Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 205/2021

Αριθμός     205/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας …………εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ζωή Μπαρδούτσου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Μαρία Αλεξανδρή.

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 27-9-2010 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2010) αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4062/2015 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα με την από 12.10.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2016) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ……../2016) αρχικά η 18η.5.2017 και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες Δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση από 12-10-2016 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2016) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης κατά της υπ’αριθμ. 4062/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρ. 664-676 ΚΠολΔ) και δέχθηκε κατά ένα μέρος την από 27-9-2010 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της νόμιμης προθεσμίας των 30 ημερών από της επίδοσης της εκκαλουμένης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1, 522, 524 παρ. 1, 2, 525 παρ. 1, 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ καθιερώνεται σε βάρος του ενάγοντος συγκεκριμένη δικονομική υποχρέωση για πλήρη και σαφή αναφορά των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν το αίτημα δικαστικής προστασίας του, τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος, του οποίου ζητείται η προστασία και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια, ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξίωσης, που απορρέει από αυτά. Για το ορισμένο της αγωγής δεν αρκεί μόνο η μνεία των στοιχείων εκείνων, που προσδιορίζουν ατομικά τη δικαιολογητική σχέση στην οποία στηρίζεται η αγωγή, αλλά απαιτείται επιπλέον ειδική μνεία των συγκεκριμένων παραγωγικών γεγονότων της, δηλαδή, εκείνων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου άσκησή της, σε τρόπο ώστε να  παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια άμυνας κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ’αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση, στο, δε, δικαστήριο η δυνατότητα να ελέγξει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις. Πρέπει, επομένως, το δικόγραφο της αγωγής, κατ’άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 117 και ΙΙ δ ΚΠολΔ να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγόμενου και β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Η ανεπάρκεια των εκτιθέμενων στην αγωγή περιστατικών, σε σχέση με αυτά που απαιτούνται από το νόμο για τη θεμελίωσή της, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία της αγωγής και συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ενώ ποσοτική ή ποιοτική αοριστία του δικογράφου της αγωγής υπάρχει όταν δεν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα τα αληθή πραγματικά περιστατικά, που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτημα της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά, που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης (ποσοτική αοριστία) ή όταν στο δικόγραφο της αγωγής γίνεται απλώς επίκληση των όρων του νόμου χωρίς να αναφέρονται περιστατικά, που θεμελιώνουν την εφαρμογή του συγκεκριμένου κανόνα δικαίου (ποιοτική αοριστία). Η αοριστία του δικογράφου της αγωγής δεν μπορεί να θεραπευθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με άλλο έγγραφο κείμενο εκτός αυτής, ούτε με την εκτίμηση των αποδείξεων, ούτε με απλή αναφορά στην περιγραφική έννοια της διάταξης του νόμου, ούτε με την ομολογία του αντιδίκου, αφού το ορισμένο της αίτησης ανάγεται στην προδικασία που αφορά στη δημόσια τάξη. Η παράλειψη του ενάγοντος να εκθέσει πλήρως και σαφώς τα αναγκαία από την παραπάνω διάταξη στοιχεία, εφόσον δεν μπορεί κατά το νόμο να θεραπευθεί διαφορετικά, παρέχει στον εναγόμενο την ένσταση αοριστίας, η παραδοχή της οποίας προκαλεί την απόρριψη της αγωγής για δικονομικούς λόγους, ήτοι ως ανεπίδεκτης δικαστικής εκτίμησης, προβάλλεται και ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και εμπίπτει στον αυτεπάγγελτο έλεγχο του δικάζοντος δικαστηρίου (ΑΠ922/2019, ΑΠ850/2018, ΑΠ 749/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ, Ιωάννη Ληξουριώτη, «Ενστάσεις Εργατικού Δικαίου», έκδ.2020, σελ.24επ. και εκεί περαιτέρω θεωρία και νομολογία). Από το άρθρο 648 εδ.α’ΑΚ, που ορίζει ότι «Με τη σύμβαση εργασίας ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση να παρέχει, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, την εργασία του στον εργοδότη και αυτός να καταβάλει τον συμφωνημένο μισθό», τα άρθρα 649, 653 και 361 ΑΚ, από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ.2 του Ν.2112/1920 και 5 παρ.1 του Ν.3198/1955, καθώς και από το άρθρο 1 της 95/1949 Διεθνούς Σύμβασης περί προστασίας του ημερομισθίου που κυρώθηκε με το Ν.3248/1955 προκύπτει ότι ως μισθός κατά τη λειτουργία της σύμβασης εργασίας θεωρείται κάθε παροχή, την οποία με βάση το νόμο ή την σχετική συμφωνία, καταβάλλει ο εργοδότης στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΑΠ 147/2017 ΕΕργΔ2017, 812, ΑΠ 74/2016 ΕΕργΔ 2016, 464, ΑΠ 1292/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1301/2013 ΕΕργΔ2014, 1377). Συνεπώς, ο μισθός αποτελεί την αντιπαροχή του εργοδότη για την παρασχεθείσα εργασία και η υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή του μισθού βασίζεται στην ατομική σύμβαση εργασίας. Η συμφωνία για τον μισθό μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, όπως στην δεύτερη περίπτωση συμβαίνει όταν ο εργοδότης χορηγεί μία μισθολογική παροχή επί μακρό χρόνο και ο εργαζόμενος την εισπράττει αδιαμαρτύρητα (ΑΠ 2056/2006 ΔΕΝ 2007,756).  Για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ο εργαζόμενος αιτείται διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ή την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών, που βασίζονται σε έγκυρη σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 648ΑΚ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, πρέπει να εκτίθενται στην αγωγή ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης εργασίας, ο συμφωνημένος ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι της συγκεκριμένης παροχής και ο χρόνος για τον οποίον οφείλονται(ΑΠ524/2018, ΑΠ 2016/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ113/2019, ΑΠ900/2017, ΑΠ430/2014ΤΝΠ Ισοκράτης, ΕφΑθ 5814/2002 ΔΕΕ2002, 1275). Εξάλλου, για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία ο εργαζόμενος αιτείται διαφορές αποδοχών, τις οποίες ο εργαζόμενος δικαιούται κατ’εφαρμογή ΣΣΕ ή ΔΑ ή με βάση το νόμο, πρέπει να προσδιορίζονται στην αγωγή, πλην των άλλων, και οι αποδοχές, που αυτός δικαιούται μνημονευομένων, αφ’ενός, μεν, των τυχόν επιδομάτων που δικαιούται, αφ’ετέρου, δε, των ποσών τα οποία έλαβε, ώστε να προκύπτει η υπέρ αυτού διαφορά για το επίδικο χρονικό διάστημα (ΑΠ 276/2015ΤΝΠ Ισοκράτης). Ακόμη, όταν ζητούνται διαφορές αποδοχών με βάση ΣΣΕ ή ΔΑ, για το ορισμένο της αγωγής (ΕφΘεσ 1877/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται σ’ αυτήν οι εφαρμοστέες ΣΣΕ ή Δ.Α., ούτε ο χρόνος από τον οποίο αυτές κηρύχθηκαν εκτελεστές, διότι οι ΣΣΕ και Δ.Α., ως προς το κανονιστικό τους μέρος, έχουν ισχύ νόμου και το δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τις ΣΣΕ ή Δ.Α., που αρμόζουν στη συγκεκριμένη περίπτωση με βάση τα πραγματικά γεγονότα, που επισύρουν την εφαρμογή τους. Στην περίπτωση αυτή αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και η παρεχόμενη από αυτόν εργασία, ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η ισχύς των πιο πάνω ΣΣΕ ή Δ.Α. μπορεί να επεκταθεί στον εργοδότη και στους εργαζόμενους στην επιχείρησή του. Οπότε δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ο νόμιμος μισθός ή οι όροι παροχής της εργασίας (ωράριο, ημέρες εργασίας ανά εβδομάδα κ.λπ.), αφού αυτά προβλέπονται από τις οικείες ΣΣΕ ή Δ.Α., ενώ δεν είναι, επίσης, απαραίτητο να αναφέρονται άλλα περιστατικά που αυξάνουν τις προβλεπόμενες από τις ΣΣΕ ή Δ.Α. αποδοχές (οικογενειακή κατάσταση, προϋπηρεσία κ.λπ.), δεδομένου ότι, σε περίπτωση που τέτοια περιστατικά δεν αναφέρονται, δεν επιδικάζονται τα αντίστοιχα κονδύλια (επιδόματος γάμου, προϋπηρεσίας κ.λπ.), έστω και αν η καταβολή τους αξιώνεται με την αγωγή.

