Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 353/2021

Αριθμός     353/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  1) ……… και 2) ……….. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Μαρία Τριανταφύλλη  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ:  ………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ιωάννα Γεωργούλια (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) οι εκκαλούντες ……… ..  και ……… την από  19.9.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017) κύρια αγωγή κατά των ……………, ……………., ……………… και ……………. (ήδη εφεσίβλητης)  και β) οι ……………, ……………… και …………. την από   13.11.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017) παρεμπίπτουσα αγωγή κατά της ………….. (ήδη εφεσίβλητης), επί των οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ.  2092/2018  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την παρεμπίπτουσα αγωγή, απέρριψε την κύρια αγωγή ως προς την τέταρτη εναγόμενη (…………..), ανέβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς τους λοιπούς εναγόμενους και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου  οι ενάγοντες της κύριας αγωγής και ήδη εκκαλούντες  με την από   17.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………../2019) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………/2019) αρχικά η  21η.5.202, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄ αριθμ. 79/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίες παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 17-7-2019 (γεν.αριθμ.καταθ…………./2019) έφεση κατά της υπ΄αριθμ.2092/ 2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αρχικώς κατά τη δικάσιμο της 21-05-2020 ,οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων για το χρονικό διάστημα από 13-3-2020 έως 31-05-2020, για προληπτικούς λόγους δημόσιας υγείας, κατά τα αναφερόμενα στη σχετική εισήγηση της Εθνικής Επιτροπής Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, και, ακολούθως, με την υπ’ αριθμ.79/ 2020  Πράξη του ορισθέντα από τον Πρoέδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη Πειραιά, προσδιορίστηκε οίκοθεν προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (της 3-6-2021) και ενεγράφη στο πινάκιο με πρωτοβουλία της γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, εγγραφή η οποία ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/ 2020 ( ΦΕΚ Α΄104/ 30-05-2020).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 513 ΚΠολΔ έφεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που εκδίδονται στον πρώτο βαθμό α)… β) των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική, δεν επιτρέπεται έφεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής προς τις διατάξεις των άρθρων 308, 309, 321 και 539 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οριστική απόφαση είτε του πρωτοβάθμιου είτε του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη, με την παραδοχή ή την απόρριψη της αγωγής, που απεκδύει το δικαστή της περαιτέρω εξουσίας του σχετικά με το αγωγικό αίτημα. Το αποτέλεσμα αυτό διατυπώνεται με σχετική διάταξη στο διατακτικό, το οποίο αποτελεί την ουσία της απόφασης και περιέχει τη θέληση και διαταγή του δικαστηρίου, ή και στο σκεπτικό, αλλά ρητώς και σαφώς (ΑΠ 203/79 Δίκη 10, 334, Ευκλείδη, ΠολΔ παρ. 128 σημ. 1, Μπέη, ΠολΔ άρθρο 513 αριθ. ΙΙΙ, 2, Σ. Σαμουήλ, Η Εφεση Ε΄ έκδοση, 202, 203, 205, 206, 224 περ γ, ΑΠ 1154/77 ΝοΒ 26, 1024, ΕφΑθ 297/1993 Αρχ.