Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 303/2021

Αριθμός   303/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 3ο)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Καραχάλιου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Δ.Π.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………….ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Σωτήριο Λίβα  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12.10.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 908/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ενάγων και ήδη εκκαλών  με την από 10.3.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2020) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος και ο εφεσιβλήτος, παραστάς αυτοπροσώπως, ως δικηγόρος, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 10-3-2020 (αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2020)  έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος κατά του εναγομένου, ήδη εφεσίβλητου, και κατά της υπ΄ αριθμ. 908/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 παρ. 3 ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 12-10-2018 (αρ.εκθ.κατ. …………./2018) αγωγής, ασκήθηκε                                                                                                                                                                                                                                                                         νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τα άρθρα 495,511, 516 παρ.1, 517  εδ.α΄, 518  παρ.2, 520 παρ.1 ΚΠολΔ, εφόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ). Πρέπει, συνεπώς, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το υπ΄ αριθμ. . ………….. ηλεκτρονικό παράβολο του δημοσίου).

ΙΙ. Με την προαναφερόμενη αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ισχυρίσθηκε ότι ο εναγόμενος, ήδη εφεσίβλητος, ως διάδικος και δικηγόρος ταυτόχρονα, άσκησε εναντίον του την υπ΄ αριθμ. …………../2018 αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (νέα τακτική διαδικασία). Ότι στις κατατεθείσες από 17-9-2018 προτάσεις του, ο εναγόμενος επικαλέστηκε έγγραφο εξηγήσεών του προς την Πταισματοδίκη Πειραιώς, με ημερομηνία 5-2-2015, στο κείμενο του οποίου επικαλέστηκε και προσκόμισε, μεταξύ άλλων, α) «αντίγραφο εγγράφου του επιθεωρητή του ΑΠ (πράξη αρχειοθέτησης) από την οποία αποδεικνύεται πόσες αναφορές έχει καταθέσει στον ΑΠ κατά δικαστικών λειτουργών, ήτοι ότι έχει καταθέσει 4 αναφορές και 3 υπομνήματα (σχετ. 7)», β) «Δήλωση αποχής της Αντεισαγγελέα Πειραιά …………. από επεξεργασία μηνύσεως του σε βάρος του ……….…(σχετ. 8)» (σελ.9 των εξηγήσεων του εναγομένου) και γ) «Αντίγραφο αγωγής της θείας του ………, η οποία μεταξύ των άλλων, ομολογεί  σχετικά με τις διαφορές του με τον ………… (σελ. 4), ότι έπεισε όλους τους θείους του να καταθέσουν ψέματα εναντίον του ……….. (εντολέα συναδέλφου), προκειμένου να μην του καταβάλλει τις δικηγορικές αμοιβές (σχετ. 11)», στην τελευταία σελίδα του κειμένου εκείνου. Ότι στο πλαίσιο της ίδιας δίκης, ο εναγόμενος στο δικόγραφο των από 23-4-2018 προτάσεών του και την από 8-5-2018 προσθήκη-αντίκρουση, περιλαμβάνει επίκληση και άλλων εγγράφων-προσωπικών δεδομένων του, που προσκομίστηκαν από εκείνον με τις εν λόγω προτάσεις του, μεταξύ των οποίων: 1. (υπό αύξοντα αριθμό 20) «Μήνυσή του στον δικηγόρο ….. .