Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 268/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Δέσμευση από ΣΣΕ και ΔΑ-ορισμένο αγωγής καταβολής διαφορών αποδοχών-προσαύξηση για εργασία την Κυριακή και κατά τις νυκτερινές ώρες.

Αριθμός απόφασης  268/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη γραμματέα, E.T.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις ……………… για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

Της εκκαλούσας-εφεσίβλητης, ………. εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, …………. νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Των εφεσίβλητων-εκκαλουσών : 1) ……….., 2) ……………, οι οποίες παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, Γεωργίου Παπαδάκου, με δήλωση κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Οι ενάγουσες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3-11-2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……………./26-11-2015) αγωγή τους, η οποία  ζήτησαν να γίνει δεκτή.

Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, η υπ’αριθμ. 1931/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε αυτή εν μέρει δεκτή.

Οι ενάγουσες με την από 11-6-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ…………./14-6-2018) έφεσή τους και η εναγομένη με την από 15-6-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. …………/15-6-2018) έφεσή της, οι οποίες προσδιορίστηκαν για να συζητηθούν, κατόπιν διαδοχικών αναβολών, κατά τη δικάσιμο της 7-5-2020, οπότε και είχε ανασταλεί η λειτουργία των δικαστηρίων, προσέβαλαν την ανωτέρω πρωτόδικη απόφαση.

Ήδη, δε η υπόθεση επαναφέρεται αυτεπαγγέλτως προς συζήτηση, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατ’άρθρο 74 § 2 του ν. 4690/2020 (περί κυρώσεως : α) της από 13.4.2020 Π.Ν.Π. «Μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (A’ 84) και β) της από 1.5.2020 Π.Ν.Π. «Περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεχιζόμενων συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 και την επάνοδο στην κοινωνική και οικονομική κανονικότητα» (Α’ 90) και άλλες διατάξεις), με την υπ’αριθμ. 81/2020 Πράξη του Εφέτη, Ιωάννη Αποστολόπουλου, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης αυτού του Δικαστηρίου.

Κατά τη δικάσιμο αυτή οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν. Κατά τη συζήτησή τους, η εκκαλούσα-εφεσίβλητη εταιρεία δεν παραστάθηκε ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων-εκκαλουσών δεν εμφανίστηκε αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ’άρθρο 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσε τις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ A 87/23.07.2015) αντικαταστάθηκε το τέταρτο βιβλίο (άρθρα 591 – 681 Δ) του ΚΠολΔ, που αφορά τις ειδικές διαδικασίες, από τα νέα άρθρα 591 – 645, η ισχύς των οποίων άρχισε από 1.1.2016, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, κατά το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν.4335/2015. Σύμφωνα με το εδ. α` της παρ. 7 του νέου άρθρου 591 του ΚΠολΔ, στις ειδικές διαδικασίες «Κατά την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας, της έφεσης και της αναψηλάφησης εφαρμόζονται οι διατάξεις που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο». Κατά συνέπεια, η ερημοδικία των διαδίκων στην κατ’ έφεση δίκη, επί εργατικών διαφορών (άρθρο 614 § 3 του ΚΠολΔ), θα κριθεί, πλέον, με βάση τη διάταξη του άρθρου 621 § 2 εδ. β` του ΚΠολΔ, η οποία περιλαμβάνεται στις κοινές διατάξεις (τίτλος III) του δευτέρου κεφαλαίου του ίδιου Κώδικα, στο οποίο ρυθμίζονται, στα νέα άρθρα 621 και 622, οι εργατικές διαφορές που ορίζονται στην παράγραφο 3 του νέου άρθρου 614. Κατά την εν λόγω διάταξη (621 παρ. 2 εδ. β`) «Στις διαφορές που αναφέρονται στην παράγραφο 1, αν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανισθεί κάποιος διάδικος ή εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι». Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ενιαία (κατ’ απόκλιση από τις ισχύουσες για την τακτική διαδικασία ρυθμίσεις για την ερημοδικία, ήτοι, τα άρθρα 271 – 272), το ζήτημα των συνεπειών της ερημοδικίας οιουδήποτε από τους διαδίκους (ενάγοντος, εναγομένου, εκκαλούντος, εφεσιβλήτου). Έτσι, όταν κάποιος από τους διαδίκους απουσιάζει σε οιαδήποτε δίκη εργατικής διαφοράς, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, ισχύει, δηλαδή, το σύστημα της μονομερούς συζήτησης της υπόθεσης. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του, Ν.4335/2015  οι διατάξεις για τα ένδικα μέσα και τις ειδικές διαδικασίες των άρθρων 591 – 645, εφαρμόζονται για τα κατατιθέμενα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές [ΕφΑθ (Μον) 236/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Στην κρινόμενη περίπτωση, αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) οι : Α) υπό στοιχ. Α΄, από 11-6-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……………/14-6-2018) έφεση των εναγουσών και β) υπό στοιχ. Β΄, από 15-6-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………/15-6-2018) έφεση της εναγομένης, ως εν μέρει ηττηθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 1931/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών- διαφορών, και δέχθηκε εν μέρει την από 3-11-2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …………/26-11-2015) αγωγή των εναγουσών περί διαφοράς αποδοχών, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 591 § 1 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 του ΚΠολΔ) δηλαδή εντός μηνός από την επίδοσή της με επιμέλεια των εναγουσών προς την εναγομένη (υπ’αριθμ. ……. και ………../18-5-2018 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, ………….), ενώ δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως των διαφορών (άρθρο 495 § 3 εδ.στ΄ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015). Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη, ερήμην της εκκαλούσας-εφεσίβλητης (εναγομένης). Ειδικότερα, η τελευταία, παρ’ότι επέσπευσε η ίδια τη συζήτηση της έφεσής της (σχετ. η από 27-3-2019 έκθεση κατάθεσης δικογράφου του γραμματέα του Εφετείου Πειραιώς) και, όπως αποδεικνύεται από την υπ’αριθμ. ……./13-9-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά, ………….., αντίγραφο της υπό στοιχ. Α΄έφεσης των εκκαλουσών, με πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου, την 4-4-2019 και κλήση για να παρασταθεί αυτή κατά τη συζήτησή της, της επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, κατά την εκφώνηση των υποθέσεων από το οικείο πινάκιο, την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, η οποία προσδιορίστηκε, κατόπιν διαδοχικών αναβολών και τελικώς, μετά τη ματαίωση της συζήτησής τους, κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 7-5-2020, λόγω της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατ’άρθρο 242 § 2 του ΚΠολΔ, ότι επιθυμεί να συζητηθούν οι υποθέσεις χωρίς την εμφάνισή της στο ακροατήριο, με έγγραφες προτάσεις. Συνεπώς, πρέπει, σύμφωνα με τη συναφή σκέψη που προεκτέθηκε, να δικαστεί ερήμην, διότι η εκ του πινακίου αναβολή, όπως και η εγγραφή της στο πινάκιο με πρωτοβουλία του γραμματέα, μετά τον ορισμό της αναφερόμενης στην αρχή της παρούσας δικασίμου, με την προαναφερθείσα Πράξη, κατόπιν ματαιώσεως της συζήτησής της, διαρκούσης της αναστολής, επέχει θέση κλητεύσεως όλων των διαδίκων (άρθρο 226 παρ.4 εδ.δ΄του ΚΠολΔ, 74 παρ.2 εδ.β΄του ν.4690/2020). Η διαδικασία, ωστόσο, θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα.

