Αριθμός 325/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τμήμα 3ο )
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……….η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Δημητρίου Μαριόλη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Δήμος Νίκαιας-Αγίου Ιωάννη Ρέντη», το οποίο εδρεύει στη Νίκαια και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαρία Καραφέρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.12.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2016) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 859/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που ανέβαλλε την έκδοση οριστικής του απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή και η υπ΄ αριθμ. 4092/2018 απόφαση αυτού, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 10.6.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2020) αρχικά η 4η.3.2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄ αριθμ. 41/2021 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσιβλήτου, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 10.6.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/12.6.2020 ενώπιον της Γραμματείας του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με αριθμό πρωτοκόλλου προσδιορισμού δικογράφου …………/3.7.2020 ενώπιον της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας κατά της με αριθμό 4092/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 του ΚΠολΔ), επί της από 23.12.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2016 αγωγής έχει ασκηθεί νομότυπα, (άρθρα 495 παρ.1, 511, 513 παρ. 1, 516 και 517 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, εντός της καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης η οποία έλαβε χώρα στις 14.9.2018 και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 12.6.2020 (άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ενόψει του χρόνου άσκησης της έφεσης μετά την 1-1-2016). Σημειωτέον ότι επαναπροσδιορίστηκε για να συζητηθεί με τη με αριθμό 41/2021 πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου της Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, Εφέτη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (φεκ α’ 43/23.3.2021) περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρο της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων από 11.2.2021 έως 22.3.2021, αφού είχε ματαιωθεί η συζήτηση της στις 4.3.2021. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση (άρθρο 532 ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του ενός και μόνου λόγου της κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1), δεδομένου, επιπρόσθετα ότι δεν απαιτείται για το παραδεκτό της υπό κρίση έφεσης, η κατάθεση παράβολου εκ μέρους της εκκαλούσας (άρθρο 495 παρ.3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ ).
Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προαναφερόμενη με αριθμό ………./2016 αγωγή της, η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα επικαλείτο ότι µε διαδοχικές συµβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισµένου χρόνου που κατάρτισε με το ήδη εφεσίβλητο νπδδ εναγόμενο, και τα αναφερόμενα στην αγωγή νομικά πρόσωπα που ανήκαν οργανικά στο παραπάνω νπδδ, εργάστηκε, από 1-05-2002 ως καθηγήτρια φυσικής αγωγής – γυµνάστρια, και ακολούθως παρείχε τις υπηρεσίες της κυρίως στον εφεσίβλητο δήμο, αλλά και σε νοµικά πρόσωπα που αποτελούν υπηρεσίες του εφεσίβλητου δήμου που εποπτεύονται από αυτόν, ο οποίος ήταν µε βάση την πραγµατική συµφωνία της ο αληθινός εργοδότης της, ακόµα και όταν δεν ήταν αυτός που την προσελάµβανε τυπικά. Ότι από την ημερομηνία πρώτης πρόσληψης της, απασχολήθηκε µε την ως άνω ειδικότητα, υπό τις οδηγίες και τις εντολές των προϊσταµένων της, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες, µε τις αναφερόµενες στην αγωγή διαδοχικές συµβάσεις εργασίας. Ότι η τελευταία σύµβασή της καταρτίστηκε την 1.11.2016 και έχει διάρκεια µέχρι τις 30.06.2017. Ότι, αφενός µεν πληροί αυτή όλες τις προϋποθέσεις υπαγωγής στη διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, ενόψει του ότι, αφενός κατά την έναρξη ισχύος του, είχε συνολικό χρόνο προϋπηρεσίας στον εν λόγω φορέα, άνω των 24 µηνών, αφετέρου δε, η κατάρτιση των εν λόγω συµβάσεων µη νοµίµως έλαβε το χαρακτήρα των συµβάσεων ορισµένου χρόνου, καθόσον αυτή (η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα), µε την εργασία της καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστηµα, κάλυπτε πάγιες και διαρκεί; ανάγκες του εναγοµένου, σε µόνιµη και καθηµερινή βάση και, ως εκ τούτου, συνιστούν στην πραγµατικότητα, µία ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου. Ότι, η µετά τη λήξη της ανωτέρω σύµβασης, µη αποδοχή από τον ήδη εφεσίβλητο εναγόµενο των υπηρεσιών της θα είναι παράνοµη, άλλως, στην περίπτωση που ήθελε αυτή κριθεί ότι θα συνιστά σιωπηρή καταγγελία της σύµβασης εργασίας αορίστου χρόνου που τη συνδέει µε τον εργοδότη, η καταγγελία αυτή είναι άκυρη. Με βάση αυτά τα περιστατικά, η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα αιτήθηκε : 1) Να αναγνωρισθεί ότι η συµβατική της σχέση µε το ήδη εφεσίβλητο εναγόµενο νπδδ είναι αυτή της εξαρτηµένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, και 2) να υποχρεωθεί ακολούθως ο ήδη εφεσίβλητος εναγόμενος δήμος να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόµενες υπηρεσίες της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 25§2 και 621§1 του ΚΠολΔ κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρα 614 και 621 επ. του Κ.