Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 309/2021

Αριθμός  309/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα  4ο )

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  T.Λ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………..η οποία υπήχθη στο καθεστώς της νομικής βοήθειας και εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της Δικηγόρο Σεραΐνα Ευαγγέλλου    (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………. ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  20.3.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 223/2020 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 18.5.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………./2020) η  αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια Δικηγόρος της εκκαλούσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Κατά τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ «Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ΄ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.». Στην προκειμένη περίπτωση από την υπ΄ αρ. ……../7-9-2020 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………., που επικαλείται και προσκομίζει η εκκαλούσα, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση (άρθρο 498 του ΚΠολΔ), προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης εφέσεως με εκθέσεις καταθέσεως, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (4-2-2021), επιδόθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος, όμως, δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην, πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι η παρισταμένη, δια της πληρεξουσίας Δικηγόρου της, εκκαλούσα προσκομίζει, για το παραδεκτό της συζητήσεως της εφέσεως, κατ΄ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ του ΚΠολΔ, αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου της, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ΄ αυτήν.

Η κρινόμενη από 18-5-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ΄ αρ. 223/2020 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρα 591, 592 επ. του ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011), και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, (άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό της ένδικης εφέσεως δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εφέσεως, πρωτίστως, λόγω της φύσεως της προκειμένης διαφοράς [αφορά διατροφή εν διαστάσει συζύγου (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ)].

Με την από 20-3-2018 (αρ. καταθ. ……/2018) αγωγή της, που συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 21-11-2018, κατ΄ εκτίμηση αυτής, και για τους λόγους που αναφέρονται σ΄ αυτή (αγωγή), η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, ήδη εφεσίβλητος, να καταβάλει σ΄ αυτήν μηνιαία διατροφή σε χρήμα, ποσού 600 ευρώ, επειδή η έγγαμη συμβίωσή τους διακόπηκε από εύλογη για εκείνη αιτία και αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της από τα εισοδήματα ή την περιουσία της και την οποία διατροφή δικαιούται να απαιτήσει, ενόψει των βιοτικών της αναγκών, όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο της χωριστής διαβιώσεώς της, και δη προκαταβολικά, εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός, για μία διετία από την επίδοση της αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση. Τέλος, η ενάγουσα ζήτησε να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή ποσού 1.000 ευρώ και προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους, ως μέσον εκτελέσεως της αποφάσεως που θα εκδοθεί, να κηρυχθεί αυτή προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ΄ αρ. 223/2020 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί απειλής προσωπικής κράτησης και χρηματικής ποινής σε βάρος του εναγομένου, το οποίο έκρινε απορριπτέο ως μη νόμιμο, απέρριψε ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, δέχθηκε, κατά τα λοιπά, κατά ένα μέρος την αγωγή, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα διατροφή σε χρήμα, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ μηνιαίως, προκαταβολικά εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός και για μία διετία από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, κήρυξε την απόφαση, ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινώς εκτελεστή, στο σύνολό της και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα, στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την ένδικη από 18-5-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα ενάγουσα και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτήν (έφεση) λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει καθ΄ ολοκληρίαν δεκτή η ένδικη αγωγή της.