Αριθμός 291/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τμήμα 2o)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Παϊπέτη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……….. εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Νακόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς τις από 27.9.2012 και υπ΄ αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2012 και ……./2012 ανακοπές, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 4963/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε τις ανακοπές αυτές.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 16.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2019) αρχικά η 19η.3.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, σύμφωνα με το άρθρο τρίτο παρ. 1 στοιχ. α΄ της Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17734 (ΦΕΚ 833/12.3.2020, τ. Β΄), λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.05.2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 12.3.2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ.76/2020 πράξη του Προέδρου Εφετών Πειραιώς, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 14-01-2021) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ 104/30.5.2020, τ. Α΄).
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 16-05-2019 (γεν.αριθμ.καταθ………../2019) έφεση της ηττηθείσας ανακόπτουσας κατά της υπ΄αριθμ.4963/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου (τακτική διαδικασία), εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 19-03-2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, σύμφωνα με το άρθρο τρίτο παρ. 1 στοιχ. α΄ της Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17734 (ΦΕΚ 833/12.3.2020, τ. Β΄), λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.05.2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 12.3.2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ.76/ 2020 πράξη του Προέδρου Εφετών Πειραιώς, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 14-01-2021) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ 104/30.5.2020, τ. Α΄).
Η κρινόμενη έφεση που στρέφεται κατά της υπ΄αριθμ.4963/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία κατά την οποία εκδικάζονται οι διαφορές από διαταγές πληρωμής από συμβάσεις τοκοχρεωλυτικών δανείων με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής (άρθρα 625,632,584,585 ΚΠολΔ), επί των από 27-09- 2012 με αριθμ. καταθ. …./2012 και …../2012 ανακοπών της ήδη εκκαλούσας κατά της ήδη εφεσίβλητης που ασκήθηκαν ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄ εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί και το εκ του άρθρου 495 παρ3 ΚΠολΔ απαιτούμενο παράβολο ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης εφέσεως.
Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με τις από 27-09-2012 (αρ. έκθ.κατ. …../2012 και ……/2012) ανακοπές που άσκησε κατά της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ,ζητούσε για τους αναφερόμενους στις ανακοπές λόγους, την ακύρωση των με αριθμό ….. και …../2012 διαταγών πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με τις οποίες υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθής, τα ποσά των 78.749,88 ευρώ και 90.109,94 ευρώ αντίστοιχα, πλέον τόκων και εξόδων, από συμβάσεις τοκοχρεωλυτικών δανείων και να καταδικασθεί η καθής στην εν γένει δικαστική της δαπάνη.
Επί των ανακοπών αυτών που συνεκδικάσθηκαν, εκδόθηκε η με αριθμό 4963/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τις ανακοπές και επικύρωσε τις παραπάνω διαταγές πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα – ανακόπτουσα με την κρινόμενη έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται σ΄αυτήν και που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί αυτή και να γίνει δεκτή η ανακοπή της ως ουσιαστικά βάσιμη, με σκοπό όπως ακυρωθούν οι παραπάνω διαταγές πληρωμής.
Σύμφωνα με το άρθρο 626 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 118 και 117, ως και το άρθρο 119 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή. Η διάταξη αυτή, διαφοροποιείται από τη σχετική για το περιεχόμενο της αγωγής διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., και δεν απαιτεί, όπως εκείνη, τον ουσιαστικό ή συγκεκριμένο προσδιορισμό της ιστορικής βάσης, αλλ` αρκείται στην έκθεση εκείνων μόνον των περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη του αντικειμένου της, του είδους και του τρόπου της γέννησης της και δικαιολογούν την ύπαρξη αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση, προς τον αιτούντα.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι μπορεί να ζητηθεί, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 επ. Κ.Πολ.