕισΝΑΚ, με βασιλικό διάταγμα, εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας, και στη συνέχεια, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 5 του ν. 876/1979, με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ). Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών με το β.δ. 21/21.8.1946 το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979 και έκτοτε αναπροσαρμόζονται κάθε φορά, ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, από τις εκδιδόμενες ΠΥΣ, σε πολλές από τις οποίες ορίζεται ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) και τα τραπεζικά επιτόκια αποτελούσαν ανέκαθεν δυο διακριτά μεταξύ τους και μάλιστα μη συγκρίσιμα μεγέθη, που δεν επικαλύπτονται από άποψη πεδίου εφαρμογής, υποκείμενα σε απολύτως μη επικαλυπτόμενες ρυθμίσεις, αφού καθεμιά κατηγορία ρυθμίζεται από διαφορετικά όργανα με διαφορετική νομοθετική εξουσιοδότηση, τα δε τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, τις διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας, αλλά και τη στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους και χωρίς οι τράπεζες, κατά τον καθορισμό τους, να δεσμεύονται από το ύψος των δικαιοπρακτικών (εξωτραπεζικών) επιτοκίων (ΑΠ 2037/2014). Ενόψει αυτών, συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, που καταρτίσθηκαν μετά την απελευθέρωσή τους και με τις οποίες συνομολογείται επιτόκιο, που τυχόν, κατά περίπτωση, υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι εκ μόνου του λόγου αυτού αθέμιτες (ΑΠ 994/2018, ΑΠ 370/2012, ΑΠ 652/2010, ΑΠ 1219/2001). Κατά συνέπεια, με βάση την αρχή του απαραβιάστου των συμβάσεων (pacta sunt servanda), η σχετική συμφωνία, παραμένει για τα συμβαλλόμενα μέρη έγκυρη και δεσμευτική κατά το υπερβάλλον ποσοστό του συμφωνηθέντος τραπεζικού επιτοκίου, ελεγχόμενη, ενδεχομένως, εάν συντρέχουν οι νόμιμες προς τούτο προϋποθέσεις και γίνει σχετική επίκληση αυτών, στο πλαίσιο των γενικών ρητρών του ΑΚ (άρθ. 281, 388), καθώς και του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 “προστασία καταναλωτή” και όχι διότι αυτό, δηλαδή το συμβατικά καθορισθέν, σταθερό ή κυμαινόμενο, τραπεζικό επιτόκιο, υπερβαίνει απλώς και μόνο τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια (ΑΠ 994/2018, ΑΠ 756/2015, 370/2012). Γιαυτό κι ενόψει του ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν γίνεται επίκληση των αμέσως παραπάνω γενικών ρητρών, και ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η δεύτερη ανακόπτουσα, η οποία φέρεται ως εγγυήτρια στην ένδικη σύμβαση πίστωσης, δεν δεσμεύεται απ’ τη σύμβαση αυτή γιατί δεν αντιλήφθηκε τους όρους της σύμβασης και ιδίως αυτόν της παραίτησής της από την ένσταση της διζήσεως διότι κατά τη σύναψή της δεν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσής της, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2251/1994, δεν υπέγραψε το έγγραφο της σύμβασης και, τέλος, από υπαιτιότητα της ίδιας της δανείστριας κατέστη αδύνατη η ικανοποίησή της από τον πρωτοφειλέτη καθώς δεν επιδίωξε την ικανοποίησή της κατά το χρόνο που ο τελευταίος ασκούσε την εμπορία και διέθετε μεγαλύτερο εισόδημα από όσο κατά το χρόνο της καταγγελίας, κατά τον οποίο ήταν πλέον συνταξιούχος.

Σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1§4 του ν. 2251/1994, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ. 5 του ν. 3587/2007 ΦΕΚ Α 152/10.7.2007), καταναλωτής είναι «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα)κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ)κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του». Η θεσπισθείσα με τον παραπάνω νόμο έννοια του καταναλωτή διεύρυνε τον κύκλο των προσώπων στα οποία παρέχεται η προβλεπόμενη από αυτόν προστασία, σε σχέση με τον κύκλο αυτών στα οποία αφορά η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5-4-1993, σε εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε, και στα οποία παρείχε προστασία και ο προϊσχύσας ν. 1961/1991. Τούτο, δε, διότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. β’ της προαναφερόμενης Οδηγίας «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες», ενώ σύμφωνα με την αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 2§2 του προϊσχύσαντος νόμου 1961/1991 «καταναλωτής είναι κάθε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακινήτων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών».  Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του ν. 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης αυτών. Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Η παραπάνω έννοια του καταναλωτή, κατά το ν. 2251/1994, αποσκοπεί, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεσή του, στη διεύρυνση του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των προστατευτικών κανόνων αυτού, διότι οι ορισμοί του προϊσχύσαντος ν. 1961/1991, που περιόριζαν την έννοια του καταναλωτή σ’ αυτόν που αποκτά προϊόντα ή υπηρεσίες για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών, απέκλειαν ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών. Η διεύρυνση δε αυτή δεν είναι αντίθετη προς την παραπάνω Οδηγία, δεδομένου ότι το άρθρο 8 αυτής, που ορίζει ότι «Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνες προς τη συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή» επιτρέπει στον εθνικό νομοθέτη τη διεύρυνση της έννοιας του καταναλωτή και πάντως δεν απαγορεύει σ’ αυτόν τη θέσπιση όμοιας προστασίας κατά των καταχρηστικών Γ.Ο.Σ. και υπέρ προσώπων που δεν είναι καταναλωτές κατά την έννοια του άρθρου 2β της άνω Οδηγίας.  Έτσι, από το γεγονός ότι ο κοινοτικός νομοθέτης επέλεξε έναν στενότερο ορισμό του καταναλωτή στην παραπάνω, ελάχιστης εναρμόνισης, Οδηγία, δεν παραμερίζεται ο ευρύτερος ορισμός της εγχώριας ρύθμισης, αφού πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να διατυπώσει με τη συγκεκριμένη οδηγία κατώτατους όρους προστασίας. Περαιτέρω, στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως ως προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των Γ.Ο.Σ. τραπεζών.  Δεδομένης, όμως, της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους, πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι, από την ευρεία, όπως πιο πάνω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 1§4 περ. α΄ του ν. 2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου, οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό τους αποδέκτη, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους, αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους. Υπό την εκδοχή αυτή, οι ως άνω τραπεζικές υπηρεσίες είναι παροχές προς τελικούς αποδέκτες, ακόμη και όταν αυτοί είναι έμποροι ή επαγγελματίες και χρησιμοποιούν αυτές για την ικανοποίηση επιχειρηματικών ή επαγγελματικών τους αναγκών, αναλισκόμενες αμέσως από τους ίδιους στο πλαίσιο τραπεζικής συναλλαγής και όχι ενδιάμεσης προς περαιτέρω μεταβίβασή τους. Έτσι, υπάγονται στην προστασία του ν. 2251/1994, όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του ν. 2251/1994 με το ν. 3587/2007, δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δε δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1§4 περιπ. ββ’ του ίδιου παραπάνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1§5 του ν. 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητά στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Ενόψει των ως άνω εκτεθέντων, ο δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου θεωρείται τελικός αποδέκτης των πιστωτικών υπηρεσιών της τράπεζας και συνεπώς και καταναλωτής υπό την έννοια του άρθρου 1§4 περ. α’ του ν. 2251/1994, ενώ και ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης (ΟλΑΠ 13/2015 ΧρΙΔ 2015.675, που αφορά την προϊσχύσασα μορφή της διάταξης, δηλαδή πριν την αντικατάστασή της με το άρθρο 1§5 του ν. 3587/2007, ΕφΘεσσαλ 1224/2017 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ).

