Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 331/2021

 Αριθμός     331/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 3ο )

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και ήδη, από 1.1.2017, από την  Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων, ως εκπροσώπου του Δημοσίου, η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Ε΄ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία Ν.Σ.Κ. Βασιλική Τζίφα  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ:  ……………….,   ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Κωνσταντίνου Σπαϊδιώτη.

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) ο εφεσίβλητος την από 23.5.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2016) ανακοπή και β)  το εκκαλούν την από  23.6.2016 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2016)  ανακοίνωση-προσεπίκληση, επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  4977/2017   απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε αναφερόμενα σ΄ αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το καθ΄ου η ανακοπή-ανακοινώνον-προσεπικαλούν και ήδη εκκαλούν  με την από  19.6.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………../2020) αρχικά η 4η.2.2021 και, μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης,  καθώς και με τους από 14.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020) πρόσθετους λόγους έφεσης, δικάσιμος των οποίων ορίσθηκε αρχικά η 4η.2.2021 και μετά από αναβολή, αυτή που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η υπό κρίση από 20.6.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 (με αριθμό κατάθεσης ………/2020 ενώπιον του Εφετείου) έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της με αριθμό 4977/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και έκανε δεκτή την από 23.5.2016 και με αριθμό καταθέσεως ……../24.5.2016 ανακοπή του αντιδίκου του (εφεσιβλήτου – ανακόπτοντος), έχει ασκηθεί νοµότυπα και εµπρόθεσµα. Τούτο δε διότι κατά το άρθρο 10 του κωδικοποιημένου διατάγματος της 26-6/10-7-1944 «περί κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» η προθεσμία της έφεσης για το Δημόσιο είναι 30 ημέρες από την προς αυτό επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως. Η προθεσμία αυτή ισχύει ακόμη και όταν με ειδικότερη διάταξη στις ειδικές διαδικασίες ορίζεται μικρότερη προθεσμία (ΑΠ 328/05 ΕλΔικ 47.1438). Επιπλέον επειδή η επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως προς το Δημόσιο πρέπει να γίνεται τόσο προς τον Υπουργό Εθν. Οικονομίας και Οικονομικών όσο και προς τον αρμόδιο Διευθυντή του Δημοσίου Ταμείου κατά το άρθρο 85 του ΚΕΔΕ (ν.δ. 356/74 ) και 5 παρ. 2 του προαναφερθέντος διατάγματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης προς τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και τον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. εντός της μη γνήσιας διετούς προθεσμίας από την έκδοση της, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια. Ειδικότερα το πρωτότυπο του δικογράφου της έφεσης κατατέθηκε στη Γραµµατεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 20.6.2018 η δε εκκαλουμένη εξεδόθη στις 14.11.2017 (άρθρα 495επ. και 511 επ. του ΚΠολΔ). Η έφεση δε αρµοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και την βασιμότητα των λόγων της, κατά τα άρθρα 532 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ., με την τακτική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση η οποία εφαρμόστηκε ως προσήκουσα παρόλο που η υπόθεση εισήχθη κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών. Να σημειωθεί δε για το παραδεκτό της συζήτησης του ενδίκου μέσου ότι το εκκαλούν δημόσιο έχει απαλλαγή από την καταβολή του παραβόλου εφέσεως. Με την έφεση πρέπει να συνεκδικασθούν και οι νομότυπα ασκηθέντες και επιδοθέντες στις 4.8.2020 νομοτύπως 30 μέρες πριν από τη συζήτηση (άρθρο 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τη βεβαίωση επί του δικογράφου τους της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ………….. προσκομιζόμενοι μετ’επικλήσεως με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2021 πρόσθετοι αυτής λόγοι, οι οποίοι συνέχονται με τα εκκληθέντα κεφάλαια της προσβαλλόμενης απόφασης (άρθρα 246 και 520 του ΚΠολΔ), οι οποίοι, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτοί και να ερευνηθούν ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Με την από 23.5.2016 και ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………./2016 ανακοπή του ο ανακόπτων αιτήθηκε να γίνει επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση διότι λόγω ανωτέρας βίας δεν άσκησε εμπροθέσμως την ανακοπή, και  ακολούθως σώρευσε στο δικόγραφο τις ανακοπές των άρθρων 73 παρ. 1 και 3 παρ. 2 του ΚΕΔΕ αιτούμενος να ακυρωθούν οι με αριθμούς …./22.1.2016 και …./15.3.2016 ατομικές ειδοποιήσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ε’ Πειραιά και οι με αριθμό …/21.10.2015 και …../21.10.2015 ταμειακές βεβαιώσεις που αυτές ενσωματώνουν ύψους € 44.000 η κάθε µία., άλλως να τροποποιηθούν αυτές με μειώσεις των σχετικών οφειλών και να ακυρωθεί η αναγκαστική κατάσχεση που του επιβλήθηκε με τη με αριθμό …/21.3.2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή …… ….

Σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 2 παρ.1,2α` ΚΕΔΕ (ν.δ.356/1974, ΦΕΚ A 90), με βάση τα οποία ενεργείται η είσπραξη των δημοσίων εσόδων από κάθε αιτία (άρθρο 1 παρ.1 ΚΕΔΕ), «η είσπραξη των δημοσίων εσόδων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία, τα λοιπά επί της εισπράξεως όργανα και τους ειδικούς ταμίας, εις ους έχει ανατεθεί η είσπραξη ειδικών εσόδων, ενεργείται δε, δυνάμει νομίμου τίτλου», «νόμιμος τίτλος εισπράξεως είναι, η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωση και ο υπό των αρμοδίων Διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμο Αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία οφείλεται» και «1. Με τη βεβαίωση ποσού τίνος στο Δημόσιο Ταμείο, ως δημοσίου εσόδου, ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται, επί πειθαρχική αυτού ευθύνη, ν`αποστείλει προς τον οφειλέτη ατομική ειδοποίηση η οποία περιέχει τα στοιχεία του οφειλέτη, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικό έτος στο οποίο ανήκει τούτο, τον αριθμό και την χρονολογία πληρωμής του χρέους…2. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο κοινοποιουμένη ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιούται προς την επιταγή προς πληρωμή, 3. η παράλειψη αποστολής της κατά την παράγραφο 1 ειδοποιήσεως ουδεμία ασκεί επίδραση επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων». Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγεται ότι πρωταρχική τυπική προϋπόθεση για να εισπραχθεί ένα δημόσιο έσοδο, αποτελεί η ύπαρξη του νόμιμου τίτλου. Νόμιμος τίτλος δε, είναι η κατά τους κείμενους νόμους βεβαίωση και ο υπό των αρμοδίων αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία οφείλεται. Συγκεκριμένα, νόμιμοι τίτλοι της κατηγορίας του άρθρου 2α του ΚΕΔΕ είναι εκείνοι που εκδίδονται, είτε από Διοικητικά Δικαστήρια ή από διοικητικές επιτροπές που αποφαίνονται με δύναμη δεδικασμένου, είτε διοικητικές ή άλλες αρχές, αρμόδιες κατά το νόμο (ΑΠ 670/1996, ΕλΔικ 39.558).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση η επίδικη οφειλή βεβαιώθηκε στο Δημόσιο Ταμείο, διότι πιθανολογήθηκε η ύπαρξή της βάσει ιδιωτικών εγγράφων κατ` άρθρο 2 του ΚΕΔΕ. Ειδικότερα η αντίστοιχη απαίτηση προήλθε από την εκ μέρους εκμισθωτών ακινήτου ……… και ………. εκχώρηση προς το Δημόσιο, έναντι φορολογικής υποχρεώσεώς τους, μισθωμάτων φερομένων ως οφειλομένων από τον ανακόπτοντα ήδη εφεσίβλητο ως μισθωτή, κατ` άρθρο 4 παρ.7 του ν. 2238/94 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος). Συγκεκριμένα μεταξύ των ανωτέρω (εκχωρητών και ανακόπτοντος ήδη εφεσιβλήτου) είχε καταρτιστεί η από 2.5.2009 σύµβαση µίσθωσης, ενός ακινήτου επί της οδού ……… στην Νίκαια Αττικής, µε µηνιαίο µίσθωµα 8.000 ευρώ, προκειµένου να στεγαστεί σε αυτό Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωµένων. Επειδή µετά τους 18 πρώτους µήνες δεν καταβάλλονταν τα οφειλόµενα µισθώµατα, οι ως άνω εκµισθωτές στράφηκαν µε αγωγή κατά του εφεσίβλητου και κατά της εταιρείας «Πρότυπη Μονάδα Μέριμνας Ηλικιωμένων ………..», της επιxειρηματικής δραστηριότητας, της oπoίας ήταν η λειτουργία μονάδας φροντίδας εργαζομένων. Επί της παραπάνω αγωγής εξεδόθη η με αριθμό 1939/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή και στη συνέχεια οι ως άνω εκμισθωτές άσκησαν αγωγή απόδοσης μισθίου, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2429/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, σε εκτέλεση της οποίας αποβλήθηκε η παραπάνω εταιρεία από το μίσθιο. Στη συνέχεια, οι παραπάνω εκμισθωτές εκχώρησαν προς το Ελληνικό Δημόσιο, δυνάμει των με αριθμό πρωτ. … και …../27.9.2013 δηλώσεων εκχώρησης, τα από 1.1.2012 έως 20.11.2012 μισθώματα συνολικού ποσού 88.000 ευρώ (44.000 ευρώ ο καθένας). Μετά από τα παραπάνω, η Δ.Ο.Υ Νίκαιας προχώρησε στην έκδοση των παραπάνω ταμειακών βεβαιώσεων, και ακολούθησαν οι …./22.1.2016 και …/11.3.2016 ατομικές ειδοποιήσεις υπερημερίας. Στη συνέχεια επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία του οφειλέτη – ανακόπτοντος ήδη εφεσίβλητου προκειμένου να εισπραχθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς το Ελληνικό Δημόσιο συνολικού ποσού 89.927,20 ευρώ εκ του οποίου ποσό 88.000 ευρώ αφορά κεφάλαιο των οφειλομένων μισθωμάτων και ποσό 1.927,20 ευρώ σε τόκους λόγω εκπρόθεσμης καταβολής. Με τον λόγο της ανακοπής που ερευνήθηκε κατ’ουσίαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ο ανακόπτων ισχυρίσθηκε ότι η σύμβαση μισθώσεως από την οποία προερχόταν η επίδικη οφειλή ήταν εικονική, διότι αυτός είχε συμβληθεί ως παρένθετο πρόσωπο και ειδικότερα ότι λόγω της σχετικής αυτής εικονικότητας την οποία γνώριζαν οι εκχωρητές πραγματικός μισθωτής, ο οποίος όλο αυτό το διάστημα κατάβαλε τα μισθώματα ήταν ο ιατρός φίλος των εκχωρητών εκμισθωτών και ότι ακολούθως αυτός δεν ήταν οφειλέτης της απαίτησης που οι εκμισθωτές εκχώρησαν στο δημόσιο και με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι προαναφερόμενες ατομικές ειδοποιήσεις και συνεπώς ούτε οφειλέτης των εκχωρητών της αντίστοιχης απαιτήσεως προς το Δημόσιο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την με αριθμό 4977/2018 εκκαλουμένη απόφασή του, με την οποία έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε τις προσβληθείσες πράξεις, αφού έκρινε βάσιμο τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής και περαιτέρω απέσχε από την έρευνα των υπολοίπων λόγων αυτής ως στερουμένων πλέον αντικειμένου. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη το εκκαλούν Δημόσιο με την κρινόμενη έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής για εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων.

