Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 204/2021

Αριθμός     204/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ιωάννη Μπάτσο.

ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …….. η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου της δικηγόρου Παναγιώτη Ιωάννου.

Η καλούσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς 3-12-2010 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2010) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2699/2011 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  η εναγόμενη και ήδη καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσα με την από 30.6.2011 (αριθμ. εκθ. καταθ. ……./2011) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (αριθμ. εκθ. καταθ. στο Εφετείο Πειραιώς ……/2012) αρχικά η 10η.5.2012, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε.

Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 20.9.2016  (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2016) κλήση της καλούσας-εφεσίβλητης, η προκειμένη υπόθεση επανεισήχθη προς συζήτηση ενώπιον αυτού, αρχικά στη δικάσιμο της 18ης.5.2017, μετά δε από αναβολή, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ KAI

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, με την από 20-9-2016 (με ΓΑΚ …./2016 και ΕΑΚ …./2016) κλήση της εφεσίβλητης, ……….., η από 4-7-2011 (με αριθμ. κατάθ. …./4-7-2011, …../10-5-2012) έφεση, που άσκησε σε βάρος της η εκκαλούσα και προσδιορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτησή της, η 10-5-2012, ημερομηνία κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε.

Η από 4-7-2011 (με αριθμ. κατάθ. …/4-7-2011, …./10-5-2 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας εναγόμενης κατά της εν μέρει νικησάσης ενάγουσας, ………….. και κατά της υπ’ αριθμ. 2699/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ.663 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, προ πάσης επιδόσεως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αρμοδίως, δε, φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011). Σημειώνεται, ότι έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το νόμιμο παράβολο εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2-4-2012). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 3-12-2010 (με αριθμ.έκθ.κατάθ. ……./2010 αγωγή της, που ασκήθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η ενάγουσα, ύστερα από παραδεκτή συμπλήρωση του ονόματός της, ιστορούσε ότι δυνάμει σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε με την εναγόμενη την 15-9-2009, προσελήφθη από την τελευταία, προκειμένου να εργασθεί ως υπάλληλος στο οδοντιατρικό της γραφείο. ΄Ότι με την ανωτέρω ειδικότητα παρέσχε τις υπηρεσίες της στην εναγόμενη μέχρι και την 15-9-2010, όταν η τελευταία προέβη αιφνιδίως σε προφορική καταγγελία της σύμβασης εργασίας, χωρίς μάλιστα να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. ΄Ότι για τους λόγους αυτούς, η εν λόγω καταγγελία είναι άκυρη και αυτή δικαιούται να ζητήσει την αναγνώριση της ακυρότητας αυτής, καθώς και την επιδίκαση του συνολικού ποσού των 4.060 ευρώ, για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 16-9-2010 (επομένη της ακύρου καταγγελίας) έως και 16-4-2011 (πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής, κατά τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στο αγωγικό δικόγραφο. ΄Οτι, άλλως, η εν λόγω καταγγελία είναι άκυρη ως καταχρηστική. ΄Οτι, άλλως, σε περίπτωση που ήθελε απορριφθεί η κύρια αγωγική βάση περί αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, πρέπει να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ποσό των 1.193,33 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, όπως το ποσό αυτό αναλυτικώς υπολογίζεται στο αγωγικό δικόγραφο. ΄Οτι, σε κάθε περίπτωση, από την παροχή της εργασίας της διατηρεί κατά της εναγόμενης αξιώσεις για επιδόματα Χριστουγέννων 2009, Πάσχα 2010, δεδουλευμένες αποδοχές Αυγούστου 2010, επίδομα άδειας 2010 και επίδομα Χριστουγέννων 2010, συνολικού ποσού 1.853,10 ευρώ, όπως οι επιμέρους απαιτήσεις εξειδικεύονται κατ’ είδος, χρόνο και ποσόν στο δικόγραφο της αγωγής. Μετά ταύτα, ζητούσε, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό (άρθρ.223 ΚΠολΔ) : α) Να αναγνωρισθεί ότι η εκ μέρους της εναγόμενης από 15-9-2010 καταγγελία της ένδικης σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει για μισθούς υπερημερίας από 16-9-2011 (πιθανή ημερομηνία συζήτησης της αγωγής) το ποσό των 4.060 ευρώ, εντόκως, νομίμως αφ’ότου εκάστη επιμέρους παροχή (μισθός) κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, άλλως και επικουρικώς, σε περίπτωση, που ήθελε απορριφθεί το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας και καταβολής μισθών υπερημερίας, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, ανερχόμενη στο ποσό των 1.193,33 ευρώ, εντόκως, νομίμως από 15-9-2010, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και γ) ανεξαρτήτως των ανωτέρω, να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη υποχρεούται να της καταβάλει το ποσό των 4.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και να υποχρεωθεί να της καταβάλλει το ποσό των 6.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εντόκως νομίμως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και το ποσό των 1.853,10 ευρώ, για επιδόματα Χριστουγέννων 2009, Πάσχα 2010, δεδουλευμένες αποδοχές Αυγούστου 2010, επίδομα άδειας 2010 και επίδομα Χριστουγέννων 2010, εντόκως, νομίμως από την ημέρα, κατά την οποία έκαστο επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε την ακυρότητα της γενομένης από την εναγόμενη, από 15-9-2010 καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει, εντόκως, στην ενάγουσα το ποσό των 4.097,50 ευρώ.

Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 261 παρ.1 ΑΚ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 101 παρ.1 ν.4139/2013, την παραγραφή διακόπτει η άσκηση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτόν αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’άλλον τρόπο περάτωσης της δίκης. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αν η παραγραφή διακόπηκε με την άσκηση της αγωγής, η ίδια παραγραφή, δηλαδή ομοειδής και ισόχρονη με αυτή που διακόπηκε αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’άλλο τρόπο περάτωση της δίκης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 261 παρ. 2 ΑΚ, όπως τούτο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του Ν. 4139/2013, «Στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφόσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Στις περιπτώσεις αυτές η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης». Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, διαδικαστική πράξη, συνεπαγόμενη διακοπή της παραγραφής εν επιδικία, θεωρείται κάθε πράξη των διαδίκων ή των νομίμων εκπροσώπων και πληρεξουσίων τους ή της δικαστικής αρχής που περιέχει τα στοιχεία δικαστικής ενέργειας και είναι, κατά τις ισχύουσες δικονομικές διατάξεις, αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση ή αποπεράτωση της δίκης (ΑΠ 1667/2014, ΑΠ 61/2013, ΤΝΠΝΟΜΟΣ), ενώ δεν ασκεί έννομη επιρροή ποιος από τους διαδίκους επιχείρησε τη διαδικαστική πράξη ή προκάλεσε την πράξη του δικαστηρίου για την περαιτέρω πρόοδο της δίκης (ΕφΛαρ 661/2002, Δικογρ 2002, 572). Στις διαδικαστικές πράξεις κατά την ανωτέρω έννοια καταλέγονται ο ορισμός δικασίμου, η εγγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο, η εκφώνησή της, η πράξη αναβολής της συζήτησης, η κατάθεση προτάσεων, η συζήτηση της υπόθεσης, η κλήση για προσδιορισμό δικασίμου προς επανάληψη ματαιωθείσας συζήτησης, η έκδοση και η δημοσίευση προδικαστικής απόφασης, η αίτηση προς τον Εισηγητή Δικαστή για καθορισμό τόπου και χρόνου διεξαγωγής αποδείξεων, η εξέταση μάρτυρα, η κατάθεση κλήσης για καθορισμό δικασίμου της μετ’ απόδειξη συζήτησης, η έκδοση οριστικής απόφασης, η δημοσίευσή της, η κοινοποίησή της, η άσκηση του ένδικου μέσου της έφεσης, που εισάγει την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ο προσδιορισμός της έφεσης (ΟλΑΠ 1143/1983, ΝοΒ 1984,673, ΑΠ147/2008, ΑΠ1377/2001, ΕφΑθ 2745/2006, ΑΠ 584/1999, ΕλλΔνη 41, 133, ΕφΠατρ 612/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. Άλλωστε, μετά την αντικατάσταση της παρ. 2 του άρθρου 260 ΚΠολΔ από το άρθρο 102 παρ. 4 του Ν. 4139/2013, προβλέπεται πλέον ρητώς ότι διαδικαστική πράξη (του δικαστηρίου) συνιστά και η με οποιονδήποτε τρόπο ματαίωση της συζήτησης της υπόθεσης (βλ. πλέον άρθρο 260 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε εκ νέου από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ. 2 του Ν. 4335/2015). Τέλος, ιδίως αναφορικά με την πράξη της κλήσης, διαδικαστική πράξη που επιφέρει διακοπή της παραγραφής είναι και μόνη η κατάθεση της κλήσης στον γραμματέα, όσο και η εγγραφή της στο πινάκιο, εκάστη δε εξ αυτών συνεπάγεται αυτοτελώς τη διακοπή της παραγραφής της επίδικης αξίωσης χωρίς να απαιτείται και επίδοση της κλήσεως προς συζήτηση, η οποία αποτελεί ξεχωριστή διαδικαστική πράξη, επαγόμενη αυτοτελώς την αυτή ως άνω συνέπεια (ΑΠ1683/1984 ΕλΔνη26, 654, ΑΠ 1750/1980, ΝοΒ 1982, 21, ΕφΑθ 7193/2007 ΕλΔνη 49,921, ΕφΑθ4153/2006 ΔΕΕ13,209, ΕφΑθ 3409/1991 ΕλΔνη34, 1653, ΕφΠειρ 506/1988, ΕΝΔ 17, 496). Κατά την αυτή διάταξη στην περίπτωση που οι διάδικοι δεν επισπεύδουν την πρόοδο της δίκης και εφ’όσον δεν προβλέπεται άλλη προθεσμία για την ενέργεια διαδικαστικών πράξεων από αυτούς, η παραγραφή αρχίζει και πάλι έξι μήνες μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Δηλαδή, υπό τη νέα ρύθμιση, η αναστολή η οποία ξεκινά από τη χρονική στιγμή της διακοπής της παραγραφής με την άσκηση της αγωγής διαρκεί για έξι μήνες, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου, συνεχίζει δε για όσο χρόνο δεν επιχειρούνται διαδικαστικές πράξεις από τους διαδίκους. Κατ’αποτέλεσμα, η παραγραφή συμπληρώνεται όταν παρέλθει ίσος χρόνος με την παραγραφή προσαυξανόμενος κατά έξι μήνες. Αν στο μεταξύ διενεργηθεί από τον διάδικο κάποια αναγκαία διαδικαστική πράξη, τότε νέος χρόνος παραγραφής προασαυξανόμενος κατά έξι μήνες αρχίζει και πάλι από την επομένη της τελεσθείσας διαδικαστικής πράξης. Στις παραπάνω περιπτώσεις η παραγραφή διακόπτεται εκ νέου εφόσον κάποιος διάδικος επισπεύσει την πρόοδο της δίκης και τέλος, για να αρχίσει εκ νέου η παραγραφή, που διακόπηκε από την τελευταία διαδικαστική πράξη του δικαστηρίου ή των διαδίκων, πρέπει να είναι δυνατή η περαιτέρω προώθηση της υπόθεσης με πράξεις των διαδίκων.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955, “πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ ακύρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφόσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας”. Από τη διάταξη αυτή, που αποσκοπεί στην εκκαθάριση μέσα σε ορισμένο βραχύ χρονικό διάστημα των αξιώσεων των εργαζομένων που γεννώνται από την (άκυρη) καταγγελία της εργασιακής σχέσεως, συνάγεται ότι με την υποβολή εντός της άνω αποκλειστικής προθεσμίας της σχετικής αγωγής του εργαζομένου πληρούται o σκοπός της άνω διατάξεως, αφού αποσαφηνίζονται οι αξιώσεις του μισθωτού και γνωστοποιούνται εγκαίρως στον εργοδότη. Συνεπώς μετά την άρση δι’ αυτού του τρόπου της αβεβαιότητας ως προς την εκ του κύρους ή μη της καταγγελίας προβολή των σχετικών αξιώσεων του μισθωτού, δεν γεννάται ζήτημα συμπληρώσεως της αποσβεστικής προθεσμίας του τριμήνου κατά τη διάρκεια της επιδικίας, αφού δεν μπορεί στην άνω περίπτωση να τύχει ανάλογης εφαρμογής κατ’ άρθρο 279 ΑΚ η διάταξη του άρθρου 261 του AΚ.

