Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 340/2021

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Γ΄ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός  αποφάσεως   340/2021

ΤΟ   ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη δικαστή Μαρία Κωττάκη, εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς, και τη Γραμματέα Τ.Λ..

Συνεδρίασε  δημόσια   στο  ακροατήριό  του,   στις   ………..,  για    να   δικάσει  την υπόθεση  μεταξύ  :

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ :  Εταιρείας ……………η οποία παραστάθηκε δια της Πληρεξουσίας Δικηγόρου Ελένης Φρουδάκη δυνάμει δηλώσεως κατ΄άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ :  …………η οποία παραστάθηκε δια του Πληρεξουσίου Δικηγόρου Βασίλειου Σαξώνη δυνάμει δηλώσεως κατ΄άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

Η εφεσίβλητη άσκησε κατά της εκκαλούσας  την  από 24.12.2018 αγωγή, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με  ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018. Επ’ αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1364/2020 οριστική απόφαση του ανωτέρω πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που τη δέχθηκε εν μέρει.

Κατά της ανωτέρω αποφάσεως, η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 8 Ιουλίου 2020 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του προαναφερόμενου πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ………./2020 και στη Γραμματεία του παρόντος δικαστηρίου με ΓΑΚ/ΕΑΚ: ………../2020 και προσδιορίσθηκε να δικασθεί στη δικάσιμο της 4ης Μαρτίου 2021. Κατά τη δικάσιμο αυτή, οι υποθέσεις δεν εκφωνήθηκαν λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας “covid-19”.  Τέλος, με την υπ’αριθ. 41/2021 Πράξη της αρχαιότερης δικαστή του τρίτου πολιτικού τμήματος, Ζωής Καραχάλιου, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 21 ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α΄43/23.3.2021) περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν έγινε εξαιτίας της ως άνω αναστολής, ορίστηκε δικάσιμος προς συζήτηση της προκειμένης υποθέσεως  η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας.

Κατά  την εκφώνηση  της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρεται και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ  ΤΗ  ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ  ΚΑΤΑ  ΤΟ  ΝΟΜΟ

Ι. Κατά το άρθρο 21 ν. 4786/2021 που φέρει τον τίτλο “Διάταξη για την επαναλειτουργία  των πολιτικών δικαστηρίων”:  Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και οποιασδήποτε διαδικασίας δεν εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια ισχύος των υπό στοιχεία Δ1α/ΓΠ.οικ. 65912/15.10.2020 και Δ1α/ΓΠ.οικ. 67845/22.10.2020 κοινών αποφάσεων των υπουργών Υγείας και Δικαιοσύνης (Β` 4568, Β` 4682) και των υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ. 69863/2.11.2020 και Δ1α/Γ.Π.οικ. 69919/2.11.2020 κοινών αποφάσεων των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Υποδομών και Μεταφορών και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Β` 4829, Β` 4831), με τις οποίες ανεστάλη η λειτουργία των δικαστηρίων, ορίζεται αυτεπαγγέλτως με πράξη του Προϊσταμένου του δικαστηρίου ή του προέδρου του τμήματος, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο στην πλέον σύντομη διαθέσιμη δικάσιμο. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου. Στις υποθέσεις με διάδικο το ελληνικό δημόσιο, ο γραμματέας του δικαστηρίου γνωστοποιεί στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους τη νέα δικάσιμο με το οικείο πινάκιο ή έκθεμα, εφόσον συμπεριλαμβάνει τέτοιες υποθέσεις. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων «solon.gov.gr» για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα. Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπ’ αριθ. 41/2021 Πράξη της αρχαιότερης δικαστή του τρίτου πολιτικού τμήματος του Εφετείου Πειραιώς, νόμιμα ορίστηκε αυτεπαγγέλτως, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δικάσιμος για τη συζήτηση της υπό κρίση εφέσεως , η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας, καθόσον η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε κατά τη δικάσιμο της 4.3.2021 λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων εξαιτίας της πανδημίας  covid-19.