Να σημειωθεί πρωτίστως ότι το εκδώσαν την εκκαλουμένη πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να δικάσει την ανακοπή, καθόσον η ανακύψασα με αυτήν διαφορά είναι ιδιωτικού δικαίου και όχι διοικητική διαφορά ουσίας σχετική με την εφαρμογή της νομοθεσίας περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων, ώστε να υπάγεται βάσει του άρθρου 1 παρ.1 του ν. 1406/83 στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Πρόκειται δε για διαφορά ιδιωτικού δικαίου ενόψει του ότι ιδιωτική είναι η φύση της επικαλουμένης οφειλής του ανακόπτοντος έναντι των αρχικών δανειστών της (εκχωρητών), η οποία δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η απαίτηση του Δημοσίου έναντι των τελευταίων, προς ικανοποίηση της οποίας έγινε η εκχώρηση και πρόκειται να επιχειρηθεί διοικητική εκτέλεση κατά του ανακόπτοντος ήδη, είναι φύσεως δημοσίου δικαίου επειδή αφορούσε φορολογική υποχρέωση των εκχωρητών (βλ. ΑΕΔ 18/93 ΕλΔ.35.310). Επιπλέον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ήταν το καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο να δικάσει την κρινόμενη ανακοπή, με την τακτική διαδικασία κατά τα προαναφερθέντα, βάσει του ύψους του μηνιαίου μισθώματος της μίσθωσης από την οποία προήλθε η επίδικη οφειλή, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 73 παρ.1 και 2 του ΚΕΔΕ, 583 επ., 14 παρ.1β΄ και 16 περ.1 του ΚΠολΔ.

Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο εφέσεως το εκκαλούν δημόσιο παραπονείται για κακή εφαρμογή νόμου επειδή στο δικόγραφο της ανακοπής σωρεύθηκαν η ανακοπή του 583 του ΚΠολΔ (73 παρ. 1 ΚΕΔΕ) πριν την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασία και η ανακοπή του άρθρου 73 παρ. 2 του ΚΕΔΕ μετά την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας που έπρεπε να εκδικαστεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και ότι η υπόθεση θα έπρεπε να χωριστεί ενώ η πρώτη ανακοπή θα έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω μη τήρησης της προδικασίας των άρθρων 237 και 238 του ΚΠολΔ.  Ο λόγος όμως αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αλυσιτελώς προβαλλόμενος πέραν της αοριστίας του, διότι η εκδίκαση μιας υπόθεσης με διαφορετική διαδικασία από την προσήκουσα δεν δημιουργεί ακυρότητα ή απαράδεκτο, εκτός αν έτσι δεν εφαρμόσθηκε δικονομικός κανόνας που έπρεπε να εφαρμοσθεί με βλάβη του διαδίκου, γεγονός το οποίο δεν επικαλείται το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο (ΕφΘεσ 347/90 ΕλΔικ 31.1320 ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 138 ΑΚ δήλωση βουλήσεως που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη. Άλλη δικαιοπραξία, που καλύπτεται κάτω από την εικονική, είναι έγκυρη αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν όλοι οι απαιτούμενοι όροι προς σύστασή της. Σε ορισμένες περιπτώσεις το ελάττωμα της εικονικότητας δεν στερεί τη δικαιοπραξία από οποιαδήποτε ενέργεια (απόλυτη εικονικότητα), αλλά αντίθετα αυτή, παρά την εικονικότητα, παράγει έννομα αποτελέσματα και στη συγκεκριμένη περίπτωση υφίσταται σχετική εικονικότητα (άρθρο 138 παρ. 2 ΑΚ). Από τα παραπάνω προκύπτει ότι για την εφαρμογή της δεύτερης παραγράφου της διατάξεως αυτής, εκτός από τη φαινομενική βούληση αυτών που συμβλήθηκαν, η οποία δεν δηλώθηκε στα σοβαρά, απαιτείται η σύμπτωση της βουλήσεως αυτών που μετέχουν στη δικαιοπραξία για την παραγωγή άλλου εννόμου αποτελέσματος, διάφορου του δηλωθέντος. Εξάλλου, η εικονικότητα αυτή μπορεί να αναφέρεται και στο πρόσωπο υπέρ του οποίου επέρχονται τα δικαιώματα από την εικονική δικαιοπραξία, όταν συμβάλλεται αντί αυτού άλλο πρόσωπο, με συμφωνία όλων των συμβαλλομένων, εικονικών και πραγματικών, ότι τα αποτελέσματα της συμβάσεως θα επέλθουν όχι υπέρ του φαινομενικά συμβαλλομένου, αλλά υπέρ του καλυπτομένου αληθινού. Η δικαιοπραξία που καταρτίζεται με παρένθετο πρόσωπο (εικονικότητα ως προς το πρόσωπο), υπέρ του οποίου αποκτώνται εκ της εικονικής δικαιοπραξίας δικαιώματα είναι ειδική περίπτωση της σχετικής εικονικότητας κατ` άρθρο 138 παρ. 2 ΑΚ. Δηλαδή, η ανωτέρω διάταξη (της § 2), η οποία θεωρεί ότι η δήλωση για την κατάρτιση της καλυπτόμενης δικαιοπραξίας ενυπάρχει στην εικονική δήλωση, προάγει την πραγματική αυτή βούληση σε ολοκληρωμένη δικαιοπραξία, διάφορη της εικονικής έστω και αν οι δύο δικαιοπραξίες εμφανίζονται ως μια ενιαία πράξη. Ακολούθως η μεταξύ τρίτου και παρενθέτου προσώπου καταρτιζόμενη δικαιοπραξία είναι εικονική, όταν οι συμβαλλόμενοι ήθελαν τα απ` αυτή αποτελέσματα να επέλθουν όχι στο πρόσωπο του δικαιοπρακτήσαντος αλλά κατ’ ευθείαν στο πρόσωπο του μη εμφανισθέντος (ΑΠ 720/2011, 1403/2003 δημ. νομος). Επομένως, είναι ανάγκη να υπάρχει σαφής συμφωνία των φαινομενικώς συμβληθέντων στη δικαιοπραξία, ότι αυτή είναι έγκυρη