Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 352/2021

Αριθμός    352/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ………., 2) ……….και 3) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία …………οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Αναστασία Γιαννακοπούλου  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……… και 2) ………., οι οποίες παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Αναστασίου Γκούσκου.

Οι εκκαλούντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 20.2.2018 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 1095/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου     οι  ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες  με την από 16.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2019)  αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή τους ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και τις υπ΄ αριθμ. 37/2020 και 79/2020 Πράξεις του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη, Ιωάννη Αποστολόπουλου, αντίστοιχα, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλούντων, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 16-07-2019 (γεν.αριθμ.καταθ……../2019) έφεση κατά της υπ΄αριθμ.1095/2019  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 21-05-2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως 31-5-2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ.79/ 2020  Πράξη του ορισθέντα από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη Πειραιά, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 3-6-2021) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/ 2020 (ΦΕΚ Α΄104/ 30-5-2020).

Στην προκειμένη περίπτωση, η υπο κρίση έφεση των εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων κατά της υπ΄αριθμ.1095/2019  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί  νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ.1,517 και 518 παρ.1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρθρ.19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση  (άρθρα 532 και 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης.

Κατά το άρθρ.57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει το δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, επιπλέον δε, κατά το άρθρ. 59 ΑΚ, το δικαστήριο με την απόφασή του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί να καταδικάσει τον υπαίτιο και σε ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του προσβληθέντος και ειδικότερα να τον υποχρεώσει (τον υπαίτιο) σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ` επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2§1 του Συντάγματος (ΑΠ 1735/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Tα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρ. 281 ΑΚ και 25§3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 1599/2000, 333/2010, 356/2010, 1007/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας (ΑΠ 167/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ), οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρ. 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρ. 57§2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρ. 361- 363 ΠΚ,. Ειδικότερα κατά τα άρθρα αυτά εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός κατά τις παραπάνω διατάξεις νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται επιπλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Έτσι σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμηση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ` αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του (ΑΠ 1662/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367§1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361-367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 1030/2009, 333/2010, 179/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια είναι και η περίπτωση της προσβολής που γίνεται για τη διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον (άρθρ. 367§1γ ΠΚ), το οποίο ως νομική έννοια ελέγχεται αναιρετικά από τον Άρειο Πάγο. Κατ` εξαίρεση όμως το αποτέλεσμα αυτό της άρσης του αδίκου της απλής δυσφήμησης δεν επέρχεται, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρ. 367 ΠΚ, όταν από τον τρόπο της εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει όταν ο τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς δεν ήταν κατ` αντικειμενική κρίση αναγκαίος για την προστασία δικαιώματος ή άλλου δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, αλλά εν γνώσει του επιλέχθηκε και χρησιμοποιήθηκε για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου, δηλαδή όταν υπάρχει υπέρβαση του αντικειμενικά αναγκαίου μέτρου για την προστασία του δικαιώματος ή του δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του (ΑΠ 167/2000, 1897/2006, 488/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι συντρέχει περίπτωση δικαιολογημένου ενδιαφέροντός του, που αίρει κατά το άρθρ. 367§1 ΠΚ τον άδικο χαρακτήρα δυσφημιστικού για τον ενάγοντα ισχυρισμού του, συνιστά ένσταση καταλυτική της εναντίον του αγωγής με αντικείμενο την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του αντιδίκου του από την επικαλούμενη παράνομη προσβολή της προσωπικότητάς του με το δυσφημιστικό σε βάρος του ισχυρισμό, ενώ αντένσταση συνιστά ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι δεν αίρεται τελικώς ο άδικος χαρακτήρας της δυσφήμησής του από τον εναγόμενο, επειδή αυτός ενήργησε με ειδικό σκοπό εξύβρισής του (ΑΠ 387/2005, ΑΠ 271/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω και το νομικό πρόσωπο, εφόσον κηρύσσεται ικανό δικαίου και ικανό προς δικαιοπραξία (άρθρα 61 και 70 ΑΚ), έχει δικαίωμα επί της προσωπικότητας αυτού στην έκφανση της πίστης, της υπόληψης, της φήμης, του κύρους, του επαγγέλματος, του μέλλοντος και των λοιπών αναγνωριζόμενων σ’ αυτό άυλων αγαθών. Συνεπώς, σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας αυτού σε οποιαδήποτε των εκφάνσεων τούτων, δικαιούται να ζητήσει, κατά τα άρθρα 57 και 59 ΑΚ προστασία, η οποία συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια (ΑΠ 265/2015, ΕφΘεσ 526/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και οι εταιρείες, αν με την αδικοπραξία προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον. Το αν συνέβη αυτό πρέπει να το αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο η ενάγουσα εταιρεία, διότι η ηθική βλάβη στα νομικά πρόσωπα δεν αναφέρεται, όπως στα φυσικά πρόσωπα σε ενδιάθετο αίσθημα αναγόμενο στον εσωτερικό κόσμο και κρινόμενο με τα δεδομένα της ανθρώπινης λογικής χωρίς αποδείξεις, αλλά σε μία συγκεκριμένη βλάβη, που έχει υλική υπόσταση (ΕφΘεσ 604/2008 Αρμ 2010. 373, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, άρθρ. 932 III αρ. 1 σελ. 817). Θα πρέπει, δηλαδή, το νομικό πρόσωπο για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης να επικαλείται και να αποδεικνύει συγκεκριμένη υλική ζημία (Γ. Γεωργιάδης ΣΕΑΚ τομ. I, άρθρ. 932, αριθμ. 22).

Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 361 επ. ΠΚ, με τις οποίες προβλέπονται και τιμωρούνται τα κατά της τιμής διαπραττόμενα αδικήματα με τη βασική τριπλή διάκριση της εξύβρισης, δυσφήμησης και συκοφαντικής δυσφήμησης, συνάγεται ότι με αυτές προστατεύονται μόνο τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία είναι φορείς του εννόμου αγαθού της τιμής που θεμελιούται επί της ηθικής αξίας αυτού, καθώς και της υπολήψεως που θεμελιούται επί της κοινωνικής αξίας αυτού, σε αντίθεση με τα νομικά πρόσωπα και τις εν γένει κάθε είδους ομάδες, που δεν είναι φορείς αυτών των εννόμων αγαθών και συνεπώς δεν μπορούν να προσβληθούν κατά την τιμή και την υπόληψή τους. Και τούτο διότι παθητικό υποκείμενο των υπό των άρθρων 361, 362 και 363 ΠΚ εγκλημάτων είναι το, υπό την έννοια του άρθρου 34 ΑΚ, φυσικό πρόσωπο, ενώ τα νομικά πρόσωπα (61 επ. ΑΚ) δεν μπορούν να είναι υποκείμενα των εν λόγω εγκλημάτων. Ο Ποινικός Κώδικας, όπου έκρινε σκόπιμο, προέβλεψε την προστασία ομάδων προσώπων έναντι προσβολών της τιμής αυτών (ως π.χ. στο άρθρο 157 §3 ΠΚ). Ειδικά, όμως, προκειμένου περί εταιρειών που έχουν αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ο Ποινικός Κώδικας με το άρθρο 364 έκρινε άξιες προστασίας μόνο τις ανώνυμες εταιρείες, αλλά και η προστασία αυτή είναι περιορισμένη, αφού παρέχεται μόνο όταν προσβάλλεται η οικονομική όψη της τιμής της εταιρείας (ΑΠ 356/2010 ό.ττ., ΕφΑΘ 3486/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Για τις λοιπές εταιρείες δεν γίνεται λόγος. Επομένως απομένει η προστασία που παρέχουν οι ως άνω διατάξεις του αστικού δικαίου, καθώς και αυτή του άρθρου 920 ΑΚ και επίσης η προστασία που παρέχει το άρθρο 12 ν. 146/1914 «περί αθεμίτου ανταγωνισμού».

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 20-2-2018 (γεν.αριθμ.καταθ. …../2018) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εξέθεταν τα ακόλουθα: Ότι η πρώτη των εναγομένων η οποία είναι πρώην σύζυγος του πρώτου εξ αυτών (εναγόντων) άσκησε σε βάρος αυτού και της δεύτερης ενάγουσας την από 30-09-2015 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία περιελάμβανε το αναφερόμενο στην αγωγή τους ψευδές και προσβλητικό για τους ίδιους περιεχόμενο. Ότι την 29-03-2017, η δεύτερη εναγομένη εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον του ίδιου ως ανω Δικαστηρίου προς υποστήριξη άλλης αγωγής της πρώτης εναγόμενης σε βάρος του πρώτου ενάγοντος, κατέθεσε τα αναφερόμενα στην αγωγή τους ψευδή για τους ίδιους γεγονότα. Ότι η πρώτη εναγομένη άσκησε την ανωτέρω από 30-09-2015 αγωγή της εν γνώσει της αναλήθειας των περιλαμβανομένων σ΄αυτή ισχυρισμών της και με μοναδικό σκοπό να βλάψει την τιμή και την υπόληψη των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων και να πλήξει τη φήμη, την εμπορική πίστη και την επαγγελματική υπόληψη της τρίτης ενάγουσα εταιρείας. Ότι ομοίως και η δεύτερη εναγόμενη προέβη στην από 29-03-2017 ένορκη κατάθεσή της εν γνώσει της αναλήθειας του περιεχομένου της και με σκοπό να πλήξει την τιμή και την υπόληψή τους. Ότι η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων προσέβαλε πράγματι την προσωπικότητα του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων καθώς και την επαγγελματική φήμη της τρίτης εξ αυτών με αποτέλεσμα οι ενάγοντες να έχουν υποστεί ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούνται εύλογη χρηματική ικανοποίηση.

Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος, από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό κατ΄άρθρ. 223, 294,295 και 297 ΚΠολΔ, ζήτησαν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση εκάστης εναγόμενης να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 70.000,00 ευρώ ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής τους βλάβης, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Επίσης ζήτησαν να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.

Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ.1095/2019 απόφαση με την οποία, αφού αυτή (αγωγή) ως προς την τρίτη εναγόμενη εταιρεία απορρίφθηκε λόγω αοριστίας ως απαράδεκτη και απορρίφθηκε ως μη νόμιμο (μετά την τροπή του καταψηφιστικού αγωγικού αιτήματος σε αναγνωριστικό) το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, κατόπιν αφου κρίθηκε επαρκώς ορισμένη και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 299, 345, 346, 914, 932 ΑΚ, 361, 362, 363 ΠΚ και 70, 176,191 παρ.2 ΚΠολΔ, έγινε δεκτή εν μέρει ως κατ΄ουσίαν βάσιμη μόνο ως προς τον πρώτο ενάγοντα και μόνο κατά το μέρος που ασκήθηκε κατά της δεύτερης εναγόμενης, αναγνωρίστηκε η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 23-02-2018 (ήτοι από την επομένη της επίδοσης της αγωγής) εως την εξόφληση, επιβλήθηκε σε βάρος της δεύτερης εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του πρώτου ενάγοντα, το οποίο ορίστηκε στο ποσό των εκατό (100,00) ευρώ, απορρίφθηκε κατά τα λοιπά η αγωγή, επιβλήθηκαν σε βάρος του πρώτου ενάγοντος τα δικαστικά έξοδα της πρώτης εναγομένης τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400,00) ευρώ, επιβλήθηκαν σε βάρος της δεύτερης ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των εναγομένων τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400,00) ευρώ για εκάστη εξ αυτών και τέλος επιβλήθηκαν σε βάρος της τρίτης ενάγουσας τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των εναγομένων τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400,00) ευρώ για έκαστη εξ αυτών.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες – ενάγοντες με την υπό κρίση έφεσή τους για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της.

Όμως, με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή ως προς την τρίτη των εναγομένων εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και τούτο διότι αν και η τελευταία (όπως νόμιμα εκπροσωπείται) ισχυρίζεται ότι εξαιτίας της αδικοπρακτικής ως άνω συμπεριφοράς των εναγομένων προσβλήθηκε η εμπορική της πίστη και η εν γένει επαγγελματική της υπόσταση, δεν αναφέρονται συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να προκύπτει η εν λόγω προσβολή της από τους εναγομένους σε τρόπο που να παρέχεται στους τελευταίους η ευχέρεια της άμυνας και στο δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά νόμο αυτών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. 4 και 216 παρ 1 του ΚΠολΔ. Όταν δε στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης, λόγω της αοριστίας, είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατόπιν προβολής σχετικού ισχυρισμού από τον εναγόμενο. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων της δίκης, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1004/ 2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε, αλλά ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα περί του αντιθέτου ισχυριζόμενα από τους εκκαλούντες απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.

Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ορισμένα εκ των οποίων αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, από τις ομολογίες των διαδίκων που συνάγονται από τα δικόγραφά τους (άρθρα 261, 352 του ΚΠολΔ), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ.336 παρ.4 ΚΠολΔ  βλ. ΑΠ 48/2009 ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από τους διαδίκους, ο πρώτος των εναγόντων και ήδη πρώτος εκκαλών και η πρώτη των εναγομένων και ήδη πρώτη εφεσίβλητη είχαν τελέσει νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 25-05-1996, από τον οποίο απέκτησαν δύο ενήλικα ήδη τέκνα, τον …. που γεννήθηκε την 21-09-1996 και τον …… που γεννήθηκε την 10-11-1999. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά με αποτέλεσμα τον Ιανουάριο του έτους 2001 να διασπασθεί οριστικά και έκτοτε αυτοί εγκαταστάθηκαν σε χωριστές οικίες, ενώ ο γάμος τους λύθηκε με διαζύγιο δυνάμει της υπ΄αριθμ.2428/ 2006 αμετάκλητης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η επιμέλεια δε των ανηλίκων τότε τέκνων τους ανατέθηκε στην πρώτη εναγόμενη μητέρα τους δυνάμει της υπ΄αριθμ.1437/2010 τελεσίδικης ήδη απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία επίσης, ο πρώτος ενάγων υποχρεώθηκε να καταβάλει σ΄αυτήν ως ατομική της διατροφή το ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρώ μηνιαίως και ως διατροφή των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους και για λογαριασμό αυτών το συνολικό ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ και για τα δύο παιδιά, για χρονικό διάστημα δύο ετών. Μετά το πέρας της ανωτέρω διετίας η πρώτη εναγομένη άσκησε σε βάρος του πρώτου ενάγοντος την από 1-07-2011 (αριθμ.καταθ……/ 2011) νέα αγωγή της, αιτούμενη ομοίως την εκ μέρους του καταβολή διατροφής τόσο για την ίδια ατομικά όσο και για τα ανήλικα τότε τέκνα τους. Επί της αγωγής της αυτής εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.462/2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία της επιδίκασε διατροφή μόνο για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των χιλίων (1.000,00) ευρώ μηνιαίως και για τα δύο παιδιά, για χρονικό διάστημα δύο ετών. Στη συνέχεια, η πρώτη εναγομένη άσκησε σε βάρος του πρώτου ενάγοντος την από 28-06-2013 (αριθμ.καταθ. ……./2013) νέα αγωγή της με όμοια αιτήματα. Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.1328/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία ο πρώτος ενάγων υποχρεώθηκε εκ νέου στην καταβολή μηνιαίας διατροφής για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους και συγκεκριμένα για μεν τον ανήλικο …. έως και την ενηλικίωσή του την 21-09-2014, για δε τον ανήλικο ….. για χρονικό διάστημα δύο ετών. Ακολούθως, η πρώτη εναγομένη άσκησε σε βάρος του πρώτου ενάγοντος και την από 28-08-2015 (αριθμ.καταθ…/../2015) αγωγή της αιτούμενη την εκ μέρους του καταβολή διατροφής τόσο για την ίδια ατομικά όσο και για το ανήλικο τότε τέκνο τους, ….., για χρονικό διάστημα δύο ετών. Επι της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄αριθμ.4470/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά με την οποία ο πρώτος ενάγων υποχρεώθηκε να της καταβάλλει το ποσό των τριακοσίων (300,00) ευρω μηνιαίως για την δική της διατροφή και το ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ μηνιαίως για τη διατροφή του ανηλίκου τέκνου τους ……, για το χρονικό διάστημα από την 10-09-2015 εως και την 10-02-2017. Κατά τη συζήτηση δε όλων των προαναφερόμενων αγωγών διατροφής της πρώτης εναγομένης σε βάρος του πρώτου ενάγοντος, ως μάρτυρας απόδειξης αυτών εξεταζόταν ενόρκως η μητέρα της, δεύτερη εναγομένη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη …………., ενώ ως μάρτυρας ανταπόδειξης εξεταζόταν ενόρκως η νέα σύζυγος του εναγομένου, δεύτερη ενάγουσα και ήδη δεύτερη εκκαλούσα, ………….. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και την από 30-09-2015 (αριθμ.καταθ……../2015) κατά των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων, ισχυριζόμενη ότι αυτοί τέλεσαν σε βάρος της το αδίκημα της απάτης με συνέπεια να υποστεί περιουσιακή ζημία αλλά και ηθική βλάβη. Ειδικότερα, η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε ότι η δεύτερη ενάγουσα εξεταζόμενη ενόρκως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τη συζήτηση των ανωτέρω  από 1-07-2011 (αριθμ.καταθ……./2011) και από 28-06-2013 (αριθμ.καταθ. ……./2013) αγωγών διατροφής της κατά τις δικασίμους της 10-10-2012 και 11-12-2013, κατέθεσε ψευδώς, σε συνεννόηση με τον πρώτα ενάγοντα, ότι τα μηνιαία εισοδήματα αυτού από την εργασία του ανέρχονταν μόλις στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ για το έτος 2012 και στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ για το έτος 2013, με σκοπό να παραπλανήσει το Δικαστήριο ως προς την αληθινή οικονομική του κατάσταση και να πετύχει έτσι την επιδίκαση μικρότερου ποσού διατροφής για την ίδια και τα ανήλικα τέκνα τους. Επιπλέον δε, με την ίδια ως άνω αγωγή της η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε ότι κατά τη συζήτηση των ανωτέρω αγωγών της, ο πρώτος ενάγων, προς απόδειξη του ύψους των εισοδημάτων του, προσκόμισε φορολογικές δηλώσεις της τρίτης ενάγουσας εταιρείας και ήδη τρίτης εκκαλούσας, στην οποία αυτός συμμετέχει κατά ποσοστό 50%, οι οποίες όμως ουδέποτε είχαν ελεγχθεί από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., και επομένως δεν αποδείκνυαν την πραγματική οικονομική του θέση.

