Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 414/2021

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Β΄ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης:     414/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 [ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

Β΄ ΤΜΗΜΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις …………, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Δημήτριο Καλλίγερο (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ……………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του Δικηγόρο Ευρυδίκη Καραμήτσου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 4-6-2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……/10-6-2008 αγωγή της, κατά την τακτική διαδικασία, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζητώντας να γίνει αυτή δεκτή. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκαν αρχικά οι υπ’ αριθμ. 5975/2009 και 3145/2012 μη οριστικές αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και, εν συνεχεία, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 06/12/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 5500/27-12-2018 οριστική απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αγωγή.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την από 3-12-2019 έφεσή της, η οποία κατατέθηκε, στις 6/12/2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 9/12/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο.

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης και κατά την εκφώνησή της από το οικείο πινάκιο, οι διάδικοι εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξούσιους Δικηγόρους τους, όπως σημειώνεται ανωτέρω, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, όπως σημειώνεται ανωτέρω, και έκαστος ανέπτυξε τις απόψεις του διαδίκου, που εκπροσωπούσε, με τις έγγραφες προτάσεις, που προκατατέθηκαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 3-12-2019 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 6/12/2019, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, στις 9/12/2019, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……/2019 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2019, κατά της με αριθμό 5500/27-12-2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 06/12/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 4-6-2008 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……./10-6-2008 αγωγής, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από την ηττηθείσα πρωτοδίκως ενάγουσα, καθόσον, από τα έγγραφα της δικο­γραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ, από τη δημοσίευσή της (στις 27/12/2018) μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (στις 6/12/2019), δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-, 520, 522, 524 παρ. 1, 2 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το παράβολο ύψους εκατό (100) ευρώ (βλ. άρθρο 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016), πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή της, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, εξέθετε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι παρέδωσε στον …………, ο οποίος απεβίωσε, στις 18-8-2007, κληρονομούμενος εξ αδιαθέτου από τον εναγόμενο, ανιψιό του, και εν ζωή μεσολαβούσε σε αγοραπωλησίες ακινήτων στα Κύθηρα, αφενός, στις 8-12-2002, το ποσό των 2.000.000 δραχμών ή 5.869,40 ευρώ και αφετέρου, την 1η-4-2003, το ποσό των 3.750.000 δραχμών ή 11.005,15 ευρώ, για την αγορά αγροτεμαχίου – οικοπέδου, αντίστοιχα, στα Κύθηρα, με τη συμφωνία της επιστροφής των ανωτέρω ποσών σε περίπτωση μη πραγματοποίησης αυτής, συντασσομένων των με τις, ως άνω, αντίστοιχα ημερομηνίες σχετικών εγγράφων, πλην, όμως, μέχρι το θάνατο του σε ουδεμία αγορά προέβη για λογαριασμό της, ούτε σε επιστροφή των καταβληθέντων για την αιτία αυτή ποσών. Ζητούσε δε, κατά τις διατάξεις περί εντολής και επικουρικά με τις διατάξεις αδικαιολόγητου πλουτισμού, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 16.874,55 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από το θάνατο του εντολοδόχου θείου του, άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με τη με αριθμ. 5975/15-12-2009 μη οριστική απόφασή του, μετά από συζήτηση, που έγινε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 20-02-2009, κατά την τακτική διαδικασία, αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 713, 719, 726, 904, 346 Α.