μόνο μεταξύ των πράγματι συμβληθέντων (Απόστολος Γεωργιάδης Γενικές αρχές αστικού δικαίου 1997, 399). Έτσι, για να ισχύει η σύμβαση όχι για τον φαινομενικά εμφανιζόμενο ως συμβαλλόμενο, αλλά για το καλυπτόμενο από εκείνον πρόσωπο, απαιτείται γνώση και αντίστοιχη συμφωνία όλων των εμπλεκομένων μερών (ΑΠ 1777/2005 ΕλΔικ 2006/470, ΑΠ 1332/2005, ΝοΒ 2006/218, ΑΠ 483/2005, ΕλΔικ 2005/1431). Περαιτέρω, όταν η εικονικότητα στη σύμβαση αναφέρεται στο πρόσωπο του ενός εκ των συμβαλλομένων, η σύμβαση αυτή είναι άκυρη και γι` αυτό θεωρείται σαν να μην έγινε ως προς αυτόν, ενώ ισχύει αντίστοιχα για το υποκρυπτόμενο πρόσωπο, η ακυρότητα δε αυτή μπορεί να προταθεί από καθέναν που έχει έννομο συμφέρον, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 180 ΑΚ και 68 και 70 ΚΠολΔ (ΑΠ 74/2006, ΑΠ 408/2002 δημ. νόμος). Υπό την έννοια λοιπόν αυτή, εικονικότητα ως προς το πρόσωπο του μισθωτή υπάρχει όταν ο εκμισθωτής γνωρίζει και αποβλέπει η μισθωτική σύμβαση να καταρτισθεί πράγματι όχι για τον κατ` επίφαση φερόμενο μισθωτή αλλά για τον κατά τη βούληση όλων των συμβληθέντων αληθή μισθωτή, στο πρόσωπο του οποίου, ως μισθωτή, γεννώνται όλα τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη μίσθωση. Η εικονικότητα μίας σύμβασης δεν αντιτάσσεται κατά του συμβαλλόμενου που την αγνοούσε γι αυτό και για να επιφέρει τις συνέπειες της απαιτείται γνώση όλων των συμβαλλόμενων περί τούτου (ΑΠ 253/2018 δημ. νόμος). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 455, 458, 460, 462 και 463 ΑΚ, σαφώς συνάγεται, ότι ο εκδοχέας γίνεται, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης νομικής θέσης του οφειλέτη και ότι ο τελευταίος μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ουσιαστικές ενστάσεις που του ανήκουν από την απαίτηση, κατά του εκχωρητή, εφόσον δεν συναρτώνται στενά με το πρόσωπο του τελευταίου (μη προσωπαγείς) και εφόσον η γέννησή τους εντάσσεται σε χρόνο πριν από εκείνο της αναγγελίας. Προκειμένου, όμως, για ενστάσεις που απορρέουν από την άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος του οφειλέτη (υπαναχώρησης, καταγγελίας κ.λ.π.), εάν η άσκηση του δικαιώματος αυτού έχει γίνει κατά του εκχωρητή πριν από την αναγγελία, εγκύρως η προς τούτο ένσταση προτείνεται κατά του εκδοχέα, εάν όμως ασκηθεί το πρώτον μετά την αναγγελία, η άσκηση του διαπλαστικού δικαιώματος και, επομένως, η προβολή της σχετικής ένστασης θα γίνει μόνο κατά του εκχωρητή, δεδομένου ότι τα δικαιώματα αυτά καλύπτουν την όλη ενοχική σχέση ως σύνολο και όχι μεμονωμένα την εκχωρηθείσα απαίτηση. (ΑΠ 937/2005 δημ. νόμος). Από την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 463 ΑΚ ο οφειλέτης μπορεί να αντιτάξει κατά του εκδοχέα όλες τις ενστάσεις που είχε κατά του εκχωρητή πριν από την αναγγελία. Τέτοιες ενστάσεις είναι και εκείνες που παρεμποδίζουν την γέννηση της απαιτήσεως, όπως είναι η ένσταση της εικονικότητας της εκχωρηθείσης απαιτήσεως, εφόσον ο εκδοχέας κατά την εκχώρηση εγνώριζε αυτό, γιατί διαφορετικά προστατεύεται από την ΑΚ 139 και δεν δύναται να προταθεί κατ’ αυτού η εικονικότητα. Οι ενστάσεις αυτές πρέπει να υφίστανται πριν από την αναγγελία. Η κρατούσα στη νομολογία και στην επιστήμη άποψη είναι ότι αρκεί κατά το χρόνο της αναγγελίας να υπήρχε ο νόμιμος λόγος ή η βάση της ενστάσεως, έστω και αν τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία αυτή θεμελιώνεται συνέτρεξαν μετά την-αναγγελία (βλ. ΕφΑθ 7919/1993, ΕλΔικ 37, 404, Μπαλή Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου 1961, παρ. 158επ., Κρητικός σε ΕρμΑΚ Γεωργιάδη Σταθόπουλου άρθρο 462 σελ. 608).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έγιναν δεκτά τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: «Στις 2.5.2009, ο ανακόπτων, …….. υπέγραψε με τους ………… ιατρό και ………… επίσης ιατρό, σύζυγο του πρώτου το από 2-5-2009, με αριθμό κατάθεσης …./5-5-2009 της ΔΟΥ Νίκαιας ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης επαγγελματικής χρήσης, δυνάμει του οποίου μίσθωσε ένα ακίνητο στον Κορυδαλλό επί της οδού ………. και συγκεκριμένα μιας πενταώροφης πολυκατοικίας, που βρίσκεται στην Νίκαια Αττικής, επί τους οδού ………., αποτελούμενη από υπόγειο επιφάνειας 98,84 τ.μ., ισόγειο πυλωτή επιφανείας επιφάνειας 98,84 τ.μ, πρώτο υπέρ του ισογείου ορόφου επιφάνειας 98,84 τ.μ., δεύτερο υπέρ του ισογείου ορόφου επιφάνειας 98,84 τ.μ., τρίτο υπέρ του ισογείου ορόφου επιφάνειας 98,84 τ.μ., τέταρτο υπέρ του ισογείου ορόφου επιφάνειας 98,84 τ.μ., πέμπτο υπέρ του ισογείου ορόφου επιφάνειας 74,49 Τ.μ., και “δώμα επιφάνειας 98,84 τ.