Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 334/2021

Αριθμός   334/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα  4ο )

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:  ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο, Χριστιάννα Ποτηριάδου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Ελένη Παχνή (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  19.10.2017  (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……………/2017) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 515/2019  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 22.3.2019  (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………../2019) αρχικά η 20η.2.2020, μετά δε από αναβολή, η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια Δικηγόρος του εκκαλούντος, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια Δικηγόρος της εφεσίβλητης, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 22-3-2019 (αρ. καταθ. ………..//2019) έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ΄ αρ. 515/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3 περ. δ΄ επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ, διαφορά του άρθρου 592 αρ. 3 του ΚΠολΔ). Πλην όμως, ο εκκαλών, αν και δεν υποχρεούταν, από προφανή παραδρομή, κατέθεσε, για το παραδεκτό της ασκηθείσας απ΄ αυτόν ένδικης εφέσεως, παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. τοe-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ………/2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ),όπως προκύπτει από τη βεβαίωση της αρμόδιας Γραμματέως στη συνταχθείσα απ΄ αυτήν σχετική έκθεση κατάθεσης του ένδικου αυτού μέσου, και επομένως πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του σ΄ αυτόν (πρβλ. ΑΠ 504/2017, ΑΠ 609/2016, ΑΠ 2061/2014, ΑΠ 1125/2013, ΕφΛαρ 269/2016), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας.

Με την από 19-10-2017 (αρ. καταθ. …../20-10-2017) αγωγή (η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη την 5-12-2017) και συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 19-9-2018, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ιστορούσε ότι με την εναγομένη τέλεσαν νόμιμο γάμο την 17-6-1990, ο οποίος λύθηκε με την υπ΄ αρ. 5162/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που κατέστη αμετάκλητη την 24-10-2011 με την υπ΄ αρ. …./2011 έκθεση παραίτησής τους (αμφοτέρων των διαδίκων) από τα ένδικα μέσα κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως. Ότι κατά την τέλεση του γάμου τους η εναγομένη στερούνταν περιουσίας, κατά τη διάρκεια, όμως, του γάμου της η περιουσία της αυξήθηκε με την περιέλευση στην κυριότητά της των επαρκώς περιγραφόμενων σ΄ αυτήν (αγωγή) ακινήτων της, όπως αυτά αποτιμώνται κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου τους και άσκησης της αγωγής του. Ακολούθως, ιστορούσε ότι στην εν λόγω αύξηση της περιουσίας της εναγομένης, συνέβαλε ο ίδιος (ενάγων) κατά ποσοστό 2/3, άλλως κατά ποσοστό 1/3, με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα σ΄ αυτήν (αγωγή) ετήσια και μηνιαία εισοδήματά του ως πλοιάρχου του εμπορικού ναυτικού, τα οποία υπερκάλυπταν το σύνολο των οικογενειακών δαπανών, καθόσον η εναγομένη ήταν άνεργη καθ΄ όλη τη διάρκεια του γάμου τους. Με αυτό το ιστορικό ζήτησε, κατά την κύρια βάση αυτής (αγωγής), να αναγνωρισθεί η κατά τα 2/3 συμβολή του στην απόκτηση από την εναγομένη κατά πλήρη κυριότητα των αναφερόμενων σ΄ αυτή (αγωγή) ακινήτων, συνολικής αξίας 120.000 ευρώ, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει αυτουσίως τα 2/3 εξ αδιαιρέτου της κυριότητας των εν λόγω ακινήτων και μάλιστα με σχετική δήλωση βούλησης προς μεταβίβασή τους κατά το προαναφερόμενο ποσοστό στον ίδιο (ενάγοντα), άλλως, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει τα 2/3 της αξίας των ίδιων ακινήτων, ήτοι το ποσό των 80.