Αριθμός 306 /2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τμήμα 2ο )
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαριλένα Σαμψωνάκη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας ………… η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Δήμητρα Κατεμή.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.5.2014 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2014) ανακοπή (άρθρων 632 και 933 ΚΠολΔ), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1097/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ως άνω ανακοπή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 24.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2019) η 19η.3.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και τις υπ΄ αριθμ. 37/2020 και 76/2020 Πράξεις του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά το άρθρο 626 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με τον Ν. 4335/2015, το οποίο τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω ενόψει του χρόνου έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Τα έγγραφα αυτά, από τα οποία δηλαδή προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής (άρθρο 626 παρ. 3 ΚΠολΔ). Εξάλλου, η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί αυτοδύναμο εκτελεστό τίτλο, αλλά όχι δικαστική απόφαση ώστε να παρίσταται ανάγκη πλήρους αιτιολογίας αυτής, απαιτείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 630 ΚΠολΔ, να περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμο και την υπογραφή του δικαστή που την εξέδωσε, το ονοματεπώνυμο, την κατοικία και τη διεύθυνση του αιτούντος και του καθ` ου η αίτηση, τη νομική αιτία ή την έννομη σχέση της πληρωμής (χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής, αλλά χωρίς κατ` ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτή), αναφορά στα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση που επιδικάζεται καθώς και το ποσό των χρημάτων ή τον αριθμό των χρεογράφων, των οποίων διατάσσεται η πληρωμή ή η παροχή στην αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής, αρκεί ν’ αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της τραπέζης σε έγγραφο προς απόδειξη της απαιτήσεως, το ύψος αυτής, το οριστικό κλείσιμο, η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το επικυρωμένο απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού από την έναρξή του ή από την τελευταία αναγνώριση έως το οριστικό κλείσιμο, ενώ δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κινήσεως των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της συμβάσεως, ούτε αναφορά του εκάστοτε, κατά τη λειτουργία της συμβάσεως, εφαρμοσθέντος επιτοκίου (βλ. ΑΠ 1391/2011, ΑΠ 1512/2006, ΕφΑθ 227/2012, ΕφΘεσ 492/2010). Στη διαταγή πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση σύμβασης παροχής πίστωσης ή δανειακής σύμβασης και που έκλεισε οριστικά, αρκεί για την πληρότητά της ως προς την αιτία πληρωμής να αναφέρεται σε αυτή, έστω και συνοπτικά, ότι το ποσό του οποίου διατάσσεται η πληρωμή αποτελεί ισόποσο χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη (πρωτοφειλέτη ή εγγυητή), που προέκυψε από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, χωρίς να απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού κίνησης της σύμβασης, Αντίστοιχα, στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης για την οποία ζητείται η έκδοσή της, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών που εξατομικεύουν την απαίτηση από άποψη αντικειμένου, είδους και τρόπου γένεσής της και που δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος, πρέπει δε να επισυνάπτονται σε αυτή (αίτηση) τα έγγραφα εκείνα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 1071/2017, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 1391/2011, ΕφΑθ 327/2018, ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Από τα άρθρα 669 ΕμπΝ, 361 ΑΚ και 112 ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι ο αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση μεταξύ δύο προσώπων από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος (όπως η ανώνυμη εταιρία, κατά το άρθρο 1 Ν. 2190/1920), με την οποία συμφωνείται να καταχωρούνται σε ένα λογαριασμό, με τύπο χρεωπιστωτικών κονδυλίων, οι μεταξύ τους συναλλαγές και να οφείλεται, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, το κατάλοιπο. Στην έννοια του αλληλοχρέου λογαριασμού περιλαμβάνεται και ο ανοικτός λογαριασμός πιστώσεως σε Τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πιστώσεως) από τον πιστούχο της Τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες (ΑΠ 1022/2003, ΑΠ 667/2001, ΕφΠατρ 906/2005, Κονδύλης, ό.π.). Ο αλληλόχρεος λογαριασμός, όπως προκύπτει από το άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ μπορεί να κλεισθεί όχι μόνον οριστικά στις από το νόμο οριζόμενες περιπτώσεις, αλλά και προσωρινά κατά περιόδους. Η τράπεζα δικαιούται (άρθρο 47 παρ. 2 ΝΔ 17-7/13-8-1923) το λογαριασμό αυτό της πιστώτριας να τον κλείσει οποτεδήποτε θελήσει (ΕΑ 1159/2012, ΝΟΜΟΣ). Διαταγή πληρωμής, εξάλλου, μπορεί να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλοχρέου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση αυτού, η κίνηση, το κλείσιμο και το κατάλοιπο (ΑΠ 1421/2013, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ. 2, 632 παρ. 1, 216 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007, ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία επιδικάζει κατάλοιπο ανοικτού λογαριασμού για να είναι ορισμένη και παραδεκτή, θα πρέπει να περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, χωρίς να αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά πρέπει να προσβάλλονται συγκεκριμένα κατ’ιδίαν κονδύλια. Πρέπει δηλαδή να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει μικρότερη ή μηδενική οφειλή, ο δε ανακόπτων φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του (ΑΠ 123/2020, ΑΠ 196/2020, ΑΠ 361/2020, ΑΠ 2210/2013, ΕφΔωδ 113/2017, ΕΑ 1159/2012, ΝΟΜΟΣ).
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν. 128/1975 “επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών”. Από τη διάταξη αυτή δεν προβλέπεται μεν ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά και δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της θεσπιζόμενης από τον άνω νόμο εισφοράς. Η ρυθμιστική ισχύς του νόμου αυτού εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά επομένως αποκλειστικά την κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, η μετακύλιση της εισφοράς αυτής στους δανειολήπτες είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στην προαναφερθείσα διάταξη, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174 ΑΚ, αλλά ούτε και αντίκειται σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων. Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στον δανειολήπτη αποτέλεσε υπό την ισχύ του Ν. 128/1975 συναλλακτική πρακτική των τραπεζών, στην παγίωση της οποίας συντέλεσαν: α) Το γεγονός ότι μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικώς ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή, β) το ότι το ύψος του συντελεστή καθ` όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς κλιμακώθηκε ποσοστιαίως, με σκοπό την ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών και γ) η θέσπιση των εξαιρέσεων των άρθρων 8 του ν. 2459/1977 και 19 παρ. 4β του Ν. 3152/2003, που αφορούν κατάργηση της εισφοράς αυτής επί δανειοδοτήσεων προς φυσικά και νομικά πρόσωπα που κατοικούν και εδρεύουν σε νησιά με πληθυσμό κάτω των 3.100 κατοίκων και προς τις Ιερές Μονές …, και η οποία δεν θα δικαιολογείτο αν η εν προκειμένω εισφορά επιβάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα. Να σημειωθεί επίσης ότι η Τράπεζα της Ελλάδος από την έναρξη εφαρμογής του Ν 128/1975 ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο από μέρους της διοικητικός καθορισμός του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993, ενώ και υπό το καθεστώς της ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε με αποφάσεις της την υποχρέωση για κεχωρισμένη αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης (βλ. ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002) (ΕφΛαρ 15/2018 Ισοκράτης). Η επιβολή δε της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη ενόψει της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 (άρθρο 82), με την οποία επεκτείνεται η υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την τράπεζα και για την επιβολή ειδικών εισφορών, όπως είναι και η εισφορά του Ν. 128/1975, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕφΠατρ9/2021, ΕφΠατρ 446/2020, ΕφΑθ 361/2020, 1159/2012, 227/2012, ΝΟΜΟΣ).
