Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 341/2021

Αριθμός     341/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Ελένη Μάρκου.

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: ………….ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Εμμανουήλ Μαριδάκη.

Η αρχικώς ενάγουσα, ……….., κάτοικος εν ζωή Μοσχάτου Αττικής, η οποία απεβίωσε και την βιαίως διακοπείσα δίκη λόγω θανάτου αυτής επανέλαβε ο μοναδικός κληρονόμος της ……….. (ήδη καθ΄ου η ανακοπή), άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.10.2013  και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2013 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμ. 1396/2017 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  ο εναγόμενος και ήδη ανακόπτων με την από 20.5.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2017) η 15η.3.2018, οπότε, συζητήσεως γενομένης εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 615/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία, δικάζοντας ερήμην του εκκαλούντος (…………….), απέρριψε την ως άνω έφεση.

Ο προαναφερόμενος εκκαλών (ήδη ανακόπτων) άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, την από 16.12.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2020) ανακοπή ερημοδικίας, κατά 1) ………… και 2) της με αριθ. 615/2018 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με σκοπό να εξαφανισθεί η ανακοπτόμενη απόφαση προκειμένου να επανασυζητηθεί η προαναφερόμενη έφεσή του και να γίνουν καθόλα δεκτά τα αιτήματα αυτής. Δικάσιμος της ως άνω ανακοπής ερημοδικίας ορίσθηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020) αρχικά η 18η.2.2021, οπότε η συζήτησή της  ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α΄ 43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση των υποθέσεων των οποίων η συζήτηση δεν εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του ως άνω μέτρου, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄ αριθμ. 93/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 501 § 1 του ΚΠολΔ ανακοπή κατά απόφασης που έχει εκδοθεί ερήμην επιτρέπεται, αν εκείνος που δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα ή εμπρόθεσμα ή αν συντρέχει λόγος ανώτερης βίας.  Ως ανώτερη βία νοείται κάθε απρόβλεπτο και εξαιρετικό γεγονός, είτε αντικειμενικό είτε σχετικό με το πρόσωπο του διαδίκου που ερημοδικάστηκε ή του πληρεξουσίου του δικηγόρου, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μπορεί να αποτραπεί ούτε με μέτρα εξαιρετικής επιμέλειας και σύνεσης. Ειδικότερα, η εν λόγω δικονομική ανώτερη βία είναι έννοια ταυτιζόμενη, κατά τον πυρήνα της, προς την ομώνυμη έννοια του ουσιαστικού δικαίου, διαφοροποιούμενη έναντι της τελευταίας μόνον κατά τις συνέπειες, ως συνεπαγόμενη τη δυνατότητα επαναφοράς των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, με ανατροπή της κύρωσης από την παράβαση του δικονομικού βάρους, ενώ κατά το ουσιαστικό δίκαιο λειτουργεί ως λόγος απαλλαγής του οφειλέτη, εμφανιζόμενη ως στενότερη έννοια έναντι του τυχηρού, το οποίο δημιουργεί ευθύνη του οφειλέτη (βλ. ΑΠ 1260/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1793/2009, ΕλΔ 2010.681, ΑΠ 1562/2008, ΝΟΜΟΣ). Όπως προεκτέθηκε, το γεγονός που συνιστά την εν λόγω ανώτερη βία μπορεί να αφορά και στον πληρεξούσιο δικηγόρο του διαδίκου και συγκεκριμένα η απρόβλεπτη, αιφνίδια και βαριά σωματική ή πνευματική νόσο, λόγω της οποίας αυτός δεν μπόρεσε να παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή να ειδοποιήσει τον εντολέα του ή άλλο δικηγόρο για την αντικατάστασή του. Στην έννοια της ανώτερης βίας εκτός από την ασθένεια εμπίπτει και κάθε άλλο περιστατικό που καθιστά παντελώς αδύνατη-και όχι απλώς δυσχερή ή δαπανηρή την αυτοπρόσωπη ή με πληρεξούσιο δικηγόρο επιχείρηση διαδικαστικής πράξης, όπως επίσης αδύνατη θα πρέπει να καθίσταται η παράσταση του δικηγόρου στο δικαστήριο ή η ειδοποίηση του εντολέα, για να προβεί εγκαίρως στην αντικατάσταση του, όταν πρόκειται για αιφνίδια και βαριά ασθένεια του πληρεξουσίου δικηγόρου. Σημειωτέον, ότι, όταν η ανωτέρα βία αφορά στο πρόσωπο του πληρεξουσίου δικηγόρου του διαδίκου, για να διαπιστωθεί εάν το σχετικό γεγονός συνιστά ανώτερη βία, πρέπει να χρησιμοποιηθούν όχι μόνον υποκειμενικά κριτήρια, όπως είναι εύλογο για το διάδικο, αλλά αντικειμενικά κριτήρια, αφού το λειτούργημα που ο δικηγόρος ασκεί, απαιτεί την προσήκουσα εκπλήρωση των ανειλημμένων υποχρεώσεων του ακόμη και από το μέσο νομικό παραστάτη (βλ. ΑΠ 1778/2013, ΑΠ 1506/2013, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 4248/2006, ΕλΔ 48.220, ΕφΑΘ 2375/1995, ΕλΔ 37. 