Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 351/2021

Αριθμός    351/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας με την επωνυμία ……….., εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ευαγγελία Βρεττού (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από  9.5.20218 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  1335/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου,  που  κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παράπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση, στο αρμόδιο καθ΄ύλην και κατά τόπο, Ειρηνοδικείο Σπετσών, δικάζον κατά την τακτική διαδικασία.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα  με την από 19.2.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……../2020) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ……../20-20) αρχικά η  18η.2.2021 οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΓΕΚ Α΄43/23-3-2021) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄ αριθμ 93/2021 Πράξη  της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Πρόεδρο Εφετών, Ισιδώρα Πόγκα, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 19-02-2020 (γεν.αριθμ.καταθ……../2020) έφεση κατά της υπ΄αριθμ.1335/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 18-02-2021, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 11-2-2021 έως 22-3-2021, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ.93/ 2021 Πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιώς, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 3-6-2021) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/ 2021 (ΦΕΚ Α΄ 43/ 23-3-2021).

Αν ο  εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή  δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλητεύσεώς του. Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αν κατά την συζήτηση της εφέσεως ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ΄αυτή,  σύμφωνα με τα άρθρα  271 και 524 παρ.4 εδ. α` του ΚΠολΔ, (ΕφΑθ 3212/2004 ΕλλΔνη 2005.558, βλ.επ. Σαμ.Σαμουήλ, η έφεση κατά τον ΚΠολΔ έκδ. 2003 παρ.1078 έως 1080 σελ.406,4070), το δε Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο, τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διαδίκου, τα πρακτικά και τις πρωτόδικες προτάσεις του απόντος διάδικου, τα πρακτικά και τις εκθέσεις εξέτασης των μαρτύρων τα οποία οφείλει με ποινή απαραδέκτου της συζητήσεως να προσκομίσει ο εκκαλών, ο οποίος παρίσταται. (ΕφΑΘ 4804/2006, ΕλλΔνη 2007.06, ΕφΑΘ 242/2001, ΕλλΔνη 2002.815). Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση.

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπό κρίση ως άνω έφεση κατά της υπ΄αριθμ.1335/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε ερήμην του πρώτου και της τρίτης των εναγομένων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί  νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1, 511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (10- 04-2019) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά  την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511 , 513 παρ. 1β , 516 παρ.1,517 και 518 παρ.1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ)

Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση  (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, ερήμην του εφεσίβλητου – πρώτου των εναγομένων ……  , καθόσον από την υπ΄αριθμ……./ 13-07-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……… την οποία επικαλείται και προσκομίζει η επισπεύδουσα τη συζήτηση της έφεσης εκκαλούσα, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπο κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 18-02-2021 κατά την οποία με την προαναφερόμενη Πράξη της Προέδρου Εφετών Πειραιά ορίστηκε η συζήτησή της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εφεσίβλητο. Ο τελευταίος όμως δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο αυτή κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από το πινάκιο και συνεπώς πρέπει να δικασθεί ερήμην. Η διαδικασία ωστόσο πρέπει να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών, ενώ για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης,

Η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η δεχόμενη την αναρμοδιότητα αυτού και παραπέμπουσα την αγωγή στο αρμόδιο δικαστήριο υπόκειται σε έφεση (άρθρ.513 παρ.1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ), ενώ κατά το άρθρο 46 εδαφ.β΄ ΚΠολΔ η απόφαση του παραπέμποντος δικαστηρίου όταν καταστεί τελεσίδικη, είναι υποχρεωτική τόσο ως προς την αναρμοδιότητα του παραπέμψαντος, όσο και ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου στο οποίο γίνεται η παραπομπή. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν, πριν ή καταστεί τελεσίδικη η απόφαση του παραπέμψαντος δικαστηρίου, ασκηθεί έφεση κατά της παραπεμπτικής απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως την καθ΄ύλην αρμοδιότητα του πρωτοδίκως δικάσαντος και παραπέμψαντος δικαστηρίου και εάν κρίνει ότι η υπόθεση επι της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση υπάγεται στην καθ΄ύλην αρμοδιότητα του παραπέμψαντος δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση δεν έχει καταστεί τελεσίδικη, εξαφανίζει την προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση κατ΄άρθρο 535 παρ.2 ΚΠολΔ στο δικαστήριο στο οποίο αρχικά είχε εισαχθεί, αν και αυτό κηρύχθηκε αναρμόδιο, προκειμένου οι διάδικοι να μην αποστερηθούν αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας (άρθρ.12 ΚΠολΔ) (βλ.σχετ. ΕφΑθ 513/ 1997,ΕφΑθ 1644/ 1988, ΕφΠειρ 459/2016, Εφ Θεσ/671/2015, ΕφΑθ 6179/ 2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 286/2021 αδημ.). Εξάλλου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της ουσίας όταν παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο, λόγω αναρμοδιότητας.

