Αριθμός 311/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(Τμήμα 2ο )
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Κωστόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………… 2) ………. και 3) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Σπυρίδωνα Βλάσση (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 20.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 5535/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 20.3.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2019) αρχικά η 2α.4.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και τις υπ΄ αριθμ. 37/2020 και 76/2020 Πράξεις του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 20-03-2019 (γεν.αριθμ.καταθ…../2019) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά της υπ΄αριθμ.5535/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία), εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 02-04-2020 ,οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, σύμφωνα με το άρθρο τρίτο παρ. 1 στοιχ. α΄ της Κ.Υ.Α. με αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ. 17734 (ΦΕΚ 833/12.3.2020, τ. Β΄), λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.05.2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στην από 12.3.2020 εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ.76/2020 πράξη του Προέδρου Εφετών Πειραιά , προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 14-01-2021) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με το άρθρο 74 παρ. 2 του Ν. 4690/2020 (ΦΕΚ 104/30.5.2020, τ. Α΄).
Η κρινόμενη έφεση που στρέφεται κατά της υπ΄αριθμ.5535/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1και 2, 500,511,513 παρ.1 περ.β΄ εδ.α΄, 516 παρ.1,517εδ.α , 518 παρ.2 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), ενώ έχει κατατεθεί και το εκ του άρθρου 495 παρ.3 ΚΠολΔ απαιτούμενο παράβολο ως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης εφέσεως.
Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 του ΚΠολΔ) και να εξετασθεί περαιτέρω το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία (533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Από τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ που ορίζει ότι κάθε κοινωνός ενέχεται απέναντι στους λοιπούς, κατά την αναλογία της μερίδας του, για τα έξοδα της συντήρησης, της διοίκησης και της χρησιμοποίησης του κοινού, σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 788, 789, 790, 730, 904 επ. 1101-1107 ΑΚ, προκύπτει ότι ο κοινωνός που κατέβαλε έξοδα πέραν της μερίδας του, δικαιούται να ζητήσει τα επί πλέον καταβληθέντα από τους λοιπούς κοινωνούς, κατ` αναλογία των μερίδων τους. Η υποχρέωση αυτή για τις δαπάνες αποτελεί το αντιστάθμισμα της συμμετοχής του κοινωνού στους καρπούς και τα ωφελήματα του κοινού πράγματος. Η αναζήτηση των εξόδων γίνεται απ` ευθείας βάσει της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 794 ΑΚ, εφόσον πρόκειται για έξοδα που έγιναν υπό τις προϋποθέσεις των άρθρων 788-790 ΑΚ, δηλαδή κατόπιν απόφασης όλων των κοινωνών ή της πλειοψηφίας αυτών, ή του δικαστηρίου ή αφορούν μέτρα που ελήφθησαν για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου και υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι τα, εν λόγω, έξοδα έχουν καταβληθεί από τον κοινωνό, ο οποίος κατά συνεπεία αξιώνοντας την καταβολή τους, πρέπει να επικαλεσθεί, μεταξύ των άλλων και να αποδείξει ότι κατέβαλε τα έξοδα αυτά σύμφωνα με τις παραπάνω προϋποθέσεις. Εάν όμως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, τα εν λόγω έξοδα αναζητούνται κατά τις διατάξεις περί διοικήσεως αλλότριων ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ. ΑΠ 251/2014, ΕΦΑΔ 2014/719-ΑΠ 1465/2006, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), υπό την αυτονόητη προϋπόθεση βέβαια ότι συντρέχουν, έστω, οι όροι εφαρμογής των τελευταίων αυτών διατάξεων και ειδικότερα, εάν μεν η αναζήτηση των, ως άνω, εξόδων ή βαρών γίνεται κατά τις περί διοικήσεως αλλοτρίων διατάξεις, υπό τις προϋποθέσεις: α) ότι ο υποβληθείς στα έξοδα και τα βάρη αυτά ανέλαβε αυτοβούλως τη διοίκηση αλλότριας υπόθεσης, χωρίς, δηλαδή, τη ρητή εντολή του κυρίου της, β) ότι ο πρώτος είχε συνείδηση ότι διαχειρίζεται ξένη υπόθεση, γ) ότι πρόθεση αυτού ήταν να διοικήσει την αναληφθείσα υπόθεση σαν ξένη, δ) ότι ο τελευταίος διεξήγαγε την, εν λόγω, υπόθεση κατά το συμφέρον και κατά την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση του κυρίου της και ε) ότι γίνεται αναφορά των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε κατά την διεξαγωγή της υπόθεσης, εάν δε η αναζήτηση των, εν λόγω, εξόδων ή βαρών γίνεται κατά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, υπό τις προϋποθέσεις: α) ότι, λόγω της καταβολής των, ως άνω, εξόδων ή βαρών, επήλθε πράγματι πλουτισμός, β) ότι ο πλουτισμός αυτός έλαβε χώρα σε βάρος της περιουσίας αυτού που τα κατέβαλε και γ) ότι η συγκεκριμένη περιουσιακή μετακίνηση έγινε χωρίς νόμιμη αιτία (βλ. ΑΠ 1604/2013, ΑΠ 1024/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η αναζήτηση αυτή, δύναται να επιδιωχθεί και με ανταγωγή ή και με ένσταση του εναγομένου κοινωνού, για το ορισμένο και παραδεκτό της οποίας (ανταγωγής ή ένστασης), πρέπει να αναφέρονται σ’ αυτή με πληρότητα και σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, που συνθέτουν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τη συνδρομή των προαναφερόμενων προϋποθέσεων, διαφορετικά (η ανταγωγή ή η ένσταση) τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη εξεταζόμενη τούτου και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης ή από την εκτίμηση των αποδείξεων.