Κ. και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί επιβολής τόκων από 18-8-2007, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλείται όχληση και συνεπώς, υπερημερία του εναγομένου, ως κληρονόμου του εντολοδόχου, από χρόνο προγενέστερο της άσκησης της κρινόμενης αγωγής, διέταξε, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του εναγομένου, την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστεί η διαταχθείσα με τη μη οριστική αυτή απόφαση έκθεση πραγματογνωμοσύνης και ειδικότερα διέταξε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, διεξαγομένης με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, περί της γνησιότητας της υπογραφής του …………… επί του αναφερόμενου στην αγωγή από 8-12-2002 εγγράφου, υποχρεωμένης της ενάγουσας να προσκομίσει το πρωτότυπο, ενόψει της προσβολής του από τον εναγόμενο, ως πλαστού. Εν συνεχεία, μετά τη διενέργεια της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης, εισήχθη προς συζήτηση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την από 22.10.2010 κλήση (αρ. κατ. …../22.10.2010) της ενάγουσας και μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 22-09-2011, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμ. 3145/27-06-2012 μη οριστική απόφαση, δυνάμει της οποίας αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διετάχθη η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστεί η διαταχθείσα με τη μη οριστική αυτή απόφαση έκθεση πραγματογνωμοσύνης και ειδικότερα διέταξε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, διεξαγομένης με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, περί της γνησιότητας της υπογραφής του …… . επί του αναφερομένου στην αγωγή από 1.4.2003 εγγράφου, υποχρεωμένης της ενάγουσας να προσκομίσει το πρωτότυπο, ενόψει της προσβολής του από τον εναγόμενο, ως πλαστού. Κατόπιν δε της από 18-11-2014 και με αριθμό εκθ. καταθ. …./2014 κλήσης της ενάγουσας, μετά τη διενέργεια της ταχθείσας με την ως άνω με αριθμ. 3145/2012 μη οριστική απόφαση πραγματογνωμοσύνης, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 06/12/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με τη με αριθμό 5500/27-12-2018 εκκαλουμένη οριστική απόφαση, δεκτής γενομένης ως κατ’ ουσία βασίμου της ενστάσεως πλαστότητας, που είχε προβάλλει ο εναγόμενος, ως προς τα ανωτέρω δύο (2) έγγραφα, απέρριψε την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και καταδίκασε την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, τα οποία όρισε στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεση, με την οποία θεωρείται ότι συμπροσβάλλονται και οι με αριθμ. 5975/2009 και 3145/2012 μη οριστικές αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, παρότι η έφεση δεν απευθύνεται ρητά εναντίον τους (άρθρο 513 παρ. 2 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 262/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ), για τους αναφερομένους στην έφεσή της λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητά δε να γίνει δεκτή η έφεσή της και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (και οι αναγκαίως συμπροσβαλλόμενες μη οριστικές αποφάσεις), ώστε να γίνει μερικά δεκτή η από 4-6-2008 και με αυξ. αριθμό καταθ. …../2008 αγωγή της, κατά το ποσό κεφαλαίου των «11.015,15» ευρώ, νομιμότοκα από την 18-8-2007, άλλως από την επίδοση στον εναγόμενο της ένδικης αγωγής της μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της.

Κατά το άρθρο 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, κάθε διάδικος οφείλει να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα, που είναι αναγκαία, για να υποστηρίξει την αυτοτελή αίτηση ή ανταίτησή του. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στους διαδίκους το δικανικό βάρος απόδειξης των πραγματικών γεγονότων, τα οποία ο εφαρμοστέος κανόνας δικαίου προϋποθέτει γενικά και αφηρημένα για να ισχύει η έννομη συνέπεια, της οποία διώκεται η δικαστική διάγνωση. Το βάρος απόδειξης διακρίνεται σε υποκειμενικό και αντικειμενικό. Το υποκειμενικό προσδιορίζει το διάδικο, στον οποίο το δικαστήριο πρέπει να επιβάλλει με απόφασή του την ευθύνη προσκομιδής του αποδεικτικού υλικού προς βεβαίωση στον απαιτούμενο βαθμό της πλήρους δικανικής προϋπόθεσης των θεμελιωτικών της αξίωσής του πραγματικών γεγονότων. Το πεδίο εφαρμογής του υποκειμενικού βάρους απόδειξης, έχει περιορισθεί σημαντικά μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης. (άρθρο 14Ι του ν. 2915/2001) και την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 270 Κ.Πολ.Δ σε όλες τις υποθέσεις. Αντίθετα, αντικειμενικό βάρος απόδειξης είναι ο κίνδυνος, που διατρέχει ο διάδικος, στη περίπτωση αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας. Η εσφαλμένη κατανομή του αντικειμενικού βάρους απόδειξης, με την έννοια εσφαλμένου προσδιορισμού του φέροντος τον κίνδυνο της αμφιβολίας του δικαστή, ως προς τη συνδρομή των θετικών προϋποθέσεων γένεσης της επίδικης έννομης συνέπειας διαδίκου, στοιχειοθετεί τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αρ. 13 Κ.Πολ.Δ λόγο αναίρεσης (ΑΠ 535/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 85/2018 Δημ. Νόμος). Ειδικότερα, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, εσφαλμένη εφαρμογή των ορισμών του νόμου ως προς το βάρος της απόδειξης, που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης, νοείται η παρά τους ορισμούς του άρθρου 338 ΚΠολΔ κατανομή του (υποκειμενικού) βάρους απόδειξης, που προϋποθέτει την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης περί αποδείξεως. Τέτοια απόφαση δεν εκδίδεται, μετά την κατάργηση του άρθρου 341 ΚΠολΔ, με το αρθρ. 5 του ν. 2195/2001, από τα δικαστήρια της ουσίας, ενώπιον των οποίων, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 7 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το αρθρ. 12 του ν. 2915/2001 και τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη (αρθρ. 524 παρ. 1 ΚΠολΔ), η οριστική απόφαση εκδίδεται με βάση τα αποδεικτικά μέσα, που οι διάδικοι έχουν προσκομίσει και τις αποδείξεις, που έχουν διεξαχθεί στο ακροατήριο (ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 85/2018 ό.