ΙΙ. Η υπό κρίση από 8.7.2020 έφεση (ΓΑΚ/ΕΑΚ πρωτοδικείου : ………../2020) κατά της υπ’ αριθ. 1364/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείο Πειραιώς που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -εργατικών διαφορών (614επ. 621 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση του δικογράφου της και του σε αυτό συνημμένου παραβόλου στη Γραμματεία του εκδόντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου, και εμπρόθεσμα. Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (511, 513, 516, 517, 518 § 1, 520, 522, 533 ΚΠολΔ).  Ενόψει όμως του ότι πρόκειται για εργατική διαφορά ως προς την οποία ρητώς εξαιρείται η υποχρέωση καταθέσεως παραβόλου κατά την άσκηση των ενδίκων μέσων (495 ΚΠολΔ), πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στην εκκαλούσα του αχρεωστήτως κατατεθέντος παραβόλου , ανεξάρτητα από την έκβαση της εφέσεως.

ΙΙΙ. Η εκκαλουμένη δέχθηκε εν μέρει την προαναφερόμενη αγωγή με την οποία η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, εργαζόμενη στην επιχείρηση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας ως βοηθός κομμώτρια με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου κατά το αναφερόμενο χρονικό διάστημα και ισχυριζόμενη ότι εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση, ζήτησε να της καταβληθούν τα στην αγωγή αναφερόμενα ποσά για υπερωριακή αμοιβή της και εργασία Σαββάτου, για διαφορές επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας και για αποζημίωση απολύσεως, όπως όλα τα προηγούμενα επαρκώς εξειδικεύονται στην αγωγή. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη αφού έκρινε ότι η ενάγουσα οικειοθελώς αποχώρησε από την εργασία της, απέρριψε ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη την αξίωσή της για καταβολή αποζημιώσεως απολύσεως, ποσού 3.550,28 ευρώ, κεφάλαιο κατά του οποίου δεν υπάρχει λόγος εφέσεως και κατά τα λοιπά δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αφενός αναγνώρισε την υπόχρεωση της εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα συνολικό ποσό 8.598,99 ευρώ για αμοιβή εργασίας Σαββάτου και διαφορές των επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας των αναφερομένων ετών, αφετέρου την υποχρέωσε να καταβάλει στην εναγομένη ποσό  13.057,2 ευρώ για υπερωριακή αμοιβή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά το μέρος της που δέχθηκε την αγωγή και την εξ ολοκλήρου απόρριψη της αγωγής.

ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι το δικόγραφο  της αγωγής πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων τα οποία απαιτούνται για την νομική της θεμελίωση, η έλλειψη δε ή η ανεπαρκή και ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής συνιστά έλλειψη της με ποινή απαραδέκτου επιβαλλόμενης προδικασίας, η οποία εξετάζεται από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία δεν μπορεί να  συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Η διάταξη του άρθρου 224 εδ. β΄ του Κ.Πολ.Δ παρέχει μεν στον ενάγοντα την ευχέρεια να συμπληρώσει, διευκρινίσει και διορθώσει τους περιεχόμενους στην αγωγή ισχυρισμούς, όχι, όμως, και να αναπληρώσει εκείνους οι οποίοι λείπουν και αποτελούν στοιχεία του αγωγικού δικαιώματος. Με βάση την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 του ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις του να συμπληρώσει, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, την ατελή έκθεση των πραγματικών  ισχυρισμών του, θεραπεύοντας έτσι την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, δεν μπορεί όμως να αναπληρώσει την νομική αοριστία αυτής, η οποία συνίσταται στη μη έκθεση των περιστατικών που απαιτούνται  κατά το νόμο για την γένεση του αγωγικού δικαιώματος (ΑΠ 1056/2002 ΕλλΔνη 45.84, ΑΠ 167/2002 ΕλλΔνη 43.1348, ΑΠ 1363/1998 ΕλλΔνη 39.325). Ειδικότερα, για το ορισμένο της αγωγής, η οποία έχει ως αίτημα την καταβολή δεδουλευμένων μισθών ή άλλων παροχών που οφείλονται από την έγκυρη σύμβαση εργασίας σύμφωνα με το άρθρο 648 του Α.Κ και τις ισχύουσες εκάστοτε κανονιστικές διατάξεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, όπως επιδόματα εορτών, αποδοχές και επιδόματα αδείας, αμοιβή για παρασχεθείσα υπερεργασία και νόμιμη ή παράνομη υπερωριακή εργασία, είναι η σύμβαση ή η σχέση εργασίας, ο χρόνος της καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι της παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται,  η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ’ εκάστη ημέρα απασχολήσεως και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες, για τις παραπάνω αιτίες, οφειλές του εργοδότη, επαρκώς προσδιορισμένα (ΑΠ 524/2018, ΑΠ 2016/2007, ΑΠ 184/2007, ΑΠ 66/2007 – “Νόμος”). Τα στοιχεία αυτά δεν είναι ανάγκη να διατυπώνονται στο δικόγραφο της αγωγής με πανηγυρικό τρόπο και τυποποιημένες εκφράσεις αλλά αρκεί λογικώς να συνάγονται από το όλο κείμενο της αγωγής, το οποίο ο ενάγων μπορεί έως τη συζήτησή της να συμπληρώσει, να διευκρινίσει και να διορθώσει, εφόσον δεν μεταβάλλεται η βάση της (άρθρο 224 του Κ.Πολ.Δ), με τις προτάσεις της συζητήσεως (ΑΠ 411/2017,  ΑΠ 548/2000 – “Νόμος”).  Αντιθέτως, για το ορισμένο της ανωτέρω αγωγής δεν απαιτείται να αναφέρονται σε αυτή οι νόμιμες κρατήσεις που έγιναν ή πρέπει να γίνουν επί των αξιούμενων οικείων χρηματικών ποσών, διότι ο εργοδότης υποχρεούται από το νόμο να παρακρατεί ορισμένα ποσά από το μισθό, για την καταβολή τους στους οργανισμούς κυρίας ή επικουρικής ασφαλίσεως, όπως το Ι.Κ.Α και το Τ.Ε.Α.Μ (άρθρα 26 παρ. 5 του αναγκαστικό νόμου 1846/1951, 22 και 32 του νόμου 2084/1997 και εκτελεστικές υπουργικές αποφάσεις), καθώς και για το φόρο μισθωτών υπηρεσιών, πλην όμως τα ποσά αυτά δεν αποτελούν αντικείμενο της δίκης για τις αποδοχές και δεν αφαιρούνται από το δικαστήριο που επιδικάζει οφειλόμενες στο σύνολό τους ή κατά ένα μέρος τους δεδουλευμένες αποδοχές ή μισθούς υπερημερίας, αλλά παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους καθώς επίσης δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται και τα καταβληθέντα έναντι των αγωγικών αξιώσεων χρηματικά ποσά, εφόσον το γεγονός τούτο πρέπει να επικαλεστεί κατ’ ένσταση (άρθρο 416 του Α.Κ) ο εναγόμενος, κατά του οποίου προβάλλεται με την αγωγή η σχετική αξίωση, ούτε ο χρόνος από του οποίου αρχίζει η υπερεργασία και η υπερωρία κάθε ημέρα είναι απαραίτητο να αναφέρεται, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΑΠ 524/2018, ΑΠ 2018/2007-  “Νόμος”, ΑΠ 140/2000 ΕλλΔνη 41.966).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση εφέσεως, η εκκαλούσα επαναφέρει τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της ένδικης αγωγής επικαλούμενη ότι το κονδύλι για υπερωρίες έπρεπε να απορριφθεί ως αόριστο γιατί δεν αναφέρει η ενάγουσα  το ωράριο με βάση το οποίο θα έπρεπε να απασχολείται με βάση τη σύμβασή της ούτε αναλυτικώς τις ώρες που ισχυρίζεται ότι εργαζόταν δηλαδή εάν προσερχόταν νωρίτερα ή παρατεινόταν το ωράριό της ούτε το ωράριο λειτουργίας του καταστήματος. Εφόσον, όμως, η αγωγή αναφέρει τα χρονικά διαστήματα εντός των οποίων παρασχέθηκε η εργασία, τον συμφωνημένο μισθό, τους συμφωνηθέντες όρους αυτής (Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας) και τις ώρες της ημερήσιας εργασίας που πράγματι παρασχέθηκε, είναι επαρκώς ορισμένη, σύμφωνα με όσα προαναφέρονται και ο πρώτος λόγος εφέσεως, κατά το τμήμα του με το οποίο η εκκαλούσα ζητεί την απόρριψη της αγωγής λόγω αοριστίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Πρέπει δε να εξεταστεί περαιτέρω ο πρώτος λόγος ως προς το βάσιμο αυτού, κατά το μέρος του με το οποίο παραπονείται η ενάγουσα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αρνούμενη ότι η  εναγομένη εργάσθηκε πέραν του οκταώρου.