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389, 1390, 1391 και 1392 του ΑΚ προκύπτει ότι 1) οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν (συμβάλλουν) από κοινού ο καθένας ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, 2) η συνεισφορά γίνεται με την προσωπική εργασία, τα εισοδήματά τους και την περιουσία τους, 3) στην υποχρέωση αυτή περιλαμβάνεται ειδικότερα η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή τους, η κοινή υποχρέωση για διατροφή των τέκνων τους και γενικά η υποχρέωση και συμβολή στη λειτουργία του κοινού οίκου. Το μέτρο της υποχρέωσης προσδιορίζεται ανάλογα με τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής και η εκπλήρωσή της γίνεται με τον τρόπο που επιβάλλει η έγγαμη συμβίωση. Επίσης συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν είναι εύπορος ή άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής (ΑΠ 1028/2013, ΕφΘρ 74/2014). Συνεπώς, αυτός που μετέχει, με βάση την οικονομική του δυνατότητα, στα βάρη του γάμου με ποσό μικρότερο από το ποσό συμμετοχής του άλλου συζύγου δικαιούται, συντρεχόντων και των λοιπών προβλεπομένων από το νόμο προϋποθέσεων, διατροφή από τον τελευταίο, αφού και κατά τη διάρκεια του γάμου απολάμβανε αυτός μέρος από τα εισοδήματα του άλλου. Το παραπάνω δικαίωμα υφίσταται και όταν η διακοπή προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου, ακόμη και αν ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην περίπτωση όμως αυτή, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σε αυτόν από τον άλλον διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή του (ελαττωμένη διατροφή), μετά από ένσταση του εναγομένου με αντίστοιχο προς τούτο αίτημα. Εξάλλου από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση, λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων (ΑΠ 1061/2012, ΑΠ 132/2003, ΕφΛαρ 30/2013). Ακολούθως, από τα άρθρα 522, 524, 535 παρ. 1, 536 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έχει, ως προς την αγωγή, την αυτή, όπως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξουσία σχετικά με το νόμω βάσιμο, το ορισμένο και το παραδεκτό της αγωγής και μπορεί, αν ο εκκαλών παραπονείται για την κατ΄ ουσίαν απόρριψη της αγωγής του, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως και να την απορρίψει, μετά την εξαφάνιση  της εκκαλουμένης, ως μη νόμιμη, χωρίς έτσι να γίνεται η εκδιδόμενη απόφαση επιβλαβέστερη γι΄ αυτόν (ΑΠ 769/2017, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 224/2016, ΑΠ 1344/2015, ΑΠ 591/2015, ΑΠ 258/2015 δημοσιευμένες στη ΝΟΜΟΣ). Από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά παραδοχή λόγου εφέσεως και τη διακράτηση από αυτό της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση, δεν δεσμεύεται πλέον από την αρχή της μη χειροτέρευσης του εκκαλούντος, η εξουσία του, όμως, αυτή να εξετάζει τα θέματα, που υποβλήθηκαν πρωτοδίκως, τελεί υπό τον περιορισμό του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, δηλαδή στο μέτρο που η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η τελευταία αυτή διάταξη ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Έτσι το Εφετείο κρίνει, αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποφάσισε ορθώς ή μη επί τη βάσει των εκτιθεμένων στην έφεση λόγων, ήτοι των αποδιδομένων από τον εκκαλούντα στην πρωτόδικη απόφαση σφαλμάτων και παραλείψεων, τα οποία συνιστούν τη νομική βάση της εφέσεως. Επομένως, σφάλματα ή παραλείψεις μη προσβληθέντα υπό του διαδίκου με λόγους εφέσεως δεν μπορούν να εξετασθούν αυτεπαγγέλτως υπό του Εφετείου ούτε συγχωρείται σ΄ αυτό, αν τα διαπιστώσει, να απαγγείλει την εξαφάνιση της εκκληθείσας αποφάσεως (ΑΠ 1344/2015 ο.