IV. Η περιλαμβανόμενη στη σύμβαση παροχής πίστωσης ειδική συμφωνία, ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια τράπεζα, που θα προκύψει από το οριστικό κλείσιμο της πίστωσης, θα αποδεικνύεται από το απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας είναι, ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη και δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη (ΑΠ 1886/2014, ΑΠ 1421/2013, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 35/2011, ΕφΘεσ 1109/2015, ΕφΠειρ 401/2015, ΝΟΜΟΣ). Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου και συνεπώς μπορεί, σε συνδυασμό με την έγγραφη σύμβαση της πίστωσης, να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του πιστούχου, ο οποίος μπορεί απλώς να αμφισβητήσει το ύψος των περιεχομένων στο απόσπασμα κατ’ ιδίαν κονδυλίων πιστοχρεώσεων (ΑΠ 1658/2008, ΑΠ 589/2008, ΑΠ 441/2007, ΑΠ 902/2006, ΑΠ 1094/2006, ΝΟΜΟΣ). Βάσει της συμφωνίας αυτής τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, που διαφορετικά δεν θα είχαν αποδεικτική δύναμη (ΕφΑθ 91/2004), αποτελούν primafacie αποδεικτικό μέσο (έγγραφο), με βάση το οποίο μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής, ειδικότερα δε, στην περίπτωση των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της τράπεζας που την ενήργησε, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της, δίχως να απαιτείται βεβαίωση της ακρίβειας τούτου από την αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, αφού δεν πρόκειται για αντίγραφο (ΑΠ 589/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 441/2007, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 578/2005 ΔΕΕ 2006/62, ΕφΑθ 327/2018, ΕφΑθ 3670/2012, ΝΟΜΟΣ), το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβειά του βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο (άρθρ. 449 παρ. 1 ΚΠολΔ, 52 ν.δ. 3026/1954, 14 ν. 1599/1986) και ειδικότερα εφόσον στο φωτοτυπούμενο έγγραφο (απόσπασμα των βιβλίων), που έχει εξαχθεί με εκτύπωση από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, αποτυπώνεται η βεβαίωση του υπαλλήλου της τράπεζας, που πραγματοποίησε την εκτύπωση για τη γνησιότητα της εκτύπωσης καθώς και βεβαίωση, προερχόμενη από αρμόδια αρχή ή δικηγόρο, ότι αυτή (φωτοτυπία) είναι ακριβής (ΑΠ 38/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 84/2014, ΑΠ 1421/2013, ΑΠ 330/2012, ΑΠ 1389/2011, ΕφΘεσ 2256/2018, ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου, ο σχετικός ΓΟΣ σε τραπεζική σύμβαση περί αναγόρευσης του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας σε αποδεικτικό μέσο δεν είναι καταχρηστικός και δεν συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2 παρ. 7 του Ν 2251/1994 και ιδίως στην περίπτωση κζ’ αυτού, δεδομένου ότι δεν αντιστρέφεται το βάρος απόδειξης – όπως επίσης αβασίμως υποστηρίζει ο εκκαλών -, αφού η απόδειξη της οφειλής συντελείται από την πιστώτρια τράπεζα, η οποία εκπληρώνει το σχετικό δικονομικό βάρος (πρβλ. άρθρο 338 παρ. 1 ΚΠολΔ) με τη χρήση και προσκομιδή ως αποδεικτικού μέσου του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της, το οποίο (απόσπασμα) αντλεί την αποδεικτική του δύναμη από τον ως άνω ΓΟΣ και υπό την προϋπόθεση, ότι κατά τα λοιπά, δεν αποκλείεται ρητά το δικαίωμα ανταπόδειξης από μέρους του δανειολήπτη, καθώς διαφορετικά θα εισαγόταν πράγματι ανεπίτρεπτος περιορισμός των αποδεικτικών μέσων του. Η επιβάρυνση της θέσης του δανειολήπτη για το λόγο ότι με τη δικονομική ως άνω συμφωνία διευκολύνεται η τράπεζα στην απόδειξη και της ύπαρξης της απαίτησης, αφού ως προς το ύψος αυτής και μόνο για ένα έτος από της εγγραφής η αποδεικτική δύναμη του αποσπάσματος των εμπορικών βιβλίων της προέρχεται κατευθείαν από το νόμο (άρθρα 441 παρ. 1, 448 παρ. 1 εδ β΄ και 453 παρ. 2 ΚΠολΔ), είναι ανεπαίσθητη και συνεπώς η όποια τυχόν διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων, από τον εν λόγω ΓΟΣ δεν εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 2 παρ. 6 εδ. α΄ του Ν. 2251/1994 (ΑΠ 430/2005 ΝΟΜΟΣ). Εάν, όμως, η ως άνω συμφωνία συνοδεύεται και από τον επιπρόσθετο όρο ότι ο πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων, το σκέλος αυτό της συμφωνίας είναι σε κάθε περίπτωση άκυρο, χωρίς όμως να συνεπιφέρει ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, ενώ ο οφειλέτης έχει δικαίωμα ανταπόδειξης, με την ορισμένη αμφισβήτηση των κατ’ιδίαν κονδυλίων, φέροντας το σχετικό βάρος απόδειξης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η από 24-4-2019 (……/2019) έφεση του εκκαλούντος – ανακόπτοντος, κατά της με αριθμό 1097/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους, επί της από 8-5-2014 (…./2014) ανακοπής, κατά της 523/2014 δ/γής πληρωμής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, (άρθρα 495 παρ.1, 511, 513 παρ.1, 516, 517, 518 παρ.1, 2, 520 παρ.1 ΚΠολΔ), ενώ καταβλήθηκε το παράβολο για το παραδεκτό της συζητήσεώς της (495παρ3Αβ ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, ζήτησε με την από 8-5-2014 (……./2014) ανακοπή του κατά της καθ’ής η ανακοπή – ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, όπως νομίμως εκπροσωπείται από την ειδική εκκαθαρίστρια εταιρεία, να ακυρωθεί, για τους σε αυτήν αναφερόμενους λόγους, η με αριθμ. …../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην καθ’ης η ανακοπή ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, το ποσό των 42.311,74€, πλέον τόκων και εξόδων, με βάση σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, στην οποία συνεβλήθη ως εγγυητής. Με την 1097/2019 εκκαλουμένη απόφασή του, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από πιστωτικούς τίτλους (632παρ2, 614επ ΚΠολΔ) αφού έκρινε παραδεκτή την ανακοπή, την απέρριψε στην ουσία της και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο ανακόπτων- εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του, για τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την ακύρωσή της άλλως την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του.
Από την επανεκτίμηση των εγγράφων που νομίμως μετ’επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να ληφθούν υπόψη ως τέτοια και για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της ανακοπής (για τις ανάγκες της έφεσης), την εκκαλουμένη και τα πρακτικά αυτής, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Δυνάμει της από 18-10-2004 με αριθμό 107011 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό που υπογράφηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……… Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία» και της εταιρείας με την επωνυμία «………….», εδρεύουσας στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπουμένης από τον ανακόπτοντα, με την ιδιότητα του Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της, η πρώτη χορήγησε στη δεύτερη πίστωση μέχρι του ποσού των 500.000€, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται σε αυτή (σύμβαση). Στην ανωτέρω σύμβαση, ο ανακόπτων συνεβλήθη ως εκ τρίτου συμβαλλόμενο, με την ιδιότητα του εγγυητή, ευθυνόμενος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με την πιστούχο – πρωτοφειλέτρια και ως αυτοφειλέτης, παραιτούμενος από την ένσταση διζήσεως και των εκ του άρθρου 853 ΑΚ δικαιωμάτων. Εν συνεχεία, δυνάμει της από 1-4-2006/……… σύμβασης αυξήσεως του ορίου πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, που υπογράφηκε μεταξύ των ανωτέρω προσώπων, παρισταμένων με τις ίδιες ιδιότητες, αυξήθηκε το όριο της πίστωσης προς την πιστούχο εταιρεία έως του ποσού των 631.000€, επεκτεινομένης αντιστοίχως και της ευθύνης του εγγυητή, που επίσης υπέγραψε ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος. Μεταξύ των άλλων όρων της συμβάσεως, περιλαμβανόταν και ο με αριθμό 16, για τις υποχρεώσεις του εγγυητή, στις οποίες περιλαμβανόταν ότι «Ο Εγγυητής εγγυάται ανεπιφύλακτα προς την Τράπεζα την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου της Πίστωσης, καθώς και των τόκων, των προμηθειών, των επιβαρύνσεων και εξόδων και γενικά την εκπλήρωση εκ μέρους του Πιστούχου (πρωτοφειλέτου) όλων των υποχρεώσεων που αναλαμβάνει με αυτήν τη σύμβαση». Επίσης, κατά τον όρο 6.1 της ανωτέρω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι «Για την εξυπηρέτηση της Πίστωσης τηρείται στην Τράπεζα ένας ή περισσότεροι αλληλόχρεοι λογαριασμοί, υπό την έννοια του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ, καθώς και άλλοι λογαριασμοί, ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε χορήγησης..», σε εκτέλεση του οποίου (όρου) τηρήθηκε ο με αριθμό ……….. λογαριασμός. Ακολούθως, δυνάμει της Κ2-15245/2007 απόφασης του Υπουργείου Ανάπτυξης, εγκρίθηκε η συγχώνευση της πιστώτριας εταιρείας καθώς και των εταιρειών «…………», με απορρόφηση από την εταιρεία με την επωνυμία «………..» και το δ.