Η ως άνω διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 του ν.3198/1955 διακρίνει το δικαίωμα προς αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας από την αξίωση για μισθούς υπερημερίας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, άπαξ και έχει ασκηθεί το πρώτο εμπροθέσμως, δεν υπόκειται σε “εν επιδικία” προθεσμία η παραγραφή, μη νοουμένης εδώ της αναλόγου εφαρμογής του άρθρου 261ΑΚ, ενώ η αξίωση για μισθούς υπερημερίας, υπόκειται στην κοινή πενταετή παραγραφή του μισθού, δυναμένη να υποκύψει εις αυτήν και εν επιδικία

Στην προκείμενη περίπτωση η αγωγή της ενάγουσας και ήδη, εφεσίβλητης, με την οποία ζητά την αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας ασκήθηκε νόμιμα, με κατάθεση την 3-12-2010 και με επίδοσή της, την 9-12-2010 (βλ.με αριθμ. …………΄/9-12-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών …………..), δηλαδή, εντός της νόμιμα προβλεπόμενης τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας από την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας της ενάγουσας και ήδη, εφεσίβλητης, που έλαβε χώρα στις 15-9-2010. Συνεπώς, δεν γεννάται ούτε μπορεί να γεννηθεί ζήτημα συμπλήρωσης της αποσβεστικής προθεσμίας του τριμήνου κατά τη διάρκεια της επιδικίας.

Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 250 παρ.6 και 17 του Αστικού Κώδικα, οι μισθοί και οι άλλες αμοιβές των εργαζομένων υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή. Η παραγραφή των αξιώσεων αυτών αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής (ΑΚ 253). Στην έννοια του μισθού περιλαμβάνονται και τα επιδόματα εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων, καθώς και το επίδομα άδειας. Σύμφωνα με το Ν.Δ.515/1970 άρθρ.2, κάθε αξίωση των μισθωτών για αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, ακόμη κι αυτή φέρει τα στοιχεία του αδικαιολόγητου πλουτισμού υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από τη λήξη του έτους, εντός του οποίου αυτή γεννήθηκε. Προκειμένου να σταματήσει η παραγραφή, ο εργαζόμενος πρέπει να ξεκινήσει δικαστική διεκδίκηση πριν την παρέλευση του παραπάνω χρονικού διαστήματος.

Στην προκείμενη περίπτωση, η αγωγή ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα την 9-12-2010, ήτοι, εντός της αποσβεστικής προθεσμίας των τριών μηνών και συζητήθηκε την 18-01-2011. Την 13-5-2011 εκδόθηκε η υπ’αριθμ. 2699/2011 εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Την 04-07-2011 η εκκαλούσα άσκησε την ένδικη έφεση κατά της εκκαλουμένης, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η 10-05-2012, ημερομηνία κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτηση λόγω μη παράστασης των διαδίκων. Τέλος, με την από 23-09-2016 κλήση της εφεσίβλητης, η οποία κατατέθηκε την 23-09-2016 (ΓΑΚ …/2016 και ΕΑΚ …./2016) και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εκκαλούσα και προσδιορίστηκε δικάσιμος για τη συζήτηση η 18-05-2017. Με την άσκηση της έφεσης διακόπηκε ο χρόνος παραγραφής και άρχισε να μετρά νέος χρόνος.. Με την ματαίωση της συζήτησης, στις 10-5-2012 διακόπηκε εκ νέου ο χρόνος της παραγραφής και άρχισε να μετρά νέος, διακόπηκε, δε, εκ νέου, ο χρόνος αυτός, με την κατάθεση της κλήσης, στις 23-9-2016. Συνεπώς, από την επομένη της ματαίωσης της συζήτησης μέχρι την κατάθεση της κλήσης για νέα συζήτηση της ένδικης έφεσης, στις 18-5-2017, δεν συμπληρώθηκε η πενταετής παραγραφής πλέον των έξι μηνών και ως εκ τούτου, δεν επήλθε παραγραφή εν επιδικία των αγωγικών αξιώσεων της ενάγουσας και συνεπώς, η ένσταση της παραγραφής εν επιδικία των αγωγικών αξιώσεων, που πρότεινε η εκκαλούσα, το πρώτον στο εφετείο, με τις προτάσεις της (ΑΠ 139/91 ΕΕΝ 1992,90, ΕφΘεσ 561/96 Αρμ50, 117), πρέπει ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, να απορριφθεί.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή, ως κατ’ουσίαν βάσιμη και αφού αναγνώρισε ότι η γενομένη  από την εναγομένη από 15-9-2010 καταγγελία της ένδικης σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι άκυρη, υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα, εντόκως, το ποσό των 4.097,50 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται με την έφεσή της η εναγόμενη, για λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και ακολούθως, να απορριφθεί η αγωγή και να επιβληθούν τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος της εφεσίβλητης.