Κατά το άρθρο 49 παρ.1,3 και 5 του Ν.2121/1993 «πνευματική ιδιοκτησία, συγγενικά δικαιώματα και πολιτιστικά θέματα», όπως ισχύει μετά την τελευταία τροποποίησή του με τον Ν.4481/ 2017 ΦΕΚ Α 100/ 20-7-2017 «1. Όταν υλικός φορέας ήχου που έχει νόμιμα εγγραφεί, χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιοδήποτε τρόπο… ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη και ενιαία αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές καλλιτέχνες, των οποίων η ερμηνεία ή η εκτέλεση έχει εγγραφεί στον υλικό φορέα και στους παραγωγούς των υλικών αυτών φορέων. Η αμοιβή αυτή καταβάλλεται υποχρεωτικά σε οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης των σχετικών δικαιωμάτων. Οι οργανισμοί αυτοί υποχρεούνται να διαπραγματεύονται, να συμφωνούν τις αμοιβές, να προβάλλουν τις σχετικές αξιώσεις για την καταβολή και να εισπράττουν τις σχετικές αμοιβές από τους χρήστες. 2……3, Οι εισπραττόμενες αμοιβές κατανέμονται εξ ημισείας μεταξύ των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και παραγωγών των υλικών φορέων. Η κατανομή των εισπραττόμενων αμοιβών μεταξύ των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών και μεταξύ των παραγωγών γίνεται κατά τις μεταξύ τους συμφωνίες που περιέχονται στον κανονισμό του κάθε οργανισμού συλλογικής διαχείρισης. 4… 5, Όταν υλικός φορέας εικόνας ή ήχου και εικόνας που έχει νόμιμα εγγραφεί χρησιμοποιείται χρησιμοποιείται για ραδιοτηλεοπτική μετάδοση με οποιονδήποτε τρόπο… ή για παρουσίαση στο κοινό, ο χρήστης οφείλει εύλογη αμοιβή στους ερμηνευτές ή εκτελεστές, των οποίων η ερμηνεία έχει εγγραφεί στους υλικούς αυτούς φορείς. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται η παράγραφος 1 εδαφ. β΄και γ΄, καθώς και οι παράγραφοι 2 και 4 του παρόντος άρθρου». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 22 παρ.6 του Ν.4481/2017 περι «Πνευματικής ιδιοκτησίας, συγγενικών δικαιωμάτων και πολιτιστικών θεμάτων», ο οποίος συμπληρώνει τον βασικό για την πνευματική ιδιοκτησία και τα συγγενικά δικαιώματα νόμο 2121/1993 και ενσωματώνει στην ελληνική έννομη τάξη την Οδηγία 2014/26/Ε.Ε. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου για τη συλλογική διαχείριση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων, καθώς και για τη χορήγηση πολυεδαφικών αδειών για επιγραμμικές χρήσεις μουσικών έργων στην εσωτερική αγορά (ΕΕΕΚ L84/72 20-03-2014), «Σε περίπτωση μη καταβολής αμοιβής για τη λήψη άδειας ή διαφωνίας ως προς το ύψος της αμοιβής που αξιώνει ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, ο χρήστης οφείλει πριν από οποιαδήποτε χρήση να προκαταβάλει στον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης το αιτούμενο ποσό αμοιβής ή εκείνο που θα έχει ορίσει και επιδικάσει προσωρινά το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατόπιν αίτησης, είτε του χρήστη, είτε του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως συνήθως καταβαλλόμενο σε παρόμοιες περιπτώσεις ή ως εύλογο, αν δεν υπάρχουν παρόμοιες περιπτώσεις: Μετά από αγωγή που ασκεί ο οργανισμός συλλογικής διαχείρισης, ή ο χρήστης, το αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του ΚΠολΔ, προσδιορίζει οριστικά την αμοιβή και το ύψος αυτής και την επιδικάζει», ενώ στην παράγραφο 7 του ως άνω άρθρου του ίδιου νόμου «Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ χρήστη και οργανισμού συλλογικής διαχείρισης ως προς το ύψος της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 του ν.2121/1993 και τους