π., ΑΠ 1001/2012, ΑΠ 1710/2012). Έτσι, εφόσον μετά την κατάργηση της προδικαστικής απόφασης, με τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2915/2001, οπότε η έννοια του υποκειμενικού βάρους απόδειξης απώλεσε τη σημασία της, ο αναιρετικός έλεγχος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, περιορίζεται πλέον μόνο όταν παραβιάζεται το αντικειμενικό βάρος απόδειξης, το οποίο καθορίζει το διάδικο, που φέρει τις συνέπειες της μη πλήρους απόδειξης των κρίσιμων για τη θεμελίωση του ισχυρισμού του περιστατικών (ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 85/2018 ό.π., ΑΠ 658/2014). Σε κάθε, όμως, περίπτωση, για τη στοιχειοθέτηση του λόγου αυτού αναίρεσης, απαιτείται να απορρίφθηκε ο πραγματικός ισχυρισμός του διαδίκου, στον οποίο εσφαλμένα επιβλήθηκε το βάρος απόδειξης, ως αναπόδεικτος από έλλειψη ή ανεπάρκεια των αποδείξεων και όχι γιατί οι αντίθετες αποδείξεις, που προσκομίσθηκαν θεωρήθηκαν επαρκείς από το δικαστήριο προς απόδειξη του αντιθέτου του εν λόγω ισχυρισμού, ο οποίος και απορρίφθηκε για το λόγο αυτό, διότι στην τελευταία περίπτωση η τυχόν εσφαλμένη κατανομή του βάρους απόδειξης στερείται έννομης σημασίας και ως εκ τούτου ελλείπει το έννομο συμφέρον του διαδίκου που επιβαρύνθηκε με την απόδειξη να προβάλει την αιτίαση αυτή (ΑΠ 535/2019 ό.π.). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 457 παρ. 1 του ΚΠολΔ, τη γνησιότητα ιδιωτικού εγγράφου, εφόσον αμφισβητείται, πρέπει να την αποδείξει εκείνος, που το επικαλείται και το προσάγει, εκτός αν είναι τόσο φανερά αλλαγμένο, ώστε το δικαστήριο να μπορεί να διαπιστώσει αμέσως και ασφαλώς ότι δεν είναι γνήσιο, κατά δε τη διάταξη της παραγρ. 2 του αυτού άρθρου εκείνος, κατά του οποίου προσάγεται το ιδιωτικό έγγραφο, οφείλει να δηλώσει αμέσως αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται αναγνωρισμένο και κατά τη διάταξη της παραγρ. 3 του ίδιου άρθρου, αν αναγνωριστεί ή αποδειχθεί η γνησιότητα της υπογραφής, θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου, με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού (ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 239/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1088/2014 Δημ. Νόμος). Από τις ως άνω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 455, 458, 460, 461 και 463 του ΚΠολΔ, προκύπτουν τα ακόλουθα: Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων, δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή από διάδικο ιδιωτικού εγγράφου, για άμεση ή έμμεση, (ως δικαστικό τεκμήριο), απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, ενέχει και ισχυρισμό της γνησιότητάς του, την οποία οφείλει ο ίδιος να αποδείξει, σύμφωνα με το άρθρο 338 ΚΠολΔ, όταν αμφισβητηθεί από τον αντίδικό του, καθόσον η αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτού αποτελεί άρνηση (ΑΠ 535/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 584/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 239/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 239/2017 ό.π., ΑΠ 20/2017, ΑΠ 1088/2014 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2655/2019 Δημ. Νόμος). Έτσι, εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορο αν φέρει την υπογραφή εκείνου, κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή του εγγράφου και η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο για τη γνησιότητα του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή, το οποίο τεκμήριο ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού (ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 1088/2014 ό.π.). Τούτο δε διότι η προσβολή του εγγράφου ως πλαστού αναφέρεται στο περιεχόμενο του εγγράφου, ενώ η αμφισβήτηση της γνησιότητας ενός ιδιωτικού εγγράφου μόνο στην υπογραφή του (ΑΠ 535/2019 ό.π., ΑΠ 1088/2014 ό.π.). Και αν μεν αποδειχθεί, κατά τη διαδικασία, κατά την οποία εκδικάζεται η υπόθεση και προσκομίζεται το έγγραφο, η πλαστότητα του περιεχομένου του, τούτο, κατά το πλαστό μέρος του, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το δικαστήριο, ενώ, αν προκύψει ότι είναι γνήσιο, τότε λαμβάνεται υπόψη. Αν, όμως, το δικαστήριο στην περίπτωση αυτή, χωρίς να εξετάσει την πλαστότητα του περιεχομένου του, λάβει ή δεν λάβει υπόψη του το έγγραφο, υποπίπτει στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11α ΚΠολΔ, αφού εκτιμά ή δεν εκτιμά έγγραφο, πριν διαπιστώσει, όπως οφείλει, αν εμπίπτει στα επιτρεπόμενα ή μη επιτρεπόμενα από το νόμο αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 584/2019  ό.π., ΑΠ 239/2017 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2655/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΑθ 106/2018 Δημ. Νόμος). Η αμφισβήτηση της γνησιότητας ιδιωτικού εγγράφου, καθώς και η προσβολή του ως πλαστού, χωρίς να αποδίδεται η πλαστότητα σε ορισμένο πρόσωπο, πρέπει να γίνει κατά την ίδια συνεδρίαση, κατά την οποία το έγγραφο προσκομίζεται, με προσθήκη στις προτάσεις, επιβάλλεται δε να είναι ρητή, σαφής και ειδική, τυχόν δε αμφισβήτηση σε μεταγενέστερη συζήτηση, όπως π.