Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 354/2021

Αριθμός   354/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Τμήμα 3ο )

Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  T.Λ

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  1) …………., 2) …………. και 3) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ιωάννη Καλαϊτζίδη (με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αριστείδη Παναγιωτόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ) και 2) Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία  «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξουσία του δικηγόρο Ασπασία Αποστόλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Β. ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία  «Επικουρικό Κεφάλαιο Ασφάλισης Ευθύνης από Ατυχήματα Αυτοκινήτων», το οποίο εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξουσία του δικηγόρο Ασπασία Αποστόλου (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Αριστείδη Παναγιωτόπουλο (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ)

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α)  οι υπό στοιχ Α εκκαλούντες την από  20.1.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2017) αγωγή και β)  το δεύτερο εκ των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων-υπό στοιχ Β εκκαλούν  την από 2.2.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2017)  παρεμπίπτουσα αγωγή.  Επί των αγωγών αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 323/2018 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) οι ενάγοντες της  υπό στοιχ α΄ αγωγής και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούντες με την από  4.4.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019)  έφεσή τους και β)   το δεύτερο  εκ των εναγομένων της υπό στοιχ α αγωγής-παρεμπιπτόντως ενάγον και ήδη δεύτερο εκ των υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων-υπό στοιχ Β εκκαλούν  με την από  14.1.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2020) έφεσή του. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε  (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………./2019 και ……../2020, αντίστοιχα) αρχικά η 5η.3.2020, μετά δε από αναβολή, η 4η.2.2021 και μετά από νέα αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση από 10.4.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 και από 15.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 εφέσεις αφενός μεν, της εν μέρει ηττηθέντων εναγόντων, αφετέρου δε, του εν μέρει ηττηθέντος δευτέρου εναγομένου παρεμπιπτόντως ενάγοντος νπιδ με την επωνυμία επικουρικό κεφάλαιο κατά της με αριθμό 323/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρ. 614 παρ. 6 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) και δέχθηκε κατά ένα μέρος τόσο την κύρια με αριθμό κατάθεσης ……../2017 όσο και την παρεμπίπτουσα με αριθμό κατάθεσης  ………./2017 αγωγή, έχουν ασκηθεί νομίμως με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στην γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ενώ από την δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση των κρινομένων εφέσεων δεν παρήλθε διετία (άρθρ. 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Ακολούθως οι εφέσεις πρέπει, να γίνουν τυπικώς δεκτές, να συνεκδικασθούν λόγω της συνάφειάς τους και της διευκολύνσεως διεξαγωγής της δίκης (άρθρ. 31, 246 και 524 παρ. 1 εδάφ. α΄ του Κ.Πολ.Δ) και να ερευνηθούν κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρ. 522, 524 παρ. 1, 2, 532 και 533 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) με δεδομένο ότι για το παραδεκτό της συζήτησης αυτών έχουν κατατεθεί τα ηλεκτρονικά παράβολα εφέσεως με αριθμούς …………/2019  και  ……………./2020 αντίστοιχα.

Ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου ασκήθηκε η από 20.1.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2017 αγωγή με την οποία οι σε αυτή ενάγοντες ήδη εκκαλούντες εξέθεταν ότι τον αναφερόμενο σε αυτή τόπο και χρόνο έλαβε χώρα τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων ήδη εφεσιβλήτου ήδη πρώτου εφεσίβλητου, οδηγού της με αριθμό κυκλοφορίας …………. δίκυκλης μοτοσικλέτας, η οποία ήταν ανασφάλιστη για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη, συνεπεία του οποίου (ατυχήματος) επήλθε τελικά ο θάνατος του ……….., πατέρα αυτών. Ότι ο δεύτερος εκκαλών – υιός του κατέβαλε το συνολικό ποσό των 6.172,65 ευρώ για έξοδα κηδείας και μνημόσυνα. Επίσης, ότι ο θανών πατέρας τους, όσο ζούσε, φρόντιζε από κοινού με τη σύζυγό του και διέτρεφε την πρώτη εκκαλούσα – ενήλικη θυγατέρα του, καθόσον η τελευταία είναι ανάπηρη κατά ποσοστό 80%, ως πάσχουσα από σπαστική τετραπληγία, και αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί ενώ παράλληλα στερείται παντελώς εισοδημάτων. Ότι μετά το θάνατο του πατρός της η τελευταία υποχρεώθηκε, να προσλάβει φυσικό πρόσωπο για κάλυψη των υπηρεσιών φροντίδας αυτής έναντι μηνιαίας αμοιβής εκ 700 ευρώ ενώ χρειάζεται επιπλέον το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως για έξοδα τροφής, ρουχισμού και σούπερ μάρκετ και ότι ο θανών παρά το προχωρημένο της ηλικίας του θα της προσέφερε τις ως άνω υπηρεσίες του για τα επόμενα 12 τουλάχιστον έτη. Μετά δε την μετατροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό αιτήθηκαν Α) να αναγνωριστεί ότι. υποχρεούνται οι, εναγόμενοι ήδη εφεσίβλητοι να καταβάλουν εις ολόκληρον: 1) το συνολικό ποσό των 129.600 ευρώ στην πρώτη εκκαλούσα για τη διατροφή που θα στερηθεί τα επόμενα 12 έτη 2) το συνολικό ποσό .των 6.172,65 ευρώ στον δεύτερο εκκαλούντα για έξοδα κηδείας και 3) το συνολικό ποσό των 150.000 σε καθένα εκ των εκκαλούντων ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη που υπέστη ο καθένας λόγω του βίαιου θανάτου του πατρός τους (από το οποίο προαφαίρεσαν το ποσό των 44,00 ευρώ που ο καθένας τους θα αιτείτο από το ποινικό δικαστήριο στην υποστήριξη της κατηγορίας). Αιτήθηκαν όλα τα παραπάνω με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το νπιδ με την επωνυμία επικουρικό κεφάλαιο με την παρεμπίπτουσα κατά του εδώ πρώτου εφεσίβλητου με αριθμό κατάθεσης …………./2017 αγωγή του, αιτήθηκε να αναγνωριστεί ότι αυτός οφείλει να του καταβάλει οιοδήποτε ποσό κριθεί ότι αυτό οφείλει να καταβάλει στους ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εντόκως από την ημερομηνία της καταβολής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι είναι το καθ’ύλην και κατά τόπον αρμόδιο προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, 16 αρ. 11 και 35 του ΚΠολΔ, έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ενώ απέρριψε ως νομικά αβάσιμα μέρος των εξόδων κηδείας και τα αιτήματα περί διατροφής για το διάστημα πέραν της τριετίας και περί εφάπαξ καταβολής. Στη συνέχεια δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή ως προς τα αιτήματα περί ψυχικής οδύνης και εξόδων κηδείας ουσιαστικά βάσιμη και αναγνώρισε ότι ο πρώτος εφεσίβλητος οφείλει να καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης σε καθέναν από τους εκκαλούντες στο ποσό των 25.000 ευρώ και μάλιστα μέχρι του ποσού των 20.000 ευρώ ως προς την πρώτη και τρίτη εκκαλούσα και μέχρι του ποσού των 22.034,12 ευρώ ως προς το δεύτερο εκκαλούντα εις ολόκληρον με το δεύτερο εφεσίβλητο ότι επιπλέον οφείλει να καταβάλει σε κάθε μια από την πρώτη και τρίτη εκκαλούσα το ποσό των 5.000 ευρώ και στον δεύτερο εκκαλούντα το ποσό των 5.871,76 ευρώ, ενώ δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιμη την παρεμπίπτουσα αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση του παρεμπιπτόντως εναγομένου εδώ πρώτου εφεσίβλητου να καταβάλει στο παρεμπιπτόντως ενάγον ήδη εκκαλούν το ποσό των 62.034,12 ευρώ (20.000 + 22.034,12 + 20.000) εντόκως από την ημερομηνία καταβολής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι ενάγοντες εκκαλούντες για κακή εκτίμηση αποδείξεων παραπονούμενοι για τα αγωγικά αιτήματα περί ψυχικής οδύνης και αποστέρησης διατροφής που απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμα (το πρώτο από αυτά κατά ένα μέρος) και ζητούν εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή ως προς τα αιτήματα της αυτά, ενώ το νπιδ με την επωνυμία επικουρικό κεφάλαιο μεταβιβάζει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο όλο το κεφάλαιο της παρεμπίπτουσας αγωγής, αφού ζητεί με την έφεση του να αναγνωριστεί ότι ο παρεμπιπτόντως εναγόμενος πρώτος εφεσίβλητος οφείλει να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό αναγνωριστεί ότι αυτό οφείλει να καταβάλει στους εκκαλούντες.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 928 ΑΚ : «Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου ο υπόχρεος ορίζει να καταβάλει τα νοσήλια και τα έξοδα κηδείας σ’  εκείνον που κατά το νόμο βαρύνεται με αυτά και έχει επίσης την υποχρέωση να αποζημιώσει εκείνον που κατά το νόμο είχε το δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή ή παροχή υπηρεσιών». Από την παραπάνω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι η απορρέουσα απ’ αυτή αξίωση είναι γνήσια αξίωση αποζημιώσεως και όχι διατροφής. Δικαιούχοι δε αυτής είναι μόνον εκείνοι που από το νόμο έχουν κατά του θύματος απαίτηση διατροφής. Το ύψος της αποζημίωσης, που πρέπει να καταβληθεί από τον υπαίτιο, καθορίζεται από το δικαστήριο με βάση τις σχετικές με τη διατροφή διατάξεις. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489 και 1493 ΑΚ, που ρυθμίζουν την υποχρέωση διατροφής μεταξύ ανιόντων και κατιόντων και ειδικότερα από τη διάταξη του άρθρου 1486 ΑΚ, συνάγεται ότι δικαίωμα διατροφής έχει, εκτός από το ανήλικο και το ενήλικο τέκνο, εφόσον το τελευταίο δεν μπορεί να διατρέφει τον εαυτό του από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές του συνθήκες, ενόψει και την τυχόν αναγκών της εκπαίδευσής του. Για την κάλυψη των δαπανών διατροφής του  ενηλίκου τέκνου επιβαρύνονται και οι δύο γονείς του, καθένας από τους οποίους είναι υποχρεωμένος να καλύψει ένα ποσοστό από τις ανάγκες του τέκνου του, ανάλογα με τις οικονομικές του δυνατότητες, που πηγάζουν από τα εισοδήματα ή τους πόρους του ή την παρουσία του υποχρέου (ΑΠ 117/2008 ΕλΔικ 50, 718, Εφ Λαμ 44/2003 δημ. νόμος). Τέλος, τα απαιτούμενα στοιχεία για να είναι πλήρης και ορισμένη κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ η αγωγή αποζημιώσεως, λόγω στερήσεως διατροφής, είναι τα εξής: α) η ύπαρξη συγγενικής σχέσεως μεταξύ δικαιούχου – ενάγοντος και του υποχρέου διατροφής που θανατώθηκε, δηλαδή σχέσης γονέα και τέκνου, β) Η θανάτωση του υποχρέου διατροφής από παράνομη και υπαίτια πράξη του εναγομένου τρίτου, γ) Ότι κατά το χρόνο του θανάτου του υποχρέου, ο ενάγων είχε  κεκτημένο δικαίωμα διατροφής, ότι δηλαδή στο πρόσωπό του συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 1485 επ ΑΚ, δ) Ότι δεν έχει περιουσία ή έχει  περιουσία, αλλά δεν μπορεί αυτή να  ρευστοποιηθεί παρά μόνον με ανάξιο λόγου ή  ευτελές αντάλλαγμα, ε) ότι δεν έχει άλλους πόρους και εισοδήματα και ότι αδυνατεί να αυτοδιατραφεί από την περιουσία του ή από εργασία κατάλληλη για την  ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του και τις λοιπές βιοτικές συνθήκες και τις ανάγκες εκπαίδευσής του, στ) Το χρονικό διάστημα για το οποίο ζητείται αποζημίωση για στέρηση διατροφής και ότι ο υπόχρεος θα ζούσε και θα ήταν ικανός να εκπληρώσει την υποχρέωση του αυτή κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα, αφού η πιθανή διάρκεια ζωής του θα υπερέβαινε το διάστημα αυτό, ενόψει της μέχρι τη θανάτωση κατάσταση της  υγείας του, της ηλικίας του, του είδους της εργασίας του, των ατομικών του συνθηκών και των όρων διαβίωσής του, ζ) Ότι συνεπεία του θανάτου του γονέα του θα αποστερείται ο ενάγων στο μέλλον της ανάλογης διατροφής και η) Το χρηματικό ποσόν της διατροφής που έπρεπε να καταβάλλει ο υπόχρεος και επομένως της αποζημίωσης για στέρηση διατροφής, καταβλητέας από τον εναγόμενο με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως προκύπτουν από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής (βλ. Αγωγές Οικονομικού Δικαίου Κ. Παπαδόπουλου, έτος 2003, τόμος Β΄ σελ. 1762 παρ. 90). Περαιτέρω, στο άρθρο 930 § 3 Α.Κ. ορίζεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως δεν αποκλείεται εκ του ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται γενικότερη αρχή, κατά την οποία η κατά του ζημιώσαντος αξίωση του παθόντος για αποζημίωση δεν μπορεί να αποκρουσθεί από τον ζημιώσαντα εκ του λόγου ότι άλλος εκ του νόμου υποχρεούμενος προσέφερε στον παθόντα υπηρεσίες πέραν από τις συνήθεις. Διότι κατά τη βούληση του νομοθέτη δεν πρέπει να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι τρίτος είναι υπόχρεος από το νόμο ή εξ άλλου λόγου να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε (ΑΠ 132/2010, ΑΠ 833/2005 δημ. Νόμος, ΑΠ 371/2001 ΝοΒ 50.347, Αθ. Κρητικός Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα Συμπλήρωμα Εκδ. 1998 σελ. 77 -78). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 930 § 3 Α.Κ. αποτελεί έκφραση μιας γενικότερης αρχής ότι σε περίπτωση προσβολής της ζωής, του σώματος ή της υγείας προσώπου με αδικοπραξία ο υπεύθυνος δεν απαλλάσσεται της αστικής ευθύνης από το ότι τρίτος υποχρεούται από σύμβαση ή από το νόμο σε ορισμένη παροχή προς τον παθόντα ή τους οικείους του. Η παροχή αυτή σκοπό έχει την εξασφάλιση και ανακούφιση του ζημιωθέντος και όχι την απαλλαγή του ζημιώσαντος. Ο παραπάνω σκοπός της διάταξης του άρθρου 930 § 3 Α.Κ. επιβάλλει την όσο το δυνατόν ευρεία ερμηνεία αυτής. Σύμφωνα έτσι με την παραπάνω γενική αρχή, η διάταξη του άρθρου 930 § 3 Α.Κ., παρά το ότι από τη γραμματική διατύπωσή της φαίνεται να αφορά στις περιπτώσεις που κάποιος άλλος έχει υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που ζημιώθηκε, αυτή εφαρμόζεται σε κάθε παροχή τρίτου, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, είτε στηρίζεται σε σύμβαση, είτε στο νόμο, είτε γίνεται εκουσίως χωρίς νομική υποχρέωση και αποβλέπει στην άρση ή μείωση των συνεπειών της προσβολής κατά της ζωής, του σώματος ή της υγείας προσώπου και όχι να ωφελήσει το βλάψαντα, του οποίου αφήνεται άθικτη η υποχρέωση αποζημιώσεως. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι «άλλος» με την έννοια της ως άνω διατάξεως μπορεί να είναι οποιοσδήποτε τρίτος (Δημόσιο, ασφαλιστικοί οργανισμοί, ασφαλιστικές εταιρίες, ιδιώτης, συγγενείς, εργοδότης κ.λπ.). Επομένως, κατ’ εφαρμογή της παραπάνω διάταξης του άρθρου 930 § 3 Α.