Από την επανεκτίμηση της κατάθεσης της ενόρκως εξετασθείσας στο ακροατήριο μάρτυρος και την ανωμοτί εξέταση της ενάγουσας, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και εκτιμώνται αναλόγως του λόγου γνώσεως και του μέτρου αξιοπιστίας εκάστου αυτών και από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και από την υπ’αριθμ…../13-1-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία εδόθη μετά από πρωτοβουλία της ενάγουσας και ήδη, εφεσίβλητης, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγόμενης και ήδη, εκκαλούσας, κατά το άρθρ.671 παρ.1 εδ.δ΄ ΚΠολΔ, να παραστεί κατά τη λήψη της (σχετ.η υπ’αριθμ. ………..΄/7-1-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………), την υπ’αριθμ. …../11-1-2011 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία εδόθη μετά από πρωτοβουλία της εναγόμενης και ήδη, εκκαλούσας, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, να παραστεί κατά τη λήψη της (σχετ. η υπ’αριθμ. ……../΄29-12-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….). Καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 § § 3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Δυνάμει προφορικής σύμβασης εξηρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, η εφεσίβλητη προσλήφθηκε στις 15-9-2009, από την εκκαλούσα οδοντίατρο, προκειμένου να προσφέρει την εργασία της, ως υπάλληλος στο οδοντιατρικό της γραφείο, με κύρια καθήκοντά της, την γραμματειακή κυρίως υποστήριξη. Από την πρόσληψή της και συγκεκριμένα από τις 15-09-2009 μέχρι και το τέλος του έτους, ήτοι 31-12-2009, η εφεσίβλητη εργαζόταν στην εκκαλούσα εκ περιτροπής δύο φορές την εβδομάδα και με μερική απασχόληση επί τρεις (3) ώρες, ημερησίως, αντί συμφωνημένου ημερομισθίου 30 ευρώ, καθαρά, τις τρεις ώρες, ήτοι, δέκα ευρώ την ώρα, πλέον ασφαλιστικών εισφορών. Η συνολική της αμοιβή για τους μήνες αυτούς, ανήλθε στο ποσό των 900 ευρώ, καθαρά (150+270+240+240=), χωρίς ουδέποτε η εκκαλούσα να της καταβάλει τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές. Αμειβόταν, δηλαδή, κάθε μήνα, με μέσο όρο μηνιαίων τακτικών αποδοχών, το ποσό των 225 ευρώ (900€/4 μήνες=225 €) καθαρά. Από την 1η Ιανουαρίου 2010 και μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου 2010, εξαιτίας επαγγελματικών υποχρεώσεων, που είχε η εκκαλούσα, ζήτησε από την εφεσίβλητη και η τελευταία συμφώνησε να απασχολείται πέντε (5) φορές την εβδομάδα, από Δευτέρα έως και Παρασκευή για τέσσερεις (4) ώρες ημερησίως. Η αμοιβή της για την ως άνω εργασία συμφωνήθηκε στο ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500€) το μήνα, καθαρά. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας ότι ο μηνιαίος μισθός της εφεσίβλητης ήταν τριακόσια ευρώ (300€) και ότι κατέβαλε σ’αυτήν ως ασφαλιστικές εισφορές ποσό διακοσίων ευρώ, δεν αποδεικνύεται ως αληθινός, καθώς δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει γιατί της κατέβαλε τόσο μεγάλο ποσό, ενώ οι ασφαλιστικές εισφορές του εργοδότη είναι 16%, ήτοι 48 ευρώ επιβάρυνση στα 300 ευρώ (300€ Χ 16%=) 48 ευρώ. Η εφεσίβλητη εργάσθηκε στην εκκαλούσα έως την 15-9-2010, οπότε η εκκαλούσα κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, χωρίς την τήρηση των νόμιμων διατυπώσεων (έγγραφος τύπος, καταβολή οφειλόμενης κατά νόμον αποζημίωσης απόλυσης). Ειδικότερα, την ως άνω ημερομηνία η εκκαλούσα επικαλούμενη την τέλεση σε βάρος της ποινικού αδικήματος από την εφεσίβλητη και δη, κλοπής και χωρίς να υποβάλλει έγκληση κατ’αυτής, απέπεμψε αυτήν από την εργασία. Ο ισχυρισμός της εκκαλούσας  ότι η ίδια η εφεσίβλητη αποχώρησε από την εργασία της, οικειοθελώς, κρίνεται αβάσιμος, καθώς δεν αποδείχθηκε και σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε ότι η εφεσίβλητη είχε λόγους να αποχωρήσει οικειοθελώς, ούτε άλλωστε η εκκαλούσα ισχυρίστηκε κάτι τέτοιο στην Επιθεώρηση Εργασίας, αλλά ούτε και κατέθεσε στον ΟΑΕΔ, δήλωση περί οικειοθελούς αποχώρησης της εφεσίβλητης από την εργασία της. Η εκκαλούσα τόσο πρωτόδικα, όσο και στην έφεσή της ισχυρίζεται επί λέξει : «πράγματι κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα και ιδίως κατά το πρώτο 15μερο του μηνός Σεπτεμβρίου 2010, έλειπαν από το πορτοφόλι μου διάφορα χρηματικά ποσά…Και αυτό επανειλημμένα….Την Πέμπτη 09 Σεπτεμβρίου 2010, σημείωσα ότι είχα στο πορτοφόλι μου 4 χαρτονομίσματα των 50 € το καθένα. Το μεσημέρι τα μέτρησα. Έλλειπαν δύο (2) χαρτονομίσματα του 50 €. Έκτοτε παρακολουθούσα συστηματικά την τύχη των χρημάτων που είχα στο πορτοφόλι μου. Την ερχόμενη Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010 είχα στο πορτοφόλι μου έξι (6) χαρτονομίσματα του 50 € το καθένα. Το μεσημέρι (χωρίς και πάλι να έχω φύγει καθόλου από το ιατρείο και χωρίς να έχω συναλλαγεί με τον οποιονδήποτε) τα μέτρησα. Έλλειπαν τέσσερα (4) χαρτονομίσματα των 50 €. Σημειωτέον ότι το πορτοφόλι μου ευρίσκετο μέσα στην τσάντα μου και η τσάντα σε ένα ιδιαίτερο καμαράκι μπροστά από το γραφείο όπου εργαζόταν η ………. (η εφεσίβλητη), είχε, δε μόνη αυτή την εποπτεία και τον έλεγχο του χώρου. Ουδείς άλλος (εκτός από μένα και την ………..) είχε πρόσβαση στον χώρο αυτό.» (βλ. επίσης και ένορκη κατάθεση μάρτυρα εναγόμενης). Εφόσον λοιπόν έλειπαν χρήματα από το πορτοφόλι της εκκαλούσας και μόνο δύο (2) άτομα είχαν πρόσβαση στο εν λόγω δωμάτιο και κανείς άλλος και το ένα από τα δύο άτομα ήταν η εφεσίβλητη, εύκολα προέκυπτε η ταυτότητα του δράστη της κλοπής. Αν όμως πραγματικά συνέβαιναν όσα αναφέρει η εκκαλούσα   δεν εξηγεί, ούτε δικαιολογείται για ποιον λόγο δεν υπέβαλλε σε βάρος της εφεσίβλητης μήνυση για κλοπή.