Ν 1994.75, ΕφΑθ 1582/1988 ΕλΔνη 1991.993, ΕφΑθ 1804/80 ΝοΒ 28. 857, 3059/1971 Δίκη 3.9 και σχόλια στη σελίδα 47). Σε έφεση υπόκεινται μόνο οι «εν όλω» οριστικές αποφάσεις. Οι εν μέρει οριστικές δεν υπόκεινται σε έφεση ούτε ως προς τις οριστικές τους διατάξεις (ΑΠ 7/2003 ΕλλΔνη 44.482, Σ. Σαμουήλ, οπ. π. αριθ. 207). Σκοπός της απαγορεύσεως είναι η αποφυγή κατατμήσεως της διαφοράς (513 β΄ΚΠολΔ Σ. Σαμουήλ, οπ. αριθ 223).Ο κανόνας όμως αυτός κάμπτεται στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει απλή ομοδικία και η πρωτόδικη απόφαση είναι οριστική ως προς έναν ή ορισμένους ομοδίκους, μη οριστική δε ως προς τους λοιπούς, διότι από τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 §§ 1 και 2, 76 και 517 εδαφ. β` ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην περίπτωση αυτή η έναντι κάθε ομοδίκου οριστική διάγνωση έχει αυτοτέλεια και η, ως προς αυτού, κρίση περατώνει έναντί του τη δίκη. ΄Εκτοτε συνεπώς η απόφαση είναι ως προς αυτού εκκλητή και πριν ακόμη εκδοθεί οριστική απόφαση έναντι των λοιπών ομοδίκων (ΟλΑΠ 902/1982, 401/81 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). ΄Ετσι, ενόψει της φύσης της απλής ομοδικίας, στην οποία ενώνονται για εξυπηρέτηση της αρχής της οικονομίας της δίκης και της ασφάλειας του δικαίου, σε κοινή διαδικασία περισσότερες έννομες σχέσεις δίκης που συνδέουν τους διαδίκους, χωρίς όμως να επηρεάζεται ή να καταργείται η ανεξάρτητη δικονομική θέση καθενός απέναντι στους άλλους, η οριστική απόφαση ως προς ένα ομόδικο περατώνει γι’ αυτόν τη δίκη και μπορεί, ως προς αυτόν, να προσβληθεί με έφεση και πριν από την έκδοση οριστικής απόφασης και ως προς τους λοιπούς ομοδίκους (βλ. ΟλΑΠ 744/1982 ΝοΒ. 31.808, ΑΠ 1505/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1084/1986 ΝοΒ 35.758, Σ. Σαμουήλ ό.π. παρ. 225, Β. Βαθρακοκοίλη ό.π. υπό άρθρα 75 αρ. 30 και 513 αρ. 14). Τέλος αν λείπει κάποια από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της έφεσης, στις οποίες περιλαμβάνεται το εκκλητό της εκκαλούμενης απόφασης (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ τομ. Γ΄σελ. 363), τότε το Δικαστήριο απορρίπτει την έφεση αυτή ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως σύμφωνα με το άρθρο 532 ΚΠολΔ (ΑΠ 7/2003 ΕλΔνη 44. 482, ΑΠ 1027/1991 ΕλΔνη 33.815, ΕφΑθ. 2727/1999 Νοβ 48.52, ΕφΠειρ.615/1997 ΕλΔνη 40. 383, ΕφΑθ 1582/1988 ΕλΔνη 1991. 993).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την από 19-9-2017 (γεν.αριθμ.καταθ…………/2017) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά στρεφόμενοι κατά των : 1. ………., 2. ……….. 3. ………. και 4. ……….. και ήδη εφεσίβλητης εξέθεταν τα ακόλουθα: Ότι δυνάμει του υπ΄αριθμ……/ 9-3-2007 συμβολαίου της Συμβ/φου Κορυδαλλού …………, που έχει νόμιμα μεταγραφεί, οι τρείς πρώτοι των εναγόμενων τους πώλησαν μία κάθετη ιδιοκτησία στην ………… Αττικής, επιφάνειας 121τ.μ. μετά της επ΄αυτής ισόγειας παλαιάς οικίας επιφάνειας 77 τ.μ., έναντι τιμήματος 120.000,00 ευρώ, το οποίο κατέβαλαν συμμέτρως στους πωλητές από προϊόν δανείου που έλαβαν από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ότι πριν την κατάρτιση της σύμβασης ενημέρωσαν για την πρόθεσή τους να αγοράσουν το εν λόγω ακίνητο την τέταρτη των εναγομένων και ήδη εφεσίβλητη, με την οποία έχουν στενή φιλική σχέση, και η οποία έχει την ιδιότητα της μηχανικού και εργάζεται στην Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Κορυδαλλού ήδη από το έτος 1980.