IV. Με τον δεύτερο λόγο εφέσεως ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι κατά κακή εφαρμογή του Ν. 3846/2010 δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι η ενάγουσα δικαιούται αμοιβής για εργασία Σαββάτου και επιδίκασε σε αυτή για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 8.057,28 ευρώ ενώ έπρεπε να απορρίψει το σχετικό κονδύλι ως μη νόμιμο εφόσον κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς η ενάγουσα εργαζόταν 4 καθημερινές και ένα Σαββατο εβδομαδιαίως λαμβάνοντας “ρεπό” τη Δευτέρα ή Τετάρτη και συνεπώς ουδέποτε εργάσθηκε έκτη ημέρα την εβδομάδα κατά παράβαση της πενθήμερης εργασίας, ούτε άλλωστε το ισχυρίζεται, συνεπώς ελλείπει η προϋπόθεση εφαρμογής του ανωτέρω νόμου.

V. Από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.1 και 2 του ν. 435/1976, συνάγεται ότι η απασχόληση του μισθωτού κατά το μέρος που υπερβαίνει το ανώτατο όριο διάρκειας της εργασίας κατά τη μονάδα του χρόνου, που έχει ορισθεί με διάταξη νόμου ή με κανονιστική διοικητική πράξη κατά νόμιμη εξουσιοδότηση, συνιστά, εφόσον δεν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 3 του ν.δ. 515/1970 ή άλλη νόμιμη εξαίρεση, παράνομη υπερωρία, για την οποία ο μισθωτός έχει τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ.2 του ως άνω ν. 435/1976. Με το άρθρο 6 της από 14-2-1984 ΕΓΣΣΕ, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 11770/20-2- 1984 (ΦΕΚ Β` 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέραν από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ωραρίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή της υπερεργασίας, καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346/1983. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι: α) ως προς τη συνδρομή υπερεργασίας υπό την ανωτέρω έννοια, κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια, αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας και όχι κατά τις Κυριακές ή άλλες ημέρες ανάπαυσης, για τις οποίες υφίσταται αυτοτελής νομοθετική πρόνοια και, συνεπώς, ο απασχολούμενος υπό καθεστώς πέντε εργασίμων ημερών εβδομαδιαίως πραγματοποιεί υπερεργασία, για την οποία δικαιούται την οικεία αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξανόμενο κατά 25%), αν η απασχόλησή του υπερβαίνει κατά τις ημέρες αυτές το συμβατικό όριο των 40 ωρών, β) ως προς τη συνδρομή υπερωριακής εργασίας, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, λαμβάνεται υπόψη όχι η εβδομαδιαία, αλλά η ημερήσια εργασία, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία, όταν ο μισθωτός της προκειμένης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως (ή πέραν των εννέα ωρών υπό τους όρους του άρθρου 6 της από 26- 2-1975 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από το νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της επιπλέον ημερήσιας εργασίας με τις λιγότερες ώρες εργασίας άλλης ημέρας της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου. Η υπερωριακή εργασία που παρέχεται χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του ν.δ. 515/1970, αμείβεται με αποζημίωση βάσει των διατάξεων του αδικαιολογήτου πλουτισμού και με προσαύξηση 100% του καταβαλλομένου ωρομισθίου (και ήδη 80%-αρθ. 74 παρ. 10 ν. 3863/2010). Ειδικώς για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση 45 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ για τους εργαζομένους με το σύστημα των έξι ημερών την εβδομάδα, ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 ωρών και μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών εβδομαδιαίως (αρθ. 4 ν. 2874/2000 όπως αυτό ισχύει μετά τη διαδοχική αντικατάστασή του με τα άρθρα 1 του ν. 3385/2005 και 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010). Για τους ίδιους εργαζομένους και ανάλογα με το σύστημα των πέντε ή έξι ημερών εβδομαδιαίας εργασίας, ως υπερωριακή θεωρείται η απασχόληση πέραν των εννέα ή οκτώ, αντίστοιχα, ωρών ημερησίως (ΑΠ 684/2017, ΑΠ 314/2017, ΑΠ 534/2014- “Νόμος”).  