Επειδή περαιτέρω με το άρθρο 3 παρ.1 Ν.2112/20 περί καταγγελίας σύμβασης ιδιωτικού υπαλλήλου, ο εργοδότης, που προβαίνει σε άτακτη καταγγελία (χωρίς δηλαδή τήρηση του χρόνου προμήνυσης) της ατομικής σύμβασης εργασίας ιδιωτικού υπαλλήλου, οφείλει να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό αποζημίωση ίση προς το σύνολο των τακτικών αποδοχών, τις οποίες λάμβανε κατά το χρόνο προμήνυσης που προβλέπει το άρθρο 1 του ίδιου νόμου και η οποία διακυμαίνεται ανάλογα με τα χρόνια υπηρεσίας. Επίσης από την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 2112/1920 προκύπτει ότι ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να καταγγείλει την σύμβαση εργασίας του εργαζόμενου χωρίς να του καταβάλλει αποζημίωση, εάν πριν από την καταγγελία υποβάλλει μήνυση κατ’ αυτού για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα από αυτόν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή, και ανεξαρτήτως αυτής, εάν απαγγέλθηκε κατ” αυτού κατηγορία για αδίκημα φέρον τουλάχιστον τον χαρακτήρα πλημμελήματος, εάν ασκεί επιρροή στην εργασιακή σχέση, την συνέχιση της οποίας καθιστά ευλόγως δυσχερή.

