ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 327/2021
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Τ.Λ..
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
ΤΩΝ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ : 1. ……. και 2. ………… οι οποίοι παραστάθηκαν δια του Πληρεξουσίου Δικηγόρου Σπυρίδωνα Περδικάρη με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ : Του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία “ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ”, που εδρεύει στην Αθήνα (Μακρή 1 και Διονυσίου Αρεοπαγίτου), όπως εκπροσωπείται νόμιμα ως ειδικού καθολικού διαδόχου, νομίμως υποκατεστημένου στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία “………..”, της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας δυνάμει αποφάσεως του Υπουργού Ανάπτυξης, το οποίο παραστάθηκε δια της Πληρεξουσίας Δικηγόρου Μαρίκας (Μίρκας) Καζιτόρη με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Το εφεσίβλητο άσκησε κατά των εκκαλούντων την από 25.05.2018 αγωγή, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με ΓΑΚ /ΕΑΚ ………/2018, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’αριθ. 2088/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που τη δέχθηκε.
Κατά της ανωτέρω αποφάσεως οι εκκαλούντες άσκησαν την από 19.07.2019 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του προαναφερόμενου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ……../2019 και στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ: ……../2019 και προσδιορίσθηκε να δικασθεί στη δικάσιμο της 05.11.2020. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο, η εφέτης που δίκασε την υπόθεση, κατά τη μελέτη της διαπίστωσε ότι συνέτρεχε στο πρόσωπό της λόγος αποχής και υπέβαλε σχετικώς την από 27.11.2020 αίτηση προς την Πρόεδρο του Πολιτικού Τμήματος του Εφετείου Πειραιώς επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 744/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου υπό τριμελή σύνθεση που έκανε αυτή δεκτή. Με την ίδια απόφαση ορίστηκε (οίκοθεν) δικάσιμος για την εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως η 4η Μαρτίου 2021, κατά την οποία, όμως, η υπόθεση δεν εκδικάσθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας “covid-19”. Τέλος, με την υπ’αριθ. 41/2021 Πράξη (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021) της αρχαιότερης δικαστή του τρίτου πολιτικού τμήματος, Ζωής Καραχάλιου, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 21 ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α΄43/23.3.2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, ορίστηκε δικάσιμος προς συζήτηση της προκειμένης υποθέσεως η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 19.7.2019 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ πρωτοδικείου …………../2019) κατά της υπ’ αριθ. 2088/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρθ.614επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη δικαστηρίου, και εμπρόθεσμα. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 495 επ., 511, 513, 516, 517, 518 § 1, 520 § 1, 522, 533 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Η εκκαλουμένη έκανε δεκτή την από 25.5.2018 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2018) του εφεσίβλητου, με την οποία αυτό ζήτησε, επικαλούμενο αφενός υποκατάστασή του στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της αναφερόμενης ασφαλιστικής εταιρείας λόγω ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας της αφετέρου λόγο αποκλεισμού του (έλλειψη άδειας ικανότητας οδήγησης του υπαίτιου οδηγού) από την ευθύνη του ασφαλιστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες, η πρώτη ως υπαίτια οδηγός και ο δεύτερος ως κύριος του ζημιογόνου οχήματος, με το οποίο προκλήθηκε θανατηφόρο τροχαίο ατύχημα, να καταβάλουν σε αυτό (ενάγον) το ποσό που υποχρεώθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 3591/2012 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία κατέστη τελεσίδικη με την 711/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών, που απέρριψε την κατ’ αυτής ασκηθείσα έφεση, να καταβάλει και πράγματι κατέβαλε λόγω ψυχικής οδύνης πλέον τόκων και εξόδων σε καθένα από τα αναφερόμενα μέλη της οικογένειας του θανόντος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται τώρα οι εκκαλούντες για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 19 παρ. 1 του Π.Δ. 237/1986, το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να καταβάλει στα πρόσωπα που ζημιώθηκαν την κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού αποζημίωση λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών ή υλικών ζημιών από αυτοκινητικά ατυχήματα, μεταξύ άλλων και όταν: α) αυτός που υπέχει ευθύνη παραμένει άγνωστος, β) Το ατύχημα προήλθε από αυτοκίνητο ως προς το οποίο δεν έχει εκπληρωθεί η κατά το άρθρο 2 υποχρέωση (ανασφάλιστο αυτοκίνητο)… γ)…, δ) Ο ασφαλιστής πτώχευσε ή η σε βάρος του εκτέλεση απέβη άκαρπη ή ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης ένεκα παραβάσεως νόμου (….) Σύμφωνα δε με το άρθρο 24 παρ. 4 του ίδιου π.δ, η οποία ίσχυε κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος (10.0.2008) “ Από την ημερομηνία που η ασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε κατάσταση πτώχευσης ή ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της για παράβαση νόμου, το Επικουρικό Κεφάλαιο υπεισέρχεται αυτοδίκαια στο σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της ασφαλιστικής επιχείρησης που πηγάζουν από ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου αστικής ευθύνης από χερσαία αυτοκίνητα οχήματα. Εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται χωρίς άλλο από το Επικουρικό Κεφάλαιο”.