τ. «……….», κατά τις διατάξεις των άρθρων 69 77 και 78 του Ν 2190/1920 και των άρθρων 1 – 5 του Ν 2166/1993. Η ανωτέρω απόφαση καταχωρήθηκε αρμοδίως στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ ΤΑΕ & ΕΠΕ 13134/15-11-2007. Επίσης, η τραπεζική εταιρεία «………. Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία», μετονομάσθηκε σε «…….. Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία», της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε δυνάμει της 5548/2011 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της ΤτΕ και τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση, δυνάμει του άρθρου 68 του Ν 3601/2007. Περαιτέρω, δυνάμει της 5549/2011 αποφάσεως της ίδιας ανωτέρω Επιτροπής, μεταβιβάσθηκαν στο πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «…………», εκτός των άλλων, και οι συμβατικές σχέσεις από δανειακές συμβάσεις με τρίτους, της ανωτέρω τραπεζικής εταιρείας. Ακολούθως, δυνάμει της 76/10-1-2013 αποφάσεως της Τράπεζας της Ελλάδος, ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος «…………», που τέθηκε σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, ενώ στο ιδρυθέν πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «…………», δεν μεταβιβάσθηκε, μεταξύ των άλλων περιουσιακών στοιχείων, η επίδικη έννομη σχέση. Ήδη δε το πιστωτικό ίδρυμα με την επωνυμία «…………», ως ειδικός διάδοχος της «…….. Ανώνυμη Τραπεζική Εταιρεία», τελούντος υπό καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, εκπροσωπείται νομίμως από την ειδική εκκαθαρίστρια εταιρεία «………..», δυνάμει της 182/1/4-4-2016 απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Ε.Π.Α.Θ.), της ΤτΕ. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η πιστούχος εταιρεία έκανε χρήση της πίστωσης, όπως προκύπτει από την κίνηση του ανωτέρω αναφερθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, έως το κατά την 25-7-2012 οριστικό κλείσιμό του από την Τράπεζα, σε εφαρμογή των όρων 8.1, 10 και 11.1 της σύμβασης, και οποίος κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία εμφάνιζε χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος της πιστούχου εταιρείας, ποσού 42.113,74€. Ακολούθως, δυνάμει της από 14-9-2012 εξώδικης δήλωσης – καταγγελίας, που επιδόθηκε στην πιστούχο και στον εγγυητή ανακόπτοντα στις 22-10-2012 (………. ΣΤ/22-10-2012 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, προς τον ανακόπτοντα), η Τράπεζα κατήγγειλε την ανωτέρω σύμβαση πίστωσης και την πρόσθετη αυτής πράξη, γνωστοποιώντας στην πιστούχο και τον ανακόπτοντα το οριστικό κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού και το ανερχόμενο σε 42.113,74€ χρεωστικό σε βάρος τους υπόλοιπό του, οφειλόμενο έκτοτε πλέον των νομίμων τόκων. Στην ανωτέρω εξώδικη δήλωση της Τράπεζας, αναφέρονται και τα ακόλουθα : «Για την εξασφάλιση των απαιτήσεων της Τράπεζας από τον αλληλόχρεο λογαριασμό η πιστούχος σύστησε υπέρ της Τράπεζας ενέχυρο επί απαιτήσεών της από τις κάτωθι επιταγές, τις οποίες οπισθογράφησε και παρέδωσε στην τράπεζα α) την υπ’αριθμ ……… επιταγή επί της «………..», ποσού 20.000€, εκδόσεως της εταιρείας «………», σε διαταγή της εταιρείας «………..», με ημερομηνία έκδοσης 6-11-2011, της οποίας η πιστούχος κατέστη δικαιούχος – κομίστρια από οπισθογράφηση και παράδοση αυτής από την εταιρεία «……….» και β) την υπ’αριθμ …….. επιταγή επί της «………..», ποσού 12.000€, εκδόσεως της εταιρείας «……….», σε διαταγή της εταιρείας «…………», με ημερομηνία έκδοσης 21-11-2011, της οποίας η πιστούχος κατέστη δικαιούχος – κομίστρια από οπισθογράφηση και παράδοση αυτής από την εταιρεία «………..». Τις ανωτέρω επιταγές εισήγαγε η Τράπεζα στο πιστωτικό σκέλος του ………….. αλληλόχρεου λογαριασμού, ως νόμιμη δε κομίστρια αυτών έπειτα από αδιάκοπη σειρά οπισθογραφήσεων, τις εμφάνισε προς πληρωμή, πλην όμως αυτές δεν πληρώθηκαν κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες, λόγω έλλειψης επαρκούς διαθεσίμου υπολοίπου στο λογαριασμό της εκδότριας. Για το λόγο αυτό η Τράπεζα ενέγραψε τα αντίστοιχα ποσά των επιταγών με αντιλογισμό στο χρεωστικό σκέλος του αλληλόχρεου λογαριασμού και στη συνέχεια στις 24-4-2012 πέτυχε την έκδοση της με αριθμό …../2012 διαταγής πληρωμής κατά της εκδότριας των επιταγών και της Πιστούχου, πλην όμως οι εν λόγω επιταγές παραμένουν μέχρι σήμερα ανεξόφλητες παρά τις προφορικές και γραπτές οχλήσεις μας. Επειδή εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ευρίσκεστε σε αδυναμία εξοφλήσεως ληξιπροθέσμων οφειλών σας έναντι της Τράπεζας και τρίτων, επισπεύδεται δε πλειστηριασμός ακινήτου ιδιοκτησίας της Πιστούχου, ο οποίος κατόπιν διαδοχικών ματαιώσεων έχει οριστεί για τις 10-10-2012». Κατόπιν αυτών, η Τράπεζα καλούσε την Πιστούχο και τον ανακόπτοντα εγγυητή να καταβάλουν το ανωτέρω οφειλόμενο ποσό, εντόκως από την επομένη του κλεισίματος του λογαριασμού, εντός (5) ημερών από της σε αυτούς κοινοποιήσεως της ανωτέρω εξωδίκου καταγγελίας – δηλώσεως. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι τόσο η πιστούχος όσο και ο ανακόπτων εγγυητής, ουδέν κατέβαλαν προς εξόφληση του ανωτέρω ποσού. Για το λόγο αυτό, η Τράπεζα, δυνάμει της από 14-1-2014 αιτήσεώς της, στρεφομένης κατά της πιστούχου και του εγγυητή – ανακόπτοντος, πέτυχε την έκδοση της …../20-3-2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, για το χρεωστικό σε βάρος τους κατάλοιπο του ανωτέρω αλληλόχρεου λογαριασμού, το οποίο οι καθ’ων επιτάχθηκαν να πληρώσουν «εντόκως από την επομένη του κλεισίματος του λογαριασμού (σύμφωνα με το άρθρο 112 ΕισΝ ΑΚ και άρθρο 8.1, 10 και 11.1 της 107011 σύμβασης), ήτοι από 26-7-2012 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες (σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης), των τόκων τούτων ανακεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, καθώς και 800€ για τη δικαστική δαπάνη έκδοσης» της δ/γης πληρωμής. Ακολούθως, ο εγγυητής κατέθεσε την από 8-5-2014 (…./2014) ανακοπή του κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, αμφισβητώντας την εναντίον του απαίτηση, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, οι οποίοι απορρίφθηκαν δυνάμει της εκκαλουμένης 1097/2019 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την οποία εκκαλεί για τους ακόλουθους λόγους : Με τον 1ο λόγο της έφεσής του, ο ανακόπτων – εκκαλών ισχυρίζεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αναφορικώς με τη διάταξη 471 ΑΚ, επικαλούμενος ότι με την συγχώνευση δι’ απορροφήσεως της αρχικής πιστούχου εταιρείας από την καθ’ης η διαταγή πληρωμής εταιρεία «………» και το δ.τ. «…………», επήλθε στερητική αναδοχή χρέους, όσον αφορά την επίδικη απαίτηση, για την οποία είχε αρχικώς εγγυηθεί και επομένως, επήλθε απαλλαγή του από την ευθύνη του ως εγγυητή του χρέους. Ωστόσο, από τη διάταξη του άρθρου 75 του Ν 2190/1920 προκύπτει ότι «1. Από την καταχώρηση, στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών, της εγκριτικής απόφασης της συγχώνευσης, που προβλέπεται από το άρθρο 74, επέρχονται αυτοδίκαια και ταυτόχρονα χωρίς καμιά άλλη διατύπωση, τόσο για τις συγχωνευόμενες εταιρείες όσο και έναντι των τρίτων, τα ακόλουθα αποτελέσματα: “α) Η απορροφούσα εταιρεία υποκαθίσταται στο σύνολο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων της ή των απορροφούμενων εταιρειών, περιλαμβανομένων των διοικητικών αδειών που έχουν εκδοθεί υπέρ της ή των απορροφούμενων εταιρειών και η μεταβίβαση αυτή εξομοιώνεται με καθολική διαδοχή.” (ΟλΑΠ 12/1999, ΑΠ 172/2018, 1229/2018, 591/2017, ΕφΠαρ 190/2020). β) Οι μέτοχοι της ή των απορροφουμένων εταιρειών γίνονται μέτοχοι της απορροφούσας εταιρείας. γ) Η απορροφούμενη ή οι απορροφούμενες εταιρείες παύουν να υπάρχουν. 2. Οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται αυτοδικαίως από την απορροφούσα εταιρία ή κατ` αυτής χωρίς καμμία ειδικότερη διατύπωση από μέρους της για τη συνέχιση και χωρίς να επέρχεται, λόγω της συγχώνευσης, βίαια διακοπή της δίκης και χωρίς να απαιτείται δήλωση για την επανάληψή τους». Σύμφωνα με τα παραπάνω, η οιονεί καθολική διαδοχή διαφέρει από τη στερητική αναδοχή χρέους, και επομένως, ο εκκαλών, μετά τη συγχώνευση δι’απορροφήσεως της αρχικής πιστούχου, υπέρ της οποίας είχε συμβληθεί ως εγγυητής στην ένδικη σύμβαση πίστωσης αρχική και πρόσθετη πράξη), από την εταιρεία «………….», δεν ελευθερώθηκε από το χρέος του, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει, αλλά εξακολουθεί να ευθύνεται γι’αυτό, όπως κατ’ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον 1ο λόγο της ανακοπής του ως νόμω αβάσιμο. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο 1ος λόγος της έφεσης. Με τους 2ο , 3ο και 4ο συναφείς λόγους της έφεσής του, ο ανακόπτων – εκκαλών ισχυρίζεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αναφορικώς με τη διάταξη του άρθρου 862 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ο εγγυητής ελευθερώνεται εφόσον από πταίσμα του δανειστή έγινε αδύνατη η ικανοποίησή του από τον οφειλέτη. Ως γεγονότα δε στηρίζοντα το πταίσμα τη τράπεζας, για τα οποία προσάπτει ότι δεν εκτιμήθηκαν σωστά από την εκκαλουμένη και απορρίφθηκαν με ελλιπή αιτιολογία, επικαλείται ότι η εταιρεία «…………..», ήταν εισηγμένη στο Χρηματιστήριο και επομένως, η τράπεζα είχε τη δυνατότητα να ενημερώνεται από τις δημοσιεύσεις στον τύπο για τα ετήσια πεπραγμένα της και για την εν γένει οικονομική της πορεία και εφόσον διαπίστωσε ότι αυτή βαίνει μειούμενη, όφειλε να προβεί σε έγκαιρο κλείσιμο του λογαριασμού ήδη από το έτος 2009 ή το έτος 2010 ή έστω το έτος 2011 και σε κατάσχεση περιουσιακών της στοιχείων, ώστε να ικανοποιηθεί η απαίτησή της. Επί αυτών πρέπει να αναφερθεί ότι αποδείχθηκε, από την κίνηση του λογαριασμού, όπως τούτο προκύπτει από τα αποσπάσματα των εμπορικών της βιβλίων, ότι έως και τα τέλη του έτους 2011, η πιστούχος κατέβαλε σταδιακά διάφορα χρηματικά ποσά στο λογαριασμό, ενώ εισήγαγε και δύο επιταγές πελατών της, το δε υπόλοιπο του λογαριασμού ήταν σχετικά μικρό, συγκριτικά με το ποσό που είχε δανεισθεί μέσω της σύμβασης πιστώσεως. Άλλωστε, ο σκοπός του κάθε πιστωτικού ιδρύματος είναι να εισπράξει όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα έναντι της αξιώσεώς του και για το λόγο αυτό, δίνει τον απαιτούμενο χρόνο στον οφειλέτη, να ανταποκριθεί και να ξεπεράσει τυχόν πρόσκαιρες οικονομικές δυσκολίες, όπως έγινε και στην προκειμένη περίπτωση. Η δε παράλειψη, κατά τον εκκαλούντα, της εγγραφής προσημειώσεως επί ακινήτου της πιστούχου, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, δεν συνιστά αμέλειά της ως προς την επιδίωξη της ικανοποίησης της απαιτήσεώς της, αφού η αξίας 14.560.322€ – κατά τον εκκαλούντα – ακίνητη περιουσία της ήταν ήδη βεβαρημένη με εμπράγματες ασφάλειες ύψους 16.397.267€, ενώ οι δανειακές της υποχρεώσεις ανέρχονταν στο ποσό των 37.80.698€, έχουν δε καταγγελθεί από όλα τα σχετικά πιστωτικά ιδρύματα και ήδη γίνεται δικαστική τους διεκδίκηση. Επίσης αποδείχθηκε, ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η τράπεζα είχε ήδη εγγράψει προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο της πιστούχου, προς εξασφάλιση άλλης απαιτήσεώς της από ομολογιακό δάνειο, ποσού 5.125.000€. Ενόψει αυτών, ήταν αλυσιτελές να ζητηθεί εγγραφή εμπράγματης ασφάλειας για το επίδικο χρεωστικό κατάλοιπο, στα ανωτέρω ακίνητα. Άλλωστε, ο τρόπος επιδίωξης της ικανοποίησης μιας απαίτησης ενός πιστωτικού ιδρύματος εντάσσεται στο γενικότερο επιχειρηματικό του σχεδιασμό, που καθορίζεται από το ίδιο, εξαρτώμενο σε κάθε περίπτωση από το ύψος της κάθε απαιτήσεως, ενώ, η πιστούχος δεν ήταν η μόνη οφειλέτρια της τράπεζας, ώστε να επικεντρωθεί στην ικανοποίηση των εναντίον της αξιώσεων. Ακόμη, η τράπεζα βρισκόταν σε διαρκές καθεστώς αναδιάρθρωσης κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως ήδη προαναφέρθηκε, γεγονός που συνέβαλε στην αναγκαστική θέση προτεραιοτήτων εκ μέρους της ως προς την ιεράρχηση των αξιώσεων που έπρεπε να επιδιωχθούν και ως προς το χρόνο και τον τρόπο που θα γινόταν αυτό. Ήδη δε στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε η παροχή εγγυήσεως εκ μέρους του εκκαλούντος. Περαιτέρω αποδείχθηκε, ότι η τράπεζα προέβη σε οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού στις 25-7-2012, δηλαδή πέντε περίπου μήνες μετά την υποβολή, εκ μέρους της πιστούχου, αιτήσεως για υπαγωγή της σε καθεστώς εξυγίανσης (2ος/2012) και τρεις μήνες μετά την παραίτησή της από την ανωτέρω αίτηση, δηλαδή σε μικρό χρονικό διάστημα από τότε που ανεφύη η γενική οικονομική της δυσπραγία. Επίσης αποδείχθηκε, ότι πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, η τράπεζα προέβη αρχικώς στην έκδοση της …../24-4-2012 διαταγής πληρωμής, συνολικού ποσού 32.000€, με βάση δύο επιταγές στις οποίες η πιστούχος είχε συστήσει ενέχυρο υπέρ της τράπεζας, και τις οποίες η τελευταία εισήγαγε με εγγραφή στο πιστωτικό σκέλος του λογαριασμού, αλλά μετά την νόμιμη και εμπρόθεσμη εμφάνισή τους και τη σφράγισή τους ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων για την πληρωμή τους, τις ενέγραψε με αντιλογισμό στο χρεωστικό σκέλος του ανωτέρω λογαριασμού (όπως ήδη προεκτέθηκε). Η ανωτέρω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε κατά της πιστούχου και της εκδότριας των επιταγών, αλλά ουδέποτε εξοφλήθηκε. Για το λόγο αυτό, η τράπεζα προχώρησε στο οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού (δυνάμει του 10.1 όρου της σύμβασης), σε καταγγελία της συμβάσεως πιστώσεως, με εξώδικη δήλωσή της που κοινοποιήθηκε στην πιστούχο και τον εκκαλούντα – ανακόπτοντα, στις 22-10-2012, καλώντας τους να καταβάλουν το συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού, νομιμοτόκως έκτοτε. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι η τράπεζα δεν επέδειξε υπαίτια καθυστέρηση στο κλείσιμο του λογαριασμού ούτε γενικώς αμέλησε στην επιδίωξη της ικανοποίησης της απαιτήσεώς της, την απορρέουσα από την ανωτέρω σύμβαση πιστώσεως ούτε ότι η ικανοποίησή της κατέστη αδύνατη από πταίσμα της, ώστε από το λόγο αυτό να επέρχεται ελευθέρωση του εγγυητή – εκκαλούντος, όπως ορθώς και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, κατ’ορθήν εκτίμηση των αποδείξεων και με πλήρη αιτιολογία. Επίσης, από την επικαλούμενη από τον εκκαλούντα κοινοποίηση προς την τράπεζα του από 15-11-2012 εγγράφου της πιστούχου και ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού του ως επιστολής ή αιτήματος, το οποίο έγγραφο ο ίδιος επικαλείται και προσκομίζει, προκύπτει ότι η πιστούχος συγκοινοποίησε και (6) καρτέλες πελατών της με «φερόμενες» αξιώσεις της από παροχή υπηρεσιών προς αυτούς, στις οποίες αναφέρονται διάφορα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών διαφόρων ποσών της τάξεως των – ενδεικτικά – 4.305€ (10-10-2011), 3.321€ (26-10-2011), αλλά και των 285,36€ (10-11-2011), 18,45€ (8-12-2011), 71.34€ (10-11-2011), 418,20€ (8-12-2011), αντιστοίχως, οι οποίες κατ’αυτόν (εκκαλούντα) αποτελούσαν την «τελευταία ευκαιρία ικανοποίησης» της τράπεζας που την απώλεσε από υπαιτιότητά της, αφού δήθεν υπερκάλυπταν συνολικά το ποσό του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού και για τις οποίες η πιστούχος πρότεινε προς την τράπεζα την προς αυτήν εκχώρησή τους. Ωστόσο η τράπεζα, με το από 28-11-2012 έγγραφό της προς την πιστούχο απέρριψε το ανωτέρω αίτημα, γεγονός που δεν κρίνεται ως συμπεριφορά αμελής ως προς την ικανοποίησή της ούτε ότι την κατέστησε υπαιτίως αδύνατη (ικανοποίησή της) από την πιστούχο. Και αυτό, ενόψει του ότι οι ανωτέρω φερόμενες απαιτήσεις της πιστούχου από δελτία παροχής υπηρεσιών προς εταιρείες – πελάτες της, δεν ήταν ληξιπρόθεσμες ούτε εκκαθαρισμένες, όπως αβασίμως επικαλείται ο εκκαλών, η δε δικαστική επιδίωξη όλων αυτών, ενόψει και του κατακερματισμού των ποσών (σε σχέση με το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού) θα επέφερε τεράστια έξοδα και απώλεια χρόνου και επομένως ζημία στην τράπεζα, η οποία για το λόγο αυτό δεν αποδέχθηκε το σχετικό αίτημα εκχωρήσεώς τους, αφού είναι κυριαρχικό της δικαίωμα όπως προεκτέθηκε, η επιλογή του τρόπου διαχείρισης των αξιώσεών της κατά των οφειλετών της. Όμως, ούτε αυτή η συμπεριφορά της τράπεζας, μπορεί να οδηγήσει σε ελευθέρωση του εκκαλούντος – εγγυητή, σύμφωνα με αμέσως προεκτεθέντα. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι συναφείς 2ος, 3ος και 4ος λόγοι της κρινομένης έφεσης. Περαιτέρω, με τον 5ο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών επικαλείται εσφαλμένη απόρριψη του ισχυρισμού του περί απαραδέκτου της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής (3ος λόγος ανακοπής), ελλείψει εννόμου συμφέροντος, ενόψει τη εκδόσεως της προγενέστερης 9616/2012 διαταγής πληρωμής, για μέρος του ποσού ήτοι 32.000€, προερχόμενο από δύο επιταγές πελατών της πιστούχου, όπως αναλυτικώς προεκτέθηκε. Εδώ, πρέπει να σημειωθεί, ότι η πρώτη διαταγή πληρωμής είχε διαφορετική νόμιμη αιτία εκδόσεως σε σχέση με την προσβαλλομένη, δηλαδή τις επιταγές που προαναφέρθηκαν, είχε δε εκδοθεί μόνο εναντίον της πιστούχου και της εκδότριας των επιταγών, ενώ η προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής βασίστηκε σε απαίτηση που προέκυψε από το οριστικό κλείσιμο αλληλόχρεου λογαριασμού και εκδόθηκε εναντίον της πιστούχου και του εκκαλούντος – εγγυητή. Πρόκειται δηλαδή για διαφορετική απαίτηση, στηριζόμενη σε διαφορετική νόμιμη αιτία και επομένως, ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, απορριπτομένου, αντιστοίχως, και του σχετικού 5ου λόγου της έφεσης ως αβάσιμου. Με τον 6ο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη του 4ου λόγου της ανακοπής του, με τον οποίο έβαλε κατά το ορισμένο της αίτησης για την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής. Όπως όμως προκύπτει από την τελευταία, για την έκδοσή της ελήφθησαν υπόψη, ως προσκομισθέντα έγγραφα, μεταξύ άλλων, οι δύο συμβάσεις πιστώσεως (αρχική και αυξητική), τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, από τα οποία προέκυπτε όλη η κίνηση του τηρηθέντος για την εξυπηρέτηση της πίστωσης λογαριασμού, από το άνοιγμά της έως το οριστικό κλείσιμό του, με πλήρη και αναλυτική αναφορά των χρεωπιστωτικών κονδυλίων, των τόκων και εξόδων που καταλογίζονταν, η από 15-12-2011 επιστολή της πιστούχου περί αναγνώρισης του καταλοίπου του λογαριασμού, η επιστολή με την οποία η τράπεζα απέρριψε την πρόταση περί εκχωρήσεως φερομένων απαιτήσεων της πιστούχου κατά τρίτων πελατών της (όπως αναλυτικά προεκτέθηκε) και τις εκθέσεις επιδόσεως της καταγγελίας του λογαριασμού, μετά το οριστικό κλείσιμό του, τόσο στην πιστούχο όσο και στον εκκαλούντα εγγυητή – ανακόπτοντα. Με βάση λοιπόν όσα προεκτέθηκαν στην πρώτη νομική σκέψη της παρούσας, η αίτηση για την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής ήταν ορισμένη, περιέχουσα πλήρη και αναλυτική περιγραφή της απαιτήσεως, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον 4ο λόγο της ανακοπής ως αβάσιμο, απορριπτομένου ως αβάσιμου και του σχετικού περί τούτου 6ου λόγου της κρινομένης έφεσης. Να σημειωθεί, ότι με τον ανωτέρω λόγου του, ο εκκαλών – ανακόπτων αμφισβητεί περαιτέρω την ύπαρξη αλληλόχρεου λογαριασμού. Επ’αυτού πρέπει να λεχθεί, ότι πέραν της αναφοράς της σύμβασης ως «σύμβαση πίστωσης δι’ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού», ρητώς αναφέρεται στον 6.1 όρο η τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού για την εξυπηρέτησή της, κατά την έννοια του άρθρου 112 ΕισΝΑΚ, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση φέρει όλα τα χαρακτηριστικά του αλληλόχρεου, όπως αυτά αναφέρονται στη δεύτερη νομική σκέψη που προηγήθηκε, απορριπτομένου ως αβάσιμου του 6ου λόγου της έφεσης, και κατά το αντίστοιχο σκέλος του. Επίσης, ο εκκαλών αναφέρει στον ίδιο ανωτέρω λόγο, ότι δήθεν η απαίτηση που προέκυπτε από την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής δεν ήταν εκκαθαρισμένη, ως περιέχουσα κονδύλια τόκων με μη προσδιορισμένο επιτόκιο καθώς και κονδύλια κεφαλαιοποιημένων τόκων, που ανατοκίζονταν, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του αυτός (ως σκέλος του 6ου λόγου της έφεσης) τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, αφού σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη δεύτερη νομική σκέψη, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση των κονδυλίων του λογαριασμού αλλά πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει μικρότερη ή μηδενική οφειλή, ο δε ανακόπτων φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του (ΑΠ 123/2020, ΑΠ 196/2020, ΝΟΜΟΣ), δηλαδή έπρεπε να αναφέρει το ύψος του αμφισβητούμενου κονδυλίου των τόκων, ώστε σε περίπτωση βασιμότητάς του να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος της, ενώ όφειλε να αναφέρει ποιό ήταν το κατ’αυτόν (εκκαλούντα) νόμιμο επιτόκιο που έπρεπε να εφαρμοσθεί και το οφειλόμενο ποσό που προέκυπτε από την εφαρμογή του. Όσο για τον ανακεφαλαίωση των τόκων και τον ανατοκισμό τους, πέραν των αμέσως προεκτεθέντων (ότι δηλαδή δεν αναφέρονται αναλυτικά τα πληττόμενα κονδύλια), αυτός είναι νόμιμος, ενόψει του 8.2 όρου της σύμβασης, που τον προέβλεπε (ανατοκισμό τόκων σε περίπτωση υπερημερίας), ενώ στα πλαίσια του αλληλόχρεου λογαριασμού, όπως στην προκειμένη περίπτωση, ο ανατοκισμός των τόκων που περιέχονται στο κατάλοιπο του λογαριασμού είναι νόμιμος (112 ΕισΝΑΚ), απορριπτομένου ως αβάσιμου του 6ου λόγου της κρινομένης έφεσης και κατά το σκέλος αυτό. Περαιτέρω, έτερο σκέλος του 6ου λόγου της έφεσης, αναφέρεται στο άρθρο 4παρ2 του όρου της σύμβασης, κατά το οποίο «ο τόκος υπολογίζεται με βάση έτος 360 ημερών επί του πραγματικού ημερησίου χρεωστικού υπολοίπου της πιστώσεως», εξ αιτίας του οποίου προκύπτει πρόσθετη επιβάρυνση για τον δανειολήπτη. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο εκκαλών και πάλι δεν προσδιορίζει το ύψος αυτής της πρόσθετης επιβάρυνσης, ο λόγος αυτός της έφεσης απορρίπτεται προεχόντως ως απαράδεκτος, ως προς το ανωτέρω σκέλος του, αφού η αιτίαση αυτή, αποτελούσα ουσιαστικά λόγο ανακοπής, δεν περιελήφθη στο δικόγραφο της ανακοπής και προβάλλεται για πρώτη φορά στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Τέλος, στον 6ο λόγο της έφεσης περιλαμβάνονται αιτιάσεις περί εσφαλμένης λήψης υπόψη των αποσπασμάτων από τα εμπορικά βιβλία της τράπεζας, για τα οποία δεν προκύπτει «με ασφάλεια και χωρίς καμία αμφιβολία» το υπόλοιπο της οφειλής αφού δεν έχει εγγραφεί σε αυτή η «αιτία των χρεωπιστώσεων», ενώ επίσης στην οφειλή έχει περιληφθεί η εισφορά του Ν 128/1975 και μάλιστα έχει ανατοκισθεί. Ανεξαρτήτως της αοριστίας των ανωτέρω αιτιάσεων για το λόγο που ήδη προαναφέρθηκε (δε γίνεται εξειδίκευση αμφισβητουμένων κονδυλίων, παρά μόνο γενική αμφισβήτηση του χρεωστικού υπολοίπου και του κονδυλίου των τόκων, χωρίς ειδικότερη αναφορά), όσον αφορά τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, αυτά νομίμως αποτέλεσαν αποδεικτικό στοιχείο της απαιτήσεώς της κατά τον όρο 11.1 της σύμβασης, και ειδικότερα «πλήρη απόδειξη» της απαίτησής της, ενώ άκυρη κρίνεται μόνο η αναφορά του τελευταίου εδαφίου του ανωτέρω όρου, σύμφωνα με την οποία «Η απόδειξη αυτή – ενν πλήρης απόδειξη που προαναφέρθηκε – δεν επιδέχεται αμφισβήτηση από τον Πιστούχο», χωρίς ωστόσο να συμπαρασύρει σε ακυρότητα το σχετικό όρο της σύμβασης, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν στην τέταρτη νομική σκέψη, ως προς την αποδεικτική ισχύ των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων και την εγκυρότητα της σχετικής συμφωνίας. Ο δε εκκαλών αμφισβητεί γενικώς την αποδεικτική τους ισχύ χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό και χωρίς να επικαλείται ούτε αποδεικνύει ποιά είναι η κατ’αυτόν έγκυρη οφειλή. Επίσης, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην τρίτη νομική σκέψη, έχει κριθεί ως νόμιμη τόσο η μετακύλιση της εισφοράς του Ν 128/1975 στον οφειλέτη όσο και ο ανατοκισμός της, αρκεί να αναφέρονται στην σύμβαση, για την πλήρωση του όρου της διαφάνειας και της επαρκούς ενημέρωσης του οφειλέτη (κατά το Ν 2251/1994). Στην προκειμένη περίπτωση, από τον όρο 4.7 της σύμβασης προκύπτει ότι η ανωτέρω εισφορά συνυπολογίσθηκε στον καθορισμό του Συμβατικού Επιτοκίου, ενώ στον όρο 13.1 αναφέρεται ότι τον πιστούχο βαρύνει οποιαδήποτε εισφορά ή επιβάρυνση υφίσταται, λοιποί φόροι και τέλη χαρτοσήμου, με ρητή αναφορά στην εισφορά του Ν 128/1975, ενώ στον όρο 13.3 προβλέπεται ο νόμιμος ανατοκισμός τους. Ενόψει αυτών, ορθώς έκρινε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς ως αβάσιμους και επομένως, ως αβάσιμος απορρίπτεται και ο αντίστοιχος λόγος έφεσης (6ος) κατά τα ανωτέρω σκέλη του. Με τον 7ο λόγο της έφεσης, σχετιζόμενο με την απόρριψη του 5ου λόγου της ανακοπής, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν. Ειδικότερα, αιτιάται ότι, μετά την από 14-9-2012 εξώδικη δήλωση της τράπεζας (κοινοποιηθείσας σε αυτόν στις 22-10-2012) με την οποία του γνωστοποιήθηκε το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού και καταγγέλθηκε η σύμβαση πίστωσης, ο εκκαλών μετέβη στα γραφεία της και δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει το αναγραφόμενο σε αυτήν (εξώδικη δήλωση – καταγγελία) ποσό, ενώ στην από 15-11-2012 επιστολή της πιστούχου με την οποία