Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 413/2021

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

Αριθμός Απόφασης:  413/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………….., στον Πειραιά, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΩΝ ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ – ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ – ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1)…………,η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο της Ειρήνη Σαρρή (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και 2) ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια Δικηγόρο του Καλλιρόη — Ευαγγελία Σέλλα (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ – ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανωνύμου Εταιρείας …………η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο της Κλεάνθη Τσίρκα.

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 7-3-2016 ανακοπή τους, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό κατάθ. ………../7-3-2016 και τους από 25-9-2017 πρόσθετους λόγους αυτής, οι οποίοι κατατέθηκαν στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με αριθμ. κατάθ. ………../26-9-2017, κατά της με αριθμό ………./2015 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 05/10/2017, αντιμωλία των διαδίκων, με τη με αριθμό 5503/13-12-2017 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την ως άνω ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν το N. 4335/2015, απέρριψε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής και επικύρωσε τη με αριθμ. ……../2015 διαταγή πληρωμή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, με την από 26-01-2018 έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 26-01-2018, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 08-02-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……../2018, προσδιορίστηκε δε αρχικά για τη δικάσιμο της 06-12-2018 και μετ’ αναβολή για την 09η/05/2019, οπότε ματαιώθηκε η συζήτησή  της.

΄Ηδη με την από 31-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./01-11-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../01-11-2019 αίτηση – κλήση των εκκαλούντων φέρεται προς συζήτηση, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η ως άνω από 26-01-2018 έφεση, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους, εκ των οποίων οι μεν πληρεξούσιοι Δικηγόροι των αιτούντων – καλούντων – εκκαλούντων, παριστάμενοι με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω, ανέπτυξαν τις απόψεις των εκκαλούντων, με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατέθεσαν, ο δε πληρεξούσιος Δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις, που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται προς συζήτηση, με την από 31-10-2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./01-11-2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./01-11-2019, αίτηση – κλήση των εκκαλούντων, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, η από 26-01-2018έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε, στις 26-01-2018, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 08-02-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 06-12-2018 και μετ’ αναβολή για τη δικάσιμο της 09/05/2019, οπότε ματαιώθηκε η συζήτηση αυτής.

Η υπό κρίση από 26-01-2018 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 26-01-2018, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 08-02-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2018, κατά της με αριθμό 5503/13-12-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 05/10/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015, επί της από 7-3-2016 και με αριθμ. κατάθ. ………./7-3-2016 ανακοπής των εκκαλούντων, εναντίον της εφεσίβλητης, και των από 25-9-2017 και με αριθμ. κατάθ. ………./26-9-2017 πρόσθετων λόγων αυτής, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τους ηττηθέντες ανακόπτοντες, εφόσον από το φάκελο της δικογραφίας δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλουμένης σε αμφότερους τους εκκαλούντες και δεν παρήλθε διετία από τη δημοσίευση αυτής, στις 13/12/2017, έως την κατάθεση της έφεσης, στις 26/01/2018, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου(άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τους εκκαλούντες στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, με την υπό κρίση από 7-3-2016 και με αριθμ κατάθ. ……./7-3-2016 ανακοπή και τους από 25-9-2017 και με αριθμ. κατάθ. ……./26-9-2017 πρόσθετους λόγους αυτής, που άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εναντίον της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, ζητούσαν, κατ’ ορθή εκτίμηση, για τους αναφερόμενους στα δικόγραφα αυτά λόγους, να ακυρωθεί η με αριθμό ………./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην καθ’ ης η ανακοπή, το ποσό των 224.652,05 ευρώ, για ικανοποίηση απαίτησης της τελευταίας, προερχομένης από τις αναφερόμενες στην ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής συναλλαγματικές, εκδόσεως της καθ’ ης η ανακοπή, πληρωτέες σε διαταγή της και αποδοχής της πρώτης των ανακοπτόντων, υπέρ της οποίας τριτεγγυήθηκε ο δεύτερος των ανακοπτόντων, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφάνισης των συναλλαγματικών αυτών στην πρώτη των ανακοπτόντων, ήτοι από την 6-6-2015 μέχρι την εξόφλησή του και το ποσό των 2.250 ευρώ για δικαστικά έξοδα έκδοσης της διαταγής αυτής πληρωμής, καθώς και να καταδικασθεί η καθ’ ης η ανακοπή στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Επί της ως άνω ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 05/10/2017, αντιμωλία των διαδίκων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμό 5503/13-12-2017 εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ (άρθρο 632 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), όπως ίσχυαν πριν το ν. 4335/2015, η οποία εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015, δέχθηκε αφενός μεν ότι η υπό κρίση ανακοπή ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα  (άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), καθώς η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιδόθηκε στους ανακόπτοντες την 15-2-2016, ενώ η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 7-3-2016και επιδόθηκε αυθημερόν στην καθ’ ης η ανακοπή (βλ. σχετ. προσκομιζόμενη από τους ανακόπτοντες με αριθμ. …../7- 3-2016 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………), ήτοι εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, στην οποία δεν υπολογίζονται τα Σάββατα, τα οποία δε θεωρούνται εργάσιμες ημέρες (αρθ. 144 παρ. 3 ΚΠολΔ), αφετέρου δε ότι οι πρόσθετοι λόγοι αυτής ασκήθηκαν νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 585 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.), με ιδιαίτερο δικόγραφο, το οποίο κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 26/9/2017, και επιδόθηκε αυθημερόν στην καθ’ ης η ανακοπή (βλ. σχετ. τη με αριθμ. …. Ε/26-9-2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….). Μετά από έρευνα δε ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε στο σύνολό της την ως άνω ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής και επικύρωσε την προσβαλλόμενη με αριθμ. ……/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επέβαλε δε, σε βάρος των ανακοπτόντων, τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης η ανακοπή – οι πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, τα οποία όρισε στο ποσό των χιλίων εξακοσίων ογδόντα πέντε (1.685) ευρώ. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως οι ανακόπτοντες (εκκαλούντες), ως ηττηθέντες διάδικοι, άσκησαν την υπό κρίση έφεση, με την οποία παραπονούνται για τους αναφερόμενους ειδικότερα στην έφεσή τους λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητούν δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνουν δεκτοί η υπό κρίση ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Για την έκδοση διαταγής πληρωμής, κατά τόπον αρμόδιος είναι ο Δικαστής του Δικαστηρίου της γενικής δωσιδικίας του καθ’ ου η αίτηση οφειλέτου ή άλλης ειδι­κής δωσιδικίας, αλλά και του τόπου έκδοσης της συναλ­λαγματικής ή του γραμματίου εις διαταγή ή επιταγής, ως και του τόπου πληρωμής ή της αποδοχής των δύο πρώ­των τίτλων ή και του τόπου, που δικαιούται να εισπράξει την απαίτηση ο δανειστής και αιτών την έκδοση της διαταγής πληρωμής, κατά το άρθρο 321 ΑΚ. Τόπος δε παροχής χρηματικής, σε περίπτωση αμφιβολίας και αν δεν συνάγεται άλλως από τη σύμβαση ή από τις περιστάσεις, είναι ο τόπος όπου ο δανειστής έχει την κατοικία του κατά το χρόνο της καταβολής (άρθρα 320 και 321 Α.Κ.). Συνεπώς, το αρμόδιο Δικαστήριο προσδιορίζεται από το δανει­στή, ο οποίος μεταξύ των ενδεχομένως πολλών τοπικών αρμοδίως Δικαστηρίων επιλέγει εκείνο από το δικαστή του οποίου ζητεί την έκδοση διαταγής πληρωμής και το οποίου καθίσταται ως εκ τούτου κατά την κρατούσα γνώμη και αποκλειστικά κατά τόπο αρμόδιο και για την εκδίκαση της κατ` αυτής ανακοπής των άρθρων 632 ή 633 ΚΠολΔ, διότι ο αιτών την έκδοση διαταγής πληρω­μής, δια της υποβολής της αίτησης σε έναν από τους περισσότερους αρμοδίους κατά τόπο Δικαστές, ασκεί συγχρόνως και το δικαίωμα επιλογής, που έχει ως ενάγων δανειστής, δια την τυχόν μετέπειτα διαδικασία επί της ανακοπής, κατά την οποία οι διάδικοι έχουν την ιδία δικονομική θέση, δηλαδή ο μεν καθ` ου η ανακοπή τη θέση του ενάγοντος, ο δε ανακόπτων τη θέση εναγομένου. Για τους άνω λόγους, η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να ασκείται ενώπιον του Δικαστηρίου, στο οποίο ανήκει ο Δικαστής, που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, αλλά ο καθ’ ου η διαταγή πληρωμής δεν εγκαταλείπεται στην αυθαίρετη και ανεξέλεγκτη επιθυμία του δανειστού, διότι, αν ο Δικαστής, που εξέδωσε τη δια­ταγή πληρωμής, ήταν αναρμόδιος κατά τόπο, δύναται για το λόγο αυτό να ζητήσει με ανακοπή την ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΜονΕφΠειρ 124/2020 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 1312/2017 Δημ. Νόμος, με σχόλ. Στ. Πανταζόπουλου, ΕλλΔικ 2018 τ. 2, 463 επ., ΜονΕφΔωδ 154/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 181/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4290/2002, ΔΕΕ 2004/294). Εξάλλου η διάταξη του άρθρου 625 ΚΠολΔ, ενώ κατανέμει την προς έκδοση διαταγής πληρωμής καθ’ ύλην αρμοδιότητα μεταξύ Ειρηνοδίκη και Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου, δεν διαλαμβάνει σχετικώς περί της κατά τόπον αρμοδιότητας. Συνεπώς, η κατά τόπον αρμοδιότητα ρυθμίζεται κατά τις γενικές διατάξεις και χωρεί και συμφωνία περί παρέκτασης αρμοδιότητας (Ποδηματά σε Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, άρθρο 625, αριθ. 2 επ., ΜονΕφΠειρ 124/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 1312/2017 ό.π., ΜονΕφΔωδ 154/2015 ό.π., ΜονΕφΔωδ 181/2015 ό.π.), η εκ της οποίας δωσιδικία κατά τον κανόνα του άρθρου 44 ΚΠολΔ είναι αποκλειστική (ΜονΕφΠειρ 124/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 1312/2017 ό.π., ΜονΕφΔωδ 154/2015 ό.π., ΜονΕφΔωδ 181/2015 ό.π.). Η έλλειψη τοπικής αρμοδιότητας του δικαστή, που εκδί­δει τη διαταγή πληρωμής, δύναται να επιφέρει μετά από ανακοπή την ακύρωση της παρά τούτο εκδοθείσης διαταγής πληρωμής (ΑΠ 497/1993, ΕλλΔ/νη 35.1290, ΜονΕφΑθ 1312/2017 ό.π., ΜονΕφΔωδ 154/2015 ό.π., ΜονΕφΔωδ 181/2015 ό.π.). Εξάλ­λου από τις διατάξεις των άρθρων 42, 43, 44 ΚΠολΔ προκύπτει ότι επί διαφορών, ακόμη και μελλοντικών, που έχουν περιουσιακό αντικείμενο, τακτικό δικαστή­ριο που δεν είναι αρμόδιο είναι δυνατόν να καταστεί αρμόδιο, εάν υπάρχει έγγραφη συμφωνία των διαδίκων και αναφέρεται σε ορισμένη έννομη σχέση, από την οποία θα προέλθουν οι διαφορές (ΜονΕφΠειρ 124/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 1312/2017 ό.π., ΜονΕφΔωδ 154/2015 ό.π., ΜονΕφΔωδ 181/2015 ό.π., ΕφΑθ 2138/1993, ΕλλΔ/νη 35. 