Εάν δεν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, ο συγκύριος που πλήρωσε τα έξοδα του κοινού πράγματος, δικαιούται να αξιώσει αυτά κατά τις διατάξεις για τη διοίκηση αλλότριων ή για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (Α.Π.1188/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου – συγκυρίου, ο οποίος μπορεί να προταθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 325, 326, 802, 1103 ΑΚ και 479 ΚΠολΔ, ανταγωγικά ή κατ’ ένσταση, κατά τη συζήτηση της αγωγής διανομής, με την άσκηση συγχρόνως και του δικαιώματος επίσχεσης ως προς αυτές, για να είναι ορισμένος, πρέπει να αναφέρει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διοίκησης αλλότριων ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σε αντίθετη δε περίπτωση, μη αναφοράς δηλαδή των στοιχείων αυτών, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος. Εξάλλου, η διοίκηση αλλότριων ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 730-739 του ΑΚ ως ενοχή εξωδικαιοπρακτική, που παράγεται αμέσως από το νόμο μεταξύ του διοικητή και του κυρίου της υπόθεσης και μάλιστα από μόνο το γεγονός ότι ο διοικητής χειρίζεται και διοικεί ξένη υπόθεση χωρίς να έχει δικαίωμα ή σχετική υποχρέωση. Οι διατάξεις αυτές διακρίνουν μεταξύ γνήσιας και μη γνήσιας διοίκησης αλλότριων, ενώ και η γνήσια διοίκηση αλλότριων διακρίνεται σε θεμιτή και αθέμιτη (ΑΠ 784/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η έννοια της γνήσιας διοίκησης αλλότριων δίνεται από τις διατάξεις του άρθρου 730 ΑΚ, κατά τις οποίες όποιος διοικεί χωρίς εντολή ξένη υπόθεση έχει υποχρέωση να τη διεξάγει προς το συμφέρον του κυρίου και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέλησή του, δεν λαμβάνεται δε υπόψη αντίθετη θέληση του τελευταίου για τη διοίκηση της υπόθεσής του, αν αντιβαίνει στο νόμο ή στα χρηστά ήθη. Εφόσον ο διοικητής ανέλαβε τη διοίκηση της ξένης υπόθεσης προς το συμφέρον και σύμφωνα με την πραγματική ή την εικαζόμενη θέληση κυρίου πρόκειται για γνήσια θεμιτή διοίκηση αλλότριων και ο διοικητής έχει κατά το άρθρο 736 ΑΚ το δικαίωμα να ζητήσει από τον κύριο τις δαπάνες της διοίκησης και την ανόρθωση των ζημιών κατά τις διατάξεις για την εντολή, που εφαρμόζονται αναλόγως. Πραγματική μεν βούληση υπάρχει, όταν ο κύριος της υπόθεσης έχει εκφρασθεί περί της ανάγκης διενέργειας των πράξεων. Εικαζόμενη δε, βούληση είναι όχι εκείνη την οποία μπορεί να εικάσει ο διοικητής, αλλά η βούληση που μπορεί να θεωρηθεί σε παρόμοιες περιστάσεις, αντικειμενικά ερευνώμενες, ως τέτοια του κυρίου της υπόθεσης διαφορετικά πρόκειται για γνήσια μεν, αθέμιτη όμως διοίκηση αλλότριων και ο διοικητής δικαιούται κατά το άρθρο 737 ΑΚ να ζητήσει μόνο την απόδοση των δαπανών του κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αντίθετα πρόκειται για μη γνήσια διοίκηση αλλότριων όταν ο διοικητής διοικεί την ξένη υπόθεση σαν δική του, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για ξένη, οπότε κατά το άρθρο 739 ΑΚ και με την επιφύλαξη της τυχόν ευθύνης του από αδικοπραξία έχει και πάλι τις υποχρεώσεις από τη διοίκηση αλλότριων, ενώ δαπάνες έχει δικαίωμα να απαιτήσει μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 904 εδ, α’ Α.Κ., οι προϋποθέσεις της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: η πραγματοποίηση πλουτισμού του λήπτη, η επέλευση αυτού από την περιουσία ή σε βάρος άλλου, το αδικαιολόγητο του πλουτισμού, δηλαδή έλλειψη νόμιμης αιτίας του (όπως στην περίπτωση παροχής αχρεώστητης) και η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού και της επιβάρυνσης του δικαιούχου (Α.Π. 1440/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ., ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζονται. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή της ένστασης (Ολ.Α.