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Κατά δε την επικουρική βάση αυτής (αγωγής) ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η κατά νόμο συμβολή του στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης ανέρχεται στο 1/3 και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της προγενέστερης από 25-7-2012 (αρ. καταθ. ……/2012) για την ίδια αξίωση αγωγής του, που απορρίφθηκε ως αόριστη, έως την πλήρη εξόφληση, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και να καταδικασθεί η εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 515/2019 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή (ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη) και καταδίκασε τον ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.600 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 22-3-2019 (αρ. καταθ. ………./2019) έφεση ο ηττηθείς ενάγων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή στο σύνολό της η ένδικη αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του ΑΚ «Aν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. H προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων, που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες». Ο λόγος είναι προφανής, αφού στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις δεν υπάρχει συμβολή του άλλου συζύγου. Λαμβανομένου δε υπόψη του σκοπού της πιο πάνω διάταξης, ως δωρεά πρέπει να νοηθεί οποιαδήποτε απόκτηση οφέλους από χαριστική αιτία. Επίσης, από τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 1400 του ΑΚ προκύπτουν, πλην άλλων, και τα εξής: Προϋποθέσεις της αξίωσης του δικαιούχου συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: α) η λύση ή ακύρωση του γάμου, ή, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διάστασης των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, γ) η συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση αυτή της περιουσίας του υπόχρεου κατά τη διάρκεια του γάμου και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου και της συμβολής του ενάγοντος δικαιούχου συζύγου. Η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι κατ΄ αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση του δικαιούχου (ΟλΑΠ 28/1996). Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλά η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της έγερσης της αγωγής, εάν προκύπτει διαφορά μεταξύ του χρόνου αυτού και του χρόνου της αμετάκλητης λύσης του γάμου ή της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση αυτής κατά το χρονικό σημείο τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) προς εκείνη που υφίσταται κατά το χρονικό σημείο γένεσης της αξίωσης (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ο χρόνος λύσης ή ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Κατά το χρόνο δε γέννησης της αξίωσης απαιτείται να διατηρείται η αύξηση της περιουσίας που έγινε με τη συμβολή του δικαιούχου συζύγου. Η συμβολή αυτή του τελευταίου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, υπό την έννοια των διατάξεων του άρθρου 1400 του ΑΚ, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών, οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Συγκεκριμένα, κατά την διάταξη του άρθρου 1389 του ΑΚ οι σύζυγοι έχουν την υποχρέωση να συνεισφέρουν από κοινού, ο καθένας ανάλογα με τις δυνάμεις του, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας και η συνεισφορά αυτή