443). Η περί παρέκτασης συμφωνία είναι δυνατό να διατυπώνεται στο αποδεικτικό της απαίτησης έγγραφο ή στο σώμα του αξιογράφου, βάσει του οποίου εκδίδεται η διαταγή πληρωμής, χωρίς να αποκλείεται η περί παρέκτασης συμφωνία να αποδεικνύεται εξ ετέρου συνυποβαλλόμενου στο Δικαστή εγγράφου, διότι η δικονομική αυτή σύμβαση δεν είναι περί των δικαιω­μάτων, που πηγάζουν εκ του τίτλου, αλλά πρόσθετη (ΜονΕφΠειρ 124/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 1312/2017 ό.π., ΜονΕφΔωδ 181/2015 ό.π., ΜονΕφΔωδ 154/2015 ό.π., ΕφΘεσ 862/2002 Δημ. Νόμος). Η περί παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας συμφω­νία δεσμεύει οπωσδήποτε τους απευθείας συμβαλλομένους. ΄Οταν η συμφωνία περιέχεται σε εκτός του αξι­όγραφου έγγραφο πρέπει αυτό να προσκομίζεται μετά του αξιόγραφου, βάσει του οποίου ζητείται η έκδοση της διαταγής πληρωμής (ΜονΕφΑθ 1312/2017 ό.π., με σχόλ. Στ. Πανταζόπουλου, ΕλλΔικ 2018 τ. 2, 463 επ., ΜονΕφΔωδ 181/2015 ό.π., ΜονΕφΔωδ 154/2015 ό.π.). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 626 παρ. 3 και 630 του Κ.Πολ.Δ. συνάγεται ότι μεταξύ των στοιχείων, που πρέπει να περιέχονται στη διαταγή πληρωμής, δεν περιλαμβάνονται και τα θεμελιωτικά της αρμοδιότητας, του εκδίδοντος αυτή δικαστή στοιχεία, η συνδρομή των οποίων ερευνάται πριν από την έκδοση και η έλλειψή τους δύναται να επιφέρει, μετά από άσκηση ανακοπής, την ακύρωση της διαταγής πληρωμής (ΑΠ 497/1993 ΕλλΔ/νη 35, 1290, ΜονΕφΠειρ 124/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 181/2015 ό.π., ΜονΕφΔωδ 154/2015 ό.π.), ανεξαρτήτως του αν τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η αναρμοδιότητα, είχαν τεθεί υπόψη του εκδόσαντος την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δικαστή και τα παρείδε, ή δεν του ετέθησαν, πλην, όμως, στερούνταν τοπικής αρμοδιότητος να επιληφθεί (ΜονΕφΠειρ 124/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 181/2015 ό.π., ΜονΕφΔωδ 154/2015 ό.π., ΕφΘεσ862/2002 Επισκ.Εμπ.2002.1089, I. Μάρκου, Δίκαιο συναλλαγματικής, 2010, σελ. 502) και μάλιστα ανεξάρτητα της επίκλησης δικονομικής βλάβης από τον ανακόπτοντα, καθώς η έκδοσή της από αναρμόδιο Δικαστή συνιστά παραβίαση διαδικαστικής προϋπόθεσης έκδοσής της (άρθρα 73, 159 παρ. 1, 625, 628 παρ. 1α του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 124/2020 ό.π.). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583, 585, 632 παρ. 1 και 633 παρ.1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να είναι δυνατόν ο μεν καθ’ ου η ανακοπή να αμυνθεί κατ’ αυτής, το δε Δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι, λόγω αοριστίας. Οι πιο πάνω λόγοι μπορούν να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και διατυπώσεις, που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ίδιου Κώδικα, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γέννησης της απαίτησης του καθ’ ου η ανακοπή ενστάσεις. Γι’ αυτό το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα απαιτούμενα κατά νόμο (άρθρα 118 και 119 του ΚΠολΔ) για κάθε δικόγραφο στοιχεία, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει, δηλαδή, με σαφήνεια τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος κατά της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 124/2020 ό.π.).Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, η οποία τους επιδόθηκε στις 15-2-2016 και με την οποία διατάχθηκαν να καταβάλουν εις ολόκληρον στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 224.652,05 ευρώ πλέον τόκων και το ποσό των 2.250 ευρώ για δικαστικά έξοδα έκδοσής της, ακύρως εκδόθηκε σε βάρος τους, με βάση την από 20-11-2015 αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή, με επίκληση χρηματικής της αξίωσης, συνολικού ποσού 224.652,05 ευρώ, που απορρέει από τρεις (3) συναλλαγματικές, ποσού 110.000, 80.000 και 35.000 ευρώ αντίστοιχα, τις οποίες η καθ’ ης η ανακοπή εξέδωσε στο Μαρούσι Αττικής, στις 20-2-2012, και αποδέχθηκε αυθημερόν η πρώτη εξ αυτών, για τις οποίες τριτεγγυήθηκε ο δεύτερος εξ αυτών υπέρ της αποδέκτριας αυτών, στις οποίες (συναλλαγματικές) είχε τεθεί προθεσμία προς εμφάνιση 14 ετών από την έκδοσή τους, εμφανίστηκαν δε προς πληρωμή, στις 5-6-2015, στην πρώτη εξ αυτών και στις 29-5-2015 στο δεύτερο εξ αυτών και τελικά δεν πληρώθηκαν, διότι εκδόθηκε (η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής) από αναρμόδιο κατά τόπο δικαστή. Ειδικότερα, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση ανακοπής ότι για τη στοιχειοθέτηση της τοπικής αρμοδιότητας του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής Δικαστή ελήφθη υπόψη το από 9/11/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης, το οποίο συνήφθη μεταξύ των διαδίκων και στο οποίο περιλαμβάνεται δικονομική συμφωνία για παρέκταση αρμοδιότητας, ως προς τα δικαστήρια του Πειραιά, καθώς αναγράφεται σε αυτό ότι «Για οποιαδήποτε διαφορά, δίκη ή διένεξη που απορρέει από την παρούσα σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων και των δικών περί την εκτέλεση, εκείνων που αφορούν στη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και εκείνων που αφορούν αξιόγραφα, που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν σε εκτέλεση των παραπάνω ή θα εκδίδονται στο μέλλον στα πλαίσια της παρούσας σύμβασης και κατ’ ακολουθία και για την εξυπηρέτηση της εμπορικής συνεργασίας των εδώ συμβαλλομένων, αποκλειστικά αρμόδια ορίζονται τα δικαστήρια του Πειραιά», καθώς η καθ’ ης η ανακοπή επικαλέστηκε το συμφωνητικό αυτό με την αίτηση έκδοσης διαταγής πληρωμής, ενώ δεν ήταν αρμόδια τα Δικαστήρια του Πειραιά, διότι η ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας δεν έχει τεθεί στο σώμα των ένδικων συναλλαγματικών, όπως είχε ρητά προβλεφθεί με όρο στο ως άνω από 9-11-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπου αναγράφεται ότι «Για την εξυπηρέτηση της συμφωνίας αυτής μάλιστα ο Πρατηριούχος με το παρόν παρέχει στην «Εταιρεία» την ειδική ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα … να θέτει, αντ’ αυτού και για λογαριασμό του, επί των άνω αξιογράφων … τη ρήτρα «αρμόδια τα δικαστήρια του Πειραιά», αρμόδιος δε δικαστής για την έκδοση διαταγής πληρωμής για τις ανωτέρω συναλλαγματικές ήταν είτε αυτός του Πρωτοδικείου Ρόδου, όπου αμφότεροι αυτοί (οι ανακόπτοντες) κατοικούν, με βάση το άρθρο 22 του Κ.Πολ.Δ., είτε αυτός του Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγω του τόπου έκδοσης και αποδοχής των ανωτέρω συναλλαγματικών (Μαρούσι Αττικής), με βάση το άρθρο 33 του Κ.Πολ.Δ. και, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να γίνεται επίκληση από την καθ’ ης η ανακοπή και μνεία στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής (με παράθεση μάλιστα του στοιχείου που αποδεικνύει τούτο) ότι οι επίδικες τρεις συναλλαγματικές αφορούν διαφορά από το ανωτέρω από 9-11-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, στο οποίο είχαν συμφωνηθεί τα παραπάνω περί της κατά τόπον αρμοδιότητας του Δικαστηρίου αυτού, δεδομένου ότι αυτές, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, εκδόθηκαν μετά τη σύνταξη του ιδιωτικού αυτού συμφωνητικού και στα πλαίσια της ως άνω σύμβασης. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας δεν απαιτείται να αναγράφεται στο σώμα των συναλλαγματικών, αλλά αρκεί να υπάρχει σχετική συμφωνία, η οποία δεσμεύει τους συμβαλλομένους σε αυτή, όπως, στην προκειμένη περίπτωση, τέτοια δικονομική συμφωνία αναφέρεται στον πρώτο λόγο ανακοπής ότι υφίσταται, καθώς δεν αποκλείεται η περί παρέκτασης συμφωνία να αποδεικνύεται εξ ετέρου συνυποβαλλόμενου στο Δικαστή έγγραφο, όπως εν προκειμένω, κατά τα εκτιθέμενα στoν πρώτο λόγο ανακοπής, με το ως άνω από 9/11/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης, το οποίο συνήφθη μεταξύ των διαδίκων και στο οποίο περιλαμβάνεται δικονομική συμφωνία για παρέκταση αρμοδιότητας ως προς τα δικαστήρια του Πειραιά, διότι η δικονομική αυτή σύμβαση δεν είναι περί των δικαιωμάτων, που πηγάζουν εκ του τίτλου, αλλά πρόσθετη. Ο αναφερόμενος δε στην ανακοπή όρος περί δυνατότητας αναγραφής της σχετικής ρήτρας περί παρέκτασης αρμοδιότητας στα αξιόγραφα δεν αναιρεί, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, την ως άνω δικονομική συμφωνία παρέκτασης ως προς αυτά, διότι, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η ρήτρα για την κατά παρέκταση αρμοδιότητα δεν είναι αναγκαίο να αναγράφεται στο αξιόγραφο, αλλά δύναται να αναγράφεται σε άλλο έγγραφο, που αναφέρεται στην υποκείμενη αιτία μεταξύ των συμβαλλόμενων. ΄Αλλωστε, οι ανακόπτοντες, με το δικόγραφό τους και ειδικότερα στη σελίδα 5 αυτού, εκθέτουν ότι η καθ’ ης η ανακοπή επικαλέστηκε με την από 20-11-2015 αίτησή της, με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ότι για τις επίδικες τρεις (3) συναλλαγματικές ισχύει η ρήτρα παρέκτασης αρμοδιότητας για τα δικαστήρια του Πειραιά, η οποία περιλαμβάνεται στο από 9-11-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό, ενώ, σύμφωνα με το εκτιθέμενο στον πρώτο λόγο ανακοπής περιεχόμενο της ρήτρας αυτή, η συμφωνία παρέκτασης περιλαμβάνει και την αξίωση για τα αξιόγραφα, που θα εκδοθούν μετά την υπογραφή του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού, καθώς μνημονεύονται ρητά στο σχετικό όρο, οπότε, η συμφωνία παρέκτασης περιλαμβάνει και την αξίωση από τις ένδικες συναλλαγματικές, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Στην ανακοπτόμενη δε διαταγή πληρωμής δεν απαιτείται να αναγράφονται τα στοιχεία, που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του εκδόσαντος αυτή Δικαστή. ΄Αλλωστε, κατά τα εκτιθέμενα στον πρώτο λόγο της ανακοπής, στην προκειμένη περίπτωση, για τη στοιχειοθέτηση της τοπικής αρμοδιότητας του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής Δικαστή, ελήφθη υπόψη το ως άνω από 9/11/2011 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης. Επομένως, εφόσον, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, ρητώς συνομολογήθηκε μεταξύ των διαδίκων έγκυρη συμφωνία παρέκτασης της κατά τόπον αρμοδιότητας, δυνάμει της οποίας είχαν ορισθεί ως αποκλειστικώς αρμόδια τα δικαστήρια του Πειραιά, και αφορούσε η συμφωνία παρέκτασης, κατά την αναφερόμενη στην ανακοπή ρητή διατύπωση «…οποιαδήποτε διαφορά, δίκη ή διένεξη, που απορρέει από την παρούσα σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων και …εκείνων, που αφορούν αξιόγραφα, που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν σε εκτέλεση των παραπάνω ή θα εκδίδονται στο μέλλον στα πλαίσια της παρούσας σύμβασης και κατ’ ακολουθία και για την εξυπηρέτηση της εμπορικής συνεργασίας των εδώ συμβαλλομένων, αποκλειστικά αρμόδια ορίζονται τα δικαστήρια του Πειραιά…», φέρεται δε ότι οι επίδικες συναλλαγματικές εκδόθηκαν μετά τη σύνταξη του ιδιωτικού αυτού συμφωνητικού και στα πλαίσια της σύμβασης αυτής, ως μέρος της συνολικής ρυθμίσεως των σχέσεων των διαδίκων εξ’ αυτής, αποτελώντας, κατά τη δικονομική σύμβαση, μέρος της δι` αυτής ρυθμιζόμενης διαφοράς, ως εκ της ευρύτητας των χρησιμοποιηθέντων όρων («…οποιαδήποτε διαφορά, δίκη…που απορρέει από την παρούσα σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων και …εκείνων που αφορούν αξιόγραφα, που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν σε εκτέλεση των παραπάνω ή θα εκδίδονται στο μέλλον στα πλαίσια της παρούσας σύμβασης και κατ’ ακολουθία και για την εξυπηρέτηση της εμπορικής συνεργασίας των εδώ συμβαλλομένων…»), μέρος των δια της άνω ρήτρας προβλεφθείσας “διαφοράς” αυτών είναι και η προκειμένη, που αφορά την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, καθώς οι ανακόπτοντες δεν εκθέτουν ότι συνέδεε τους διαδίκους και έτερη συναλλακτική σχέση και κατά τόπο αρμόδιο Δικαστήριο για την έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση τις ένδικες συναλλαγματικές και τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, είναι ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε ως μη νόμιμο, τον ως άνω λόγο της ανακοπής, με τον οποίο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, ως εκδοθείσα από αναρμόδιο κατά τόπο Δικαστή, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει, καθ’ όλα του τα σκέλη, να απορριφθεί ως  αβάσιμος.

Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 33 έως 36, που περιλαμβάνονται στο Ε’ κεφάλαιο, περί λήξεως, του Ν. 5325/1932 προκύπτει ότι, οι τρόποι λήξεως της συναλλαγματικής είναι οι εξής: α) «εν όψει», β) μετά προθεσμία από της όψεως, γ) μετά προθεσμία από τη χρονολογία και δ) σε ρητή ημέρα, ενώ η συναλλαγματική, που δεν φέρει ημερομηνία λήξεως, θεωρείται πληρωτέα «εν όψει» (βλ. άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 5325/1932). Κατά το άρθρο 33 τελευτ. εδάφιο, η συναλλαγματική, που αναγράφει άλλον τρόπο λήξεως ή λήξεις διαδοχικές, είναι άκυρη (προηγ. § 21 ΙΙ 2) (βλ. σχετ. Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, Δίκαιο Αξιογράφων, 7η έκδ., 2013, παρ. 50, σελ. 201 επ., ΕφΠειρ 357/2005 Δημ. Νόμος). Η συναλλαγματική «εν όψει» λήγει αμέσως, δηλαδή με την εμφάνισή της στον πληρωτή ή, όταν αυτή φέρει τη ρήτρα περί πληρωμής σε κατάστημα τραπέζης, με την εμφάνισή της στο εν λόγω τραπεζικό κατάστημα (βλ. άρθρο 27 του ν.5325/1932). Στη συναλλαγματική όψεως η λήξη ταυτίζεται με το χρόνο πληρωμής της. Η λήξη της συναλλαγματικής όψεως, ως προς τον αποδέκτη, επέρχεται από και δια της εμφανίσεως της γενομένης αποδεκτής συναλλαγματικής προς πληρωμή, η οποία, όμως, όταν ο εκδότης της συναλλαγματικής δεν έχει ορίσει μικρότερη ή μεγαλύτερη προθεσμία, πρέπει να γίνει μέσα σε ένα έτος από τη χρονολογία της έκδοσής της. Έτσι ο εκδότης μπορεί να σημειώσει πάνω στη συναλλαγματική τη φράση, όπως «εν όψει για 5 έτη», που σημαίνει ότι μέσα στο χρονικό αυτό διάστημα των 5 ετών, που αρχίζει από την επομένη της έκδοσης της συναλλαγματικής (άρθρο 241 παρ. 1 του Α.Κ.), ο κομιστής είναι ελεύθερος να εμφανίσει τη συναλλαγματική προς πληρωμή, όποτε αυτός κρίνει σκόπιμο (Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, ό.π., σελ. 201 επ., ΕφΠειρ357/2005 ό.π.). Σύμφωνα δε με το άρθρο 36 παρ. 1 εδ. α του ν.5325/1932 «η λήξις συναλλαγματικής εκδοθείσης επί προθεσμία ενός ή πλειόνων μηνών από της χρονολογίας ή από της όψεως επέρχεται κατά την αντίστοιχον χρονολογίαν του μηνός, κατά τον οποίο η πληρωμή δέον να γίνη» (I. Μάρκου, Δίκαιο συναλλαγματικής, 2010, σελ. 319 επ.). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 1 του Ν. 5325/1932 ο τριτεγγυητής ενέχεται καθ’ ον τρόπον και ο υπέρ ου η τριτεγγύηση και έτσι ο τριτεγγυητής του αποδέκτη ευθύνεται εις ολόκληρον από τη συναλλαγματική, όπως και ο αποδέκτης (I. Μάρκου, Δίκαιο Συναλλαγματικής, 2011, σελ. 308, ΜονΕφΠειρ 85/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ). Στην προκειμένη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι ανακόπτοντες και ήδη εκκαλούντες, παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονται, ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ακύρως εκδόθηκε σε βάρος τους, διότι η καθ’ ης η ανακοπή επικαλέστηκε και ο Δικαστής, που εξέδωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, δέχθηκε ότι οι ανωτέρω τρεις (3) συναλλαγματικές εκδόθηκαν με προθεσμία προς εμφάνιση δεκατεσσάρων (14) ετών από την έκδοσή τους, ήτοι ότι επρόκειτο για συναλλαγματικές όψεως, με προθεσμία εμφάνισης αυτών προς πληρωμή μεγαλύτερη του έτους και δη δεκατεσσάρων (14) ετών από την έκδοσή τους, πλην, όμως, στο σώμα εκάστης εκ των επιδίκων συναλλαγματικών αναγράφονται τα ακόλουθα «πληρώσατε εντός προθεσμίας 14 ετών από την ημερομηνία εκδόσεώς της, με την παρούσα συναλλαγματική σε διαταγή της ανωνύμου εταιρείας με την επωνυμία ……….. το ποσό των …», ήτοι είχε τεθεί προθεσμία πληρωμής αυτών δεκατεσσάρων (14) έτη από την έκδοσή τους, η οποία (προθεσμία) δεν έχει ακόμη λήξει και ότι, επομένως, η απαίτηση της καθ’ ης η ανακοπή δεν ήταν ληξιπρόθεσμη κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και δεν μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για τις ένδικες συναλλαγματικές. Ο λόγος αυτός είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, διότι, σύμφωνα με το επικαλούμενο, με το δεύτερο λόγο ανακοπής, κείμενο των τριών (3) επίδικων συναλλαγματικών, πρόκειται για συναλλαγματικές όψεως, οι οποίες έπρεπε να εμφανιστούν προς πληρωμή εντός προθεσμίας 14 ετών από την έκδοσή τους, και δεν επρόκειτο για συναλλαγματικές πληρωτέες μετά την πάροδο δεκατεσσάρων (14) ετών από την έκδοσή τους (βλ. σχετ. Αλ. Κιάντου – Παμπούκη, ό.π. σ. 201 επ.), όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες, ευθυνομένων, συνεπώς, εις ολόκληρον της μεν πρώτης των ανακοπτόντων, ως αποδέκτριας των επίδικων συναλλαγματικών, για την πληρωμή τους, με μόνη την αποδοχή τους, ευθέως, του δε δευτέρου εξ αυτών, ως τριτεγγυητή, ενεχομένου καθ’ ον τρόπον και η υπέρ ης η τριτεγγύηση, ήτοι εις ολόκληρον μετά της αποδέκτριας αυτών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως  αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη δε του άρθρ. 140 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δεν συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούλησή του, έχει το δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, ουσιώδης δε κατά τη διάταξη τον άρθρ. 141 του ίδιου Κώδικα είναι η πλάνη, όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε, αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επιχειρούσε την κατάρτισή της. Πλάνη, επομένως, είναι η εσφαλμένη γνώση της απαιτούμενης για τον προσδιορισμό της βούλησης του δηλούντος πραγματικής κατάστασης, προς την πλάνη δε με την παραπάνω έννοια εξομοιώνεται και η έλλειψη γνώσης (άγνοια) της πραγματικής κατάστασης, όταν δεν είναι συνειδητή εκ μέρους του δηλούντος. Η πλάνη αυτή μπορεί να αφορά ακόμη και στο περιεχόμενο της δήλωσης, έστω και αν έχει σχέση με το δίκαιο, δηλαδή με το είδος της δικαιοπραξίας ή τη νομική ενέργεια κάποιου όρου ή με τις έννομες συνέπειες της δήλωσης (ΑΠ 745/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ, ΑΠ 1431/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 406/2019Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 993/2014 Δημ. Νόμος,ΑΠ 725/2014, ΑΠ 1655/2012). Από δε τις διατάξεις των άρθρων 154 και 155 ΑΚ, που ορίζουν αντίστοιχα ότι «Η ακύρωση δικαιοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής επέρχεται με δικαστική απόφαση, την ακύρωση έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν μόνον αυτός που πλανήθηκε ή απατήθηκε ή απειλήθηκε και οι κληρονόμοι τους» και ότι «Η αγωγή για ακύρωση απευθύνεται κατά του άλλου συμβαλλόμενου, αν πρόκειται για μονομερή δικαιοπραξία, απευθύνεται κατά εκείνου, που αντλεί άμεσα από αυτήν έννομο συμφέρον», συνάγονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: α) Η ακύρωση επέρχεται με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, η οποία ισχύει αναδρομικά και αναπτύσσει συνέπειες erga omnes. Μέχρι τότε η ακυρώσιμη δικαιοπραξία αναπτύσσει πλήρη νομική ενέργεια και μόνο μετά την απαγγελλόμενη με, όπως προαναφέρθηκε, τελεσίδικη δικαστική απόφαση ακύρωσή της εξομοιώνεται με την εξαρχής άκυρη λογιζόμενη ως μη γενόμενη. Μάλιστα, ακόμη και στην περίπτωση, που η ακύρωση ακυρώσιμης δικαιοπραξίας ασκείται με ένσταση, απλή επίκληση της ακυρωσίας της δικαιοπραξίας, χωρίς ταυτόχρονη άσκηση του δικαιώματος ακύρωσης, δεν αρκεί και έτσι δεν μπορεί καν να εξετασθεί παρεμπιπτόντως ως απλή ακυρωσία (δυνατότητα ακύρωσης), εφόσον η ακύρωση, κατά τα ανωτέρω, απαγγέλλεται με δικαστική απόφαση, β) Ενάγοντες, κατά τη διάταξη του άρθρου 154 εδ. β ΑΚ, μπορούν να είναι μόνον αυτός που πλανήθηκε, απατήθηκε ή απειλήθηκε, ενώ, σχετικά με τα πρόσωπα εναντίον των οποίων ζητείται η ακύρωση, η ΑΚ 155 διακρίνει ανάμεσα σε συμβάσεις και μονομερείς δικαιοπραξίες και έτσι, όταν η ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι σύμβαση, εναγόμενος είναι ο αντισυμβαλλόμενος του πλανηθέντος, απατηθέντος ή απειληθέντος και οι κληρονόμοι του, όταν η ακυρώσιμη δικαιοπραξία είναι μονομερής απευθυντέα, εναγόμενος είναι ο λήπτης της δήλωσης και, σε περίπτωση που είναι μη απευθυντέα, εναγόμενος είναι αυτός που αντλεί άμεσα έννομο συμφέρον από τη δικαιοπραξία (ΑΠ 745/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1283/2018 Δημ. Νόμος). Η πλάνη, ως λόγος ακυρώσιμου της δικαιοπραξίας, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να προταθεί όχι μόνο με αγωγή, αλλά και με ένσταση, αν ο πλανηθείς ενάγεται από το δανειστή για την εκπλήρωση των αξιώσεων, που απορρέουν από την δικαιοπραξία (ΑΠ 1431/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 148/1993). Έτσι, μπορεί να θεμελιώσει λόγο ανακοπής για ακύρωση διαταγής πληρωμής χρηματικού ποσού, το οποίο φέρεται στη διαταγή αυτή ως οφειλόμενο από δικαιοπραξία (ΑΠ 1431/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 406/2019, ΑΠ 1283/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2017Δημ. Νόμος, ΑΠ 1096/2006 Δημ. Νόμος), καθώς ο λόγος αυτός ανακοπής πλήττει τη δικαιοπραξία αυτή ως προϊόν πλάνης εις βάρος του ανακόπτοντος. Στην περίπτωση αυτή το αίτημα της ανακοπής για ακύρωση της διαταγής πληρωμής ενέχει και αίτημα ενστάσεως περί ακυρώσεως της δικαιοπραξίας ως προϊόντος πλάνης, σύμφωνα με το λόγο (της ανακοπής), που αποτελεί τη βάση της ενστάσεως, αφού, σε τέτοια περίπτωση, ζητείται πραγματικά και η ακύρωση της δικαιοπραξίας με την έννοια των άρθρων 140, 141 και 154 εδ. β` του Α.Κ., κατά την οποία η ενάσκηση του διαδικαστικού δικαιώματος για πρόκληση της δικαστικής ακυρώσεως δικαιοπραξίας δεν προϋποθέτει λεκτική τυπικότητα, αλλά σαφή μόνον εκδήλωση αντίστοιχης βουλήσεως (ΑΠ 1283/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1096/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 77/1991). Εξάλλου κατά το άρθρο 143 ΑΚ δεν είναι ουσιώδης η πλάνη, που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης και δεν επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας, εκτός αν τα παραγωγικά αυτά αίτια συζητήθηκαν πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν τη βάση της προϋπόθεσης αυτής, κατά τη θέληση αμφοτέρων των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, κατά τα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, οπότε η πλάνη ως προς τα αίτια αυτά είναι ουσιώδης και μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, επειδή τα περιστατικά επί των οποίων τα μέρη κυρίως στήριξαν την κατάρτιση της σύμβασης (δικαιοπρακτικό θεμέλιο) δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων ανετράπησαν (ΟλΑΠ 35/1998, ΟλΑΠ 5/1990, ΑΠ 745/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 576/2017, ΑΠ 993/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 80/2007). Η παροχή δικαιώματος ακύρωσης της δικαιοπραξίας, κατά τα άρθρα 140 επ. ΑΚ, οδηγεί σε αδυναμία εφαρμογής της θεωρίας της έλλειψης του δικαιοπρακτικού θεμελίου λόγω της ύπαρξης των ειδικότερων διατάξεων. Η αρχική έλλειψη του δικαιοπρακτικού θεμελίου ως αιτία ακύρωσης της σύμβασης αφορά προεχόντως στην περίπτωση, που τα δύο μέρη σχημάτισαν δικαιοπρακτική βούληση βάσει περιστατικού, του οποίου η ύπαρξη ή η επέλευση αποτέλεσε αμφιμερώς σιωπηρή προϋπόθεση ισχύος της δικαιοπραξίας, ή την περίπτωση έστω, που το ένα μόνο μέρος απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στη συνδρομή ορισμένου περιστατικού, στηρίζοντας σε αυτό τη δικαιοπρακτική του βούληση και τούτο μπορούσε να διαγνωσθεί από το άλλο μέρος βάσει του συνόλου των συνθηκών. Το δικαιοπρακτικό θεμέλιο, δηλαδή, τυγχάνει το σύνολο των πραγματικών συνθηκών, που τα μέρη θεωρούσαν ότι υπάρχουν ή πρόκειται να επέλθουν οπωσδήποτε στο μέλλον και στις οποίες (συνθήκες) στήριξαν τη δικαιοπραξία, μολονότι δεν τις περιέλαβαν ρητά στο περιεχόμενό της (βλ. σχετ. ΑΠ 745/2020 Δημ. Νόμος). Με το άρθρο δε 388 ΑΚ ορίζεται ότι “Αν τα περιστατικά στα οποία, κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη αμφοτεροβαρούς σύμβασης, μεταβλήθηκαν ύστερα, από λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, και από τη μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη, ενόψει και της αντιπαροχής, έγινε υπέρμετρα επαχθής, το δικαστήριο μπορεί κατά την κρίση του με αίτηση του οφειλέτη να την αναγάγει στο μέτρο, που αρμόζει, και να αποφασίσει τη λύση της σύμβασης εξολοκλήρου ή κατά το μέρος που δεν εκτελέστηκε ακόμη…”. Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί ειδική εφαρμογή στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, που καθιερώνονται με τα άρθρα 200 και 288 του Α.Κ., διασπάται εν μέρει η γενικότερη αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων και της υποχρεωτικής εκτελέσεως αυτών και καθιερώνεται κανόνας αναγκαστικού δικαίου, από τον οποίο είναι άκυρη κάθε εκ των προτέρων γενική παραίτηση του οφειλέτη, συντελούμενη είτε ρητώς, με την καταχώρηση στερεότυπης περί παραιτήσεως ρήτρας στη σύμβαση, είτε σιωπηρώς, με την αποδοχή συμβατικών όρων, που έχουν την έννοια αυτή. Δεν αποτελεί, όμως, παραίτηση του οφειλέτη από την παρεχομένη σε αυτόν με το άρθρο 388 του Α.Κ. προστασία η πλαισίωση της αμφοτεροβαρούς σύμβασης με ειδική συμφωνία, με την οποία προβλέπεται ειδικώς η επέλευση μελλοντικής συγκεκριμένης μεταβολής, δυνάμενης να επέλθει από συγκεκριμένους λόγους και συνομολογείται η ανάληψη από κάποιο συμβαλλόμενο του κινδύνου από τη μεταβολή αυτή, διότι αληθώς με την ειδική αυτή συμφωνία, που κατατείνει στον τονισμό της αστικής ευθύνης του οφειλέτη και δεν αντίκειται στην καλή πίστη, αίρεται το απρόβλεπτο ως απαραίτητη προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ και παρέχεται στον οφειλέτη η δυνατότητα έγκαιρης κάλυψής του έναντι συγκεκριμένου μελλοντικού κινδύνου (ΟλΑΠ 350/1985, ΑΠ 745/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1225/2015).Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 157 Α.Κ., το δικαίωμα για ακύρωση αδικοπραξίας λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής (άρθρα 140 επ. Α.Κ.) αποσβήνεται με την παρέλευση δύο ετών από την επομένη ημέρα της κατάρτισης της δικαιοπραξίας (άρθρο 241 παρ. 1 του Α.Κ.). Στην περίπτωση, όμως, που η πλάνη, η απάτη ή η απειλή εξακολούθησαν και μετά τη δικαιοπραξία, η εν λόγω αποσβεστική προθεσμία των δύο ετών αρχίζει από την επομένη ημέρα αφότου πέρασε η κατάσταση, που ήταν η δημιουργός της ελαττωματικής βούλησης του συμβαλλομένου, δηλαδή από την αποκάλυψη της πλάνης ή απάτης ή από την παύση της απειλής. Σε καμιά περίπτωση δεν επιτρέπεται ακύρωση όταν περάσουν είκοσι χρόνια από τη δικαιοπραξία. Κατά το άρθρο δε 280 του Α.Κ., το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως αποσβεστική προθεσμία, που τάσσει ο νόμος, ενώ η παραίτηση από αυτήν είναι άκυρη. Από τη διάταξη του άρθρου 157 του Α.Κ. προκύπτει, ότι μετά την πάροδο διετίας -και σε κάθε περίπτωση εικοσαετίας- από τη δικαιοπραξία, αποκλείεται η ακύρωση αυτής λόγω πλάνης, τόσο με αγωγή όσο και με ένσταση, αφού η προθεσμία αυτή του άρθρου 157 του Α.Κ. είναι αποσβεστική, ώστε να επέρχεται απόσβεση του διαπλαστικού δικαιώματος προς ακύρωση της δικαιοπραξίας (ΑΠ 232/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1283/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 745/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1447/2010 Δημ. Νόμος). Το αντίθετο δεν προκύπτει από το άρθρο 273 του Α.Κ., που θεσπίζει το απαράγραπτο των ενστάσεων, διότι η διάταξη αυτή ισχύει επί παραγραφής και δεν μπορεί να γίνει ανάλογη εφαρμογή της και επί αποσβεστικής προθεσμίας κατά το άρθρο 279 του ΑΚ, αφού δεν συμβιβάζεται με τη φύση και το σκοπό αυτής, που είναι η ταχύτερη δυνατή άρση της αβεβαιότητας περί το κύρος της δικαιοπραξίας. Ανεξάρτητα από αυτό, η ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 273 του Α.Κ. αποκλείεται επί αποσβεστικής προθεσμίας σε κάθε περίπτωση, γιατί η παραγραφή αφορά πάντοτε τις αξιώσεις υποστατού δικαιώματος και οι ενστάσεις από τις αξιώσεις αυτές δεν παραγράφονται, με την έννοια ότι μπορούν να προβληθούν και μετά την παραγραφή των αξιώσεων, ενώ με την παρέλευση της αποσβεστικής προθεσμίας παύει να υπάρχει το διαπλαστικό δικαίωμα προς ακύρωση της δικαιοπραξίας, ώστε να μη νοείται πλέον η ύπαρξη αξιώσεως και πολύ περισσότερο ενστάσεως, που να πηγάζει από μη υποστατό δικαίωμα (ΑΠ 1447/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1408/1980). Έτσι, το δικαστήριο, εφόσον από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει η πάροδος της τασσομένης από το νόμο προθεσμίας, χωρίς αίτηση ή ένσταση του εναγομένου, απορρίπτει την αγωγή, που στηρίζεται στο δικαίωμα, το οποίο έχει αποσβεστεί (ΑΠ 232/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1283/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 745/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1447/2010 Δημ. Νόμος).