Δ., η έκδοση διαταγής πληρωμής για το οφειλόμενο κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού (άρθρο 112 ΕισΝΑΚ), εφόσον τούτο είναι ορισμένο κατά ποσό και δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία και υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύονται εγγράφως: α) η σύμβαση ανοίγματος του λογαριασμού, β) το κλείσιμο του και γ) το υπόλοιπο που προέκυψε από το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού. Εξάλλου, η συμφωνία μεταξύ του πιστούχου και της πιστοδότριας Τράπεζας, ότι το ύψος της οφειλής του πρώτου προς τη δεύτερη θα αποδεικνύεται από απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τελευταίας, δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και γι` αυτό είναι έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρα 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 ΝΔ 3026/1954, 14 Ν 1599/1986). Από τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο άρθρο 626 παρ. 1 και 2 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, μεταξύ της αιτούσας πιστοδότριας Τράπεζας και του καθού η αίτηση πιστούχου, αρκεί να αναφέρεται ότι μεταξύ των διαδίκων συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της αιτούσας και ότι ο σχετικός λογαριασμός έκλεισε με ορισμένο υπόλοιπο υπέρ αυτής, το οποίο αποδεικνύεται από το πλήρες απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της, στο οποίο εμφανίζεται η όλη κίνηση του λογαριασμού, από την υπογραφή της συμβάσεως πιστώσεως μέχρι το κλείσιμο της. Δεν είναι δε απαραίτητο να αναφέρονται στην αίτηση και τα επί μέρους κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, αφού τα κονδύλια αυτά περιλαμβάνονται στο σχετικό απόσπασμα, από το οποίο κατά τη συμφωνία των διαδίκων, αποδεικνύεται η απαίτηση της πιστοδότριας Τράπεζας. Σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως υφίσταται, όταν ο ένας από τους συμβαλλόμενους υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του άλλου ορισμένη πίστωση για ορισμένο χρόνο και ο άλλος, δηλαδή ο πιστούχος, μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, είτε με τη λήψη του χρηματικού ποσού, είτε με προεξόφληση και από αυτή γεννιέται απαίτηση κατ` αυτού υπέρ του οποίου έχει καταρτισθεί, όταν και στο μέτρο που θα εκτελεσθεί. Η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως συνιστά κατά την ορθότερη άποψη δάνειο που καταρτίζεται με μόνη την κοινή συναίνεση των συμβαλλομένων. Αυτή είναι δυνατό να συνδυάζεται με αλληλόχρεο (ανοικτό) λογαριασμό, οπότε έχουν εφαρμογή και οι σχετικοί με τον αλληλόχρεο λογαριασμό κανόνες (Βλ. και Ι. Ρόκα στον Γεωργιάδη/Σταθόπουλο, άρθρα 806-809, αρ. 27, 28, ΕφΘεσ 1042/1997 ΕλλΔνη 39,139). Συνεπώς επί ανοίγματος πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό υπάρχουν δύο συμβάσεις που διακρίνονται μεταξύ τους, δηλαδή από το ένα μέρος το άνοιγμα της πιστώσεως (δάνειο) και από το άλλο μέρος, παραλλήλως προς εξυπηρέτηση της πιστώσεως, ο αλληλόχρεος λογαριασμός. Για τις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται οι κανόνες δικαίου που αφορούν την καθεμία. Ειδικότερα, το άνοιγμα πιστώσεως (δάνειο) λήγει, είτε από λόγους γενικούς, όπως κάθε σύμβαση, δηλαδή π.χ. με την πάροδο προθεσμίας, με αντίθετη συμφωνία, είτε ως διαρκής σύμβαση με καταγγελία, εάν συμφωνήθηκε για αόριστο χρόνο. Μόλις λήξει η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως (κυρία σχέση), κλείνεται και η παρεπόμενη σύμβαση του αλληλοχρέου λογαριασμού (βλ. και ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32,62, Κονδύλη, Έννοια, λειτουργία και αποτελέσματα του αλληλοχρέου λογαριασμού, ΕλλΔνη 37,498,1. Βελέντζα, Δίκαιο αλληλοχρέου λογαριασμού, σελ. 36, Γεωργιάδη/Σταθόπουλο υπ` άρθρο 806, αρ. 20). Περαιτέρω, από τα άρθρα 669 ΕμπΝ, 361ΑΚ και 112 ΕισΝΑΚ, συνάγεται ότι ο αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος (όπως η ανώνυμη εταιρία, κατά το άρθρο 1 Ν 2190/1920), με την οποία συμφωνείται να καταχωρούνται σε ένα λογαριασμό, με τύπο πιστοχρεωστικών κονδυλίων, οι μεταξύ τους συναλλαγές και να οφείλεται, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, το κατάλοιπο. Στην έννοια του αλληλοχρέου λογαριασμού περιλαμβάνεται, κατά την νομολογία, και ο ανοικτός λογαριασμός πιστώσεως σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πιστώσεως) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες (βλ. ενδεικτικώς ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45,90, ΑΠ 667/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ 2001,73, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43,419, ΕφΠατρ 906/2005 ΔΕΕ 2006,641, Εφθεσ 1853/2003 Αρμ2005,550, Εφθεσ 1042/1997 ό.π., ΕφΑΘ 2442/1994 ΕλλΔνη 36,1266, Εφθεσ 394/1989 ΕλλΔνη 30,1006, Κονδύλη, ό.π.).
Ο αλληλόχρεος λογαριασμός, όπως προκύπτει από το άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ μπορεί να κλεισθεί όχι μόνον οριστικώς στις από το νόμο οριζόμενες περιπτώσεις, αλλά και προσωρινώς κατά περιόδους. Η τράπεζα δικαιούται (άρθρο 47 παρ. 2 ΝΔ 17.7/13.8.1923) το λογαριασμό αυτό της πιστώτριας να τον κλείσει οποτεδήποτε θελήσει. Σε περίπτωση που κατά το περιοδικό ενδιάμεσο κλείσιμο του λογαριασμού αναγνωρίσθηκε από τον οφειλέτη το προσωρινό υπόλοιπο που προέκυψε από αυτό, το υπόλοιπο αυτό αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, με συνέπεια, κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου, να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, του οριστικού υπολοίπου των κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση. Με αναγνώριση δε του καταλοίπου κάποιας περιόδου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση που επέρχεται σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών με την παρέλευση της προθεσμίας που θέτει η τράπεζα στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να προβάλει αντιρρήσεις κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου. Διαταγή πληρωμής εξάλλου μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλοχρέου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση αυτού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πιστώσεως, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη (ΕφΠειρ 619/2009 ΔΕΕ 2011,72, Εφθεσ 780/2009 ΔΕΕ 2010,332).
Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο κοινό λόγο των ένδικων ανακοπών η ανακόπτουσα ζητεί την ακύρωση των προσβαλλόμενων διαταγών πληρωμής διότι η αίτηση για την έκδοσή τους ήταν αόριστη επειδή δεν περιλαμβάνονταν σ΄αυτήν όλα τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων των λογαριασμών που εξυπηρέτησαν τις επίδικες συμβάσεις δανείου. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις του άρθρου 626 παρ.1 και 2 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη αναφερόμενες διατάξεις και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.
Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στην από 5-7-2012 αίτηση που υπέβαλε η καθής ήδη εφεσίβλητη για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος της ανακόπτουσας ήδη εκκαλούσας, για την έκδοση διαταγής πληρωμής επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ……/2012 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αναφέρονταν τα εξής έγγραφα: α) η υπ΄αριθμ. ……../22-1-2008 σύμβαση επισκευαστικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της καθής Τράπεζας και της ανακόπτουσας, δυνάμει της οποίας η πρώτη χορήγησε στη δεύτερη τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 90.932 ευρώ, β) η περιλαμβανόμενη δε στον υπ΄αριθμ.10 όρο της παραπάνω σύμβασης δανείου συμφωνία των διαδίκων δυνάμει της οποίας η ανακόπτουσα αναγνώρισε ότι το απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της καθής, από το οποίο προκύπτει η κίνηση του σχετικού λογαριασμού και το ύψος του ληξιπρόθεσμου και απαιτητού πλέον δανείου, αποτελεί σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της καθής Τράπεζας έναντι αυτής, γ) το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση της αναφερόμενης στην άνω αίτηση σύμβασης δανείου, καθώς και το χρεωστικό υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού κατά την ημερομηνία οριστικού κλεισίματός του (5-4-2012),που ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 88.109,20 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, δ) η από 5-4-2012 εξώδικη καταγγελία της επίδικης σύμβασης που κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα την 18-4-2012, με την οποία γνωστοποιήθηκε σ΄αυτήν το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού και το χρεωστικό του υπόλοιπο κατά την ημερομηνία οριστικού κλεισίματος αυτού και ε) το από 25-5-2012 απόσπασμα από τα επίσημα βιβλία της καθής, από το οποίο προέκυπτε η πλήρης κίνηση του λογαριασμού και το ύψος του ληξιπρόθεσμου και απαιτητού πλέον δανείου που κατά την ημερομηνία αυτή ανερχόταν στο ποσό των 90.109,94 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από την 25-5-2012 και το οποίο (απόσπασμα) επισυναπτόταν στην ως άνω αίτηση. Στη συνέχεια, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι στην από 5-7-2012 αίτηση που υπέβαλε η καθής για την έκδοση διαταγής πληρωμής επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ αριθμ. υπ΄αριθμ. ……../2012 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αναφέρονταν τα εξής έγγραφα: α) η υπ΄αριθμ. ………./22-1-2008 σύμβαση στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της καθής Τράπεζας και της ανακόπτουσας δυνάμει της οποίας η πρώτη χορήγησε στη δεύτερη τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 79.068 ευρώ β) η περιλαμβανόμενη δε στον υπ΄αριθμ.10 όρο της παραπάνω σύμβασης δανείου συμφωνία των διαδίκων δυνάμει της οποίας η ανακόπτουσα αναγνώρισε ότι το απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της καθής, από το οποίο προκύπτει η κίνηση του σχετικού λογαριασμού και το ύψος του ληξιπρόθεσμου και απαιτητού πλέον δανείου, αποτελεί σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της καθής Τράπεζας έναντι αυτής, γ) το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση της αναφερόμενης στην άνω αίτηση σύμβασης δανείου, καθώς και το χρεωστικό υπόλοιπο του εν λόγω λογαριασμού κατά την ημερομηνία οριστικού κλεισίματός του (5-4-2012),που ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 77.015,60 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, δ) η από 5-4-2012 εξώδικη καταγγελία της επίδικης σύμβασης που κοινοποιήθηκε στην ανακόπτουσα την 18-4-2012,με την οποία γνωστοποιήθηκε σ΄αυτήν το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού και το χρεωστικό του υπόλοιπο κατά την ημερομηνία οριστικού κλεισίματος αυτού και ε) το από 25-5-2012 απόσπασμα από τα επίσημα βιβλία της καθής, από το οποίο προέκυπτε η πλήρης κίνηση του λογαριασμού και το ύψος του ληξιπρόθεσμου και απαιτητού πλέον δανείου που κατά την ημερομηνία αυτή ανερχόταν στο ποσό των 78.749,88 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας από την 25-5-2012 και το οποίο (απόσπασμα) επισυναπτόταν στην ως άνω αίτηση.