Με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ. 10 του ν. 3863/2010, η οποία ισχύει από 15-7-2010 (άρθρο 76 ν. 3863/2010), το ωρομίσθιο της υπερεργασίας (θεσμοθετημένης) μειώθηκε για τις ώρες της υπερεργασίας (από την 41η έως και την 45η ώρα κάθε εβδομάδας επί πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας και συμβατικό ωράριο 40 ωρών εβδομαδιαίως), και η οφειλόμενη προσαύξηση ανέρχεται σε ποσοστό 20% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου (ΑΠ 65/2020, ΑΠ 288/2018, ΑΠ 1109/2017 – “Νόμος”).  Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 6 της από 26-2-1975 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που δημοσιεύθηκε με την υπ` αριθμό 11400/1710/4-3-1975 απόφαση του Υπουργού Εργασίας και κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του Ν. 133/1975 (ΦΕΚ Α` 180) και του άρθρου 2 της από 29-12-1980 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), που κυρώθηκε με το Ν. 1157/1981, περί της δυνατότητας καθιέρωσης της εβδομάδας των πέντε ημερών σε κλάδους του ιδιωτικού τομέα, δυνάμει σχετικών συλλογικών ρυθμίσεων ή κατόπιν έκδοσης ειδικών διατάξεων νόμων, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 904 επ. του ΑΚ, προκύπτει ότι η μέχρι οκτώ (8) ώρες εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας (συνήθως τα Σάββατα) σε επιχειρήσεις, όπου εφαρμόζεται υποχρεωτικά το σύστημα παροχής εργασίας πέντε ημερών την εβδομάδα, ήτοι σε ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, λόγω εξάντλησης του πενθημέρου, το μεν δεν συναριθμείται με τις ώρες των εργασίμων ημερών της ίδιας εβδομάδας (ΑΠ 1409/2014, ΑΠ 1223/2013), το δε είναι άκυρη, ως απαγορευμένη από κανόνες δημόσιας τάξης. Κατά συνέπεια, η παροχή τέτοιας εργασίας γεννά σε βάρος του εργοδότη απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας κατά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις.  (ΑΠ 288/2018, ΑΠ 314/2017, ΑΠ 864/2015). Η ωφέλεια συνίσταται στις αποδοχές που ο εργοδότης θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό έχοντα τις ίδιες ικανότητες με τον απασχοληθέντα, τον οποίο θα απασχολούσε εγκύρως στη θέση του παρανόμως απασχοληθέντος την έκτη ημέρα μισθωτού, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές ιδιότητες του τελευταίου (λόγω γάμου, τέκνων ή προϋπηρεσίας) και τα συναφή με αυτές επιδόματα, καθόσον αυτές δεν θα συνέτρεχαν κατ` ανάγκη στο πρόσωπο του δυναμένου να απασχοληθεί με έγκυρη σύμβαση (ΑΠ 506/2017, ΑΠ 1576/2012, ΑΠ 191/2011,). Τα ανωτέρω, ως προς τον τρόπο αμοιβής των απασχολουμένων κατά την έκτη ημέρα της εβδομάδας σε επιχειρήσεις όπου εφαρμόζεται το πενθήμερο, βάσει των περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεων, ίσχυαν κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη εφαρμογής του Ν. 3846/11-5-2010, (ΦΕΚ Α66/11.05.2010) με τον οποίο ρυθμίσθηκε το πρώτον νομοθετικά ο τρόπος αμοιβής του μισθωτού για απασχόλησή του την έκτη ημέρα της εβδομάδας σε επιχειρήσεις που εφαρμόζεται το σύστημα της πενθήμερης εργασίας. Ειδικότερα, με το άρθρο 8 αυτού ορίζεται ότι “Η εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%” (ΑΠ 65/2020, ΑΠ 1985/2017 – “Νόμος”).