Οτι η τέταρτη των εναγομένων, αφού πρώτα έλαβε σχετική εντολή από τους τρείς πρώτους εναγόμενους, εκπόνησε το από Φεβρουαρίου 2007 τοπογραφικό διάγραμμα, επί του οποίου έθεσε την υπεύθυνη δήλωση του Ν.651/ 1977, με την οποία βεβαίωνε ως πολιτικός μηχανικός ότι το ως άνω υπό αγορά ακίνητο είναι άρτιο και οικοδομήσιμο. Ότι κατά την κατάρτιση της σύμβασης οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι, ως πωλητές, δήλωσαν υπευθύνως και εγγυήθηκαν στο ανωτέρω συμβόλαιο ότι το πωλούμενο ήταν ελεύθερο από κάθε εν γένει βάρος απαλλοτρίωσης, αμφισβήτησης και από κάθε νομικό ελάττωμα. Ότι περί τις αρχές Σεπτεμβρίου 2016 οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν τυχαία από ιδιοκτήτρια όμορου ακινήτου ότι όλο το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο βρίσκεται το επίδικο ακίνητο είναι χαρακτηρισμένο ως κοινόχρηστος χώρος. Ότι στη συνέχεια υπέβαλαν αίτηση προς τη Διεύθυνση Υπηρεσιών Δόμησης του Δήμου Αιγάλεω για τη χορήγηση όρων δόμησης για το επίδικο ακίνητο, η οποία με την υπ΄ αριθμ. πρωτ. …./24-10-2016 απαντητική επιστολή, τους κατέστησε γνωστό ότι το Ο.Τ….. στο οποίο βρίσκεται το ακίνητο, έχει χαρακτηριστεί ως κοινόχρηστος χώρος ήδη από το έτος 1960 κατά τη σύνταξη του σχεδίου πόλης της ………… Αττικής. ΄Οτι το γεγονός αυτό το γνώριζαν οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι, το αποσιώπησαν όμως δολίως από αυτούς (ενάγοντες), εξαπατώντας τους, ώστε να προβούν στην αγορά του ακινήτου. Ότι επιπλέον ευθύνη υπέχει και η τέταρτη των εναγομένων, η οποία δήλωσε υπευθύνως ψευδή γεγονότα, ότι δηλαδή το υπό αγορά ακίνητο ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο, αφού δεν έπραξε, ενώ γνώριζε ότι απαιτείτο κατά τους κανόνες της επιστήμης της, ήτοι δεν έλαβε τους όρους δόμησης και απόσπασμα ρυμοτομικού σχεδίου από την πολεοδομία, ώστε βάσει αυτών των δεδομένων να συντάξει αληθές τοπογραφικό διάγραμμα με την ορθή δήλωση του Ν.651/1977, με την οποία θα έπρεπε να δηλώνεται ότι το οικόπεδο δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, αλλά χαρακτηρισμένο κατά το σχέδιο πόλης ……….. ως κοινόχρηστος χώρος ήδη από το έτος 1959,συνεργώντας έτσι με τους τρείς πρώτους εναγόμενους, αφού τους βοήθησε εν τέλει στην απόκρυψη του ελαττώματος του πωληθέντος ακινήτου. ΄Οτι σε κάθε περίπτωση η τέταρτη εναγόμενη ευθύνεται για την πλημμελή εκτέλεση του έργου που της ανατέθηκε, ήτοι για τη βαρύτατη αμέλεια που επέδειξε κατά την εκπόνηση του τοπογραφικού διαγράμματος. Ότι είναι βέβαιο ότι δεν θα είχαν προβεί στην αγορά του ως άνω ακινήτου αν δεν είχαν προηγηθεί η ψευδής υπεύθυνη δήλωση της τέταρτης εναγόμενης και η δόλια απόκρυψη εκ μέρους των τριών πρώτων εναγομένων, αφού το παραπάνω ελάττωμα καθιστά το ακίνητο μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο και ως εκ τούτου μη εκμεταλλεύσιμο. ΄Οτι οι παραπάνω παράνομες και υπαίτιες συμπεριφορές των εναγομένων συνιστούν αδικοπραξία, η οποία τους προκάλεσε τόσο περιουσιακή ζημία συνολικού ποσού 95.367,79 ευρώ που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του καταβληθέντος τιμήματος και της αγοραίας αξίας που είχε το ακίνητο με το ελάττωμα κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης, η οποία προσδιορίζεται με βάση την αντικειμενική του αξία στο ποσό των 24.623,21 ευρώ, όσο και ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας δικαιούται ο καθένας τους ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 20.000,00 ευρώ.

Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά από τον παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, οι ενάγοντες ζήτησαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας, σε κάθε έναν από αυτούς το ποσό των ( 95.367,79 : 2 ) = 47.683,89 ευρώ ως αποζημίωση και το ποσό των 20.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όλα τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης ζήτησαν να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος των εναγομένων ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης λόγω της αδικοπραξίας, μέχρι ένα έτος και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην εν γένει δικαστική τους δαπάνη.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία απέρριψε αυτήν (αγωγή) ως προς την τέταρτη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ως μη νόμιμη, άλλως ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων και ως προς τους λοιπούς εναγόμενους (και μη διαδίκους στην παρούσα δίκη) αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης ως προς αυτούς  και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης κατ΄ άρθρο 254 παρ.1 ΚΠολΔ προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη από τον οριζόμενο σ΄αυτήν πραγματογνώμονα πολιτικό μηχανικό.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες-ενάγοντες με την ένδικη έφεσή τους κατά το μέρος που απορρίφθηκε η αγωγή τους ως προς την τέταρτη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, για τους διαλαμβανόμενους σ΄αυτήν λόγους και ζητούν την εξαφάνισή της ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή τους και ως προς την τέταρτη εναγόμενη.

Η ως άνω εκκαλούμενη απόφαση ως προς την τέταρτη των εναγομένων, απλή ομόδικο των τριών πρώτων εναγομένων, για την οποία η εκκαλούμενη 2092/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αποφάσισε οριστικά και το Δικαστήριο απεκδύθηκε κάθε περαιτέρω εξουσίας, είναι, ενόψει των προεκτεθέντων, οριστική και υπόκειται σε έφεση.

Επομένως η εκ μέρους των εκκαλούντων ασκηθείσα εναντίον της τέταρτης των εναγομένων έφεση, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 518 παρ.2 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ),δοθέντος ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έχει κατατεθεί από τους εκκαλούντες το σχετικό παράβολο κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ ως ισχύει κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης έφεσης.