ΙV. Με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 εδ. γ’ του ν. 3557/ 2007, η ισχύς του οποίου άρχισε από 14-5-2007, καταργήθηκε η Κ4/585/5-4-1978 απόφαση του Υπουργού Εμπορίου (Φ.Ε.Κ. 795, τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε.), ενώ με τη διάταξη του άρθρου 4 του ίδιου νόμου προστέθηκε το άρθρο 6β’ στο π.δ. 237/1986 (που κωδικοποίησε το ν. 489/1976 “περί υποχρεωτικής ασφαλίσεως της εξ ατυχημάτων αυτοκινήτων αστικής ευθύνης”), το οποίο ορίζει ότι: 1. Εξαιρούνται από την ασφάλιση οι ζημίες που προκαλούνται: α) από οδηγό, ο οποίος στερείται της άδειας οδήγησης που προβλέπεται από το νόμο για την κατηγορία του αυτοκινήτου οχήματος που οδηγεί, β) από οδηγό, ο οποίος, κατά το χρόνο του ατυχήματος, τελούσε υπό την επίδραση οινοπνεύματος ή τοξικών ουσιών, κατά παράβαση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2696/1999, Φ.Ε.Κ. 57 Α’), όπως εκάστοτε ισχύει, εφόσον η εν λόγω παράβαση τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος…, γ) από αυτοκίνητο όχημα, του οποίου γίνεται διαφορετική χρήση από αυτή που καθορίζεται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και στην άδεια κυκλοφορίας, εφόσον η χρήση αυτή τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος. Οι προαναφερόμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που απαρτίζουν, περιοριστικά πλέον, τους τρεις (3) λόγους εξαιρέσεως από την ασφάλιση, αποτελούν λόγους απαλλαγής του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του, με την επισήμανση ότι επιτρέπεται με τη σύμβαση ασφαλίσεως να ορίζονται, πέραν των περιπτώσεων αυτών, και άλλες περιπτώσεις εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη, εφόσον αυτές αφορούν μόνο προαιρετική ασφαλιστική κάλυψη (άρθρο 6β’ παρ. 2 του ίδιου π.δ/τος). Ενόψει δε του ότι οι ανωτέρω τρεις εξαιρέσεις προβλέπονται ρητώς από το νόμο, δεν εξετάζεται εάν αυτές κατέστησαν περιεχόμενο της ασφαλιστικής συμβάσεως. Από το συσχετισμό μεταξύ τους των τριών περιπτώσεων εξαιρέσεως σαφώς προκύπτει ότι ο νόμος προβλέπει την ανάγκη συνδρομής αιτιώδους συνάφειας, ως μιας περαιτέρω προϋποθέσεως για τη συγκρότηση των λόγων εξαιρέσεως, μόνο στις περιπτώσεις β’ και γ’, όχι όμως και στην περίπτωση α’, δηλαδή στην πρόκληση ατυχήματος από οδηγό που στερείται άδειας ικανότητας οδηγήσεως για την κατηγορία του οχήματος που οδηγεί. Ειδικότερα, από τη γραμματική διατύπωση των τριών περιπτώσεων εξαιρέσεως συνάγεται ότι στην α’ περίπτωση δεν εξετάζεται και δεν ερευνάται κατά πόσο η έλλειψη άδειας ικανότητας οδηγού επηρέασε ή όχι την πρόκληση του ατυχήματος, αφού πρόκειται τυπικά για περίπτωση εξαιρέσεως από την ασφαλιστική κάλυψη, ενώ η ανάγκη συνδρομής της αιτιώδους συνάφειας ερευνάται μόνο στις δύο άλλες περιπτώσεις. Η διατύπωση αυτή στο νόμο, δηλαδή η μη αναφορά, σε αντίθεση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις, της συνδέσεως της αιτιώδους συνάφειας της ελλείψεως άδειας οδηγήσεως με την πρόκληση του ατυχήματος, αποτελεί συνειδητή ρύθμιση του νομοθέτη, διαφοροποιημένη σε σχέση με τις δύο άλλες περιπτώσεις, και δεν πρόκειται για απλή παράλειψή του. Ναι μεν η σύγχρονη ασφαλιστική επιστήμη, η θεωρία και η πάγια νομολογία (Α.Π.628/2019, Α.Π. 474/2017, Α.Π. 352/2017, Α.Π. 324/2016, Α.Π. 1068/2013, Α.Π. 1016/2013, Α.Π. 1451/2009, Α.Π. 1357/2008, Α.