γίνεται με οποιοδήποτε τρόπο, όπως με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1390 του ιδίου Κώδικα στην υποχρέωση του προηγουμένου άρθρου περιλαμβάνονται η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Η αποτίμηση όμως των υπηρεσιών του ενάγοντος, με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται, όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται, ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Κατά συνέπεια, οι υπηρεσίες αυτές πρέπει να προσδιορίζονται κατ΄ είδος και αξία, τόσο στην αγωγή, όσο και στην απόφαση, μόνο όταν και κατά το μέρος που υπερβαίνουν το μέτρο το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες. Όταν, όμως, ζητείται η επιδίκαση του τεκμαιρομένου ποσοστού (1/3) των αποκτημάτων, ο ενάγων θα δικαιούται το ένα τρίτο από την επαύξηση της περιουσίας του άλλου συζύγου, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει οποιαδήποτε συμβολή του στην αύξηση αυτή, υπό την προϋπόθεση βέβαια της επίκλησης και απόδειξης τέτοιας αύξησης της περιουσίας του άλλου συζύγου. Ωστόσο, ο εναγόμενος, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου, μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα, θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος, είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο στον ίδιο. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 του ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου, ένσταση. Έτσι, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδαφ. β΄ του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης της περιουσίας του υπόχρεου, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ΄ ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος. Επίσης, ο εναγόμενος στην εν λόγω αγωγή μπορεί κατ΄ ένσταση να ζητήσει, προκειμένου να εξευρεθεί η τελική καθαρή αύξηση της περιουσίας, να αφαιρεθεί το παθητικό αυτής, το οποίο υπάρχει κατά το χρόνο παροχής έννομης προστασίας, δηλαδή κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής (ΑΠ 588/2020, ΑΠ 1550/2018, ΑΠ 1553/2018, ΑΠ 2120/2017, ΑΠ 1316/2017, ΑΠ 1059/2014, ΑΠ 2042/2013). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ΄ έφεση επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις στο Εφετείο περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα, που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτόδικα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων που επανυποβάλλει, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 753/2019). Περαιτέρω δεν πρόκειται για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 149/2020, ΑΠ 258/2019, ΑΠ 696/2017, ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ………. και ………….., αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, [μεταξύ των οποίων τα μετ΄ επικλήσεως προσκομιζόμενα υπ΄ αρ. 2253/2017 πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), επί προγενέστερης παρόμοιας αγωγής του ενάγοντος, που απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, με τις σ΄ αυτά (πρακτικά) περιεχόμενες ένορκες καταθέσεις των ιδίων ως άνω μαρτύρων των διαδίκων, ………. και ……………, αντίστοιχα, που λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια (πρβλ. ΑΠ 777/2020, ΑΠ 438/2018, ΕφΠατρ 394/2019, ΕφΠειρ 374/2016)], χωρίς, όμως, η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι, όμως, ισοδύναμα, και όπως προεκτέθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, (σημειώνοντας ότι η εφεσίβλητη στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, όπως επικαλείται, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο γάμο την 17-6-1990, ο οποίος λύθηκε με την υπ΄ αρ. 