Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 401/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Περίληψη

Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το δε δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από το διάδικο, που δεν εμφανίσθηκε, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν, αντίγραφα των οποίων είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Επίσης, σε περίπτωση που έφεση κατά απόφασης πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί στο Εφετείο σε δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος από 13-3-2020 έως 31-5-2020, οπότε η συζήτηση αυτή ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, λόγω της πρόσφατης πανδημίας («COVID-19»), με πράξη του προέδρου του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος του Εφετείου ή του αρμόδιου δικαστή ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος, χωρίς, όμως, να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων.

Αριθμός    401/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:……………  η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της  Αντώνιο Ανούστη.

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ………… η οποία δεν παραστάθηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από  πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η ενάγουσα-εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8-8-2016 (υπ’αριθ…………/2016 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή της, κατά της εναγόμενης–εκκαλούσας και κατά του ……….. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 2706/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία έγινε μερικώς δεκτή η ανωτέρω αγωγή. Ακολούθως, κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως η εκκαλούσα – εναγόμενη άσκησε την από 5-7-2018 (υπ’ αριθ. …………/9-7-2018 έκθεσης κατάθεσης) έφεσή της, η οποία με την από 6-5-2019 πράξη, ορίσθηκε να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 19ης Μαρτίου 2020, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων (από 13-3-2020 έως 31-5-2020) και στη συνέχεια, προσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως για την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δυνάμει της υπ’ αριθ. 74/2020 πράξεως του αρμοδίου Δικαστή (άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020  σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/14-5-2020 πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς), κατά την οποία αφού γράφτηκε στο οικείο πινάκιο συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας ανέπτυξε τις απόψεις του με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ (όπως το άρθρο 524 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 παρ. 1 του ν. 3994/2011 και εφαρμόζεται στην προκείμενη περίπτωση ως εκ του χρόνου συζητήσεως της εφέσεως, κατ’ άρθρον 72 παρ. 4 και 2 του ιδίου νόμου, σε συνδυασμό με το ότι το άρθρο αυτό δεν τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του ν. 4335/2015), σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, το δε δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, τις προτάσεις που υποβλήθηκαν από το διάδικο, που δεν εμφανίσθηκε, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν, αντίγραφα των οποίων είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση ο παριστάμενος διάδικος, διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση. Περαιτέρω, στο άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020, που περιλαμβάνει διατάξεις για την επαναλειτουργία των πολιτικών δικαστηρίων μετά την αναστολή λειτουργίας τους, λόγω πανδημίας («COVID-19»), κατά το διάστημα από 13-3-2020 έως 31-5-2020, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση που η συζήτηση υπόθεσης οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας και με οποιαδήποτε διαδικασία ματαιώθηκε διαρκούσης της αναστολής, δηλαδή μέχρι και τις 31.5.2020, ορίζεται αυτεπαγγέλτως, με