Ειδικότερα, για να είναι έγκυρη η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη λόγω υποβολής μήνυσης ή άσκησης ποινικής δίωξης κατά του εργαζομένου για διάπραξη αξιόποινης πράξεως, πρέπει να συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις: α) να έχει υποβληθεί μήνυση για αξιόποινη πράξη διαπραχθείσα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή να έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για κάθε άλλη αξιόποινη πράξη φέρουσα τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος, β) η μήνυση να είναι αληθής και να στηρίζεται στην πεποίθηση του εργοδότη, ότι ο εργαζόμενος έχει πράγματι τελέσει την αξιόποινη πράξη για την οποία κατηγορείται και να μην γίνεται καταχρηστικώς και γ) η διάπραξη της αξιόποινης πράξης να επηρεάζει την σχέση εργασίας κατά τρόπο ουσιώδη και δυσμενή για την ομαλή λειτουργία της επιχειρήσεως. Η έλλειψη κάποιας από τις ανωτέρω προϋποθέσεις κύρους της έκτακτης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου λόγω διαπράξεως αξιόποινης πράξεως, καθιστά την καταγγελία άκυρη και δίδει το δικαίωμα στον εργαζόμενο να αιτηθεί την επαναπρόσληψή του και μισθούς υπερημερίας αναδρομικώς από τον χρόνο της καταγγελίας άλλως την αποζημίωση απολύσεώς του (ΑΠ 448/1999 ΕλλΔνη 1999.1553, ΔΕΝ 2000.386, ΑΠ 726/1992 ΔΕΝ 1992.1159). Επειδή σε περίπτωση μη καταβολής της αποζημίωσης απολύσεως, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη και επομένως χωρίς έννομες συνέπειες σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ 3 του ν.3198/55 (ΑΠ 335/1989, ΕΕΔ 49, 165).

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα κατήγγειλε στις 15-9-2010 την συνδέουσα αυτήν και την εφεσίβλητη εργασιακή σχέση, άνευ εγγράφου τύπου καταγγελίας και χωρίς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης, επικαλούμενη την πραγματοποίηση από την εφεσίβλητη ποινικά κολάσιμης πράξης, χωρίς ουδέποτε να υποβάλει μήνυση εναντίον της για τα σε βάρος της καταλογιζόμενα. Επιπλέον, σύμφωνα με την ανωτέρω νομική διάταξη, ακόμη κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η εκκαλούσα προέβη σε ποινικά κολάσιμη πράξη, το γεγονός αυτό δεν απαλλάσσει την εκκαλούσα από την υποχρέωσή της να καταγγείλει εγγράφως την σύμβαση εργασίας της εφεσίβλητης. Σε περίπτωση μη τήρησης έγγραφου τύπου και μη καταβολής της αποζημίωσης απόλυσης η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη και επομένως, χωρίς έννομες συνέπειες, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.3 τον.3198/55 (ΑΠ 335/1989 ΕΕΔ49, 165).