Π. 1517/2006) θεωρούσαν, μέχρι την κατάργηση της παραπάνω υπουργικής αποφάσεως, και τους λόγους αυτούς απαλλαγής ή εξαιρέσεως (που αποτελούσαν συμβατικές εξαιρέσεις της καλύψεως του ασφαλισμένου), ως καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη (συμβατικά), δηλαδή, η απαλλαγή του ασφαλιστή, στην επίμαχη περίπτωση, δεν επερχόταν μόλις διαπιστωνόταν η έλλειψη άδειας οδηγήσεως στο πρόσωπο του οδηγού που είχε εμπλακεί στο ατύχημα, αλλά τούτο επερχόταν, εφόσον συνέτρεχε υπαιτιότητα και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παραβάσεως του ασφαλιστικού βάρους, δηλαδή της έλλειψης άδειας ικανότητας οδηγήσεως, και του ατυχήματος, πλην, όμως, τούτο δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης είναι δεσμευμένος (νομοθετικά) να ακολουθήσει οπωσδήποτε την παραδοχή αυτή. Αντίθετα, έχει την ευχέρεια να αποκλίνει, εφόσον, βέβαια, εκφράζεται σαφώς, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 6β’ του π.δ. 237/1986, στην οποία, σε αντίθεση με τις άλλες δύο ρυθμιζόμενες περιπτώσεις ασφαλιστικών βαρών, δεν θέτει ως προϋπόθεση του λόγου απαλλαγής ή εξαιρέσεως του ασφαλιστή την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της πιο πάνω παραβάσεως και του ατυχήματος, χωρίς, περαιτέρω, να είναι υποχρεωμένος, όταν προβλέπει λόγους εξαιρέσεως για τη ρύθμιση κάποιου θέματος, να θέτει είτε μόνο λόγους εξαιρέσεως, είτε μόνο καλυμμένα ασφαλιστικά βάρη, αλλά έχει τη δυνατότητα να κάνει συνδυασμό μεταξύ τους. Συνεπώς, με βάση την προπαρατιθέμενη ρύθμιση του νόμου, δεν έχει νομική επιρροή ο ισχυρισμός του οδηγού που έχει εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και δεν έχει άδεια ικανότητας οδηγήσεως, ότι γνωρίζει να οδηγεί ή ότι λείπει η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ελλείψεως της άδειας αυτής και του ατυχήματος (Α.Π. 379/2021, Α.Π.628/2019, Α.Π. 450/2018, Α.Π. 474/2017, Α.Π. 71/2017, Α.Π. 324/ 2016) ούτε ότι ο σχετικός όρος δεν αποτέλεσε περιεχόμενο της ασφαλιστικής συμβάσεως. Όλα όσα προαναφέρθηκαν έχουν νομική αξία στις σχέσεις ασφαλιστή και ασφαλισμένου στη λεγόμενη δίκη αναγωγής του πρώτου κατά του δεύτερου, κατά την οποία παρέχεται το δικαίωμα στον ασφαλιστή να εναγάγει τα αναφερόμενα στο άρθρο 11 παρ. 1 του π.δ. 237/1986 πρόσωπα (δηλ.του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου και του οδηγού), και να ζητήσει απ’ αυτά ό,τι κατέβαλε ή θα καταβάλει σε εκείνον που ζημιώθηκε από το τροχαίο ατύχημα (Α.Π. 322/2020, Α.Π.628/2019, Α.Π. 474/2017). Ο ασφαλιστής δικαιούται να απαιτήσει από τον ασφαλισμένο του ολόκληρο το ποσό που αποζημιώσεως που κατέβαλε ή θα καταβάλει στον τρίτο, ήτοι κεφάλαιο και δικονομικούς τόκους και δικαστική δαπάνη καθώς επίσης και τόκους επί όλων των άνω ποσών από την καταβολή τους. Ο ασφαλιστής, ασκώντας αγωγή εξ αναγωγής κατά του ασφαλισμένου, λόγω παραβάσεως του καθιερούμενου από την άνω νομική διάταξη ασφαλιστικού βάρους, οφείλει να επικαλεσθεί μόνο το αντικειμενικό περιστατικό της παραβάσεως αυτής (ΑΠ 322/2020). Οι περιοριστικά αναφερόμενες εξαιρέσεις από την ασφαλιστική κάλυψη αστικής ευθύνης, από το έτος 2007 και εντεύθεν προβλέπονται ευθέως στο νόμο, όπως εκτίθεται ανωτέρω, επομένως δεν εξετάζεται εάν αυτές κατέστησαν περιεχόμενο της ασφαλιστικής συμβάσεως (βλ. σχετικά Κρητικό, Αποζημίωση από Τροχαία Αυτοκινητικά Ατυχήματα, Συμπλήρωμα στην 4η έκδοση του έτους 2008 [2014], σελ. 167, αρ. 3, ΕφΔωδ.301/2019 – “Νόμος”). Εξάλλου, κατά τις σχετικές διατάξεις του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), όπως αυτές ίσχυαν κατά το χρόνο του ένδικου ατυχήματος (10.08.2008), που ενδιαφέρουν στην εξεταζόμενη υπόθεση, ορίζονται τα εξής: α) άρθρο 13 παρ. 2 εδάφ. α’: “Ο οδηγός επιβάλλεται να έχει την, κατά τις σχετικές διατάξεις, προβλεπόμενη άδεια οδήγησης και την αναγκαία σωματική και διανοητική ικανότητα και να βρίσκεται σε κατάλληλη κατάσταση για να οδηγεί, οφείλει δε κατά το χρόνο της οδήγησης να είναι σε θέση να ελέγχει το όχημά του…”, β) άρθρο 94 παρ. 3: “Απαγορεύεται η οδήγηση αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών από πρόσωπα τα οποία δεν κατέχουν ισχύουσα ελληνική άδεια οδήγησης της κατάλληλης κατηγορίας ή υποκατηγορίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγράφους του παρόντος άρθρου”, η οποία, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, απαιτείται να είναι Κατηγορίας Β, για την οδήγηση επιβατηγού αυτοκινήτου, του οποίου ο μέγιστος αριθμός θέσεων καθημένων (χωρίς τη θέση του οδηγού) δεν υπερβαίνει τις οκτώ.
V. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο εφέσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί από την εκκαλουμένη λόγω αοριστίας της διότι δεν ανέφερε α) τις αποφάσεις με τις οποίες ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας ………….., στην οποία ήταν ασφαλισμένο το ζημιογόνο όχημα ούτε τους φορείς που τις εξέδωσαν και τις διατυπώσεις δημοσιότητας ούτε ότι αυτή ανακλήθηκε για παράβαση νόμου, β) αναλυτικά τα ποσά που επιδικάστηκαν από την υπ’ αριθ. 3591/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που κατέστη τελεσίδικη με την 711/2014 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών ούτε εάν επιδικάστηκαν τόκοι αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίο η επιδικασθείσα υπέρ των εναγόντων της κύριας δίκης δικαστική δαπάνη συνολικού ποσού 8.900 ευρώ επιμερίστηκε σε αυτούς γ) το λόγο ακυρότητας της ασφαλιστικής συμβάσεως. Ο λόγος αυτός εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι στην ένδικη αγωγή αναφέρονται αναλυτικά και με πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά του ένδικου ατυχήματος, όπως τόπος, χρόνος, ειδικότερες συνθήκες, εμπλεκόμενοι οδηγοί και οχήματα, τραυματισμός του παθόντος οδηγού ως μόνη αιτία θανάτου αυτού καθώς και οι ενάγοντες (οικογένεια του θύματος) της κύριας αγωγής επί της οποίας εκδόθηκαν οι προαναφερόμενες αποφάσεις. Αναφέρεται επίσης ο λόγος αποκλεισμού της ευθύνης του ασφαλιστή έναντι του ασφαλισμένου του δηλαδή ότι η υπαίτια οδηγός δεν κατείχε την απαιτούμενη άδεια ικανότητας οδήγησης για την κατηγορία οχήματος που οδηγούσε. Αναφέρονται επίσης αναλυτικά (βλ. σελ. 6 και 7 της αγωγής) κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, αφαιρουμένου του αναλογούντος φόρου τόκων 15%, τα ποσά που το Επικουρικό Κεφάλαιο (ενάγον και ήδη εφεσίβλητο) κατέβαλε σε εκτέλεση των ανωτέρω αποφάσεων σε καθέναν από τους ανωτέρω ενάγοντες, συγγενείς του παθόντος, όπως και η ημερομηνία καταβολής των ποσών αυτών, ο δε τρόπος επιμερισμού της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της αγωγής καθώς μπορεί να ανευρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό. Περαιτέρω, το εάν η άδεια της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας πράγματι ανακλήθηκε, με ποιες αποφάσεις της διοικήσεως, πότε