πράξη του προέδρου του τμήματος ή του δικαστή, ημέρα και ώρα συζήτησης στο ακροατήριο σε σύντομη κατά το δυνατόν δικάσιμο και κατά προτεραιότητα εντός του χρονικού διαστήματος από 1.7.2020 έως 15.7.2020 ή από 1.9.2020 έως 15.9.2020. Η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο ή έκθεμα, το οποίο μπορεί να τηρείται και ηλεκτρονικά, γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Προς ενημέρωση των διαδίκων, και πάντως όχι επί ποινή ακυρότητας, η νέα δικάσιμος γνωστοποιείται από τον γραμματέα στον δικηγορικό σύλλογο της έδρας του δικαστηρίου και στην Κεντρική Υπηρεσία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με πρωτοβουλία επίσης του γραμματέα μπορεί να γνωστοποιείται η νέα δικάσιμος με αποστολή ηλεκτρονικού μηνύματος στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου των διαδίκων ή με ανάρτηση στην πύλη ψηφιακών υπηρεσιών δικαστηρίων solon.gov.gr για όσα δικαστήρια και διαδικασίες έχουν ενταχθεί στο εν λόγω σύστημα». Από τις προαναφερθείσες διατάξεις συνάγεται ότι σε περίπτωση που έφεση κατά απόφασης πολιτικού δικαστηρίου είχε προσδιορισθεί για να συζητηθεί στο εφετείο σε δικάσιμο εντός του χρονικού διαστήματος από 13-3-2020 έως 31-5-2020, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων, λόγω της πρόσφατης πανδημίας («COVID-19»), με πράξη του προέδρου του αντίστοιχου πολιτικού τμήματος του εφετείου ή του αρμόδιου δικαστή ορίζεται νέα σύντομη δικάσιμος κατά προτεραιότητα εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος (από 1-7-2020 έως 15-7-2020 ή από 1-9-2020 έως 15-9-2020), χωρίς, όμως, να απαιτείται να επιδοθεί κλήση από τον έναν διάδικο στον άλλο για τη συζήτηση της υπόθεσης, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, που γίνεται από το γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων (βλ. ΕφΠειρ Μον 29/2021 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από τη σχετική σημείωση επί του αντιγράφου της έφεσης του δικαστικού επιμελητή  …………(και τη συνημμένη σ’ αυτήν από 13-6-2019 παραγγελία προς επίδοση του πληρεξούσιου δικηγόρου της εφεσίβλητης), προκύπτει ότι η επίσπευση της συζήτησης της εν λόγω εφέσεως διενεργήθηκε με την επιμέλεια της εφεσίβλητης, για τη δικάσιμο της 19ης Μαρτίου 2020, κατά την οποία η συζήτησή της ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων εξαιτίας της πρόσφατης πανδημίας («COVID-19»), και στη συνέχεια, αυτή προσδιορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, δυνάμει της υπ’ αριθ. 74/2020 πράξεως του αρμοδίου Δικαστή (άρθρο 74 παρ. 2 του ν. 4690/2020,  σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ. 37/14-5-2020 πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς). Η εφεσίβλητη, όμως, δεν εκπροσωπήθηκε στην τελευταία δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου και συνεπώς, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ), ενόψει του ότι, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις, δεν ήταν απαραίτητο να επιδοθεί κλήση από την εκκαλούσα στην εφεσίβλητη για τη συζήτηση της εν λόγω υποθέσεως στη νέα δικάσιμο (3-9-2020), καθόσον η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, που διενεργήθηκε από το γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, επιπλέον, προσκομίζονται οι προτάσεις της εφεσίβλητης-ενάγουσας, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και οι εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν (άρθρα 524 παρ. 4του ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2706/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 8-8-2016 (υπ’αριθ…………../2016 έκθεσης κατάθεσης) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά της δεύτερης εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, καθώς και του ………………. (μη διαδίκου στην παρούσα δευτεροβάθμια δίκη),  έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως διενεργήθηκε στις 7-6-2018 (βλ. τη σχετική σημείωση επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως του δικαστικού επιμελητή ………….), και η έφεση κατατέθηκε στις 9-7-2018 (ενόψει του ότι η 7-7-2018 και η 8-7-2018 είναι εξαιρετέες, βλ. την υπ. αριθ. ……../551/9-7-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το αντίστοιχο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την προαναφερθείσα αγωγή, η ενάγουσα – εφεσίβλητη εξέθεσε ότι τα μέλη της οικογένειας της δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας, με την οποία είναι συγγενείς, βρίσκονται σε δικαστική διαμάχη με τον πατέρα της (ενάγουσας) για ιδιοκτησιακά ζητήματα, εξαιτίας της οποίας οι προσωπικές τους σχέσεις είναι τεταμένες. Ότι η ιδία, κατά τη διάρκεια επισκέψεων της στην αναφερόμενη ιδιοκτησία του πατέρα της (της οποίας είναι μισθώτρια), καθώς και στο  κατάστημα του Δήμου Τροιζηνίας – Μεθάνων, προκειμένου να διευθετήσει  ζητήματα για την ανωτέρω ιδιοκτησία, και κατά τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους, δέχθηκε απρόκλητα απειλές, καθώς και φραστικές και σωματικές επιθέσεις από τη δεύτερη εναγόμενη – εκκαλούσα και τον πρώτο εναγόμενο αδελφό της. Ότι, παράλληλα, οι τελευταίοι την εξύβρισαν προσβάλλοντας έτσι την τιμή και την υπόληψη της, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σ’ αυτήν (αγωγή). ‘Ότι από τις προαναφερθείσες έκνομες ενέργειες των εναγομένων προκλήθηκε σ’ αυτήν (ενάγουσα), πέραν των αναφερόμενων στην αγωγή σωματικών βλαβών, φόβος και ανησυχία για τη σωματική της ακεραιότητα. Βάσει των προαναφερθέντων η ενάγουσα – εφεσίβλητη ζήτησε να υποχρεωθεί να της καταβάλει ο πρώτος εναγόμενος το συνολικό ποσό των 22.000 ευρώ και η δεύτερη εναγόμενη – εκκαλούσα το ποσό των 20.100 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτή υπέστη από τις ως άνω περιγραφόμενες στην αγωγή εις βάρος της πράξεις, οι οποίες συνιστούν και ποινικά αδικήματα, όλα τα ανωτέρω ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Επίσης ζήτησε να απαγγελθεί εις βάρος εκάστου των εναγομένων προσωπική κράτηση διάρκειας δώδεκα μηνών για τις ως άνω αδικοπρακτικές εις βάρος της συμπεριφορές. Με την εκκαλούμενη απόφαση, η ανωτέρω αγωγή απορρίφθηκε όσον αφορά στον πρώτο εναγόμενο, ως ουσιαστικώς αβάσιμη, και έγινε δεκτή, κατά ένα μέρος, ως ουσιαστικώς βάσιμη, όσον αφορά στη δεύτερη εναγόμενη και υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στην  ενάγουσα το ποσό των 2.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής  έως την εξόφληση, ενώ το παρεπόμενο αίτημα περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως απορρίφθηκε ως ουσιαστικώς αβάσιμο. Κατά της ως άνω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονείται η εναγόμενη – εκκαλούσα, με την ως άνω κρινόμενη έφεση της, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν (έφεση).

Ι.Στις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, και η οποία (προσωπικότητα) αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας αυτής. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι η ζωή, η υγεία, η σωματική ακεραιότητα, όπως και η τιμή και υπόληψη κάθε ανθρώπου. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, ήτοι να αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, που προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή, η παράνομη συμπεριφορά πρέπει να συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο, όμως, από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε να ασκείται υπό περιστάσεις, που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος (βλ. ΑΠ 285/2012, ΑΠ 831/2005 ΝΟΜΟΣ), ενόψει δε της σύγκρουσης των προστατευόμενων αγαθών προς τα προστατευόμενα αγαθά της προσωπικότητας άλλων ή προς το συμφέρον της ολότητας, θα πρέπει να αξιολογούνται και να σταθμίζονται στη συγκεκριμένη περίπτωση τα συγκρινόμενα έννομα συμφέροντα για τη διακρίβωση της ύπαρξης της προσβολής του δικαιώματος επί της προσωπικότητας και ο παράνομος χαρακτήρας της και γ) για την