Π.18/1998). Επομένως νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν κατ’ αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται αμφότερες αναιρετικά με τους λόγους από το άρθρ. 559 αριθ. 8 και 14 ΚΠολΔ (Ολ.Α.Π. 16/2013, Ολ.Α.Π.1573/1981 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 20-03-2018 (γεν. αριθμ. καταθ. ………/2018) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων ήδη εκκαλών εξέθετε τα ακόλουθα: Ότι έχει την πλήρη κυριότητα κατά ποσοστό 5/8 των εξής δύο ακινήτων: Α. Ενός οικοπέδου εκτάσεως 5.891,57 τμ ( όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά κατά θέση και όρια) εντός του οποίου κατά την ημερομηνία που αυτός και ο αδελφός του …………. έγιναν κύριοι αυτού υπήρχε 1) διώροφη οικία εμβαδού του κάθε ορόφου της 22,24 τμ, 2) έτερη ισόγεια οικία που αποτελούνταν από ένα δωμάτιο και wc εμβαδού 31,30 τμ, 3) έτερη ισόγεια οικία που αποτελούνταν από ένα δωμάτιο εμβαδού 17,87 τμ και 4) ένα κτίσμα που αποτελούνταν από δύο δωμάτια, κουζίνα και wc εμβαδού 21,03 τμ, καθώς και μία αποθήκη εμβαδού 34,30 τμ και ένα φρέαρ και Β. Ενός οικοπέδου στη θέση «……» στην Αίγινα εκτάσεως 631,30 μ, (όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά κατά θέση και όρια) που κατά την ημερομηνία κατά την οποία αυτός (ενάγων) και ο αδελφός του έγιναν κύριοι του ακινήτου αυτού, περιείχε ένα οίκημα το οποίο χρησιμοποιείτο ως ξενοδοχείο Γ΄κατηγορίας, συνολικού εμβαδού 623,50 τμ και αποτελούνταν από α) το υπόγειο εμβαδού 205,00 τμ το οποίο ήταν αδιαμόρφωτο και άκτιστο, β) το ισόγειο εμβαδού 210,00 τμ, αποτελούμενο από 7 δωμάτια με αντίστοιχα wc και χωλ και γ) ο α΄ υπέρ το ισόγειο όροφος εμβαδού 208,50 τμ, αποτελούμενος από 9 δωμάτια με τα αντίστοιχα wc και λιβινγκρουμ (όπως αυτό περιγράφεται αναλυτικά κατά θέση και όρια). Ότι κατόπιν της αποδοχής κληρονομίας του πατέρα τους ………, αυτός (ενάγων) και ο αδελφός του …………, από τις 22-10-1998 που απεβίωσε ο πατέρας τους, κατέστησαν έκτοτε συγκοινωνοί των ως άνω ακινήτων κατά ποσοστό 3/8 έκαστος της πλήρους κυριότητας των ως άνω ακινήτων, ενώ το δικό του ποσοστό στα ανωτέρω ακίνητα από τις 18-07-2000, που έλαβε χώρα η δωρεά του ποσοστού της μητέρας του προς αυτόν ανήλθε σε ποσοστό 3/8 της πλήρους κυριότητας και σε ποσοστό 2/8 της ψιλής κυριότητας και μετά το θάνατο της μητέρας του στις 09-12-2008 το ποσοστό κυριότητάς του στα ως άνω ακίνητα ανήλθε σε ποσοστό 5/8 της πλήρους κυριότητας. Ότι κατ΄αυτόν τον τρόπο διαμορφώθηκε ανάμεσα σ΄αυτόν (ενάγοντα) και στον αδελφό του στα ως άνω ακίνητα σχέση κοινωνίας, η οποία για το πρώτο ακίνητο διατηρήθηκε μέχρι τον θάνατό του στις 22-07-2006 (μετά τον θάνατό του το ακίνητο περιήλθε ως κληρονομιαίο στοιχείο στην σύζυγό του, πρώτη των εναγομένων) και η οποία (κοινωνία) για το δεύτερο ακίνητο διατηρήθηκε μέχρι τις 19-07-2006 αφού τότε ο αδελφός του μεταβίβασε την ψιλή κυριότητα του ακινήτου στα τέκνα του δυνάμει του αναφερόμενου σ΄αυτήν (αγωγή) συμβολαίου γονικής παροχής. Στη συνέχεια ο ενάγων εκθέτει ότι κατά τη διάρκεια κατά την οποία είχε διαμορφωθεί ανάμεσα σ΄αυτόν και στον αδελφό του σχέση κοινωνίας στα παραπάνω ακίνητα, αυτός έχοντας την πλειοψηφία των μερίδων της κοινής τους περιουσίας και την διοίκηση αυτής, προέβη σε σημαντικές εργασίες στα ως άνω ακίνητα που πολλαπλασίασαν την αξία τους. Ότι ειδικότερα επειδή ο ίδιος ασχολιόταν κατ΄αποκλειστικότητα με την φροντίδα των γερόντων και κατάκοιτων γονέων τους, είχε αναλάβει επίσης εξ ολοκλήρου και την επιμέλεια της πατρικής οικίας (πρώτο ακίνητο) και την λειτουργία του ξενοδοχείου (δεύτερο ακίνητο), τα οποία λόγω της παλαιότητάς τους χρειάζονταν εργασίες συντήρησης. Ότι η παλαιά οικία ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και έπρεπε να γίνουν οπωσδήποτε εκτεταμένες επισκευαστικές εργασίες, στο δε ξενοδοχείο προκειμένου αυτό να χρησιμοποιηθεί για την συνήθη αυτού χρήση, δηλαδή την τουριστική του αξιοποίηση ως τουριστικό κατάλυμα, έπρεπε να γίνουν προσθήκες και τροποποιήσεις που θα εξασφάλιζαν