χ. το πρώτον ενώπιον του Εφετείου, είναι απαράδεκτη, εκτός αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ (ΑΠ 239/2017 ό.π., ΤριμΕφΑθ 215/2019 Δημ. Νόμος). Κατά το άρθρο δε 461 του ΚΠολΔ, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις ή και προφορικά, όταν η υποβολή προτάσεων δεν είναι υποχρεωτική, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, κατά το άρθρο 463, όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την πλαστότητα, και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι. Το άρθρο αυτό είναι ενταγμένο στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει και της θέσης του στον ΚΠολΔ, παρά τη γενική του διατύπωση, κανόνα της αποδεικτικής μόνο διαδικασίας. Επομένως, ο περιορισμός, που τάσσει, δεν ανάγεται στο ουσιαστικό δικαίωμα της κήρυξης εγγράφου ως πλαστού. Για το λόγο αυτό η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή υποχρέωση έχει εφαρμογή μόνον όταν ο ισχυρισμός της πλαστότητας προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Πράγματι ο περιορισμός αυτός τείνει στην αποτροπή της στρεψοδικίας και παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (Ολ.ΑΠ 23/1999, ΕλλΔνη 41,30, ΑΠ 401/2019 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΔωδ 164/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 215/2019 ό.π.). Έτσι, η διάταξη του άνω άρθρου 463 ΚΠολΔ απαιτεί την ταυτόχρονη με την προβολή του ισχυρισμού για πλαστότητα του εγγράφου προσκομιδή των αποδεικτικών εγγράφων και την αναφορά ονομαστικώς των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, τόσο στην περίπτωση, που κατονομάζεται ο πλαστογράφος όσο και στην περίπτωση, που αυτός δεν κατονομάζεται, καθόσον η διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 463 του ΚΠολΔ είναι γενική, ενώ, στο άρθρο 464 του ΚΠολΔ, κατά το οποίο αν έγγραφο προσβάλλεται ως πλαστό χωρίς να αποδίδεται η πλαστογραφία σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο διατάζει αποδείξεις μόνο αν εκείνος, που προσκόμισε το έγγραφο, επιμένει να το χρησιμοποιήσει και το έγγραφο είναι κατά την κρίση του δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, δεν προβλέπεται διάφορη ρύθμιση. Σε αντίθεση, δηλαδή, προς την ένσταση πλαστότητας, όπου κατονομάζεται ο πλαστογράφος, η οποία προτείνεται προνομιακώς σε κάθε στάση της δίκης δι` αγωγής, ανακοπής ή ενστάσεως, εάν η πλαστότητα δεν αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, τότε πρέπει να προταθεί μόνον κατά τη συζήτηση, κατά την οποία προσκομίζεται το έγγραφο (464 ΚΠολΔ) και όχι σε μεταγενέστερη συζήτηση, εκτός εάν κατονομασθεί πλαστογράφος, οπότε η ένσταση αναλαμβάνει τον προνομιακό της χαρακτήρα, ή συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων προκύπτει, ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσκομίσθηκε το έγγραφο, του οποίου προβάλλεται πλαστότητα του περιεχομένου του, διατάσσει αποδείξεις επί της πλαστότητας, μόνον αν η εν λόγω ένσταση προτάθηκε παραδεκτώς, ήτοι κατά τη συζήτηση κατά την οποία το έγγραφο για πρώτη φορά προσκομίσθηκε (ΑΠ 401/2019 ό.π., ΑΠ 714/2014, ΑΠ 1756/2012, ΑΠ 31/2006, ΤριμΕφΔωδ 164/2020 ό.π., ΤριμΕφΑθ 215/2019 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2655/2019 ό.π.). Από τις συνδυασμένες δε διατάξεις των άρθρων 98 περ. β`, 460 και 461 Κ.Πολ.Δ προκύπτει ότι για την προσβολή εγγράφου ως πλαστού, είτε η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο είτε όχι, απαιτείται όπως ο προβάλλων την ένσταση αυτή δικηγόρος έχει ειδική πληρεξουσιότητα του διαδίκου (ΑΠ 56/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 188/1999 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΔωδ 164/2020 ό.π., ΜονΕφΑθ 106/2018 Δημ. Νόμος), είτε εκ των προτέρων είτε με επιγενόμενη των ενεργειών του έγκριση, η οποία συνάγεται και από την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στο ακροατήριο και το διορισμό πληρεξούσιου δικηγόρου προς εκπροσώπησή του, που λειτουργεί αναδρομικά, εκτός αν κατά του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πλαστογραφία έχει υποβληθεί αρμοδίως σχετική μήνυση, οπότε δεν απαιτείται να υπάρχει η ανωτέρω ειδική πληρεξουσιότητα (βλ. ΟλΑΠ 1408/1984 ΕλλΔνη 1985.198, ΑΠ 291/2002, ΜονΕφΑιγ 30/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 192/2015 Δικογραφία 2016. 567, Νίκα σε Κεραμέα / Κονδύλη /Νίκα ΕρμΚΠολΔ Ι, άρθρ. 98, αριθ. 4). Στον ισχυρισμό δε περί πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχεται εννοιολογικά, ως κάτι λιγότερο, η από μέρους του προτείνοντος την πλαστότητα άρνηση της γνησιότητας της υπογραφής, για τον ισχυρισμό δε της άρνησης της γνησιότητας της υπογραφής του εκδότη, η οποία συνιστά άρνηση, δεν απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα. Συνεπώς, αν η ένσταση πλαστότητας της υπογραφής του εκδότη ιδιωτικού εγγράφου δεν υποβληθεί παραδεκτά είναι ερευνητέος ο ισχυρισμός περί γνησιότητας της υπογραφής αυτού, το βάρος δε απόδειξης της γνησιότητας φέρει ο διάδικος, που προσκομίζει το ιδιωτικό έγγραφο (ΑΠ 816/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1/2001 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 215/2019 ό.π., ΜονΕφΑιγ 30/2020 ό.π.].