επιδίκαση, ειδικά, χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, απαιτείται και πταίσμα του προσβολέα (βλ. ΟλΑΠ 2/2008, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 611/2019, ΑΠ 1113/2019, ΑΠ 100/2018, ΑΠ 128/2016, ΑΠ 389/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 712/2011 ΝοΒ 201251, ΑΠ 391/2006 ΝΟΜΟΣ, Απ. Γεωργιάδη «ΣΕ ΑΚ» άρθρο 57 αρ. 3, 6, 7, 39 και άρθρο 59, αρ. 4, 14, 28). Εξάλλου, στην περίπτωση που υφίσταται και πταίσμα του προσβολέα, η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ασφαλώς ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, και, επομένως, μπορεί να ζητηθεί, σύμφωνα, άλλωστε, και με τη ρητή πρόβλεψη της προμνησθείσας διάταξης του άρθρου 57 του ΑΚ, χρηματική ικανοποίηση και κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις του ίδιου Κώδικα. Για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι αδιάφορη η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται, η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου, αστικού, ποινικού ή δημοσίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως η αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης, που προβλέπεται και τιμωρείται στις διατάξεις, του άρθρου 308 παρ. 1 του ΠΚ, μάλιστα, είναι νοητή και απόπειρα της αξιόποινης πράξης αυτής (βλ. Μ. Μαργαρίτη «Ερμηνεία – Εφαρμογή ΠΚ» εκδ. 4η αρθρ. 308 αρ. 22Α σελ. 887). Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει περίπτωση να συντρέχει κάποιος λόγος, ο οποίος να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω προσβολής, τέτοιοι λόγοι προβλέπονται στο νόμο (όπως στα άρθρα 282-286 και 985 του ΑΚ, 20, 22, 25, 367, 371 παρ. 4, 304 παρ. 4 και 5 του ΠΚ) ή συνάγονται κατ’ αναλογία από τις αντίστοιχες διατάξεις ή από το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας και ιδίως τους κανόνες της καλής πίστης (όπως η συναίνεση του παθόντος, η σύγκρουση καθηκόντων κλπ). Τέλος, από δικονομικής απόψεως, όσον αφορά το σχετικό βάρος της αποδείξεως, ο αιτών (ενάγων) την προστασία της προσωπικότητάς του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τα γεγονότα, που συνιστούν την παράνομη προσβολή αυτής, ενώ, ο εναγόμενος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη του λόγου, που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της σχετικής συμπεριφοράς του (βλ. Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ο.π. αρθρ. 57 αρ. 196 σελ. 829, Φουντεδάκη ο.π. αρθρ. 57 αρ. 50 σελ.  146).

ΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 985 παρ. 1, 2, 3 του ΑΚ: «Ο νομέας έχει δικαίωμα να αποκρούσει με τη βία κάθε διατάραξη ή απειλούμενη αποβολή από τη νομή. Ο νομέας κινητού, από τον οποίο αφαιρέθηκε αυτό παράνομα, έχει δικαίωμα να το ξαναπάρει με τη βία από το δράστη που συλλαμβάνεται ή καταδιώκεται επ’ αυτοφώρω. Ο νομέας ακινήτου, από τον οποίο αφαιρέθηκε αυτό παράνομα έχει δικαίωμα να το ξαναπάρει με τη βία αμέσως μετά την αποβολή». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται: α) Ότι το πρόσωπο, του οποίου η νομή επί πράγματος προσβάλλεται με αποβολή από αυτήν, έχει δικαίωμα (αποκαλούμενο δικαίωμα αποκατάστασης ή αυτοδικίας βλ. Απ. Γεωργιάδη, Εμπράγματο Δίκαιο 1991 παρ. 22), περιεχόμενο του οποίου είναι η δυνατότητα του νομέα να ανακτήσει αυτοδυνάμως την απολεσθείσα νομή (τηρώντας πάντως το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο βίας) και β) ότι παρόλο που, κατ’ αρχήν, κάθε μορφής βία στις μεταξύ των προσώπων σχέσεις είναι πράξη αντικειμενικώς άδικη, στην περίπτωση της αυτοδύναμης ανάληψης της νομής, η χρησιμοποιούμενη βία δεν είναι τελικώς παράνομη, διότι αίρεται ο άδικος αυτής χαρακτήρας, δεν αποτελεί αξιόποινη πράξη, ούτε γεννά υποχρέωση αποζημίωσης, (βλ. ΑΠ 1534/2010 ΧρΙΔ 2011595).

ΙΙΙ. Κατ’ άρθρον 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 94/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006 185, ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004 24).