όρους πληρωμής της, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δικάζει κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, καθορίζει αυτά προσωρινά, μετά από αίτηση του χρήστη ή του οργανισμού συλλογικής διαχείρισης και επιδικάζει προσωρινά μέχρι το ήμισυ της εύλογης αμοιβής που καθόρισε. Για τον οριστικό προσδιορισμό του ύψους της εύλογης αμοιβής και των όρων πληρωμής της εφαρμόζεται το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6.». Από τη γραμματική και συστηματική δε ερμηνεία του άρθρου 22 παρ.1 ν.4481/ 2017,δεν ιδρύεται υποχρέωση διαπραγμάτευσης του ύψους της εύλογης αμοιβής των παρ.1 και 5 του άρθρου 49 ν.2121/1993. Η παρ.7 του άρθρου 22 ν. 4481/2017, αντιβαλλόμενη προς την παρ.6, δεν εντάσσεται στο σύστημα της αναγκαστικής σύμβασης, διότι ο χρήστης έχει ήδη λόγω της νόμιμης άδειας, την ευχέρεια χρήσης του προστατευομένου αντικειμένου. Η διαφωνία τελεί, υπό διαφορετικές προϋποθέσεις, αναλόγως αν πρόκειται για συμβατική ή νόμιμη άδεια. Στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να είναι απόρροια άκαρπων διαπραγματεύσεων, ενώ στη δεύτερη, απλώς, της άρνησης του χρήστη να καταβάλλει στον Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης, την καθορισθείσα από αυτόν εύλογη αμοιβή (Κατ΄άρθρο ερμηνεία του ν.4481/ 2017,σελ.333,334 βλ. και Ε.Σταματούδη, Συλλογική Διαχείριση Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας). Σύμφωνα δε με το άρθρο 22 παρ.6 εδαφ.β΄ του ν.4481/ 2017,η αγωγή καθορισμού της οριστικής αμοιβής για την άσκηση αποκλειστικών εξουσιών, εκδικάζεται κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών του ΚΠολΔ (άρθρ.614 – 622). Όμοια ισχύουν και για εκείνον της εύλογης αμοιβής, όπως ρητά προβλέπει το άρθρο 22 παρ.7 εδαφ.β του ν.2121/1993. Κατά τα λοιπά η νομοθετική επιλογή διασπά την τηρούμενη διαδικασία για τις διαφορές που απορρέουν από το νόμο 2121/1993, ενώ όλες οι υπόλοιπες διαφορές συνεχίζουν να εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, οι περί καθορισμού δε της οριστικής αμοιβής εκδικάζονται κατ΄ εκείνη των περιουσιακών διαφορών. Έτσι, κατά την ως άνω διαδικασία δεν εκδικάζεται κάθε διαφορά που αφορά στην αμοιβή για τις αποκλειστικές εξουσίες και τις νόμιμες άδειες, αλλά μόνο οι του δικαστικού καθορισμού τους. Αν αντιθέτως, οι αμοιβές καθορίζονται συμβατικά και δεν καταβάλλονται, η σχετική αγωγή εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία σύμφωνα με το ν.4481/ 2017.Πλέον δε, κατά το εδαφ.β των παρ.6 και 7 του άρθρου 22 ν.4481/ 2017,καθ΄ύλην αρμόδιο δικαστήριο για τον οριστικό καθορισμό της αμοιβής είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο, πρόκειται δηλαδή περί εξαιρετικής κατά την έννοια του άρθρου 17 ΚΠολΔ, αρμοδιότητας των Μονομελών Πρωτοδικείων, ιδρυόμενης σε βάρος των Ειρηνοδικείων και των Πολυμελών Πρωτοδικείων (Ε. Σταματούδη, Συλλογική Διαχείριση Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας, όπ., σελ. 369,370). Η διαφωνία μεταξύ Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης και χρήστη, ως προς το ύψος της αμοιβής ή και τους όρους πληρωμής της, συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της προσφυγής στον δικαστικό καθορισμό της αμοιβής. Δεδομένου δε, ότι η αξίωση γεννάται αυτοδικαίως από και με την άσκηση της προνομιακής χρήσης, η διαφωνία δεν είναι στοιχείο του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου (άρθρ.49 παρ.1 και 5 ν.2121/1993). Αντιθέτως, αφορά στο έννομο συμφέρον του αιτούντος/ ενάγοντος.