Ως εκ τούτου με το ανωτέρω περιεχόμενο οι παραπάνω αιτήσεις για την έκδοση των ανακοπτόμενων διαταγών πληρωμής ήταν ορισμένες κατά τα εκτιθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, χωρίς να είναι απαραίτητη για την πληρότητα αυτών η αναφορά των κατ΄ιδίαν κονδυλίων των τηρηθέντων προς εξυπηρέτηση των επίδικων δανειακών συμβάσεων λογαριασμών. Επομένως ο πρώτος κοινός λόγος των ένδικων ανακοπών απορριπτέος τυγχάνει ως ουσιαστικά αβάσιμος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τις αποδείξεις και ο σχετικός πρώτος λόγος έφεσης πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά το άρθρο 2 § 6 του ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”, όπως η αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 § 24 του ν.2741/1992 και το εδ. α’ αυτής μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 § 2 του ν.3587/2007, που έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, αφού η καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που γίνεται η χρήση αυτού (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007. 975), οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί καταναλωτικά ή στεγαστικά ή άλλης μορφής δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται.
Κατά δε την § 7 του ίδιου άρθρου, σε κάθε περίπτωση καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που : α) παρέχουν στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη αιτία, υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για σύναψη σύμβασης, β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και ευθύνες των προμηθευτών, γ) προβλέπουν προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης υπερβολικά σύντομη για το τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή, δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα υπερβολικά μακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισμένο χρόνο, ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος ν’ αναφέρεται στη σύμβαση, στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία, ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση, η)επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του, θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό ν’ ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις για τον καταναλωτή προδιαγραφές, στο δείγμα, στις ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό της, ι) επιτρέπουν στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο, ια)χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα και εύλογα για τον καταναλωτή, ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του πράγματος, ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή, ιδ) προβλέπουν τη μετακύλιση της ευθύνης του πωλητή ή του εισαγωγέα αποκλειστικά στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον, ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του προμηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από την τήρηση ειδικής τυπικής διαδικασίας, ιστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει τη σύμβαση κατά την κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή ή να παρακρατείται ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί από αυτόν, όταν τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος, ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματά του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει πταίσμα, ιη) εμποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όταν η αύξηση του τιμήματος σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης είναι υπερβολική γι’ αυτόν, ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην εκτελέσει τη σύμβαση, κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν μέρει την καταβολή του τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, κα) επιβάλλουν στον καταναλωτή που πιστώθηκε με το τίμημα των αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει μεταχρονολογημένη επιταγή, κβ) συνεπάγονται παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή, κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να προτείνει σε συμψηφισμό προς τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ομοειδείς απαιτήσεις του κατά του προμηθευτή, κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί, κε) υποχρεώνουν τον καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης από τον προμηθευτή, μολονότι ο προμηθευτής δεν ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή με βάση συγκεκριμένες προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προμηθευτή συνιστάται σε υπηρεσίες με κράτηση, κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή ν’ απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τ’ αποδεικτικά του μέσα, κη)περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του προμηθευτή, κθ) αναθέτουν στον προμηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγματος και της προμήθειας των ανταλλακτικών, λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, λα) αποκλείουν την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την πρόβλεψη αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας και λβ) προβλέπουν την καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να επικαλεστεί και ν’ αποδείξει τη ζημία που υπέστη. Οι πιο πάνω αναφερόμενες ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται άνευ ετέρου από το νόμο ως καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994.
Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τ’ αναφερόμενα σ’ αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών.
Ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή, για διατήρηση του όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του. Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου, που θέλει ν’ αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες. Οι ΓΟΣ τέλος πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή. Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13 του Συμβουλίου της ΕΟΚ «σχετικώς με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων συναπτομένων μετά των καταναλωτών» (ΑΠ 7/2011 ΝοΒ 2011. 562, ΑΠ 1001/2010Ε ΕμπΔ 2010. 943, ΑΠ 2123/2009 ΔΕΕ 2010. 714, ΕφΠειρ 11/2011 ΔΕΕ 2011. 814,ΕφΘεσ/κης 459/2011 ΕΕμπΔ 2011. 535, ΕφΑθ 2057/2010 ΔΕΕ 2011. 339, ΕφΘεσ/κης 312/2010 Αρμεν 2011. 979, ΕφΘράκ 261/2009 Νόμος, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλλΔνη2007. 902, ΕφΑθ 776/2006 ΕλλΔνη 2006. 1499, ΠΠΑθ 7967/2008 Αρμεν 2009 1892, ΠΠΘεσ/κης 31919/2007 Αρμεν 2008. 244, ΠΠΘεσ/κης 36104/2006 Αρμεν2007. 570, ΠΠΘεσ/κης 12504/2006 Αρμεν 2006. 1041). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 α’ του ν. 2251/1994, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος και ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ του καταναλωτή, εφόσον διενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Αναγκαίες προϋποθέσεις, προκειμένου να θεωρηθεί ως καταναλωτής το πρόσωπο που επιζητεί την προστασία του νόμου, είναι να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και ο προμηθευόμενος τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες να είναι ο τελικός αποδέκτης τους.