μ., συγκυριότητας των προαναφερομένων εκμισθωτών, προκειμένου να στεγασθεί σε αυτό Μονάδα Φροντίδας Ηλικιωμένων. Τα μέρη συμφώνησαν μηνιαίο μίσθωμα 8.000 ευρώ πλέον τελών χαρτοσήμου. Στο προαναφερόμενο συμφωνητικό προβλέφθηκε ότι καθένα; από τους εκμισθωτές, ως συγκύριοι, κατά ποσοστό συγκυριότητας 12 εξ αδιαιρέτου θα ελάμβανε μηνιαίως το ποσό των 4.000 ευρώ. Στο προαναφερόμενο συμφωνητικό προβλέφθηκε η δυνατότητα εκχώρησης της μισθωτικής σύμβασης σε προσωπική, ή άλλου τύπου εταιρεία την οποία θα ίδρυε ο ανακόπτων ο οποίος θα συνέχιζε να ευθύνεται κατά ποσοστό 51 % για τα οφειλόμενα μισθώματα. Στην συνέχεια στις 4-6-2009 (δημοσίευση στο ΦΕΚ αρ. φύλλου 4204/3-6-2009 συστήθηκε η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, με την επωνυμία «ΠΡΟΤΥΠΗ ΜΟΝΑΔΑ ΜΕΡΙΜΝΑΣ HΛIΚΙΩMENΩN ………..» αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της την οποίας ήταν η λειτουργία της προαναφερόμενης μονάδας. Το εταιρικό κεφάλαιο 18.000.000 ευρώ διαιρέθηκε σε 600 εταιρικά μερίδια εκ των οποίων τα 540 έλαβε ο ένας εκ των δύο εταίρων (ο ανακόπτων) και τα 60 ο δεύτερος εταίρος ………., σύζυγος της αδελφής του ……….. Διαχειριστής με την εξουσία να προβαίνει σε κάθε πράξη διαχείρισης διορίστηκε ο …………. σύζυγος της κόρης του ………. Η μισθωτική σύμβαση εξελίχθηκε ομαλά κατά του πρώτους 18 μήνες αλλά, στην συνέχεια δεν καταβάλλονταν τα οφειλόμενα μισθώματα, με αποτέλεσμα οι εκμισθωτές να ασκήσουν αγωγή κατά του ανακόπτοντος και της προαναφερόμενης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1939/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ερήμην των εναγομένων, δηλαδή τoυ τότε ανακόπτοντα και της προαναφερόμενης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν οι τελευταίοι να καταβάλουν τα ληξιπρόθεσμα και μη καταβληθέντα μισθώματα ένδεκα μηνών. Οι εκμισθωτές μετά την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης άσκησαν αγωγή απόδοσης μισθίου επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 2429/2012 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά σε εκτέλεση της οποίας απέβαλαν την εταιρεία από το μίσθιο ακίνητο όπως προκύπτει από την με αριθμό ………/5-10-2012 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης μισθίου ακινήτου του Δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών, ………… Στην συνέχεια οι εκμισθωτές, ……….. και η …………. εκχώρησαν προς το Ελληνικό Δημόσιο, υποβάλλοντας δύο δηλώσεις εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων με τις οποίες εκχώρησαν τα από 1.1.2012 έως 20.11.2012 μισθώματα του μισθίου ακινήτου συγκυριότητάς τους συνολικού ποσού 88.000 ευρώ (44.000 ευρώ ο καθένας) προς το Ελληνικό Δημόσιο. Η ΔΟΥ Νίκαιας προχώρησε στην βεβαίωση των ποσών με τους με αριθμό …/21-10-2015 και …./21-10-2015 καταλόγους βάσει των οποίων εκδόθηκαν οι με αριθμό …./21-10-2015 και …../ 21-10-2015 ταμειακές βεβαιώσεις της ΔΟΥ Νίκαιας. Στην συνέχεια η ΔΟΥ Πειραιά απέστειλε στον ανακόπτοντα και ήδη εφεσίβλητο τις με αριθμό …./22-01-2016 και …./11-03-2016 ατομικές ειδοποιήσεις καταβολής υπερημερίας στις οποίες εμπεριέχονταν οι προαναφερόμενες ειδοποιήσεις. Ακολούθησε η με αριθμό …./21-03-2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου της Αθήνας ………. και σε εκτέλεση της με αριθμό ………../2016 παραγγελίας αναγκαστικής κατάσχεσης του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Ε’ Πειραιά επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος ήδη εφεσιβλήτου, προκειμένου να εισπραχθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του προς το Ελληνικό Δημόσιο συνολικού ποσού 89.927,20 ευρώ εκ του οποίου ποσό 88.000 ευρώ αφορά στο βασικό χρέος των οφειλομένων μισθωμάτων και το ποσό 1.927,20 ευρώ εκπρόθεσμης καταβολής. Η αναγκαστική κατάσχεση επιβλήθηκε στην μοναδική ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος και ήδη εφεσίβλητου, ήτοι στο με αριθμό 4 διαμέρισμα του πρώτου ορόφου επιφανείας 50,85 τ.μ. επί πολυκατοικίας επί οικοπέδου που βρίσκεται στον Κορυδαλλό εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της περιφέρειας του Δήμου Κορυδαλλού στην οδό ……… με αριθμό ΚΑΕΚ ………….., η κυριότητα του οποίου μεταβιβάστηκε στον ανακόπτοντα δυνάμει μεταβιβαστικής της κυριότητας δικαιοπραξίας δυνάμει πώλησης για την οποία συντάχθηκε η με αριθμό ……./10-09-1997 συμβολαιογραφική πράξη της Συμβολαιογράφου Νικαίας, ……………., που νόμιμα μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νικαίας (τόμος …. και με α.