Περαιτέρω, κατά την παρ. 1 του άρθρου 368 ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διορίσει έναν ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα, που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου πιο πάνω άρθρου, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 37 παρ. 1 του Ν. 3994/2011, το δικαστήριο οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονες αν το ζητήσει κάποιος διάδικος και κρίνει πως χρειάζονται ειδικές (ιδιάζουσες) γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Από το συνδυασμό των αμέσως πιο πάνω διατάξεων προκύπτει, ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελεύθερα εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποίησης του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς “ειδικές”, αλλά “ιδιάζουσες” γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες (ΑΠ 1081/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 96/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 498/2018 Δημ. Νόμος). Επομένως, εάν δεν υπάρχει παραδοχή του δικαστηρίου ότι πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν, για να γίνουν αντιληπτά, ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, η μη λήψη υπόψη ισχυρισμού του διαδίκου για ανάγκη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης ή η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, σχετικού αιτήματος αυτού, δεν δημιουργεί λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 559 του ΚΠολΔ (ΑΠ 187/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 300/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 757/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 594/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 821/2013, ΑΠ 89/2013, ΕφΛαμ 162/2011 Δημ. Νόμος). Η πραγματογνωμοσύνη δεν είναι άκυρη ακόμα και όταν έχει ατέλειες, σφάλματα, ανακρίβειες ή εσφαλμένες κρίσεις, εναπόκειται δε στο δικαστήριο, το οποίο δικαιούται, αλλά και υποχρεούται, να αποφαίνεται κατά συνείδηση, ως προς την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, όταν κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα (άρθρο 340 ΚΠολΔ), να της προσδώσει την προσήκουσα αποδεικτική βαρύτητα ή να διατάξει επανάληψη ή συμπλήρωσή της ή νέα πραγματογνωμοσύνη (ΑΠ 187/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 715/2006, ΑΠ 1795/2005, Ζ. Χατζηγιαννάκος, Η Δικαστική Πραγματογνωμοσύνη κατά τον ΚΠολΔ, 2020 σελ. 135 επ). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 254 παρ.1, 368, 387, 388, 522, 527, 529, 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το εφετείο δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, με τα αναφερόμενα στο άρθρο 339 του ίδιου Κώδικα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, οσάκις πρόκειται για ζήτημα, για την αντίληψη του οποίου απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, έτσι ώστε μετά τη συνεκτίμηση των αποδείξεων, αυτών που θα διεξαχθούν και εκείνων, που η εκκαλουμένη εκτίμησε, να κρίνει αν είναι εσφαλμένη η απόφαση, που προσβάλλεται με την έφεση και σε καταφατική περίπτωση να αποφανθεί για τη βασιμότητα του λόγου της εφέσεως και ως εκ τούτου, κατά την επιλογή του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να εξαφανίσει τότε την εκκαλουμένη (ΟλΑΠ 1285/1982 Δ 1983 σελ. 569, ΑΠ 755/2012 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2/2006 ΕλΔ/νη 47 σελ. 1047, ΤριμΕφΠειρ 282/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΠειρ 262/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΤριμΕφΔωδ 164/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠατρ 166/2019 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 308/2019 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΕφΛαρ 2/2014 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΘεσ 2382/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 63/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 24/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 139/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 2516/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΚρητ 93/2008 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 3671/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 163/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΙωαν 95/2005 Δημ. Νόμος, Ζ. Χατζηγιαννάκος, Η Δικαστική Πραγματογνωμοσύνη κατά τον ΚΠολΔ, 2020, σελ. 82 επ.). Από τις διατάξεις δε των άρθρ. 368, 387 και 388 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η διάταξη νέας πραγματογνωμοσύνης ή επανάληψης ή συμπλήρωσης της πραγματογνωμοσύνης, που έχει ήδη διεξαχθεί από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες, εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου της ουσίας και δεν υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Η κρίση του δικαστηρίου περί των ανωτέρω δεν ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, αφού η σχετική αίτηση, που μπορεί να απορριφθεί και σιωπηρά, δεν αποτελεί “πράγμα” κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, έστω και αν αποτέλεσε περιεχόμενο λόγου έφεσης (ΑΠ 667/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 187/2018 ό.