Εξάλλου, λόγο ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της συμπεριφοράς του εκδότη συναλλαγματικής προς τη διάταξη του άρθρου 281 του Α.Κ. (ΑΠ 1/2017 Δημ. Νόμος, Α.Π.889/2003 Δημ. Νόμος). Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά, εκτός των άλλων, όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε από την άσκησή του και η πραγματική κατάσταση, που διαμορφώθηκε, κατά το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε μέχρι τότε, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο και μάλιστα ευλόγως η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου για μακρό χρονικό διάστημα και πάντως μικρότερο απ` αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και ευρισκόμενες σε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τους, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει στην ανατροπή της κατάστασης, που έχει διαμορφωθεί υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και έχει διατηρηθεί για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των διαγραφομένων από την ανωτέρω διάταξη ορίων. Δεν είναι πάντως απαραίτητο η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της διαμορφωμένης αυτής κατάστασης να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες συνέπειες στον οφειλέτη, αλλά αρκεί να έχει απλώς δυσμενείς (Ολ ΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 10/2012, ΟλΑΠ 7/2002 Δημ. Νόμος, ΑΠ 999/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 92/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 70/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1248/2018, ΑΠ 909/2017, ΑΠ 1/2017 ό.π., ΑΠ 993/2014 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, μεταξύ των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ένστασης είναι και η επίκληση της ύπαρξης δικαιώματος, καθόσον μόνον υπαρκτού δικαιώματος μπορεί να νοηθεί καταχρηστική άσκηση. Εάν αυτός, που προτείνει το σχετικό ισχυρισμό, αρνείται τα περιστατικά, που στηρίζουν το σχετικό δικαίωμα, δεν μπορεί να θεμελιωθεί η από το ως άνω άρθρο ένσταση, αφού μόνον υπαρκτό δικαίωμα είναι λογικώς δυνατό να ασκηθεί, ώστε να νοείται καταχρηστική άσκησή του (Ολ ΑΠ 17/1995, ΑΠ 999/2019 ό.π., ΜονΕφΔωδ 203/2019 Δημ. Νόμος).

Κατά το άρθρο δε 520 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά τα άρθρα 118 έως 120 του ίδιου κώδικα και τους λόγους της έφεσης. Οι λόγοι της έφεσης συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης απόφασης, που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου. Τα σφάλματα του δικαστηρίου είναι δυνατό να ανάγονται είτε στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου είτε στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται όταν αναφέρεται στο εφετήριο ότι εξαιτίας αυτής οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το εφετείο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, με βάση την καθολική αυτή επανεκτίμηση και όχι με βάση τα συνδεόμενα με αυτήν μερικότερα παράπονα του εκκαλούντος (ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος). Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης, που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (Ολ ΑΠ 1/2016, Ολ ΑΠ 2/2013, Ολ ΑΠ 7/2006, ΑΠ 997/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, αντιφατικές αιτιολογίες έχει η απόφαση, όταν τα πραγματικά περιστατικά, που αναγράφονται σε αυτήν και στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμα της για κρίσιμο ζήτημα, δηλαδή για ζήτημα αναφορικά με ισχυρισμό των διαδίκων, που τείνει στη θεμελίωση ή κατάλυση του επιδίκου δικαιώματος, συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της απόφασης για την υπαγωγή ή μη της συγκεκριμένης ατομικής περίπτωσης στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περίπτωσης. Αντίστοιχα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, είτε είναι κατά νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου, που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι, όμως, όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (Ολ ΑΠ 15/2006, ΑΠ 997/2017 ό.π.). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα επιχειρήματα δε του δικαστηρίου, που σχετίζονται με την εκτίμηση των αποδείξεων δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν “αιτιολογία”, ώστε στο πλαίσιο της διάταξης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ να επιδέχονται μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια. Ούτε εξ άλλου ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναίρεσης του αριθμού 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων (ΑΠ 997/2017 ό.π., ΑΠ 1420/2013, ΑΠ 1703/2009, ΑΠ 1202/2008, ΑΠ 520/1995). Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Η αοριστία του εφετηρίου δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, έστω και της ιδίας δίκης. Οι αόριστοι λόγοι της έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου(ΑΠ 1396/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 19/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1163/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 755/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 431/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Το Εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιορισθεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων, που διατυπώνονται με τους λόγους της έφεσης ή τους πρόσθετους λόγους, και των ισχυρισμών, που, ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών, προβάλλει, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1 του ΚΠολΔ, ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο, για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα, που διατυπώνονται με τους λόγους έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ένστασης (ΑΠ 224/2016 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 526 του ΚΠολΔ «Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ 539/2019 ό.π.). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 ΚΠολΔ, συνάγεται, περαιτέρω, ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση, που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου, σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικανικής πιο πάνω αξίωσης με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (βλ. ΑΠ 1867/2017, ΑΠ 821/2010, Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 539/2019 Δημ. Νόμος). «Κεφάλαιο» δε θεωρείται η αυτοτελής αίτηση δικαστικής προστασίας, που δημιουργεί χωριστό αντικείμενο δίκης (στο πλαίσιο της ίδιας διαφοράς) και εκκρεμοδικίας και για την οποία (αίτηση) εκδόθηκε χωριστή διάταξη της απόφασης (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 579/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017, ΑΠ 2185/2013, ΑΠ 842/2010, ΑΠ 132/2004). Η έλλειψη μείζονος πρότασης στην απόφαση ή οι εσφαλμένες κρίσεις του δικαστηρίου σ` αυτή ως προς την έννοια διάταξης ουσιαστικού δικαίου δεν αρκούν από μόνες τους για να ιδρύσουν το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ, αν κατά τα λοιπά δεν συνέχονται με την ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου, αφού το διατακτικό της απόφασης δεν στηρίζεται στις νομικές αναλύσεις του δικαστηρίου, αλλά στις ουσιαστικές παραδοχές του, που διατυπώνονται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού του. Επίσης, δεν δημιουργείται ο λόγος αυτός αναίρεσης, όταν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει εσφαλμένη μνεία άλλης νομικής διατάξεως και όχι της εφαρμοστέας (ΑΠ 78/2020 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 1396/2019 ό.π., ΑΠ 1290/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 ό.π., ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 487/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 501/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 235/2014 Δημ. Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες με τον τρίτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του δεύτερου πρόσθετου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίζονται, ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ακύρως εκδόθηκε σε βάρος τους, διότι προέβησαν στη σύναψη του από 9-11-­2011 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης υπό την προϋπόθεση και διαβεβαίωση των εκπροσώπων της καθ’ ης η ανακοπή ότι αυτή είχε αναλάβει, μέσω δικού της μηχανικού, και θα εξασφάλιζε την έκδοση άδειας λειτουργίας του πρατηρίου, ότι αυτοί δε θα συνεργάζονταν με την καθ’ ης η ανακοπή εάν γνώριζαν ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί νόμιμη άδεια λειτουργίας του πρατηρίου, ότι η καθ’ ης η ανακοπή γνώριζε ότι το κτίριο του πρατηρίου δεν ήταν κατάλληλο για την έκδοση άδειας λειτουργίας, γιατί, όπως αυτοί (οι ανακόπτοντες) ενημερώθηκαν εκ των υστέρων, το πρατήριο δε διέθετε νόμιμη άδεια λειτουργίας και κατά την προγενέστερη λειτουργία του, χωρίς, όμως, να τους ενημερώσει η καθ’ ης η ανακοπή για το ζήτημα αυτό, ότι τελικά η καθ’ ης η ανακοπή δεν εξασφάλισε άδεια λειτουργίας του πρατηρίου, το οποίο λειτούργησε χωρίς άδεια, γιατί, όπως πληροφορήθηκαν, η Πυροσβεστική δεν έδινε την απαιτούμενη έγκριση, καθόσον το κτίριο διέθετε ένα πατάρι, το οποίο έπρεπε να κλείσει εντελώς και να αφαιρεθεί η σκάλα, που οδηγούσε σε αυτό, ότι, αν και αυτοί ζήτησαν από την καθ’ ης η ανακοπή το φάκελο για να φροντίσουν το ζήτημα αυτό, αυτή τους το αρνήθηκε κατηγορηματικά και ότι η ένδικη διαταγή πληρωμής θα πρέπει να ακυρωθεί, λόγω της ελαττωματικότητας της υποκείμενης σχέσης με την καθ’ ης η ανακοπή, 1) εξαιτίας της πλάνης τους ως προς τα παραγωγικά αίτια της σύμβασης, που τέθηκαν ως δικαιοπρακτικό θεμέλιο (διαβεβαίωση εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή κατά τα ανωτέρω πριν από τη σύναψη του ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης), 2) εξαιτίας της αιτίας, που δεν επακολούθησε (μη έκδοση άδειας λειτουργίας του πρατηρίου εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή) και 3) επειδή το δικαίωμα της καθ’ ης η ανακοπή ασκείται καταχρηστικά. Ο λόγος αυτός ανακοπής είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι τα επικαλούμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά, ως προς τα παραγωγικά αίτια της βούλησης, και αληθή υποτιθέμενα, δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση της από 9-11-2011 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης, καθόσον έχουν παρέλθει δύο έτη από τον αναφερόμενο στο λόγο αυτό χρόνο σύναψης της ένδικης σύμβασης, μέχρι την κατάθεση, στις 26/9/2017, στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με ιδιαίτερο δικόγραφο των πρόσθετων αυτών λόγων, με το οποίο και αιτούνται το πρώτον την ακύρωση της ως άνω σύμβασης και την αυθημερόν επίδοσή τους στην καθ’ ης η ανακοπή (βλ. σχετ. τη με αριθμ. …. Ε/26-9-2017 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………….), οπότε επήλθε απόσβεση του δικαιώματος για ακύρωση σύμφωνα με το άρθρο 157 του Α.Κ.. Η εν λόγω προθεσμία αφετεριάζεται κατά την ημέρα που επιχειρείται η φερόμενη ως ακυρώσιμη δικαιοπραξία και πάντως κατά την ημέρα της γνώσης του ελαττώματος από μέρος του πλανηθέντος ή εξαπατηθέντος (ΑΠ 745/2020 ό.π.). Η ως άνω διετής αποσβεστική προθεσμία έχει παρέλθει, ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι οι ανακόπτοντες έλαβαν γνώση της πλάνης τους μεταγενέστερα, ήτοι σε κάθε περίπτωση, κατά το χρόνο εμφάνισης των ένδικων συναλλαγματικών προς πληρωμή, στις 5/6/2015, στην πρώτη ανακόπτουσα και στις 29/5/2015 στο δεύτερο ανακόπτοντα, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, καθώς μέχρι την κατάθεση και επίδοση των πρόσθετων λόγων ανακοπής, στις 26/9/2017, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Η αποσβεστική δε προθεσμία λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη από το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 280 του Α.