α. ….), η δε αξία του ακινήτου εκτιμήθηκε στο ποσό των 70.000 ευρώ και τιμή πρώτης προσφοράς ορίσθηκε στο ποσό των 56.000 ευρώ». Περαιτέρω έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο «ότι η μισθωτική σύμβαση που κατήρτισαν τα μέρη που καταρτίστηκε ήταν εικονική όχι αληθινή διότι τα μέρη, επιθυμούσαν πραγματικά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας μεταξύ των εκμισθωτών (………. και ………..) και του ………., ιατρού και όχι του ανακόπτοντα ο οποίος ενήργησε ως παρένθετος. Ο ……….. ήταν γνωστός καρδιολόγος στον Κορυδαλλό και την Νίκαια ο οποίος μάλιστα ασχολήθηκε με επιτυχία με τα κοινά. Ο ανακόπτων αρχικά ασθενής του ………, συνδέθηκε με αυτόν με μακρόχρονη σχέσης φιλίας και εμπιστοσύνης. Ο ανακόπτων, ήταν ψυκτικός στο επάγγελμα και άνθρωπος με μηδενική εμπειρία. Για τον λόγο αυτό ουδέποτε παραστάθηκε στο Δικαστήριο κατά την συζήτηση των αγωγών και σι σχετικές αποφάσεις εκδόθηκαν ερήμην». «Οι εκμισθωτές γνώριζαν ό η μισθωτική σύμβαση καταρτίστηκε μεταξύ αυτών και του προαναφερόμενου ιατρού, τον οποίον σίγουρα γνώριζαν ως ιατροί δραστηριοποιούμενοι στην ίδια περιοχή, (Νίκαια και στον Κορυδαλλό) και επιθυμούσαν την κατάρτιση της.». Ακολούθως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού έκρινε βάσιμο τον ανωτέρω λόγο της ανακοπής έκανε δεκτή την ανακοπή και ακύρωσε τις προσβληθείσες πράξεις.

Όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση οι παραπάνω ουσιαστικές παραδοχές του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν ασκούν καμία επιρροή στο νόμιμο και υπαρκτό της οφειλής του ανακόπτοντος ήδη εφεσίβλητου με βάση τις οποίες εκδόθηκαν οι προαναφερόμενες ατομικές βεβαιώσεις. Και τούτο διότι σύμφωνα με τα όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας ο ισχυρισμός περί εικονικότητας δεν μπορούσε νομίμως να προταθεί από τον ενιστάμενο εδώ έχων θέση εναγόμενου ανακόπτοντα ήδη εφεσίβλητο οφειλέτη, διότι η ένσταση περί εικονικότητας δεν προτείνεται κατ’άρθρο 139 του ΑΚ έναντι του καλόπιστου τρίτου και εδώ του εκδοχέα καθ’ου η ανακοπή ήδη εκκαλούντα Ελληνικού Δημοσίου στο οποίο μάλιστα είχε κατατεθεί το σχετικό προαναφερόμενο μισθωτήριο αμέσως μετά την κατάρτιση του. Η γνώση των εκχωρητών δεν ενδιαφέρει στη συγκεκριμένη περίπτωση αλλά απαιτείται γνώση του εκκαλούντος για να προταθεί ο ισχυρισμός περί εικονικότητας του μισθωτηρίου, καθώς αν γινόταν δεκτό το αντίθετο η διάταξη του άρθρου 139 του ΑΚ δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Ακολούθως αφού τόσο ο υποκρυπτόμενος όσο και ο ανακόπτων δεν εξόφλησαν τα οφειλόμενα μισθώματα και οι εκμισθωτές προκειμένου να απαλλαγούν από αντίστοιχη φορολογική τους υποχρέωση, κατ` εφαρμογή του άρθρου 4 παρ.7 του ν. 2238/94, εκχώρησαν την ανωτέρω απαίτησή τους, δυνάμει των από εγγράφων εκχωρήσεων, προς το Δημόσιο κατά το ανήκον στον καθένα τους ποσοστό, ήτοι από ½ ο καθένας και το Δημόσιο Ταμείο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. δια του Προϊσταμένου του, με τις ήδη προσβαλλόμενες με αριθμό ……../21.10.2015 και ……../21.10.2015 ταμειακές βεβαιώσεις ύψους 44.000  ευρώ, νομίμως βεβαίωσε ως δημόσιο έσοδο την οφειλή και απέστειλε προς τον ανακόπτοντα  εφεσίβλητο τις επίσης προσβαλλόμενες με την ένδικη ανακοπή, με αριθμούς …/22.1.2016 και …../15.3.2016 ατομικές ειδοποιήσεις του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. για το ίδιο ποσό πλέον προσαυξήσεων. Με βάση τα νομικά και πραγματικά δεδομένα που προαναφέρθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις του Δημοσίου Ταμείου εκδόθηκαν νόμιμα για νόμιμη και υπαρκτή οφειλή του ανακόπτοντος εφεσιβλήτου. Έπρεπε επομένως να απορριφθεί ο εξεταζόμενος στα πλαίσια του σχετικού λόγου έφεσης αντίστοιχος λόγος της ανακοπής του ανακόπτοντος που έχει θέση εναγομένου, ως νομικά αβάσιμος. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη, η οποία έκανε δεκτό τον υπόψη λόγο της ανακοπής και την ίδια και ακύρωσε τις ανακοπτόμενες πράξεις, έσφαλλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ώστε πρέπει να εξαφανισθεί χωρίς να απαιτείται να προβάλλεται το νόμω αβάσιμο αυτού με σχετικό λόγο εφέσεως, που αναφέρεται στην κακή εκτίμηση αποδεικτικού υλικού, αφού αφορά το νόμω βάσιμο του λόγου ανακοπής. Τούτο δε διότι από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524 § 1, 525 και 536 ΚΠολΔ προκύπτει ότι με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει ως προς την αγωγή την ίδια εξουσία όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δυνάμενο και χωρίς ειδικό παράπονο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως το νόμω βάσιμο, το ορισμένο, ή το παραδεκτό αυτής και να την απορρίψει, αν δεν στηρίζεται στο νόμο ή δεν έχει τα απαραίτητα για τη θεμελίωσή της στοιχεία ή ασκήθηκε απαραδέκτως, με τους περιορισμούς όμως που επιβάλλονται από τη λειτουργία του δεδικασμένου (άρθρο 322 ΚΠολΔ) και από την αρχή της απαγορεύσεως εκδόσεως επιβλαβέστερης αποφάσεως για τον εκκαλούντα (ΕφΠειρ 187/2014 δημ. νόμος). Ακολούθως, αφού γίνει δεκτή κατά ένα μέρος η κρινόμενη με αριθμό ………/2018 έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ως βάσιμοι και κατ` ουσία, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικαστεί η ανακοπή και πρέπει περαιτέρω να ερευνηθούν οι λοιποί λόγοι της που δεν ερευνήθηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, (ΑΠ 408/00 ΕλΔικ 41.1329). Αυτή είχε νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 73 παρ.1 και 2 του ΚΕΔΕ, 583,584,585,7,8,9,10,12,14 ΚΠολΔ και 94 παρ.1 Συντάγματος.