IV. Τέλος, κατά την έννοια του άρθρου 932, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου. Επίσης, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ακόμη, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου. Ωστόσο, στη σχετική κρίση του τελευταίου, επιβάλλεται να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η κρίση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά στο δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 1008/2019, ΑΠ 574/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 65/2019 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που η εναγόμενη -εκκαλούσα νομίμως προσκομίζει και επικαλείται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και των υπ’ αριθ. ../8-12-2016, …/8-12-2016, …/8-12-2016 και …/8-12-2016 ενόρκων βεβαιώσεων, οι οποίες συντάχθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Καλαυρίας, με την επιμέλεια της εναγομένης – εκκαλούσας, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της ενάγουσας – εφεσίβλητης (βλ. την υπ’ αριθ. …../5-12-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι είναι συγγενείς μεταξύ τους, δηλαδή πρώτες εξαδέλφες (από την πατρική γραμμή της ενάγουσας – εφεσίβλητης). Επίσης, μεταξύ των μελών της οικογένειας της δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας, δηλαδή της ίδιας (εναγομένης) της μητέρας της ……….. και των αδελφών της ……. και ……… (κληρονόμων ………..) και του πατέρα της ενάγουσας ……….., ο οποίος είναι μόνιμος κάτοικος …… Αυστραλίας, υφίσταται δικαστική διένεξη για ζητήματα σχετικώς με δικαιώματα οιονεί νομής δουλείας διόδου επί τμήματος ευρύτερης έκτασης αγροτεμαχίου, το οποίο βρίσκεται στη θέση «…………» της κτηματικής περιφέρειας Δρυόπης του νύν Δήμου Τροιζηνίας – Μεθάνων και συνορεύει, μεταξύ άλλων, με όμορη ιδιοκτησία (πατρική κατοικία) της δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας, με αποτέλεσμα οι σχέσεις μεταξύ των διαδίκων να είναι τεταμένες. Η ενάγουσα – εφεσίβλητη έχει μισθώσει το εν λόγω αγροτεμάχιο από τον πατέρα της, ο οποίος της έχει παράσχει τη γενική πληρεξουσιότητα να τον εκπροσωπεί σε οποιαδήποτε υπόθεση του αφορά στην Ελλάδα. Στις 17-7-2014, τοποθετήθηκε στο εν λόγω αγροτεμάχιο από τον αρχιτέκτονα μηχανικό ……………, ο οποίος  ενεργούσε κατ’ εντολή της ενάγουσας – εφεσίβλητης περίφραξη με συρματόπλεγμα και σιδηροπασάλους, αφήνοντας ένα άνοιγμα πλάτους 4 μέτρων στην επίμαχη λωρίδα εδάφους. Στις 23-7-2014, η ενάγουσα – εφεσίβλητη περιόρισε το άνοιγμα αυτό στο 1,5 μέτρο περίπου, ενώ, στις 28-7-2014, περιέφραξε ολόκληρη την επίμαχη λωρίδα εδάφους, κλείνοντας έτσι και το ανωτέρω άνοιγμα. Ακολούθως, η μητέρα της εναγόμενης – εκκαλούσας, ……………, θεωρώντας ότι οι ανωτέρω ενέργειες της ενάγουσας – εφεσίβλητης διατάρασσαν δικαιώματα οιονεί νομής δουλείας διόδου, που τα μέλη της οικογένειας της ισχυρίζονται ότι έχουν αποκτήσει επί της άνω λωρίδας εδάφους προς τη δημόσια επαρχιακή οδό Γαλατά – Ναυπλίου, δημιούργησε, με δική της πρωτοβουλία, άνοιγμα σε τμήμα της ως άνω περίφραξης, προκειμένου τα μέλη της οικογένειας της να διέρχονται, ελεύθερα, από και προς την όμορη, με την ιδιοκτησία του πατέρα της ενάγουσας – εφεσίβλητης, μόνιμη κατοικία της. Ακολούθως, η εναγομένη, η …………., ο ……… και ο ……….. κατέθεσαν, στις 11-8-2014, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαυρίας αίτηση περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων σχετικώς με την προστασία της εν λόγω οιονεί νομής, επί της οποίας εκδόθηκε, αρχικώς, προσωρινή διαταγή και μετέπειτα η υπ’ αριθ. 1/2015 απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία, μεταξύ άλλων, αναγνωρίστηκαν, προσωρινώς, οι αιτούντες ως νομείς δικαιώματος δουλείας πλάτους 4 μέτρων, υποχρεώθηκε δε ο καθου πατέρας της ενάγουσας – εφεσίβλητης, αφενός μεν να παύσει να διαταράσσει την προσωρινή νομή τους επί της επίδικης λωρίδας εδάφους, αφετέρου δε να απομακρύνει προσωρινά τους σιδηροπασάλους και τα συρματοπλέγματα, που εμπόδιζαν τη διέλευση των εκεί αιτούντων από την επίμαχη ιδιωτική οδό. Σε εκτέλεση της ανωτέρω απόφασης περί ασφαλιστικών μέτρων, απομακρύνθηκαν τελικά οι σιδηροπάσαλοι και αποδόθηκε, προσωρινώς, η οιονεί νομή στους εκεί αιτούντες (σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. ……/13-3-2015 έκθεση απόδοσης νομής δικαιώματος δουλείας της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …………). Στις 30-9-2015, ενώ είχε εκδοθεί και εκτελεστεί η ανωτέρω δικαστική απόφαση, η ενάγουσα –εφεσίβλητη, συνοδευόμενη από τον αρχιτέκτονα μηχανικό ….. ., μετέβη στην ανωτέρω αναφερόμενη ιδιοκτησία του πατέρα της. Κατά τη διάρκεια της ανωτέρω επίσκεψης, αυτή δεν περιόρισε τις κινήσεις της στα όρια του εν λόγω αγροτεμαχίου του πατέρα της, αλλά εισήλθε με τον προαναφερθέντα αρχιτέκτονα στην επίμαχη εδαφική λωρίδα, θέτοντας σε λειτουργία συσκευή κάμερας, που βιντεοσκοπούσε τον περιβάλλοντα χώρο. Εκείνη τη στιγμή, η εναγόμενη – εκκαλούσα μαζί με την μητέρα της και την …………. (μακρινή συγγενής εξ’ αγχιστείας των διαδίκων) βρίσκονταν εντός της όμορης κατοικίας των δύο πρώτων. Όταν, η εναγόμενη – εκκαλούσα αντιλήφθηκε την παρουσία της ενάγουσας – εφεσίβλητης στην επίμαχη  εδαφική λωρίδα, αφού εξήλθε από το χώρο της οικίας της,απευθύνθηκε προς αυτήν (ενάγουσα) με τη φράση «τι θέλεις κι έρχεσαι συνέχεια εδώ και μας προκαλείς …  δε βάζεις μυαλό …πάρε δρόμο και φύγε από εδώ», απαιτώντας με επιτακτικό τρόπο να απομακρυνθεί αυτή (ενάγουσα) από το σημείο εκείνο και να σταματήσει τις διενεργούμενες καταμετρήσεις στην επίμαχη εδαφική λωρίδα. Η ενάγουσα –εφεσίβλητη,όμως,δεν απομακρύνθηκε και τότε η εναγόμενη – εκκαλούσα κινήθηκε εναντίον της και με τα χέρια της ώθησε αυτή (ενάγουσα), βιαίως, στους ώμους της, σέρνοντας αυτήν (ενάγουσα), παρά τη βούλησή της, εκτός του ως άνω χώρου (βλ. ιδίως τις υπ’ αριθ. …/8-12-2016 και …/8-12-2016 ένορκες βεβαιώσεις της ………. και …………..). Το εν λόγω επεισόδιο, το οποίο διήρκεσε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, έληξε με την άμεση επέμβαση του προαναφερθέντος παρευρισκόμενου στο σημείο εκείνο αρχιτέκτονα μηχανικού και τη μετέπειτα επέμβαση των αστυνομικών υπαλλήλων, που προσήλθαν στον ανωτέρω χώρο, μετά από σχετική τηλεφωνική κλήση της ενάγουσας – εφεσίβλητης. H ανωτέρω πράξη της βίαιης απώθησης της ενάγουσας – εφεσίβλητης από την εναγόμενη – εκκαλούσα, ενώπιον και τρίτων προσώπων, υπερέβη τα επιτρεπτά από τις κοινωνικές συνθήκες όρια, καθόσον μόνον η παρουσία της ενάγουσας – εφεσίβλητης στην επίμαχη εδαφική λωρίδα, δεν δικαιολογεί την ως άνω σωματική επίθεση της εναγόμενης – εκκαλούσας προς αυτήν και την ως άνω βίαιη απώθηση της και απομάκρυνσή της από το σημείο αυτό, καθόσον, η πράξη αυτή πραγματοποιήθηκε με