Κ., ο παθών από αδικοπραξία δικαιούται σε σωρευτική απόληψη, πέραν των παροχών τρίτου, και της οφειλομένης από τον αδικοπραγήσαντα αποζημιώσεως (ΑΠ 1488/2014, ΑΠ 384/2013, ΑΠ 347/2009, ΑΠ 1127/2002, ΑΠ 1213/2001). Περαιτέρω από την διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 του ν.δ. 4104/1965, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 1 του ν. 4476/1965, σε συνδυασμό με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986, προκύπτει ότι, σε περίπτωση αναπηρίας ή θανατώσεως ασφαλισμένου στο ΙΚΑ, η αξίωση αποζημιώσεως του ασφαλισμένου ή των μελών της οικογενείας του, η απορρέουσα από τα άρθρα 928 και 929 Α.Κ, κατά του υπόχρεου, μεταβιβάζεται στο ΙΚΑ από την ημέρα που γεννήθηκε η σχετική αξίωση. Για να λειτουργήσει το σύστημα της αυτοδίκαιης μεταβιβάσεως στο ΙΚΑ της αξιώσεως αποζημιώσεως του παθόντος κατά του ζημιώσαντος τρίτου, πρέπει να συντρέχη ποιοτική και ποσοτική αντιστοιχία μεταξύ των παροχών του ΙΚΑ προς τον ασφαλισμένο και των αξιώσεων αποζημιώσεως του παθόντος κατά του υπόχρεου τρίτου. Η αντιστοιχία δε αυτή συντρέχει όταν αμφότερες οι παροχές είναι ομοειδείς και υπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Τούτο συμβαίνει όταν οι παροχές τελούν μεταξύ τους, από χρονική και ποιοτική άποψη, σε μία εσωτερική συνάφεια. Εφ` όσον συντρέξουν, λοιπόν, οι προϋποθέσεις αυτές, επέρχεται η μεταβίβαση της απαιτήσεως στο ΙΚΑ (ΑΠ 123/2010, ΑΠ 803/2004, ΕφΠατρ 996/2007, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην συνέχεια, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 47 παρ. 6 του ν. 3518/2006, η οποία δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ α` 272/21.12.2006 και έκτοτε τέθηκε σε ισχύ, οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 5 του ν.δ. 4104/1960, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 του ν. 4476/1965 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 18 του ν. 1654/1986, έχουν ανάλογη εφαρμογή και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς ελευθέρων επαγγελματιών, ανεξαρτήτως απασχολουμένων, καθώς και στον ΟΓΑ. Δηλαδή δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 του ΑΚ, στην οποία στηρίζεται η σωρευτική απόληξη της συντάξεως και της αποζημιώσεως κατά το άρθρο 928 του Α.Κ. Ενόσω, επομένως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των ανωτέρω νόμων, περιορίζεται αντιστοίχως η εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 930 παρ. 3 ΑΚ σε σχέση με το δικαίωμα του ζημιωθέντος να απαιτήσει αθροιστικώς την αποζημίωση από τον υπόχρεο και την ασφαλιστική παροχή από τα ως άνω ασφαλιστικά ταμεία (βλ. ΑΠ 123/2010, ΑΠ 803/2004, ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 297-299, 914 και 928 ΑΚ προκύπτει, ότι τότε μόνο υφίσταται υποχρέωση προς αποζημίωση, όταν μεταξύ της υπαίτιας ζημιογόνου πράξεως ή παραλείψεως και του επιζήμιου αποτελέσματος υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος. Στην περίπτωση μελλοντικής ζημίας προσαπαιτείται να είναι δυνατός από πριν ο προσδιορισμός της. Η αιτιώδης διαδρομή μεταξύ πράξεως και ζημίας πρέπει να προσδοκάται με πιθανότητα, η οποία δεν υπάρχει όταν παρεμβάλλονται μελλοντικοί αστάθμητοι παράγοντες, που καθιστούν την ζημία άδηλη και υποθετική και προσδίδουν σ` αυτήν χαρακτήρα απλής ελπίδας ή προσδοκίας και όχι κεκτημένου δικαιώματος, που μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή (βλ. Μπαλή, ΕνοχΔ 623 αρ. 6, Κρητικό αρ. 311, ΕφΔωδ 107/ 1997 Επ. Συγκ. Δικ. 1997, 558). Εάν όμως η πραγματοποίησή της στο μέλλον εξαρτάται και από άλλους παράγοντες, που, κατά την άσκηση ή έστω μέχρι τη συζήτησή της, είναι άγνωστοι και αστάθμητοι, από πιθανότητες, οι οποίες είναι ενδεχόμενο να επέλθουν ή όχι στο μέλλον και των οποίων η πραγματοποίηση στο μέλλον είναι αδύνατο, κατά τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να προβλεφθεί με ασφάλεια κατά το χρόνο που αυτή συζητείται, δεν μπορεί να απαιτηθεί αποζημίωση από τώρα ως πρόωρη, διότι η σχετική αξίωση, δεν έχει πλήρως γεννηθεί και διαμορφωθεί και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί το πραγματικό της αγωγής, αναβαλλόμενου του καθορισμού της αποζημιώσεως και της καταδίκης των εναγομένων σε μεταγενέστερο χρόνο (ΕφΑθ 7995/2006 δημ. νόμος και ΕλΔνη 2008.222 και τις εκεί παραπομπές). Τέλος με το άρθρο 932§3 ΑΚ θεμελιώνεται απαίτηση χρηματικής ικανοποιήσεως, λόγω ψυχικής οδύνης για τον ψυχικό πόνο που δοκίμασαν τρίτα πρόσωπα, λόγω της απώλειας προσφιλούς, ανήκοντος στην οικογένεια προσώπου, του οποίου ο θάνατος οφείλεται στην αδικοπρακτική συμπεριφορά του υπαιτίου. Αποτελεί αναμφίβολα είδος ηθικής βλάβης, καθώς η προβλεπόμενη στην περίπτωση αυτή χρηματική ικανοποίηση αποβλέπει σε αποκατάσταση ζημίας που δεν έχει περιουσιακό χαρακτήρα. Πρόκειται για αυτοτελή έναντι του υποχρέου αξίωση, καθώς είναι ανεξάρτητη από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία με την έννοια ότι ο παθών μπορεί να ζητήσει μόνο χρηματική ικανοποίηση ή μόνο αποζημίωση ή και τα δύο, όπως συνηθέστερα συμβαίνει. (Γεωργιάδη Σταθόπουλου «Αστικός Κώδιξ» ερμηνεία κατ΄ άρθρο, έκδ. 1979 τόμος 2ος άρθρο 299 ΙV αρ.8 σελ 104 και τόμος 4ος άρθρο 932 σελ. 815, Πατεράκη «Η Χρηματική Ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης» β έκδ. σελ 241, 244, Κρητικού « Η Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα» έκδ. 2008, σελ 420)