Οι ενάγουσες ισχυρίστηκαν με την αγωγή τους, όπως επιτρεπτώς διόρθωσαν το περιεχόμενό της, με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο και με τις προτάσεις τους (άρθρο 224 του ΚΠολΔ), ότι προσελήφθησαν από την εναγομένη, έχοντας την επικαλούμενη προϋπηρεσία και οικογενειακές συνθήκες που της γνωστοποίησαν, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και παρείχαν έκτοτε σε αυτήν τις υπηρεσίες τους, με πλήρες ωράριο επί πενθήμερον εβδομαδιαίως, ως νοσηλεύτριες, έναντι μηνιαίου μισθού ίσου προς εκείνον που προέβλεπαν οι ισχύουσες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας για τους εργαζομένους στις ιδιωτικές κλινικές. Ακολούθως, επικαλούμενες μη καταβολή του συνόλου των δεδουλευμένων αποδοχών τους, καθ’όλο το χρονικό διάστημα της απασχόλησής τους, ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει τα ειδικότερα μνημονευόμενα κατά περίπτωση ποσά επιδομάτων και διαφορές επιδομάτων, που προβλέπονται από τις ισχύουσες συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αποδοχές και διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών, λόγω αναγκαστικώς επιβληθείσας σε αυτές άδειας άνευ αποδοχών, των ετών 2011 έως 2015 όσον αφορά στην πρώτη και των ετών 2012 έως 2015 όσον αφορά στη δεύτερη από αυτές, ύψους 20.760,85 ευρώ και 14.929,15 ευρώ, αντίστοιχα, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και να επιβληθούν σε βάρος της τα δικαστικά τους έξοδα.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία έγινε δεκτή αυτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν, υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 3.515,87 ευρώ και στη δεύτερη των 2.963,15 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από τις 3-12-2015 και έως την εξόφληση, και επιβλήθηκε σε βάρος της μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγουσών, που καθορίστηκε στο ποσό των 50 ευρώ.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται αμφότερες οι διάδικες πλευρές, με τους λόγους των εφέσεών τους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό να γίνει δεκτή  (με την υπό στοιχ. Α΄έφεση) και να απορριφθεί (με την υπό στοιχ. Β΄έφεση), αντίστοιχα, η αγωγή στο σύνολό της, και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος των αντιδίκων τους.

Για να είναι ορισμένη, κατά το άρθρο 216 §1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 648, 651, 653 και 655 του ΑΚ η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση διαφορών στον ενάγοντα μισθωτό μεταξύ οφειλομένων κατά νόμο (δεδουλευμένων ή  μη) και καταβληθέντων κατά την αγωγή σε αυτόν μικρότερων αποδοχών, περιλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και αδείας, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ των διαδίκων, η ειδικότητα του ενάγοντος, η εκ μέρους αυτού παροχή της εργασίας του, ο συμβατικός ή ο κατά τις οικείες συλλογικές συμβάσεις ή κατά τις ειδικές ρυθμίσεις του νόμου οφειλόμενος μισθός του μισθωτού με αναφορά στον βασικό μισθό και τα επί μέρους επιδόματα που ανάγονται στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα της απασχόλησης του μισθωτού στην ειδικότητα αυτή, κατά το οποίο δεν υπήρξε από το νόμο ή τα πράγματα λόγος διαφοροποίησής τους, ως και η αιτία που κατά νόμο δικαιολογεί την καταβολή των συγκεκριμένων επιδομάτων στον ενάγοντα, το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν οι επίδικες διαφορές και οι αξιούμενες από την αιτία αυτή διαφορές των αποδοχών (ΑΠ 104/2020, ΑΠ 121/2019, ΑΠ 1366/2018  αδημ.ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), δηλαδή τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις παραπάνω αιτίες οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένες (ΑΠ 1035/2020 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Στην κρινόμενη περίπτωση, η εναγομένη με την υπό στοιχ. Β΄ έφεσή της προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια ότι, παρά τον νόμο, δεν απέρριψε ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας, την αγωγή, διότι στο δικόγραφό της δεν γίνεται μνεία στα κατά μήνα εισπραττόμενα από τις ενάγουσες ποσά. Η αγωγή, όμως, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο και αιτήματα, είναι πλήρως ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτή όλα τα, κατά τα ανωτέρω, αναγκαία για τη διαδικαστική της πληρότητα στοιχεία και ειδικότερα αναφέρεται σ` αυτήν ο χρόνος προσλήψεως των εναγουσών, το είδος της εργασιακής τους σχέσης, η ειδικότητά τους, ο μηνιαίος μισθός τους, με βάση τις ισχύουσες ΣΣΕ και Διαιτητικές Αποφάσεις, που ρητώς μάλιστα μνημονεύονταν, η αιτία των οφειλόμενων επιδομάτων, το χρονικό διάστημα που αυτές αφορούν και οι αξιούμενες διαφορές αποδοχών. Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε νόμιμη και, συνεπώς, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, και ορισμένη την αγωγή, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, και πρέπει ο συναφής δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Η ιδιότητα των διαδίκων, ως μελών των συμβληθέντων συνδικαλιστικών οργανώσεων, είναι στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής Σ.Σ.Ε., που δεν έχει κηρυχθεί, αρμοδίως, γενικώς υποχρεωτική και αποτελεί προϋπόθεση της γενέσεως των από αυτήν εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς, είναι αναγκαίο στοιχείο για τη νομική θεμελίωση της οικείας αγωγής. Δεν είναι απαραίτητο, όμως, το συγκεκριμένο στοιχείο να αναφέρεται ειδικώς στο δικόγραφο, αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του, εφ` όσον δια της αγωγής διώκονται αποδοχές ή άλλες παροχές από συγκεκριμένη κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική Σ. Σ. Ε στην οποία οι αξιώσεις θεμελιώνονται. Αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει την ιδιότητα του ιδίου ή του ενάγοντος εργαζομένου, ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, που κατήρτισαν τη Σ.Σ.Ε., ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεσθεί, με τις νόμιμες έγγραφες προτάσεις του, κατ` επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του [άρθρο 224 εδ. (β) του ΚΠολΔ] και να αποδείξει ότι ο ίδιος και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων [ΑΠ 1035/2020 ό.π. ΑΠ 931/2017, ΕφΑθ (Μον) 6379/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»].