Καταναλωτής άλλωστε θεωρείται ο τελικός οικονομικός αποδέκτης των ανωτέρω προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται στην αγορά, ανεξαρτήτως αν αυτά (υπηρεσίες ή προϊόντα) προορίζονται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση και δεν αποβλέπουν στην ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών, όπως απαιτούσε το προηγούμενο δίκαιο (άρθρο 2 § 1 του ν. 1961/1991). Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 εφαρμόζονται ευθέως ή κατ’ αναλογία κατά τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο πελάτης συναλλάσσεται με την Τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή και της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης του πελάτη της Τράπεζας (ΕφΠειρ 72/ 2011 ΔΕΕ 2011. 701, ΕφΑθ 730/2005 ΕΕμπΔ2005. 741, οι οποίες έκριναν ότι καταναλωτής είναι ο τελικός αποδέκτης υπηρεσιών-προϊόντων Τράπεζας, αδιαφόρως αν αυτά προορίζονται για προσωπική ή επαγγελματική χρήση, παρέβαλε ΑΠ 1343/2012 Νόμος, ΑΠ 733/2011 ΕΕμπΔ 2011.819, ΑΠ 16/2009 Νόμος, ΑΠ 989/2004 ΕΕμπΔ 2005. 517, ΕφΛάρ 133/2010 ΕΕμπΔ2011. 145, ΕφΘεσ/κης 1215/2008 ΕΕμπΔ 2008. 1154, οι οποίες έκριναν ότι υπάγονται στο ν. 2251/1994 οι ζημίες σε περιουσιακά αγαθά που προορίζονται για επαγγελματική χρήση, αντίθετα ΑΠ 1738/2009 ΕφΑΔ 2010. 439, ΕφΑθ 3670/2012ΔΕΕ 2012. 1039, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012. 676, Εφ Λάρ 806/2010 ΕΕμπΔ 2011.461, ΕφΘεσ/κης 1429/2009 ΕΕμπΔ 2009. 1010, Εφ Θεσ/κης 317/2009 ΔΕΕ 2009.819, ΠΠΑθ 7169/2010 ΝοΒ 2011. 351, ΠΠΙωανν 206/ 2010 ΕΕμπΔ 2011. 430, κατά τις οποίες μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ίδιων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος, ενώ εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η ΑΠ 1332/2012 Νόμος παρέπεμψε στην τακτική Ολομέλεια του Άρειου Πάγου τα εξής νομικά ζητήματα : α) αν οι δανειολήπτες, οι οποίοι συμβλήθηκαν με σκοπό την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων, έχουν την ιδιότητα των καταναλωτών και β) αν τα πρόσωπα που εγγυήθηκαν και ιδίως τα πρόσωπα που εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτες (παραιτηθέντες των οικείων ενστάσεων) υπέρ τέτοιων δανειοληπτών, όταν τα ίδια δεν ενεργούν στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, έχουν αυτή την ιδιότητα, απόφαση δε επ’ αυτής δεν έχει ακόμα εκδοθεί). Η προστασία του καταναλωτή του ν. 2251/1994 επεκτείνεται και στον εγγυητή είτε όταν η κύρια οφειλή υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού είτε όταν ο εγγυητής θεωρείται τελικός αποδέκτης παρέχοντας εγγύηση στα πλαίσια μη επαγγελματικής του δραστηριότητας για εξυπηρέτηση όχι δικών του συμφερόντων, αλλά για την εξασφάλιση της οφειλής εμπόρου (ΕφΠειρ 52/2011 Αρμεν 2012. 1711). Καταναλωτής θεωρείται και ο εγγυητής σε σύμβαση με την οποία χορηγείται πίστωση σε έμπορο από Τράπεζα για να καλύψει τις χρηματικές ανάγκες του ως τελικός αποδέκτης υπηρεσιών για να τις καταναλώσει και όχι να τις προσφέρει περαιτέρω με αντάλλαγμα και όταν συνάπτει συναλλαγές που είναι βοηθητικές για τη συγκεκριμένη εμπορική του δραστηριότητα (ΕφΘεσ/κης 459/2011 ΕΕμπΔ 2011. 535,ΕφΘεσ/κης 2788/2009 ΕΕμπΔ 2010. 196). Άλλωστε, ο έλεγχος που επιβάλλει ο νόμος 2251/ 1994 έχει σκοπό την προστασία του καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου όχι μόνο του πελάτη της Τράπεζας, ο οποίος είναι ο πιστολήπτης, αλλά και του εγγυητή του, ο οποίος δεν είναι πελάτης και συνεπώς αποδέκτης των υπηρεσιών της Τράπεζας, διότι, ενόψει της φύσης της εγγύησης ως παρεπόμενης της πίστωσης σύμβασης και της άρνησης των Τραπεζών να καταρτίσουν τη σύμβαση παροχής πίστωσης αν η εγγύηση δεν προσλάβει το περιεχόμενο που αυτές προτείνουν, καθίσταται αντιφατικό να μην έχει και ο εγγυητής την ιδιότητα του καταναλωτή (ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003. 643, ΠΠΘεσ/κης 31919/2007 Αρμεν 2008. 244,αντίθετα ΑΠ 904/2011 Αρμεν 2012. 1708, ΕφΑθ 3670/2012 ό. π., ΕφΑθ 3984/2011ΔΕΕ 2011. 1276, ΕφΘεσ/κης 492/2010 ΕΕμπΔ 2011. 81, ΕφΛάρ 114/2007 Νόμος, ΕφΠειρ 91/2002 Ε ΕμπΔ 2002. 778, κατά τις οποίες ο συμβαλλόμενος στη σύμβαση εγγύησης δεν είναι αποδέκτης των προσφερομένων από την Τράπεζα υπηρεσιών και συνεπώς δεν είναι καταναλωτής). Οι ΓΟΣ, τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 430/2005 ΔΕΕ 2005.460, ΕφΘεσ 459/2011 δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).
Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τράπεζας της Ελλάδος υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή, ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θεσπίσεως ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της Τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειοδοτούμενο, είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου, κατ’ άρθρο 174 ΑΚ, ούτε σε άλλο απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβαρύνσεως στον δανειολήπτη αποτέλεσε, από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συνετέλεσαν: α) το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια – πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997 καθορίστηκε ρητά ότι για τα δάνεια από πιστωτικά χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8 του ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3.100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς τις I. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Ευξείνου Πόντου και από την Τράπεζα Αναπτύξεως του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν θα θεσπίζονταν τέτοιες εξαιρέσεις και γ) η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων- χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Εξάλλου, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμορφώσεως των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1993 και 2501/2002). Η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο Β2 επεκτείνει την υποχρέωση ενημερώσεως του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή «ειδικών εισφορών» και η εισφορά του ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005 ό.π., ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ 1558/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Με τον δεύτερο κοινό λόγο των κρινόμενων ανακοπών, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι ο Γενικός όρος Συναλλαγών (ΓΟΣ) των επίδικων δανειακών συμβάσεων, με τον οποίο (όρο) η εισφορά του Ν.128/ 1975 μετακυλίεται σ΄αυτήν καθ΄υπέρβαση των εκάστοτε ισχυόντων ανωτάτων επιτρεπτών επιτοκίων, είναι άκυρος, επιβλήθηκε από την καθής καταχρηστικά και αντίκειται στο νόμο περί προστασίας των καταναλωτών (Ν.2251/1994) και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός είναι νόμιμος στηριζόμενος στις αναφερόμενες ως ανω διατάξεις του Ν.2251/ 1994 και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν.
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των υπ΄αριθμ……./ 22-1-2008 και …../ 22-1-2008 συμβάσεων τοκοχρεωλυτικού δανείου που καταρτίστηκαν μεταξύ της καθής και της ανακόπτουσας, σύμφωνα με τον όρο 15 αυτών, ορίστηκε ότι το ποσοστό της εισφοράς του Ν.128/ 1975 συνυπολογίζεται για τον καθορισμό του επιτοκίου δανείων της καθής Τράπεζας, με αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στη δανειολήπτρια ανακόπτουσα. Αφού όμως στον σχετικό όρο (ΓΟΣ) γίνεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ειδική αναφορά για τη χρέωση της δανειολήπτριας ανακόπτουσας και με την ειδική εισφορά του Ν.128/ 1975,oι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημερώσεως έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση σχετικής ρήτρας, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός λόγος της έφεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος.
Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1,217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν, ο μεν καθ` ου η ανακοπή, να αμυνθεί κατ` αυτής, το δε δικαστήριο, να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας (ΑΠ 1684/1998 ΕλλΔνη 40.92, ΕφΑΘ 5900/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σινανιώτης, Ειδικές διαδικασίες έκδ. Β` σελ. 193, Βαθρακοκοίλης, «ΚΠολΔ» άρθρο 632 αρ. 27), μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια, ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ, του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ` ου η ανακοπή, ενστάσεις. Γι` αυτό το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, αν πρόκειται για απαίτηση από κατάλοιπα αλληλόχρεου λογαριασμού, για να είναι ορισμένοι σι λόγοι της ανακοπής, που αναφέρονται στην απαίτηση, πρέπει να περιέχουν ισχυρισμούς, που αναφέρονται στα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού (ΑΠ 491/1994 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 317/2010 ΕπισκΕμπΔ 2818. 1127, ΕφΘεσ 317/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 794/2007 Αρμ 2888. 1.198, ΕφΑθ 5900/2006 ό.π.).