Σχετικά δε με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα στην από 30-09-2015 (αριθμ. καταθ. ………/2015) αγωγή της πρώτης εναγομένης, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων εως και το έτος 2011 διατηρούσε ατομική επιχείρηση χονδρικής εμπορίας παλαιού σιδήρου στον …… Αττικής, ενώ από το Νοέμβριο του 2011 η επιχείρηση αυτή μετατράπηκε σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», η οποία λειτουργεί μεχρι σήμερα και στην οποία συμμετέχουν ο πρώτος ενάγων και η δεύτερη ενάγουσα με ποσοστό 50% ο καθένας. Σύμφωνα δε με τους νόμιμους δημοσιευμένους ισολογισμούς της ως άνω εταιρείας, τα καθαρά κέρδη αυτής κατά τις εταιρικές χρήσεις από 17-11-2011 έως 31-12-2012 και από 1-01-2013 εως 31-12-2013, μετα την αφαίρεση και των φόρων, ανέρχονταν στα ποσά των 100.280,02 ευρώ και 83.702,10 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι στο ποσό των 8.000,00 ευρώ μηνιαίως περίπου για το έτος 2012 και στο ποσό των 7.000,00 ευρώ μηνιαίως περίπου για το έτος 2013 (βλ. και σχετ. προσκομιζόμενα από τις εναγόμενες- εφεσίβλητες ΦΕΚ ΑΕ- ΕΠΕ –ΓΕΜΗ 699/24-01-2014 και 4512/12-05-2012 αντίστοιχα). Από τα ανωτέρω ποσά, το 50% (ήτοι το ποσό των 4.000,00 και 3.500,00 ευρώ αντίστοιχα) αποτελούσε το μηνιαίο εισόδημα του πρώτου ενάγοντος από την συμμετοχή του στην εταιρεία και το υπόλοιπο αντιστοιχούσε στο μηνιαίο εισόδημα της δεύτερης ενάγουσας, γεγονός που γνώριζε και η τελευταία, αφού αμφότεροι συμμετείχαν στην εταιρεία με ποσοστό 50% ως προαναφέρθηκε. Όμως, η δεύτερη ενάγουσα εξεταζόμενη ως μάρτυρας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τη συζήτηση των από 1-07-2011 και από 28-06-2013 αγωγών διατροφής της πρώτης εναγομένης, κατέθεσε ενόρκως ότι τα εισοδήματα του πρώτου ενάγοντος από την εργασία του ανέρχονταν κατά τα έτη 2012 και 2013 στα ποσά των 3.000,00 ευρώ και 1.200,00 ευρώ μηνιαίως, αντίστοιχα. ΟΙ ανωτέρω ένορκες καταθέσεις της όμως, δεν ήταν ακριβείς και δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, αφού όπως αποδείχθηκε, τα ανωτέρω μηνιαία εισοδήματα του πρώτου ενάγοντος κατά τα ανωτέρω επίδικα έτη ανέρχονταν στα ποσά των 4.000,00 ευρώ και 3.500,00 ευρώ, αντίστοιχα. Επίσης αποδείχθηκε ότι κατά τη συζήτηση των παραπάνω αγωγών της πρώτης εναγομένης, ο εναγόμενος σ΄αυτές σύζυγός της, πρώτος ενάγων, για να αποδείξει την οικονομική του κατάσταση και τα μηνιαία εισοδήματά του προσκόμισε τους παραπάνω αναφερόμενους ισολογισμούς της τρίτης ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία «………….» καθώς και το εκκαθαριστικό της φορολογικής του δήλωσης για το έτος 2013. Ωστόσο δεν προέκυψε από κάποιο πειστικό αποδεικτικό στοιχείο  ότι οι ανωτέρω ισολογισμοί και φορολογικές δηλώσεις είχαν ελεγχθεί προηγουμένως από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., όπως αβασίμως είχε αυτός ισχυρισθεί, αντιθέτως δε στην υπ΄αριθμ.1328/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε επί της ως άνω από 28-06-2013 αγωγής της πρώτης εναγόμενης αναφέρεται χαρακτηριστικά για το θέμα αυτό ότι : « .. Η κρίση αυτή περί του ύψους των εισοδημάτων του δεν ανατρέπεται από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά της φορολογικής του δήλωσης για το οικονομικό έτος 2013 όπου αναφέρονται εισοδήματα ύψους 15.855,17 ευρώ, διότι η δήλωση αυτή δεν ελέγχθηκε από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. για να ευρεθεί ειλικρινής, εφόσον δεν προσκομίζεται σχετικό πιστοποιητικό ελέγχου…». Επομένως από όλα τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι τα διαλαμβανόμενα στην από 30-09-2015 (με αριθμ.καταθ. ………../2015) αγωγή της πρώτης εναγομένης κατά του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων και ειδικότερα, αφενός ο ισχυρισμός της ότι οι από 10-10-2012 και 11-12-2013 ένορκες καταθέσεις της δεύτερης ενάγουσας σε σχέση με τα μηνιαία εισοδήματα του πρώτου ενάγοντος δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα και αφετέρου ο ισχυρισμός της ότι οι φορολογικές δηλώσεις και οι ισολογισμοί που προσκομίστηκαν από τον πρώτο ενάγοντα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά δεν είχαν ελεγχθεί προηγουμένως από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., ήταν απολύτως αληθείς. Συνεπώς, η πρώτη εναγόμενη με την υπό κρίση από 30-09-2015 (αριθμ.