την δυνατότητα αξιοποίησής του και στο πλαίσιο αυτό έκρινε σκόπιμο να μετατραπούν τα δωμάτια του σε αυτοτελή διαμερίσματα καθώς λόγω του τουρισμού της περιοχής τα αυτοτελή δωμάτια θα μπορούσαν να ενοικιαστούν πιο εύκολα, αυτό δε κατέστη απολύτως αναγκαίο καθώς την 01-11-2004 ανακλήθηκε η άδεια του ξενοδοχείου λόγω ανάκλησης του νόμιμου σήματος του ΕΟΤ, ανάκληση που έλαβε χώρα κατόπιν καταγγελίας του αδελφού του ο οποίος διατηρούσε δικό του ξενοδοχείο πολύ κοντά στο εν λόγω ξενοδοχείο. Ότι για να μπορεί να συνεχιστεί η λειτουργία του ξενοδοχείου, έπρεπε να μετατραπεί η χρήση αυτού σε χρήση ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων αστικών μισθώσεων και υπό τις συνθήκες αυτές έλαβε την απόφαση να μετατρέψει τα δωμάτια του ισογείου του ξενοδοχείου σε αυτοτελή διαμερίσματα και να χτίσει καινούργια αυτοτελή διαμερίσματα στο υπόγειο του ξενοδοχείου που ήταν ως τότε αδιαμόρφωτα, ενώ ολοκλήρωσε και την διαμόρφωση των δωματίων του πρώτου ορόφου του ξενοδοχείου που δεν ήταν ολοκληρωμένα, με σκοπό την αρτιότερη αξιοποίηση του ξενοδοχείου. Οτι οι εργασίες αυτές που έγιναν αποκλειστικά με δικά του έξοδα έλαβαν χώρα σταδιακά και οι περισσότερες πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα 2004-2005 και ταυτόχρονα ο ίδιος (ενάγων) ανανέωσε και όλον τον εξοπλισμό του ξενοδοχείου καθώς ο εξοπλισμός που είχε το ξενοδοχείο ήταν πλέον εντελώς φθαρμένος. Ότι όλες οι δαπάνες που έκανε στην κοινή ως άνω περιουσία στόχευαν στην αξιοποίηση αυτής και έγιναν προς το συμφέρον τόσο του δικού του όσο και του αδελφού του, ο οποίος δεν συμμετείχε καθόλου στα έξοδα και στις δαπάνες που έκανε αυτός (ενάγων) για τα ως άνω κοινά τους ακίνητα.
Στη συνέχεια ο ενάγων αφού περιγράφει αναλυτικά τα περιουσιακά στοιχεία των εναγομένων και την αξία αυτών ισχυρίζεται ότι: α) η συνολική αξία της κληρονομιάς των εναγομένων ανερχόταν στο ποσό των 345.419,40 ευρώ, β) η αξία της κληρονομιάς της πρώτης των εναγομένων ανερχόταν στο ποσό των 321.513,20 ευρώ, γ) η αξία της κληρονομιάς του δεύτερου των εναγομένων ανερχόταν στο ποσό των 11.953,12 ευρώ και δ) η αξία της κληρονομιάς του τρίτου των εναγομένων ανερχόταν στο ποσό των 11.953,12 ευρώ και ότι εξ αυτών προκύπτει ότι η κληρονομική μερίδα της πρώτης εναγομένης ανέρχεται σε ποσοστό 93%,η κληρονομική μερίδα, η κληρονομική μερίδα του δεύτερου των εναγομένων σε ποσοστό 3,5 % και η κληρονομική μερίδα του τρίτου ανέρχεται σε ποσοστό 3,5% και ότι κατά τα περιγραφόμενα στην αγωγή οι εναγόμενοι κατέστησαν κληρονόμοι κατά τα ως άνω ποσοστά ο καθένας στο παθητικό της κληρονομιάς του αδελφού του …………… στο οποίο (παθητικό) υπολογίζεται και η απαίτησή του σε βάρος του αδελφού του ως συγκοινωνού για τις δαπάνες που έκανε κατά την διάρκεια της σχέσης κοινωνίας στα ως άνω ακίνητα, για την οποία απαίτηση υπόχρεοι είναι οι εναγόμενοι ως κληρονόμοι του αδελφού του κατά τα αναφερόμενα ποσοστά. Ότι στο α΄ ακίνητο εκτέλεσε εργασίες που αύξησαν κατά πολύ την αξία της παλαιάς πατρικής οικίας και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο του έτους 1998 κατασκεύασε ένα επιπλέον διαμέρισμα το οποίο αποτελούνταν από δύο δωμάτια, κουζίνα και wc εμβαδού 21,03 τμ, για το οποίο δαπάνησε το συνολικό ποσό των 5.831,85 ευρώ (όπως οι εργασίες αυτές αναφέρονται σε σχετικό πίνακα στην αγωγή), ενώ όπως εκθέτει, η αναλογία κόστους υλικών- εργασίας είναι υλικά 65% – εργασία 35%. Ότι στην παλαιά πατρική οικία εκτέλεσε κατά τα έτη 1998 και 1999 εργασίες ανακαίνισης αυτής διότι το σπίτι ήταν έτοιμο να καταρρεύσει και οι εργασίες αυτές είχαν πολύ μεγάλη έκταση και δεν ήταν εργασίες απλής επιδιόρθωσης αυτής και συγκεκριμένα από τον Δεκέμβριο του 1998 ( που είχε ήδη αποβιώσει ο πατέρας του και είχε δημιουργηθεί σχέση κοινωνίας με τον αδελφό του) έως τον Φεβρουάριο του 1999 εκτέλεσε τις εξής εργασίες : α) κατασκευή τοιχοποιίας από οπτοπλινθοδομές, β) κατασκευή