η τελευταία προτείνει την εκχώρηση προς την τράπεζα, απαιτήσεών της κατά πελατών της «για την κάλυψη του υπολοίπου του δανειακού λογαριασμού μας…», δεν περιλαμβάνεται αναγνώριση του καταλοίπου του λογαριασμού ούτε αναφέρεται το ποσό των 42.311,74€, όπως εσφαλμένως – κατ’αυτόν – αναφέρει η εκκαλουμένη. Όπως όμως προεκτέθηκε σε άλλο σημείο της παρούσας, από το περιεχόμενο του ανωτέρω εγγράφου της πιστούχου, που ο ίδιος ο εκκαλών επικαλείται και προσκομίζει, και ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού του ως επιστολής ή αίτησης εκχωρήσεως, προκύπτει εμμέσως αναγνώριση του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού από την πιστούχο, το οποίο (υπόλοιπο), αν και δεν αναφέρεται αριθμητικώς ταυτίζεται με το ανωτέρω συγκεκριμένο ποσό, (όπως τούτο προκύπτει από τα εμπορικά της βιβλία) και συγκεκριμένα από τη φράση «Δια τη παρούσης αιτούμεθα όπως δια την κάλυψη του υπολοίπου του δανειακού λογαριασμού μας εκχωρήσουμε απαιτήσεις μας από πελάτες μας που είναι ήδη ληξιπρόθεσμες», όπως ορθώς ερμηνεύθηκε από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Η δε αναγνώριση του υπολοίπου από την πιστούχο, δεσμεύει τον εγγυητή σύμφωνα με τον 16.7 όρο της σύμβασης. Επίσης από κανένα πειστικό αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε η προφορική- και ανεξαρτήτως της εγκυρότητά της – αμφισβήτηση από τον εκκαλούντα του χρεωστικού καταλοίπου του λογαριασμού. Επομένως, απορριπτέος τυγχάνει ως αβάσιμος και ο 7ος λόγος της κρινομένης έφεσης. Περαιτέρω, με τον 8ο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών αιτιάται την εσφαλμένη απόρριψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των 6ου και 7ου λόγων της ανακοπής του, με ανεπαρκή – κατ’αυτόν αιτιολογία. Ωστόσο, με το λόγο αυτό, με το πρώτο σκέλος του, επαναφέρει το θέμα της εγκυρότητας και της αυξημένης αποδεικτικής ισχύος των αποσπασμάτων των εμπορικών βιβλίων της τράπεζας, το οποίο έχει ήδη αντιμετωπισθεί στα πλαίσια του 6ου λόγου της έφεσης, κατά τα προεκτεθέντα. Επίσης, ο εκκαλών αιτιάται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απάντησε στον ισχυρισμό του, ότι ο όρος της σύμβασης περί αυξημένης αποδεικτικής δύναμης των εμπορικών της βιβλίων, είναι άκυρος ως αντιβαίνων στα άρθρα 178, 179 και 281 ΑΚ. Όμως, κατά το ανωτέρω σκέλος του, ο λόγος της έφεσης τυγχάνει απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος (όπως και ο αντίστοιχος λόγος ανακοπής), αφού, πέραν της απλής αναφοράς των ανωτέρω διατάξεων, δεν αναφέρει ποιες ειδικότερες συνθήκες τον καθιστούν άκυρο, ποιά από τις προϋποθέσεις του άρθρου 179 ΑΚ εκμεταλλεύθηκε η τράπεζα, ποια τα περιουσιακά ωφελήματα που έλαβε και ποια η φανερή δυσαναλογία τους σε σχέση με την παροχή και με ποιόν τρόπο ο ανωτέρω όρος επηρέασε το ύψος της οφειλής και οδήγησε σε υπέρμετρη επιβάρυνσή του και ποιά ακριβώς ήταν αυτή. Το ίδιο δε ισχύει και όσον αφορά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, της οποίας γίνεται απλή αναφορά, χωρίς περαιτέρω επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, που να καθιστούν τον ανωτέρω συμβατικό όρο άκυρο. Περαιτέρω, ο εκκαλών αιτιάται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απάντησε και στον ισχυρισμό του περί ακυρότητας του όρου 16.3 της συμβάσεως, περί παραιτήσεώς του «από την ένσταση διζήσεως καθώς και από το δικαίωμα που προβλέπεται στο άρθρο 853 ΑΚ να προτείνει κατά της Τραπέζης ενστάσεις του Πιστούχου», ως αντίθετου στο Ν 2251/1994 καθώς και στα άρθρο 178, 179 και 281 ΑΚ. Επ’ αυτών πρέπει να αναφερθεί, ότι οι διατάξεις περί εγγυήσεως είναι ενδοτικού χαρακτήρα (ΑΠ 620/2015, ΑΠ 884/2013, ΝΟΜΟΣ) και, επομένως, είναι έγκυρη η παραίτηση του εγγυητή από τα εκ της διατάξεως του άρθρου 853 ΑΚ δικαιώματά του, ιδία εν όψει του γεγονότος, ότι οι διατάξεις αυτές δεν είναι απαγορευτικές, αλλά τέθηκαν προς το συμφέρον του εγγυητή (ΕφΔυτΜακεδ 25/2019, ΕφΘεσ 763/1992, ΝΟΜΟΣ, και Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, υπ’ άρθρα 866 αριθ. 2 και 867 αριθ. 2). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από την προαναφερθείσα σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, υπήρξε πράγματι παραίτηση του εκκαλούντος – ανακόπτοντος εγγυητή από τις εκ του άρθρου 863 ΑΚ ενστάσεις του. Με βάση όμως τα εκτιθέμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, η παραίτησή του από τα δικαιώματά του αυτά είναι απολύτως έγκυρη, δοθέντος ότι οι διατάξεις για την ευθύνη του εγγυητή είναι ενδοτικού χαρακτήρα. Εξάλλου, μόνο το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση ο περί παραιτήσεως του προαναφερομένου από την προστασία των άνω διατάξεων όρος ήταν προδιατυπωμένος στην ένδικη σύμβαση και αποτελούσε αναγκαία, για την πιστοδότρια τράπεζα, συνθήκη, ώστε να προχωρήσει στην παροχή της ενδίκου πιστώσεως στην πιστούχο εταιρεία, δεν καθιστά αφ’ εαυτού και άνευ ετέρου άκυρη την εγγυητική σύμβαση, πολύ περισσότερο αφού η παραίτηση του εκκαλούντος – εγγυητή από τις άνω ενστάσεις του δεν συνιστά άνευ ετέρου υπέρμετρη εκμετάλλευση της οικονομικής του θέσεως και ως εκ τούτου άκυρη, ως αντίθετη στα χρηστά ήθη, την ένδικη εγγυητική σύμβαση, τη στιγμή που, αρκούμενος σε απλή αναφορά των σχετικών διατάξεων, δεν επικαλείται συγκεκριμένα περιστατικά, δυνάμενα να προσδώσουν τέτοια, αντίθετη στο άρθρο 179 ή στα χρηστά ήθη, μορφή στην, όπως διαμορφώθηκε μετά την παραίτησή του από τα ως άνω δικαιώματα, δέσμευσή του από την ένδικη εγγυητική σύμβαση. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών” όπως ο νόμος αυτός ισχύει, οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ) δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή (ΟλΑΠ 15/2007, ΝΟΜΟΣ). Ο καταχρηστικός χαρακτήρας τέτοιου γενικού όρου ενσωματωμένου στη σύμβαση κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά την σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία εξαρτάται. Κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες αποτελούν εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τα αναφερόμενα σε αυτές κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση, όμως, της φύσεως των αγαθών ή υπηρεσιών που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών (ΑΠ 904/2011, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ. 4 περ. α’ Ν 2251/1994, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το Ν 4512/2018 (βλ. άρθρο 111 του νόμου αυτού): «Με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων του παρόντος νόμου νοούνται: α) Καταναλωτής, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα για τα οποία προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά και τα οποία κάνουν χρήση των προϊόντων ή των υπηρεσιών αυτών, εφόσον αποτελούν τον τελικό αποδέκτη τους. Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος, ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του» (ΑΠ 1226/2015, ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση, όχι μόνο των ατομικών, αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος, ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων (ΑΠ 1738/2009, ΑΠ 16/2009, ΝΟΜΟΣ). Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος, που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους. Περαιτέρω, υπάγονται στην προστασία του Ν 2251/1994, όχι μόνο οι τραπεζικές υπηρεσίες, που από τη φύση τους απευθύνονται σε ιδιώτες πελάτες για την εξυπηρέτηση προσωπικών τους αναγκών, αλλά και αυτές που απευθύνονται σε επαγγελματίες, όπως είναι η χορήγηση δανείων και πιστώσεων για την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών αναγκών, χωρίς να αποκλείεται, όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση η εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ, μετά από την υποβολή σχετικής ένστασης από την τράπεζα, κάθε φορά που η επίκληση της ιδιότητας του καταναλωτή εμφανίζεται ως καταχρηστική, όπως συμβαίνει, όταν ο δανειολήπτης δεν υφίσταται έλλειμμα αυτοπροστασίας, διότι διαθέτει εμπειρία στο συγκεκριμένο είδος συναλλαγών ή έχει τέτοια οικονομική επιφάνεια και οργανωτική υποδομή, ώστε να μπορεί να διαπραγματευθεί ισότιμα τους όρους της δανειακής του σύμβασης. Επιπροσθέτως, μέχρι την αντικατάσταση του Ν 2251/1994, με το Ν 3587/2007, δεν υπήρχε στην ελληνική έννομη τάξη ρύθμιση προστασίας ως καταναλωτή του εγγυητή γενικώς και ειδικότερα του εγγυητή επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου. Ωστόσο, λόγω του παρεπόμενου χαρακτήρα της εγγυητικής σύμβασης έναντι της κύριας οφειλής, κατ’ άρθρο 847 ΑΚ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όταν