Περαιτέρω, ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης δεν υπέχει κατά νόμο, υποχρέωση διαπραγμάτευσης με τον χρήστη ως προς το ύψος της αμοιβής, συμφυώς και ως προς τους όρους πληρωμής, αλλά καθορίζει ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης τα ανωτέρω μονομερώς, δυνάμει διαπλαστικού δικαιώματος (άρθρ. 379 αναλόγως). Επομένως, σε αντίθεση με όσα ισχύουν σχετικά με τη διαφωνία της παρ.6, αυτή της παρ.7 άρθρ.22 του ν.4481/2017, δεν προϋποθέτει την προηγούμενη διενέργεια άκαρπων διαπραγματεύσεων και το διαπλαστικό δικαίωμα του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης ασκείται και με την αίτηση/ αγωγή δικαστικού καθορισμού. Κατά το γράμμα δε της διάταξης, η διαφωνία δύναται, υπαλλακτικώς, να άπτεται είτε του ύψους της αμοιβής, είτε των όρων πληρωμής, πχ αν θα καταβάλλεται εφάπαξ ή τμηματικώς. Περίπτωση διαφωνίας ως προς το ύψος της αμοιβής υπάρχει και όταν ο χρήστης ισχυρίζεται ότι δεν οφείλει αμοιβή διότι η χρήση καταλαμβάνεται από εξαίρεση ή περιορισμό. Κατά τα λοιπά, στο δικόγραφο της αίτησης ή αγωγής του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης πρέπει να αναφέρεται ότι ασκήθηκε το διαπλαστικό δικαίωμα, ότι ο χρήστης διαφωνεί με την καθορισθείσα αμοιβή ή και τους όρους πληρωμής, καθώς και ότι αυτοί είναι εύλογοι (άρθρ.216 ΚΠολΔ, Ε.Σταματούδη, Συλλογική Διαχείριση Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας όπ.,σελ.421, 422).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 9-5-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. ………./2018) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, στρεφόμενη κατά των: 1……….. και ήδη εφεσίβλητου, 2. ………. (ως προς αυτόν η ενάγουσα νομότυπα παραιτήθηκε κατ΄άρθρ.294,295 ΚΠολΔ και ως εκ τούτου η αγωγή γι΄αυτόν θεωρείται πως δεν ασκήθηκε) και 3. Της εταιρίας με την επωνυμία «……………» εξέθεσε τα ακόλουθα: Ότι είναι ενιαίος οργανισμός συλλογικής διαχείρισης με σκοπό την είσπραξη της εύλογης και ενιαίας αμοιβής του άρθρου 49 παρ.1 του ν.2121/1993, ο οποίος συνεστήθη το έτος 2011 από: α) τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης και προστασίας των δικαιωμάτων των παραγωγών υλικών φορέων ήχου ή ήχου και εικόνας με τον διακριτικό τίτλο « ………….», β) τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων των τραγουδιστών – ερμηνευτών με τον διακριτικό τίτλο «…….» και γ) τον οργανισμό συλλογικής διαχείρισης των δικαιωμάτων των μουσικών με τον διακριτικό τίτλο «………..». Ότι το έτος 2011 έλαβε άδεια λειτουργίας από τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού. Ότι οι ανωτέρω οργανισμοί συλλογικής διαχείρισης λειτουργούν ομοίως με άδεια του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού και κατά τη σύστασή της ήταν οι μόνοι αρμόδιοι οργανισμοί για τη διαχείριση και είσπραξη της εύλογης αμοιβής του άρθρου 49 παρ.1 του ν.2121/ 1993.Οτι για τον καθορισμό και την είσπραξη της εύλογης αμοιβής συνέταξε αμοιβολόγιο, το οποίο γνωστοποίησε σύμφωνα με το άρθρο 56 παρ.3 του Ν.2121/1993, στο κοινό με τη δημοσίευσή του σε τρείς εφημερίδες. Ότι σύμφωνα με το αμοιβολόγιο αυτό, προκειμένου για χρήση μουσικού ρεπερτορίου με δημόσια εκτέλεση, σε καταστήματα επιχειρήσεων, στις οποίες η μουσική είναι απαραίτητη για τη λειτουργία τους, όπως είναι ντίσκο, μπαρ κλπ, η οφειλόμενη αμοιβή καθορίστηκε εφάπαξ ετησίως σε ποσοστό 10% των ακαθάριστων εσόδων τους, με ελάχιστο ποσό κατ έτος ανάλογα με την επιφάνεια του καταστήματος και τη διάρκεια της λειτουργίας του.