π., ΑΠ 892/2013, ΑΠ 878/2000, ΑΠ 192/1998, ΑΠ 1326/1984 ΝοΒ 33.997, ΕφΠειρ 629/2020, ΕφΠειρ 370/2018). Όταν λοιπόν το εκκληθέν με την έφεση κεφάλαιο της πρωτοβάθμιας αποφάσεως αφορά αξίωση της αγωγής, η οποία έγινε μερικά δεκτή και απορρίφθηκε κατά το υπόλοιπο, ναι μεν μεταβιβάζεται ολόκληρο το κεφάλαιο αδιαιρέτως στο Εφετείο (γι΄ αυτό μπορεί να ασκηθεί αντέφεση, καθόσον αφορά στο μέρος του αιτήματος, που έγινε δεκτό), το Εφετείο, όμως, μπορεί να το εξετάσει μόνον κατά το μέρος, που πλήττεται με έφεση ή αντέφεση (ΑΠ 1344/2015 ο.π., ΕφΠειρ 370/2018). Λόγοι δε εφέσεως δεν είναι παραδεκτοί (και αν καθ΄ υπόθεση υποβάλλονται) εφόσον αναφέρονται στο μέρος του κεφαλαίου της εκκαλουμένης, που ωφελεί τον εκκαλούντα. Έτσι οι μόνοι δυνάμενοι να υποβληθούν παραδεκτώς λόγοι θα αφορούν, κατ΄ ανάγκη, τη βλαπτική για τον εκκαλούντα διάταξη, ως προς την οποία και μόνο έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει έφεση, γι΄ αυτό και, σε περίπτωση παραδοχής κάποιου από τους λόγους της εφέσεως, η εξαφάνιση της αποφάσεως θα είναι μερική, αποκλειομένης της αποδικάσεως του μέρους του κεφαλαίου, που επιδικάστηκε με μόνη την έφεση του ενάγοντος – εκκαλούντος και χωρίς την άσκηση εφέσεως ή αντεφέσεως από τον εφεσίβλητο – εναγόμενο (ΑΠ 207/2017 ό.π., ΑΠ 1344/2015 ό.π., ΑΠ 12/1992 ΕλλΔνη 34,347). Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, την απόφαση δε αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιό της μεταβιβάζονται με την άσκηση της εφέσεως στο Εφετείο αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή, όσον και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο ενάγων με τις προτάσεις του στο Εφετείο κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Στην αντίστροφη περίπτωση, αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ΄ αυτής, ο τελευταίος με την άσκηση εφέσεως κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή, μόνο με λόγο εφέσεως ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (ΑΠ 747/2017, ΑΠ 431/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 629/2020, ΕφΠειρ 370/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητος του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Δεν είναι, συνεπώς, νόμιμη η κατ΄ έφεση επίκληση αποδεικτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις προτάσεις στο Εφετείο περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα, που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσκομίσει πρωτόδικα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων που επανυποβάλλει, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου ή με ενσωμάτωση στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης των προτάσεων προηγουμένων συζητήσεων, στις οποίες γίνεται επίκληση των εγγράφων (ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 753/2019). Περαιτέρω δεν πρόκειται για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 149/2020, ΑΠ 258/2019, ΑΠ 696/2017, ΑΠ 224/2016).

Από τα έγγραφα τα οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η εκκαλούσα-ενάγουσα και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εκτός από αυτά, τα οποία επικαλείται η εκκαλούσα με τις νομίμως κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού έγγραφες προτάσεις της, μόνο ως κατωτέρω, ήτοι τα έγγραφα που επικαλέσθηκε και προσκόμισε με τις πρωτόδικες προτάσεις της, καθόσον η επίκληση αυτή δεν είναι νόμιμη, (κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ, το οποίο, αν και αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, εφαρμόζεται και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων), χωρίς ρητή και σαφή επίκληση των εγγράφων που επικαλέσθηκε και προσκόμισε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των πρωτόδικων προτάσεων αντίστοιχα όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών, ούτε εξάλλου στις προτάσεις της του παρόντος βαθμού περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζήτησης, καλυπτόμενες από την υπογραφή της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, έτσι ώστε να καθίστανται ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας,(εκτός των εγγράφων που επικαλείται ρητώς και σαφώς με τις προτάσεις του παρόντος βαθμού και τα οποία λαμβάνονται υπόψη), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν µεταξύ τους νόµιµο γάµο στον Πειραιά την 2-12-1984. Από το γάµο τους αυτό απέκτησαν τρία τέκνα, τον Παναγιώτη, που γεννήθηκε την 29-4-1985, τον …. που γεννήθηκε την 21-7-1987 και τον ..