Εξάλλου, κατά τις διατάξεις της ΚΥΑ 8900/1946 “περί καθορισμού αυξημένης αμοιβής εις τους εργαζομένους εν γένει κατά τας Κυριακάς και εορτάς”, όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 ομοία και το άρθρο 2 του ν.435/1976, στους εργαζόμενους κατά τις Κυριακές και τις μη εργάσιμες εορτές καταβάλλεται, ανεξαρτήτως του κύρους για την απασχόληση, το κανονικό ημερομίσθιο αυξημένο κατά 75%. Η προσαύξηση αυτή υπολογίζεται επί του νομίμου μισθού και ισούται με το 75% ενός ημερομισθίου, εφόσον η εργασία εξαντλήσει το κανονισμένο ωράριο. Εάν υπολείπεται του νομίμου ωραρίου μειώνεται ανάλογα και αν υπερβαίνει αυτό αυξάνεται ανάλογα. Έτσι ο υπολογισμός της αμοιβής του μισθωτού από την αιτία αυτή μπορεί να γίνει με βάση την ωριαία απασχόληση μέσα στα χρονικά όρια των ημερών αυτών, που είναι γνωστές από το ημερολόγιο. Εξάλλου, σύμφωνα με την § 5 του άρθρου μόνου της ΚΥΑ 18310/1946 (ΦΕΚ Β’ 15), όπως ερμηνεύθηκε από το άρθ.2 της ΚΥΑ 25825/1951 (ΦΕΚ Β’ , 86), στους πάσης φύσεως μισθωτούς των επιχειρήσεων και εργασιών εν γένει, συνεχούς ή μη λειτουργίας, όταν απασχολούνται από 22.00’ μέχρι την 06.00’ της επομένης, καταβάλλονται οι νόμιμες αποδοχές αυξημένες κατά 25%.

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ……… και ………., αντίστοιχα, ενώπιον του ακροατηρίου του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, τις υπ’αριθμ. …. και …./2-2-2016 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……….. (αδελφού της 2ης ενάγουσας) και …….. (συζύγου της 1ης ενάγουσας), που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά,  με επιμέλεια των εναγουσών, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης (άρθρο 422 του ΚΠολΔ, σχετ. η υπ’αριθμ. ….. Β΄/28-1-2016 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….), και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης :  Οι ενάγουσες προσλήφθηκαν από την εναγομένη, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, που διατηρεί ιδιωτική κλινική στον Κορυδαλλό, στις 20-7-2009, η πρώτη και στις 13-7-2005 η δεύτερη, με προφορικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να απασχοληθούν ως νοσηλεύτριες στην κλινική της, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους επί πενθήμερο εβδομαδιαίως και οκτάωρο καθημερινά, με αποδοχές, όπως αυτές προβλέπονταν από τις συλλογικές συμβάσεις των εργαζομένων στις σύγχρονες ιδιωτικές κλινικές. Έτσι, οι μηνιαίες μικτές αποδοχές τους για το επίδικο χρονικό διάστημα, δηλαδή από τον Ιανουάριο του έτους 2011 έως και τον Δεκέμβριο του έτους 2015, καθορίστηκαν από τις διατάξεις της από 17-5-2005 Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τους όρους αμοιβής και εργασίας του προσωπικού των Ιδιωτικών Κλινικών περιοχής Αθηνών-Πειραιά, Περιχώρων Αττικής και Νήσων, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την υπ’αριθμ. 12969/7-10-2005 απόφαση του Υφυπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας (ΦΕΚ Β΄1415) και ισχύει από τις 25-5-2005 (υπ’αριθμ.  53/25-5-2005 πράξη καταθέσεως). Οι διατάξεις της διατηρήθηκαν σε ισχύ με το άρθρο 5 § 2 της από 22-6-2009 όμοιας Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που ισχύει από τις 13-7-2009 (υπ’αριθμ. 39/13-7-2009 πράξη καταθέσεως), και στη συνέχεια με το άρθρο 2 του κεφαλαίου Α της υπ’αριθμ. 20/2011 Διαιτητικής Απόφασης, που ισχύει από τις 22-11-2011 (υπ’αριθμ. 12/22-11-2011 πράξη καταθέσεως). Η ως άνω Συλλογική Σύμβαση, ευρισκόμενη ήδη σε ισχύ στις 14-2-2012, για χρονικό διάστημα πέραν των 24 μηνών, έληξε, σύμφωνα με την υπ’αριθμ. 6/28-2-2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α΄38/28-2-2012), που εκδόθηκε κατ’εξουσιοδότηση του άρθρου 1 § 6 του ν.4046/2012, κατά την ημερομηνία αυτή, οι κανονιστικοί της όμως όροι εξακολούθησαν να ισχύουν επί ένα τρίμηνο μετά, δηλαδή μέχρι τις 14-5-2012 (γενική μετενέργεια). Στη συνέχεια, εφόσον δεν συνήφθη εν τω μεταξύ νέα ΣΣΕ ή Διαιτητική Απόφαση, εξακολούθησαν να ισχύουν από τους κανονιστικούς της όρους, αποκλειστικά εκείνοι που αφορούσαν το βασικό τους ημερομίσθιο, και τα λοιπά προβλεπόμενα επιδόματα (ωρίμανσης, τέκνων, σπουδών και επικίνδυνης εργασίας) και όχι άλλα (ειδική μετενέργεια), ως ενοχικοί όροι της ήδη εν ισχύ ατομικής τους σύμβασης εξαρτημένης εργασίας  (ΑΠ 174/2019, ΑΠ 507/2017, ΑΠ 318/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Στη συνέχεια, από τις 28-3-2014 έως τις 31-12-2015, το ύψος των αποδοχών τους καθορίστηκε από τις υπ’αριθμ. 1 και 3/2015 Διαιτητικές Αποφάσεις, οι οποίες, όπως και η προαναφερθείσα Διαιτητική Απόφαση (20/2011) διέπουν τις εργασιακές σχέσεις των εναγουσών, αφού ελήφθησαν με συμμετοχή των συνδικαλιστικών οργανώσεων, στις οποίες είναι μέλη οι διάδικοι. Αυτό συνάγεται, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε, από το περιεχόμενο της αγωγής, με την οποία διώκονται αποδοχές και άλλα επιδόματα, με παραπομπή σε αυτές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρωτόδικων προτάσεων της εναγομένης (και την προσβαλλόμενη απόφαση), σ’ αυτές ουδεμία μνεία γίνεται ότι η τελευταία αμφισβήτησε την ιδιότητα αυτής ή των εναγουσών ως μελών των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες συνήψαν τις εν λόγω ΣΣΕ και Διαιτητικές αποφάσεις, που δεν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές. Ως εκ τούτου ο δ΄λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, με τον οποίο η εναγομένη πλήττει την εκκαλουμένη, για τον λόγο ότι, κατά τον υπολογισμό των οφειλομένων στις ενάγουσες αποδοχών, εφαρμόστηκαν οι υπ’αριθμ. 1 και 3/2015 Διαιτητικές Αποφάσεις, χωρίς αυτές να είναι μέλη πρωτοβάθμιου σωματείου της ομοσπονδίας που υπάγεται στις ρυθμίσεις τους, ούτε αυτό της γνωστοποιήθηκε, ελέγχεται ως αβάσιμος.