επιχρισμάτων και ελαιοχρωματισμών, γ) επίστρωση δαπέδων και δ) κατασκευή κουφωμάτων (όπως οι εργασίες αυτές αναφέρονται σε σχετικό πίνακα της αγωγής) για τις όποιες δαπάνησε το συνολικό ποσό των 7.568,23 ευρώ, ενώ όπως εκθέτει, η αναλογία κόστους υλικών- εργασίας είναι υλικά 65% – εργασία 35%. Οτι επίσης στο πρώτο ακίνητο (οικόπεδο) κατασκεύασε από τον Ιανουάριο έως τον Φεβρουάριο του έτους 2006, τέσσερις αποθήκες και δαπάνησε το ποσό των 3.979,46 ευρώ (όπως οι εργασίες αυτές αναφέρονται σε σχετικό πίνακα της αγωγής) και ότι έτσι αυξήθηκε η κοινή περιουσία με την κατασκευή 4 αποθηκών κατά το ποσό των 3.979,46 ευρώ. Περαιτέρω ο ενάγων εκθέτει ότι ως προς το δεύτερο ακίνητο (Ξενοδοχείο …….) κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του 2004 έως Δεκέμβριο του 2005 εκτέλεσε τις παρακάτω εργασίες : 1α) Για τη διαμόρφωση των διαμερισμάτων του υπογείου, τα οποία μαζί με τις βεράντες έχει συνολικό εμβαδόν καλυπτόμενης επιφάνειας 270,74 τμ, χρειάστηκε να κατασκευάσει λόγω σύστασης του εδάφους θεμελίωση από «γενική κοιτόστρωση» ή «Radiegeneral» (πέδιλα, θεμελιοδοκοί και πλάκα ενιαίου πάχους), ύψους 50 εκ, και για τα ως άνω τετραγωνικά μέτρα χρειάστηκε να συνολικά 135,37 κυβικά μέτρα οπλισμένου σκυροδέματος, με αποτέλεσμα να δαπανήσει για τα υλικά αυτά συνολικά 20.305,50 ευρώ, β) για την εργασία και την τοποθέτηση των υλικών αυτών χρειάστηκε να εργαστεί ένας τεχνίτης επί 25 ημέρες, δύο βοηθοί επί 25 ημέρες και ο ίδιος (ενάγων) επί 34 ημέρες. Ότι το μέσο ημερομίσθιο αμειβόταν τότε με το ποσό των 35 ευρώ / ημέρα και ως εκ τούτου η εργασία του τεχνίτη και των δύο βοηθών και η προσωπική του εργασία για την εν λόγω τοποθέτηση πρέπει να υπολογιστεί στο ποσό των 3.815 ευρώ (109 ημερομίσθια χ 35 ευρώ). 2. Για την κατασκευή τριών σηπτικών βόθρων στον δυτικό ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου, (λόγω του ότι στο υπόγειο του ξενοδοχείου κατασκεύασε 4 καινούργια αυτοτελή διαμερίσματα συνολικού εμβαδού 211,99 ευρώ με αποτέλεσμα να μην επαρκούν οι προϋπάρχοντες βόθροι), δαπάνησε για υλικά και τις εργασίες το συνολικό ποσό των 25.030,30 ευρώ (όπως οι εργασίες αυτές αναφέρονται σε σχετικό πίνακα της αγωγής),ενώ όπως εκθέτει, η αναλογία κόστους υλικών- εργασίας είναι υλικά 65% – εργασία 35%. 3. Για διαμόρφωση υπογείου και βεράντας (κτίσιμο αυτοτελών διαμερισμάτων) και ειδικότερα για κατασκευή τοιχοποιίας από οπτοπλινθοδομές και διαμόρφωση των χώρων δαπάνησε το ποσό των 9.332,50 ευρώ, για κατασκευή επιχρισμάτων για τις οπτοπλινθοδομές και τις οροφές δαπάνησε το ποσό των 11.122,20 ευρώ, για κατασκευή εξωτερικών και εσωτερικών κουφωμάτων δαπάνησε το ποσό των 7.635,71 ευρώ, για ελαιοχρωματισμούς για τις οπτοπλινθοδομές και για τις οροφές δαπάνησε το ποσό των 7.805,91 ευρώ. 4.Για διαμόρφωση ισογείου και ειδικότερα για κατασκευή τοιχοποιίας από οπτοπλινθοδομές και διαμόρφωση των χώρων δαπάνησε το ποσό των 15.351,15 ευρώ, για κατασκευή επιχρισμάτων για τις οπτοπλινθοδομές και τις οροφές δαπάνησε το ποσό των 25.367,30 ευρώ, για επίστρωση δαπέδων δαπάνησε το ποσό των 16.612,00 ευρώ, για κατασκευή εξωτερικών και εσωτερικών κουφωμάτων δαπάνησε το ποσό των 10.642,52 ευρώ, για ελαιοχρωματισμούς για τις οπτοπλινθοδομές και για τις οροφές δαπάνησε το ποσό των 10.501,14 ευρώ. 5. Για αποπεράτωση του πρώτου ορόφου δαπάνησε το ποσό των 15.569,01 ευρώ. 6.Για τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου του ξενοδοχείου δαπάνησε το ποσό των 13.103,61 ευρώ. Οτι από όλα τα ανωτέρω ποσά, ποσοστό 65% αφορούσε το κόστος των υλικών και ποσοστό 35% αφορούσε το κόστος εργασίας και 7. Για τις ανάγκες λειτουργίας του ξενοδοχείου δαπάνησε για την αγορά καινούργιου εξοπλισμού για κάθε όροφο, τα αναφερόμενα αναλυτικά στην αγωγή κατ΄είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας αντικειμένων, η συνολική αξία των οποίων ανήλθε στο ποσό των 81.711,83 ευρώ.