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 86, 87 και 88 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η προσεπίκληση, που είναι διαδικαστική πράξη, με την οποία εξαιρετικώς επεκτείνονται τα υποκειμενικά όρια της εννόμου σχέσεως της δίκης έναντι τρίτων, δεν είναι γενικώς δυνατή, αλλά αντιθέτως επιτρέπεται μόνον σε τρεις περιπτώσεις, δηλαδή: α) όταν προσεπικαλούνται οι αναγκαίοι ομόδικοι, β) όταν προσεπικαλείται, επί εμπραγμάτου αγωγής, ο αληθής κύριος ή νομέας του πράγματος και γ) όταν προσεπικαλείται ο λεγόμενος δικονομικός εγγυητής. Ειδικώς, στην τελευταία αυτή περίπτωση, από τη διάταξη του άρθρου 88 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο εναγόμενος δικαιούται να καλέσει τρίτο πρόσωπο, το οποίο ενέχεται σε αποζημίωση αυτού από κάποια προϋφιστάμενη έννομη σχέση, είτε εκ του νόμου είτε εξ αδικήματος, από την οποία και προκύπτει η υποχρέωση του προσεπικαλουμένου τρίτου να καταβάλει στον εναγόμενο (προσεπικαλούντα), την αποζημίωση που ζητεί από τον τελευταίο ο ενάγων (ΑΠ 960/1999, ΕλΔνη 1.138, ΑΠ 1202/1994, ΕλΔνη 37.142). Περαιτέρω, η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή είναι διαμορφωτική διαδικαστική πράξη, η οποία δεν έχει αίτημα, έχει όμως ως συνέπεια την αυτοδίκαιη διεύρυνση των υποκειμενικών ορίων της δίκης, με την έννοια ότι εκτείνεται και στο πρόσωπο του δικονομικού εγγυητή το δεδικασμένο της αποφάσεως, που θα εκδοθεί μεταξύ των αρχικών διαδίκων. Το αποτέλεσμα αυτό επέρχεται ανεξαρτήτως του αν, μαζί με την προσεπίκληση ασκήθηκε ή όχι αγωγή αποζημιώσεως κατά του δικονομικού εγγυητή, καθώς και του αν ο προσεπικαλούμενος άσκησε ή όχι παρέμβαση. Συνεπώς, αφού δεν υπάρχει στην προσεπίκληση αίτημα, κατά το οποίο αυτή πρέπει να γίνει δεκτή ή να απορριφθεί, τα δε αποτελέσματα της επέρχονται αυτοδικαίως, το Δικαστήριο, μετά την αποδοχή ή την απόρριψη της αγωγής, δεν ασχολείται με την προσεπίκληση (ΕφΘεσ 412/1990, ΕλλΔνη 1990.1325). Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ «αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, έως την έκδοση της αμετάκλητης απόφασης, να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να υποστηρίξει τον διάδικο αυτό». Η δίκη που δημιουργείται με την πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη, αφού η παρέμβαση δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της αρχικής αίτησης, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη που ανοίχτηκε. Η πρόσθετη παρέμβαση δεν περιέχει αίτημα, αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο, ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση και συνεπώς δεν απαιτείται στην απόφαση διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση (ΑΠ 715/1998 δημ. νόμος). Ο παρεμβαίνων πρέπει κατά το χρόνο ασκήσεως της παρεμβάσεως να είναι τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν έχει προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική δίκη, ούτε ταυτίζεται με τους αρχικούς διαδίκους (ΕφΛαρ 199/2012  δημ νόμος, ΕφΑθ 855/2011 δημ. νόμος). Από τις ίδιες δε ως άνω διατάξεις σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 215 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι η πρόσθετη παρέμβαση, όταν εκκρεμεί κύρια αίτηση (αγωγή, ανακοπή), ασκείται διά καταθέσεως δικογράφου, κοινοποιουμένου σε όλους τους διαδίκους και περιέχοντος τα στην παρ. 1 του άρθρου 81 οριζόμενα στοιχεία (ΑΠ 1171/2012 δημ. νόμος). Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι το εκκαλούν καθού η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο άσκησε τη με αριθμό ………./2016 προσεπίκληση- ανακοίνωση δίκης, με την οποία προσεπικάλεσε τους προαναφερόμενους εκχωρητές της παραπάνω απαιτήσεως, να παρέμβουν στη δίκη περί ανακοπής ισχυριζόμενο ότι σε περίπτωση ευδοκιμήσεως της κρινόμενης ανακοπής θα ακυρώσει την εκχώρηση και θα χωρήσει αμέσως στη βεβαίωση εις βάρος τους, των αναλογούντων εκχωρηθέντων φόρων εισοδήματος μετά των αναλογούντων προσθέτων φόρων, προσαυξήσεων και προστίμων. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, η ανακοίνωση-προσεπίκληση αυτή, αρμοδίως καθ’ύλη και κατά τόπο φέρεται για να δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό (άρθρα 31 και 285 ΚΠολΔ). Είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις. Όμως με δεδομένο ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η πρόσθετη παρέμβαση των εκχωρητών δεν ασκήθηκε με κατάθεση δικογράφου αλλά με τις προτάσεις, θεωρείται ότι δεν έχει ασκηθεί και συνεπώς δεν λαμβάνονται υπόψη οι ισχυρισμοί των εκχωρητών προσθέτως παρεμβαινόντων.