καταθ. ……../2015) αγωγή της δεν τέλεσε σε βάρος του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων ούτε το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρ.363 ΠΚ) για την στοιχειοθέτηση του απαιτείται αναγκαίως το γεγονός που ισχυρίζεται ή διαδίδει ο δράστης να είναι ψευδές, αλλά ούτε και το αδίκημα της απλής δυσφήμησης ή της εξύβρισης (αρθρ.362,366 παρ.1 ΠΚ), καθώς οι ανωτέρω αληθείς ισχυρισμοί της δεν συνοδεύοταν από άλλες υποτιμητικές ή απαξιωτικές για τους ενάγοντες εκφράσεις από τις οποίες να προκύπτει σκοπός εξύβρισης αυτών, κατά τα εκτιθέμενα και στη νομική σκέψη της παρούσας. Επίσης, ο περιλαμβανόμενος στην ως άνω αγωγή ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης ότι η ανωτέρω αναφερόμενη συμπεριφορά του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων πληροί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της απάτης, δεν αποτελεί γεγονός κατά την έννοια των άρθρων 362- 363 του ΠΚ, αλλά αντίθετα συνιστά προσπάθεια υπαγωγής αληθών πραγματικών περιστατικών σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, η ορθότητα της οποίας θα κριθεί από το αρμόδιο Δικαστήριο που θα επιληφθεί της εν λόγω αγωγής.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι κατά τη συζήτηση της από 28-08-2015 (αριθμ.καταθ………../2015) αγωγής διατροφής της πρώτης εναγομένης κατά του πρώτου ενάγοντος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά τη δικάσιμο της 29-03-2017, η δεύτερη εναγόμενη εξεταζόμενη ενόρκως ως μάρτυρας της πρώτης εναγόμενης, κατέθεσε ,μεταξύ άλλων, τα εξής : « … Έχει (ο πρώτος ενάγων) εργοστάσιο στον ….. που παίρνει τα παλιά… βγάζει οκτώ χιλιάδες περίπου το μήνα, ένα εκατομμύριο τόσο το χρόνο… Εδώ έρχονται και λένε ότι πεινάνε… Έχει στο …. σπίτι διώροφο με πισίνα και τώρα αυτή την εποχή κάνει δύο μεζονέτες… (έχει) κότερο μεγάλο, δεν ξέρω, ένα μεγάλο είδαμε στο facebook κι έλεγε ότι είναι ψέμματα μετά ενώ είναι δικό του. Έκανε διακοπές. Έχει πολλά λεφτά… Η Ελευσίνα το λέει, πάμπλουτος είναι. Είναι πολύ πλούσιος… Την εγκατέλειψε (εννοεί την πρώτη εναγόμενη και πρώην σύζυγό του)… Την έδερνε, μεθούσε, γύριζε… Έφευγε Παρασκευή, ερχόταν Δευτέρα, την ξυλοφόρτωνε…. Έφυγε αυτός μετά, την εγκατέλειψε. Της τα έσπασε όλα, της έκανε ένα σπίτι γιαπί, την έδειρε, τελείωσε… Δεν τα θέλει (εννοεί τα τέκνα που απέκτησε από το γάμο του με την πρώτη εναγόμενη) … Αφού τα βλέπει στο δρόμο και τα σκυλοβρίζει… Μπάσταρδο το ανεβάζει, μπάσταρδο το κατεβάζει. Του έχει κάνει μεγάλο ψυχολογικό πρόβλημα…». Από το περιεχόμενο της ανωτέρω ένορκης κατάθεσης προκύπτει σαφώς ότι η δεύτερη εναγόμενη δεν ισχυρίστηκε οποιοδήποτε γεγονός που να αφορά αμέσως ή εμμέσως τη δεύτερη ενάγουσα και συνεπώς οι ισχυρισμοί της τελευταίας περί παράνομης προσβολής της τιμής και της υπόληψής της από την ως άνω κατάθεση, απορριπτέοι τυγχάνουν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Αντιθέτως, με η δεύτερη εναγόμενη με την παραπάνω ένορκη κατάθεσή της ισχυρίστηκε ενώπιον τρίτων γεγονότα που αφορούσαν αποκλειστικά τον πρώτο ενάγοντα και συγκεκριμένα αφενός την οικονομική του κατάσταση και αφετέρου τις σχέσεις του με τα τέκνα του και με την πρώτη εναγόμενη και πρώην σύζυγό του. Από τις αποδείξεις όμως δεν προέκυψε με βεβαιότητα εάν τα γεγονότα αυτά ήταν αληθή ή ψευδή αφού από τους διαδίκους δεν προσκομίστηκαν σχετικά αποδεικτικά στοιχεία. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο πρώτος ενάγων είναι σήμερα εταίρος κατά ποσοστό 50% της τρίτης ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία «………….», της οποίας αντικείμενο είναι το χονδρικό εμπόριο παλαιού σιδήρου, πλην όμως από το αποδεικτικό υλικό δεν προέκυψε εάν κατά τη λήψη της ένδικης ένορκης κατάθεσης, ήτοι κατά το έτος 2017,τα καθαρά κέρδη της εταιρείας ανέρχονταν στο ποσό των 8.000,00 ευρώ μηνιαίως και στο ποσό του 1.000.000,00 ευρώ ετησίως, όπως κατέθεσε ενόρκως η δεύτερη εναγόμενη, αφού δεν προσκομίστηκαν από τους διαδίκους σχετικά οικονομικά στοιχεία της εταιρείας αυτής. Επίσης δεν αποδείχθηκε μετά βεβαιότητας εάν ο πρώτος ενάγων διατηρεί διώροφη οικία με πισίνα στο …….. Αττικής ή εάν διαθέτει κότερο και εάν έχει μεγάλη οικονομική επιφάνεια και εάν είναι πάμπλουτος, γεγονός που το γνωρίζουν στην Ελευσίνα.