… που γεννήθηκε την 11-9-1989, ήτοι είναι ήδη ενήλικα. Η έγγαµη συµβίωση των διαδίκων αρχικά ήταν ομαλή, ωστόσο, στη συνέχεια, υπήρξαν διενέξεις μεταξύ τους, οι οποίες οδήγησαν στη βαθμιαία αποξένωσή τους και τελικά στη διάσπαση της έγγαμης σχέσεώς τους, με την αποχώρηση του εναγομένου από τη συζυγική οικία από τα τέλη Μαΐου του έτους 2017. Έκτοτε, οι διάδικοι τελούν σε διάσταση, χωρίς όμως ακόμη ο γάμος τους να έχει λυθεί με διαζύγιo. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα περιστατικά, η έγγαμη σχέση των διαδίκων διακόπηκε από εύλογη για την ενάγουσα αιτία και κατά συνέπεια δικαιούται (η ενάγουσα) έναντι του εναγομένου διατροφής σε χρήμα, εάν βεβαίως συντρέχουν και οι λοιπές, εξεταζόμενες κατωτέρω, προϋποθέσεις, ήτοι της αδυναμίας της να εξασφαλίσει τη διατροφή της από δικούς της πόρους και της υπό καθεστώς εγγάμου συμβιώσεως συμμετοχής της στο εισόδημα του εναγομένου-συζύγου της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Περαιτέρω, η πρωτοδίκως προβληθείσα από τον εναγόμενο µε δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, αλλά και µε τις προτάσεις του που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ένσταση περί επιδικάσεως υπέρ της ενάγουσας ελαττωμένης διατροφής για το λόγο ότι η ενάγουσα υπέπεσε σε υπαίτια παραπτώματα που συνιστούν βάσιμο λόγο διαζυγίου υπέρ αυτού (εναγομένου), η οποία έγινε δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη, πρέπει, αν και νόμω βάσιμη (άρθρα 1392 εδ. β΄, 1495 και 1842 του ΑΚ), να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, δεδομένου ότι η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε λόγο που αφορά κατά τα προαναφερόμενα, μόνο το πρόσωπό του (εναγομένου), καθόσον από κανένα προσκομιζόμενο και επικαλούμενο στον παρόντα βαθμό αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται το αντίθετο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκρινε ότι η ένσταση περί επιδικάσεως ελαττωμένης διατροφής που προέβαλε ο εναγόμενος έπρεπε να γίνει δεκτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη, περιόρισε την έκταση της οφειλόμενης στην ενάγουσα από τον εναγόμενο διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή της, καθώς επίσης έκρινε ότι η ελαττωμένη διατροφή που δικαιούται να απαιτήσει η ενάγουσα από τον εναγόμενο και ανταποκρίνεται στις απολύτως αναγκαίες ανάγκες συντήρησής της, ανέρχεται στο ποσό των 250 ευρώ μηνιαίως, έσφαλε και συνεπώς οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατόπιν της ως άνω διασπάσεως της έγγαμης συμβίωσης, η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4-10-2017 (αρ. καταθ. ……./2017) αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών µέτρων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αρ. 1985/2017 απόφαση, δυνάµει της οποίας ο ήδη εναγόµενος υποχρεώθηκε να προκαταβάλει το πρώτο πενθήμερο εκάστου μηνός στην ήδη ενάγουσα προσωρινή διατροφή για λογαριασμό της, το ποσό των 350 ευρώ, αρχίζοντας από την επομένη της επιδόσεως της αιτήσεως. Ακολούθως, από τα προσκοµιζόµενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο εναγόµενος, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1946, και ήταν, κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής περίπου 72 ετών, είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ και λαµβάνει μηνιαίως σύνταξη συνολικού ποσού περίπου 1.200 ευρώ. Έχει ληξιπρόθεσµες οφειλές προς το Δηµόσιο, για τις οποίες, κατόπιν ρυθμίσεως, καταβάλλει ως µηνιαία δόση το ποσό περίπου των 50 ευρώ. Το ως άνω ποσό όμως, δεν προαφαιρείται από τα εισοδήµατά του (εναγοµένου), αλλά απλώς συνεκτιμάται η δαπάνη αυτή, ως επιπλέον βιοτική του ανάγκη (πρβλ. ΑΠ 120/2013, ΑΠ 680/2010, ΑΠ 204/2010, ΑΠ 837/2009, ΑΠ 471/2005, ΕφΔωδ 195/2013, Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου: Αγωγές Οικογενειακού Δικαίου, τομ. Β΄, εκ. 2003, σελ. 58 και οι εκεί παραπομπές) και ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής του (πρβλ. ΕφΠειρ158/2008). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι είναι κύριος κατά ποσοστό 3,57% εξ αδιαιρέτου δύο μονοκατοικιών, που βρίσκονται στη Σαλαμίνα και στον Πειραιά, αντίστοιχα, οι οποίες όμως, δεν αποδείχθηκε ότι μπορούν να του αποφέρουν αξιόλογο εισόδημα. Άλλα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει ο εναγόμενος, ούτε ότι έχει κάποιο άλλο περιουσιακό στοιχείο που να μπορεί να αξιοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο και να του αποφέρει κάποια πρόσοδο. Ο εναγόμενος διαμένει προσωρινά σε πρόχειρο κατάλυμα και δη σε έναν ισόγειο στεγασμένο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων (γκαράζ). Αν και ο χώρος αυτός δεν είναι κατάλληλος για τη διαβίωσή του, δεν αποδείχθηκε ότι καταβάλλει μηνιαίο μίσθωμα για την χρήση του. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και δη έντονη μικροϊσχαιμική λευκοεγκεφαλοπάθεια, μέτριου βαθμού ανοϊκή συνδρομή, υποθυρεοειδισμό, ελαφρά υπέρταση, ανεπάρκεια αορτικής και μιτροειδούς βαλβίδας, έχοντας υποστεί κατά το παρελθόν εγκεφαλικά επεισόδια. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι για τις ανωτέρω παθήσεις του υποβάλλεται σε δαπάνες που δεν καλύπτονται από τον ασφαλιστικό του φορέα, ενώ για τη συμμετοχή του στη σχετική ιατροφαρμακευτική δαπάνη καταβάλλει κατά μέσο όρο μηνιαίως το ποσό των 50 ευρώ. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό σε οικιακό βοηθό. Κατά τα λοιπά, βαρύνεται με τις συνήθεις δαπάνες διαβίωσης που έχουν τα άτομα της ηλικίας του που ζουν υπό τις όμοιες με αυτόν κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Όσον αφορά δε στις οικονοµικές δυνάµεις της ενάγουσας, η οποία γεννήθηκε το έτος 1955 και ήταν, κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, περίπου 63 ετών, κατά το μεγαλύτερο μέρος της έγγαμης συμβίωσής της με τον εναγόμενο δεν εργάστηκε, πλην ασχολούνταν αποκλειστικά µε την ανατροφή των τριών τέκνων τους (διαδίκων), αλλά και µε τη φροντίδα του οίκου τους εν γένει, ενώ στερείται οποιασδήποτε επαγγελµατικής εµπειρίας. Εποµένως, ενόψει των ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα δεν δύναται να εργαστεί, λόγω της ηλικίας της και της έλλειψης επαγγελµατικής εµπειρίας, ώστε να αποκτήσει σταθερό εισόδηµα. Περαιτέρω, η ενάγουσα δεν λαμβάνει σύνταξη ή άλλου είδους οικονομική ενίσχυση από δημόσιο φορέα και δεν διαθέτει εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή. Είναι κυρία μίας μονοκατοικίας, εκτάσεως 65 τ.μ., που βρίσκεται στο Πέραμα Αττικής επί της οδού ……………. και αποτελούσε την οικογενειακή οικία και ήδη την ατομική της οικία, στην οποία διαμένει με το ένα εκ των τριών τέκνων τους (διαδίκων). Συνεπώς, δεν βαρύνεται με δαπάνη μισθώσεως οικίας, πλην όμως, βαρύνεται με τις αναλογούσες στην ίδια δαπάνες λειτουργίας (ηλεκτροφωτισμό, θέρμανση κ.λ.π.) και συντήρησης της οικίας αυτής. Ακόμη, είναι κυρία ενός αγροτεμαχίου εκτάσεως 245 τ.μ. κειμένου στο …. Βοιωτίας, το οποίο δεν αποδείχθηκε ότι της αποφέρει οποιοδήποτε εισόδημα, ή ότι μπορεί ευχερώς να αξιοποιηθεί με οποιονδήποτε τρόπο. Η ενάγουσα, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, ούτε ότι έχει εκ του νόμου υποχρέωση διατροφής άλλων προσώπων, βαρύνεται, κατά τα λοιπά, με τις συνήθεις δαπάνες διαβίωσης που έχουν τα άτομα της ηλικίας της που ζουν υπό όμοιες με αυτήν κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων τα οικογενειακά βάρη αντιμετωπίζονταν σχεδόν αποκλειστικά από τις αποδοχές του εναγομένου από την εργασία του στο Πυροσβεστικό Σώμα και, στη συνέχεια, μετά τη συνταξιοδότησή του, από τη μηνιαία σύνταξή του, ενώ η ενάγουσα συνεισέφερε στις οικογενειακές υποχρεώσεις και στην ανατροφή των τέκνων τους (διαδίκων) με την παροχή των προσωπικών της υπηρεσιών. Επομένως, ενόψει των παραπάνω πραγματικών περιστατικών η ενάγουσα υπό καθεστώς έγγαμης συμβίωσης θα απολάμβανε από τα μεγαλύτερα εισοδήματα του εναγομένου – συζύγου της. Με τα δεδοµένα αυτά, η ενάγουσα, η οποία κατά τα ανωτέρω αφίσταται της έγγαμης συμβίωσης από εύλογη γι΄ αυτήν αιτία και αδυνατεί να διατρέφει τον εαυτό της, δικαιούται διατροφής έναντι του εναγοµένου – συζύγου της, αφού και υπό τις συνθήκες της έγγαμης συμβίωσης είχε τοιούτο δικαίωμα. Ειδικότερα, µε βάση τις συνθήκες της ζωής των διαδίκων, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στο πλαίσιο της έγγαμης συμβίωσής τους, κατά την οποία η συνεισφορά της ενάγουσας για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών συνίστατο στην προσφορά της προσωπικής της εργασίας (όπως φροντίδα και περιποίηση του συζύγου της και των τέκνων τους, καθαρισμός της οικίας, παρασκευή