5162/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκουσίας δικαιοδοσίας). Η ως άνω απόφαση κατέστη αμετάκλητη την 24-10-2011, οπότε οι διάδικοι, δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους, δήλωσαν αρμοδίως στο Γραμματέα Ενδίκων Μέσων του Πρωτοδικείου Πειραιώς ότι παραιτούνται από κάθε ένδικο μέσο που ασκήθηκε ή θα ασκηθεί, τακτικό ή έκτακτο, κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, συνταχθείσας της υπ΄ αρ. …../24-10-2011 εκθέσεως παραίτησης από τα ένδικα μέσα κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως. Από το γάμο τους αυτό οι διάδικοι απέκτησαν δύο τέκνα, τον …., που γεννήθηκε την 6-2-1990 και τον ….., που γεννήθηκε την 22-3-1999. Κατά την τέλεση του γάμου τους η εναγομένη δεν διέθετε κινητή ή ακίνητη περιουσία. Πλην όμως, περίπου, ένα μήνα, αργότερα, περιήλθε στην κυριότητά της, λόγω γονικής παροχής από τον πατέρα της, δυνάμει του υπ΄ αρ. …/19-7-1990 συμβολαίου γονικής παροχής της Συμβολαιογράφου Νίκαιας …… …….., η υπό στοιχεία Ι-2 οριζόντια ιδιοκτησία διαμέρισμα του ισογείου ορόφου της επί της οδού …….. πολυκατοικίας, κείμενη στη θέση «……….» του Συνοικισμού Ιεράπολης του Δήμου Αιγάλεω. Το εν λόγω ακίνητο πωλήθηκε δυνάμει του υπ΄ αρ. ……../13-3-2003πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., αντί του αληθώς καταβληθέντος τιμήματος των 50.000 ευρώ. Ακολούθως, στην κυριότητα της εναγομένης περιήλθαν: α) δυνάμει του υπ΄ αρ. …./17-6-2004 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. οι υπό στοιχεία «Ι.Θ.Σ.1» και «Ι.Θ.Σ.2» θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου του ισογείου της επί της συμβολής των οδών …. και …., κείμενης στη θέση «….» μετά το Λατομείο …. του Δήμου Κορυδαλλού Αττικής οικοδομής, εμβαδού 15,65 τ.μ. και 16,77 τ.μ., αντίστοιχα, συνολικής αντικειμενικής αξίας 6.227,56 ευρώ, αντί του συνολικού αληθώς καταβληθέντος τιμήματος των 22.000 ευρώ, β) δυνάμει του υπ΄ αρ. …../27-4-2007 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Μυτιλήνης …………, μία παλιά διώροφη οικία συνολικού εμβαδού ορόφων 67,46 τ.μ. με συνεχόμενη ισόγεια πλακοσκεπή αποθήκη, εμβαδού 10,13 τ.μ., ισόγεια λαμαρινοσκεπή αποθήκη, εμβαδού 21,86 τ.μ. και ισόγεια πλακοσκεπή αποθήκη στην αυλή, εμβαδού 31,53 τ.μ., σε οικόπεδο συνολικού εμβαδού 136,65 τ.μ., που βρίσκεται στο χωριό …. του Δήμου Πολιχνίτου του Ν. Λέσβου, αντί τιμήματος 19.357 ευρώ [δεν αποδείχθηκε ότι αυτό (τίμημα) ανερχόταν σε διαφορετικό (μεγαλύτερο) ποσό], γ) δυνάμει του υπ΄ αρ. …./7-6-2007 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………. ένα αγροτεμάχιο έκτασης 182,16 τ.μ., με αριθμό «5», κείμενο στη θέση «……..» του Δήμου Αμπελακίων Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου, εντός ζώνης, εντός Γ.Π.Σ., μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, με κτηματολογικό αριθμό ακινήτου ……….., αντικειμενικής αξίας 1.402,63 ευρώ, αντί του αληθώς καταβληθέντος τιμήματος των 3.000 ευρώ και δ) δυνάμει του υπ΄ αρ. ……../10-9-2008 πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….. ένα αγροτεμάχιο έκτασης 196,84 τ.μ., με αριθμό «4», όμορο του προαναφερόμενου υπ΄ αρ. «5» αγροτεμαχίου, εκτός σχεδίου, εντός ζώνης, εντός Γ.Π.