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης ………………. συνταξιούχου φαρμακοποιού ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδριάσεως του ανωτέρω Δικαστηρίου, και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται νομίμως, μεταξύ των οποίων είναι και αυτά της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας, όπως σχεδιάγραμμα τροχαίας, έκθεση αυτοψίας, καταθέσεις διαδίκων και τρίτων, που ελήφθησαν κατά την διάρκεια της ποινικής διαδικασίας (προδικασίας) και τα οποία εκτιμώνται για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 336 παρ. 3 του ΚΠολΔ) και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Την 21-1-2015 και περί ώρα 6:50 μμ ο πατέρας των εκκαλούντων ………., ηλικίας 79 ετών, βρισκόταν στο πεζοδρόμιο του ρεύματος προς Αθήνα της Λεωφόρου Γρηγορίου Λαμπράκη, στο ύψος του οικοδομικού αριθμού 404 αυτής και είχε πρόθεση να διασχίσει κάθετα το οδόστρωμα αυτής και να μεταβεί στο απέναντι πεζοδρόμιο (του. ρεύματος προς Πέραμα). Στον ίδιο χρόνο, ο πρώτος εφεσίβλητος οδηγούσε τη με αριθμό ………… χωρίς να έχει καλύψει με σύμβαση ασφάλισης την προερχόμενη από την κυκλοφορία της έναντι τρίτων αστική ευθύνη δίκυκλη μοτοσυκλέτα του, και κινείτο επί της αυτής Λεωφόρου με κατεύθυνση προς Πέραμα με ταχύτητα περίπου 80 χλμ την ώρα, σύμφωνα με την από 20-3~2015 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του εργοδηγού – μηχανολόγου, ………, που διορίστηκε με τη με αριθμό ………../23-1-2015 έκθεση διορισμού πραγματογνώμονα του Τμήματος Τροχαίας Κορυδαλλού (σελ. 24). Αν και η Λεωφόρος Λαμπράκη είναι κεντρική Λεωφόρος, διπλής κατεύθυνσης με δύο λωρίδες κυκλοφορίας συνολικού πλάτους 7,00 μέτρων ανά κατεύθυνση και στο σημείο εκείνο είναι ευθεία με ελαφρά κατωφέρεια, το δε όριο της μέγιστης επιτρεπόμενης ταχύτητας των επί αυτής κινουμένων οχημάτων καθορίζεται, ελλείψει σχετικής σημάνσεως, κατά τη διάταξη του άρθρου 20 του ΚΟΚ, σε 50 χιλιόμετρα την ώρα λόγω κατοικημένης περιοχής, κανείς από τους δύο προαναφερόμενους δεν αντιλήφθηκε τον άλλον με αποτέλεσμα ο πρώτος εφεσίβλητος να πέσει με την οδηγούμενη από αυτόν μοτοσικλέτα επί του σώματος του 79χρονου πατρός των εκκαλούντων και τον ρίξει στο οδόστρωμα. Η σύγκρουση υπήρξε σφοδρότατη, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι δεν υπάρχει ίχνος φρεναρίσματος στο οδόστρωμα και από το γεγονός ότι ο πρώτος εφεσίβλητος αναφέρει στην ανωμοτί εξέταση του στους προανακριτικούς υπαλλήλους ότι το μόνο που είδε ήταν μια μαύρη ογκώδη σκιά να κινείται προς το μέρος του. Να σημειωθεί ότι εκείνη την ώρα, ο καιρός ήταν αίθριος, ο φωτισμός επαρκής λόγω ύπαρξης δημοτικού ηλεκτροφωτισμού, η ορατότητα δεν περιοριζόταν από φυσικά ή τεχνητά εμπόδια, η κατάσταση του οδοστρώματος ήταν καλή και ξηρά, και η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν αραιή σύμφωνα με την έκθεση αυτοψίας της τροχαίας. Διάβαση πεζών, ρυθμιζόμενη με φωτεινό σηματοδότη, υφίσταται σε απόσταση 38 μέτρων από το πιο πάνω σημείο σύμφωνα με την παραπάνω έκθεση αυτοψίας με πράσινη ένδειξη για τα οχήματα και κόκκινη για τους πεζούς. Παρόλ’αυτά το συγγενικό πρόσωπο των εκκαλούντων αν και γνώριζε, ως κάτοικος της περιοχής, ότι στο σημείο εκείνο δεν υπήρχε διάβαση πεζών αλλά σε απόσταση 38 μέτρων την οποία και όφειλε να χρησιμοποιήσει, κατ’αρθρο 38  παρ. 4 του ΚΟΚ, και ότι η ανωτέρω οδός είναι Λεωφόρος συνήθως με αρκετή κυκλοφορία, χωρίς να ελέγξει για το αν κινούνται την ώρα εκείνη οχήματα και αν ο ίδιος είχε την δυνατότητα να διασχίσει το οδόστρωμα χωρίς να παρεμποδίσει την κυκλοφορία των οχημάτων αυτών επί του οδοστρώματος που θα διέσχιζε καθέτως και χωρίς να βεβαιωθεί, έστω επαρκώς ότι μπορούσε – λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του ότι θα προλάβει να διασχίσει ολόκληρο το οδόστρωμα χωρίς κίνδυνο τόσο για τον ίδιο όσο και τους διερχομένους οδηγούς, εντελώς αμελώς, απρόσεκτα και απερίσκεπτα κατήλθε στο οδόστρωμα και κινούμενος από αριστερά προς δεξιά σε σχέση με τα κινούμενα οχήματα, έφτασε στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας την οποία συνέχιζε να διασχίζει κάθετα και εκείνη την ώρα επέπεσε πάνω στην οδηγούμενη από τον πρώτο εφεσίβλητο μοτοσυκλέτα, ο οποίος δεν τον είχε αντιληφθεί καθόλου, όπως προκύπτει από την προαναφερόμενη ανωμοτί κατάθεση του και από το λόγο αυτό και μόνο δεν μπορούσε να κάνει κανένα αποφευκτικό ελιγμό. Από τη σφοδρή σύγκρουση ο πεζός που έπεσε με σφοδρότητα στο οδόστρωμα τραυματίστηκε βαρύτατα, και ειδικότερα υπέστη βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και κακώσεις αυχένος και κοιλίας εκ των οποίων περί ώρα 7.16 διαπιστώθηκε στο νοσοκομείο Αττικόν, στο οποίο είχε διακομιστεί από το ΕΚΑΒ, ο θάνατος του. Η μηχανή ακινητοποιήθηκε σε απόσταση 47,00 περίπου μέτρων αφού προηγουμένως σύρθηκε επί του οδοστρώματος. Αλλά και ο οδηγός της μηχανής έπεσε στο οδόστρωμα και έχασε τις αισθήσεις του και διακομίστηκε και αυτός στο νοσοκομείο, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί πολλαπλά κατάγματα σπλαχνικού κρανίου που έχρηζαν χειρουργικής αντιμετώπισης, κρανιοεγκεφαλική κάκωση και υποσκληρίδιο αιμάτωμα που έχρηζε παρακολουθήσεως. Εισήχθη στη γναθοπροσωπική χειρουργική χωρίς να υφίσταται εκτίμηση για το χρόνο νοσηλείας του, ενώ κατά την εισαγωγή του στο νοσοκομείο νοσηλεύθηκε διασωληνωμένος για διάστημα 12 ωρών. Από όλα τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από το σύνολο του συγκεντρωθέντος αποδεικτικού υλικού και συνιστούν τις συνθήκες του ατυχήματος συνάγεται κατά την ουσιαστική κρίση αυτού του δικαστηρίου ότι το ένδικο τροχαίο οφείλεται σε συγκλίνουσα αμέλεια (συνυπαιτιότητα) τόσο του πεζού όσο και του πρώτου εφεσίβλητου οδηγού, οι οποίοι δεν προείδαν το ατύχημα, διότι αμφότεροι δεν κατέβαλαν την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή την οποία, κατ’ αντικειμενική κρίση, μπορούσαν, αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων και ικανοτήτων τους, και όφειλαν κατά τους νομικούς κανόνες, τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες και την κοινή πείρα και λογική να καταβάλουν, όπως θα έπραττε υπό τις ίδιες περιστάσεις κάθε λογικός και ευσυνείδητος άνθρωπος, πεζός και οδηγός αντίστοιχα, και την οποία αν επεδείκνυαν θα μπορούσαν να προβλέψουν και να αποφύγουν το ατύχημα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 330 του ΑΚ. Τούτο δε διότι αφενός ο οδηγός δεν επέδειξε την επιμέλεια τον μέσου συνετού οδηγού που όφειλε και μπορούσε να επιδείξει αλλά από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπερέβη το επιτρεπόμενο όριο κυκλοφορίας, καθώς οδηγούσε με ταχύτητα 80 χιλιομέτρων την ώρα σε κατοικημένη περιοχή με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να εκτελέσει τους κατάλληλους χειρισμούς προς αποφυγή