Τα ανωτέρω στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις, αλλά αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί, έως τη συζήτησή της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δε μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 ΚΠολΔ) με τις προτάσεις της συζητήσεως (ΑΠ 548/2000 ΕΕργΔ 2001, 803, ΕφΘεσσ 584/2005ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 300/2001ΕΕργΔ 2001,659). Σημειώνεται ότι η γνωστοποίηση στον εργοδότη ή η από αυτόν γνώση του γάμου του μισθωτού δεν αποτελεί στοιχείο της σχετικής αξίωσής του (ΑΠ 1413/2009-ΕΠολΔ 2010/453), αλλά συναρτάται με τις αποδείξεις.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρ. 7 § 1, 8 § 2, 11 § 3 και 16 § 3 του ν. 1876/1990 προκύπτει ότι η διαιτητική απόφαση (ΔΑ) ισχύει μόνο έναντι των μελών των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, αν, όμως, η ισχύς της επεκτάθηκε με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, η ισχύς της επεκτείνεται και πέραν από τα πρόσωπα αυτά και δη στους εργαζομένους και τους εργοδότες του κλάδου ή του επαγγέλματος που αυτή αφορά, οι οποίοι θα μπορούσαν με τις δραστηριότητές τους να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στην σύναψή της, η επέκταση δε αυτή ισχύει από το χρόνο της δημοσίευσης της σχετικής περί επέκτασης της ισχύος της υπουργικής απόφασης. Σύμφωνα με τα παραπάνω η ιδιότητα του μέλους των ως άνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της ισχύος των ΔΑ, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν απ’ αυτές και συνακόλουθα στοιχείο για την θεμελίωση και το κατ’ άρθ. 216 § Ι ΚΠολΔ ορισμένο της αγωγής. Αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των αντιστοίχων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις του, κατ’ άρθ. 224 εδ. β’ ΚΠολΔ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τούτο όμως δεν απαιτείται στην περίπτωση που η ισχύς της Δ.Α., στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα πιο πάνω, με την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής με υπουργική απόφαση, και πέραν από τα πρόσωπα που είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Δ.Α. ως γενικώς υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα (Σ.Σ.Ε. ή) Δ.Α., που ήδη είχε κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική, από το χρόνο κήρυξής της ως γενικώς υποχρεωτικής, κατά συνέπεια δε στην περίπτωση αυτή η αγωγή ουδεμία πάσχει αοριστία (ΑΠ 74/2009). Κατά μείζονα λόγο δεν δημιουργείται αοριστία, όταν στην αγωγή αναφέρεται ότι οι ΔΑ, στις οποίες ο ενάγων εργαζόμενος στηρίζει τις αξιώσεις του, έχουν κηρυχθεί γενικά υποχρεωτικές (ΑΠ723/2011).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 27-9-2010 (με αριθμ. έκθ. κατάθ. ………./2010) αγωγή,  που άσκησε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη, ιστορούσε ότι είναι πτυχιούχος του Τμήματος «Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων» της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης και, ότι δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου προσλήφθηκε από την εναγόμενη, προκειμένου να εργασθεί ως ωρομίσθια καθηγήτρια-εκπαιδεύτρια στο υποκατάστημα αυτής, στον Πειραιά, ούσα πτυχιούχος της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσσαλονίκης. “Οτι με την ως άνω ιδιότητα και αντικείμενο εργασίας της, οι όροι αμοιβής και εργασίας της διέπονταν από τις Δ.Α.54/2004 και 1/2006, ότι το καταβαλλόμενο από την εναγόμενη ωρομίσθιο, ποσού 8,50 ευρώ(καθαρό) υπολειπόταν του νόμιμα προβλεπόμενου από τις ως άνω διαιτητικές αποφάσεις ποσού, ενόψει του ότι, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, ήταν εκπαιδεύτρια τετραετούς φοίτησης και έγγαμη, καθώς και ότι η εναγόμενη δεν της κατέβαλε δώρο Χριστουγέννων, δώρο Πάσχα, αποδοχές άδειας και επίδομα άδειας, το οποίο αυτή εδικαιούτο. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητούσε, κυρίως, με βάση τις επικαλούμενες συμβάσεις και επικουρικώς, με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει α) το συνολικό ποσό των 3.903,81 ευρώ (καθαρά), ως διαφορά δεδουλευμένων αποδοχών για το διάστημα από 1-1-2005 έως 7-7-2006, β) το ποσό των 533,65 ευρώ (καθαρά), ως δώρο Πάσχα, έτους 2005, γ) το ποσό των 463,14 ευρώ (καθαρά), ως δώρο Χριστουγέννων, έτους 2005, δ) το ποσό των 40,21 ευρώ (καθαρά), ως δώρο Χριστουγέννων, έτους 2006, στ) το ποσό των 749,58 ευρώ (μικτά), ως αποδοχές άδειας, έτους 2005, ζ) το ποσό των 859,42 ευρώ (καθαρά), ως επίδομα άδειας, έτους 2005, η) το ποσό των 243,09 ευρώ (μικτά), ως αποδοχές άδειας έτους 2006 και θ) το ποσό των 200,20 ευρώ(καθαρά), ως επίδομα άδειας έτους 2006, όλα, δε, τα παραπάνω ποσά, ζητούσε με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλιο είχε καταστεί απαιτητό, άλλως, από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Η εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι η ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη, δεν προσδιόριζε με την αγωγή της αν η εναγόμενη ήταν μέλος της αντιπροσωπευτικής οργάνωσης που εκπροσωπήθηκε κατά την υπογραφή των υπ’αριθμ. 54/2004 και 1/2006 Διαιτητικών Αποφάσεων, ούτε προσδιόριζε αν η ίδια ήταν μέλος της συνδικαλιστικής οργάνωσης που εκπροσωπήθηκε στις ως άνω διαιτητικές αποφάσεις. “Οτι με την έλλειψη των στοιχείων αυτών δεν μπορούσε να προσδιοριστεί αναλυτικά και με ακρίβεια το φερόμενο ως οφειλόμενο στην ενάγουσα ποσό ως διαφορά αποδοχών, καθώς δεν προσδιοριζόταν από πότε όφειλε να της είχε καταβάλει το οριζόμενο σε κάθε Διαιτητική Απόφαση ποσό και ότι η έλλειψη αυτή καθιστούσε την αγωγή της αόριστη, αφού κατά αυτόν τον τρόπο δεν ήταν δυνατόν να διαγνωστεί δικαστικά, αν οι επικαλούμενες από την ενάγουσα αποφάσεις ήταν δεσμευτικές και εφαρμοστέες στην κρινόμενη υπόθεση.