Η αναλήθεια, εξάλλου, του ισχυρισμού της εκκαλούσας ότι  η εφεσίβλητη αποχώρησε οικειοθελώς καταφαίνεται και από το εξής γεγονός: Τρεις, περίπου, ημέρες μετά το συμβάν την κάλεσε τηλεφωνικά η λογίστρια της εκκαλούσας και μάρτυράς της, για να την ρωτήσει τι ζητούσε, ενώ δεν είχε λόγο να το κάνει, εάν η εφεσίβλητη εργαζόμενη είχε αποχωρήσει μόνη της, χωρίς να την έχει απολύσει. Ας σημειωθεί, τέλος, ότι όπως κατέθεσε και η μάρτυρας της εκκαλούσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, σκοπός της τελευταίας, από την πρώτη μέρα που την προσέλαβε (15-9-2009) ήταν να κάνει χρήση ενός επιδοτούμενου προγράμματος του ΟΑΕΔ προς τους εργοδότες και μέσω αυτού του προγράμματος να την απασχολήσει. Το πρόγραμμα, μάλιστα, αυτό, όπως κατέθεσε η μάρτυρας της εκκαλούσας, ακυρώθηκε οριστικά τέλη Αυγούστου. Ενόψει αυτών, καθίσταται σαφές ότι η μη τήρηση των νομίμων διατυπώσεων, κατέστησε άκυρη και ως τέτοια, ουδέποτε γενομένη, την καταγγελία της επίδικης σύμβασης εργασίας και συνεπώς η εργοδότρια εκκαλούσα περιήλθε σε υπερημερία ως προς την αποδοχή της προσφερόμενης εργασίας της εφεσίβλητης, οφειλομένων συνεπώς, μισθών υπερημερίας στην τελευταία για το χρονικό διάστημα από την επομένη της καταγγελίας της επίδικης σύμβασης εργασίας (16-9-2010) μέχρι και την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής (18-1-2010), που η εφεσίβλητη έθεσε με την αγωγή της ως απώτατο όριο, τους οποίους (μισθούς) θα ελάμβανε από την εκκαλούσα, αν η τελευταία δεν είχε καταγγείλει άκυρα τη σύμβαση εργασίας και αποδεχόταν την εργασία της, ανερχομένης της συνολικής αξίωσης στο ποσό των (500€ συμφωνηθείς μηνιαίος μικτός μισθός Χ 4 μήνες) 2.000 ευρώ. Ορθά. επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπολόγισε ως μηνιαίο μισθό το ποσό των 500 ευρώ, που συμπεριλάμβανε και ασφαλιστικές εισφορές γιατί ο χρόνος υπερημερίας που διανύθηκε θεωρείται ως χρόνος πραγματικής εργασίας και επομένως, καλύπτεται από την ασφάλιση του ΙΚΑ (Ε.Φ.Κ.Α.) κ.λπ. (βλ. Κων. Λαναρά, Νομοθεσία Εργατική και Ασφαλιστική, Εκδ. 2018, σελ. 202). Νοείται, βέβαια, ότι ο εργοδότης δικαιούται να παρακρατήσει κατά τη πληρωμή του μισθού (αποδοχές υπερημερίας), το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνει το μισθωτό (Συμβ. Επικρ. 4449/2995, ΑΠ 1103/1998).

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα δεν κατέβαλε στην εφεσίβλητη επιδόματα Χριστουγέννων 2009, Πάσχα 2010, δεδουλευμένες αποδοχές Αυγούστου 2010, επίδομα άδειας 2010 και επίδομα Χριστουγέννων 2010. Συνεπώς, δικαιούται: α) για επίδομα Χριστουγέννων 2009, το ποσό των 112,50€, β) για επίδομα Πάσχα 2010, το ποσό των 225€, γ) για δεδουλευμένες αποδοχές Αυγούστου 2010, το ποσό των 500 €, δ) για επίδομα άδειας 2010, το ποσό των (500€ Χ 13/25) 260€, ε) για επίδομα Χριστουγέννων 2010, το ποσό των 500€. Περαιτέρω, αποδεικνύεται  ότι από την περιγραφόμενη ανωτέρω συμπεριφορά της εναγόμενης, ως εργοδότριας εθίγη η τιμή και υπόληψη της ενάγουσας ως εργαζόμενης, στον οικείο επαγγελματικό χώρο, με συνέπεια να υποστεί προσβολή της προσωπικότητάς της, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των πεντακοσίων ευρώ (500€). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, δέχθηκε τα ίδια και αφού έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή  υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των (2.000€+ 112,50€+ 225€+ 500€ + 260€+ 500€+ 500€=) 4.097,50 ευρώ, εντόκως από την επομένη της ημέρας κατά την οποία έκαστο επιμέρους αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, μέχρι την πλήρη εξόφληση (βλ. ως προς το χρόνο τοκοδοσίας επί οφειλής μισθού Ολ ΑΠ 39-40/2002 ΕλλΔνη 44, 118, ΑΠ 350/2004 ΕλλΔνη 46, 1480), ορθά εφάρμοσε τον νόμο και εκτίμησε τις προσαχθείσες ενώπιον του αποδείξεις και, επομένως, οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει  ως αβάσιμοι να απορριφθούν, όπως και η έφεση, πρέπει, ως αβάσιμη κατ’ουσίαν να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της στην παρούσα δίκη (άρθρ.176, 181 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της υπ’αριθμ. 2699/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ  σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500€).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  την 1η  Απριλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