Ότι, κατόπιν όλων των ανωτέρω, συνολικά οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε ο ίδιος (ενάγων) ανήλθαν στο ποσό των 302.994,10 ευρώ, εκ του οποίου, το ποσό που αντιστοιχούσε στη μερίδα του αποβιώσαντος αδελφού του ………… (ήτοι 3/8) ανερχόταν στο ποσό των 113.622,00 ευρώ για το οποίο ευθύνονται οι εναγόμενοι, έκαστος κατά το λόγο της κληρονομικής μερίδας του στην κληρονομία του ………….., και δη η πρώτη για ποσό 105.668,46 ευρώ και έκαστος των δεύτερου και τρίτου εναγομένων για το ποσό των 3.967,77 ευρώ.
Με βάση το ιστορικό αυτό ο ενάγων ζήτησε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της πρώτης εναγομένης να του καταβάλλει το ποσό των 105.668,46 ευρώ και εκάστου των λοιπών δύο εναγομένων το ποσό των 3.967,77 ευρώ νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με βάση κυρίως τη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ, άλλως με βάση τις περί διοίκησης αλλοτρίων διατάξεις του άρθρου 736 ΑΚ επειδή τις παραπάνω δαπάνες πραγματοποίησε προς το συμφέρον του κληρονομούμενου από τους αντιδίκους και σύμφωνα με την εικαζόμενη θέλησή του και επικουρικότερα με βάση τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις του άρθρου 904 ΑΚ αφού ο συγκοινωνός κληρονομούμενος από τους εναγομένους αδελφός του κατέστη πλουσιότερος από την περιουσία του χωρίς νόμιμη αιτία και τέλος ζήτησε να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική του δαπάνη.
Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία τα κονδύλια σε ότι αφορά στο πρώτο ακίνητο ποσών 5.831,85 ευρώ, 7.568,23 ευρώ, 3.979,46 ευρώ, και τα κονδύλια σε ότι αφορά το δεύτερο ακίνητο ποσών 20.305,50 ευρώ, 25.030,30 ευρώ, 9.332,50 ευρώ, 11.708,86 ευρώ, 11.122,20 ευρώ, 7.635,71 ευρώ, 7.805,91 ευρώ, 15.351,15 ευρώ, 25.367,30 ευρώ 16.612, 10.642,52, 10.501,14 ευρώ,15.569,01 ευρώ και 13.103,61 ευρώ απορρίφθηκαν ως αόριστα, κατόπιν ως προς το κονδύλι ποσού 3.815 ευρώ η αγωγή έγινε δεκτή ως νόμιμη στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 794 ΑΚ και επίσης σε ότι αφορά στο κονδύλι συνολικού ποσού 81.711,83 ευρώ έγινε δεκτή ως νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 730,736 και 904 ΑΚ καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 340,346 ΑΚ,176 και 191 παρ.1 ΚΠολΔ, στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το πρώτο κονδύλι ποσού 3.815,00 ευρώ, ως προς το δεύτερο κονδύλι ποσού 81.711,83 ευρώ (που αφορούσε τον εξοπλισμό του ξενοδοχείου) αφού αρχικά έκρινε αυτό ως αναπόδεικτο, κατόπιν δέχθηκε αυτολεξεί τα ακόλουθα: «Σε κάθε δε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προέβη στην αγορά του εν λόγω εξοπλισμού με βάση την πραγματική ή εικαζόμενη βούληση του αδελφού του, γεγονός το οποίο αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του κληρονομούμενου από τους εναγόμενους συγκύριους, με βάση τις περι διοίκησης αλλοτρίων και δη αυτή του άρθρου 736 ΑΚ διατάξεις. Τούτο εξάλλου συνάγεται και από το γεγονός ότι, όπως ανωτέρω έγινε δεκτό, ο ίδιος διαχειριζόταν αποκλειστικά ακίνητο εντός του οποίου λειτουργούσε η ξενοδοχειακή επιχείρηση, κάνοντας καθολική χρήση αυτού, Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση το εν λόγω κονδύλι στηριζόμενο στις διατάξεις περί διοίκησης αλλοτρίων και δη αυτή του άρθρου 736 ΑΚ είναι και νόμω αβάσιμο. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση το εν λόγω κονδύλι είναι αβάσιμο και με βάση τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθώς αφενός σε ότι αφορά στα κινητά και δη έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές, τα οποία τοποθετήθηκαν στο ξενοδοχείο προκειμένου να εξυπηρετήσουν το λειτουργικό του σκοπό, και αν ακόμα γίνει δεκτό ότι έλαβαν χώρα οι εν λόγω δαπάνες αγοράς των κινητών αυτών, ο ενάγων κατέστη αποκλειστικός κύριος των κινητών αυτών χωρίς να περιέλθει συγκυριότητα αυτών στον αδελφό του, αφού ως παραρτήματα τα ως άνω αντικείμενα διατηρούν ξεχωριστή κυριότητα, αφετέρου σε ότι αφορά στα κινητά τα οποία τοποθετήθηκαν στο ξενοδοχείο ως συστατικά για τα οποία ο . …… έγινε συγκύριος κατά ποσοστό 3/8, ομοίως είναι αβάσιμο, κατά το μέρος που αφορά σε δαπάνες εργασίας και δη τοποθέτησης κλιματιστικών, καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1063 ΑΚ, αυτός που χάνει την κυριότητα κινητού δικαιούται μόνο την αξία των κινητών. Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω η αγωγή, παρελκούσης της έρευνας των ενστάσεων των εναγομένων, θα πρέπει να απορριφθεί».