φαγητού), που αποτιμάται σε χρήμα, ενώ η συνεισφορά του εναγοµένου συνίστατο στην προσφορά αρχικά των εισοδηµάτων του από την εργασία του και ακολούθως της σύνταξής του, και όπως οι συνθήκες αυτές ήδη έχουν διαµορφωθεί από τη χωριστή διαβίωσή τους, µε βάση και τις προαναφερόμενες οικονοµικές δυνατότητές τους, το ποσό που δικαιούται η ενάγουσα ως διατροφή ανέρχεται σε 350 ευρώ µηνιαίως, για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της αγωγής. Το προαναφερόμενο ποσό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της ενάγουσας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι ανάγκες σίτισης, ένδυσης, υπόδησης και για την κάλυψη των δαπανών αυτής γενικής φύσεως. Το ποσό αυτό που πρέπει (και δύναται) να συνεισφέρει ο εναγόµενος για τη διατροφή της ενάγουσας, ανταποκρίνεται στις ανάγκες της και αποτελεί την αναλογία που ο εναγόµενος ήταν υποχρεωµένος να συνεισφέρει και αντίστοιχα να απολαμβάνει αυτή (η ενάγουσα), στο πλαίσιο της έγγαµης συµβίωσής τους, µε µέτρο τις συνθήκες της οικογενειακής τους ζωής. Περαιτέρω, η πρωτοδίκως προβληθείσα από τον εναγόμενο, με δήλωση της πληρεξουσίας Δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, αλλά και με τις προτάσεις του που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ένσταση περί παραπομπής της ενάγουσας στους αναφερόμενους κατιόντες αυτής, η οποία απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη, δεν θα ερευνηθεί, καθόσον ο εφεσίβλητος – εναγόμενος δεν την επαναφέρει νομίμως στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα διατροφή σε χρήμα, ποσού 250 ευρώ μηνιαίως, προκαταβολικά εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός και για μία διετία από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, έσφαλε και συνεπώς οι σχετικοί λόγοι της εφέσεως πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό, να δικασθεί εκ νέου η αγωγή (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή αυτή ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα διατροφή σε χρήμα, ποσού 350 ευρώ μηνιαίως, προκαταβολικά εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός και για μία διετία από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το αίτημα περί κηρύξεως της παρούσας προσωρινά εκτελεστής στον παρόντα βαθμό καθίσταται αλυσιτελές, αφού η παρούσα απόφαση ως τελεσίδικη αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ). Τέλος, ενόψει του ότι η εκκαλούσα – ενάγουσα παραστάθηκε μετά στον πρώτο βαθμό και δια στον παρόντα βαθμό της πληρεξουσίας Δικηγόρου της, που διορίσθηκε κατά παραδοχή αιτήσεών της, αντίστοιχα, (εκκαλούσας – ενάγουσας) για παροχή νομικής βοήθειας, και νίκησε εν μέρει, πρέπει να καταδικασθεί ο εφεσίβλητος – εναγόμενος, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της (εκκαλούσας – ενάγουσας) και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματός της (εκκαλούσας – ενάγουσας, άρθρα 106, 178, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του Ν. 3226/2004), όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό της παρούσας. Πρέπει, επίσης, για την περίπτωση που ο εφεσίβλητος ασκήσει κατά της παρούσας ανακοπή ερημοδικίας να οριστεί το νόμιμο παράβολο (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου.

Ορίζει παράβολο για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας από τον εφεσίβλητο το ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και κατ΄ ουσίαν την από 18-5-2020 (αρ. καταθ. …../2020) έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 223/2020 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς [ειδική διαδικασία των οικογενειακών διαφορών (άρθρα 591, 592 επ. του ΚΠολΔ)].

Κρατεί και δικάζει την από 20-3-2018 (αρ. καταθ. …../2018) αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα διατροφή σε χρήμα, ποσού τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ μηνιαίως, προκαταβολικά εντός του πρώτου τριημέρου εκάστου μηνός και για μία διετία από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

Καταδικάζει τον εφεσίβλητο – εναγόμενο, στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ και επιδικάζει αυτά υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 11-6-2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας Δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