Στη συνέχεια η ενάγουσα εκθέτει ότι οι πρώτος και τρίτη των εναγομένων εκμεταλλεύονται επιχειρήσεις, ο μεν πρώτος καφε- μπαρ με τον διακριτικό τίτλο «…» που βρίσκεται στη νήσο των …. και συγκεκριμένα στο παλιό λιμάνι του νησιού, επιφάνειας 60,00 τ.μ. και η τρίτη αφενός το καφε-μπαρ με διακριτικό τίτλο « ……..» που βρίσκεται στον Πειραιά (………….), με ωφέλιμους χώρους συνολικής επιφάνειας 100,00 τμ και αφετέρου, το καφε-μπαρ με διακριτικό τίτλο «……..» που βρίσκεται στον Πειραιά (οδός ……….), με ωφέλιμους χώρους συνολικής επιφάνειας 150,00 τμ που λειτουργούν εποχιακά κατά τους θερινούς μήνες και πάντως για χρονικό διάστημα 5 μηνών ανά έτος, κατά τη διάρκεια των επίδικων 6 ετών, ήτοι από 2011 έως και το 2016, πλην της επιχείρησης με το διακριτικό τίτλο «………….» της τρίτης εναγομένης που λειτουργεί εποχιακά κατά το έτος 2016. Ότι κατά τους χρόνους αυτούς λειτουργίας των επιχειρήσεων χρησιμοποίησαν μουσικό ρεπερτόριο που προστατεύεται από την ενάγουσα και επομένως οφείλουν την αναφερόμενη στην αγωγή εύλογη αμοιβή, καθώς κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα προέβησαν σε δημόσια εκτέλεση έργων με συμβολές των μελών της, από τα οποία ορισμένα, ενδεικτικά παρατίθενται σ΄αυτήν (αγωγή), χωρίς την άδειά της και δίχως να της καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό έναντι εύλογης αμοιβής. Ότι σε σχετικές προσκλήσεις της να της καταβάλουν την εξαγόμενη από το ως άνω αμοιβολόγιο εύλογη αμοιβή για τα προαναφερόμενα έτη, οι εναγόμενοι αδιαφορούν.