VI. Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά, που προσκομίζονται με επίκληση σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο, όλων των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων από αμφότερα τα διάδικα μέρη εγγράφων, σε μερικά από τα οποία, ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, καθώς και των νομίμως μετ΄επικλήσεως υπ’ αριθ. …../2019 και ……/2019 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, των οποίων προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. …….΄/2019 έκθεση  επιδόσεως στου δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……………) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι κάτοχος αδείας άσκησης επαγγέλματος κομμώτριας (βλ. 5320/2008 απόφαση της Νομαρχίας Πειραιώς) και διαθέτει πιστοποιητικό υγείας βάσει του οποίου δύναται να εργαστεί σε επιχείρηση υγειονομικού ενδιαφέροντος (βλ. τα από 16.11.2012 και 31.1.2018 πιστοποιητικά υγείας του ΕΟΠΥΥ).  Την 1.11.2011 προσελήφθη από την εταιρεία με την επωνυμία “…………..”, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα “βοηθός κομμωτή”, όπως η ίδια αναφέρει στην αγωγή της και όχι ως κομμώτρια, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλουμένη, στο υποκατάστημα που η εργοδότρια διατηρούσε στον Πειραιά, επί της οδού  …………. Συμφωνήθηκε πενθήμερη εργασία εβδομαδιαίως και ειδικότερα τέσσερις καθημερινές και το Σάββατο, με την παροχή ημέρας αναπληρωματικής ανάπαυσης (ρεπό), άπαξ εβδομαδιαίως, καθώς και οκτώ ώρες εργασίας καθημερινώς, με συμβατικό ωρομίσθιο 4,32 ευρώ.  Στις 5.12.2014, η προαναφερόμενη εργοδότρια εταιρεία απορροφήθηκε από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα (βλ. την …../19.1.2015 ανακοίνωση του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών), η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη σύμβαση της ενάγουσας με την αρχική εργοδότρια. Η ανωτέρω σύμβαση εργασίας λύθηκε με την οικειοθελή αποχώρηση της ενάγουσας στις 21.7.2018, με αποτέλεσμα να μην οφείλεται αποζημίωση απολύσεως, όπως ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη, κεφάλαιο κατά του οποίου δεν υπάρχει λόγος εφέσεως. Η ενάγουσα εργαζόταν τέσσερις καθημερινές την εβδομάδα και κάθε Σάββατο, λαμβάνοντας ως ρεπό την ημέρα Δευτέρα ή Τετάρτη, κατά περίπτωση, ανάλογα με το πρόγραμμα που η εργοδότρια κατήρτιζε κάθε εβδομάδα. Η εργασία των κομμωτών και βοηθών στο εν λόγω κατάστημα είχε μοιραστεί σε δύο βάρδιες ημερησίως και ειδικότερα κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο η πρώτη βάρδια είχε ωράριο από 8.00. έως 18.00 και η δεύτερη από 9.00 έως 19.00 ενώ κάθε Τρίτη και Πέμπτη η πρώτη βάρδια ήταν από 8.00 έως 18.00 και η δεύτερη από 11.00 έως 20.30 και τέλος την Παρασκευή η πρώτη βάρδια ήταν 8.00 με 18.30 και η δεύτερη 10.30 με 20.30. Η ενάγουσα, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα εργασίας της στο κατάστημα της εναγομένης, εργαζόταν πέραν του νομίμου οκταώρου και ειδικότερα επί 9 ώρες τόσο τις τέσσερις καθημερινές όσο τα Σάββατα και όχι επί 10 ώρες, όπως ισχυρίζεται η ίδια ούτε επί οκτώ ώρες όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, παρέχοντας έτσι εβδομαδιαίως εργασία 45 ωρών. Από αυτές και σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, οι πέντε (5) ώρες (από τη 41 έως και την 45) αποτελούν υπερεργασία αμοιβόμενη με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 20% και όχι υπερωρία, όπως εσφαλμένως δέχθηκε η εκκαλουμένη. Η δε εργασία κατά τα Σάββατα παρασχέθηκε στα πλαίσια της πενθήμερης εργασίας   της ενάγουσας και όχι κατά παράβαση αυτής ώστε να εφαρμοστεί ο Ν. 3846/11-5-2010, εφόσον η αργία του Σαββάτου αναπληρωνόταν με παροχή μίας ημέρας εβδομαδιαίως για ανάπαυση (“ρεπό”) και η ενάγουσα ουδέποτε εργάσθηκε έξι ημέρες την εβδομάδα, μετά από εξάντληση του πενθημέρου. Επομένως, εσφαλμένως η εκκαλουμένη εφάρμοσε τον ανωτέρω νόμο επιδικάζοντας στην ενάγουσα αντίστοιχα ποσά και είναι βάσιμος ο δεύτερος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα προβάλλει το σχετικό παράπονο. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2013 έως 21.7.2018 (270 εβδομάδες), η ενάγουσα δικαιούται για πέντε ώρες υπερεργασίας την εβδομάδα ποσό 6.993 ευρώ (270 Χ 5 Χ 5,18 το κατά 20% προσαυξημένο ωρομίσθιο).  Η ενάγουσα ζητεί με την αγωγή της διαφορές επιδομάτων Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας ολόκληρου του ένδικου χρονικού διαστήματος υπολογίζοντας αυτές επί του μηνιαίου μισθού της των 720 ευρώ πλέον αναλογίας εργασίας Σαββάτου 40,78 ευρώ. Ωστόσο η αξίωση αυτή δεν είναι νόμιμη εφόσον,  όπως προαναφέρθηκε, η εργασία Σαββάτου παρασχέθηκε στα πλαίσια της πενθήμερης εργασίας κι όχι καθ’ υπέρβαση αυτής ώστε να δικαιούται η ενάγουσα την αμοιβή του Ν. 3846/11-5-2010 και βάσει αυτής να συνυπολογισθεί ο μισθός επί του οποίου καταβάλλονται τα εν λόγω επιδόματα. Ενόψει δε του ότι η ενάγουσα δεν ισχυρίζεται ότι της οφείλονται διαφορές των ανωτέρω επιδομάτων από άλλη αιτία, δηλαδή συνομολογεί ότι αυτά της έχουν καταβληθεί με βάση το συμφωνημένο  και καταβαλλόμενο μισθό της (720 ευρώ), η σχετική αξίωση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη.