ο πρωτοφειλέτης – δανειολήπτης επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου έχει την ιδιότητα του καταναλωτή, ως τελικός αποδέκτης τούτου και τυγχάνει προστασίας του άνω νόμου, της ίδιας προστασίας πρέπει να τυγχάνει και ο εγγυητής αυτού, εφόσον, όμως, η εγγύηση δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας του τελευταίου και τούτο διότι δεν δικαιολογείται δυσμενέστερη αντιμετώπιση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Η εκδοχή αυτή ενισχύεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. ββ του ίδιου παραπάνω νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 5 του Ν 3587/2007, εντάσσεται ήδη ρητά στο προστατευτικό πεδίο αυτού και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ καταναλωτή, εφόσον δεν ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του. Ενόψει των εκτεθέντων, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου (2251/1994) και ο εγγυητής υπέρ τέτοιου δανειολήπτη και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), εφόσον, όμως, δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του. Αντίθετα, ο εγγυητής υπέρ δανειολήπτη επαγγελματικού ή επιχειρηματικού δανείου, ο οποίος δεν είναι τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών και ο οποίος ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, δεν εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου (σχετ. ΑΠ Ολ 13/2015, ΑΠ 1226/2015, ΑΠ 1331/2012, ΕφΑθ 366/2017, ΕφΑθ 3721/2013, ΕφΘεσ 1034/2013, ΕφΠειρ 401/2015, ΝΟΜΟΣ). Ενώ δηλαδή για τον καταναλωτή υιοθετείται το κριτήριο του «τελικού αποδέκτη», για τον εγγυητή ο νόμος ακολουθεί το κριτήριο του συνδέσμου με την επαγγελματική ή επιχειρηματική δράση. Συνεπώς, θα είναι μεν δυνατόν ο καταναλωτής να ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής του δράσης, για να προστατευθεί όμως ο εγγυητής, θα πρέπει η εγγύηση για αυτόν να μένει έξω από τη δράση αυτή (ΟλΑΠ 13/2015, ΕφΛαρ 27/2016, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε, ότι ο εκκκαλών – εγγυητής, υπέγραψε αφενός τη σύμβαση πίστωσης με την ιδιότητα του προέδρου και δ/ντος συμβούλου της πιστούχου δηλαδή μιας εταιρείας εισηγμένης στο χρηματιστήριο και αφετέρου, ως εκ τρίτου συμβαλλόμενος, ως εγγυητής. Δηλαδή, υπέγραψε στα πλαίσια της επαγγελματικής – επιχειρηματικής του δραστηριότητας, έχοντας τη γνώση και την εμπειρία αφενός να διαπραγματευτεί και αφετέρου να αντιληφθεί το νόημα των όρων της ανωτέρω συμβάσεως και των δεσμεύσεων που ανελάμβανε, η οποία για το λόγο αυτό, δεν κρίνεται καταχρηστική, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε. Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω αποδειχθέντων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον 7ο λόγο της ανακοπής ως αόριστο, ορθώς έκρινε και με πλήρη και επαρκή αιτιολογία προέβη στην απορριπτική του κρίση, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου 8ου λόγου της κρινομένης έφεσης, ως αβάσιμου, ως προς όλα τα σκέλη του. Περαιτέρω, με τον 9ο λόγο της κρινομένης έφεσης, ο εκκαλών ισχυρίζεται εσφαλμένη απόρριψη από το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των 7ου και 8ου λόγων της ανακοπής του και ειδικότερα εσφαλμένη αντιστροφή του βάρους αποδείξεως. Ωστόσο, με βάση το σχετικό όρο της σύμβασης, που ήδη κρίθηκε νόμιμος κατά τα προεκτεθέντα στη τρίτη νομική σκέψη της παρούσας, η τράπεζα ανταποκρίθηκε στο βάρος αποδείξεως της απαιτήσεώς της με την επίκληση και προσκόμιση των νομίμως θεωρημένων αποσπασμάτων των εμπορικών της βιβλίων. Επομένως, ο εκκαλών έφερε το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του ότι η οφειλή ήταν μικρότερη ή μηδενική, με ορισμένη και σαφή αμφισβήτηση συγκεκριμένων κονδυλίων ως προς το ύψος τους, ώστε να μπορεί αφενός η τράπεζα να απαντήσει στον ισχυρισμό του και αφετέρου το Δικαστήριο να προβεί στο σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης περί της βασιμότητάς του, μη αρκούσης της γενικής αμφισβήτησης της οφειλής του, όπως ήδη προεκτέθηκε. Επίσης, κατά το σκέλος που αναφέρεται σε μη επαρκή ορισμό της ΣΕΠΕ (Συνολική Ετήσια Πραγματική Επιβάρυνση), ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το σχετικό λόγο της ανακοπής (8ο) ως αόριστο, αφού δεν προσδιορίζεται η συνέπεια της επικαλούμενης έλλειψης προσδιορισμού της ΣΕΠΕ κατά την κατάρτιση της σύμβασης. Άλλωστε, σε κάθε περίπτωση, ο ειδικότερος προσδιορισμός των προσβαλλομένων κονδυλίων είναι απαραίτητος, για τον λόγο ότι η ακυρότητα ενός κονδυλίου δεν επιφέρει ακυρότητα της διαταγής πληρωμής στο σύνολό της αλλά μόνο κατά το αντίστοιχο μέρος της (ΕφΑθ 1159/2012). Επομένως, ορθώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους ανωτέρω λόγους της ανακοπής ως αόριστους, και απορριπτέος, ως αβάσιμος στο σύνολό του, κρίνεται και ο 9ος λόγος της κρινομένης έφεσης. Περαιτέρω, με το 10ο λόγο της κρινομένης έφεσης, ο εκκαλών επαναφέρει εν μέρει τις αιτιάσεις που αναφέρονται στον 9ο και 6ο λόγο της, αντιστοίχως, αναφορικώς με το βάρος απόδειξης και την έλλειψη αλληλόχρεου λογαριασμού στη συγκεκριμένη περίπτωση, με συνέπεια την ακυρότητα του αυτοδίκαιου ανατοκισμού των τόκων, ισχυρισμοί οι οποίοι όμως έχουν ήδη αντιμετωπισθεί και απαντηθεί ως ανωτέρω. Περαιτέρω, κατά το σκέλος που ο ανωτέρω λόγος έφεσης ότι δηλαδή ο όρος της σύμβασης περί ανατοκισμού των τόκων, πρέπει να κριθεί ως άκυρος, ως αντιβαίνων στις διατάξεις των άρθρων 178, 179 και 281 ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, αφού ο εκκαλών, περιοριζόμενος σε απλή αναφορά των σχετικών διατάξεων, δεν επικαλείται συγκεκριμένο κονδύλιο το οποίο προσβάλλει, ενώ δεν αναφέρει αφενός ποιες συγκεκριμένες περιστάσεις καθιστούν τον ανωτέρω όρο αντίθετο στα χρηστά ήθη, πως επιδρούν αυτές στην οφειλή του, και αφετέρου ποιές ιδιαίτερες ιδιότητες εκμεταλλεύθηκε η τράπεζα, που συντρέχουν στο πρόσωπό του, από τις αναφερόμενες στη διάταξη του άρθρου 179 ΑΚ και ποιά τα συγκεκριμένα περιουσιακά ωφελήματα έλαβε, τα οποία βρίσκονται φανερή δυσαναλογία με την παροχή του. Επίσης, δεν επικαλείται ειδικότερες περιστάσεις που να οδηγούν στην κρίση περί ακυρότητας του ανωτέρω όρου ως αντιβαίνοντος στη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί ως καθ’ολοκληρίαν αβάσιμος και ο 10ος λόγος της κρινομένης έφεσης, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τον αντίστοιχο (9ο) λόγο της ανακοπής. Με τον 11ο λόγο της έφεσης, ο εκκαλών αιτιάται εσφαλμένη απόρριψη του 10ου λόγου της ανακοπής του ως αόριστου, επαναφέροντας στην ουσία την αιτίαση περί δήθεν εσφαλμένης αντιστροφής του βάρους απόδειξης ως προς το ύψος της οφειλής, ενόψει του ότι σε αυτήν περιλαμβάνονται και κονδύλια, τα οποία όμως δεν προσδιορίζει ειδικώς, από ανατοκισμό της εισφοράς του Ν 128/1975 και επομένως πρόκειται για απαίτηση μη εκκαθαρισμένη. Ωστόσο, η αιτίαση αυτή και ως προς τα δύο σκέλη της, αντιμετωπίσθηκε ήδη και απαντήθηκε στα πλαίσια των 6ου, 9ου και 10ου λόγων της κρινομένης έφεσης. Περαιτέρω, με τον 12ο λόγο της κρινομένης έφεσης, ο εκκαλών αιτιάται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απάντησε στον 10ο λόγο της ανακοπής του, περί αντιθέσεως του ανατοκισμού της εισφοράς του Ν 178/1975 στα άρθρα 178, 179 και 281 ΑΚ. Ωστόσο, ο ανωτέρω λόγος έφεσης ταυτίζεται με τον 11ο λόγο της και έχει ήδη αντιμετωπισθεί και απαντηθεί, τόσο από το Πρωτοβάθμιο όσο και από το παρόν Δικαστήριο, αφενός ως προς τη νομιμότητα του ανατοκισμού της συγκεκριμένης εισφοράς και αφετέρου ως προς την επικαλούμενη – αβασίμως – αντίθεσή της στις διατάξεις των άρθρων 178, 179 και 281 ΑΚ, στις οποίες και πάλι γίνεται απλή αναφορά, χωρίς επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών ως προϋποθέσεων εφαρμογής τους. Περαιτέρω, με το 13ο λόγο της κρινομένης έφεσης, ο εκκαλών αιτιάται εσφαλμένη απόρριψη του 11ου λόγου της ανακοπής του και δη του ισχυρισμού του περί καταχρηστικής ασκήσεως «του αποδυναμωμένου δικαιώματος της εφεσίβλητης» τράπεζας, με την έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής σε βάρος του. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρ. 281 ΑΚ, η οποία ορίζει ότι η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, μόνη η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση του δικαιώματος επί χρόνο μικρότερο από τον απαιτούμενο για την παραγραφή, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υποχρέου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα κατ` αυτού ή ότι αυτό δεν πρόκειται ν` ασκηθεί εναντίον του, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την επιγενόμενη άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια, συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται κυρίως με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος μεταβάλλοντας την στάση του επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της καταστάσεως που έχει διαμορφωθεί και παγιωθεί, δεν είναι απαραίτητο να προκαλούνται από την επιχειρούμενη ανατροπή αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο καταστάσεις, αλλά αρκεί να επέρχονται δυσμενείς (επαχθείς) απλώς για τα συμφέροντά του επιπτώσεις, στην περίπτωση δε αυτήν η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και, συνεπώς, καταχρηστική και απαγορευμένη (ΟλΑΠ 33/2005, ΟλΑΠ 7/2002, ΑΠ 178/2020, 311/2020, 206/2017, ΕφΔωδ 168/2020, ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση αποδείχθηκε, με βάση τα ήδη προεκτεθέντα, ότι η τράπεζα δεν αμέλησε ως προς την επιδίωξη της ικανοποίησης της ένδικης απαιτήσεώς της. Ειδικότερα αποδείχθηκε, ότι, αν και ευρισκόμενη σε καθεστώς συνεχών ανακατατάξεων (όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε) δεν καθυστέρησε ως προς το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, ενώ ακολούθως προέβη στην κοινοποίηση εξωδίκου δηλώσεως – καταγγελίας προς την πιστούχο και τον εκκαλούντα εγγυητή, σε έγκαιρη (28-11-2012) απόρριψη του από 15-11-2012 αιτήματός τους για εκχώρηση προς αυτήν αβέβαιων απαιτήσεων της πιστούχου προς τρίτους πελάτες της, στην αρχική έκδοση της 9616/2012 διαταγής πληρωμής (με βάση δύο επιταγές πελατών της πιστούχου, οι οποίες, όταν έμειναν απλήρωτες, ακόμη και μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, ενεγράφησαν στο χρεωστικό σκέλος του αλληλόχρεου λογαριασμού), και τελικώς στην έκδοση της προσβαλλομένης διαταγής πληρωμής. Επομένως, η αποδειχθείσα έλλειψη αδράνειας εκ μέρους της δεν οδήγησε σε αποδυνάμωση του δικαιώματός της, όπως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών ούτε μπορούσε να οδηγήσει στην πεποίθησή του ότι δε θα ασκήσει το δικαίωμά της για ικανοποίηση της αξιώσεώς από το χρωστικό κατάλοιπο του λογαριασμού. Τα δε επικαλούμενα από τον εκκαλούντα προβλήματα υγείας, καθώς και τα, για πρώτη φορά, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, επικαλούμενα περιστατικά της, κατά το έτος 2011, αιτήσεως συνταξιοδότησής του καθώς και η ανεργία της ενήλικης κόρης του, την οποία φέρεται να στηρίζει οικονομικά και η οικονομική επιβάρυνση που θα επιφέρει η μερική έστω ικανοποίηση της απαιτήσεως της τράπεζας, δεν καθιστούν την άσκηση του δικαιώματός της καταχρηστική, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του εκκαλούντος ως ουσιαστικώς αβάσιμου, όπως ορθώς έκρινε και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και κατ’ακολουθίαν ως αβάσιμου και του 13ου λόγου της έφεσης. Τέλος, με τον 14ο λόγο της κρινομένης έφεσης, ο εκκαλών αιτιάται ότι εσφαλμένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν απάντησε στον 12ο λόγο της ανακοπής του καθώς και στους δύο πρόσθετους λόγους τους στρεφόμενους κατά της επιταγής προς εκτέλεση. Ειδικότερα, με τον 12ο λόγο της ανακοπής του ισχυρίζεται ότι με βάση την προσβαλλομένη διαταγή πληρωμής, επιτάχθηκε να καταβάλει το ποσό των 42.311,74€ «εντόκως από την επόμενη του κλεισίματος του λογαριασμού… με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας που υπερβαίνει το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, των τόκων τούτων κεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως…». Εν συνεχεία, ο εκκαλών – ανακόπτων ισχυρίζεται ότι αφενός «δεν υπήρχε στην επίδικη σύμβαση διάταξη στην οποία συμφωνείται ρητά και από κοινού ο αυτοδίκαιος ανατοκισμός για το μετά την καταγγελία χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να μην είναι νόμιμος ο ανατοκισμός μετά το κλείσιμο του λογαριασμού βάσει των άρθρων 296 ΑΚ και 112 ΕισΝΑΚ». Παράλληλα ισχυρίζεται, ότι η επιδίωξη και λήψη από την τράπεζα υπερβολικών τόκων, ενόψει και της «συγκυρίας προϊούσης υποχώρησης των επιτοκίων» αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 178, 179 και 281 ΑΚ. Επίσης, με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο της ανακοπής του, επαναφέρει ουσιαστικά τον ισχυρισμό, ότι η διαταγή περί ανατοκισμού των τόκων αντιβαίνει στις προαναφερθείσες διατάξεις ενώ αναφέρει και ότι δεν έπρεπε να διαταχθεί ανατοκισμός καθώς επίσης και το συμβατικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, ως επιτόκιο υπερημερίας, αλλά το επιτόκιο υπερημερίας το οποίο θα έχει τις λιγότερο επαχθείς συνέπειες…», χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό του. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί, κατά το σκέλος το αναφερόμενο στη συμφωνία ανατοκισμού μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού κρίνονται απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι, όπως ορθώς και το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε, ενόψει του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 12 του Ν 2601/1998, κατά την οποία «1. Από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί, από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ`ελάχιστο όριο είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού και το προσωρινό ή οριστικό κατάλοιπο αυτού. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του Εισαγωγικού Νόμου Α.Κ». Άλλωστε αποδείχθηκε ότι, δυνάμει του 8.2 όρου της σύμβασης πίστωσης συμφωνήθηκε, από τον έμπειρο επιχειρηματία εκκαλούντα – ανακόπτοντα, ότι «Στην περίπτωση που το ποσό των τόκων (είτε αυτοί αφορούν το χρονικό διάστημα πριν από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της Πίστωσης είτε το διάστημα μετά το οριστικό κλείσιμο αυτού) δεν καταβληθεί εμπροθέσμως σύμφωνα με την παρούσα, καθίσταται αυτοδίκαια ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και οφείλονται στο εξής στο ποσό αυτό τόκοι υπερημερίας που υπολογίζονται με το επιτόκιο του άρθρου 8.1 της παρούσας, από την πρώτη ημέρα καθυστέρησης, χωρίς να απαιτείται ειδοποίηση ή όχληση του πιστούχου. Οι κατά τα ανωτέρω τόκοι καθυστερήσεως, προστίθενται στο (προσωρινό ή οριστικό) χρεωστικό υπόλοιπο της πίστωσης ανά εξάμηνο, επερχομένου ανατοκισμού, ο οποίος ρητώς συμφωνείται με την παρούσα». Όσον αφορά το σκέλος το αναφερόμενο στην αντίθεση του ανατοκισμού στις διατάξεις των άρθρων 178, 179 και 281 ΑΚ, έχει ήδη απαντηθεί στους προηγηθέντες λόγους έφεσης. Περαιτέρω, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της ανακοπής του, ο εκκαλών – ανακόπτων ζητούσε την ακύρωση της επιταγής προς εκτέλεση ως περιέχουσα το κονδύλιο των 800€ για αμοιβή για τη σύνταξή της, το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι υπέρογκο και μη νόμιμο, αφού έχει ήδη επιδικασθεί ισόποση δικαστική δαπάνη. Ωστόσο, ο λόγος αυτό τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 72παρ1 του ΚωδΔικηγ (Ν 4194/2013), σύμφωνα με το οποίο «Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως και απέρριψε το σχετικό λόγο ως μη νόμιμο, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, όπως και συνολικά για τον 12ο λόγο της ανακοπής και τους πρόσθετους αυτού λόγους, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου 14ου λόγου της κρινομένης έφεσης ως αβάσιμου. Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι, τόσο στους 12 – κατά τον ανακόπτοντα – λόγους της ανακοπής και τους δύο πρόσθετους κατά της επιταγής προς εκτέλεση, όσο και στους 14, κατά τον εκκαλούντα – ανακόπτοντα, λόγους της έφεσης, επαναλαμβάνονται σε περισσότερους του ενός (λόγους) οι ίδιες αιτιάσεις, με αποτέλεσμα οι σχετικοί λόγοι ανακοπής και έφεσης, αντιστοίχως, εν πολλοίς να αλληλοκαλύπτονται, χωρίς ωστόσο αυτό να συνιστά αοριστία της εφέσεως, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω αποδειχθέντων και μετά την απόρριψη των λόγων της έφεσης ως αβάσιμων, πρέπει να απορριφθεί και η τελευταία ως αβάσιμη στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της στο Δημόσιο Ταμείο και να συμψηφισθεί ολικώς μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, ενόψει της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (179, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων την από 24-4-2019 (…./2019) έφεση.
Δέχεται την έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ’ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της απορριφθείσας έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Συμψηφίζει ολικώς μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 9 Ιουνίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