Πολ.Δ.) αλλά την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη κατά το μέρος που αυτή επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920. Την έκρινε νόμιμη μόνο κατά το μέρος που αυτή επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί στις διατάξεις του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004. Στη συνέχεια με τη με αριθμό εδώ συμπροσβαλλόμενη 859/2017 μη οριστική απόφαση του το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέταξε επανάληψη προκειμένου να προσκομίσει ο επιμελέστερος διάδικος επίσημα έγγραφα που αποδεικνύουν τυχόν σύναψη των από 1.5.2002 και 1.9.2003 προφορικών συμβάσεων εργασίας μεταξύ εκκαλούσας και εφεσίβλητου (όπως αποδείξεις πληρωμής από τον εφεσίβλητο, έγγραφο του ΙΚΑ περί ασφαλίσεως της, βεβαίωση του δήμου περί συνάψεως των παραπάνω συμβάσεων κλπ καθώς και το χρόνο διάρκεια των συμβάσεων αυτών. Με την από 20.11.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../20.11.2017 κλήσης επαναφέρθηκε προς συζήτηση η προαναφερόμενη αγωγή και ακολούθως εκδόθηκε η με αριθμό 4092/2018 απόφαση που την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα ενάγουσα μόνο για κακή εκτίμηση αποδείξεων και αιτείται την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669 και 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αόριστου χρόνου υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρι ορισμένο χρονικό σημείο ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της συμβάσεως εργασίας. Χαρακτηριστικό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξεως της. Η σύμβαση αυτή, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 του ΑΚ παύει αυτοδικαίως όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως. Ο δε χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στη συνέχεια προκόψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό στη σύμβαση. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσεως ως συμβάσεως έργου ή εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του Δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα (Ολ.Α.Π. 18/2006). Εξ άλλου κατά τις διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 1 εδ. α και 3 ν. 2112/1920, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί και αυθεντικώς ερμηνευθεί (ν. 4558/1920, άρθρο 11 α.ν. 547/1937), “Είναι άκυρη οποιαδήποτε σύμβαση αντίκειται στον παρόντα νόμο, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλο” (παρ. 1 εδ. α) και “οι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, εάν ο καθορισμός της διάρκειας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου” (παρ. 3). Από τις διατάξεις αυτές, με τις οποίες επιδιώχθηκε η αντιμετώπιση των καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων με τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκύπτει ότι όταν συνάπτονται αλλεπάλληλες συμβάσεις εργασίας ορισμένης χρονικής διάρκειας, αν ο καθορισμός της διάρκειάς τους δεν δικαιολογείται από τη φύση ή το είδος ή το σκοπό της εργασίας ή δεν υπαγορεύεται από ειδικό λόγο που ανάγεται ιδίως στις ιδιαίτερες συνθήκες λειτουργίας της επιχειρήσεως αλλά έχει τεθεί με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων περί υποχρεωτικής καταγγελίας των αόριστου χρόνου συμβάσεων (άρθρα 1, 2, 3 ν. 2112/1920 ή 1, 3, 5 β.δ. 16/18-7-1920), ανακύπτει ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και θεωρείται ότι τότε καταρτίστηκε ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου, επί της οποίας δεν είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Επακολούθησε ο ν. 2190/1994, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζονται τα εξής: οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα της παρ. 1 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων” (παρ. 1). “Η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβαίνει τους οκτώ (8) μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο δώδεκα (12) μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, κατεπειγουσών αναγκών, λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τέσσερις (4) μήνες για το ίδιο άτομο. Παράταση ή σύναψη νέας σύμβασης κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες” (παρ. 2 εδ. α, β και γ). Στην παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι τα αρμόδια για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανα υποχρεούνται να παύσουν να καταβάλλουν τις αποδοχές στο προσωπικό που συμπλήρωσε την κατά τις προηγούμενες παραγράφους διάρκεια απασχολήσεως, άλλως καταλογίζονται στα ίδια οι αποδοχές που καταβλήθηκαν, ενώ στην παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 παρ. 10ε ν. 2225/1994, ορίζεται ότι οι προϊστάμενοι ή άλλα αρμόδια όργανα που ενεργούν κατά παράβαση των προηγούμενων παραγράφων διώκονται για παράβαση καθήκοντος κατά το άρθρο 259 ΠΚ και πειθαρχικά. Εξ άλλου στις διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος, με τις οποίες επιβάλλεται η νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, ορίζονται τα εξής: “Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο, για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου” (παρ. 2). “Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού ή βοηθητικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται” (παρ. 3). Με την αναθεώρηση του Συντάγματος που έγινε με το από 6-4-2001 ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ A 84/17-4-2001) και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και της διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Επίσης στο ίδιο πιο πάνω άρθρο προστέθηκε παράγραφος 8 που προβλέπει ότι: “Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου”. Έτσι με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις του ν. 2190/1994 και οι οποίοι κατέστησαν ήδη συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατυπώσεως του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων σύμφωνα με το άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Περαιτέρω στις 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη-μέλη παρέχεται προθεσμία συμμορφώσεως προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως τις 10-7-2001, με δυνατότητα παρατάσεως της εν λόγω προθεσμίας έως τις 10-7-2002, της οποίας δυνατότητας έκανε χρήση η Ελλάδα. Στη ρήτρα 5 της πιο πάνω οδηγίας ορίζεται ότι τα κράτη-μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται “διαδοχικές” και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου. Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα προεδρικά διατάγματα 81/2003 και 164/2004, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευσή τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα) και το δεύτερο από τα οποία αναφέρεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα. Το άρθρο 5 του τελευταίου αυτού προεδρικού διατάγματος ορίζει τα εξής: “1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους η παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3… 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου”. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης, ήτοι κατά παράβαση των ως άνω κανόνων, καταρτίσεως διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του ίδιου προεδρικού διατάγματος η αυτοδίκαιη ακυρότητά τους και η καταβολή στην εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέστηκαν εν όλω ή εν μέρει, όσο και αποζημιώσεως ίσης με το ποσό “το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αόριστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεώς του”, ενώ θεσπίστηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως, ενόψει του ότι οι πιο πάνω διατάξεις του π.δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, το διάταγμα αυτό έπρεπε να περιλάβει και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν οπωσδήποτε από τις 10-7-2002, οπότε έληξε η προθεσμία προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην πιο πάνω Οδηγία, την προσαρμογή αυτή. Έτσι με το άρθρο 11 παρ. 1 περ. α, 2 εδ. α και β, 3 και 5 του πιο πάνω προεδρικού διατάγματος ορίζονται τα εξής: “Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση” (παρ. 1 περ. α). “Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία” (παρ. 2 εδ. α και β). “Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις του αρμόδιων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων” (παρ. 3). “Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η προϋπόθεση του εδ. α της παρ. 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά το χρόνο λήξης της σύμβασης” (παρ. 5). Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συναπτόμενες με το Δημόσιο, τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως και τους λοιπούς φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα υπό την ισχύ των πιο πάνω διατάξεων του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος (ήτοι από τις 17-4-2001 και εφεξής) δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αόριστου χρόνου, έστω και αν καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Ούτε καταλείπεται πεδίο εκτιμήσεως των συμβάσεων αυτών, κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσεως κατά τη δικαστική διαδικασία, ως συμβάσεων αόριστου χρόνου στην περίπτωση που αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες αφού, έστω και αν τούτο συμβαίνει, Βάσει των πιο πάνω διατάξεων ο εργοδότης δεν έχει ευχέρεια για τη σύναψη συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου. Συνεπώς στις συμβάσεις αυτές δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 8 παρ. 3 ν. 2112/1920 (Ολ. Α.Π. 19 και 20/2007, ΑΠ 773/2018, Ιστοσελίδα ΑΠ, ΑΠ 107/2017, ΤΝΠ Νόμος).