… (σχετ. 23)», με προσκόμιση της πρώτης μόνον σελίδας, 2. (υπό αύξοντα αριθμό 22) « Έγκλησή του σε βάρος 3 θείων του (σχετ. 25)», με προσκόμιση της πρώτης μόνον σελίδας, 3. (υπό αύξοντα αριθμό 26) «Τέλος αναφορά του προς τον ΔΣΑ σε βάρος δικηγόρου του, ήτοι του . …..…(σχετ. 29)» και 4. (υπό αύξοντα αριθμό 27) «Απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου ΔΣΑ σχετικά με το παραπάνω αναφερόμενο δικηγόρο του..(σχετ. 30)». Ότι τα ανωτέρω συνιστούν προσωπικά δεδομένα, τα οποία ο εναγόμενος έχει καταχωρήσει σε αρχείο που συγκρότησε και έχει ενσωματώσει σε υλικό φορέα –χαρτί- και  επεξεργάσθηκε, προσκομίζοντάς τα ενώπιον Αρχής (Δικαστηρίου). Ότι το αρχείο που έχει συγκροτήσει με τα προσωπικά δεδομένα του, ο εναγόμενος τα έχει χρησιμοποιήσει και σε άλλες διαφορές, ποινικές ή αστικές, τα οποία εξέρχονται της παρούσας δίκης. Ότι  η επίκληση των προαναφερομένων τριών προσωπικών δεδομένων του πραγματοποιήθηκε από τον εναγόμενο αποκλειστικά με στόχευση την αμαύρωση του προσώπου του, ώστε να κακοχαρακτηριστεί ενώπιον τρίτων και μάλιστα εισαγγελέων, δικαστών, γραμματέων, δικηγόρων κ.λ.π., χωρίς να έχει οποιοδήποτε έννομο συμφέρον να τα επικαλεστεί και χωρίς να υπάρχει η παραμικρή σχέση των εν λόγω εγγράφων με το αντικείμενο της ένδικης διαφοράς, στο πλαίσιο της οποίας τα επικαλέστηκε και προσκόμισε. Ότι, δεν ήταν αναγκαία για την υποστήριξη των ισχυρισμών του στη μεταξύ τους διαφορά, διότι δεν συνέτρεχε οποιοσδήποτε κίνδυνος για την αξία του ως ανθρώπου από τη μη επίκλησή τους, ούτε ήταν τα μοναδικά αποδεικτικά μέσα που διέθετε και επικαλέστηκε, ούτε συνέτρεχε οποιαδήποτε αναλογικότητα στην επεξεργασία των ανωτέρω προσωπικών του δεδομένων και στην επίκλησή τους σε βάρος του από τον εναγόμενο. Ότι, ένεκα της παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου υπέστη ψυχική ταλαιπωρία και θλίψη και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας απαιτείται η επιδίκαση σ΄ αυτόν εύλογης χρηματικής ικανοποίησης ποσού 40.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε, κατόπιν παραδεκτής τροπής του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να του καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη το ανωτέρω ποσό, με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον κάθε επεξεργασία των επίδικων προσωπικών δεδομένων του υπό στοιχεία (α) και (γ), υπό την απειλή χρηματικής ποινής 10.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης 3 μηνών για κάθε παράβαση του διατακτικού της εκδοθησομένης απόφασης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας την αγωγή, αντιμωλία των  διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 παρ. 3 και 621 επ. ΚΠολΔ), με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε ότι αυτή είναι αόριστη και για το λόγο αυτό την απέρριψε ως απαράδεκτη. Ήδη κατά της παραπάνω απόφασης, παραπονείται ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν λόγους, που  ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του.