Για τη στοιχειοθέτηση αδικοπραξίας σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 914 επ. ΑΚ και κατ` επέκταση υποχρέωσης του ζημιώσαντος, τόσο προς αποζημίωση του παθόντος (ΑΚ 297 και 298), όσο και για χρηματική ικανοποίηση της ενδεχόμενης ηθικής του βλάβης (ΑΚ 932), προϋποτίθεται ότι αφενός η (θετική ή αποθετική) ζημία και η ηθική βλάβη του παθόντος προκλήθηκαν παρανόμως (ΑΚ 914) ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη (ΑΚ 919) από ενέργεια ή παράλειψη του υπαιτίου και αφετέρου υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της προπεριγραφείσας ενέργειας ή παράλειψης και της ζημίας ή και της ηθικής βλάβης που επήλθαν. Εξάλλου, από τη ρύθμιση του άρθρου 919 ΑΚ συνάγεται ότι, η από πρόθεση πρόκληση ζημίας σε άλλον, κατά τρόπο αντίθετο στα χρηστά ήθη αποτελεί πράξη παράνομη και δημιουργεί υποχρέωση για αποζημίωση. Ζημιογόνος συμπεριφορά από πρόθεση, μέσω της οποίας παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης επί τη βάσει του άρθρου 919 ΑΚ, όταν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττομένη θα ήταν αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Μόνον η εκ μέρους του ενός των συμβαλλομένων αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης δεν συνιστά πράξη αντίθετη προς τα χρηστά ήθη, ώστε να θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης κατά την προδιαληφθείσα διάταξη, δεδομένου ότι μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής αποτελεί μεν συμπεριφορά παράνομη, αλλά δεν συνιστά αδικοπραξία υπό την έννοια των άρθρων 914 επ. ΑΚ (Ολ. ΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22. 505, ΑΠ 506/2010, ΑΠ 87/2000, ΕλλΔ/νη 41. 967, ΑΠ 25/1998, ΝοΒ 47. 390, ΕφΑθ 1873/2008, Αρμ 2008/1840, ΕφΑθ 302/2006, ΔΕΕ 2006/513). Η ύπαρξη, επομένως, νομικού ή πραγματικού ελαττώματος δεν ιδρύει από μόνη της ευθύνη από αδικοπραξία κατά την έννοια των αμέσως παραπάνω αναφερομένων διατάξεων, αφού, χωρίς τη συμβατική σχέση, δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν όμως δολίως αποσιωπάται η ύπαρξη του νομικού ή πραγματικού ελαττώματος, τότε συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, τα οποία, μαζί με τη συμβατική παράβαση, συνθέτουν το πραγματικό αδικοπραξίας, με τη μορφή της αστικής απάτης των άρθρων 147 και 149 του ΑΚ (ΑΠ 1273/2017, 1703/2013, 559/2013 ΕφΠειρ 699/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Πρόκειται δηλαδή για συρροή δύο αξιώσεων, εφόσον η παραπάνω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του πωλητή αποτελεί αδικοπραξία και χωρίς τη συμβατική σχέση της πώλησης. Από τις δύο αυτές αξιώσεις για αποζημίωση, η πρώτη στηρίζεται στη συμβατική ευθύνη, με βάση τις διατάξεις των τριών πρώτων από τα παραπάνω άρθρα και η δεύτερη στην αδικοπραξία, με βάση τις διατάξεις του τελευταίου των άρθρων αυτών. Στην περίπτωση δε της συρροής αξιώσεων, που αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, δηλαδή στην ίδια παροχή, είναι δυνατή η παράλληλη άσκηση όλων των αξιώσεων, όχι όμως και η ικανοποίηση όλων, αφού η ικανοποίηση της μίας έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός αν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης από την αδικοπραξία (ΑΠ 559/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 147, 149, 150, 151, 152 ΑΚ, όποιος παρασύρθηκε με απάτη σε δήλωση βουλήσεως ή εξαναγκάστηκε σε δήλωση βούλησης με απειλή, που ασκήθηκε παράνομα ή αντίθετα προς τα χρηστά ήθη από τον άλλο ή από τρίτο, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας και παράλληλα την ανόρθωση κάθε άλλης ζημίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες (αρθρ.914 επ. ΑΚ), εφόσον η απάτη ή απειλή περιέχει και τους όρους της αδικοπραξίας, είτε να αποδεχθεί τη δικαιοπραξία και να ζητήσει μόνο την ανόρθωση της ζημίας του, θετικής και αποθετικής, δηλαδή να απαιτήσει αποζημίωση, κατά την έκταση που δικαιούται σε κάθε αδικοπραξία (ΑΠ 715/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις η απάτη και απειλή αντιμετωπίζονται στο δίκαιο υπό δύο έννοιες, ήτοι: α) ως λόγος που καθιστά ελαττωματική τη βούληση του απατηθέντος ή απειληθέντος, εξαιτίας της οποίας δικαιούται να ζητήσει την ακύρωση της δήλωσής του και β) ως αδικοπρακτική συμπεριφορά του απατήσαντος ή απειλήσαντος, η οποία γεννά σε βάρος του υποχρέωση αποζημίωσης, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Δεν ενδιαφέρει αν η πλάνη που δημιουργήθηκε συνεπεία της απάτης είναι συγγνωστή ή μη, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά της βούλησης αίτια, αρκεί αυτή να υφίσταται κατά το χρόνο της δήλωσης της βούλησης του απατηθέντος. Ειδικότερα απάτη, κατά την έννοια του άρθρου 147 ΑΚ αποτελεί κάθε συμπεριφορά από πρόθεση, που τείνει να παράγει, ενισχύσει ή διατηρήσει πεπλανημένη αντίληψη ή εντύπωση, με σκοπό να οδηγηθεί κάποιος σε δήλωση βούλησης, συνίσταται δε η απατηλή συμπεριφορά, είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αληθείας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σ` αυτόν, που τα αγνοούσε, επιβαλλόταν από το καθήκον διαφώτισης του με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αυτού και εκείνου, προς τον οποίο απηύθυνε τη δήλωση του, η συμπεριφορά δε αυτή αποσκοπεί στην πρόκληση δήλωσης βουλήσεως του απατηθέντος, η οποία προκλήθηκε πράγματι από την απάτη (ΑΠ 1756/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ως λόγος μεν η απάτη, που καθιστά ελαττωματική τη βούληση, αποκτά σημασία, μόνο στο πλαίσιο της δικαιοπραξίας, αφού αποτελεί αρνητική προϋπόθεση του κύρους της, και θεμελιώνει, ανάλογα προς το εάν ο απατηθείς επιδιώκει την ακύρωση της δικαιοπραξίας ή την αποδέχεται παρά το ελάττωμά της, παράλληλες αξιώσεις αντίστοιχα αποζημίωσης από αδικοπραξία, για αρνητικό διαφέρον στην πρώτη, που μπορεί να περιλαμβάνει και περαιτέρω θετική ζημία σαν αποτέλεσμα της κατάρτισης της απατηλής δικαιοπραξίας και για θετικό διαφέρον στη δεύτερη. Ως αδικοπρακτική δε συμπεριφορά δόλια και αντικείμενη στα χρηστά ήθη, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 197, 198, 147, 148, 281, 288 και 919 του ΑΚ, ιδρύει αυτοτελή και πρωτογενή υποχρέωση αποζημίωσης, εφόσον συντρέχουν και οι λοιποί όροι αυτής, δηλαδή η ζημία, και ο αιτιώδης σύνδεσμος της με την απατηλή (δόλια) συμπεριφορά του υπαιτίου, στοιχεία που κατά τη διάταξη του άρθ. 216 παρ. 1 εδ.ά και β` ΚΠολΔ πρέπει να εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής (ΑΠ 247/2018, ΑΠ 631/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση ακυρώσιμης λόγω απάτης δικαιοπραξίας, εφόσον η προκληθείσα πλάνη είναι ουσιώδης, η ακύρωση της δικαιοπραξίας είναι δυνατή τόσο βάσει των περί απάτης διατάξεων, όσο και βάσει των διατάξεων περί πλάνης, υποκείμενη κάθε φορά στους κανόνες εκάστης εξ αυτών.

Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 926 εδ.1 Α.Κ., με το οποίο καθορίζονται, στα πλαίσια της αδικοπρακτικής ευθύνης, οι περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζεται από το νόμο ευθύνη περισσοτέρων προσώπων, ως κοινή πράξη νοείται κάθε μορφή συμμετοχής στην τέλεση της πράξεως ή την επαγωγή της ζημίας, αδιάφορα από το αν οι ενέργειες πράξεις ή παραλείψεις, των περισσότερων προσώπων έγιναν ταυτόχρονα, παράλληλα ή διαδοχικά. Αρκεί κάθε ενέργεια να συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα, δηλαδή την επαγωγή της ζημίας, ο βαθμός δε της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από τους περισσοτέρους δράστες, το αν δηλαδή ο ένας ενήργησε με δόλο και ο άλλος από αμέλεια, δεν ενδιαφέρει για την θεμελίωση της εις ολόκληρο ευθύνης, αλλά μόνο για την αναγωγή μεταξύ των περισσοτέρων των ενεχομένων από την αδικοπραξία κατά το άρθρο 927 ΑΚ (ΑΠ 457/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέλος, η κατά το άρθρο 68 ΚΠολΔ έλλειψη της νομιμοποίησης, η οποία (νομιμοποίηση ενεργητική και παθητική) αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της όλης δίκης και η συνδρομή της εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (73 ΚΠολΔ, ΑΠ 831/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) σε κάθε στάση της δίκης, ως συνέπεια έχει, λόγω ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ των διαδίκων και της επικαλουμένης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ή του ενδίκου μέσου (βλ. Νίκα σε Ερμηνεία Κωδ.ΠολΔικ Κεραμέως-Κονδύλη-Νίκα, αρθρ. 68 σελ. 144-145 με εκεί παραπομπές σε νομολογία).