και για ποιο λόγο, αποτελεί, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, θέμα αποδείξεως και όχι στοιχείο του ορισμένου της αγωγής με την οποία το Επικουρικό Κεφάλαιο ασκεί το εξ αναγωγής δικαίωμά του, στην οποία αρκεί για το ορισμένο της να αναφέρεται ο λόγος που αυτό υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ασφαλιστή, στοιχείο το οποίο αναφέρεται στην ένδικη αγωγή. Αναφέρεται δηλαδή ότι το Επικουρικό Κεφάλαιο υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία ……………. λόγω ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας της. Τέλος, η ένδικη εξ αναγωγής αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη, δεν στηρίζεται σε λόγο ακυρότητας της ασφαλιστικής συμβάσεως ώστε για το ορισμένο αυτής να απαιτείται η εξειδίκευση του λόγου ακυρότητας, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνουν οι εκκαλούντες αλλά στηρίζεται απ΄ευθείας στο άρθρο 11 παρ. 1 του π.δ. 237/1986 σε συνδυασμό με τα άρθρα 6β παρ. 1α’, 19 και 24 παρ. 4 του ίδιου π.δ και 94 παρ. 3 ν.2696/99, όπως ανωτέρω αναλυτικά αναφέρεται υπό στοιχεία ΙΙΙ και ΙV. Με τον δεύτερο και τελευταίο λόγο της υπό κρίση εφέσεως παραπονούνται οι εκκαλούντες για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων υπό την έννοια ότι η εκκαλουμένη δέχθηκε ως συνομολογημένα εκ μέρους τους περιστατικά που ουδέποτε συνομολόγησαν και ειδικότερα δέχθηκε ως δήθεν ομολογημένο και άρα αποδεδειγμένο το γεγονός ότι ο όρος αποκλεισμού ευθύνης του ασφαλιστή σε περίπτωση που ο υπαίτιος οδηγός στερείται την απαιτούμενη εκ του νόμου άδεια ικανότητας οδηγήσεως είχε καταστεί περιεχόμενο της ασφαλιστικής συμβάσεως, ισχυριζόμενοι ότι ουδέποτε συνομολόγησαν τέτοιον όρο ούτε γνωστοποιήθηκε σε αυτούς εκ μέρους του ασφαλιστή η ύπαρξή του στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. ΄Οπως ανωτέρω αναφέρεται υπό στοιχείo IV, ο αποκλεισμός της ευθύνης του ασφαλιστή, σε περίπτωση που ο υπαίτιος οδηγός στερείται της κατά νόμον απαιτουμένης αδείας ικανότητας οδηγού, προβλέπεται απευθείας από το νόμο και ως εκ τούτου δεν απαιτείται να καταστεί περιεχόμενο και ειδικός όρος του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Επομένως κι εφόσον δεν αρνούνται ειδικότερα οι εκκαλούντες ότι η υπαίτια οδηγός εστερείτο της ανωτέρω αδείας, δεν έσφαλε η εκκαλουμένη που δέχθηκε την αγωγή, απορριπτομένου ως αβάσιμου και του δεύτερου λόγου εφέσεως. ΄Εσφαλε, όμως, η εκκαλουμένη γιατί δέχθηκε ότι ο σχετικός όρος έπρεπε να έχει συνομολογηθεί και πράγματι συνομολογήθηκε μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου στην ασφαλιστική σύμβαση. Ωστόσο, επειδή το διατακτικό της είναι ορθό αλλά η αιτιολογία της εσφαλμένη κατά τα ανωτέρω, δεν θα εξαφανιστεί η εκκαλουμένη αλλά η ανωτέρω αιτιολογία θα αντικατασταθεί από την αιτιολογία της παρούσας (534 ΚΠολΔ).
Ενόψει τούτων και καθώς δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι εφέσεως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 ΚΠολΔ) και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.
-Δέχεται την έφεση τυπικώς.
-Απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσίαν.
-Διατάζει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
-Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια, στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 23 Ιουνίου 2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