Ενόψει του ότι η εναγόμενη δεν αμφισβήτησε ειδικά την ιδιότητα αυτής και της εργαζόμενης ως μελών των αντιστοίχων συνδικαλιστικών οργανώσεων, δεν υπήρχε ανάγκη η ενάγουσα να επικαλεσθεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής με τις προτάσεις της, κατ’ άρθ. 224 εδ. β’ ΚΠολΔ, ότι αυτή και η εναγόμενη ήταν μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων, η σχετική, δε, επίκληση της ως άνω ιδιότητας, στην προκειμένη περίπτωση, δεν απαιτείτο, με δεδομένο ότι η ισχύς της κάθε μίας από τις δύο ως άνω Διαιτητικές Αποφάσεις, στις οποίες στηρίζει η ενάγουσα την αγωγή της, έχει επεκταθεί, με την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής με υπουργική απόφαση και πέραν από τα πρόσωπα που είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που τις έχουν συνάψει, οπότε αρκεί ότι αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή τους, όπως είναι η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από την εργοδότρια επιχείρησης, το επάγγελμα της εργαζόμενης και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονταν οι αποδοχές. Ειδικότερα, η μεν, υπ’αριθμ.54/2004 Δ.Α. κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική από 24-11-2004, με την Υ.Α.13527/8-12-2004 (ΦΕΚ Β’ 1914/29-12-2004), η, δε, υπ’αριθμ. 1/2006 Δ.Α. κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική από 22-2-2006, με την Υ.Α.10627/17-3-2006 (ΦΕΚ Β’382/28-3-2006). Κατά συνέπεια η αγωγή, ως προς το στοιχείο αυτό παρίσταται ως ορισμένη και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγόμενης, τους οποίους επαναφέρει με το πέμπτο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσής της, καθώς και με τον έκτο λόγο αυτής, πρέπει ως αβάσιμοι να απορριφθούν.

Η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, διελάμβανε όλα τα εκ του νόμου απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της στοιχεία, όπως τον χρόνο κατάρτισης των διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας και τους όρους της συγκεκριμένης παροχής, όπως το ότι η ενάγουσα ήταν καθηγήτρια- εκπαιδεύτρια στο ΙΕΚ της εναγόμενης, πτυχιούχος τετραετούς φοίτησης και έγγαμη, τις, με βάση τις αναφερόμενες διαιτητικές αποφάσεις αποδοχές, με βάση την αναφερόμενη ωριαία αντιμισθία και τις συνολικές ώρες εκπαίδευσης, που πραγματοποίησε κατά τα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα και τα επιδόματα, τα οποία η ενάγουσα εδικαιούτο και τα ποσά, τα οποία έλαβε, ώστε να προκύπτει η υπέρ αυτής διαφορά για το επίδικο χρονικό διάστημα, απορριπτομένης της περί αοριστίας ένστασης της εναγόμενης, την οποία επαναφέρει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της. Ορθά, επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε την αγωγή, ως επαρκώς ορισμένη κατά την κύρια βάση της, απορρίπτοντας ως αόριστη την επιχειρούμενη να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική της βάση και στη συνέχεια, αφού έκρινε ορθά την αγωγή, ως νόμω βάσιμη, κατά την κύρια βάση της, δεχόμενο ότι στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 346, 361„ 648, 653, 655 του ΑΚ, 1 ν. 1082/1980, 1 και 10 παρ. 1 ΥΑ 19040/1981, 1, 3, 4 παρ.. 1, 5 παρ. 4 του ν. 539/1945, 3 παρ. 16 του ν. 4504/1966, σε, συνδυασμό με τις διατάξεις της ΔΑ 54/2004, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 24-11-2004 με την ΥΑ 13527/8-12-2004 (ΦΕΚ Β’ 1914/24-12-2004) και της ΔΑ 1/2006, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 22-2-2006 με την ΥΑ 10827/17-3-2006 (ΦΕΚ Β’382/28-3-2006), απορριπτομένου του περί αοριστίας της αγωγής πρώτου λόγου της έφεσης. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 5.953,76 ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ως ακολούθως, ήτοι για τις διαφορές των μηνιαίων δεδουλευμένων αποδοχών από το τέλος εκάστου μηνός εντός του οποίου αυτές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα από την 31η Δεκεμβρίου και την 30η Απριλίου, αντίστοιχα, του οικείου ημερολογιακού έτους, στο οποίο αφορούν και για τις αποδοχές και το επίδομα άδειας από την τελευταία ημέρα του οικείου ημερολογιακού έτους, στο οποίο αφορούν μέχρι την πλήρη εξόφληση.