π., ΑΠ 1493/2003, ΤριμΕφΠατρ 166/2019 ό.π., ΕφΠατρ 399/2009 Δημ. Νόμος, Ζ. Χατζηγιαννάκος, ό.π. σελ. 251 επ.). Σύμφωνα με το άρθρ. 388, το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, αν κρίνει ότι υπάρχει λόγος, μπορεί, ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη ή την επανάληψη ή τη συμπλήρωση της αρχικής από τους ίδιους ή άλλους πραγματογνώμονες. Η ρύθμιση αυτή προβλέπει τρεις διαφορετικές δικονομικές δυνατότητες για το δικαστήριο της ουσίας, όταν διαπιστώνονται τυχόν ελλείψεις, αντιφάσεις ή ασάφειες του περιεχομένου της γνωμοδότησης. Ειδικότερα: α) Επανάληψη της πραγματογνωμοσύνης διατάσσεται όταν η αρχική γνωμοδότηση παρουσιάζει ασάφειες, αντιφάσεις ή ατέλειες, οι οποίες δεν μπορούν να θεραπευτούν με την κατ’ άρθρ. 384 παροχή διευκρινίσεων. Η επαναλαμβανόμενη πραγματογνωμοσύνη αναφέρεται στα ίδια ή άλλα θέματα, για τα οποία είχε διαταχθεί η αρχική. Προϋπόθεση του παραδεκτού της αίτησης των διαδίκων για τη διενέργεια συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης είναι η σύνταξη της αρχικώς διεξαχθείσας. Η μη λήψη, όμως, υπόψη αιτήματος διαδίκου για επανάληψη της πραγματογνωμοσύνης δεν ιδρύει τον κατ’ άρθρ. 559 αρ. 9 αναιρετικό λόγο, λόγω μη λήψης υπόψη ισχυρισμού που προτάθηκε. Αντίστοιχα, η απόρριψη του αιτήματος περί διεξαγωγής συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης, χωρίς ειδικότερη αιτιολόγηση της απόρριψης, δεν ιδρύει τον αναιρετικό λόγο του άρθρ. 559 αρ. 19 λόγω έλλειψης νόμιμης βάσης. Η συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη θα πρέπει να διατάσσεται από το δικαστήριο, αλλιώς δεν συνιστά ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά γνωμοδότηση του άρθρου 390, η οποία εκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 262/2021 ό.π., Ζ. Χατζηγιαννάκος, ό.π. σελ. 251 επ.). β) Νέα πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται ως προς τα ίδια θέματα, για τα οποία είχε διαταχθεί η αρχική, αλλά από καινούργιους πραγματογνώμονες, όταν το δικαστήριο δεν έχει τις αναγκαίες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις για να ελέγξει το περιεχόμενο της αρχικής γνωμοδοτήσεως, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται, κατά τρόπο, που κλονίζει το δικαστήριο και το δικαστήριο δεν κατέχει τις απαιτούμενες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις για τον έλεγχό του ή υπάρχει αδυναμία του δικαστηρίου εν γένει για τον σχηματισμό ασφαλούς κρίσης παρά τη διενέργεια της αρχικής πραγματογνωμοσύνης (ΑΠ 1025/2014 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 262/2021 ό.π., Ζ. Χατζηγιαννάκος, ό.π. σελ. 251 επ., 257 επ.). Στην περίπτωση, που το Δικαστήριο διατάσσει νέα πραγματογνωμοσύνη, είτε διότι η προηγούμενη είναι ατελής ή ασαφής ή ακόμη, και όταν αντιφάσκει με άλλα αποδεικτικά μέσα, δεν υφίσταται ακυρότητα της προηγούμενης διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης, αφού στο Δικαστήριο εναπόκειται να προσδώσει σ΄ αυτήν την προσήκουσα αποδεικτική βαρύτητα (ΑΠ 200/2001 ΕλλΔνη 42.732, ΤριμΕφΠειρ 262/2021 ό.π., ΕφΠειρ 277/2014, ΕφΑθ 3482/1999 ΕλλΔνη 41.1688). γ) Συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης διατάσσεται όταν, μετά την αποδεικτική διαδικασία, προκύπτει η ανάγκη της επεκτάσεως αυτής και σε άλλα συναφή θέματα, στην εν λόγω δε περίπτωση μπορεί να διεξαχθεί αυτή (συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη) είτε από τους αρχικούς πραγματογνώμονες, είτε από νέους (ΤριμΕφΠειρ 262/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 166/2019 ό.π., ΕφΠατρ 399/2009 ό.π., ΕφΘεσ 621/1995 Αρμ 1996.74, ΕφΠειρ 1026/1986 ΕλλΔνη 29.710, Ζ. Χατζηγιαννάκος, ό.π. σελ. 251 επ.). Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του τόσο την αρχική όσο και τη συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη, διότι καθεμία αναφέρεται σε διαφορετικά θέματα και η κρίση του για αμφότερα τα ζητήματα είναι αναγκαία για τη διάγνωση της διαφοράς. Η συμπλήρωση της πραγματογνωμοσύνης μπορεί να ενεργηθεί από τον αρχικό ή το νέο πραγματογνώμονα Ζ. Χατζηγιαννάκος, ό.