Με το δεύτερο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ο νόμιμος τίτλος της αναγκαστικής εκτέλεσης πάσχει ακυρότητας διότι οι εκχωρητές εσφαλμένως εκχώρησαν μισθώματα έως τις 20.11.2012 παρόλο που η έξωση, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, έλαβε χώρα στις 5.10.2012. Ο λόγος αυτός ανακοπής πλήττει μέρος μόνο της απαίτησης, και έχει έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 599 επ. ΑΚ (και 662δ του ΚΠολΔ), αφού σε περίπτωση που έχει διαταχθεί η απόδοση του μισθίου με δικαστική απόφαση ή διαταγή απόδοσης μισθίου, η λύση της μίσθωσης επέρχεται από και με την εκτέλεση (Παπαδάκη, Αγωγές απόδοσης μισθίου, εκδ. 1990 παρ. 1103 και 1106), όμως είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς από την από 5.10.2012 έκθεση αναγκαστικής αποβολής του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ………… αποδεικνύεται ότι ουσιαστικά δεν εκτελέστηκε η προαναφερόμενη δικαστική απόφαση καθώς εξακολούθησε να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο το μίσθιο, δηλαδή ως χώρος φύλαξης εργαζόμενων μέχρι και τις 20.11.2012, οπότε οι εκχωρητές ανέλαβαν οι ίδιοι τη λειτουργία της μονάδας φροντίδα ηλικιωμένων (βλ. σχετ. 31 περί ανάκλησης τη άδειας ίδρυσης της μονάδας φροντίδας ηλικιωμένων «Άγιος Ιωάννης»). Τέλος με τον τέταρτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων εφεσίβλητος παραπονείται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι νόμιμες, διότι η απαίτηση του Δημοσίου δεν είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη για το ότι δεν αφαιρέθηκε από την εκχωρηθείσα αξίωση το ποσό της εγγυήσεως ύψους 16.000 ευρώ που είχε καταβληθεί κατά την κατάρτιση της μίσθωσης. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι απορριπτέος ως δικονομικά απαράδεκτος λόγω της αοριστίας του και τούτο διότι δεν επικαλείται ταυτόχρονα ο ανακόπτων α) ότι η εγγύηση μπορούσε να συμψηφιστεί με τα μισθώματα και β) ότι η εγγύηση δεν κατέπεσε λόγω των παραβάσεων των όρων του μισθωτηρίου δηλαδή τη μη καταβολή των μισθωμάτων και την αποβολή του από το μίσθιο. Επειδή δεν υφίσταται προς εξέταση άλλους λόγος ανακοπής, πρέπει ν` απορριφθεί στο σύνολό της η ανακοπή ως κατά νόμω και ουσία αβάσιμη, ενώ δεν θα περιληφθεί, για τους λόγους που προεκτέθηκαν, διάταξη που αφορά την προσεπίκληση διότι η ανακοπή απορρίπτεται. Επιπλέον θα επιβληθούν μειωμένα τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος καθού η ανακοπή, σε βάρος του εφεσίβλητου ανακόπτοντος λόγω της ήττας του και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα  176 και 183 του  ΚΠολΔ, και 22 παρ.1 του ν. 3693/57 σε συνδυασμό με ΚΥΑ 134423/1993 και άρθρο 28 παρ.5 του ν.2579/98).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 20.6.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 (………../2020) έφεση και τους με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 πρόσθετους λόγους αυτής, κατά της με αριθμό 4977/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία επί της από 23.5.2016 και με αριθμό καταθέσεως ………../24.5.2016 ανακοπήςΑπορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικόΔέχεται την έφεση και τους πρόσθετους λόγους τυπικά και κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν.Εξαφανίζει τη με αριθμό 4977/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου ΠειραιάΚρατεί την υπόθεση και αναδικάζει επί της από 23.5.2016 και με αριθμό καταθέσεως …………../24.5.2016 ανακοπής

Δέχεται τυπικά και Απορρίπτει αυτήν κατ` ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος – καθού η ανακοπή Δημοσίου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος του εφεσίβλητου ανακόπτοντος και ορίζει αυτά στο ποσό των (600) εξακοσίων ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 24 Ιουνίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