ΙΙΙ. Α.Κατά το άρθρο 1 του Ν. 2472/1997, “Προστασία ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (όπως αυτός ισχύει μετά τις τροποποιήσεις του στο άρθρο 6 και την προσθήκη άρθρου 7Α με το άρθρο 8 του Ν. 2819/2000 και στα άρθρα 7, 7Α, 11, 19 με το άρθρο 34 του Ν. 2915/2001) αντικείμενο αυτού του νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 στοιχ. α΄, γ΄ , δ΄, ε΄και ι΄του ίδιου νόμου, για τους σκοπούς αυτού νοούνται ως: α) “Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα”, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων, γ) “Υποκείμενο των δεδομένων”, το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) “Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“επεξεργασία”), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) “αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα” (“αρχείο”), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας, και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο και ι) “αποδέκτης” το φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται, για τρίτο ή όχι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, οι διατάξεις αυτού “εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία, καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο”. Στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζεται ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία εν όψει των σκοπών αυτών. Στο άρθρο 5 παρ. 1 ορίζεται ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνο όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του, ενώ σύμφωνα με την παρ. 2ε του ως άνω άρθρου “Κατ΄εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: …. ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του έννομου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών”. Τέτοια περίπτωση συνδρομής υπέρτερου εννόμου συμφέροντος συνιστά, ιδίως, η περίπτωση κατά την οποία τα στοιχεία που ζητούνται είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου. Το παραπάνω επιχείρημα αντλείται από το άρθρο 7 παρ. 2 γ΄του Ν 2472/1997, που αφορά την επεξεργασία ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, αλλά εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο και στην επεξεργασία απλών προσωπικών δεδομένων, σύμφωνα με το οποίο “Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η συλλογή και η επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων, καθώς και η ίδρυση και λειτουργία σχετικού αρχείου, ύστερα από άδεια της Αρχής, όταν συντρέχουν μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες προϋποθέσεις: … γ) Η επεξεργασία αφορά δεδομένα που δημοσιοποιεί το ίδιο το υποκείμενο ή είναι αναγκαία για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου ή πειθαρχικού οργάνου”. Προϋπόθεση όμως για τη νόμιμη εφαρμογή της παραπάνω διάταξης είναι ότι τα δεδομένα, των οποίων ζητείται η χορήγηση ή τα οποία χρησιμοποιούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο, πρέπει να είναι απολύτως αναγκαία και πρόσφορα για την αναγνώριση, άσκηση ή υπεράσπιση δικαιώματος ενώπιον δικαστηρίου (αρχή της αναγκαιότητας), και δη ενόψει της συγκεκριμένης δίκης που εκκρεμεί. Η αναγκαιότητα δε υφίσταται όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με άλλα ηπιότερα μέσα. Τα δεδομένα, επίσης, δεν πρέπει να είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως απαραίτητα για την υπεράσπιση του δικαιώματος (αρχή της αναλογικότητας, ΑΠ 1923/2006, ΣΤΕ 2252/2005). Στα πλαίσια αυτά γίνεται δεκτό ότι σύμφωνα και με τις διατάξεις των άρθρων 177, 217, 251, 358, 575 ΚΠΔ, είναι δυνατόν να προσαχθούν και να αναγνωσθούν ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου έγγραφα που άπτονται των προσωπικών ή και ευαίσθητων δεδομένων, προκειμένου να αναζητηθεί και ευρεθεί η ουσιαστική αλήθεια της υπόθεσης (ΑΠ 49/2011). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του ίδιου νόμου προβλέπονται ποινικές κυρώσεις, για “όποιον χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων ή τα εκμεταλλεύεται με οποιονδήποτε τρόπο”. Τέλος, κατά το άρθρο 23 του εν λόγω νόμου με τίτλο “αστική ευθύνη”, προβλέπονται και αστικές κυρώσεις ειδικότερα δε η παράγραφος 1 αυτού ορίζει, ότι “φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον”. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του νόμου 2472/1997, σαφώς προκύπτει, ότι, οι ποινικές κυρώσεις, προβλέπονται όχι γενικώς και αορίστως για κάθε παράβαση των διατάξεων του, αλλά μόνο για συγκεκριμένες ειδικά περιγραφόμενες σοβαρές παραβάσεις. Στα πλαίσια αυτά, γίνεται δεκτό ότι δεν στοιχειοθετείται αντικειμενικά το προβλεπόμενο από το άρθρο 23 του νόμου αυτού έγκλημα, όταν ο φερόμενος ως δράστης δεν ερεύνησε ο ίδιος κάποιο αρχείο ή δεν του μετέδωσε τις αποτελούσες προσωπικό δεδομένο πληροφορίες, τρίτος που επενέβη σε αρχείο, αλλά τις γνωρίζει από μόνος του (ΑΠ 474/2016, 1372/2015) και β) αντίθετα, οι προβλεπόμενες με αυτές αστικές κυρώσεις, μεταξύ των οποίων και η χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, είναι ευρύτατες, με την έννοια ότι επιβάλλονται για κάθε μορφής παράβαση των επιταγών και απαγορεύσεων που θεσπίζονται με αυτόν. Β.