π. σελ. 251 επ.). Το Δικαστήριο, που δικάζει την υπόθεση, διατάζει τη διεξαγωγή νέας, συμπληρωματικής ή την επανάληψη της πραγματογνωμοσύνης, είτε με αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως (ΤριμΕφΠειρ 262/2021 ό.π., ΕφΠατρ 166/2019 ό.π., ΕφΠατρ 399/2009 ό.π., ΕφΘεσ 621/1995). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 387 ΚΠολΔ, «το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων». Ελεύθερα εκτιμάται το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, όχι, όμως, και όσα ο πραγματογνώμονας βεβαίωσε ότι ενήργησε ο ίδιος ή ότι έγιναν ενώπιόν του, μολονότι η έκθεση πραγματογνωμοσύνης δεν είναι έγγραφο, υπό την έννοια των άρθρων 432, 438 & 442. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης, κατά το άρθρο 387 ΚΠολΔ, που επαναλαμβάνει τον ορισμό του άρθρου 340 του ίδιου κώδικα, εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο, ακόμη και όταν διατάχθηκε υποχρεωτικά, κατ` άρθρο 386 ΚΠολΔ και δεν έχει αυξημένη δύναμη σε σχέση με τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που να δεσμεύει το δικαστήριο να δεχθεί την απόδειξη, που προκύπτει από αυτή και, συνεπώς, η συνεκτίμησή της με τα άλλα αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, που να είναι αντίθετη προς το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, η δε σχετική, ως προς την εκτίμηση της πραγματογνωμοσύνης κρίση του δικαστηρίου, δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη, σύμφωνα με τη διάταξη 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, ως αναγόμενη στην εκτίμηση, στάθμιση και αξιολόγηση των αποδείξεων (ΑΠ 1148/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 842/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 255/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 535/2016 ό.π., ΑΠ 87/2013, Ζ. Χατζηγιαννάκος, ό.π. σελ. 261 επ., 271 επ., 286 επ.) και μάλιστα ούτε με τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού δεν έχει ιδιαίτερη αποδεικτική δύναμη έναντι των λοιπών αποδεικτικών μέσων. Επίσης, κατά το άρθρο 390 ΚΠολΔ, το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τις γνωμοδοτήσεις προσώπων, που έχουν ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης σε αιτήματα, που αφορούν εκκρεμή δίκη, οι οποίες συντάχθηκαν ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου και προσάγονται από αυτόν. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι οι έγγραφες εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, με τις οποίες διατυπώνουν κατά το άρθρο 392 παρ. 3 ΚΠολΔ τις γνώσεις τους για τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, αποτελούν έγγραφα, που εκτιμώνται, ως δικαστικά τεκμήρια, ελεύθερα, από το δικαστήριο, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, χωρίς να απαιτείται η αντιδιαστολή τους από τα άλλα έγγραφα και η ειδική μνεία τους (ΑΠ 1148/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 897/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 842/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 765/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1020/2014). Οι γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις (άρθ. 390 του ΚΠολΔ), όπως είναι οι τεχνικές εκθέσεις ιδιωτικής πραγματογνωμοσύνης, όπως προαναφέρθηκε, δεν συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, αλλά έγγραφο με ειδική ρύθμιση από το νόμο, το οποίο εκτιμάται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας, και, κατά συνέπεια, δεν απαιτείται να μνημονεύεται ειδικά από το εν λόγω δικαστήριο, ούτε ν’ αντιδιαστέλλεται από τα άλλα αποδεικτικά έγγραφα και γενικότερα από τα άλλα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσης αυτού (ΟλΑΠ 848/1981, ΑΠ 445/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 64/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 765/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1114/2008, ΑΠ 996/2007), σε αντίθεση προς τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, που διατάχθηκαν από το δικαστήριο στο πλαίσιο της ανοιγείσας δίκης (άρθ. 368 επ. του ΚΠολΔ), που συνιστούν ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο και πρέπει να μνημονεύονται ειδικά (ΑΠ 445/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 64/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 765/2017 Δημ. Νόμος).