τρόπο, που θα μπορούσε να προκαλέσει τον τραυματισμό της ενάγουσας – εφεσίβλητης, σε περίπτωση ανατροπής και πτώσης της επί του εδάφους από τη βίαιη ώθηση αυτή, που είχε αποδεχθεί η εναγομένη – εκκαλούσα, ενόψει της έντασης της ανωτέρω ώθησης. Ως εκ τούτου, η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης – εκκαλούσας προς την ενάγουσα – εφεσίβλητη, στοιχειοθετεί την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης (άρθρο 308 παρ. 1 του ΠΚ) υπό τη μορφή της απόπειρας, δοθέντος ότι η ανωτέρω πράξη της βίαιης ώθησης της ενάγουσας – εφεσίβλητης συνιστά αρχή εκτέλεσης, ενόψει του ότι κατέτεινε στην πρόκληση σωματικής κάκωσης αυτής (σε περίπτωση ανατροπής και πτώσης της επί του εδάφους), η οποία δεν επήλθε, όχι λόγω της βουλήσεως της εναγομένης – εκκαλούσας, αλλά επειδή η ενάγουσα – εφεσίβλητη επέδειξε την προσήκουσα προσοχή και κατόρθωσε να αποφύγει αυτήν. Μάλιστα, η εν λόγω πράξη της εναγομένης – εκκαλούσας ήταν παράνομη, υπαίτια και πρόσφορη να βλάψει τη σωματική ακεραιότητα της ενάγουσας – εφεσίβλητης, εξαιτίας δε της προαναφερθείσας συμπεριφοράς της η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη, συνισταμένη στη στεναχώρια, το άγχος  αλλά και στο φόβο που της προκάλεσε το ανωτέρω βίαιο περιστατικό για το οποίο, εκείνη, τελικά, κάλεσε προς συνδρομή της την αρμόδια αστυνομική αρχή. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή δέχθηκε ότι η ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης – εκκαλούσας συνιστά αδικοπραξία που πρόσβαλε παράνομα την προσωπικότητα της ενάγουσας – εφεσίβλητης,  δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια οι περί του αντιθέτου λόγοι (1ος και 2ος) της εφέσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε από κάποιο στοιχείο ότι από την ανωτέρω παρουσία της ενάγουσας – εφεσίβλητης, κατά τη διάρκεια του εν λόγω επεισοδίου,  είχε προκληθεί διατάραξη της ως άνω νομής της εναγόμενης – εκκαλούσας, ούτε ότι απειλήθηκε αποβολή της από αυτήν, έτσι, δεν συντρέχει περίπτωση αυτοδύναμης προστασίας αυτής (άρθρο 985 του ΑΚ), όπως αντιθέτως αλλά αβασίμως ισχυρίζεται η τελευταία. Μάλιστα, έναντι της επικληθείσας από την εναγόμενη – εκκαλούσα προκλητικής συμπεριφοράς της ενάγουσας – εφεσίβλητης, η οποία συνίσταται στην παρουσία της στην επίμαχη εδαφική λωρίδα, αυτή είχε τη δυνατότητα να ζητήσει τη συνδρομή της αρμόδιας αστυνομικής αρχής και όχι να προβεί σε βίαιες πράξεις, όπως προαναφέρθηκε. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή δέχθηκε ότι δεν υφίσταται η ανωτέρω επικληθείσα περίπτωση αυτοδύναμης προστασίας νομής, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια ο περί του αντιθέτου λόγος (3ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επίσης, η εκκαλούσα (δεύτερη εναγομένη) με την έφεσή της επαναφέρει την και πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της ανωτέρω αγωγής, κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, καθόσον, κατά τους ισχυρισμούς της, η ενάγουσα – εφεσίβλητη επικαλούμενη την προστασία των  θιγόμενων δικαιωμάτων επί της προσωπικότητας της, από την παράνομη ενέργεια της, στην πραγματικότητα αυτό που επιδιώκει με την άσκηση των αγωγικών της αξιώσεων είναι η ψυχική και οικονομική της εξουθένωση με απώτερο σκοπό να την αποτρέψει από την συνέχιση των δικαστικών ενεργειών που έχει ξεκινήσει για τη