Η εν μέρει ηττηθείσα εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα, με την ένδικη έφεση ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη και να απορριφθεί στο σύνολό της, η από 27-9-2010 αγωγή, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νομού και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648 και 652 του ΑΚ και 6 του α.ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση μάλιστα του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας, αποτελεί το βασικό γνώρισμα της ως άνω εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών του γνώσεων, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Εξάλλου, σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ή να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν εξαρτάται μόνον από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και της εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο, δε, με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005-ΕλλΔνη 2005/721, ΑΠ 542/2014-ΔΕΕ 2015/,429, ΑΠ 608/2014-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 994/2013-ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών καθίσταται έκδηλη, όταν εκείνος, που παρέχει την εργασία του, διατηρεί ίδια επαγγελματική στέγη και εξυπηρετεί περισσότερους πελάτες (ΕφΑΘ 15/2008-ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 226/2001-ΕλλΔνη 2001/785, ΕφΑΘ 9157/1998-ΕλλΔνη 1999/1143). Το ποιοτικό στοιχείο ως καθοριστικό για τη διάκριση εξαρτημένης και ανεξάρτητης εργασίας εντοπίζεται, ακριβώς, στην εκ μέρους του εργαζομένου μη επιχειρηματική αξιοποίηση της εργασίας του από τον ίδιο αλλά στη διάθεση- απαλλοτρίωσή της προς επιχειρηματική αξιοποίηση από κάποιον άλλο, τον εργοδότη. Επομένως, ο εργαζόμενος δεν διαθέτει δική του επιχειρηματική οργάνωση, αλλά εντάσσεται λειτουργικά και οργανωτικά στη σφαίρα επιχειρηματικής οργάνωσης ενός άλλου, του εργοδότη, ο οποίος (εργοδότης) αξιοποιεί επιχειρηματικά την εργασία του εργαζομένου έχοντας, κατ’ επέκταση, το δικαίωμα για παροχή οδηγιών σχετικά με τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της εργασίας και άσκηση εποπτείας και ελέγχου (με όριο βεβαίως την προστασία της προσωπικότητας του εργαζομένου), πράγμα το οποίο δεν απαιτείται να ασκεί και εν τοις πράγμασι, όπως τούτο συμβαίνει, συνήθως, όταν ο εργαζόμενος έχει ειδικές γνώσεις ή εμπειρία ή όταν, λόγω της φύσης της εργασίας ως ενιαίας και τυποποιημένης, μη επιδεχόμενης αποκλίσεων ή βελτιώσεων, δεν απαιτούνται επεμβάσεις του εργοδότη (ΜΠΑ 884/2015- ΝΟΜΟΣ, με περαιτέρω παραπομπές για τα ζητήματα αυτά σε Δ. Τραυλό- Τζανετάτο, ΕΕργΔ 1994/593 επ., Δ. Ζερδελή ΔΕΝ 1995/1121 επ., Γ. Λεβέντη, ΔΕΝ 2002/515 επ., τον ίδιο, ΔΕΝ 2005/273 επ., Φ. Δερμιτζάκη, ΕΕργΔ 2009/81 επ.). Τέλος, ο χαρακτηρισμός μιας σύμβασης ως παροχής υπηρεσιών ή εργασίας ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο δεν δεσμεύεται από το χαρακτηρισμό που έχουν προσδώσει σε αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη. Το δικαστήριο, για να κρίνει αν η επίμαχη σύμβαση είναι εργασίας, έργου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, θα λάβει υπόψη του το όλο περιεχόμενό της, ερμηνευόμενο όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αλλά και τις περιστάσεις, υπό τις οποίες αυτή έχει συναφθεί (ΑΠ 694/2014-ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 608/2014- ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 926/ 1999-ΔΕΝ 2000/70).