Με βάση τα ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή και καταδίκασε τον ενάγοντα στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων, την οποία όρισε στο ποσό των 2.800,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή στο σύνολό της.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως η υπό κρίση αγωγή απόδοσης των δαπανών, η οποία κατά την κύρια βάση της επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί κοινωνίας διατάξεις των άρθρων 788 παρ. 2 και 794 Α.Κ., όπως διατυπώνεται, πάσχει νομικής αοριστίας και τούτο διότι από την ιστορούμενη περιγραφή των επί μέρους εργασιών – προσθηκών στα κοινά ,που έγιναν σύμφωνα με τη φύση και τον προορισμό αυτών, με τις οποίες επαυξήθηκε η αξία τους και έγινε προσφορότερη η χρησιμοποίησή τους, σε συνάρτηση με το ύψος της δαπάνης που απαιτήθηκε και τις αξίες των επικοίνων προ και μετά τη διενέργεια των εν λόγω δαπανών, συγκροτείται η έννοια της, κατ’ άρθρο 792 παρ. 1 ΑΚ, δυσανάλογων δαπανηρών προσθηκών, οι οποίες μπορούν να επιχειρηθούν μόνον με ομόφωνη απόφαση όλων των κοινωνών και ως εκ τούτου ο ενάγων δεν μπορεί να αξιώνει από τους εναγόμενους την καταβολή του ανωτέρω ποσού για δαπάνες, που έγιναν από αυτόν, ακόμη και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι όλες οι ανωτέρω δαπάνες ήταν αναγκαίες, όπως συλλήβδην τις χαρακτηρίζει. Σε κάθε περίπτωση από την αναφορά του κόστους αγοράς των επί μέρους υλικών που χρησιμοποιήθηκαν και του είδους των εργασιών που έγιναν καταδεικνύεται ότι δεν πρόκειται στο σύνολο τους περί δαπανών αναγκαίων, εξαιτίας επικειμένου κινδύνου, για τη συντήρηση των κοινών, αλλά και περί επωφελών και δη πολυτελών τοιούτων, προσαρμοσμένων στις ανάγκες του ενάγοντος. Εάν δε ήθελε επιχειρηθεί από το παρόν Δικαστήριο, εφαρμοζομένης της γενικότερον κρατούσας στο δίκαιο αρχής ότι στο μείζον εμπεριέχεται και το έλασσον, επιμερισμός των αναφερόμενων εργασιών, κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών, σε αναγκαίες και μη, ώστε να ερευνηθούν περαιτέρω μόνον οι νομίμως αξιούμενες δαπάνες, αφορώσες την εξ αιτίας επικειμένου κινδύνου συντήρηση των κοινών (όπως π.χ. αποκαταστάσεις εν γένει φθορών κλπ.),ανάλογη κρίση θα ήταν αφενός παντελώς αυθαίρετη, λόγω του ελλοχεύοντος κινδύνου να συμπεριληφθούν ή μη αναφερόμενες δαπάνες και εργασίες αναγκαίες, κατά τους κανόνες της τέχνης και επιστήμης, αφετέρου δε θα κατέληγε και σε αδυναμία επακριβούς προσδιορισμού της δαπάνης κάθε αναγκαίας μερικότερης εργασίας. Ως εκ τούτου η αγωγή, καθ’ ο μέρος ήθελε κριθεί νόμιμη μόνον για τις γενόμενες για τη συντήρηση των επίδικων κοινών ακινήτων αναγκαίες δαπάνες, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της. Περαιτέρω, ως προς την επικουρική θεμελίωση της αγωγής στις περί διοίκησης αλλότριων διατάξεις, από το σύνολο των όσων ο ενάγων αναφέρει ως προς τις εργασίες που έγιναν, τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν και τις επί μέρους δαπάνες για εργασίες και υλικά προκύπτει ότι εν προκειμένω δεν μπορεί να γίνει λόγος περί γνήσιας θεμιτής, αλλά περί γνήσιας αθέμιτης ή μη γνήσιας διοίκησης αλλότριων, κατά τις γενόμενες διακρίσεις στην προηγηθείσα νομική σκέψη, οπότε ο ενάγων διατηρεί αξίωση μόνον κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. Και τούτο διότι ο ενάγων αναφέρει μεν όσα στοιχεία η σχετική διάταξη ΑΚ 730 απαιτεί για τη θεμελίωσή της, ότι δηλαδή ενήργησε προς το συμφέρον του αρχικού συγκύριου αποβιώσαντος ήδη αδελφού του ……………….. και σύμφωνα με την πραγματική ή εικαζόμενη βούληση αυτού, πλην όμως εν προκειμένω δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε περί πραγματικής βούλησης του τελευταίου, αφού ουδεμία σχετική αναφορά γίνεται, ουδέ εξάλλου προκύπτει, ότι ο τελευταίος εκφράσθηκε ποτέ θετικά περί της ανάγκης διενέργειας όλων των περιγραφόμενων εργασιών, αλλά ούτε και περί εικαζόμενης βούλησης αυτού, εφόσον η εικαζόμενη