Κ (βλ. σχετ. ΑΠ 232/2020 ό.π., ΑΠ 1283/2018 ό.π., 745/2017 ό.π.).Εξάλλου, κατά το άρθρο 143 ΑΚ, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν είναι ουσιώδης η πλάνη, που αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, και δεν επιφέρει ακύρωση της δικαιοπραξίας, εκτός αν τα παραγωγικά αυτά αίτια, συζητήθηκαν, πριν από την κατάρτιση της δικαιοπραξίας και αποτέλεσαν τη βάση της προϋπόθεσης αυτής, κατά τη θέληση αμφοτέρων των μερών, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη κατά τα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, οπότε η πλάνη ως προς τα αίτια αυτά είναι ουσιώδης και μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, επειδή τα περιστατικά, επί των οποίων τα μέρη κυρίως στήριξαν την κατάρτιση της σύμβασης (δικαιοπρακτικό θεμέλιο), δεν συνέτρεχαν ή εκ των υστέρων ανετράπησαν. Η παροχή δικαιώματος ακύρωσης της δικαιοπραξίας, κατά τα άρθρα 140 επ. ΑΚ, οδηγεί, όμως, σε αδυναμία εφαρμογής της θεωρίας της έλλειψης του δικαιοπρακτικού θεμελίου λόγω της ύπαρξης των ειδικότερων διατάξεων. Η αρχική έλλειψη δε του δικαιοπρακτικού θεμελίου, ως αιτία ακύρωσης της σύμβασης, αφορά προεχόντως στην περίπτωση, που τα δύο μέρη σχημάτισαν δικαιοπρακτική βούληση βάσει περιστατικού, του οποίου η ύπαρξη ή η επέλευση αποτέλεσε αμφιμερώς σιωπηρή προϋπόθεση ισχύος της δικαιοπραξίας ή την περίπτωση έστω, που το ένα μόνο μέρος απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στη συνδρομή ορισμένου περιστατικού, στηρίζοντας σε αυτό τη δικαιοπρακτική του βούληση και τούτο μπορούσε να διαγνωσθεί από το άλλο μέρος βάσει του συνόλου των συνθηκών. Το δικαιοπρακτικό θεμέλιο, δηλαδή, τυγχάνει το σύνολο των πραγματικών συνθηκών, που τα μέρη θεωρούσαν ότι υπάρχουν ή πρόκειται να επέλθουν οπωσδήποτε στο μέλλον και στις οποίες (συνθήκες) στήριξαν τη δικαιοπραξία, μολονότι δεν τις περιέλαβαν ρητά στο περιεχόμενο της. Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τα εκτιθέμενα στο λόγο αυτό ανακοπής, η καθ’ ης η ανακοπή, όχι μόνο δεν στήριξε τη βούλησή της στα ίδια με τους ανακόπτοντες ιδιαιτέρως σημαντικά περιστατικά, που εξ αρχής έλειπαν ή εκ των υστέρων έπαψαν να υφίστανται (άρθρα 288 και 388 ΑΚ), αλλά, αντιθέτως, φέρεται να παραπλάνησε τους ανακόπτοντες και δη παραπλανώντας αυτούς, προκειμένου να επιτύχουν την κατάρτιση της ένδικης σύμβασης. Με τα δεδομένα αυτά, όμως, δεν συντρέχει έδαφος εφαρμογής της θεωρίας της έλλειψης του δικαιοπρακτικού θεμελίου, λόγω της ύπαρξης των ειδικότερων διατάξεων, απορριπτομένου ως νόμω αβασίμου του αιτήματος, που εκτιμάται ότι περιέχεται στο λόγο αυτό ανακοπής περί ακύρωσης της ένδικης ως άνω συμβάσεως, στο μέτρο, που, για τη στήριξή τους, γίνεται επίκληση (πέραν της ουσιώδους πλάνης) της θεωρίας της έλλειψης ή ανατροπής του δικαιοπρακτικού θεμελίου (ΑΠ 745/2020 ό.π.). Από τα εκτιθέμενα στο λόγο αυτό ανακοπής, η επικαλούμενη ανατροπή του δικαιοπρακτικού θεμελίου, στο οποίο οι συμβαλλόμενοι στήριξαν την κατάρτιση της επίδικης αμφοτεροβαρούς σύμβασης, προήλθε από τη βούληση της καθ’ ης η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης και όχι από εξωτερικά περιστατικά και μάλιστα απρόβλεπτα, που να επιφέρουν δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής (ΑΠ 745/2020 ό.π.). Επομένως, ελλείπει η απαραίτητη προϋπόθεση, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, εφαρμογής της ουσιαστικής διάταξης του άρθρου 388 ΑΚ και η βάση του δεύτερου πρόσθετου λόγου ανακοπής, κατά το σκέλος αυτό, αποβαίνει μη νόμιμη, ως τέτοια δε απορρίφθηκε και με την προσβαλλόμενη απόφαση. Περαιτέρω, καθ’ ο μέρος ο δεύτερος πρόσθετος λόγος ανακοπής επιχειρείται να θεμελιωθεί στο άρθρο 281 του Α.Κ., είναι μη νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι τα εκτιθέμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά, που έχουν προαναφερθεί, και αληθή υποτιθέμενα, δεν περιάγουν την άσκηση του παραπάνω δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή σε προφανή αντίθεση με την καλή πίστη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό αυτού και, συνεπώς, δεν ήταν ικανά να θεμελιώσουν κατά νόμο λόγο για έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής εκ μέρους της εφεσίβλητης σε βάρος της, κατά κατάχρηση δικαιώματος, ανεξαρτήτως δε της μη ύπαρξης άδειας για τη λειτουργία του πρατηρίου, κατά τα εκτιθέμενα από τους ανακόπτοντες, αυτό λειτούργησε (βλ. σχετ. 4η σελ. του δικογράφου των πρόσθετων λόγων ανακοπής). Εξάλλου, μεταξύ των προϋποθέσεων για τη θεμελίωση της από την ανωτέρω διάταξη ένστασης είναι, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και η επίκληση της ύπαρξης δικαιώματος, καθόσον μόνον υπαρκτού δικαιώματος μπορεί να νοηθεί καταχρηστική άσκηση, την ύπαρξη του οποίου, εν προκειμένω, αρνούνται οι ανακόπτοντες. ΄Αλλωστε, η απόφαση της καθ’ ης η ανακοπή να εμφανίσει τις επίδικες συναλλαγματικές προς πληρωμή στην πρώτη ανακόπτουσα και να επιδιώξει την ικανοποίηση των αξιώσεών της από αυτήν, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αποτελεί δικαίωμά της συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας μόνο αυτή μπορεί να αποφασίσει, έστω και αν η άσκηση του δικαιώματος αυτού επιφέρει βλάβη στους ανακόπτοντες. Παράλληλα η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική από το γεγονός και μόνο ότι επιφέρει επιβλαβή αποτελέσματα για τους υπόχρεους ανακόπτοντες αποδέκτη και τριτεγγυητή (ΑΠ 1137/2019 ό.π., ΑΠ 999/2019 ό.π.). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 374, 378 Α.Κ., συνάγεται ότι, με την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, η οποία αποτελεί εκδήλωση της αλληλεξάρτησης των παροχών επί αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, καθιερώνεται από το νομοθέτη η αρχή της ταυτόχρονης εκπληρώσεως παροχής και αντιπαροχής. Πρόκειται για γνήσια αναβλητική ένσταση, η οποία προβάλλεται όταν ο ενάγων δεν εκπληρώνει τις εκ της συμβάσεως υποχρεώσεις του στο σύνολό τους, δηλαδή τόσο τις κύριες, όσο και τις παρεπόμενες, η δε προβολή της δεν συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής, αλλά την καταδίκη του εναγομένου υπό τον όρο της ταυτόχρονης εκ μέρους του αντιδίκου του εκπληρώσεως της βαρύνουσας αυτόν αντιπαροχής. Η Α.Κ. 374 δεν εφαρμόζεται, εάν ο οφειλέτης υποχρεούται, κατ’ εξαίρεση, να εκπληρώσει πρώτος την παροχή του. Η υποχρέωση αυτή δυνατόν να προκύπτει από το νόμο ή από τη σύμβαση (βλ. σχετ. ΑΠ 442/2018 Δημ. Νόμος). Από τις διατάξεις δε των άρθρων 632 και 585 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι α) το δικόγραφο της ανακοπής και των προσθέτων λόγων αυτής πρέπει να περιέχει, πλην άλλων, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή σαφείς και ορισμένες αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος και β) νέοι λόγοι, μη περιεχόμενοι στο δικόγραφο της ανακοπής ή των προσθέτων λόγων αυτής κρίνονται απαράδεκτοι, γιατί δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της έφεσης, η οποία ασκείται κατά της απορριπτικής απόφασης της ανακοπής ή το δικόγραφο των προσθέτων λόγων της έφεσης και αν ακόμη οι νέοι λόγοι αφορούν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ, καθόσον, έναντι των γενικών αυτών διατάξεων κατισχύει η ειδική ως άνω διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικώς το περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων αυτής (ΑΠ 99/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 111//2015, ΑΠ 1287/2012, ΑΠ 1323/2011, ΑΠ 1943/2009, ΜονΕφΑθ 252/2020 Δημ. Νόμος).Ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με τις προτάσεις ή την έφεση (ΑΠ 1/2017 ό.π., ΑΠ 339/2006). Συνιστά δε συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής, αφού και αυτοί επέχουν γενικώς θέση ιστορικής βάσης (ΑΠ 1/2017 ό.π., ΑΠ 1349/2013, ΑΠ 14/2010, ΑΠ 13/2010), κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται αυτή με άλλη (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 1/2017 ό.π., ΑΠ 1525/2013, ΑΠ 43/2011, ΑΠ 389/2010). Κατά την ίδια έννοια, όταν ο ισχυρισμός καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που αποτελεί το λόγο της ανακοπής, στηρίζεται σε περισσότερα περιστατικά, τα οποία είτε αυτοτελώς είτε συνολικά εκτιμώμενα προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ασκούμενο δικαίωμα, καθένα από αυτά αποτελεί πράγμα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1/2017 ό.π., ΑΠ 1703/2008, ΑΠ 1029/2006), γι’ αυτό και πρέπει να έχει γίνει παραδεκτή επίκληση τους στο δικαστήριο της ουσίας με την ανακοπή ή κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ τρόπο, ήτοι με τους προσθέτους λόγους αυτής. Μεταγενέστερη επίκληση αυτών, κατά τρόπο διάφορο του προαναφερόμενου, όπως με τις έγγραφες προτάσεις στο πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο ή με το δικόγραφο της έφεσης κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής, οδηγεί σε ανεπίτρεπτη συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της και οδηγεί σε απαράδεκτο (ΑΠ 1/2017 ό.π.). Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες με τον τρίτο λόγο έφεσής τους, ισχυρίζονται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εκτίμησε ορθώς το δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής τους και, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων, απέρριψε αυτόν ως αβάσιμο. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης και της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς εκτίμησε το νομικό χαρακτήρα  των εκτιθέμενων πραγματικών γεγονότων του εν λόγω ισχυρισμού, που περιέχονται στο δικόγραφο του ως άνω δεύτερου πρόσθετου λόγου ανακοπής και κατ’ ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, καθ’ όλα του τα σκέλη, ως αβάσιμο. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω δεύτερο πρόσθετο λόγο της ανακοπής ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος τρίτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Σημειώνεται ότι, οι ανακόπτοντες, με την ανωτέρω έφεσή τους και δη με τον τρίτο λόγο αυτής, προέβαλαν, για πρώτη φορά λόγους ανακοπής, που δεν είχαν προβάλλει με την από υπό κρίση ανακοπή τους και τους πρόσθετους λόγους αυτής και δη, σχετικά με το δεύτερο πρόσθετο λόγο ανακοπής τους, ισχυρίζονται ότι έπρεπε αυτός να κριθεί από την εκκαλουμένη ως νόμιμος, διότι: (ι) αν και αναφερόταν στο δικόγραφό τους στις διατάξεις των άρθρων 140 και 143 του ΑΚ περί πλάνης, εντούτοις, τα ως άνω και δι’ αυτού επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά δεν υπάγονταν στις διατάξεις αυτών, αφού σε καμία περίπτωση δεν απέδιδαν πλάνη στα παραγωγικά αίτια της βουλήσεώς τους, ήτοι εσφαλμένη εντύπωσή τους για περιστατικά, που είτε θεωρούσαν ότι υπήρχαν, χωρίς τούτο να συμβαίνει στην πραγματικότητα, είτε υπήρχαν αλλά ανετράπησαν εκ των υστέρων, «…αλλά…», όπως αναγράφουν στην έφεση, «…στις ανωτέρω αναφερόμενες ρητές διαβεβαιώσεις της εφεσιβλήτου ότι το αναφερόμενο στην παραπάνω μεταξύ τους υπογραφείσα από 9-11-2011 σύμβαση συνεργασίας πρατήριο θα λάβει στο μέλλον άδεια λειτουργίας…», ενώ γνώριζαν ότι πράγματι δεν διέθετε κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως, πράγμα, που απετέλεσε όχι απλώς δικαιοπρακτικό θεμέλιο αλλά στην πραγματικότητα ρητό όρο λειτουργίας της εν λόγω συμβάσεως, ο οποίος αφού δεν τηρήθηκε υπαιτιότητι της εφεσιβλήτου, άγει σε αναδρομική ανατροπή αυτής, άλλως σε νομότυπη εκ μέρους τους, όπως εκθέτουν στο δικόγραφο της έφεσης, «…άρνηση εκτελέσεως των εξ αυτής υποχρεώσεών τους, κατ’ άρθρο 374 του ΑΚ, το οποίο έρχεται, σε εφαρμογή στην περίπτωση αυτή και το οποίο ασκήσαμε στην πραγματικότητα μη καταβάλλοντας την επίδικη χρηματική αξίωση