Σημειώνεται ότι, κατά τον χρόνο πρόσληψής της, η πρώτη ενάγουσα προσκόμισε στην εναγομένη την από 26-9-2005 βεβαίωση προϋπηρεσίας της, με την οποία βεβαιωνόταν από τον λογιστή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «……………», ότι είχε εργαστεί στην ιδιωτική κλινική που αυτή διατηρεί, από τις 11-3-2002 έως τις 13-9-2005. Η ίδια γνώριζε ότι η τυχόν προϋπηρεσία της επηρεάζει τη διαμόρφωση των αποδοχών της και δεν είναι λογικό να παρέλειψε να το πράξει, δεδομένου μάλιστα ότι ήταν και συνέχισε να είναι ασφαλισμένη στο ΙΚΑ, και, επομένως, προσκόμισε το ασφαλιστικό της βιβλιάριο στην εναγομένη, κατά τον χρόνο της πρόσληψής της, προκειμένου αυτή να μεριμνήσει για τη συνέχιση της ασφάλισής της. Συνεπώς πληρούται ο όρος που θέτει το άρθρο 3 αρ.12 της από 17-5-2005 ΣΣΕ για τον τρόπο γνωστοποίησης της προϋπηρεσίας της, ώστε να συνυπολογιστεί αυτή για τον υπολογισμό των αποδοχών της. Το γεγονός ότι στην από 20-7-2009 αναγγελία πρόσληψής της, με έντυπα, προδιατυπωμένα αλλά και χειρόγραφα στοιχεία, τα οποία δεν προκύπτει αν τα συμπλήρωσε η ίδια η πρώτη ενάγουσα ή το πρόσωπο που υπέγραψε για λογαριασμό της εναγομένης, έχει επιλέξει την επιλογή «ναι» στην οικεία έντυπη δήλωση περί του εάν αναλαμβάνει για πρώτη φορά εργασία ως μισθωτή, και παρά το ότι η ίδια δεν σχολιάζει στα δικόγραφά της αυτή της την επιλογή, δεν ανατρέπουν την παραδοχή αυτή, αφού είναι σύνηθες, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, οι εργαζόμενοι να μην δίνουν τη δέουσα προσοχή στα έγγραφα που υπογράφουν, ή τα υπογράφουν, με δεδομένη την ανάγκη της προσλήψεώς τους ακόμα και αν το περιεχόμενό τους δεν ανταποκρίνεται πλήρως στην πραγματικότητα. Αυτό αποτελεί την πλέον λογική εκδοχή στην κρινόμενη περίπτωση, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη ότι η πρώτη ενάγουσα είχε παραμείνει άνεργη από τον 9ο/2005 έως τον 7ο/2009, δηλαδή επί τέσσερα σχεδόν έτη. Επομένως, η κρίση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε ότι η πρώτη ενάγουσα δεν γνωστοποίησε κατά την πρόσληψή της τη διάρκειας 3,5 ετών προϋπηρεσία της στην εναγομένη, δια της προσκόμισης κατάλληλων δικαιολογητικών ή βεβαίωσης του προηγούμενου εργοδότη της, είναι εσφαλμένη, όπως βασίμως η ίδια υποστηρίζει με τον λόγο της έφεσής της περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων.  Επίσης, με βάση τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν αμφισβητήθηκαν ειδικώς, ούτε και ανατρέπονται από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, στις αρχές του έτους 2014, η εναγομένη, λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής της κατάστασης και τη συρρίκνωση της λειτουργίας της κατέβαλε προσπάθειες για την επιβίωση και την οικονομική της ανάκαμψη, μέσω περιστολής του κόστους λειτουργίας της, και στις 4-1-2014 γνωστοποίησε στην Επιθεώρηση Εργασίας Νίκαιας την από 30-12-2013 απόφαση των διαχειριστών της να υπαχθεί στο σύστημα της εκ περιτροπής απασχόλησης των εργαζομένων της. Αυτή ήταν έγκυρη, καθώς έγινε με την τήρηση των όρων του άρθρου 38 του ν.1892/1990, δηλαδή διαβούλευση της εργοδότριας με τους μισθωτούς της επιχείρησης, γνωστοποίηση στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, και διάρκεια της εκ περιτροπής απασχόλησης, η οποία θα μπορούσε να περιλαμβάνει είτε απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες το μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή και συνδυασμό αυτών κατά πλήρες ημερήσιο ωράριο εργασίας, μικρότερη των εννέα μηνών. Συγκεκριμένα, για την περίοδο από τις 4-1-2014 έως τις 31-5-2014 αποφασίστηκε απασχόληση όλου του νοσηλευτικού προσωπικού της κλινικής της εναγομένης επί τρεις εβδομάδες το μήνα. Το εργασιακό αυτό καθεστώς συνεχίστηκε και κατά τον μήνα Δεκέμβριο του ίδιου έτους και κατά τη χρονική περίοδο από 1/1 έως 31/5/2015, συναφθέντων προς τούτο των από 28-11-2014 και 30-12-2014, αντίστοιχα, πρακτικών διαβούλευσης μεταξύ της εναγομένης και ορισμένων εργαζομένων, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι ενάγουσες, οι οποίες γνωστοποιήθηκαν στις 6-12-2014 και στις 31-12-2014 στην Επιθεώρηση Εργασίας. Σημειώνεται ότι οι ενάγουσες δεν υπόκεινται στις ρυθμίσεις των από 28-6-2012 και 19-9-2014 κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (πράξη καταθέσεως Υπουργείου Εργασίας 7/2-7-2012 και 11/22-9-2014, αντίστοιχα), καθώς αυτές, δεν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές και, σε αντίθεση με την υπ’αριθμ. 1/2015 Διαιτητική Απόφαση,  δεν έγινε επίκλησή τους από τις ενάγουσες στο δικόγραφο της αγωγής ούτε αποδείχθηκε ότι αυτές είναι μέλη σωματείων που συμμετείχαν στη δευτεροβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση με την επωνυμία «ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ» (Ο.Σ.Ν.Ι.Ε), που συμμετείχαν στη σύναψή τους.