Συνεπώς ως προς τα παραπάνω γεγονότα, για τα οποία καταλείπονται αμφιβολίες ως προς την αλήθεια και την ακρίβεια τους, δεν στοιχειοθετείται η τέλεση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης (άθρ.363 ΠΚ) εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης, αλλά ούτε και το αδίκημα της απλής δυσφήμησης (αρθρ.362 ΠΚ), δεδομένου δε ότι τα γεγονότα αυτά ακόμη και αληθή, δεν ήταν αντικειμενικώς πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του πρώτου ενάγοντος, αφού τον παρουσίαζαν σαν έναν επιτυχημένο και οικονομικά εύρωστο επιχειρηματία.

Περαιτέρω, από τις αποδείξεις δεν προέκυψε με βεβαιότητα ότι ο πρώτος ενάγων ήταν οξύθυμος κατά τη διάρκεια του γάμου του με την πρώτη εναγόμενη, ότι μεθούσε και ασκούσε σωματική βία εναντίον της, ούτε εάν κατά το χρόνο λήψης της ένδικης κατάθεσης διατηρούσε καλές σχέσεις με τα τέκνα που απέκτησε από το γάμο του με την πρώτη εναγόμενη ή εάν τα απέφευγε και τους μιλούσε άσχημα, όπως κατέθεσε ενόρκως η δεύτερη εναγόμενη. Επομένως, εφόσον και για αυτά τα γεγονότα καταλείπονται αμφιβολίες ως προς την αλήθεια και ακρίβεια τους, δεν στοιχειοθετείται η τέλεση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης, σύμφωνα με τα ανωτέρω αναφερόμενα. Ωστόσο, ως προς τα γεγονότα αυτά στοιχειοθετείται η τέλεση του αδικήματος της απλής δυσφήμησης (άρθρ.362,366 παρ.1β ΠΚ), καθόσον τα γεγονότα αυτά ανάγονται αποκλειστικά στις σχέσεις του οικογενειακού και ιδιωτικού βίου του πρώτου ενάγοντος και ήταν αντικειμενικώς πρόσφορα να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή του, την οποία και πράγματι έβλαψαν, αφού περιείχαν έντονη αμφισβήτηση της ηθικής του αξίας ως οικογενειάρχη και πατέρα.

Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι με την παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της δεύτερης εναγόμενης προσβλήθηκε η προσωπικότητα του πρώτου ενάγοντα, μειώθηκε η τιμή και η υπόληψή του και προκλήθηκε σ΄αυτόν ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται την ανάλογη χρηματική ικανοποίηση.

Από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚπολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 57, 59, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή, με την οποία ζητείται η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων από την προσβολή της προσωπικότητάς του, αρκεί να αναφέρονται σ΄ αυτήν το είδος της προσβολής, η παράνομη πράξη που την προκάλεσε, ο αιτιώδης σύνδεσμος ανάμεσα στην τελευταία και στην προσβολή της προσωπικότητας και η υπαιτιότητα του εναγομένου. Αντίθετα, άλλοι ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως είναι η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, δηλαδή η περιουσιακή κατάσταση και η κοινωνική θέση των διαδίκων κ.λπ., αποτελούν είτε ιδιότητες στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπόψη για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος, δηλαδή δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεση τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη αλλά τα δικαστήρια αποφαίνονται γι” αυτά κατά κρίση ελεύθερη και μη υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο (ΑΠ 543/2009 ΧρΙΔ 2010,453 και ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1445/2003, ΕλλΔνη 46, 822, ΕφΑθ 6982/2007 ΕπισκΕμπΔ 2008,189).

Κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι` αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των μερών.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη, με αξιολόγηση και στάθμιση όλων των διαμορφωτικών συνθηκών κατά τον κρίσιμο χρόνο του προσδιορισμού της, μεταξύ των άλλων, τις ως άνω συνθήκες της επίμαχης αδικοπραξίας, το είδος της προσβολής, του ψυχικού άλγους που δοκίμασε ο ενάγων, το βαθμό του πταίσματος της δεύτερης εναγόμενης, τις ιδιότητες και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών  (ολΑΠ 13/02, ΑΠ 8/09, ΑΠ 298/09, ΑΠ 44/09  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση της δεύτερης εναγόμενης να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200,00) ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το ποσό αυτό κρίνεται ως δίκαιο και εύλογο (βλ. και ΑΠ 716/08, ΑΠ 433/08, ΑΠ 1779/08, ΑΠ 635/07 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), δηλαδή, ανάλογο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκείμενης περίπτωσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (αρθ. 25§1 του Συντάγματος και 2, 9§2 και 10§2 της ΕΣΔΑ), όπως η αρχή αυτή, εξειδικεύεται με την ανωτέρω διάταξη του αρθ. 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης (βλ. και ολΑΠ 6/09, ΑΠ 79/10, ΑΠ 123/10 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) και αξιολογείται ως εύλογο και επαρκές να αποκαταστήσει πλήρως την επίδικη ηθική βλάβη του πρώτου των εναγόντων.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την αγωγή δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγόντων που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που οι εκκαλούντες κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 1095/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία).

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό …………./2019, άσκησης έφεσης που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  12 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                                                                                                                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 Και αντ΄ αυτής, λόγω

αποσπάσεως και αναχωρήσεώς

της, η ορισθείσα Γραμματέας

Γεωργία Λογοθέτη