στην εφεσίβλητη που δεν είχε τηρήσει τις ως άνω υποχρεώσεις της εκ της ανωτέρω συμβάσεως,…» και «…(ιι) σε κάθε δε περίπτωση τα περιστατικά αυτά, αληθή υποτιθέμενα καθιστούσαν την επιδίωξη ολοκλήρου της εδραζομένης στην παραπάνω σύμβαση επιδίκου χρηματικής αξιώσεως της εφεσιβλήτου καταχρηστική καθ’ όσον σε περίπτωση χρήσεως ακινήτου παρά την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων, που παρακωλύουν εν μέρει τη συμφωνηθείσα χρήση, όπως εν προκειμένω, τότε ο μισθωτής, και στην προκειμένη περίπτωση η πρώτη εξ ημών, ως υπομισθώτρια του ανωτέρω πρατηρίου, εφ’ όσον έκανε χρήση αυτού, δικαιούτο τουλάχιστον μείωση του καταβλητέου προς την εφεσίβλητη, ως υπεκμισθώτρια αυτού, υπομισθώματος [χάριν καταβολής του οποίου εξεδόθησαν οι επίδικες συναλλαγματικές] και αναδοχής του χρέους του προηγουμένου πρατηριούχου Αποστόλου …………. [ως παρακαλουθηματικού της κυρίας παροχής (υπομισθώματος)] ανάλογη με το βαθμό της ελαττώσεως της χρήσεως που πήγαζε από το ελάττωμα και για όσο χρόνο διήρκεσε η κατάσταση αυτή …., την οποία [υπολειτουργία της επιχειρήσεως με καθημερινές διακοπές της λειτουργίας λόγω των συχνοτάτων ελέγχων των οικείων συνεργείων] προβάλαμε και αποδείξαμε και επομένως έπρεπε να διαγνώσει κατ’ ουσίαν και όχι να απορρίψει συλλήβδην τον ως άνω ισχυρισμό μας ως δήθεν μη νόμιμο λόγω, μόνο και μόνο, της εκ μέρους της πρώτης εξ ημών χρήσεως του πρατηρίου παρά την προεκτεθείσα έλλειψη της συμφωνηθείσης αδείας λειτουργίας, και αφ’ ετέρου δε να τον θεωρήσει και ουσία βάσιμο για τους προεκτεθέντες λόγους, ακυρώνοντας την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής καθ’ όσον: (ι) κυρίως και προεχόντως ένεκα της πράγματι μη τηρήσεως του προεκτεθέντος συμφωνηθέντος όρου περί εκδόσεως αδείας λειτουργίας του ανωτέρω πρατηρίου δικαιούμαστε και εμείς σε μη τήρηση της δικής μας παροχής, ήτοι σε μη πληρωμή του υπομισθώματος, καθώς και του ποσού της αναδοχής του χρέους του προηγούμενου πρατηριούχου ……….. και εντεύθεν των χάριν καταβολής των ποσών των οποίων [υπομισθώματος και αναδοχής] εκδοθεισών επιδίκων συναλλαγματικών, και (ιι) σε κάθε δε περίπτωση λόγω της ένεκα της ελλείψεως αδείας λειτουργίας ελαττώσεως της χρήσεως του εν λόγω πρατηρίου η εκ μέρους της εφεσιβλήτου επιδίωξη του επιδικασθέντος με την τελευταία ποσού ίσου: α) με το πλήρες υπομίσθωμα και β) με την προαναφερθείσα αναδοχή καθ’ ολοκληρίαν καθίστατο αυτομάτως ανεκκαθάριστο [καθ’ο μη νοούμενης «ενμέρει» καταχρηστικότητος κατ’ άρθρο 281 του A.K.], πράγμα που πρέπει, κατ’ αποδοχή, … και του σχετικού προσθέτου λόγου … ανακοπής, καθώς και της υπό κρίση εφέσεώς μας, να πράξει το Δικαστήριό Σας…». Οι ανωτέρω λόγοι ανακοπής (περί άρνησης εκτελέσεως των υποχρεώσεων των ανακοπτόντων, κατ’ άρθρο 374 του ΑΚ, και, σε κάθε περίπτωση, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπής, σε περίπτωση χρήσεως ακινήτου παρά την ύπαρξη πραγματικών ελαττωμάτων, που παρακωλύουν εν μέρει τη συμφωνηθείσα χρήση, δικαιουμένων σε μείωση του καταβλητέου μισθώματος) αφορούν ισχυρισμούς, που προβάλλονται για πρώτη φορά με τον τρίτο λόγο έφεσης και είναι απορριπτέοι προεχόντως ως απαράδεκτοι, κατά τα άρθρα 632 και 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς προβάλλονται το πρώτον με το δικόγραφο της έφεσης. Είναι δε απαράδεκτοι κι αν τυχόν ακόμη οι νέοι λόγοι αφορούν ισχυρισμούς, οι οποίοι αναφέρονται στα άρθρα 269 και 527 ΚΠολΔ, καθόσον, έναντι των γενικών αυτών διατάξεων κατισχύει η ειδική ως άνω διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικώς το περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων αυτής. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα σκέψη, κρίνει μόνο με βάση τους παραδεκτά προτεινόμενους ισχυρισμούς, οι οποίοι οριοθετούν δεσμευτικά το αντικείμενο της δίκης και, συνεπώς, δεν έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη τους παραπάνω ισχυρισμούς, διότι ακόμη και αν οι νέοι λόγοι ανακοπής αφορούν ισχυρισμούς, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 527 αρ. 3ΚΠολΔ, (που όμως δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση), έπρεπε να προβληθούν με πρόσθετους λόγους ανακοπής, για το λόγο ότι έναντι των γενικών διατάξεων κατισχύει η διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 ΚΠολΔ, η οποία ρυθμίζει αποκλειστικά το περιεχόμενο της ανακοπής και τον τρόπο προβολής των νέων λόγων αυτής (ΑΠ 99/2020ό.π.). Ούτε επιτρέπεται συμπλήρωση ή μεταβολή της ιστορικής βάσης των λόγων της ανακοπής με την έφεση. Συνιστά δε, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, μεταβολή της ιστορικής βάσης του δεύτερου πρόσθετου λόγου της ανακοπής, αφού και αυτός επέχει γενικώς θέση ιστορικής βάσης, κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, όπως εν προκειμένω, με τα οποία τροποποιείται ή και αντικαθίσταται αυτή με άλλη, καθώς επιχειρείται η θεμελίωση του λόγου αυτού με βάση περιστατικά πρόσθετα των όσων αναφέρονται στο δικόγραφο της ένδικης ανακοπής και των πρόσθετων λόγων αυτής (ΑΠ 1/2017 ό.π.). Κατά την ίδια έννοια, όταν ο ισχυρισμός καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που αποτελεί το λόγο της ανακοπής, στηρίζεται σε περισσότερα περιστατικά, τα οποία είτε αυτοτελώς είτε συνολικά εκτιμώμενα προσδίδουν καταχρηστικό χαρακτήρα στο ασκούμενο δικαίωμα, καθένα από αυτά αποτελεί πράγμα, που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 1/2017 ό.π., ΑΠ 1703/2008, ΑΠ 1029/2006), γι’ αυτό και πρέπει να έχει γίνει παραδεκτή επίκλησή τους στο δικαστήριο της ουσίας με την ανακοπή ή κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β ΚΠολΔ τρόπο, ήτοι με τους προσθέτους λόγους αυτής. Μεταγενέστερη επίκληση περιστατικών, για τη θεμελίωση της προβαλλόμενης καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, που δεν διαλαμβάνονται στην ένδικη ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, κατά τρόπο διάφορο του προαναφερόμενου, όπως, εν προκειμένω, με το δικόγραφο της έφεσης κατά απόφασης απορριπτικής της ανακοπής, οδηγεί σε ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης του σχετικού με την καταχρηστική άσκηση δικαιώματος λόγου της ανακοπής και οδηγεί σε απαράδεκτο, αφού επιχειρείται ανεπίτρεπτα να εμφανισθεί ως καταχρηστική η έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με βάση περιστατικά πρόσθετα των όσων αναφέρονται στο δικόγραφο της ένδικης ανακοπής(βλ. σχετ. ΑΠ 1/2017 ό.π.). Επίσης, είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος ο τρίτος λόγος έφεσης, κατά το σκέλος του, με το οποίο οι εκκαλούντες αποδίδουν στην εκκαλουμένη την πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, διότι στηρίζεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, καθώς ο δεύτερος πρόσθετος λόγος ανακοπής απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη, καθ’ όλα του τα σκέλη, ως μη νόμιμος.

Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρ. 1, 3, 9,11,15,17, 21 και 28 του Ν. 5325/1932 “περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν” προκύπτει ότι η ενοχή από συναλλαγματική είναι μεν αναιτιώδης, αφού η αιτία της έκδοσής της δεν αποτελεί στοιχείο του κύρους της και, συνεπώς, ούτε της αγωγής προς πληρωμή της, όμως, ο οφειλέτης από συναλλαγματική, όπως προπάντων είναι ο αποδέκτης της, μπορεί να επικαλεσθεί και να αποκαλύψει την εσωτερική (υποκείμενη ή βασική) σχέση, που τον συνδέει με τον εκδότη, προβάλλοντας την ένσταση ότι δεν υπάρχει αιτία για την έκδοση ή την οπισθογράφηση της συναλλαγματικής, είτε διότι αυτή ήταν εξ αρχής ανύπαρκτη, παράνομη, ανήθικη ή ελαττωματική (λχ. εικονική), είτε διότι έληξε ή δεν επακολούθησε, οπότε αν η ένστασή του αποδειχθεί, καθίσταται ανενεργός η αξίωση από τη συναλλαγματική και ο οφειλέτης ελευθερώνεται (ΑΠ 1/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 843/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 536/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1266/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 123/2008 Δημ. Νόμος,ΑΠ 903/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 896/2006 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 53/2020 Δημ. Νόμος,ΜονΕφΑιγ 50/2020 Δημ. Νόμος ΜονΕφΔωδ 203/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΛαρ 413/2018 Δημ. Νόμος), αφού διαφορετικά η πληρωμή της συναλλαγματικής θα οδηγούσε σε αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του εκδότη της συναλλαγματικής κατά τα άρθρ. 904επ. Α.Κ. (ΑΠ 1/2017 ό.π., ΑΠ 536/2015 ό.π., ΑΠ 1266/2011ό.π., ΑΠ 123/2008 ό.π., ΜονΕφΑιγ 53/2020 ό.π., ΜονΕφΑιγ 50/2020 ό.π., ΜονΕφΔωδ 203/2019 ό.π., ΜονΕφΛαρ 413/2018 ό.π.).Ο οφειλέτης δεν είναι πάντως αναγκαίο για να ελευθερωθεί να επικαλεσθεί ρητά τον προκαλούμενο από την πληρωμή της συναλλαγματικής αδικαιολόγητο σε βάρος του πλουτισμό του κομιστή της, αλλά αρκεί να αναφερθεί στα στοιχεία, που καθιστούν χωρίς νόμιμη αιτία την υποχρέωσή του και συνεπώς αχρεώστητη την πληρωμή της συναλλαγματικής (βλ. σχετ. ΑΠ 1266/2011 ό.π.). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 32 εδ. α’ και β’ του ν. 5325/1932 περί συναλλαγματικής και γραμματίου εις διαταγήν “ο τριτεγγυητής ενέχεται καθ’ όν τρόπον και ο υπέρ ου η τριτεγγύησις. Η υποχρέωσις αυτού είναι ισχυρά και όταν η ενοχή υπέρ ης τριτεγγυήθη είναι άκυρος λόγω πάσης άλλης αιτίας, εκτός ελαττώματος περί τον τύπον”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ενοχή από την τριτεγγύηση είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος της ενοχής του προσώπου υπέρ του οποίου δόθηκε η τριτεγγύηση και συνεπώς ο τριτεγγυητής συναλλαγματικής δεν μπορεί να αντιτάξει κατά του κομιστού ενστάσεις, που αφορούν το πρόσωπο υπέρ του οποίου τριτεγγυήθηκε, ή ελαττώματα της βασικής αιτιώδους σχέσεως, που οδήγησε στην αποδοχή της συναλλαγματικής, και ειδικότερα την ακυρότητα ή ανυπαρξία της κατά το ουσιαστικό δίκαιο. Όταν, όμως, η βασική σχέση, η οποία οδήγησε στην αποδοχή της συναλλαγματικής, αφορά και στο πρόσωπο του τριτεγγυητού, όπως συμβαίνει όταν ο τελευταίος ανεμείχθη στη σχέση αυτή, κατόπιν κοινής εξ αρχής συμφωνίας μεταξύ αυτού και των αποδεκτού και κομιστού, τότε, όπως συνάγεται από το συνδυασμό της προδιαληφθείσης διατάξεως του άρθρου 32 με εκείνες των άρθρων 17, 47 και 71 του ν. 5325/1932, ο τριτεγγυητής μπορεί να προτείνει κατά του συγκεκριμένου κομιστού τις ενστάσεις από τη βασική σχέση, που μπορούσε να προτείνει και ο υπέρ ου η τριτεγγύηση αποδέκτης, καθ’ οιουδήποτε δε άλλου κομιστού μπορεί να προτείνει τις ίδιες ενστάσεις, αλλά μόνον υπό τους όρους του άρθρου 17 ν. 5325/1932 (ΑΠ 1397/2015Δημ. Νόμος, ΑΠ 1325/2003 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 847 ΑΚ, με τη σύμβαση της εγγυήσεως ο εγγυητής αναλαμβάνει απέναντι στο δανειστή την ευθύνη, ότι θα καταβληθεί η οφειλή. Επομένως, περιεχόμενο της εγγυήσεως είναι η ανάληψη από τον εγγυητή της υποχρεώσεως απέναντι στο δανειστή να εκπληρώσει την παροχή του πρωτοφειλέτη, αν δεν το κάνει ο τελευταίος. Η εγγύηση είναι σύμβαση συναινετική, αφηρημένη και ετεροβαρής, με παρεπόμενο και επικουρικό χαρακτήρα, καταρτίζεται δε μεταξύ εγγυητή και δανειστή χωρίς να απαιτείται η σύμπραξη ή η συναίνεση του οφειλέτη. Με βάση τα ανωτέρω, η σύμβαση της εγγυήσεως διαφέρει από την εγγυοδοσία, δηλαδή την εξασφάλιση, που παρέχεται με μετρητά, χρεόγραφα κλπ από ένα πρόσωπο για την καλή εκπλήρωση των καθηκόντων του, ή από τον οφειλέτη ή τρίτο για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Η σύμβαση της εγγυοδοσίας αποτελεί εξασφαλιστική σύμβαση και συγκεκριμένα συνιστά αυτόνομη υπόσχεση, που ένα πρόσωπο (ο εγγυοδότης) δίνει προς τρίτο πρόσωπο (τον εγγυολήπτη), ότι θα ευθύνεται απέναντί του για την περίπτωση, που πραγματοποιηθεί κάποιος κίνδυνος, που αφορά τον εγγυολήπτη. Η διαφορά δε μεταξύ των