Να σημειωθεί μετά την προεκτεθείσα νομική σκέψη ότι με βάση το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, με δεδομένο ότι την έφεση άσκησε η ηττηθείσα ενάγουσα, ότι το παρόν δικαστήριο μπορεί να ελέγξει αν ορθώς κρίθηκε νομικά αβάσιμη η κύρια βάση της αγωγής (ΑΠ 894/2020 δημ νόμος), χωρίς να υποβληθεί σχετικό παράπονο με την έφεση. Πράγματι δεν είχε έρεισμα στο νόμο η κύρια βάση της αγωγής καθώς με την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Έτσι ενόψει της προαναφερόμενης διάταξης του Συντάγματος και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις ρυθμίσεις της με αριθ.1990/70 Οδηγίας, που δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 3 του Ν.2112/1920 δεν ευρίσκει πλέον έδαφος εφαρμογής στο δημόσιο ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ούτε κατ` επιταγή της ως άνω Οδηγίας για το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας σε αυτήν) μέχρι την έναρξη ισχύος του Π.Δ/τος 164/2004 (19-7-2004), ούτε βεβαίως μετά την έναρξη ισχύος του τελευταίου.
Από την επανεκτίµηση της ένορκης κατάθεσης του µάρτυρα απόδειξης ………… που εμπεριέχεται στα ταυτάριθµα µε τη συμπροσβαλομένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις με αριθμό …../8.02.2017 και …../8-02-2017 ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421επ του ΚΠολΔ και όλα τα προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, ακόμη και το σχετικό 23 που προσκομίζεται για πρώτη φορά από την εκκαλούσα κατ’άρθρο 529 του ΚΠολΔ, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του εφεσιβλήτου περί του αντιθέτου, και από όσα οι διάδικοι συνοµολογούν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Το χρονικό διάστημα μετά την έναρξη ισχύος του πδ 164/2004 η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα απασχολήθηκε στο εφεσίβλητο εναγόμενο νπδδ με διαδοχικές συμβάσεις που άλλοτε χαρακτηρίστηκαν ως συµβάσεις έργου και άλλοτε ως συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου. Οι συμβάσεις αυτές καταρτίστηκαν μεταξύ της εκκαλούσας και του εφεσιβλήτου δήμου και αλλά και νομικών προσώπων που ανήκουν στον εφεσίβλητο δήμο, και με αυτές αυτή παρείχε τις υπηρεσίες της ως καθηγήτρια φυσικής αγωγής – γυµνάστρια. Ειδικότερα αυτή παρείχε τις υπηρεσίες της στον Αθλητικό Οργανισµό του Δήµου Νίκαιας, το διάστημα από 29-11-2004 έως 31-07-2010, καθώς συνήψε την από 29-11-2004 σύµβαση έργου µε τον Αθλητικό Οργανισµό Δήµου Νίκαιας με διάρκεια έως τις 30-06-2005, στη συνέχεια κατάρτισε την από 1-11- 2005 σύµβαση µε τη Δηµοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης Περάµατος με διάρκεια έως τις 31-12-2005, την από 6-02-2006 σύµβαση έργου µε τη Δηµοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης Περάµατος με διάρκεια έως τις 31-12-2006, στη συνέχεια την από 15-10-2007 σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας µε τη Δηµοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισµού Ανάπτυξης Προβολής Επικοινωνίας Κορυδαλλού με διάρκεια έως τις 31-12-2007, ακολούθως την από 17-01-2008 σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας µε τη Δηµοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισµού Ανάπτυξης Προβολής Επικοινωνίας Κορυδαλλού με διάρκεια έως τις 31-07-2008, μετά την από 29-09-2008 σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας µε τη Δηµοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισµού Ανάπτυξης Προβολής Επικοινωνίας Κορυδαλλού με διάρκεια έως τις 21-12-2008, την από 9-01-2009 σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας µε τη Δηµοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισµού Ανάπτυξης Προβολής Επικοινωνία Κορυδαλλού με διάρκεια έως τις 31-07-2009, στη συνέχεια την από 1-11-2009 σύµβαση µε τη Δηµοτική επιχείρηση έργων Πολιτισµού Ανάπτυξης Προβολής Επικοινωνίας Κορυδαλλού με διάρκεια έως τις 21-12-2009 και τέλος την από 5-01-2010 σύµβαση µε τη Δηµοτική Κοινωφελή Επιχείρηση Κορυδαλλού διάρκειας έως τις 31-07-2010. Αυτή επίσης απασχολήθηκε στο ΝΠΙΔ µε την επωνυµία «Δηµοτική Κοινωφελή Επιχείρηση Νίκαιας – Αγ. Ι Ρέντη» για το χρονικό διάστηµα από 2/2011 έως και 6/2013 και μετά κατάρτισε με τον εφεσίβλητο δήμο συμβάσεις εργασίας από 10-12-2013 έως τις 9-08-2014, από 27-02-2015 έως τις 26-10-2015, από 17-12-2015 έως τις 31-07-2016 και από 1-11-2016 έως τις 30-06-2017. Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα απασχολήθηκε με προφορικές συμβάσεις ως γυμνάστρια από 1.5.2002 και 1.9.2003 στο εφεσίβλητο, ώστε να θεωρηθεί ότι η απασχόληση της συνιστά σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004 που ισχύει από 19.7.2004. Τούτο δε διότι δεν προσκομίστηκαν επίσημα έγγραφα που αποδεικνύουν τυχόν σύναψη των επικαλούμενων στην αγωγή από 1.5.2002 και 1.9.2003 προφορικών συμβάσεων εργασίας μεταξύ εκκαλούσας και εφεσίβλητου (όπως αποδείξεις πληρωμής από τον εφεσίβλητο, έγγραφο του ΙΚΑ περί ασφαλίσεως της, βεβαίωση του δήμου περί συνάψεως των παραπάνω συμβάσεων κλπ καθώς και το χρόνο διάρκεια των συμβάσεων αυτών), όπως ζητήθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Φυσικά δεν αρκούν για την απόδειξη των συμβάσεων αυτών ένορκες καταθέσεις φυσικών προσώπων που ενδεχομένως να έχουν παρόμοιο καθεστώς απασχόλησης και συνεπώς οι μαρτυρίες δεν πείθουν το παρόν δικαστήριο ενόψει της αντίθεσης τους με το παρακάτω αναφερόμενο έγγραφο του εφεσιβλήτου που για πρώτη φορά προσκομίζεται ενώπιον αυτού του δικαστηρίου. Ειδικότερα με το νέο αποδεικτικό μέσο που προσκομίζει η εκκαλούσα με αρίθμηση 23, εκδόσεως του εφεσιβλήτου με αριθμ. πρωτ. …../27.2.2020 αποδεικνύεται ότι αυτή απασχολήθηκε το διάστημα από τον 5ο του 2002 έως και τον 7ο του 2003 στις ακαδημίες μπάσκετ και βόλλευ με μέσο όρο απασχόλησης 16 ώρες το μήνα, δηλαδή 4 ώρες τη βδομάδα. Το διάστημα από 1.9.2003 έως και 31.7.2004 η μέση μηνιαία απασχόληση ήταν 15 ώρες το μήνα. Όμως οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 11 του πδ 164/2004 είναι συγκεκριμένες και η κατά τα ανωτέρω απασχόληση που σίγουρα δεν φαίνεται να καλύπτει κάποια πάγια ανάγκη του εφεσίβλητου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύμβαση ή συμβάσεις εργασίας και μάλιστα διαδοχικές αφού χρονικά οριοθετείται μόνο ωρομίσθια ευκαιριακή απασχόληση στις ακαδημίες μπάσκετ και βόλευ, χωρίς ασφάλιση, χωρίς επιδόματα, ενώ η μοναδική αμοιβή που προσκομίζεται και αφορά στο προαναφερόμενο διάστημα ύψους 730,46 ευρώ αιτιολογείται ως απόδειξη δαπανών για την ακαδημία άθλησης έχει δε εκδοθεί στο τέλος του έτους (σχετ. 17β με ημερομηνία 30.12.2003). Τα παραπάνω επομένως δεν συνιστούν διαδοχικές, ενεργείς συμβάσεις και γι’αυτό εξάλλου δεν έκρινε περί τούτου το αρμόδιο όργανο του εφεσίβλητου που εξομοιώνεται με υπηρεσιακό συμβούλιο. Επομένως η αγωγή που είχε νομικό έρεισμα στο άρθρο 11 του πδ 164/2004 που έχει συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως αναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, παρέμεινε αναπόδεικτη. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα με το μοναδικό ουσιαστικά λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Κατ’ ακολουθία των όσων προεκτέθηκαν και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι ήταν ιδιαίτερα δυσχερής η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 10.6.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/12.6.2020 έφεση κατά της με αριθμό 4092/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί της από 23.12.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2016 αγωγής
Δέχεται τυπικά την έφεση και
Απορρίπτει αυτή κατ’ ουσία
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 22 Ιουνίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