Αριθμός 634/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 26-6-2017 (γεν. αριθμ. καταθ. …..) ανακοπή ερημοδικίας, η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 248/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, που εκδόθηκε ερήμην της ανακόπτουσας (εκκαλούσας), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τα άρθρα 144, 495 και 503 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αφού η ανακοπτόμενη απόφαση επιδόθηκε στις 12- 6- 2017 (βλ. την υπ΄αριθμ. …… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, Π. Ρ.) και η ανακοπή ερημοδικίας κατατέθηκε στις 26-6-2017 (βλ. σχετική έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού).
Σημειώνεται δε ότι η ανακόπτουσα απαλλάσσεται της καταβολής του ορισθέντος για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας σχετικού παραβόλου, λόγω της παροχής σ΄αυτήν νομικής βοήθειας του άρθρου 1 του Ν. 3226/ 2004, σύμφωνα με την ….. πράξη του Προέδρου Εφετών του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά (πρβλ ΑΠ 1073/ 2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 ΚΠολΔ, ανακοπή κατά αποφάσεως που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας. Ως ανώτερη βία νοείται κάθε ανυπαίτιο και απρόβλεπτο γεγονός εξαιρετικής φύσεως, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αναμενόταν και ούτε ήταν δυνατόν να προληφθεί ή να αποτραπεί ακόμη και με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης (Ολομ. ΑΠ 29/1992, ΑΠ 219/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, ως ανώτερη βία, στο πεδίο του δικονομικού δικαίου, νοείται κάθε τυχαίο και ανυπαίτιο γεγονός παρακωλυτικό της εμφανίσεως του διαδίκου στο ακροατήριο και της συμμετοχής του στην εκδίκαση της υποθέσεώς του, το οποίο ήταν εξαιρετικό και απρόβλεπτο και δεν μπορούσε στη συγκεκριμένη περίπτωση να αποτραπεί από αυτόν ούτε με μέτρα άκρας επιμέλειας και συνέσεως. Τέτοια γεγονότα μπορεί να είναι, πλην άλλων, η αιφνίδια ασθένεια, τυχόν ατύχημα ή άλλο συμβάν, υπό ορισμένες περιστάσεις, του διαδίκου ή του πληρεξούσιου δικηγόρου του, εξαιτίας του οποίου ο διάδικος ή ο δικηγόρος περιέρχεται σε κατάσταση αδυναμίας να εμφανισθεί στο δικαστήριο ή να προβεί στις δέουσες ενέργειες για την ανάθεση σε άλλο δικηγόρο της εκτελέσεως της σχετικής πράξεως, εφόσον τα γεγονότα αυτά υπήρξαν απρόβλεπτα και αναπότρεπτα και επιπλέον συνέβαλαν στην επέλευση της ερημοδικίας. Με την έννοια αυτή η ανώτερη βία, αξιολογούμενη στο χώρο του δικονομικού δικαίου, ταυτίζεται κατά τον πυρήνα της με την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, από την οποία διαφοροποιείται μόνον κατά τις συνέπειες: Η δικονομική ανώτερη βία οδηγεί σε επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση με αντίστοιχη ανατροπή της κύρωσης που προκάλεσε η παραβίαση συγκεκριμένου δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο η ανώτερη βία λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη. Επομένως στο χώρο του δικονομικού δικαίου συνιστά ανώτερη βία η κατάσταση αδυναμίας του διαδίκου ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου να ανταποκριθούν σε κάποιο δικονομικό βάρος τους, παρά την εκ μέρους τους καταβολή της οφειλόμενης (εξιδιασμένης) προσοχής και επιμέλειας, με αποτέλεσμα η σχετική διαδικαστική πράξη τους να πάσχει από ακυρότητα ή να είναι απαράδεκτη. Δεν εμπίπτει όμως στην παραπάνω έννοια της ανώτερης βίας η ασθένεια του διαδίκου ή συγγενικού του προσώπου που εμποδίζει αυτόν να παραστεί στο δικαστήριο, όταν μπορεί να παραστεί δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ενώ δεν συνιστούν ανώτερη βία η αδιαφορία και η ολιγωρία του πληρεξουσίου δικηγόρου, η αμελής ή η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων του πληρεξουσίου δικηγόρου, (ΑΠ 141/2005 ΕλλΔνη 2005.1660, ΑΠ 740/1997 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 3670/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5732/2002 ΕλλΔνη 2003.1384). Εξάλλου, αν η ανακοπή ερημοδικίας ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 503 παρ. 1 και 505 παρ. 1 ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το Δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέλθουν στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν δηλαδή η ανακοπή δεν ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως ή αν δεν πιθανολογείται η βασιμότητα του λόγου της, το Δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις διατάξεις αυτές και με στόχο την ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης, προκύπτει ότι το Δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση με την οποία θα κρίνει και το τυπικά παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση, το δε ελάττωμα της κλητεύσεως ή η ύπαρξη του περιστατικού ανώτερης βίας, που προκάλεσαν την ερημοδικία του ανακόπτοντος, θα διαγνωσθούν με βάση τα στοιχεία που επικαλούνται και προσκομίζουν προαποδεικτικώς οι διάδικοι (ΕφΔωδ 111/2004, ΕφΔωδ 274/2004 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5732/2002 ΕλλΔνη 44,1384, ΕφΘεσ 184/1999 ΕλλΔνη 40,1389).