οποιουδήποτε, δυναμένου να προβλεφθεί ορατού εμποδίου και για το λόγο αυτό δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα τον πεζό, ο οποίος κινούνταν αργά λόγω της ηλικίας του ώστε να προβεί στον απαιτούμενο αποφευκτικό ελιγμό που σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσε να τελέσει αφού ο δρόμος ήταν φαρδύς χωρίς κίνηση άλλων οχημάτων εκείνη την ώρα. Συνυπαιτιότητα όμως τουλάχιστον 30% φέρει και ο θανών πεζός, ο οποίος ως κάτοικος της περιοχής θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει τη διάβαση πεζών και όχι να κατέλθει, χωρίς προσοχή σε σημείο του δρόμου χωρίς διάβαση, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ήταν προχωρημένης ηλικίας και κινείτο σχετικά αργά σε σχέση με το μέσο άνθρωπο. Ο οδηγός της μοτοσικλέτας ισχυρίζεται ότι το ατύχημα οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του θανόντος που κατήλθε απροειδοποίητα στο οδόστρωμα. Όμως δεν έχει ασκήσει δική του έφεση ώστε να επανακριθεί προς την κατεύθυνση αυτή το κεφάλαιο περί συνυπαιτιότητας ενώ τα όσα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με το δικόγραφο της εφέσεως τους περί συνυπαιτιότητας του οδηγού σε ποσοστό μεγαλύτερη του 70% όπως κρίθηκε πρωτοδίκως είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι όλοι οι εκκαλούντες  τέκνα του θανόντος συνδέονταν μαζί του με’ αμοιβαίους και στενούς δεσμούς στοργής και αγάπης, άρρηκτη στενή συγγένεια, ακατάλυτους οικογενειακούς δεσμούς και στενό ψυχικό δεσμό. Ο βίαιος και αιφνίδιος θάνατός του, ο οποίος επήλθε εξαιτίας του ενδίκου ατυχήματος, προξένησε στα προαναφερθέντα τέκνα του βαθύ πένθος, αβάσταχτο πόνο και θλίψη και δημιούργησε έντονα αισθήματα λύπης ενώ να σημειωθεί ότι μια βδομάδα περίπου μετά απεβίωσε και η μητέρα τους από εγκεφαλικό επεισόδιο. Λεκτέο επίσης ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης που οφείλεται θα ληφθούν υπόψη: η ηλικία του υπόχρεου οδηγού, καθώς και το γεγονός ότι τραυματίστηκε και ο ίδιος σοβαρά στο τροχαίο ατύχημα ενώ δε θα ληφθεί υπόψη του γεγονός ότι τιμωρήθηκε από το ποινικό δικαστήριο (βλ. Πατεράκη Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 1995, 333). Από την πλευρά του ζημιωθέντος λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική του θέση του αλλά και η ηλικία του καθώς η πολύ μεγάλη ηλικία μετριάζει σε κάποιο βαθμό τον ψυχικό πόνο και καταρχήν θεωρείται μειωτικός παράγων, ενώ λαμβάνεται υπόψη και η ηλικία των μελών της οικογένειας του που δοκιμάζουν ψυχικό πόνο (βλ. Πατεράκη ο.π. 336), οι ιδιαίτερες συνθήκες του ατυχήματος, ο βαθμός πταίσματος του ζημιώσαντος και το συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, αλλά και η συμπεριφορά του ζημιώσαντος μετά το ατύχημα, ο οποίος εν προκειμένω αν και από την πρώτη στιγμή ισχυρίζεται ότι ο θανών ευθύνεται για το ατύχημα εν τούτοις δεν άσκησε έφεση. Το παρόν δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη του όλα τα παραπάνω όσο και την οικονομική κατάσταση των διαδίκων μερών, πλην του επικουρικού κεφαλαίου (ΑΠ 532/2012 ΝοΒ 2012. 1965, ΑΠ 71/2011 ΝοΒ 2011. 1300, ΑΠ 716/2008 ΕπΣυγκΔικ. 2008. 307 = ΝοΒ 2010. 896, ΑΠ 439/2008 ΝοΒ 2008. 1891), κρίνει ότι πρέπει να επιδικασθεί σε καθένα από τους εκκαλούντες το ποσό των 25.000 ευρώ, το οποίο μειώνεται ως προς το επικουρικό  κεφάλαιο που προέβαλε ένσταση περί συνυπαιτιότητας. Από το ανωτέρω ποσό έχει αφαιρεθεί και δεν περιλαμβάνεται ποσό σαράντα τεσσάρων ευρώ (44€), για το οποίο οι εκκαλούντες επιφυλάχθηκαν ρητώς και ειδικώς με την αγωγή τους να υποστηρίξει την κατηγορία στην ποινική δίκη (Α.Π. 476/2004 Ελλ. Δνη 2004. 1.520). Το ανωτέρω επιδικασθέν ποσό είναι εύλογο (άρθρ. 932 του Α.Κ.), δηλαδή ανάλογο με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινομένης υποθέσεως, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρ. 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α.), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 του Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως (Ολ. Α.Π. 6/2011 ΝοΒ 2011. 1.819 = Ελλ. Δνη 2011.695, Ολ. Α.Π. 6/2009 Δ.Ε.Ν. 2009.344 = ΝοΒ 2009.568 = Ελλ. Δνη 2009.91 = Επ. Συγκ. Δικ. 2009.96 = Αρμεν. 2009. 1.162). Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και τα όσα περί του αντιθέτου εκτίθενται στον πρώτο λόγο έφεσης, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι οι εκκαλούντες και η τότε εν ζωή μητέρα τους ήταν σύμφωνα με το με αριθμό πρωτοκόλλου ……/17.6.2016 πιστοποιητικό του δήμου Νίκαιας οι πλησιέστεροι συγγενείς του θανόντος. Η πρώτη εκκαλούσα θυγατέρα του θανόντος, πάσχει από σπαστική τετραπληγία συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που είχε το έτος 1990 με πολλαπλές κακώσεις στο κεφάλι και στα άκρα και έχει κριθεί από τις αρμόδιες επιτροπές του ΙΚΑ ανάπηρη κατά ποσοστό 80% και ανίκανη για κάθε βιοποριστικό επάγγελμα. Για το λόγο αυτό λαμβάνει από το ΙΚΑ από το έτος 1990 επ’ αόριστο εξωιδρυματικό επίδομα τετραπληγίας, το οποίο ανέρχεται κατά τους ισχυρισμούς της σε 690 ευρώ μηνιαίως. Όπως δε προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. β` του ΑΚ, κατ` εξαίρεση του γενικού κανόνα ότι δεν αποκαθίσταται η ζημία του εμμέσως ζημιωθέντος, επί θανατώσεως προσώπου υφίσταται υποχρέωση προς αποζημίωση και έναντι τρίτου, ο οποίος κατά το νόμο είχε δικαίωμα να απαιτεί από το θύμα διατροφή και στερήθηκε εξαιτίας του θανάτου το δικαίωμα αυτό και η αξίωση που απορρέει από την ως άνω διάταξη είναι γνήσια αξίωση αποζημιώσεως και όχι διατροφής και αποσκοπεί να φέρει το δικαιούχο διατροφής στη θέση που θα βρισκόταν αν δεν θανατωνόταν ο υπόχρεος για να τον διατρέφει. Επομένως, από απόψεως εκτάσεως, η αποζημίωση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1485 επ. και 1504 ΑΚ, περιλαμβάνει ό,τι και για όσο χρόνο θα όφειλε να καταβάλει ο θανατωθείς στο δικαιούχο της διατροφής. Επομένως αλυσιτελώς το εκκαλούν παρεμπιπτόντως ενάγον ισχυρίζεται ότι οι δεύτερος (ο οποίος είναι άνεργος) και τρίτη των εκκαλούντων θα έπρεπε να κληθούν να συνεισφέρουν στη διατροφή της παραπληγικής αδερφής τους κατά ποσοστό 50%, διότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται αξίωση αποζημίωσης και όχι διατροφής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι πέρα του εξωιδρυματικού αυτού επιδόματος η πρώτη εκκαλούσα στερείται εισοδημάτων ή περιουσίας και αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό της με δικά της μέσα. Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες φορολογικές δηλώσεις όλων των εκκαλούντων ο δεύτερος είναι άνεργος και η τρίτη είχε εισόδημα που δεν ξεπερνούσε τις 6.000 ευρώ ετησίως από τη ναυτική της εργασία. Πριν το ατύχημα η μητέρα της τη φρόντιζε, επειδή όμως και αυτή όπως προαναφέρθηκε αποβίωσε από εγκεφαλικό μια βδομάδα μετά το θάνατο του συζύγου της τα καθήκοντα αυτά ανέλαβε η τρίτη εκκαλούσα αδερφή της. Δεν αποδείχθηκε με βάση και τα όσα προαναφέρθηκαν η πρόσληψη φυσικού προσώπου για να την φροντίζει, τα όσα δε περί του αντιθέτου καταθέτει ο μάρτυρας απόδειξης είναι αόριστα και δεν επιβεβαιώνονται από άλλο αποδεικτικό μέσο. Όμως και ο θανών συνέβαλε στη διατροφή της με το ποσό των 200 ευρώ μηνιαίως, αφού ηδύνατο σύμφωνα με την προσκομιζόμενη φορολογική του δήλωση που ανερχόταν στο ποσό των 13.474,59 ευρώ ετησίως, γι’αυτό δε καταθέτει και ο μάρτυρας απόδειξης αποτελεί δε βασικό αγωγικό ισχυρισμό. Το ποσό αυτό αυτή το στερείται μετά το θάνατο του πατρός της και δεν λαμβάνει σύνταξη λόγω του θανάτου του, όπως αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα έγγραφα παρόλο που θα ήταν η μοναδική δικαιούχος μετά και το θάνατο της μητρός της και συνεπώς δεν εφαρμόζεται εν προκειμένου η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 5 του ν. 4104/1965 όπως ισχύει, αλλά το άρθρο 930 παρ. 3 του ΑΚ. Με δεδομένο ότι δεν εκτέθηκαν στην αγωγή περιστατικά που να δικαιολογούν το αίτημα της εφάπαξ καταβολής πρέπει να αναγνωριστεί ότι ο πρώτος εφεσίβλητος οφείλει να της καταβάλει μηνιαίως το ποσό αυτό για διάστημα είκοσι έξι μηνών δηλαδή μέχρι την άσκηση της αγωγής στις 6.3.2017 από την ημέρα που αποβίωσε ο πατέρας της ο οποίος τη διέτρεφε εντόκως όμως μόνο αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Το ποσό αυτό θα μειωθεί κατά 30% ως προς το δεύτερο εφεσίβλητο που προέβαλε την ένσταση συνυπαιτιότητας του θανόντος και συνεπώς θα αναγνωριστεί ότι αυτό οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 140 ευρώ για διάστημα είκοσι έξι μηνών δηλαδή μέχρι την άσκηση της αγωγής στις 6.3.2017 από την ημέρα που απεβίωσε ο πατέρας της ο οποίος τη διέτρεφε εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή, καθόσον για το διάστημα μετά την άσκηση της αγωγής η σχετική αξίωση, δεν έχει πλήρως γεννηθεί και διαμορφωθεί, κατά τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας. Να σημειωθεί ότι η παροχή αυτή του θανόντος οφείλεται με βάση την προαναφερόμενη στη νομική σκέψη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 του ΚΠολΔ σωρευτικώς του επιδόματος που αποδείχθηκε εδώ ότι καταβάλει το ΙΚΑ στην πρώτη εκκαλούσα λόγω της αναπηρίας της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το σχετικό αγωγικό αίτημα ως ουσιαστικά αβάσιμο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού δευτέρου λόγου εφέσεως θα πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές αμφότερες οι εφέσεις (δεδομένου ότι με τη δεύτερη μεταβιβάζεται στο Εφετείο το κεφάλαιο της παρεμπίπτουσας αγωγής), να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο της αυτό η εκκαλουμένη απόφαση και στο σύνολο της ως προς τα δικαστικά έξοδα μόνο ως προς την πρώτη εκκαλούσα για το ενιαίο του τίτλου σε περίπτωση εκτέλεσης. Το παρόν δικαστήριο θα κρατήσει και θα αναδικάσει κατά το κεφάλαιο αυτό κατ’άρθρο 535 του ΚΠολΔ την κρινόμενη αγωγή που έχει έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330, 346, 914, 926, 928 ΑΚ, 2, 4, και 9 ν. Γπν/1911, 19 και 24 του ν. 489/1976 και 70 και 176 του ΚΠολΔ. Να σημειωθεί όμως ότι τα παραπάνω ποσά διατροφής θα επιδικαστούν με το νόμιμο τόκο υπερημερίας και όχι επιδικίας (βλ. το άρθρο 346 του ΑΚ όπως αντικαταστάθηκε μετά τα άρθρα 2 και 113 του ν. 4055/2012). Τούτο δε διότι το παρόν δικαστήριο κρίνει ότι η αντιδικία ως προς τα παραπάνω ήταν εύλογη αναφορικά με τη βασιμότητα και το ύψος της συγκεκριμένης επίδικης αξίωσης (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 2033/2013 δημ. νόμος). Σημειωτέον ότι τα υπόλοιπα επιδικαζόμενα ποσά επιδικάζονται με τον τόκο επιδικίας όπως και πρωτοδίκως διότι το παρόν δικαστήριο δεν μπορεί ελλείψει εφέσεως του πρώτου εφεσίβλητου να καταστήσει χειρότερη τη θέση των εκκαλούντων ως προς το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας, αλυσιτελώς δε και απαραδέκτως το πρώτον με τις προτάσεις του παραπονείται για το ύψος του τόκου το νπιδ με την επωνυμία «επικουρικό κεφάλαιο ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων, αφού η έφεση του ασκήθηκε μόνο για την μεταβίβαση της παρεμπίπτουσας αγωγής του ενώπιον αυτού του δικαστηρίου και δεν περιεχόταν σε αυτή ειδικό παράπονο ως προς το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας. Ακολούθως των ανωτέρω θα γίνουν δεκτές κατά ένα μέρος ως προς την πρώτη εκκαλούσα, ήτοι την πρώτη ενάγουσα, ως ουσιαστικά βάσιμες κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγή. Θα αναγνωριστεί ότι οι εφεσίβλητοι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην πρώτη εκκαλούσα: α) το ποσό των 20.000 ευρώ, και ο πρώτος εφεσίβλητος επιπλέον το ποσό των 5.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και β) μηνιαίως το ποσό των 140 ευρώ για διάστημα είκοσι έξι μηνών δηλαδή από την ημέρα που απεβίωσε ο πατέρας της ο οποίος τη διέτρεφε μέχρι την άσκηση της αγωγής και ο δεύτερος εφεσίβλητος επιπλέον μηνιαίως το ποσό 60 ευρώ για διάστημα είκοσι έξι μηνών δηλαδή από την ημέρα που απεβίωσε ο πατέρας της ο οποίος τη διέτρεφε μέχρι την άσκηση της αγωγής στις 6.3.2017 εντόκως με το νόμιμο τόκο υπερημερίας αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση. Επιπλέον  θα γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή και θα αναγνωριστεί ότι ο πρώτος εφεσίβλητος παρεμπίπτων εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στο εκκαλούν παρεμπιπτόντως ενάγον α) το ποσό των 20.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την καταβολή και μέχρι την εξόφληση και β) μηνιαίως το ποσό των 140 ευρώ για διάστημα είκοσι έξι μηνών από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι την άσκηση της κύρια αγωγής εντόκως με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την καταβολή και μέχρι την εξόφληση. Θα διαταχθεί η απόδοση αμφοτέρων των κατατεθέντων παραβόλων, κατ’άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, αφού αμφότερα τα ένδικα μέσα γίνονται δεκτά έστω και κατά ένα μέρος. Μέρος των δικαστικών εξόδων της πρώτης εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των ηττηθέντων στην παρούσα δίκη εφεσιβλήτων λόγω της εν μέρει ήττας τους (αρθ.178,183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα, και για τον ίδιο λόγο μέρος των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα επιβληθεί σε βάρος του δευτέρου και της τρίτης των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων, τις από 10.4.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 και από 15.1.2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2020 εφέσεις κατά της με αριθμό 323/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών επί των με αριθμό κατάθεσης ………/2017 και ……../2017 αγωγών