Ότι για το λόγο αυτό άσκησε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ζητώντας τον προσωρινό καθορισμό του ύψους της εύλογης αμοιβής της για τα προαναφερόμενα έτη, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.454/2018 απόφασή του η οποία έκανε δεκτή την αίτηση καθορίζοντας προσωρινά την εύλογη αμοιβή της σύμφωνα με τα κριτήρια του αμοιβολογίου.

Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να καθοριστεί το ύψος της εύλογης και ενιαίας αμοιβής της για την εν λόγω εκμετάλλευση, από τους πρώτο και τρίτη των εναγομένων, του ρεπερτορίου της, όπως περιγράφεται στην αγωγή, δηλαδή την δημόσια εκτέλεση, παρουσίαση, χρήση του έργου της στην πελατεία των εναγομένων, με τη χρήση υλικών φορέων στους οποίους είναι εγγεγραμμένες οι ερμηνείες / εκτελέσεις της, καθιστώντας ελεύθερη την πρόσβαση της πελατείας της σε όλα τα μεταδιδόμενα έργα, καθ΄όλο το ωράριο λειτουργίας των επιχειρήσεών τους και δη α) για τον πρώτο εναγόμενο για τα έτη από 2011 μέχρι και 2016 στο ποσό των 750,00 ευρώ για κάθε έτος μετά του εκάστοτε ΦΠΑ που αναλογεί, β) για την τρίτη εναγομένη, αφενός, για το καφε-μπαρ με το διακριτικό τίτλο «………..» για τα έτη από 2011 μέχρι 2016 στο ποσό των 750,00 ευρώ για κάθε έτος μετα του εκάστοτε ΦΠΑ που αναλογεί  και για το καφε-μπαρ με το διακριτικό τίτλο «…………» για το έτος 2016  στο ποσό των 1.050,00 ευρώ μετά του ΦΠΑ που αναλογεί. Ήτοι, να υποχρεωθεί ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει για τα επίδικα έτη (2011-2016) το συνολικό ποσό των (750,00 Χ 6) = 4.500,00 ευρώ και η τρίτη εναγομένη να καταβάλει για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα για τις δύο επιχειρήσεις το συνολικό ποσό των 5.550,00 ευρώ, πλέον του εκάστοτε ισχύοντος ΦΠΑ, νομιμοτόκως από την 01-01-2014 για την εύλογη αμοιβή του έτους 2013, από την 01-01-2015 για την εύλογη αμοιβή του έτους 2014, από την 01-01-2016 για την εύλογη αμοιβή του έτους 2015 και από την 01-01-2017 για την εύλογη αμοιβή του έτους 2016, άλλως από την επίδοση της αίτησης των ασφαλιστικών μέτρων, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Επίσης ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να προσκομίσουν καταλόγους με τους τίτλους του μουσικού ρεπερτορίου που χρησιμοποίησαν κατά τα παραπάνω έτη προκειμένου αυτή (ενάγουσα) να προβεί στη διανομή των αμοιβών στους δικαιούχους, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική της δαπάνη σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Ν.2121/ 1993.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄αριθμ.1335/ 2019 απόφασή του, αφού ορθά θεώρησε ως μη ασκηθείσα την αγωγή ως προς τον δεύτερο των εναγομένων, δικάζοντας ερήμην του πρώτου και της τρίτης των εναγόμενων, έκρινε ότι στην επίδικη περίπτωση πρόκειται για αγωγή με την οποία ζητείται η καταβολή της εύλογης αμοιβής από χρήστες του ρεπερτορίου της ενάγουσας, οι οποίοι αρνούνται εν γένει την εκ του νόμου υποχρέωσή τους και όχι για αγωγή περί οριστικού καθορισμού του ύψους της εύλογης αμοιβής κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 22 παρ.7 και 6 εδαφ.τελευτ. του ν.4481/2017 και αφού κήρυξε εαυτό αναρμόδιο για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής, δεδομένου ότι από κανένα από τα αιτούμενα από κάθε εναγόμενο ποσά δεν υπερβαίνει το ανώτατο όριο της υλικής αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, ήτοι του ποσού των 20.000,00 ευρώ, παρέπεμψε την κρινόμενη αγωγή για εκδίκαση, αναφορικά με τον πρώτο εναγόμενο, κατά την τακτική διαδικασία στο καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι στο Ειρηνοδικείο Σπετσών, στη δικαστική περιφέρεια του οποίου βρίσκεται η επαγγελματική κατοικία του και ως προς την τρίτη εναγομένη εταιρεία ,κατά την τακτική διαδικασία στο αρμόδιο καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι στο Ειρηνοδικείο Πειραιά, στη δικαστική περιφέρεια της οποίας βρίσκεται η έδρα της.