Με βάση όσα προεκτέθηκαν : Α] Η πρώτη ενάγουσα  :  1) Για το έτος 2011 : α/ Για επίδομα προϋπηρεσίας : α/ Με 3-6 έτη προϋπηρεσίας, από 1-1-2011 έως 31-8-2011, με βασικό μισθό 648,43 ευρώ, δικαιούται 64,84 ευρώ μηνιαίως και από 1-8-2011 έως 31-12-2011, με βασικό μισθό 666,26 ευρώ, 66,63 ευρώ μηνιαίως, και συνολικά 787,03  [518,72 (64,84 Χ 8) + 266,52 (66,63 Χ 4)] ευρώ, β/ Για διαφορά επιδόματος γάμου, ανθυγιεινής εργασίας και νοσοκομειακού επιδόματος, τα οποία έπρεπε να υπολογιστούν επί του βασικού της μισθού, προσαυξημένου με το επίδομα προϋπηρεσίας, δηλαδή επί του ποσού των 713 και των 732,89 ευρώ, αντίστοιχα, για τα άνω χρονικά διαστήματα, δικαιούται το ποσό των 865,1 {570,4 [71,3 (713 Χ 10 %) Χ 8] + 292,8 [73,2 (732,89 Χ 10 %) Χ 4]} ευρώ, των 1.036,28 {684,48 [85,56 (713 Χ 12 %) Χ 8] + 351,8 [87,95 (732,89 Χ 12 %) Χ 4] και των 1.727,52 {1.141,2 [142,65 (713 Χ 20 %) Χ 8] + 586,32 [146,58 (732,89 Χ 20 %) Χ 4] ευρώ, έναντι των οποίων της κατέβαλε το ποσό των 799,56, των 959,4 και των 1.599 ευρώ, αντίστοιχα, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, επομένως της οφείλει, για τις αιτίες αυτές το ποσό των 65,54 ( 865,1 – 799,56), των 76,88 (1.036,28 – 959,4) και των 128,52 (1.727,52 – 1.599) ευρώ, αντίστοιχα. 2) Για το έτος 2012 : α/ Για επίδομα προϋπηρεσίας : Με 3-6 έτη προϋπηρεσίας, για τον μήνα Ιανουάριο, με αμετάβλητο τον βασικό μισθό, δικαιούται το ποσό των 66,63 (666,26 Χ 10 %) ευρώ, και με 6-9 έτη προϋπηρεσίας, από την 1-2-2012 έως τις 31-12-2012, το ποσό των 1.099,34 [99,94 (666,26 Χ 15 %) Χ 11) ευρώ, και συνολικά των 1.165,97 ευρώ. β/ Για διαφορά επιδόματος γάμου (από 1/1 έως 31/5) ανθυγιεινής εργασίας (1/1 έως 31/12) και νοσοκομειακού επιδόματος (από 1/1-31/5), τα οποία έπρεπε να υπολογιστούν επί του βασικού της μισθού, προσαυξημένου με το επίδομα προϋπηρεσίας, δηλαδή επί του ποσού των 732,89 και των 766,2 ευρώ, αντίστοιχα, για τα άνω χρονικά διαστήματα, δικαιούτο το ποσό των 379,6 {[73,2 (732,89 Χ 10 %)] + 306,4 [76,6 (766,2 Χ 10 %) Χ 4]} ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 333,15 (79,95 Χ 5) ευρώ, επομένως δικαιούται τη διαφορά, ύψους 46,45  (379,6 – 333,15) ευρώ, ενώ από 1-6-2012 δεν δικαιούτο πλέον αυτό το επίδομα, το ποσό των 1.099,29 {[87,95(732,89 Χ 12 %)] + 1.011,34 [91,94 (766,2 Χ 12 %) Χ 11]} ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 959,40 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ύψους 139,89 (1.099,29 – 959,40) ευρώ, και των 759,54 {[146,58(732,89 Χ 20 %)] + 612,96 [153,24 (766,2 Χ 20 %) Χ 4] ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 666,25 (133,25 Χ 5) ευρώ, συνεπώς δικαιούται τη διαφορά, ύψους  93,29 (759,54 – 666,25) ευρώ. Αντιθέτως, μετά την 1-6-2012 δεν δικαιούτο τα παραπάνω επιδόματα, ούτε και το επίδομα τροφοκατοικίας. 3) Για το έτος 2013 : α/ Για επίδομα προϋπηρεσίας : α/ Με 6-9 έτη προϋπηρεσίας και αμετάβλητο τον βασικό μισθό, δικαιούται, για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως και τον Οκτώβριο του έτους αυτού, σύμφωνα με το αίτημα της αγωγής, το ποσό των 999,40 (99,94 Χ 10) ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 66,63 ευρώ μηνιαίως, μόνον για τους μήνες Μαϊο έως και Οκτώβριο, δηλαδή το ποσό των 399,78 (66,63 Χ 6) ευρώ, επομένως, δικαιούται ως διαφορά το ποσό των 599,64 (999,40 – 399,78) ευρώ. β/ Για επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, δικαιούτο για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο έως και τον Οκτώβριο του έτους αυτού, κατά το σχετικό αγωγικό αίτημα, το ποσό των 919,40 (91,94 Χ 10), έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 319,8 ευρώ για τους μήνες Ιανουάριο έως και Απρίλιο και των 527,70 για το λοιπό χρονικό διάστημα, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ύψους 71,90 [919,40 – 847,50 (319,8 + 527,70)] ευρώ. Αντιθέτως, δεν δικαιούτο οποιοδήποτε από τα λοιπά επιδόματα, που προαναφέρθηκαν, σύμφωνα με την οικεία σκέψη. Για τον μήνα Νοέμβριο, που η εναγομένη εφάρμοσε το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας η πρώτη ενάγουσα, η οποία απασχολήθηκε 18 από τις 25 εργάσιμες ημέρες, δικαιούτο, με βάση τον βασικό μισθό της (666,26), το προαναφερθέν επίδομα προϋπηρεσίας (99,94) και ανθυγιεινής εργασίας (91,94), το ποσό των  617,86 (858,14 Χ 18/25), εκ του οποίου έλαβε 537,11 ευρώ, συνεπώς, δικαιούται τη διαφορά, ύψους 80,75 (617,86 – 537,11) ευρώ, και για τον μήνα Δεκέμβριο του ίδιου έτους, με απασχόληση 20 ημέρες εργασίας, δικαιούτο ολόκληρο τον μισθό της, εφόσον ο συγκεκριμένος μήνας είχε 20 εργάσιμες ημέρες, δηλαδή 858,14 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 537,11 ευρώ, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ύψους 321,03 (858,14 – 537,11) ευρώ. 3) Για το έτος 2014 :  Με βάση την υπ’αριθμ. 1/2015 Διαιτητική Απόφαση και την υπ’αριθμ. 3/2015 όμοια απόφαση που επικύρωσε αυτήν (υπ’αριθμ. πράξεις καταθέσεως 10-3-2015 και 30-4-2015, αντίστοιχα), από τις 28-3-2014  (άρθρο 5 της πρώτης ΔΑ), ο βασικός μισθός της πρώτης ενάγουσας διαμορφώθηκε στο ποσό των 675 ευρώ (άρθρο 1). Αντίθετα, η ειδικότητά της δεν περιλαμβάνεται σε εκείνες, που δικαιούνταν το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας (άρθρο 3 Γ), όπως εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη, η οποία ορθώς πλήττεται, με τον ε΄λόγο της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, ως προς το συγκεκριμένο σκέλος της, και τα μόνα επιδόματα που δικαιούτο ήταν του χρόνου προϋπηρεσίας (άρθρο 2 α), τέκνων και σπουδών (άρθρο 3 α) και β). Έτσι, η άνω ενάγουσα δεν δικαιούνταν επίδομα γάμου, τροφοκατοικίας και το νοσοκομειακό επίδομα. Αντίθετα, εφόσον με βάση την προαναφερθείσα υπ’αριθμ. 