ανωτέρω συμβάσεων συνίσταται στο ότι η ευθύνη του οφειλέτη στην περίπτωση της συμβατικής εγγυοδοσίας είναι κύρια και όχι παρεπόμενη, όπως στην εγγύηση. Έτσι, στη συμβατική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις περί εγγυήσεως και αυτή ρυθμίζεται από τους όρους της συμβάσεως, κατ` άρθρο 361 ΑΚ. Εξάλλου, η νομιμότητα της αιτίας της κυρίας σύμβασης δεν επιδρά στο κύρος της εγγυοδοτικής, όπου η ευθύνη του οφειλέτη (εγγυοδότη) έχει αυτόνομο -μη παρεπόμενο- χαρακτήρα, στην περίπτωση δε της εγγυοδοτικής σύμβασης προς εξασφάλιση απαίτησης, δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης (και άρα ο εγγυοδότης δεν έχει σχετικά την αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού), διότι η αιτία στην εγγυοδοτική σύμβαση είναι η εξασφάλιση του εγγυολήπτη με την παροχή σε αυτόν μιας πρόσθετης και ανεξάρτητης από το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης, αξίωσης. Ερευνάται μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων, που θέτει σαφώς η ίδια η εγγυοδοτική σύμβαση, για τη δυνατότητα του εγγυολήπτη να στραφεί κατά του εγγυοδότη (ΑΠ 191/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1384/2013 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑιγ 50/2020 Δημ. Νόμος). Στις συναλλαγές συμβαίνει να χρησιμοποιείται η αποδοχή συναλλαγματικής ως μέσο εξασφάλισης άλλων απαιτήσεων, που χαρακτηρίζεται από τους συμβαλλόμενους ως εγγύηση, πλην, όμως, ο χαρακτήρας της συγκεκριμένης σύμβασης θα προκύψει με βάση τα χαρακτηριστικά αυτής, σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, χωρίς προσήλωση στις χρησιμοποιούμενες από τους συμβαλλόμενους λέξεις ή φράσεις, αφού ο νομικός χαρακτηρισμός γίνεται πάντοτε από το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται να διαγνώσει την υπόθεση. Όταν η συναλλαγματική επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής, η αιτία αποδοχής της είναι νόμιμη και δεν συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό του εκδότη της (κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ) η εξασφαλιζόμενη με αυτήν απαίτηση, αν οι προϋποθέσεις, για τις οποίες δόθηκε η εγγυοδοσία, δεν πληρώθηκαν, οπότε μπορεί ο κομιστής της, ο οποίος αποκτά αξίωση από τη βασική σχέση, να την εισπράξει, χωρίς να καθίσταται πλουσιότερος από μη νόμιμη αιτία, αφού η κτήση του πλουτισμού του καλύπτεται από την περιουσιακή απώλεια, που υπέστη από τη μη εκτέλεση της κύριας σύμβασης, η οποία συμφωνήθηκε με τη σύμβαση της εγγυοδοσίας προς ασφάλεια της μελλοντικής αυτής απαίτησής του. Έτσι, η ένσταση του οφειλέτη από συναλλαγματική ότι αυτή έχει δοθεί προς εξασφάλιση απαίτησης, αποκτά σημασία, μόνον όταν ο οφειλέτης αποδείξει ότι ο κομιστής της συναλλαγματικής δεν έχει αποκτήσει ληξιπρόθεσμη αξίωση από τη βασική σχέση ή ότι δεν έχει αποκτήσει αξίωση από τη συγκεκριμένη σχέση (βλ. σχετ. ΜονΕφΑιγ 50/2020 ό.π., πρβλ. ΑΠ 191/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1384/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσής τους παραπονούνται για την εσφαλμένη απόρριψη του πρώτου πρόσθετου λόγου της ανακοπής τους, με τον οποίο ζητούσαν, κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. ……/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως προς το ποσό των 80.000 ευρώ, που αντιστοιχεί στην αναφερόμενη στο λόγο αυτό συναλλαγματική, ισχυριζόμενοι, ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής ακύρως εκδόθηκε σε βάρος τους, διότι η καθ’ ης η ανακοπή έθεσε ως προϋπόθεση για τη σύναψη της σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης μεταξύ τους την αναδοχή της οφειλής του προηγούμενου πρατηριούχου, ………….., ύψους 80.000 ευρώ, ότι η αναδοχή αυτή και η έκδοση της αντίστοιχης συναλλαγματικής έγινε εικονικά, ότι συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό ουδέποτε θα αναζητηθεί από την καθ’ ης η ανακοπή, ότι ο εκπρόσωπος της καθ’ ης η ανακοπή τους διαβεβαίωσε ότι ο λόγος, που έπρεπε να αναδεχθούν το χρέος του προηγούμενου πρατηριούχου, ήταν καθαρά τυπικός και λογιστικός, δηλαδή για να βελτιώσουν την εκκρεμότητα στα λογιστικά της καθ’ ης η ανακοπή, ότι, κατά την προφορική συμφωνία τους, το ποσό των 80.000 ευρώ θα εξέπιπτε από το ποσό, που θα έπρεπε να καταβάλουν αυτοί (οι ανακόπτοντες), κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, ότι, ειδικότερα, αυτοί θα κατέβαλαν το ποσό των 80.000 ευρώ, εξοφλώντας εκάστη συναλλαγματική ποσού 6.153,85 ευρώ (πρβλ. τον όρο 12 του από 9-11-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης) και το ποσό αυτό θα επιστρεφόταν στους ανακόπτοντες με τη μορφή έκπτωσης (μπόνους) στα καύσιμα, ότι η ανωτέρω προφορική συμφωνία περί καταβολής του ποσού των 6.153,85 ευρώ και επιστροφής ισόποσου χρηματικού ποσού δεν εφαρμόσθηκε ποτέ, ότι, συνεπώς, δεν υπήρξε αιτία για την έκδοση της συναλλαγματικής ποσού 80.000 ευρώ, ότι σε κάθε περίπτωση η συμπεριφορά της καθ’ ης η ανακοπή αποτελεί καταχρηστική άσκηση δικαιώματος και ότι συνεπώς δεν μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για τη συναλλαγματική αυτή. Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος αυτός ανακοπής είναι νόμιμος, στηρίζεται στο άρθρο 904 του Α.Κ. και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί και ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι τα επικαλούμενα με αυτόν πραγματικά περιστατικά δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν καταχρηστική άσκηση δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή, με βάση το άρθρο 281 του Α.Κ., καθόσον, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι ανακόπτοντες αρνούνται την ύπαρξη δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή να εισπράξει το ποσό της εν λόγω συναλλαγματικής. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως και απέρριψε τον ως άνω λόγο της ανακοπής, κατά το σκέλος του αυτό, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στη διάταξη του άρθρου 281 Α.Κ., ως μη νόμιμο, δεν έσφαλε κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο ερευνώμενος λόγος της έφεσης πρέπει, κατά το σκέλος αυτό να απορριφθεί ως  αβάσιμος.

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρος, ο οποίος εξετάστηκε με επιμέλεια της καθ’ ης η ανακοπή και την ανωμοτί κατάθεση του δευτέρου ανακόπτοντος, των οποίων οι καταθέσεις περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), μεταξύ των οποίων και τα πρωτότυπα σώματα των συναλλαγματικών (πρβλ. ΑΠ 554/2020 Δημ. Νόμος), τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία που ειδικά αναφέρονται κατωτέρω (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αριθμ. …../2015  διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αιτήσεως της καθ’ ης η ανακοπή, σε βάρος των ανακοπτόντων και κοινοποιήθηκε, στις 15-2-2016, σε αυτούς, διατάχθηκαν οι τελευταίοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος, στην καθ’ ης η ανακοπή, το συνολικό ποσό των 224.652,05 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της εμφάνισης των κατωτέρω συναλλαγματικών στην πρώτη των ανακοπτόντων, ήτοι από την 6-6-2015 μέχρι την εξόφλησή του και το ποσό των 2.250 ευρώ για δικαστικά έξοδα έκδοσης της διαταγής αυτής πληρωμής. Ειδικότερα, η ανωτέρω διαταγή πληρωμής εκδόθηκε με βάση: 1) μία συναλλαγματική όψεως, με προθεσμία προς εμφάνιση δεκατεσσάρων (14) ετών, ποσού 110.000 ευρώ, που εκδόθηκε, στις 9/11/2011, στο Μαρούσι Αττικής, από την καθ’ ης η ανακοπή, πληρωτέα σε διαταγή της, την οποία αποδέχθηκε αυθημερόν στον ανωτέρω τόπο έκδοσής της η πρώτη των ανακοπτόντων και υπέρ της οποίας (αποδέκτριας) τριτεγγυήθηκε ο δεύτερος των ανακοπτόντων, 2) μία συναλλαγματική όψεως, με προθεσμία προς εμφάνιση δεκατεσσάρων (14) ετών, ποσού 80.000 ευρώ, που εκδόθηκε, στις 9/11/2011, στο Μαρούσι Αττικής, από την καθ’ ης η ανακοπή, πληρωτέα σε διαταγή της, την οποία αποδέχθηκε αυθημερόν στον ανωτέρω τόπο έκδοσής της η πρώτη των ανακοπτόντων και υπέρ της οποίας (αποδέκτριας) τριτεγγυήθηκε ο δεύτερος των ανακοπτόντων και 3) μία συναλλαγματική όψεως, με προθεσμία προς εμφάνιση δεκατεσσάρων (14) ετών, ποσού 35.000 ευρώ, που εκδόθηκε, στις 20/02/2012, στο Μαρούσι Αττικής, από την καθ’ ης η ανακοπή, πληρωτέα σε διαταγή της, την οποία αποδέχθηκε αυθημερόν στον ανωτέρω τόπο έκδοσής της η πρώτη των ανακοπτόντων και υπέρ της οποίας (αποδέκτριας) τριτεγγυήθηκε ο δεύτερος των ανακοπτόντων. Η καθ’ ης η ανακοπή εμφάνισε τις ανωτέρω συναλλαγματικές προς πληρωμή, στις 5-­6-2015, στην πρώτη των ανακοπτόντων και, στις 29-5-2015, στο δεύτερο των ανακοπτόντων, ζητώντας να καταβληθεί το ποσό των 109.652,05 ευρώ για την πρώτη από τις ανωτέρω συναλλαγματικές, το ποσό των 80.000 ευρώ για τη δεύτερη συναλλαγματική και το ποσό των 35.000 ευρώ για την τρίτη συναλλαγματική και συνολικά 224.652,05 ευρώ, πλην, όμως, οι ανακόπτοντες αρνήθηκαν την πληρωμή των συναλλαγματικών αυτών (βλ. σχετ. με αριθ,. … Α/5-6-2015 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Σύρου …….. και με αριθμ. …. Ε/29-5-2015 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Ρόδου ………). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι συνήφθη μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή, υπό την τότε επωνυμία της «……….», ήδη με την επωνυμία «………….» και με διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στο Δήμο Αμαρουσίου Αττικής (……..) και εκπροσωπείται νόμιμα και της πρώτης των ανακοπτόντων, το από 9-11-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης, με το οποίο η πρώτη υπεκμίσθωσε στη δεύτερη ένα σταθμό εξυπηρέτησης αυτοκινήτων, που βρίσκεται στο ..ο χλμ. της Εθνικής Οδού Ρόδου-Λίνδου στη Ρόδο (στη θέση ……….., της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Ρόδου) και περιλαμβάνει κατάστημα πώλησης πετρελαιοειδών, χώρους, που είναι διαρρυθμισμένοι για πλύση και λίπανση αυτοκινήτων, βοηθητικούς χώρους κ.λ.π., για χρονικό διάστημα από 9-11-2011 έως 30-11-2023, αντί μηνιαίου υπομισθώματος ποσού 5.775 ευρώ, πλέον του ημίσεος του τέλους χαρτοσήμου, για την πρώτη ετήσια μισθωτική περίοδο, αναπροσαρμοζομένου κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο ιδιωτικό συμφωνητικό και προκαταβλητέου την πρώτη ημέρα εκάστου μισθωτικού μήνα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρατήριο λιανικής πώλησης βενζίνης και ακάθαρτου πετρελαίου και λιπαντήριο για την εξυπηρέτηση των αυτοκινήτων σε ορυκτέλαια-λιπαντικά, με αποκλειστική αγορά της βενζίνης και του ακάθαρτου πετρελαίου από την καθ’ ης η ανακοπή και χρησιμοποίηση και των λιπαντικών, που εμπορεύεται η καθ’ ης η ανακοπή ή άλλων σχετικών ειδών της. Σύμφωνα με τον όρο 12 του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού η πρώτη των ανακοπτόντων έχει ήδη αναδεχθεί με έξοδά της οφειλή του προηγούμενου λειτουργού του πρατηρίου, ανερχόμενη στο ποσό των 80.000 ευρώ, η οφειλή αυτή θα επιστραφεί στην καθ’ ης η ανακοπή σε δεκατρείς (13) ισόποσες άτοκες ετήσιες δόσεις, ποσού 6.153,85 ευρώ εκάστη, αρχίζοντας ένα χρόνο μετά την υπογραφή του ιδιωτικού συμφωνητικού και τελειώνοντας κατά τη με το ιδιωτικό συμφωνητικό συμφωνούμενη λήξη της υπομίσθωσης και εμπορικής συνεργασίας, για την πιο εύκολη είσπραξη της οφειλής και των δόσεών της και για οικονομική διευκόλυνση της καθ’ ης η ανακοπή η πρώτη των ανακοπτόντων θα αποδεχόταν δεκατρείς (13) συναλλαγματικές, λήξεως στις αντίστοιχες ημερομηνίες των ανωτέρω δόσεων, έκδοσης και πληρωτέες σε διαταγή της καθ’ ης η ανακοπή, ποσού 6.153,85 ευρώ εκάστη, και επιπλέον συμφωνήθηκε ότι η μη πληρωμή δύο δόσεων, συνεχών ή μη, και των αντίστοιχων συναλλαγματικών, καθιστά ληξιπρόθεσμες και άμεσα απαιτητές όλες τις υπόλοιπες. Περαιτέρω στον όρο 17 του ανωτέρω ιδιωτικού συμφωνητικού συμπεριελήφθησαν τα ακόλουθα: «η «Εταιρεία» (ήτοι η καθ’ ης η ανακοπή) έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη μεικτή συμφωνία υπομίσθωσης και εμπορικής συνεργασίας αμέσως και οποτεδήποτε χωρίς προηγούμενη διαμαρτυρία ή προειδοποίηση, αν η πρατηριούχος (ήτοι η πρώτη των ανακοπτόντων) δεν συμμορφώνεται ή δεν εκπληρώνει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις της, που απορρέουν από την παρούσα (όπως ενδεχομένως κατά καιρούς συμπληρώνονται ή τροποποιούνται νόμιμα) και οι οποίες συνομολογούνται σπουδαίες, ουσιώδεις και ισοβαρείς… Σε περίπτωση τέτοιας καταγγελίας, καθώς και σε περίπτωση λήξεως ή λύσεως της παρούσας συμφωνίας για οποιοδήποτε λόγο και αιτία, η «Εταιρεία», εκτός από τα λοιπά νόμιμα δικαιώματά της, έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον Πρατηριούχο την άμεση απόδοση, επιστροφή ή/και πληρωμή: (α) Κάθε οφειλής του Πρατηριούχου, καθώς και της οφειλής, που αναφέρεται παραπάνω στον όρο 12, γιατί και αυτή, καθώς και οποιοδήποτε ποσό που οφείλεται στην «Εταιρεία» για οποιοδήποτε λόγο, θα γίνονται αμέσως με την καταγγελία και λήξη ή λύση της συμφωνίας ληξιπρόθεσμα και απαιτητά…». Επιπλέον, με τον όρο 20 του ίδιου ιδιωτικού συμφωνητικού, ο δεύτερος των ανακοπτόντων παρείχε προς την καθ’ ης η ανακοπή υπέρ της πρώτης των ανακοπτόντων εγγύηση, παραιτούμενος από τα δικαιώματα της δίζησης και της διαίρεσης και εκείνων, που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 856, 862, 863 και 868 του Α.