Με τον τρίτο κοινό λόγο των κρινόμενων ανακοπών και κατά τη δέουσα εκτίμηση αυτών, η ανακόπτουσα αμφισβητεί το ύψος της οφειλής της προς την καθής, λόγω της παράνομης και καταχρηστικής μετακύλισης σε βάρος της της εισφοράς του Ν. 128/1975, η οποία κατά τους ισχυρισμούς της επέδρασε στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσβάλλεται με αυτόν συγκεκριμένο κονδύλιο του αλληλόχρεου λογαριασμού, παρά μόνον προβάλλεται μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων μερών λειτουργούσας σύμβασης παροχής πίστωσης. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον λόγο αυτό της ανακοπής, δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Με τον τέταρτο κοινό λόγο των υπό κρίση ανακοπών, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι οι ένδικες συμβάσεις δανείων επι των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες διαταγές πληρωμής, είναι άκυρες, ως περιέχουσες άκυρους Γενικούς Όρους Συναλλαγών (ΓΟΣ) και ότι για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθούν οι ως άνω διαταγές πληρωμής. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι η ανακόπτουσα δεν αναφέρει συγκεκριμένα ποιοι από τους παραπάνω όρους της ένδικης σύμβασης είναι άκυροι και για ποιο λόγο. Εκτός αυτού, ενόψει του ότι η καθής, κατά τα ισχυριζόμενα από την ανακόπτουσα, διατύπωσε μονομερώς τους όρους των συμβάσεων (αφού πρόκειται για προδιατυπωμένους ΓΟΣ, κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ.1 του Ν.2251/ 1994), γνώριζε την ακυρότητά τους και δη γνώριζε ότι οι ως άνω όροι έχουν κριθεί άκυροι δυνάμει της υπ΄αριθμ.1219/2001 απόφασης του Αρείου Πάγου και παρά ταύτα τους συμπεριέλαβε στις επίδικες συμβάσεις, η επικαλούμενη από την ανακόπτουσα διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, αφού προϋπόθεση για την εφαρμογή της είναι ότι τά δικαιοπρακτήσαντα μέρη αγνοούσαν την ακυρότητα του μέρους ή έστω είχαν υποψίες περί αυτής, καθόσον άλλως δεν θα περιελάμβαναν το άκυρο μέρος στη δικαιοπραξία, εάν δέ παρά ταύτα το περιέλαβαν εν γνώσει της ακυρότητας, δεν εφαρμόζεται η εν λόγω διάταξη, ως αβασίμως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα (ΑΠ 804/1980, ΕφΑθ 3327/1999 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον λόγο αυτό της ανακοπής, δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος της έφεσης, που υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, την επιδιωκόμενη δικαστική προστασία των καταναλωτών χαρακτηρίζει ο Ν. 2251/1994, ως συλλογική, διότι αποβλέπει στην προστασία περισσοτέρων ατόμων, τα οποία ως σύνολο αποτελούν φορείς συλλογικών εννόμων αγαθών ή συμφερόντων, όπως είναι τα οικονομικά τους συμφέροντα. Η συλλογική αγωγή, που προβλέπεται από το άρθρο 10 παρ. 1 του άνω νόμου, και έχει καθιερωθεί με βάση το πρότυπο της γερμανικής Verbandsklage, είναι ένας νέος δικονομικός θεσμός που συμπληρώνει την κλασική μορφή δικαστικής προστασίας, που είναι η ατομική αγωγή. Η συλλογική αγωγή δεν προϋποθέτει ατομική προσβολή, αλλά προσβολή συλλογικού εννόμου συμφέροντος, και δεν αποβλέπει στην προστασία ατομικού αλλά συλλογικού συμφέροντος. Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10 του Ν. 2251/1994 “οι ενώσεις καταναλωτών συγκροτούνται ως σωματεία και διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων αυτού και του Αστικού Κώδικα. Οι ενώσεις καταναλωτών έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την προστασία των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού. Κατά την παράγραφο 9 του άρθρου 10 του άνω νόμου ενώσεις καταναλωτών που έχουν τουλάχιστον πεντακόσια [500] ενεργά μέλη και έχουν εγγραφεί στο μητρώο ενώσεων καταναλωτών πριν από δύο [2] τουλάχιστον έτη μπορούν να ασκούν κάθε είδους αγωγή για την προστασία των γενικοτέρων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού [συλλoγική αγωγή]. Ιδίως μπορούν να ζητήσουν: α} την παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί ιδίως όταν συνίσταται στη διατύπωση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών., β] χρηματική ικανοποίηση λόγω βλάβης. Για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως την ένταση της προσβολής της έννομης τάξης, που συνιστά η παράνομη συμπεριφορά, το μέγεθος της εναγόμενης επιχείρησης του προμηθευτή και ιδίως τον ετήσιο κύκλο των εργασιών της, καθώς και τις ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόσληψης.¨ Συλλογικές αγωγές κατά τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 9 αυτού του άρθρου δικάζονται στη συντομότερη δυνατή δικάσιμο κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης. Η απόφαση παράγει τα αποτελέσματά της έναντι πάντων, και αν δεν ήσαν διάδικοι.” Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι η υπόθεση που φέρεται ενώπιον του δικαστηρίου με τη συλλογική αγωγή εκδικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και έχει ως αντικείμενο όχι τη διάγνωση ιδιωτικού δικαιώματος, έννομης σχέσης ή του ζητήματος αμφισβητούμενου μεταξύ ορισμένων υποκειμένων ως φορέων του, αλλά την αυθεντική βεβαίωση νομικού γεγονότος ή τη διάπλαση κατάστασης. Από την απόφαση δε που εκδίδεται σε μια τέτοια δίκη, που δέχεται τη συλλογική αγωγή, παράγεται μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα, που ισχύει έναντι πάντων (βλ. ΑΠ 1219/2001 Ελλ. Δνη (2001). 1495, ΑΠ 296/2001 Ελλ. Δνη (2001). 1326, ΑΠ 1030/2001 ΕεμπΔ/2001. (740), ΑΠ 1401/1999 ΕλλΔνη. (2000). 63, ΕφΑθ 744/2001 ΔΕΕ/2001. (1144), ΕφΑθ 6921/2000. (1122), ΕφΑθ 7950/1999 ΔΕΕ/2000. (1121), ΕφΑθ 3285/1998 ΕλλΔνη. (1998), 1335, ΠπρΑΘ 523/2000 ΔΕΕ/2000. (1136), ΠπρΑΘ 1208/1998 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ/1999 (1), ΠΠρΑΘ 2411/1997 ΕλλΔνη (1998), 936, ΠπρΑΘ 3229/1996 ΕλλΔνη. (1998). 940].