Από τις ένορκες καταθέσεις της μάρτυρος της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και της μάρτυρος της εναγόμενης και ήδη, εκκαλούσας, που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 33/2015 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και επαναπροσκομίζουν, χωρίς να παραλείπεται κανένα από αυτά κατά την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης, ακόμη και αν δεν μνημονεύεται ρητά παρακάτω, καθώς και από όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει προφορικής σύμβασης που καταρτίσθηκε μεταξύ των διάδικων μερών η ενάγουσα, η οποία είναι πτυχιούχος τετραετούς φοίτησης του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, προσλήφθηκε την 14-10-2004 από την εναγόμενη, προκειμένου να εργασθεί ως ωρομίσθια καθηγήτρια – εκπαιδεύτρια στο ιδιωτικό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης· (ΙΕΚ) που διατηρούσε η τελευταία στον Πειραιά. Η εργασία της συμφωνήθηκε να παρέχεται για ορισμένο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα ανά εξάμηνο φοίτησης. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι μεταξύ αυτών καταρτίστηκαν διαδοχικές συμβάσεις, η πρώτη από τις οποίες διήρκησε από την 14-10-2004 μέχρι την 21-2-2005, η δεύτερη από την 24-2-2005 μέχρι την 8-7-2005, η τρίτη από την 13-10-2005 μέχρι την 21-2-2006 και η τέταρτη από την 27-2-2006 μέχρι την 7-7-2006. Κατά τους όρους των συμβάσεων αυτών, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να διδάσκει στους σπουδαστές του ΙΕΚ τα μαθήματα της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών, της επεξεργασίας κειμένου, της εισαγωγής στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, των λογιστικών φύλλων, των λειτουργικών συστημάτων, των βάσεων δεδομένων και των δικτύων υπολογιστών, έναντι μικτού ωρομισθίου 10 ευρώ. Κατά την εκτέλεση της εργασίας της, η ενάγουσα τελούσε σε νομική και προσωπική εξάρτηση από την εναγόμενη εταιρία, η οποία καθόριζε κατά τρόπο δεσμευτικό τον τόπο, τον χρόνο και τον τρόπο της εργασίας της, επέβλεπε την εκτελουμένη εργασία και έδινε σχετικές οδηγίες, τις οποίες αυτή όφειλε να ακολουθήσει. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι οι εβδομαδιαίες ώρες των μαθημάτων ανά εξάμηνο ήταν αριθμητικώς προκαθορισμένες από την εναγόμενη (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. ………/15-3-2006 βεβαίωση της εναγόμενης. Το γεγονός ότι υπήρχε ελαστικότητα όσον αφορά τον ακριβή χρόνο παράδοσης των μαθημάτων, με δυνατότητα ενίοτε τροποποίησης του ωραρίου διδασκαλίας, δεν αναιρεί την υποχρέωση της ενάγουσας να συμμορφώνεται με τις εντολές και οδηγίες της εναγομένης ως προς το χρόνο παροχής της εργασίας, αλλά δικαιολογείται από το ότι οι σπουδαστές του ΙΕΚ ήταν ενήλικοι κι ως εκ τούτου είχαν κι άλλες, πλην των σπουδών τους, υποχρεώσεις. Εξάλλου, όπως με σαφήνεια κατέθεσε η μάρτυρας της εναγόμενης, η οποία ήταν υπεύθυνη για τα οικονομικά θέματα του Ομίλου …… και την εκπόνηση των προγραμμάτων των σπουδαστών κατά το διάστημα που η ενάγουσα απασχολείτο στην εναγόμενη, η αλλαγή του ωραρίου γινόταν μόνο κατόπιν-συνεννόησης με την ίδια (τη μάρτυρα). Επίσης, η εναγόμενη είχε καθιερώσει ένα σύστημα ελέγχου και εποπτείας της ενάγουσας ως προς την τήρηση των οδηγιών, αναφορικά με τον τρόπο εργασίας της, αφού προβλεπόταν διαδικασία αξιολόγησης της ίδιας όπως και των λοιπών εκπαιδευτών και σε περίπτωση ύπαρξης παραπόνων από τους σπουδαστές, οι εκπαιδευτές δεν επαναπροσλαμβάνονταν, όπως συνέβη, άλλωστε, και στην περίπτωση της ενάγουσας. Τέλος, η ενάγουσα παρείχε την εργασία της στις εγκαταστάσεις της εναγόμενης στον Πειραιά, γεγονός που υποδηλώνει και τοπική δέσμευση της πρώτης από τη δεύτερη. Εξάλλου, η εναγόμενη ασφάλιζε την ενάγουσα στο ΙΚΑ, εξέδιδε η ίδια αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης για την εργασία αυτής, ενώ στην προσκομιζόμενη από την ενάγουσα, από 30-6-2006 βεβαίωση της εργοδότριας, η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων για το διάστημα από 14-10-2005 έως 30-6-2006 αναφέρεται ως σύμβαση ορισμένου χρόνου. Με βάση τα προεκτεθέντα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα είχε ενταχθεί λειτουργικά και οργανικά στη σφαίρα επιχειρηματικής οργάνωσης της εργοδότριας εναγόμενης και συνεπώς, η παρεχόμενη από αυτήν εργασία φέρει τα στοιχεία της εξαρτημένης εργασίας κατά τους ορισμούς των άρθρων 648, 652 του ΑΚ και 6 του ν. 765/1943 που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ (ΑΠ 544/1995-ΕλλΔνη 37, 314) και όχι της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εξάλλου, η εναγόμενη και ήδη, εκκαλούσα ουδόλως προσκόμισε τις αναφερόμενες από τη μάρτυρα ιδιωτικά συμφωνητικά ανεξαρτήτων υπηρεσιών, που η εν λόγω μάρτυρας κατέθεσε ότι είχαν υπογράφει απ’αυτήν και την ενάγουσα και ήδη, εφεσίβλητη, ώστε από τον έλεγχο για την ύπαρξη των υπογραφών και των δύο διαδίκων στην τελευταία σελίδα αυτών να μπορούσε να αποδειχθεί η κατάρτιση μεταξύ των διαδίκων συμβάσεων ανεξαρτήτων υπηρεσιών, αντί εξαρτημένης εργασίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και επομένως, οι περί της ύπαρξης σύμβασης ανεξαρτήτων υπηρεσιών πέμπτος και έβδομος λόγος της έφεσης πρέπει ως αβάσιμοι να απορριφθούν.