1/2015 Διαιτητική Απόφαση, δικαιούνταν ως βασικό μισθό το ποσό των 675 ευρώ (όρος 2 ΠΙΝΑΚΑΣ 1), από τις 28-3-2014 και εντεύθεν, δικαιούται ως διαφορά αποδοχών, για τους μήνες Ιούνιο έως και Οκτώβριο, κατά τους οποίους εξακολουθούσε να της καταβάλλεται το ποσό των 666,26 ευρώ, το ποσό των 8,74 (675 – 666,26) ευρώ μηνιαίως και συνολικά των 43,70 (8,74 Χ 5) ευρώ. Επομένως, με βάση τον βασικό της μισθό, το επίδομα προϋπηρεσίας, για το ίδιο χρονικό διάστημα, διαμορφώθηκε στο ποσό των 67,5 (675 Χ 10 %) ευρώ, αντί των 66,62 που ελάμβανε, συνεπώς, δικαιούται ως διαφορά, το ποσό των 4,35 [0,87 (67,5 – 66,62) Χ 5] ευρώ. Επίσης : α/ Για τους μήνες Ιανουάριο έως και Μάρτιο, που η εναγομένη εφάρμοσε το σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας, η πρώτη ενάγουσα δικαιούτο για τις 20 από τις 25 εργάσιμες ημέρες που απασχολήθηκε τον Ιανουάριο, τις 17 ημέρες τον Φεβρουάριο και τις 22 ημέρες τον Μάρτιο, με βάση τον βασικό μισθό της (666,26), το προαναφερθέν επίδομα προϋπηρεσίας (99,94) και ανθυγιεινής εργασίας (91,94), το ποσό των 686,51 (858,14 Χ 20/25) ευρώ για τον Ιανουάριο, έναντι του οποίου έλαβε 669,96 ευρώ, και επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ύψους 16,55 (686,51 – 669,96) ευρώ, των 583,53 (858,14 Χ 17/25) ευρώ για τον Φεβρουάριο, έναντι του οποίου έλαβε 558,44 ευρώ και, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ύψους 25,06 (583,50 – 558,44) ευρώ, και των 755,16 (858,14 Χ 22/25) ευρώ, για τον Μάρτιο, έναντι του οποίου έλαβε 722,44 ευρώ και, επομένως, δικαιούται τη διαφορά, ύψους 32,72 (755,16 – 722,44) ευρώ. β/ Για τους μήνες Απρίλιο-Μαϊο, Νοέμβριο-Δεκέμβριο, η πρώτη ενάγουσα δικαιούτο, με βάση τον βασικό μισθό της μισθό (675 ευρώ) και το προαναφερθέν επίδομα προϋπηρεσίας (67,5) και μόνον δηλαδή όχι και το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, που δεν προβλεπόταν για την ειδικότητά της, κατά τα προεκτεθέντα, ύψους (742,50) ευρώ, για 19 ημέρες ασφάλισης τον Απρίλιο, 20 τον Μαϊο,  22 τον Νοέμβριο και 20 ημέρες τον Δεκέμβριο, δηλαδή όλες τις εργάσιμες ημέρες του, το ποσό των 564,30 (742,50 Χ 19 /25), των 594 (742,50 Χ 20/25), των 653,40 (742,5 Χ 22/25) και των 742,50 ευρώ, αντίστοιχα, έναντι των οποίων έλαβε 624,04, 686,36, 742,12 και 669,96 ευρώ, επομένως, της οφείλεται μόνον το ποσό των 72,54 (742,5 – 669,96) ευρώ, για τον μήνα Δεκέμβριο και ουδέν επιπλέον ποσό δικαιούται. Τέλος, για επίδομα αδείας και δώρο Χριστουγέννων του ίδιου έτους, δικαιούται το ποσό των 429,07 (858,14 : 2) και των 858,14 ευρώ, αντίστοιχα. 4) Για το έτος 2015 :  α/ Δεν δικαιούτο κατά τα προεκτεθέντα επίδομα σπουδών και ανθυγιεινής εργασίας. Με βάση τις προαναφερθείσες αποδοχές της, ήτοι τον βασικό μισθό και το επίδομα προϋπηρεσίας της, ύψους 742,5 (675 + 67,5) ευρώ για τον μήνα Ιανουάριο και των 776,25 [675 + 101,25 (675 Χ 15 %)] από τον Φεβρουάριο και μετά, που είχε συμπληρώσει ήδη εννέα έτη προϋπηρεσίας και το επίδομα προϋπηρεσίας ανερχόταν πλέον σε 15 % επί του βασικού της μισθού, δικαιούτο  για την εκ περιτροπής εργασία της, επί 23 ημέρες τον Ιανουάριο, 18 ημέρες τον Φεβρουάριο, 22 ημέρες τον Μάρτιο, 19 ημέρες τον Απρίλιο και 23 ημέρες τον Μαϊο, το ποσό των 683,1(742,5 Χ 23/25) ευρώ, των 558,9 (776,25 Χ18/25) ευρώ, των 683,10 (776,25  Χ22/25) ευρώ, των 589,95 (776,25 Χ 19/25) ευρώ και των 714,15 (776,25 Χ 23/25) ευρώ, αντίστοιχα, έναντι των οποίων έλαβε-κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς που δεν αμφισβητήθηκαν-748,68 ευρώ, των 591,24 ευρώ, των 709,32 ευρώ, των 630,60 ευρώ και των 797,88 ευρώ, αντίστοιχα, επομένως, ουδέν επιπλέον ποσό δικαιούται. Επιπλέον, κατά τους μήνες Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, ο βασικός της μισθός ανερχόταν, κατά τα άνω, στο ποσό των 675 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 666,26 ευρώ, επομένως δικαιούται, ως διαφορά το ποσό των 17,48 [8,74 (675 – 666,26) Χ 2] ευρώ και το επίδομα ωρίμανσης τριετιών στο ποσό των 101,25  (675 Χ 15 %) ευρώ μηνιαίως, εφόσον, όπως ήδη εκτέθηκε, από τις 20-1-2015 είχε συμπληρώσει 9 έτη προϋπηρεσίας στον ίδιο κλάδο, έναντι του οποίου έλαβε 66,63 ευρώ μηνιαίως, συνεπώς δικαιούται ως διαφορά, το ποσό των 69,24 [34,62 (101,25 -66,63) Χ 2]  ευρώ. β/ Για δεδουλευμένες αποδοχές καθενός από τους μήνες Ιούνιο, Ιούλιο και Αύγουστο, δικαιούτο το ποσό των 776,25 ευρώ, ενώ απασχολήθηκε και επί τρεις Κυριακές τον Ιούνιο και συγκεκριμένα στις 7-6-2015, στις 14-6-2015 και τις 28-6-2015, μία Κυριακή τον Ιούλιο, στις 26-7-2015, και τον Αύγουστο εργάστηκε την 15η και 16η ημέρα, από ώρα 22.00 έως 06.00 της επομένης. Συνεπώς, δικαιούται, το ποσό των 2.328,75 (776,25 Χ 3) ευρώ, για δεδουλευμένες αποδοχές, το ποσό των 23,28 [31,05 (776,25 : 25) Χ 75 %] ευρώ, ως προσαύξηση για την εργασία τις Κυριακές, και των 7,76 (31,05 Χ 25 %) ευρώ, ως προσαύξηση για την εργασία βραδινές ώρες, δηλαδή συνολικά για τις αιτίες αυτές 2.460,67 [2.328,75 + 116,40 (23,28 Χ 5) + 15,52  (7,76 Χ 2)] ευρώ. γ/ Για επίδομα αδείας του έτους 2015, δικαιούται, με βάση τις αποδοχές της, το ποσό των 388,12 (776,25 : 2) ευρώ. Έτσι, η πρώτη ενάγουσα δικαιούται για όλες τις παραπάνω αιτίες το ποσό των 7.971,04 (1.057,97 + 1.445,61 + 1.073,32 + 1.455,63 + 2.935,51] ευρώ. Σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν αμφισβητήθηκαν, έλαβε τον Ιούλιο του έτους 2015, 860,20 ευρώ, στις 28-9-2015 το ποσό των 737,07 ευρώ, το ποσό των 1.333,36 [2.001,50 – 668,14 ευρώ, που καταλογίστηκε στο δώρο Χριστουγέννων 2015, που δεν αποτελεί αγωγικό κονδύλιο] και στις 31-12-2015, το ποσό των 760,99 ευρώ, δηλαδή συνολικά 4.359,76 ευρώ, συνεπώς, της οφείλεται η διαφορά των 4.279,42 (7.971,04  – 3.691,62) ευρώ.