Κ., δηλώνοντας ότι ευθύνεται απεριόριστα και εις ολόκληρον με αυτή (την πρώτη των ανακοπτόντων), σαν πρωτοφειλέτης και αυτοφειλέτης, για την εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική, κατά κεφάλαιο, τόκους και τυχόν έξοδα, πληρωμή από την πρώτη των ανακοπτόντων κάθε οφειλής της, κύριας ή παρεπόμενης, ή χρεωστικού υπολοίπου του και για την εκπλήρωση από την τελευταία κάθε υποχρέωσής της προς την καθ’ ης η ανακοπή, υπάρχουσας ή μέλλουσας, που προέρχεται από τη σύμβαση αυτή ή από οποιανδήποτε εν γένει οικονομική ή εμπορική συναλλαγή της πρώτης των ανακοπτόντων με την καθ’ ης η ανακοπή, οποτεδήποτε και αν αυτή λάβει ή έχει λάβει χώρα. Επιπρόσθετα, στον όρο 20 του επίδικου ιδιωτικού συμφωνητικού ορίστηκε ότι, χάριν καταβολής και προς ασφάλεια των πάσης φύσεως οφειλών της πρώτης των ανακοπτόντων προς την καθ’ ης η ανακοπή (προερχόμενες ενδεικτικά και από την εξ αναδοχής οφειλή σύμφωνα με τον όρο 12) η πρώτη των ανακοπτόντων αναλαμβάνει ρητά την υποχρέωση να αποδεχθεί και ο δεύτερος των ανακοπτόντων, επίσης, συμβαλλόμενος, να τριτεγγυηθεί υπέρ αυτής, έναντι της καθ’ ης η ανακοπή, δύο συναλλαγματικές όψεως, με προθεσμία προς εμφάνιση δεκατέσσερα (14) έτη από την έκδοσή τους από την καθ’ ης η ανακοπή και πληρωτέες σε διαταγή της, ποσού 80.000 ευρώ η μία και ποσού 110.000 ευρώ η άλλη, τις οποίες συναλλαγματικές η καθ’ ης η ανακοπή δικαιούται να εμφανίσει είτε μαζί είτε μεμονωμένα κατά την κρίση της οποτεδήποτε προς πληρωμή για την ικανοποίηση οποιωνδήποτε από τις αξιώσεις της κατά των ανακοπτόντων. Εν συνεχεία, η καθ’ ης η ανακοπή, με την από 5-2-2013 εξώδικη δήλωσή της, επιδοθείσα, στις 12-2-2013, όχλησε την πρώτη των ανακοπτόντων για τη μη καταβολή ληξιπρόθεσμων υπομισθωμάτων συνολικού ποσού 60.668,45 ευρώ για το χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο του 2012 έως το Φεβρουάριο του 2013, οφειλής, ποσού 1.180,80 ευρώ, προερχόμενης από την παροχή υπηρεσιών συντήρησης και οφειλής, συνολικού ποσού 25.957,41 ευρώ, προερχόμενης από την πώληση υγρών καυσίμων. Λόγω της μη καταβολής των ως άνω υπομισθωμάτων εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./2013 διαταγή απόδοσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της οποίας η πρώτη των ανακοπτόντων άσκησε την από 4-6-2013 και με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του ως άνω Δικαστηρίου ………../7-6-2013 ανακοπή, η οποία απορρίφθηκε με την υπ’ αριθ. 1424/2014 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού (Διαδικασία μισθωτικών διαφορών). Το μίσθιο ακίνητο παραδόθηκε, τελικά, στην καθ’ ης η ανακοπή, στις 19-5-2014, συνταχθέντος σχετικού πρωτοκόλλου παραλαβής και παράδοσης. Εν συνεχεία, η καθ’ ης η ανακοπή, με την από 30-4-2015 εξώδικη δήλωσή της προς τους ανακόπτοντες, επιδοθείσα στην πρώτη εξ αυτών, στις 5-6-2015 και στο δεύτερο εξ αυτών, στις 29-5-2015, εμφάνισε προς πληρωμή τις ως άνω τρεις (3) συναλλαγματικές, για τις οποίες εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, μεταξύ των οποίων και αυτή, ύψους 80.000 ευρώ, όπως προεκτέθηκε, καθόσον, σύμφωνα με τον όρο 12 του από 9-11-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού, κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, μεταξύ άλλων, το ποσό των 80.000 ευρώ, που στηριζόταν στην αναδοχή του χρέους του προηγούμενου πρατηριούχου ………….., λόγω μη καταβολής των σχετικών δόσεων. Οι ισχυρισμοί των ανακοπτόντων ότι η καθ’ ης η ανακοπή έθεσε ως προϋπόθεση για τη σύναψη της ανωτέρω σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης μεταξύ τους την αναδοχή της οφειλής του προηγούμενου πρατηριούχου ύψους 80.000 ευρώ, ότι η αναδοχή αυτή και η έκδοση της αντίστοιχης συναλλαγματικής έγινε εικονικά, ότι συμφωνήθηκε ότι το ποσό αυτό ουδέποτε θα αναζητηθεί από την καθ’ ης η ανακοπή, ότι εκπρόσωπος της καθ’ ης η ανακοπή τους διαβεβαίωσε ότι ο λόγος, που έπρεπε να αναδεχθούν το χρέος του προηγούμενου πρατηριούχου, ήταν καθαρά τυπικός και λογιστικός, δηλαδή για να βελτιώσουν την εκκρεμότητα στα λογιστικά της καθ’ ης η ανακοπή, ότι κατά την προφορική συμφωνία τους το ποσό των 80.000 ευρώ θα εξέπιπτε από το ποσό, που θα έπρεπε να καταβάλουν αυτοί (οι ανακόπτοντες), κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους, ότι ειδικότερα αυτοί θα κατέβαλαν το ποσό των 80.000 ευρώ, εξοφλώντας εκάστη συναλλαγματική ποσού 6.153,85 ευρώ και το ποσό αυτό θα επιστρεφόταν στους ανακόπτοντες με τη μορφή έκπτωσης (μπόνους) στα καύσιμα, ότι η ανωτέρω προφορική συμφωνία περί καταβολής του ποσού των 6.153,85 ευρώ και επιστροφής ισόποσου χρηματικού ποσού δεν εφαρμόσθηκε ποτέ, ότι συνεπώς δεν υπήρξε αιτία για την έκδοση της συναλλαγματικής ποσού 80.000 ευρώ και ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για το ποσό της συναλλαγματικής αυτής, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι κατ’ ουσίαν, γιατί η χωρίς όρκο κατάθεση του δευτέρου ανακόπτοντος δεν επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, έρχεται δε σε αντίθεση με την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, ο οποίος, εξεταζόμενος με επιμέλεια της καθ’ ης η ανακοπή, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αρνήθηκε ρητά και κατηγορηματικά την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για την οφειλή των 80.000 ευρώ από την αναδοχή χρέους του προηγούμενου πρατηριούχου …………., λαμβανομένου υπόψη ότι το από 9-11-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης είναι λεπτομερέστατο και ότι ουδείς λόγος υποχρέωνε τους ανακόπτοντες να προβούν σε σύναψη σύμβασης εμπορικής συνεργασίας και υπομίσθωσης με την καθ’ ης η ανακοπή, σε περίπτωση, που θεωρούσαν τη συμφωνία αυτή μη συμφέρουσα για αυτούς και μη επαρκώς διασφαλισμένα τα συμφέροντά τους. Ούτε, άλλωστε, οι ανακόπτοντες επικαλούνται ειδικότερα στοιχεία της συμφωνία αυτής, ήτοι περί του ποσοστού έκπτωσης στα καύσιμα, του είδους, της ποσότητας αυτών και του χρονικού διαστήματος διάρκειας της έκπτωσης αυτής, ως μορφή επιστροφής στους ανακόπτοντες του ποσού αυτού, όπως θα ελάμβανε χώρα σχετική συμφωνία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα συναλλακτικά ήθη, με τέτοιο αντικείμενο. Επομένως, με τα δεδομένα αυτά, η ένδικη συναλλαγματική, ποσού 80.000 ευρώ, αφορούσε σε πραγματική, έγκυρη και ληξιπρόθεσμη οφειλή των ανακοπτόντων, αποδέκτη και τριτεγγυητή, προς την εκδότρια εταιρεία – καθ’ ης η ανακοπή από τη μεταξύ τους συμφωνία, που στηριζόταν, κατά τα ανωτέρω, στην αναδοχή του χρέους του προηγούμενου πρατηριούχου, κατά τους συμφωνηθέντες ως άνω όρους μεταξύ των διαδίκων. Εξάλλου, στην περίπτωση της σύμβασης εγγυοδοσίας προς εξασφάλιση απαίτησης, η ευθύνη του οφειλέτη δεν εξαρτάται από την ύπαρξη και το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης (και άρα ο εγγυοδότης δεν έχει την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού), διότι η αιτία στη σύμβαση εγγυοδοσίας είναι η εξασφάλιση του εγγυολήπτη με την παροχή προς αυτόν μιας πρόσθετης αξίωσης, ανεξάρτητης από το κύρος της ασφαλιζόμενης απαίτησης. Όταν η συναλλαγματική επέχει θέση εγγυοδοσίας και εκδίδεται για ασφάλεια μελλοντικής απαίτησης του κομιστή, ο οποίος δεσμεύεται να μην κάνει πρόωρη χρήση αυτής, η αιτία αποδοχής της είναι νόμιμη και δεν συνιστά αδικαιολόγητο πλουτισμό του εκδότη της (κατά την έννοια του άρθρου 904 ΑΚ) η εξασφαλιζόμενη με αυτήν απαίτηση, αν οι προϋποθέσεις, για τις οποίες δόθηκε η εγγυοδοσία, δεν πληρώθηκαν, οπότε μπορεί ο κομιστής της, ο οποίος αποκτά αξίωση από τη βασική σχέση, να την εισπράξει, χωρίς να καθίσταται πλουσιότερος από μη νόμιμη αιτία, αφού η κτήση του πλουτισμού του καλύπτεται από την περιουσιακή απώλεια, που υπέστη από τη μη εκτέλεση της κύριας σύμβασης, η οποία συμφωνήθηκε με τη σύμβαση της εγγυοδοσίας προς ασφάλεια της μελλοντικής αυτής απαίτησής του (ΜονΕφΑιγ 50/2020 ό.π., πρβλ. ΑΠ 191/2018 ό.π.). Σημειώνεται ότι, από το άρθρ. 904 ΑΚ, προκύπτει ότι, στοιχείο του πραγματικού κάθε αίτησης αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων, η ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή, αν η παραπάνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία, η οποία (αιτία) μπορεί να έχει ως πηγή τη σύμβαση ή την αδικοπραξία ή το νόμο (Ολ. ΑΠ 22/2003, ΑΠ 354/2020 Δημ. Ιστοσελ. ΑΠ). Με βάση τα ανωτέρω ο πρώτος πρόσθετος λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ομοίως, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένου ως αβασίμου του σκέλους αυτού του τέταρτου λόγου έφεσης περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων. Κατόπιν των προαναφερθέντων, αφού απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι ανακοπής, πρέπει να απορριφθούν η υπό κρίση ανακοπή και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να επικυρωθεί η υπ’ αριθ. …./2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε, κατά τ’ ανωτέρω, την υπό κρίση ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής και επικύρωσε την προσβαλλόμενη με αριθμό …../2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα και ορθά, κατ’ αποτέλεσμα, εκτίμησε, στο πρώτο σκέλος του πρώτου πρόσθετου λόγου ανακοπής, τις αποδείξεις, έστω και με ελ­λιπή και εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, για το λόγο δε αυτό πρέπει, μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση, όπου είναι αναγκαίο, των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 57/2020 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΔωδ 203/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος), να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι όλοι οι λόγοι έφεσης, καθ’ όλα τους τα σκέλη, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα από τους εκκαλούντες.

Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η από 26-01-2018 έφεση, κατά της με αριθμ. 5503/13-12-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν το Ν. 4335/2015 και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τους εκκαλούντες για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθεί στο σύνολό της, μεταξύ των διαδίκων, η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 26-01-2018 έφεση κατά της με αριθμ. 5503/13-12-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 18/08/2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων των διαδίκων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