διεκδίκηση της επίμαχης εδαφικής λωρίδας επί της οποίας έχει αναγνωριστεί δικαστικά ότι υφίσταται δικαίωμα δουλείας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), η ανωτέρω ένσταση είναι απορριπτέα, γιατί δεν αποδείχθηκε ότι εν προκειμένω υφίστανται ιδιαίτερες περιστάσεις, αναγόμενες στη συμπεριφορά τόσο της ενάγουσας – εφεσίβλητης όσο και της εναγομένης – εκκαλούσας, που να τελούν σε αιτιώδη σχέση, ώστε να καθίσταται η άσκηση του εν λόγω δικαιώματος αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε (έστω και σιωπηρά) την ανωτέρω ένσταση, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (4ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας της εφεσίβλητης- ενάγουσας, η οποία αφορά στην ανωτέρω αξιόποινη πράξη της εκκαλούσας- εναγομένης εις βάρος της, αυτή (ενάγουσα) υπέστη ηθική βλάβη. Επίσης, λαμβανομένων υπόψη των εν γένει συνθηκών τελέσεως της ανωτέρω προσβολής, του είδους και της έκτασης αυτής, του βαθμού του πταίσματος της εκκαλούσας – εναγομένης, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα – εφεσίβλητη δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης αυτής, το ποσό των  χιλίων (1.000) ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα με τις προεκτεθείσεις σκέψεις. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 2.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ως άνω αιτία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο (μερικώς) λόγο (5ο) της εφέσεως.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αποκλειστικώς ως προς το μέρος της που αφορά στη δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, κατά το ως άνω μέρος της ως προς το οποίο εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη –εκκαλούσανα καταβάλει στην ενάγουσα – εφεσίβλητητο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των προαναφερθέντων διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ), και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εφεσίβλητης, κατόπιν σχετικού αιτήματός της, εις βάρος της δεύτερης εναγόμενης – εκκαλούσας, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Εξάλλου, για την περίπτωση που θα ασκηθεί το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης, πρέπει να ορισθεί το σχετικό παράβολο για την εφεσίβλητη (άρθρα 501, 502 παρ.1. 505 παρ. 2 του ΚΠολΔ), Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως εκτίθεται στο διατακτικό

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης – ενάγουσας.

Ορίζει το παράβολο στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’αριθ. 2706/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αποκλειστικώς ως προς το μέρος της, που αφορά στη δεύτερη εναγομένη – εκκαλούσα.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην από 8-8-2016 (υπ’ αριθ. ………/2016 έκθεσης κατάθεσης) αγωγή, κατά το ως άνω μέρος της ως προς το οποίο εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή.

Υποχρεώνει την εκκαλούσα –δεύτερη εναγόμενη να καταβάλει στην εφεσίβλητη – ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα –δεύτερη εναγόμενη στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης – ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου (υπ’ αριθ. …………../2018, ποσού 100 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις  12-8-2021 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