Σ., μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, με κτηματολογικό αριθμό ακινήτου ………., αντικειμενικής αξίας 1.860,14 ευρώ, αντί του αληθώς καταβληθέντος τιμήματος των 3.000 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα ανωτέρω ακίνητα, τα οποία υπήρχαν κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων στην κυριότητα της εναγομένης, αποκτήθηκαν από το τίμημα των 50.000 ευρώ που εισέπραξε η τελευταία από την εκποίηση του ακινήτου που περιήλθε σ΄ αυτή δυνάμει του προαναφερόμενου υπ΄ αρ. ……./19-7-1990 συμβολαίου γονικής παροχής. Τούτο αποδείχθηκε, μεταξύ άλλων, από την περιεχόμενη στα υπ΄ αρ. 2253/2017 πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένορκη κατάθεση της μάρτυρα της εναγομένης …………, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη ανάλωσε το ως άνω τίμημα για την κάλυψη οικογενειακών ή προσωπικών της αναγκών. Εξάλλου η κατάθεση της μάρτυρα του ενάγοντος ……. ., που περιέχεται στα ίδια πρακτικά, περί ανάλωσης του τιμήματος πώλησης του προερχόμενου από γονική παροχή ως άνω ακινήτου της εναγομένης ως προκαταβολής του τιμήματος για την εξ ημισείας με τον ενάγοντα κτήση του ακινήτου στο «…………» Κορυδαλλού, αντικρούεται από την προαναφερόμενη κατάθεση της ως άνω μάρτυρα της εναγομένης και έρχεται σε αντίθεση και με όσα πρωτοδίκως, κατ΄ εκτίμηση, υποστήριξε ο ενάγων περί κάλυψης του τιμήματος και των εξόδων της εν λόγω, εκ μέρους τους, αγοράς από ισόποσο στεγαστικό δάνειο που έλαβαν (οι διάδικοι). Οι διάδικοι δε πράγματι διατηρούσαν κοινό τραπεζικό λογαριασμό, του οποίου και οι δύο έκαναν χρήση. Επομένως, εφόσον ο ενάγων δεν συνέβαλε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο στην απόκτηση των εν λόγω ακινήτων, τα οποία αποκτήθηκαν αποκλειστικά με εισοδήματα της εναγομένης προερχόμενα από το τίμημα του προαναφερόμενου ακινήτου που της είχε μεταβιβασθεί κατά τη διάρκεια του γάμου ως γονική παροχή από τον πατέρα της, πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη, ως προς αυτά, η παραδεκτώς προβληθείσα ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από αυτήν (εναγομένη) ένσταση περί μηδενικής συμβολής του ενάγοντος στην απόκτησή τους, την οποία επαναφέρει (η εναγομένη) με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις της και να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη η αξίωση του ενάγοντος συμμετοχής του στην επαύξηση της περιουσίας της (εναγομένης) ως προς τα προαναφερόμενα ακίνητα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τον σχετικό λόγο της εφέσεως. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει του υπ΄ αρ. ………./16-5-2003 πωλητηρίου συμβολαίου περιήλθαν στην κυριότητα της εναγομένης κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου: α) η υπό στοιχεία «Α» κατοικία του πρώτου πάνω από το ισόγειο ορόφου της επί της οδού … αρ. .. οικοδομής κείμενης στη θέση «…» Λατομείων …. του Δήμου Κορυδαλλού, εμβαδού 75,14 τ.μ., με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 248,75/1000 εξ αδιαιρέτου, β) η υπό στοιχεία «ΑΠΟΘΗΚΗ Β΄» αποθήκη του υπογείου της ίδιας οικοδομής εμβαδού 13,5 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1/1000εξ αδιαιρέτου και γ) ο υπό στοιχεία «Χ.Σ.1» κλειστός χώρος στάθμευσης αυτοκινήτου του ισογείου – pilotis της ίδιας ως άνω οικοδομής, εμβαδού 39,58 τ.μ. με ποσοστό συνιδιοκτησίας στο οικόπεδο 1/1000 εξ αδιαιρέτου αντί του αληθώς καταβληθέντος τιμήματος των 108.580 ευρώ (αναγραφέν στο συμβόλαιο συνολικό τίμημα 49.453,07 ευρώ). Το τίμημα της εν λόγω πώλησης καλύφθηκε εξ ολοκλήρου από ισόποσο δάνειο που έλαβαν οι διάδικοι ως συγκύριοι (το έτερο 50% εξ αδιαιρέτου περιήλθε στην κυριότητα του ενάγοντος δυνάμει του ίδιου τίτλου) και συνοφειλέτες από την Τράπεζα «…….. ΑΕ», (που μετονομάστηκε σε «……. BANK ΑΕ»),δυνάμει της υπ΄ αρ. ……/21-5-2003 συμβάσεως στεγαστικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ τους, η οποία τροποποιήθηκε με την από 19-6-2007 πράξη και συγκεκριμένα κατά το είδος του νομίσματος του δανείου, το οποίο μετατράπηκε σε ελβετικά φράγκα (CHF) αντί του ευρώ (€). Δεν αποδείχθηκε ότι το τίμημα για τις εν λόγω ιδιοκτησίες