Με τον πέμπτο λόγο των ένδικων ανακοπών, η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι οι προσβαλλόμενες ως άνω διαταγές πληρωμής θα πρέπει να ακυρωθούν, καθώς υπάρχει δεδικασμένο ως προς τους επικαλούμενους ως καταχρηστικούς όρους υπέρ του συνόλου των καταναλωτών που απορρέει από δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν επί συλλογικών αγωγών Ενώσεων Καταναλωτών εναντίον Τραπεζών και δη από την υπ΄αριθμ. 1219/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου. Ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής θα πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, καθώς από την απόφαση που εκδίδεται σε δίκη που δέχεται συλλογική αγωγή παράγεται μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα που ισχύει έναντι πάντων, η οποία δικαιολογεί έννομο συμφέρον τρίτου προσώπου κατά την έννοια του άρθρου 80 Κ.Πολ.Δ. που εφαρμόζεται και στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας αρθ. 752 παρ. 2 ΚΠολΔ για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του εναγομένου με τη συλλογική αγωγή μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης επί της αγωγής αυτής. Αντίθετα, δεν συνάγεται από τα ανωτέρω ότι η εκδοθησόμενη απόφαση επί της συλλογικής αγωγής παράγει δεδικασμένο ανατρέποντας τις προϋποθέσεις αυτού (βλ. ΑΠ 1219/2001, ΕφΑθ 147/2004, ΕφΑθ 744/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δεδικασμένου των άρθρων 324 και 325 Κ.Πολ.Δ. και κυρίως δεν υφίσταται ταυτότητα διαδίκων και ταυτότητα ιστορικής αιτίας. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ο σχετικός λόγος της έφεσης που υποστηρίζει τα αντίθετα πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 Α.Κ, καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπάρχει όταν από την προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν, η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώματος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιμότητα, που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές ή προς τα επιβαλλόμενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό ή τον οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, έτσι ώστε η ενάσκηση του δικαιώματος αυτού να προσκρούει στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (Ολ ΑΠ 33/2005, 19/1998, 17/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ και 262 παρ.1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της ένστασης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος πρέπει να προβάλλονται τα περιστατικά που συγκροτούν την κατάχρηση δικαιώματος, συγχρόνως δε να γίνεται επίκληση από τον ενιστάμενο του γεγονότος, ότι τα περιστατικά αυτά καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος και να διατυπώνεται αίτημα απόρριψης της αγωγής, με την οποία ασκείται το δικαίωμα, για την αιτία αυτή. (Ολ ΑΠ 472/1983 ΤΝΠ ΝΟΜΣ).Στην προκείμενη περίπτωση για να στοιχειοθετηθεί προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, απαιτείται η καθής πιστοδότρια Τράπεζα να ασκεί το συμβατικό της δικαίωμα να κλείνει οποτεδήποτε έναν αλληλόχρεο λογαριασμό, χωρίς να έχει κάποιο ίδιον συμφέρον ενώ ταυτόχρονα η ζημία που προκαλείται στον πιστούχο εξαιτίας του κλεισίματος του λογαριασμού να είναι ιδιαίτερα σημαντική. Με τον έκτο και τελευταίο κοινό λόγο των ένδικων ανακοπών, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η καθής άσκησε καταχρηστικά τόσο το δικαίωμα να ζητήσει και να πετύχει την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγών πληρωμής, επικαλούμενη γενικά ότι τα στοιχεία της ταυτότητάς της θα εισαχθούν στο σύστημα «ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ» θα επιφέρει τις γνωστές, όπως επι λέξει αναφέρει, συνέπειες, όσο και το δικαίωμα καταγγελίας των επίδικων συμβάσεων δανείου, επικαλούμενη ότι η λόγω καταγγελία ήταν παντελώς αναιτιολόγητη και έγινε λόγω αδιαφορίας της καθής και παρά τις σχετικές οχλήσεις της ανακόπτουσας να βρεθεί προηγουμένως μία συμβιβαστική λύση μεταξύ των διαδίκων μέσω διακανονισμού των επίδικων οφειλών και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθούν οι ανακοπτόμενες διαταγές πληρωμής. Ο λόγος αυτός σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη απορριπτέος τυγχάνει ως αόριστος και τούτο διότι η ανακόπτουσα δεν αναφέρει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η ανυπαρξία συμφέροντος για την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων της από την καθής Τράπεζα, δεν προσδιορίζει το ύψος και το είδος της ζημίας που υπέστη η ίδια καθώς επίσης δεν αναφέρει ποιες ημερομηνίες απευθύνθηκε στην καθής, προκειμένου να της γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να προβεί σε διακανονισμό των επίδικων οφειλών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, δεν έσφαλε και ο σχετικός λόγος έφεσης που υποστηρίζει το αντίθετο πρέπει ν΄απορριφθεί ως αβάσιμος.
Τούτων δοθέντων και μη υπάρχοντος άλλου προς έρευνα λόγου έφεσης, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τις ανακοπές ως κατ΄ουσίαν αβάσιμες, δεν έσφαλε, αλλά ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις.
Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσία και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που η εκκαλούσα κατέθεσε, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 4963/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400,00) ευρώ. Και
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό ………../2019 άσκησης έφεσης που κατέθεσε η εκκαλούσα, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Μαΐου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