Απορρίπτει ότι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

Δέχεται τυπικά αυτές και εν μέρει κατ’ουσίαν

Εξαφανίζει μόνο ως προς την πρώτη εκκαλούσα τη με αριθμό 323/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά,

Κρατεί την υπόθεση ως προς αυτήν και τους αντιδίκους της και

Αναδικάζει επί των με αριθμό κατάθεσης ……/2017 και ………/2017 αγωγών

Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς την πρώτη ενάγουσα και εδώ πρώτη εκκαλούσα

Αναγνωρίζει ότι οι εφεσίβλητοι εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν στην πρώτη εκκαλούσα: α) το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, και ο πρώτος εφεσίβλητος επιπλέον το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση και β) μηνιαίως το ποσό των εκατόν σαράντα (140) ευρώ για διάστημα είκοσι έξι (26) μηνών από τον Ιανουάριο του 2015 και μέχρι την άσκηση της αγωγής και ο δεύτερος εφεσίβλητος επιπλέον μηνιαίως το ποσό εξήντα (60) ευρώ για διάστημα είκοσι έξι (26) μηνών από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι την άσκηση της αγωγής εντόκως με το νόμιμο τόκο υπερημερίας αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση.

Δέχεται την παρεμπίπτουσα αγωγή

Αναγνωρίζει ότι ο πρώτος εφεσίβλητος παρεμπίπτων εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στο εκκαλούν παρεμπιπτόντως ενάγον α) το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την καταβολή και μέχρι την εξόφληση και β) μηνιαίως το ποσό των εκατόν σαράντα (140) ευρώ για διάστημα είκοσι έξι μηνών από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι την άσκηση της κύριας αγωγής εντόκως με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την καταβολή και μέχρι την εξόφληση

Διατάσσει την επιστροφή των κατατεθέντων παραβόλων με αριθμούς ……/2019 και ……/2020 στους εκκαλούντες

Επιβάλλει σε βάρος των εφεσιβλήτων μέρος των δικαστικών εξόδων της πρώτης εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, το οποίο τους βαρύνει εις ολόκληρον και

Επιβάλλει σε βάρος του δευτέρου και τρίτης των εκκαλούντων μέρος των δικαστικών εξόδων των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, δηλαδή το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για καθένα από αυτούς

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   15 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