Περαιτέρω, από την προσκομιζόμενη από την ενάγουσα υπ’αριθμ. πρωτ. ……../15-3-2006 βεβαίωση, που της χορήγησε η εναγόμενη, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα εργάστηκε κατά το διάστημα από 14-10-2004 έως 21-2-2005 επί 15 ώρες εβδομαδιαίως, κατά το διάστημα από 24-2-2005 έως 8-7-2005 επί 24 ώρες εβδομαδιαίως, κατά το διάστημα από 13-10-2005 έως 21-2-2006 επί 14 ώρες εβδομαδιαίως και κατά το διάστημα από 27-2-2006 έως 7-7-2006 κατά μέσο όρο επί 10 ώρες εβδομαδιαίως, το, δε, καταβαλλόμενο σε αυτήν μικτό ωρομίσθιο ποσού 10 ευρώ υπολειπόταν του νομίμως προβλεπόμενου ως ελάχιστου από τις υπ  αριθ. 54/2004 και 1/2006 Διαιτητικές Αποφάσεις «Για τους όρους αμοιβής και εργασίας των Εκπαιδευτικών που απασχολούνται στα ιδιωτικά ΙΕΚ όλης της χώρας», στις οποίες αυτή υπαγόταν από το χρόνο που κάθε μία από αυτές κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική, ως κατωτέρω ορίζεται. Συνεπώς, η ενάγουσα δικαιούται τις διαφορές μεταξύ των καταβληθεισών και των νόμιμων καταβλητέων αποδοχών με βάση τις προαναφερθείσες Διαιτητικές Αποφάσεις. Επίσης, από τον ισχυρισμό της εναγόμενης ότι η σύμβαση των διαδίκων έφερε το χαρακτήρα της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών συνάγεται ομολογία αυτής περί μη καταβολής στην ενάγουσα επιδομάτων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας, τα οποία αυτή δικαιούται. Σημειώνεται ότι, ενόψει του ότι αντικείμενο της δίκης για επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών αποτελούν οι μικτές αποδοχές του μισθωτού, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές δεν αφαιρούνται από το Δικαστήριο, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της απόφασης και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους (ΑΠ 302/2001-ΔΕΝ 2.003/9, ΑΠ 1197/1998-ΔΕΝ 1999/205, ΑΠ 1103/ 1998-ΔΕΝ 1998/1034), οι υπολογισμοί των αποδοχών της ενάγουσας που ακολουθούν γίνονται με βάση τις μικτές της αποδοχές. Ειδικότερα, το ελάχιστο ωρομίσθιο για πτυχιούχους ΑΕΙ τετραετούς φοίτησης, ορίζεται σύμφωνα με τη ΔΑ 54/2004, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 24-11-2004 με την ΥΑ 13527/8-12-2004 (ΦΕΚ ΒΊ914/24-12-2004) από 1-9-2004 στο ποσό των 14,35 ευρώ, ενώ, σύμφωνα με τη ΔΑ 1/2006, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική από 22-2-2006 με την ΥΑ 10827/17-3-2006 (ΦΕΚ Β’382/28-3-2006), από 1-7-2005 στο ποσό των 14,78 ευρώ και από 1-9-2005 στο ποσό των 15,19 ευρώ. Το αίτημα της ενάγουσας να συνυπολογιστεί στις νόμιμα καταβλητέες σε αυτήν αποδοχές και επίδομα γάμου 10% τυγχάνει απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η ίδια είχε προβεί σε νομότυπη γνωστοποίηση του γάμου της στην εργοδότρια εναγόμενη. Πιο συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε ότι αυτή προσκόμισε στην εναγομένη πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης ή ληξιαρχική πράξη γάμου ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό έγγραφο, ούτε αν η τελευταία έλαβε γνώση του γάμου και σε καταφατική περίπτωση, πότε συγκεκριμένα. Συνακόλουθα, ενόψει και του ότι η εναγόμενη αμφισβητεί ότι είχε λάβει γνώση της προσωπικής κατάστασης της ενάγουσας, πρέπει να μην υπολογιστεί το επίδομα γάμου στις νόμιμα καταβλητέες σε αυτήν αποδοχές. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ενάγουσα δικαιούται να λάβει:1)Για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών: α) για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 21-2-2005: Κατ’ αυτό εργάστηκε επί 15 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι επί 111,3 ώρες (15 ώρες/εβδ. X 7,28 εβδομάδες), πλην όμως πρέπει να υπολογιστούν 93 ώρες εργασίας κατά το σχετικό έλασσον αίτημα της αγωγής. Συνεπώς, για το διάστημα αυτό οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 1.334,55 ευρώ (93 ώρες εργασίας X 14,35 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο). Αντ’ αυτών έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 930 ευρώ (93 ώρες εργασίες Χ10 ευρώ το καταβληθέν μικτό ωρομίσθιο). Συνεπώς, της οφείλεται διαφορά ποσού 404,55 ευρώ (1.334,55 – 930). β) για το χρονικό διάστημα !από 24-2-2005 έως 8-7-2005: Κατ’ αυτό εργάστηκε επί 24 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι, επί 462,72 ώρες (24 ώρες/εβδ X 19,28 εβδομάδες), πλην όμως πρέπει να υπολογιστούν 336 ώρες εργασίας κατά το σχετικό έλασσον αίτημα της αγωγής. Συνεπώς, για το διάστημα αυτό οι νόμιμες καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 4.821,60 ευρώ (336 ώρες εργασίας X 14,35 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο). Αντ’ αυτών έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 3.360 ευρώ (336 ώρες εργασίες X 10 ευρώ το καταβληθέν μικτό ωρομίσθιο). Συνεπώς, της οφείλεται διαφορά ποσού 1.461,60 ευρώ (4.821,60 – 3.360). γ) για το χρονικό διάστημα από 13-10-2005 έως 21-2-2006: Κατ’ αυτό εργάστηκε επί 14 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι επί 262 ώρες (14 ώρες/εβδ X 18,71 εβδομάδες), πλην όμως πρέπει να υπολογιστούν 196 ώρες εργασίας κατά το σχετικό έλασσον αίτημα της αγωγής. Συνεπώς, για το διάστημα αυτό οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 2.812,60 ευρώ (196ώρες εργασίας X 14,35 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο). Σημειώνεται ότι εν προκειμένω ως ελάχιστο ωρομίσθιο λαμβάνεται υπόψιν το οριζόμενο με τη ΔΑ 54/2004 και όχι το οριζόμενο με τη ΔΑ 1/2006, καθότι η τελευταία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική από την 22-2-2006 και συνεπώς για το προηγούμενο της κήρυξης αυτής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη προηγουμένως ισχύουσα ΔΑ (ΑΠ723/2011-ΝΟΜΟΣ). Αντ’ αυτών έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 1.960 ευρώ (196 ώρες εργασίες X 10 ευρώ το καταβληθέν μικτό ωρομίσθιο). Συνεπώς, της οφείλεται διαφορά ποσού 852,60 ευρώ(2.812,60 -1.960). δ) για το χρονικό διάστημα από 27-2-2006 έως 7-7-2006: Κατ’ αυτό εργάστηκε κατά μέσο όρο επί 10 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι, επί 185,70 ώρες (10 ώρες/εβδ X 18,57 εβδομάδες), πλην όμως, πρέπει να υπολογιστούν 140 ώρες εργασίας κατά το σχετικό έλασσον αίτημα της αγωγής. Συνεπώς, για το διάστημα αυτό οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 2.126,60 ευρώ (140ώρες εργασίας X 15,19 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο). Αντ’ αυτών έλαβε από την εναγόμενη το ποσό των 1.400 ευρώ (140 ώρες εργασίες X 10 ευρώ το καταβληθέν μικτό ωρομίσθιο). Συνεπώς, της οφείλεται διαφορά, ποσού 726,60 ευρώ (2.126,60 – 1.400). Με βάση τα προεκτεθέντα η εναγόμενη υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών το ποσό των 3.445,35(404,55 + 1.461,60 + 852,60 + 726,60) ευρώ.

2) Για αναλογία δώρου Πάσχα2005: Ενόψει του ότι οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονταν: α) για το διάστημα από 1-1-2005 έως 21-2-2005 στο ποσό των 1.334,55 ευρώ και β) για το διάστημα από 24-2-2005 έως 30-4-2005 στο ποσό των 3.099,60 ευρώ [κατά το ως άνω διάστημα εργάστηκε επί 24 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι επί 222,72 ώρες (24 ώρες/εβδ X 9,28 εβδομάδες, πλην όμως πρέπει να υπολογιστούν 216 ώρες εργασίας κατά το σχετικό, έλασσον αίτημα της αγωγής. Συνεπώς, για το διάστημα αυτό οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 3.099,60 ευρώ (216 ώρες εργασίας X 14,35 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο)], το μέσο νόμιμο ημερομίσθιο για όλο το ως άνω διάστημα ανερχόταν στο ποσό των 37,58 ευρώ [4.434,15 (1.334,55 + 3.099,60) ευρώ, οι συνολικά νόμιμα καταβλητέες αποδοχές : 118 ημέρες εργασίας). Συνεπώς, η αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2005 ανέρχεται στο ποσό των 554,30 ευρώ[(37,58 το νόμιμο ημερομίσθιο X 14,75 τα αναλογούντα στις 118 ημέρες εργασίας ημερομίσθια δώρου) χωρίς την προσαύξηση του δώρου Πάσχα με την αναλογία επιδόματος άδειας, ενόψει του ότι δεν χορηγήθηκε στην ενάγουσα επίδομα άδειας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου αγωγικού ισχυρισμού. Σημειώνεται ότι το επιδικαζόμενο ποσό είναι μεν ανώτερο από το αιτούμενο, πλην όμως το πρώτο αφορά σε μικτές αποδοχές, ενώ το δεύτερο σε καθαρές.

3) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων2005: Ενόψει του ότι οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονταν: α) για το διάστημα από 1-5-2005 έως 8-7-2005 στο ποσό των 1.722 ευρώ [κατά το ως άνω διάστημα εργάστηκε επί 24 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι επί 233,04 ώρες (24 ώρες/εβδ X 9,71 εβδομάδες), πλην όμως πρέπει να υπολογιστούν 120 ώρες εργασίας κατά το σχετικό έλασσον αίτημα της αγωγής. Συνεπώς, για το διάστημα αυτό οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 1.722 ευρώ (120 ώρες εργασίας X 14,35 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο)] και β) για το διάστημα από 13-10-2005 έως 31-12-2005 στο ποσό των 2.009 ευρώ [κατά το ως άνω διάστημα εργάστηκε επί 14 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι, επί 155,96 ώρες (14 ώρες/εβδ X 11,14 εβδομάδες), πλην όμως πρέπει να υπολογιστούν 140 ώρες εργασίας, κατά το σχετικό έλασσον αίτημα της αγωγής. Συνεπώς, για το διάστημα αυτό οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 2.009 ευρώ (140 ώρες εργασίας X 14,35 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο)], το μέσο νόμιμο ημερομίσθιο για όλο το ως άνω διάστημα ανερχόταν στο ποσό των 25,04 ευρώ [3.731 (1.722 + 2.009) ευρώ οι συνολικά νόμιμα καταβλητέες αποδοχές : 149 ημέρες εργασίας].

Συνεπώς, η αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2005, ανέρχεται στο ποσό των 392,63 ευρώ [(25,04 το νόμιμο ημερομίσθιο X 15,68 τα αναλογούντα στις 149 ημέρες εργασίας ημερομίσθια δώρου), χωρίς την προσαύξηση του δώρου Χριστουγέννων με την αναλογία επιδόματος άδειας, ενόψει του ότι δεν χορηγήθηκε στην ενάγουσα επίδομα άδειας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου αγωγικού ισχυρισμού.

4) Για αναλογία δώρου Πάσχα 2006: Ενόψει του ότι οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονταν: α) για το διάστημα από 1-1-2006 έως 21-2-2006 στο ποσό των 1.205,40 ευρώ [κατά το ως άνω διάστημα εργάστηκε επί 14 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι επί 101,92 ώρες (14 ώρες έβδ X 7,28 εβδομάδες), πλην όμως πρέπει να υπολογιστούν 84 ώρες εργασίας, κατά το σχετικό έλασσον αίτημα της αγωγής. Συνεπώς, για το διάστημα αυτό οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 1.205,40 ευρώ (84 ώρες εργασίας X 14,35 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο)] και β) για το διάστημα από 27-2-2006 έως 30-4-2006 στο ποσό των 1.367,10 ευρώ [κατά το ως άνω διάστημα εργάστηκε επί 10 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι, επί 90 ώρες (10 ώρες/εβδ X 9 εβδομάδες). Συνεπώς, για το διάστημα αυτό οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 1.367,10 ευρώ (90 ώρες εργασίας X 15,19 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο)], το μέσο νόμιμο ημερομίσθιο για όλο το ως άνω διάστημα ανερχόταν στο ποσό των 22,40 ευρώ [2.572,50 (1.205,40 + 1.367,10) ευρώ οι συνολικά νόμιμα καταβλητέες αποδοχές : 115 ημέρες εργασίας]. Συνεπώς, η αναλογία δώρου Πάσχα έτους 2006 ανέρχεται στο ποσό των 322 [(22,40 το νόμιμο ημερομίσθιο X 14,375 τα αναλογούντα στις 115 ημέρες εργασίας ημερομίσθια δώρου), χωρίς την προσαύξηση του δώρου Πάσχα με την αναλογία επιδόματος άδειας, ενόψει του ότι δεν χορηγήθηκε στην ενάγουσα επίδομα άδειας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου αγωγικού ισχυρισμού. Σημειώνεται ότι το επιδικαζόμενο ποσό είναι μεν ανώτερο από το αιτούμενο, πλην όμως το πρώτο αφορά σε μικτές αποδοχές, ενώ το δεύτερο σε καθαρές.

5) Για αναλογία δώρου Χριστουγέννων2006: Ενόψει του ότι οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονταν για το διάστημα από 1-5-2006 έως 7-7-2006 στο ποσό των 334,18 ευρώ [κατά το ως άνω διάστημα εργάστηκε επί 10 ώρες εβδομαδιαίως, ήτοι επί 87,10 ώρες (10 ώρες/εβδ X 8,71 εβδομάδες), πλην όμως πρέπει να υπολογιστούν 22 ώρες εργασίας κατά το σχετικό έλασσον αίτημα της αγωγής. Συνεπώς, για το διάστημα αυτό οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονται στο ποσό των 334,18 ευρώ (22 ώρες εργασίας X 15,19 ευρώ το νόμιμο ωρομίσθιο)], το μέσο νόμιμο ημερομίσθιο για όλο το ως άνω διάστημα ανερχόταν στο ποσό των 4,91 ευρώ [334,18 ευρώ : 66 ημέρες εργασίας). Συνεπώς, η αναλογία δώρου Χριστουγέννων έτους 2006 ανέρχεται στο ποσό των 34,07[(4,91 το νόμιμο ημερομίσθιο X 6,94 τα αναλογούντα στις 66 ημέρες εργασίας ημερομίσθιο δώρου), χωρίς την προσαύξηση του δώρου Πάσχα με την αναλογία επιδόματος άδειας, ενόψει του ότι δεν χορηγήθηκε στην ενάγουσα επίδομα άδειας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου αγωγικού ισχυρισμού.