Ενόψει των προηγουμένων, έσφαλε η εκκαλουμένη που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κι αφενός επιδίκασε στην ενάγουσα υπερωριακή αμοιβή ποσού 13.057,2 ευρώ αφετέρου αναγνώρισε ότι της οφείλεται ποσό 8.598,99 ευρώ για εργασία Σαββάτου και διαφορές επιδομάτων αδείας, Χριστουγέννων και Πάσχα του ένδικου χρονικού διαστήματος. Πρέπει επομένως, η έφεση να γίνει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη κατά τον δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το εκκληθέν μέρος της, του πέμπτου λόγου, που πλήττει τα επιδικασθέντα πρωτοδίκως δικαστικά έξοδα, μη εξεταζομένου γιατί η εξαφάνιση της εκκαλουμένης συμπαρασύρει και την περί δικαστικών εξόδων διατάξή της. Ακολούθως αφού κρατηθεί και δικασθεί η αγωγή πρέπει αυτή να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα για αμοιβή υπερεργασίας συνολικό ποσό 6.933 ευρώ,  νομιμοτόκως  από την πρώτη του μηνός που έπεται εκείνου εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία. Τέλος, μέρος των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, που ηττήθηκε εν μέρει (176, 178, 183, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων

-Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.

-Διατάζει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 1364/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το εκκληθέν αυτής μέρος.

-Κρατεί και δικάζει την από 24.12.2018 αγωγή, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με ΓΑΚ/ΕΑΚ …./2018.

-Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

-Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

-Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα συνολικό ποσό έξι χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα τριών (6.933) ευρώ, νομιμοτόκως  από την πρώτη εκάστου μηνός που έπεται εκείνου εντός του οποίου παρασχέθηκε η εργασία.

-Καταδικάζει την εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

-Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια, στο ακροατήριό του συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 5  Ιουλίου 2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