Στην προκειμένη περίπτωση με την υπο κρίση ανακοπή της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η απουσία της κατά τη δικάσιμο της 20-10-2016 του παρόντος δικαστηρίου, οπότε συζητήθηκε ερήμην της η έφεσή της κατά του ήδη καθού η ανακοπή αντιδίκου της και κατά της με αριθμό 5276/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία μισθωτικών διαφορών), οφείλεται σε ανωτέρα βία, συνιστάμενη στο ότι αφενός ήταν πεπεισμένη ότι θα την εκπροσωπήσει νομίμως η διορισθείσα κατά τον Ν. 3226/2004 πληρεξούσια δικηγόρος της η οποία άσκησε την υπ΄αριθμ. ………. έφεση, το οποίο όμως τελικώς δεν συνέβη ποτέ για λόγους άγνωστους σ΄αυτήν (ανακόπτουσα), αφετέρου ενώ επρόκειτο και προσωπικά να μεταβεί η ίδια (ανακόπτουσα) στο Δικαστήριο αυθημερόν οπότε θα ανακάλυπτε την όλως αναιτιολόγητη απουσία της δικηγόρου της και θα ζητούσε αναβολή, αυτό κατέστη παντελώς αδύνατον αφού από την προηγούμενη το βράδυ 19-10-2016 ο πατέρας της ……., κάτοικος …… – …….., ο οποίος πάσχει από σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα για πολλά έτη, εμφάνισε οξύ καρδιακό πρόβλημα, με αποτέλεσμα, επειδή διαμένει μόνος του, να χρειασθεί να μεταβεί εσπευσμένα στην …… προκειμένου να του παράσχει οιαδήποτε συνδρομή του ήταν απολύτως αναγκαία και έτσι τελικά να μην παραστεί στο Δικαστήριο και να δικασθεί ερήμην.Τα ως άνω πραγματικά περιστατικά που επικαλείται η ανακόπτουσα για να δικαιολογήσει τη μη εμφάνισή της στο Δικαστήριο και τη συνακόλουθη ερημοδικία της και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να θεμελιώσουν τον εκ μέρους της επικαλούμενο λόγο ανωτέρας βίας κατά την έννοια που διαλαμβάνεται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη. Με βάση τα ως άνω περιστατικά η ερημοδικία της ανακόπτουσας κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 20-10-2016 δεν οφείλεται σε ανυπαίτιο γεγονός εξαιρετικής φύσεως που δεν αναμενόταν και δεν ήταν δυνατόν ν’ αποτραπεί από αυτήν ούτε με μέτρα άκρας επιμελείας συνετού ανθρώπου, αλλά σε λόγους που αφορούν αποκλειστικά το πρόσωπό της και την έλλειψη της επιμελείας, που όφειλε να επιδεικνύει σχετικά με την ένδικη υπόθεσή της. Και τούτο διότι αφενός μεν η πλημμελής ως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα εκτέλεση των καθηκόντων της πληρεξουσίας δικηγόρου της δεν συνιστά ανώτερη βία, αφετέρου δε νομικά αδιάφορη εν προκειμένω είναι και η αδιαθεσία που επικαλείται ότι υπέστη ο πατέρας της την προηγούμενη ημέρα της δικασίμου (βλ.σχετ. την από 19-10-2016 προσκομιζόμενη από την ανακόπτουσα ιατρική βεβαίωση του ειδικού καρδιολόγου Δ.Λ.) δεδομένου ότι η ανακόπτουσα όφειλε να επικοινωνήσει με την πληρεξουσία δικηγόρο της, είτε με άλλο δικηγόρο συνάδελφό της και να υποστηρίξει την έφεσή της ή να ζητήσει την αναβολή της συζητήσεως αυτής δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της ή συναδέλφου αυτής, τους οποίους μπορούσε να ειδοποιήσει σχετικώς ακόμα και τηλεφωνικά, χωρίς να είναι απαραίτητη η παρουσία της ιδίας ως διαδίκου ενώπιον του Δικαστηρίου ή ακόμη να δώσει η ανακόπτουσα εντολή σε άλλο δικηγόρο να υπερασπισθεί την υπόθεσή της.Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι της ένδικης ανακοπής ως νόμω αβάσιμοι καθώς και η τελευταία στο σύνολό της.Σε βάρος δε της ανακόπτουσας πρέπει να επιβληθούν λόγω της ήττας της και της απορρίψεως του ενδίκου μέσου που άσκησε τα δικαστικά έξοδα του καθού η ανακοπή, δεκτού γενομένου ως βάσιμου του σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ 2 του ΚΠολΔ), ως ορίζεται ειδικότερα κατωτέρω στο διατακτικό.ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την από 26-6-2017 ανακοπή ερημοδικίας κατά της υπ΄αριθμ. 248/2017 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου. ΚΑΙ Επιβάλλει σε βάρος της ανακόπτουσας τα δικαστικά έξοδα του καθού η ανακοπή, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 19 Οκτωβρίου 2018, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