Ωστόσο με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, αρμόδια καθ΄ύλη εισήχθη ενώπιον του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον υπό τα εκτιθέμενα σ΄αυτήν πραγματικά περιστατικά, πρόκειται για αγωγή δικαστικού καθορισμού του ύψους της οριστικής εύλογης αμοιβής της ενάγουσας, λόγω άρνησης των εναγομένων- χρηστών να καταβάλουν στην ενάγουσα – Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης την καθορισθείσα από αυτή εύλογη αμοιβή της, που πλέον υπάγεται προς εκδίκαση κατά το εδαφ.β΄των παρ.6 και 7 του άρθρου 22 ν.4481/ 2017 στην εξαιρετική κατ΄άρθρο 17 ΚΠολΔ, υλική αρμοδιότητα του τοπικά αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου εν προκειμένου του Πειραιά, δικαζόμενη κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 – 622 ΚΠολΔ, για το παραδεκτό της οποίας (αγωγής) δεν απαιτείται η προηγούμενη διενέργεια άκαρπων διαπραγματεύσεων μεταξύ των χρηστών και του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης του ύψους της εύλογης αμοιβής του τελευταίου, η δε διαφωνία ως προς το ύψος της εύλογης αμοιβής, η οποία συντρέχει και όταν οι χρήστες ισχυρίζονται ότι δεν οφείλουν αμοιβή, δεν είναι στοιχείο του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, αλλά αφορά το έννομο συμφέρον της ενάγουσας, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Επομένως, μη νόμιμα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που ήταν καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο προς εκδίκαση της ασκηθείσας αγωγής κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και συνεπώς πρέπει κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου έφεσης, το παρόν Δικαστήριο να κάνει δεκτή την έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανίσει την εκκαλουμένη (που δεν έχει καταστεί τελεσίδικη) και να παραπέμψει την υπόθεση στο αρμόδιο καθ΄ύλη και κατά τόπο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά (συντιθέμενο, όμως, αν είναι δυνατόν, από άλλο Δικαστή), προς εκδίκαση αυτής κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 – 622 ΚΠολΔ, ώστε να μη στερηθούν οι διάδικοι του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας κατά τα αναφερόμενα στην αρχική νομική σκέψη της παρούσας. Επίσης πρέπει να οριστεί παράβολο ερημοδικίας σε περίπτωση που ο εφεσίβλητος ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας (άρθρα 501,502, 505 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου άσκησης της έφεσης στην εκκαλούσα κατ άρθρ.495 παρ.3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του εφεσίβλητου.

Ορίζει το παράβολο ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αριθμ.1335/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση.

Παραπέμπει την από 09-05-2018 (γεν.αριθμ.καταθ………./2018) αγωγή προς εκδίκαση ενώπιον του αρμόδιου καθ΄ύλη και κατά τόπο Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών ( άρθρα 614 – 622 ΚΠολΔ). Και

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του e – παραβόλου με κωδικό  …………/2020 άσκησης έφεσης, που αυτή κατέθεσε, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                                                                                                                                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 Και αντ΄ αυτής, λόγω

αποσπάσεως και αναχωρήσεώς

της, η ορισθείσα Γραμματέας

Γεωργία Λογοθέτη