βούληση του κυρίου θεωρείται ότι υφίσταται σε παρόμοιες αντικειμενικά ερευνώμενες περιστάσεις και εν προκειμένω αντικειμενικά κρινόμενες δεν είναι όλες οι ιστορούμενες ανωτέρω εργασίες και δαπάνες, που ο ενάγων αποφάσισε και διενήργησε ως εάν ήταν αποκλειστικός κύριος των επιδίκων και χειρίζονταν αποκλειστικά προσωπική του υπόθεση, δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι έγιναν κατά την εικαζόμενη βούληση του. Κατά την εικαζόμενη βούληση αυτού έγιναν μόνον όσες εργασίες και δαπάνες ήταν αναγκαίες για την επισκευή και συντήρηση των κοινών, από τις οποίες, χωρίς νόμιμη αιτία, επήλθε επαύξηση της περιουσίας των εναγομένων επί ζημία του ενάγοντος, οπότε οι εναγόμενοι υποχρεούνται σε απόδοση μόνον του συνεπεία των ανωτέρω γενόμενων δαπανών πλουτισμού τους, ενώ τοιαύτη υποχρέωση απόδοσης των αναλογούντων στην ιδανική τους μερίδα λοιπών δαπανών, που οδήγησαν στον επιβαλλόμενο (ανεπιθύμητο) πλουτισμό τους δεν έχουν, εφόσον η προς τούτο βούληση του ζημιωθέντος ενάγοντος συνιστά νόμιμη αιτία διατήρησης του εκ της αιτίας αυτής πλουτισμού τους (πρβλ.ΑΠ 581/ 2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Συνεπώς, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, η αγωγή απόδοσης δαπανών και κατά την επικουρική της θεμελίωση στις περί διοίκησης αλλότριων ή αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις είναι απορριπτέα το μεν ως μη νόμιμη, καθ’ ο μέρος δε ήθελε κριθεί νόμιμη μόνον για τις γενόμενες κατά την εικαζόμενη βούληση της ενάγουσας αναγκαίες δαπάνες, αφορώσες τη συντήρηση και επισκευή των επικοίνων, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας της, ισχυόντων και εν προκειμένω των όσων προελέχθησαν αναφορικά με την απόρριψη ως αόριστης της ίδιας, στηριζόμενης στις περί κοινωνίας διατάξεις.
Επομένως, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση ως προς μερικά κονδύλια απέρριψε ως αόριστη την αγωγή και ως προς άλλα έκρινε νόμιμη την αγωγή και απέρριψε τα εν λόγω κονδύλια ως ουσιαστικά αβάσιμα, αν και ως προς το κονδύλι ποσού 81.711,83 ευρώ δέχθηκε κατόπιν ότι είναι και νόμω αβάσιμο στηριζόμενο στο άρθρο 736 ΑΚ, κατά τα προεκτεθέντα, έσφαλε εν μέρει, καθόσον η αγωγή κατά τα ως άνω αναφερόμενα έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστη στο σύνολό της.
Ενόψει δε των ανωτέρω, δεν αρκεί αντικατάσταση της αιτιολογίας της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η απόρριψη της αγωγής ως αόριστης δεν δημιουργεί ουσιαστικό δεδικασμένο επί της υποθέσεως και επομένως άγει σε διαφορετικό κατά το αποτέλεσμα διατακτικό και απαιτείται προηγουμένως εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης (βλ.Σαμουήλ Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ,σελ.334,αριθμ.854,855 και 856).
Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και ακολούθως, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικασθεί η αγωγή και να απορριφθεί ως αόριστη στο σύνολό της ως προς όλες τις βάσεις αυτής. Τα δικαστικά δε έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων διότι η ερμηνεία των κανόνων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρ.179 εδαφ.τελευτ. ΚΠολΔ).Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου άσκησης έφεσης που αυτός κατέθεσε κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ΄αριθμ. 5535/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη ως ανω απόφαση.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 20-03-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. ………./ 2018) αγωγής.
Απορρίπτει αυτήν.
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά τους έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Και
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του e – παραβόλου με αριθμό …………/2019, άσκησης έφεσης, που αυτός κατέθεσε, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 14 Ιουνίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