Στην προκειμένη περίπτωση με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της τέταρτης εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης απορριπτέα τυγχάνει ως μη νόμιμη και τούτο διότι σχετικά με το αδίκημα της απάτης, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες δεν επικαλούνται ρητά και με σαφήνεια ότι αυτή (τέταρτη εναγόμενη) με την ιδιότητά της ως μηχανικού τελούσε σε γνώση της ύπαρξης του ουσιώδους πραγματικού ελαττώματος του ρυμοτομικού βάρους, καθώς και σε γνώση του ότι η ανακοίνωσή του στους ενάγοντες αγοραστές που το αγνοούσαν θα απέτρεπε αυτούς από την αγορά, αλλά ούτε επικαλούνται ότι είχε κοινό δόλο με τους τρείς πρώτους εναγόμενους, ότι δηλαδή ήθελε ή αποδεχόταν την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης, γνωρίζοντας ότι και οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι έπρατταν με δόλο τέλεσης του ιδίου εγκλήματος και ότι ήθελε ή αποδεχόταν να ενώσει τη δική της δράση με εκείνη των λοιπών εναγομένων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης της απάτης. Σε σχέση δε με το αδίκημα της ψευδούς υπεύθυνης δήλωσης, οι ενάγοντες δεν επικαλούνται επίσης ότι η τέταρτη εναγομένη τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας των γεγονότων που βεβαίωσε, ότι δηλαδή τελούσε εν γνώσει της αναλήθειας ότι το οικόπεδο επί του οποίου βρισκόταν το επίδικο ακίνητο ήταν άρτιο και οικοδομήσιμο. Αντί δε των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών που όφειλαν να επικαλεστούν, οι ενάγοντες θεμελιώνουν την υπαιτιότητα της τέταρτης των εναγομένων στο ότι «ενώ γνώριζε, δεν έπραξε ό,τι απαιτείτο κατά τους κανόνες της επιστήμης της, ήτοι δεν έλαβε τους όρους δόμησης και απόσπασμα ρυμοτομικού σχεδίου από την πολεοδομία, ώστε βάσει αυτών των δεδομένων να συντάξει αληθές τοπογραφικό διάγραμμα με την ορθή δήλωση του Ν.651/ 1977, με την οποία θα έπρεπε να δηλώνεται ότι το οικόπεδο δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, αλλά χαρακτηρισμένο κατά το σχέδιο της πόλης Αγίας Βαρβάρας ως κοινόχρηστος χώρος ήδη από το έτος 1959». Ως εκ τούτου σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η αποδιδόμενη στην τέταρτη εναγόμενη υπαιτιότητα δεν πληροί την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της απάτης αστικής ή ποινικής και μάλιστα από κοινού με τους τρείς πρώτους εναγόμενους, ούτε άλλωστε του αδικήματος που τυποποιείται στο άρθρο 5 παρ.2 του Ν.651/ 1977.

Ωστόσο όμως, η επικαλούμενη από τους ενάγοντες ως άνω υπαίτια συμπεριφορά μπορεί να θεμελιώσει μόνο ενδοσυμβατική ευθύνη της τέταρτης εναγομένης για πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων της, όχι όμως και ευθύνη από αδικοπραξία, αφού η πλημμέλεια που της αποδίδεται αυτή καθ΄εαυτή δεν θα ήταν παράνομη και χωρίς την προϋπάρχουσα συμβατική σχέση έργου κατά τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, πλην όμως η κρινόμενη αγωγή δεν στηρίζεται στη συμβατική ευθύνη.

Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση ακόμη και αν εκτιμηθεί ότι επικουρικώς η αγωγή στηρίζεται στην ενδοσυμβατική ευθύνη της τέταρτης εναγομένης και πάλι η αγωγή απορριπτέα τυγχάνει ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των εναγόντων, αφού με βάση τα επικαλούμενα σ΄αυτήν (αγωγή), εργοδότες και εντολείς της τέταρτης εναγομένης ήταν οι τρείς πρώτοι εναγόμενοι και όχι οι ενάγοντες.

Κατά συνέπεια, η εκκαλουμένη, η οποία ως προς την τέταρτη των εναγομένων δέχθηκε τα ίδια ως ανωτέρω, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των εναγόντων που αποτελούν σχετικούς λόγους έφεσης πρέπει ν΄απορριφθούν ως αβάσιμοι .

Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που οι εκκαλούντες κατέθεσαν, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 2092/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) κατά την οριστική διάταξη αυτής κατά το μέρος που αφορά την τέταρτη των εναγομένων.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό ………./2019, άσκησης έφεσης που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 14 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                                                                                                                                                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής, λόγω

αποσπάσεως και αναχωρήσεώς

της, η ορισθείσα Γραμματέας

                                                                                              Γεωργία Λογοθέτη