ανήλθε σε ποσό μεγαλύτερο των 108.580 ευρώ που έλαβαν οι διάδικοι ως δάνειο. Κατά τον χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής και της απορριφθείσας ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας παρόμοιας από 25-7-2012 (αρ. καταθ. ………/25-7-2012) αγωγής του ενάγοντος (που επιδόθηκε στην ήδη εναγομένη την 6-9-2012) η αξία των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών δεν υπερέβαινε το ποσό των 80.000 ευρώ, [ο ενάγων επικαλείται ότι η εμπορική αξία τους κατά το χρόνο γέννησης της αξίωσής του ανερχόταν στο ποσό των 80.000 ευρώ περίπου, καθώς επίσης προσκομίζει και επικαλείται, μεταξύ άλλων, την από 7-9-2012 εκτίμηση της μεσίτριας ………….. του Κτηματομεσιτικού Γραφείου ………. στην οποία αναφέρεται ότι η εμπορική αξία αυτών για τα έτη 2010 έως 2011 ήταν 80.000 ευρώ, χωρίς να επικαλείται (ο ενάγων) διαφορά της αξίας αυτών μεταξύ του χρόνου γέννησης της αξίωσής του και του χρόνου παροχής έννομης προστασίας, αλλά αντιθέτως επικαλείται ότι η τελική περιουσία της εναγομένης κατά το χρόνο γέννησης της αξίωσής του, αποτιμώμενης κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής του, ως προς αυτές (οριζόντιες ιδιοκτησίες) ήταν αξίας 40.000 ευρώ], με συνέπεια η αξία του εξ αδιαιρέτου ποσοστού της εναγομένης (1/2) να μην υπερβαίνει το ποσό των 40.000 ευρώ, ενώ αντίστοιχα το ύψος της ανωτέρω δανειακής οφειλής των διαδίκων ανερχόταν κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων τουλάχιστον στο ποσό των 110.000 ελβετικών φράγκων (CΗF).Ειδικότερα, μετά την υπογραφή της προαναφερόμενης τροποποιητικής σύμβασης, το ως άνω δάνειο (ποσού 157.398,82 CΗF κατά την 23-7-2007) άρχισε να παρουσιάζει καθυστέρηση στην πληρωμή των δόσεων, που είχαν συμφωνηθεί σε 190 (μηνιαίες δόσεις), και συγκεκριμένα των δόσεων της 23-6-2011, 23-7-2011, 23-8-2011, 23-9-2011, 23-10-2011 και 23-11-2011 ποσών 944,50,  1.119,84,  974,67,  967,69,  967,69 και 968,70 CΗF αντίστοιχα, ήτοι συνολικού ποσού 5.943,09 CHF, πλέον τόκων υπερημερίας έως την 24-11-2011 ποσού 53,25 CHF. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των καταβολών των δόσεων, πλην των δόσεων της 23-6-2011, 23-7-2011, 23-8-2011, 23-9-2011 και 23-10-2011, αντίστοιχα, κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων (24-10-2011) το ύψος της ανωτέρω δανειακής οφειλής των διαδίκων, ήτοι του εναπομένοντος υπολοίπου του ανεξόφλητου μέρους του δανείου, ανερχόταν τουλάχιστον στο ποσό των 110.000 ελβετικών φράγκων (CHF),που αντιστοιχούσε, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τον αυτό χρόνο ισοτιμία σε 86.853,53 ευρώ. Από το ποσό αυτό, ποσό 43.426,76 ευρώ, κατά τον ως άνω χρόνο, συνιστούσε χρέος που βάρυνε την περιουσία της εναγομένης. Επίσης τουλάχιστον στο ποσό των 110.000 ελβετικών φράγκων (CHF) ανερχόταν και κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής και της από 25-7-2012 (αρ. καταθ. …………/25-7-2012) αγωγής, που αντιστοιχούσε, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τους αυτούς χρόνους ισοτιμία σε 91.590,34 ευρώ και 94.025,13 ευρώ αντίστοιχα. Από το ποσό των 91.590,34 ευρώ, ποσό 45.795,17 ευρώ, κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, συνιστούσε χρέος που βάρυνε την περιουσία της εναγομένης, ενώ από το ποσό των 94.025,13 ευρώ, ποσό 47.012,56 ευρώ, κατά τον χρόνο άσκησης της από 25-7-2012 (αρ. καταθ. …../25-7-2012) αγωγής, συνιστούσε χρέος που βάρυνε την περιουσία της εναγομένης. Εξάλλου, δυνάμει της ως άνω συμβάσεως δανείου εκδόθηκε την 19-4-2017 η υπ΄ αρ. ……./2017 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία, μεταξύ άλλων, διατάχθηκαν οι καθ΄ ων, ήδη διάδικοι, να καταβάλουν