6) Για αποδοχές αδείας έτους 2005: Ενόψει του ότι: α) για το διάστημα από 1-1-2005 έως 21-2-2005, οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 1.334,55 ευρώ και οι ημέρες εργασίας της αντιστοιχούσαν σε 52, β) για το διάστημα από 24-2-2005 έως 8-7-2005 οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 4.821,60 ευρώ και οι ημέρες εργασίας της αντιστοιχούσαν σε 135 και γ) για το διάστημα από 13-10-2005 έως 31-12-2005 οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 2.009 ευρώ και οι ημέρες εργασίας της αντιστοιχούσαν σε 80, το μέσο νόμιμο ημερομίσθιο για όλο το ως άνω διάστημα ανερχόταν στο ποσό των 30,60 ευρώ [(1.334,55 + 4.821,60 + 2.009=8.165,15 ευρώ οι συνολικά νόμιμα καταβλητέες αποδοχές) : (52 + 135 + 80 = 267 ημέρες εργασίας)]. Συνεπώς, οι αποδοχές αδείας έτους 2005 ανέρχονται στο ποσό των544,68(30,60 το νόμιμο ημερομίσθιο X 17,8 τα αναλογούντα στους μήνες εργασίας της ημερομίσθια, επί τη βάσει του ότι σε κάθε μήνα εργασίας αντιστοιχούν 2 ημερομίσθια) ευρώ.7) Για επίδομα αδείας έτους 2005 το ποσό των 272,34(544,68 : 2) ευρώ.8) Για αποδοχές αδείας έτους 2006: Ενόψει του ότι: α) για το διάστημα από 1-1-2006 έως 21-2-2006 οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 1.205,40 ευρώ και οι ημέρες εργασίας της αντιστοιχούσαν σε 52 και β) για το διάστημα από 27-2-2006 έως 7-7-2006 οι νόμιμα καταβλητέες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 2.126,60 ευρώ και οι ημέρες εργασίας της αντιστοιχούσαν σε 131 το μέσο νόμιμο ημερομίσθιο για όλο το ως άνω διάστημα ανερχόταν στο ποσό των 18,20 ευρώ [(1.205,40 + 2.126,60 = 3.332 ευρώ, οι συνολικά νόμιμα καταβλητέες αποδοχές) : (52 + 131 = 183 ημέρες εργασίας)]. Συνεπώς, οι αποδοχές αδείας έτους 2006 ανέρχονται στο ποσά των 222,04 (18,20 το νόμιμο ημερομίσθιο X 12,2 τα αναλογούντα στους μήνες εργασίας της ημερομίσθια) ευρώ.9)Για επίδομα αδείας έτους 2006 το ποσό των111,02 (222,04 : 2) ευρώ.

Τέλος, η υποβληθείσα ένσταση καταχρηστικής άσκησης των ενδίκων αξιώσεων της ενάγουσας (ΑΚ 281) είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, διότι τα εκτιθέμενα από την εναγόμενη εταιρία πραγματικά περιστατικά, δηλαδή ότι η ενάγουσα «όλα τα προηγούμενα έτη λάμβανε τις αποδοχές της, χωρίς καμία επιφύλαξη, δημιουργώντας στην επιχείρηση την πεποίθηση, ότι ουδεμία αξίωση είχε κατά αυτής και ενδεχόμενη ευδοκίμηση της υπό κρίση αγωγής της, θα ανέτρεπε υπέρμετρα τη συμφωνηθείσα αμοιβή της και θα συνεπαγόταν σημαντική και δυσβάστακτη υποχρέωση…», δεν συνιστούν, ακόμη και αληθή υποτιθέμενα, την αόριστη νομική έννοια της καταχρηστικής άσκησης των αξιώσεων του μισθωτού από εργατικές απαιτήσεις του, καθώς μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και η παράλειψή του να ασκήσει εν όλω ή εν μέρει την αξίωσή του, ακόμη και αν δημιούργησε στον υπόχρεο την εύλογη πεποίθηση ότι η αξίωση ή το δικαίωμα δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί ή ότι δεν υπάρχει η αξίωση ή το δικαίωμα, δεν καθιστά την επακολουθούσα άσκηση καταχρηστική, υπό την ειδικότερη μορφή της αποδυνάμωσης του δικαιώματος, ενόψει ιδίως του ότι οι συνέπειες της αδράνειας του δικαιούχου αντιμετωπίζονται με τον θεσμό της παραγραφής, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως, ειδικές συνθήκες και περιστάσεις (ΑΠ1103/2013ΔΕΝ2014, 295, ΑΠ 540/2010 ΔΕΝ 2012, 113, ΕφΠειρ231/1990 ΤΝΠ Ισοκράτης), προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της μακράς αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης, υπό τις ειδικές αυτές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο διάστημα, να εξέρχεται των υπό του άρθρου 281ΑΚ διαγραφομένων ορίων και να δημιουργεί μια άξια προστασίας εμπιστοσύνη του άλλου μέρους (ΑΠ768/2016ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), έτσι ώστε η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε να συνεπάγεται επαχθείς, όχι, δε, κατ’ ανάγκη και αφόρητες ή υπέρμετρα επαχθείς συνέπειες για τον υπόχρεο, για την αποτροπή των οποίων κρίνεται, με γνώμονα την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, επιβεβλημένη η θυσία του αξιουμένου δικαιώματος (ΑΠ 536/2017ΤΝ Π ΝΟΜΟΣ).Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε ως μη νόμιμη, την ερειδόμενη στο άρθρο 281 ΑΚ ένσταση της εναγόμενης, ορθά εφάρμοσε το νόμο και επομένως, ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει ως αβάσιμος να απορριφθεί. Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα, το συνολικό ποσό των (3.445,35+ 554,30 +392,63 +322+ 34,07, 544,68+ 272,34+ 222,04+ 111,02=) πέντε χιλιάδων οκτακόσιων ενενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών(5.898,43€), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της δήλης ημέρας καταβολής εκάστου αγωγικού κονδυλίου (ΟλΑ039-40/2002 ΕΕργΔ2002/1482) και μέχρι την πλήρη εξόφληση, ως ακολούθως, ήτοι, για τις διαφορές των μηνιαίων δεδουλευμένων αποδοχών από το τέλος εκάστου μηνός εντός του οποίου αυτές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα από την 31η Δεκεμβρίου και την 30η Απριλίου, αντίστοιχα του οικείου ημερολογιακού έτους στο οποίο αφορούν και για τις αποδοχές και το επίδομα άδειας από την τελευταία ημέρα του οικείου ημερολογιακού έτους, στο οποίο αφορούν μέχρι την πλήρη εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που επιδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 5.953,76 ευρώ, εσφαλμένα το νόμο εφάρμοσε και εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ο περί τούτου σχετικός λόγος της έφεσης, όπως και η έφεση, να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης-ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας-εναγόμενης, μειωμένα, όμως, ενόψει της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων(άρθρ. 178,186 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση κατά της υπ’αριθμ. 4062/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακόσιων ενενήντα οκτώ ευρώ και σαράντα τριών λεπτών(5.898,43€), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ως ακολούθως, ήτοι, για τις διαφορές των μηνιαίων δεδουλευμένων αποδοχών από το τέλος εκάστου μηνός εντός του οποίου αυτές κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές, για τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα από την 31η Δεκεμβρίου και την 30η Απριλίου, αντίστοιχα του οικείου ημερολογιακού έτους, στο οποίο αφορούν και για τις αποδοχές και το επίδομα άδειας από την τελευταία ημέρα του οικείου ημερολογιακού έτους, στο οποίο αφορούν μέχρι την πλήρη εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει μειωμένα σε επτακόσια ευρώ(700€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του την 1η Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων  και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