1384, Γ. Διαμαντόπουλο, ό.π, 2 σελ. 38 επ., 62 επ και 72 επ, Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ άρθρο 501 αρ. 13). Εξάλλου, κατά το άρθρο 505 § 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ΚΠολΔ και τους λόγους της ανακοπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η ανακοπή ερημοδικίας πρέπει να περιέχει ένα τουλάχιστον σαφή και ορισμένο λόγο από εκείνους που ορίζονται στο άρθρο 501 του ΚΠολΔ, δηλαδή τη μη κλήτευση ή τη μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας για τη μη εμφάνιση του ανακόπτοντος στην ερήμην αυτού συζήτηση της υποθέσεως, επί της οποίας στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη ερήμην απόφαση (ΑΠ 1537/2008, ΝΟΜΟΣ). Αν η ανακοπή ασκήθηκε εμπροθέσμως και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 503 § 1 και 505 § 1 του ΚΠολΔ) και αν πιθανολογείται ότι είναι βάσιμος ο λόγος που προτάθηκε, τότε το δικαστήριο εξαφανίζει την ερήμην απόφαση, διατάσσει να επιστραφεί το παράβολο (άρθρο 505 § 2 ΚΠολΔ) και αμέσως προχωρεί στην εξέταση της διαφοράς, αφού οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που εξαφανίστηκε. Άλλως, αν, δηλαδή, δεν πιθανολογηθεί η βασιμότητα κάποιου από τους λόγους της ανακοπής, το δικαστήριο απορρίπτει την ανακοπή και διατάσσει να εισαχθεί το παράβολο στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 509 ΚΠολΔ). Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι το δικαστήριο αποφαίνεται για την ουσιαστική βασιμότητα του λόγου της ανακοπής ερημοδικίας αμέσως, με την ίδια απόφαση, με την οποία θα κρίνει και το τύποις παραδεκτό και νόμω βάσιμο της ανακοπής, αρκούμενο σε πιθανολόγηση ως προς την βασιμότητα των λόγων της (ΕφΑΘ 3670/2007, ΕφΑΘ 2931/2007, ΕφΠατρ 1011/2007, ΝΟΜΟΣ).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 524 παρ. 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως αυτά ισχύουν μετά την αντικατάσταση του πρώτου αυτών με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α` 87/23.7.2015. Έναρξη ισχύος 1.1.2016-άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν. 4335/2015) και του δευτέρου με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων μόνον στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από τον διάδικο που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, η συζήτηση ενώπιον του οποίου γίνεται πλέον προφορικά. Στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνον πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξουσίου δικηγόρου ισχύει όχι μόνον για` το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, (γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δε νοείται), ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ` αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 280/2012, ΑΠ 93/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εκ τούτων παρέπεται ότι όταν ασκείται έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, μετά την έναρξη της ισχύος  του Ν. 2915/2001 ήτοι από 1.1.2002 και εντεύθεν, ουδέποτε δύναται να παραλειφθεί η προφορική  συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή είναι κατά τα παραπάνω υποχρεωτική, και συνεπώς δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 ΚΠολΔ και δεν ισχύει ως εκ τούτου η ευχέρεια των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Εάν ο μη προσηκόντως παριστάμενος και γι` αυτό ερήμην δικαζόμενος διάδικος είναι ο εκκαλών, τότε η έφεσή του απορρίπτεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ 3 ΚΠολΔ και η απόρριψη συντελείται κατ` ουσία, ανεξάρτητα από την υποβολή ή μη σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου, διότι ο εκκαλών με την απουσία του ή τη μη προσήκουσα παράστασή του θεωρείται ότι παραιτείται από την έφεση και αποδέχεται την πρωτόδικη απόφαση (ΑΠ 1478/2019 ΑΠ 11/2016, ΑΠ 2150/2014, 1858/2014 δημ. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, η απαγόρευση παράστασης με δήλωση αφορά και τους δύο διαδίκους, δηλαδή και αυτόν που παραστάθηκε κανονικά στον πρώτο βαθμό (ΑΠ 1478/2019, 476/2017, 11/2016, 1858/2014, 2150/2014, ΕφΠειρ (Μον) 19/2021, ΕφΔυτΜακεδ 17/2020, ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ανακόπτων ………….. υπήρξε εναγόμενος στην από 4-10-2013 (…./2013) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της αρχικώς εναγούσης …………, μετά τον κατά τις 18-4-2016 θάνατο της οποίας, υπεισήλθε στη θέση του ενάγοντος, ο …………., ως μοναδικός εξ αδιαθέτου κληρονόμος της. Επί της ανωτέρω αγωγής, εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία και ερήμην του εναγομένου (ο οποίος εκπροσωπήθηκε μόνο για το αίτημα της αναβολής, μετά την απόρριψη του οποίου δεν παρουσιάσθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο), η εκκαλουμένη 615/2017 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, η οποία δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικώς βάσιμη και τον υποχρέωσε να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 30.174,70€, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως, ο ηττηθείς εναγόμενος και ήδη ανακόπτων άσκησε την από 20-5-2017 (…………/2017) έφεσή του, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, η συζήτηση της οποίας ορίσθηκε για τη δικάσιμο της 15-3-2018 και επί της οποίας εκδόθηκε η 615/2018 ανακοπτόμενη απόφαση, η οποία δίκασε ερήμην τον εκκαλούντα και ακολούθως απέρριψε την έφεση, για το λόγο ότι ο εκκαλών θεωρήθηκε δικονομικώς απών, διότι η παράσταση του πληρεξουσίου δικηγόρου του με δήλωση που κατάθεσε, κατ΄ άρθρον 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και ότι συναινεί στη συζήτησή της, δεν ήταν προσήκουσα, αφού, σύμφωνα και με όσα εκτέθεκαν στη δεύτερη νομική σκέψη, επί εφέσεως κατά ερήμην του εναγομένου εκδοθείσας απόφασης, είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου και δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ. Ακολούθως, κατά της ερήμην αυτής απόφασης, ο εκκαλών άσκησε την κρινόμενη ανακοπή ερημοδικίας, με την οποία ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να συζητηθεί εκ νέου η υπόθεση, επικαλούμενος άκυρη ερημοδικία, υποστηρίζοντας ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος του που είχε καταθέσει την κατ’αρθρον 242παρ2 ΚΠολΔ δήλωση, δεν μπορούσε να τον εκπροσωπήσει «καθόσον εκπροσωπούσε άλλον εντολέα του σε διαφορετικό δικαστήριο» ενώ δεν μπόρεσε να ζητήσει αναβολή της συζητήσεως της εφέσεως λόγω αιφνίδιας ασθένειας (η οποία δεν προσδιορίζεται) άλλης δικηγόρου που επρόκειτο να παραστεί για το λόγο αυτό, δηλαδή για το αίτημα της αναβολής. Ωστόσο, με αυτό το ιστορικό, η κρινομένη ανακοπή ερημοδικίας είναι απορριπτέα, καθώς οι προεκτιθέμενοι λόγοι, οι οποίοι δεν αναφέρονται σε μη κλήτευση ή μη νόμιμη ή μη εμπρόθεσμη κλήτευση ή τη συνδρομή λόγου ανώτερης βίας, με την έννοια που προεκτέθηκε στην πρώτη νομική σκέψη, για τη μη νομότυπη (δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του) εμφάνιση του ανακόπτοντος, τον οποίο (λόγο ανωτέρας βίας) και δεν αποτελεί η επικαλούμενη αιφνίδια ασθένεια κάποιας δικηγόρου που θα παρίστατο για την υποβολή αιτήματος αναβολής, δεν είναι νόμιμοι. Άλλωστε, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ανακόπτοντος γνώριζε εξ αρχής ότι, για λόγους δικονομικούς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη δεύτερη νομική σκέψη, δεν μπορούσε να καταθέσει την δήλωση του άρθρου 242παρ2 ΚΠολΔ και όφειλε να έχει φροντίσει για την νομότυπη υποβολή αιτήματος αναβολής, από συνάδελφό του δυνάμενο να παραστεί, εφόσον αδυνατούσε να παραστεί ο ίδιος. Ενόψει αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη ανακοπή ερημοδικίας ως αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο και να καταδικασθεί ο ηττηθείς ανακόπτων στη δικαστική δαπάνη του καθ’ου η ανακοπή (176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’αντιμωλίαν των διαδίκων.

Απορρίπτει την από 16-12-20 (…/…./2020) ανακοπή ερημοδικίας κατά της 615/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου της ανακοπής στο δημόσιο ταμείο.

Καταδικάζει τον ανακόπτοντα στη δικαστική δαπάνη του καθ’ου η ανακοπή, την οποία ορίζει στο ποσό των 500€.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 7 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                                                                                                                                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής, λόγω

αποσπάσεως και αναχωρήσεώς

της, η ορισθείσα Γραμματέας

Γεωργία Λογοθέτη