Κατά το άρθρο 57 AK, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 AΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε ο,τιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2§1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Tα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57§2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Γ. Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, με την οποία ορίζεται ότι το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 118 ή 117, πρέπει να περιέχει: α) σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή της, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα, προκύπτει ότι η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, η οποία αποτελεί και προϋπόθεση του παραδεκτού της (ΑΠ 1611/2008 Δ 2008, 1131, ΑΠ 187/2006 Δ 2006,907). IV. Στην προκείμενη περίπτωση, με το προαναφερόμενο περιεχόμενο, η ως άνω αγωγή, τυγχάνει αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, διότι δεν περιέχει τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα με τις προδιαληφθείσες διατάξεις του ν. 2472/1997. Ειδικότερα, γίνεται λόγος αορίστως περί επεξεργασίας προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, χωρίς να αναφέρεται ειδικότερα  σε ποία συγκεκριμένη επεξεργασία υπεβλήθησαν εκ μέρους του εναγομένου, ώστε να κριθεί αν οι σχετικές ενέργειές του εμπίπτουν στην έννοια της επεξεργασίας, όπως διαγράφεται αυτή στην προμνησθείσα διάταξη του άρθρου 2 εδ. δ΄ του ν. 2472/1997(ΑΠ 1770/2005 ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, αορίστως αναφέρεται στην αγωγή ότι ο εναγόμενος επικαλέστηκε έγγραφο εξηγήσεων του  προς τον Πταισματοδίκη Πειραιά, με ημερομηνία 5-2-2015, με τις κατατεθείσες από 17-9-2018 προτάσεις του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την εκδίκαση της υπ΄ αριθμ. ΓΑΚ-ΕΑΚ/…………../2018 αγωγής του εναντίον του (ενάγοντος), στο κείμενο του οποίου (εγγράφου) επικαλείται τα εκεί αναφερόμενα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, χωρίς, ωστόσο, να αναφέρει στην υπό κρίση αγωγή το αντικείμενο της εκκρεμούς ποινικής δίκης, στο πλαίσιο της οποίας παρείχε ο εναγόμενος εξηγήσεις ενώπιον του Πταισματοδίκη Πειραιά, καθώς και ότι ουδεμία σχέση είχαν με την ουσιαστική διερεύνηση της υπόθεσης από το ποινικό δικαστήριο, ή ότι δεν εξυπηρετούσαν σε κάτι τα συμφέροντα του εναγομένου, ως ποινικά ελεγχόμενου, ώστε να συντρέξει παράνομη επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του που δικαιολογούν την κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 23 του άνω νόμου επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω πρόκλησης ηθικής βλάβης αυτού. Περαιτέρω, ουδόλως αναφέρεται το αντικείμενο, ήτοι η ιστορική και νομική αιτία και το αίτημα της υπ΄ αριθμ. …………/2018 αγωγής του νυν εναγομένου ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με συνέπεια να μην μπορεί να αξιολογηθεί η τελευταία σε σχέση με τα επίμαχα έγγραφα. Η ανωτέρω έλλειψη, η οποία δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με την προσθήκη των προτάσεων, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, εξετάζεται δε αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, στερεί τη δυνατότητα στον εναγόμενο να αμυνθεί κατά των  αγωγικών ισχυρισμών, αλλά και στο Δικαστήριο να ερευνήσει τη νομιμότητα της αγωγής και να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Συνεπώς, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω της αοριστίας της. Επομένως, ορθώς κατ΄ αποτέλεσμα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, έστω και με εν μέρει άλλη αιτιολογία, απορριπτομένων ως ουσιαστικά αβάσιμων των λόγων της έφεσης του ενάγοντος με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα. V. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν υποβολής του σχετικού, νόμιμου αιτήματος του (άρθρο 106, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος (άρθρ. 176,183 και 189 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Επίσης, λόγω της απόρριψης της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που προκαταβλήθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 10-3-2020 (αριθμ. κατ. ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2020) έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 908/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την έφεση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου, που έχει προκαταβληθεί από τον εκκαλούντα, στο Δημόσιο Ταμείο.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εκκαλούντα στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας και τα ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  7 Ιουνίου  2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