Β] Η δεύτερη ενάγουσα : 1) Για τα έτη 2012, 2013, 2014 : Με βάση όσα ήδη εκτέθηκαν, δεν δικαιούται επίδομα γάμου, νοσοκομειακό επίδομα και επίδομα τροφοκατοικίας, μετά την 1-6-2012 και επομένως ούτε και για το επίδικο διάστημα, δηλαδή από τον Αύγουστο έως τον Δεκέμβριο του έτους 2012, και για τα έτη 2013 και 2014. 2) Για το έτος 2013 : α/ Με βάση τον βασικό μισθό της (666,26), το επίδομα προϋπηρεσίας για τα έτη προϋπηρεσίας που είναι περισσότερα από 6 και λιγότερα από 9 (99,94), ανθυγιεινής εργασίας (91,94) και τέκνων (38,31 Χ 2), ήτοι το ποσό των (934,76) ευρώ, δικαιούται, για 20 ημέρες εργασίας για καθέναν από τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο, το ποσό των 747,80 (934,76 Χ 20/25) ευρώ και των 934,76 ευρώ, αντίστοιχα, καθώς η 25η και 26η Δεκεμβρίου είναι αργίες και ο συγκεκριμένος μήνας περιελάμβανε 20 ημέρες εργασίας για τους εργαζόμενους επί πενθήμερον, έναντι των οποίων έλαβε το ποσό των 845,28 και των 690,02 ευρώ, αντίστοιχα, επομένως, δικαιούται τη διαφορά μόνον για τον Δεκέμβριο, ύψους 244,74 (934,76 – 690,02) ευρώ. 3) Για το έτος 2014 : α/ Με βάση τις αποδοχές της, που δεν διαφοροποιήθηκαν κατά τους μήνες Ιανουάριο έως και Μάρτιο σε σχέση με το έτος 2013 (934,76), και διαμορφώθηκαν στη συνέχεια, στο ποσό των 810 [675 βασικός μισθός+ 67,5 (675 Χ 10 %) επίδομα προϋπηρεσίας + 67,5 (675 Χ 10 % επίδομα τέκνων, κατ’άρθρο 3α) της ΔΑ 1/2015)] ευρώ μέχρι και τον Ιούλιο του έτους 2014, που συμπλήρωσε εννέα έτη προϋπηρεσίας και ο μισθός της έκτοτε διαμορφώθηκε στο ποσό των 843,75 [675 + 101,25 (675 Χ 15 % επίδομα προϋπηρεσίας, κατ’άρθρο 2α της ΔΑ 1/2015) + (675 Χ 10 % επίδομα τέκνων) ευρώ,  δικαιούται, για 20 ημέρες εργασίας τον Ιανουάριο, 19 ημέρες τον Φεβρουάριο, 18 ημέρες τον Μάρτιο, 19 ημέρες τον Απρίλιο, 22 ημέρες τον Μαϊο, 20 ημέρες τον Νοέμβριο και 22 ημέρες τον Δεκέμβριο, το ποσό των 747,80 (934,76 Χ 20/25) ευρώ, των 710,41 (934,76 Χ 19/25) ευρώ, των 673,02 (934,76 Χ 18/25) ευρώ,  των 615,6 (810 Χ 19/25) ευρώ, των 712,80 (810 Χ 22/25) ευρώ, των 675 (843,75 Χ 20/25) ευρώ και των 843,75 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι τον πλήρη μισθό για τον Δεκέμβριο, έναντι των οποίων έλαβε το ποσό των 861,23 ευρώ, των 802,15 ευρώ, των 759,95 ευρώ, των 802,15 ευρώ, των 911,87 ευρώ, των 861,23 ευρώ και των 911,87 ευρώ, και, επομένως, ουδέν ποσό δικαιούται. Σημειώνεται ότι σε αντίθεση με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, στις βασικές της αποδοχές δεν συμπεριλαμβάνεται  το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, από τον Απρίλιο του έτους 2014 και εντεύθεν, κατά τα άνω, όπως ορθώς διατείνεται η εναγομένη με τον ε΄λόγο της υπό στοιχ. Β΄έφεσής της.  β/Για επίδομα αδείας του έτους 2014 της οφείλεται, το ποσό των 421,87 (843,75) ευρώ. γ/Για δώρο Χριστουγέννων 2014 της οφείλεται το ποσό των 843,75 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε 798,31 ευρώ, συνεπώς, της οφείλεται για τις παραπάνω αιτίες, το συνολικό ποσό των 467,31 (421,87 + 843,75 – 798,31) ευρώ.  3) Για το έτος 2015 : α/ Με βάση τις αποδοχές της, που δεν διαφοροποιήθηκαν σε σχέση με εκείνες του Αυγούστου 2014 και εντεύθεν (843,75 ευρώ), δικαιούται, για 23 ημέρες εργασίας τον Ιανουάριο, 19 ημέρες τον Φεβρουάριο, και από 22 ημέρες τους μήνες Μάρτιο, Απρίλιο και Μαϊο, το ποσό των 776,25 (843,75 Χ 23/25) ευρώ, των 728,69 (843,75 Χ 19/25) ευρώ και των 742,50 (843,75 Χ 22/25) ευρώ, έναντι των οποίων έλαβε το ποσό των 962,51 ευρώ, των 810,59 ευρώ, και των 911,87, των 911,87 και των 911,87 ευρώ, αντίστοιχα, και, επομένως, ουδέν πλέον δικαιούται, β/ Για δεδουλευμένες αποδοχές καθενός από τους μήνες Ιούλιο, Αύγουστο, Σεπτέμβριο και Οκτώβριο δικαιούτο το ποσό των 843,75 ευρώ και συνολικά των 3.375 (843,75 Χ 4) ευρώ, ενώ απασχολήθηκε και όλες τις Κυριακές του Ιουνίου (5/7, 12/7, 19/7 και 26/7), δύο Κυριακές τον Αύγουστο (2/8 και 9/8), δύο Κυριακές τον Σεπτέμβριο (6/9, 20/9) και δύο Κυριακές τον Οκτώβριο (11/10 και 18/10), ήτοι εν συνόλω 10 Κυριακές για τις οποίες δικαιούται προσαύξηση 253,10 [25,31 (843,75 : 25 Χ 75 %) Χ 10] ευρώ, επομένως, δικαιούται συνολικά το ποσό των 3.628,10 (3.375 + 253,10) ευρώ. γ/ Για επίδομα αδείας 2015, δικαιούται το ποσό των 421,87 (843,75 : 2) ευρώ. Επομένως, για όλες τις παραπάνω αιτίες δικαιούται το ποσό των 4.049,97 (3.628,10 + 421,87) ευρώ και για όλα τα έτη, το ποσό των 4.762,02 (244,74 + 467,31 + 4.049,97) ευρώ. Σύμφωνα με τις παραδοχές της εκκαλουμένης, που δεν αμφισβητήθηκαν, έλαβε στις 25-1-2016, το ποσό των 855,26 ευρώ που καταλογίστηκαν στις αποδοχές της μηνός Οκτωβρίου 2015 (εκ του συνολικά καταβληθέντος ποσού των 2.257,18 ευρώ, που αφορούσε και άλλα κονδύλια, που δεν περιλαμβάνονται στην αγωγή) και επιπλέον το ποσό των 1.603,88  [2.426,89 –  823,01 ευρώ, το οποίο καταλογίστηκε στο δώρο Χριστουγέννων 2015, που επίσης δεν περιλαμβάνεται στα αγωγικά κονδύλια] και στις 31-12-2015, το ποσό των 889,16 ευρώ. Συνεπώς, εξακολουθεί να της οφείλεται το ποσό των 1.413,72 (4.762,02 – 3.348,3  (855,26 + 1.603,88 + 889,16)] ευρώ.

Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο λόγος αμφοτέρων των ένδικων εφέσεων περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ως εν μέρει βάσιμος και κατ’ουσίαν, όπως και ο ε΄ λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, κατά το σκέλος του που πλήττει την εκκαλουμένη για την αναγνώριση του επιδόματος ανθυγιεινής εργασίας, από τον  Απρίλιο του έτους 2014 και μετά, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στο σκεπτικό. Περαιτέρω, απορριπτέοι τυγχάνουν : α/ ο γ΄ λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, με τον οποίο επαναφέρεται ο και πρωτοδίκως προταθείς ισχυρισμός της εναγομένης περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, που απορρίφθηκε ορθώς-σιωπηρώς- από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθόσον τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά, ήτοι η καθυστερημένη εξόφληση των οφειλομένων προς τις ενάγουσες ποσών για διαφορές αποδοχών και η έλλειψη δικαιώματος απόληψης των αξιούμενων επιδομάτων διότι αυτές συναίνεσαν στο σύστημα της εκ περιτροπής εργασίας, στοιχειοθετούν την ένσταση εξόφλησης και άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, αντίστοιχα, ενώ η επικαλούμενη παράλειψη των εναγουσών να διευθετήσουν εξωδικαστικά τη διαφορά τους, και αληθής υποτιθέμενη, δεν εμπίπτει στην έννοια της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, β/ ο δ΄λόγος της ίδιας έφεσης, περί απόρριψης του αιτήματος επίδειξης εγγράφων από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως αλυσιτελής, καθώς τα έγγραφα αυτά και συγκεκριμένα τα αντίγραφα των λογαριασμών των εναγουσών, όπου κατατίθετο η μισθοδοσία τους έχουν ήδη παραδεκτώς προσκομιστεί, πέραν του ότι αυτές δεν αμφισβητούν τις γενόμενες καταβολές. γ/ ο ε΄λόγος της υπό στοιχ. Β΄επίσης έφεσης, κατά το σκέλος του, με το οποίο διατείνεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη δεν συνυπολόγισε τις γενόμενες προς τις ενάγουσες καταβολές πλέον των οφειλομένων. Ο ισχυρισμός της αυτός, ωστόσο, τυγχάνει απαράδεκτος, προεχόντως διότι, αν και επικαλείται απόσβεση των οφειλών με καταβολή, δεν παραθέτει, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 262 § 1 του ΚΠολΔ, σαφή έκθεση των γεγονότων, που τη θεμελιώνουν, ήτοι τα ποσά που καταβλήθηκαν, την αιτία και το χρόνο καταβολής τους (ΑΠ 123/2020, ΑΠ 953/2018, ΑΠ 602/2017, ΑΠ 1781/2014, ΑΠ 1881/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει του ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε μερικώς την ως άνω αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 3.515,87 ευρώ και στη δεύτερη των 2.963,15 ευρώ, αντί του ορθού των 4.279,42 και των 1.413,72 ευρώ, αντίστοιχα, έσφαλε εν μέρει περί την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και πρέπει, γενομένων δεκτών αμφοτέρων των εφέσεων, κατά τα άνω, ως βάσιμων και κατ’ουσίαν, να  εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της  που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014, ό.π). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει  να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 4.279,42 και στη δεύτερη το ποσό των 1.413,72 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, κατόπιν σχετικού αιτήματος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας να κατανεμηθούν σε αυτές, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (106, 176, 178 § 1, 183, 189  και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § 1iα, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις από 11-6-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………/14-6-2018) υπό στοιχ. Α΄έφεση των εναγουσών και την από 15-6-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………/15-6-2018) υπό στοιχ. Β΄έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 1931/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ερήμην της εκκαλούσας-εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση, κατά το μέρος που αφορά.

ΚΡΑΤΕΙ την από 3-11-2015 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../26-11-2015) αγωγή και τη δικάζει κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων διακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (4.279,42) ευρώ και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των χιλίων τετρακοσίων δεκατριών ευρώ και εβδομήντα δύο (1.413,72) ευρώ,  με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης, μέρος των δικαστικών εξόδων των  εναγουσών αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των  επτακοσίων πενήντα (750) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις  18-5-2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