στην αιτούσα Τράπεζα εις ολόκληρον, το ποσό των 111.441,89 CHF έως 23-8-2013, στο ισάξιό τους σε ευρώ με την επίσημη ισοτιμία ελβετικού φράγκου (CHF) – ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής τους, νομιμοτόκως από 2-11-2013  (επομένη κοινοποίησης της από 23-8-2013 εξώδικης καταγγελίας – πρόκλησης), με επιτόκιο υπερημερίας το συμφωνηθέν συμβατικό επιτόκιο πλέον 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το ποσό δε των 111.441,89 ελβετικών φράγκων (CHF) αντιστοιχούσε, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τον χρόνο της συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισοτιμία σε 98.586,24 ευρώ και από το ποσό αυτό, ποσό 49.293,12 ευρώ συνιστούσε χρέος που βάρυνε την περιουσία της εναγομένης, ενώ το ποσό των 110.000 ελβετικών φράγκων (CHF) αντιστοιχούσε, σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τον ίδιο χρόνο (της συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο) ισοτιμία σε 97.310,69 ευρώ και από το ποσό αυτό, ποσό 48.655,34 ευρώ συνιστούσε χρέος που βάρυνε την περιουσία της εναγομένης. Επομένως, η εναγομένη εξακολουθούσε να οφείλει στην Τράπεζα υπόλοιπο του ως άνω στεγαστικού δανείου που είχε λάβει για την αγορά των προαναφερόμενων οριζόντιων ιδιοκτησιών, ύψους, σε κάθε περίπτωση καθ΄ όλους τους ως άνω χρόνους, μεγαλύτερου της αξίας αυτών (οριζόντιων ιδιοκτησιών). Κατόπιν δε της αφαίρεσης από την αξία του εξ αδιαιρέτου μεριδίου της εναγομένης (40.000 ευρώ) του χρέους της περιουσίας της (48.655,34 ευρώ, σε κάθε περίπτωση 43.426,76 ευρώ), κατ΄ αποδοχήν ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμης της σχετικής, (κατ΄ εκτίμηση αυτής), ένστασής της, δεν προκύπτει επαύξηση της περιουσίας της κατά τον χρόνο της αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, αλλά και κατά το χρόνο συζήτησης της ένδικης αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ούτε, σε κάθε περίπτωση, και κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής και της από 25-7-2012 (αρ. καταθ. …./25-7-2012) αγωγής στην οποία να δύναται να υπολογισθεί η συμβολή του ενάγοντος κατά τη διάρκεια του γάμου τους [αφού το χρέος που βαρύνει την ίδια υπερβαίνει, καθ΄ όλους τους ως άνω χρόνους, την (εμπορική) αξία των οριζόντιων ιδιοκτησιών]. Κατόπιν τούτων ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων τις δόσεις για την εξόφληση του ως άνω δανείου έως και το έτος 2012, ανεξαρτήτως της αοριστίας αυτού, αλυσιτελώς προβάλλεται. Σε κάθε περίπτωση ο ενάγων, υπό τα εκτιθέμενα, υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της δανείστριας Τράπεζας έναντι της συνοφειλέτριάς του, εναγομένης, και δύναται, εφόσον βέβαια το προβλέπει η μεταξύ τους (διαδίκων) σχέση, να διεκδικήσει το ποσό που κατέβαλε για λογαριασμό της (εναγομένης).Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού αντικατασταθεί η εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας αποφάσεως (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της ένδικης εφέσεως. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 22-3-2019 (αρ. καταθ. …../2019) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 515/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, τον γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3 περ. δ΄ επ. ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015)].

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 350 ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ ΜΕ ΚΩΔΙΚΟ ……../2019, ποσού 100 ευρώ και είδους παραβόλου: e-ΠΑΡΑΒΟΛΟ, στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 29η Ιουνίου  2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