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η δεύτερη ανακόπτουσα, με την ιδιότητα της εγγυήτριας υπάγεται στην προστασία του ν. 2251/1994. Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της ένδικης από 18 Ιανουαρίου 2007 ένδικης σύμβασης χορήγησης πίστωσης, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, η δεύτερη ανακόπτουσα την έχει υπογράψει. Στον όρο 14 αυτής περιέχεται σαφής αναφορά περί παραίτησης της εγγυήτριας από το ευεργέτημα της διζήσεως (η έννοια της οποίας επεξηγείται μάλιστα στο κείμενο του όρου), όπως και από τις ενστάσεις των άρθρων 862, 863, 864, 866, 867, 868 και 869 του ΑΚ. Η συμφωνία, με την οποία η εγγυήτρια αποδέχθηκε να καταβάλει την απαίτηση και πριν η δανείστρια επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτου, είναι έγκυρη και δεν απαγορεύεται από τον νόμο, στα πλαίσια της από το άρθρο 361 Α.Κ. συμβατικής ελευθερίας (ΑΠ 1886/2014 δημοσιευμ. ΝΟΜΟΣ). Οι όροι αυτοί της δανειακής σύμβασης δεν είναι αδιαφανείς ώστε να αντίκεινται  στις διατάξεις του νόμου περί προστασίας του καταναλωτή, καθώς με την αποδοχή τους είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι παραιτείται από ευεργετήματα που του παρέχει ο νόμος. Πολύ περισσότερο στην προκειμένη περίπτωση, κατά την οποία είναι διατυπωμένοι με σαφήνεια στη σύμβαση με την ίδια γραμματοσειρά του όλου κειμένου και με επεξήγηση της έννοιας της διζήσεως και η εγγυήτρια, σε κάθε περίπτωση, είχε όλη τη δυνατότητα  να ενημερωθεί  από τον πρωτοφειλέτη που είναι σύζυγός της ή το νομικό της παραστάτη. Εξάλλου, η μη καταγγελία της σύμβασης από μέρους της δανείστριας κατά το διάστημα που ο πρωτοφειλέτης ασκούσε την εμπορία και είχε κατά τεκμήριο μεγαλύτερο εισόδημα από το χρόνο της καταγγελίας, κατά τον οποίο ήταν συνταξιούχος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά την καταγγελία καταχρηστική ή, πολύ περισσότερο, ότι μαρτυρεί δόλο ή βαριά αμέλεια της δανείστριας, περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα και με τον ίδιο τον όρο 14 της σύμβασης, η παραίτηση δεν ισχύει. Επομένως, η εγγυήτρια δεσμεύεται από την ένδικη σύμβαση χορήγησης πίστωσης και ο τρίτος λόγος της κρινόμενης ανακοπής είναι αβάσιμος.

Κατόπιν των παραπάνω κι αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι, πρέπει ν’ απορριφθούν οι, σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο, από 06-11-2017, με γεν. αριθμ. καταθ. …………./07-11-2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. ………/07-11-2017, ανακοπές των εφεσίβλητων εναντίον της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “…………” και κατά της υπ’ αριθμ. ……/2017 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής από 12-10-2017 επιταγής προς εκτέλεση και να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Περαιτέρω, πρέπει να οριστεί το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας (άρθρ. 505§2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί, κατά την §3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που καταβλήθηκε από αυτή (πρβλ. ΑΠ 1071/2017 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1850/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ), όπως αυτό αναφέρεται στην με γεν. αριθμ. καταθ. ………./31-08-2018 και ειδ. αριθμ. καταθ. ………/31-08-2018 έκθεση κατάθεσης της έφεσης που συντάχθηκε από τη Γραμματέα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους, γιατί η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθ. 179, 183 του ΚΠολΔ), όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των εφεσιβλήτων.

Ορίζει το προκαταβλητέο παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα  (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 880/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδικάσθηκε κατά την ειδική διαδικασία.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθμ. 880/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδικάσθηκε κατά την ειδική διαδικασία.

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου σε αυτή.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο από 06-11-2017, με γεν. αριθμ. καταθ. ……./07-11-2017 και ειδ. αριθμ. καταθ. ……../07-11-2017, ανακοπές των εφεσίβλητων εναντίον της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “………..” και κατά της υπ’ αριθμ. ………/2017 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της κάτω από αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου αυτής από 12-10-2017 επιταγής προς εκτέλεση, κατά την ειδική διαδικασία.

Απορρίπτει αυτές.

Επικυρώνει την υπ’ αριθμ. ……/2017 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 31 Μαρτίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