Από την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, που προσκομίστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ιδίως από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων και την ανωμοτί κατάθεση της ενάγουσας, που εξετάστηκαν νόμιμα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με τη με αριθμό 5975/2009 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τα ταυτάριθμα με τη με αριθμ. 3145/2012 μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του ιδίου Δικαστηρίου και τα ταυτάριθμα με τη με αριθμ. 5500/2018 οριστική εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τις με χρονολογία Απρίλιος 2010 και Δεκέμβριος 2012 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονος – γραφολόγου, …………, καθώς και από τις προσκομιζόμενες νόμιμα με επίκληση με χρονολογία Μάϊος Μαΐου 2010 και Απρίλιος 2011 ιδιωτικές γνωμοδοτήσεις των …….. και της ………., αντιστοίχως, τεχνικών συμβούλων των διαδίκων, εκτιμώμενες ελεύθερα (άρθρα 387, 390 ΚΠολΔ) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη, έστω και αν δεν μνημονεύονται ένα προς ένα (ΟλΑΠ 848/1981 ΝοΒ 30.441, ΟλΑΠ 8/1987 ΝοΒ 1988.75, ΑΠ 187/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1697/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 722/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 152/2002 Δημ. ΤΝΠΔΣΑθ, ΜονΕφΑθ 407/2018 Δημ. Νόμος), για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη σημείωση παρακάτω, χωρίς, όμως, να αγνοείται η σημασία και η σπουδαιότητα των υπολοίπων και χωρίς να παραλείπεται κανένα, κατά την επανεκτίμηση της ουσίας της διαφοράς (ΑΠ 211/2006 ΝοΒ 54.849, ΑΠ 1659/2005 ΔΕΕ 2006,173, ΑΠ 250/2000 ΕλλΔνη 41.980, ΜονΕφΑθ 407/2018 ό.π.) και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για να χρησιμεύσουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 του ΚΠολΔ – ΑΠ 60/2008 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1201/2007 Δημ. Νόμος), από τα έγγραφα της ποινικής διαδικασίας και τις ποινικές αποφάσεις, που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια, τις επιμέρους ομολογίες των διαδίκων, στα σημεία, που ειδικά αναφέρονται κατωτέρω (άρθρο 261 του ίδιου κώδικα), καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο …………., κάτοικος εν ζωή Κεραμωτού Κυθήρων, απεβίωσε στις 18-8-2007, κληρονομηθείς από τον εναγόμενο ανηψιό του (τέκνο του προαποβιώσαντος αδελφού του, …….) (ΑΚ 1814, β τάξη), κατόπιν δηλώσεως αποποιήσεως της ……….., θυγατέρας του προαποβιώσαντος αδελφού του θανόντος, ……………. (βλ. το με αριθμ. πρωτ. ……./21-9-2007 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δήμου Κυθήρων, σε συνδυασμό προς την υπ’ αριθμ. ……./2007 δήλωση αποποιήσεως κληρονομιάς ενώπιον του Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Στο παθητικό της κληρονομιαίας περιουσίας, σύμφωνα με τους αγωγικούς ισχυρισμούς, φέρεται να συμπεριλαμβάνονται απαιτήσεις της ενάγουσας, ποσού 2.000.000 δραχμών, που αντιστοιχεί στο ποσό των 5.869,40 ευρώ και ποσού 3.750.000 δραχμών, που αντιστοιχεί στο ποσό των 11.005,15 ευρώ, τα οποία (ποσά), όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα, είχε παραδώσει στο θανόντα, στις 8-12-2002 και 1-4-2003, αντιστοίχως, για την αγορά για λογαριασμό της ακινήτων στα Κύθηρα, με τη συμφωνία της επιστροφής των ποσών αυτών, σε περίπτωση μη πραγματοποίησης της αγοράς αυτών, συντασσομένων σχετικώς των από 8-12-2002 και 1-4-2003 έγγραφων αποδείξεων εισπράξεως, με φερόμενο ως εκδότη τον ως άνω θανόντα. Ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αντιμωλία των διαδίκων, στις 20/02/2009, παριστάμενος αυτοπροσώπως, μετά του πληρεξουσίου Δικηγόρου του (άρθρο 98 ΚΠολΔ), υπέβαλε ένσταση πλαστότητας των ως άνω εγγράφων, ισχυριζόμενος ότι τα ως άνω από 8-12-­2002 και 1-4-2003 έγγραφα δεν έχουν γραφεί ούτε υπογραφεί από το θείο του, …………….., η δε υπογραφή αυτού έχει τεθεί κατ’ απομίμηση της πραγματικής, με προφορική δε δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με τη με αριθμ. 5975/2009 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, απαραδέκτως, κατ’ άρθρο 461 ΚΠολΔ, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη, κατονόμασε, ως πλαστογράφο, την ενάγουσα, η οποία επικαλείται τα έγγραφα αυτά. Ενόψει της ενστάσεως αυτής, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθμ. 5975/2009 μη οριστική απόφασή του, διέταξε, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του εναγομένου, την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστεί η διαταχθείσα με τη μη οριστική αυτή απόφαση έκθεση πραγματογνωμοσύνης και ειδικότερα διέταξε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, από το Δικαστικό Γραφολόγο …………., διεξαγομένης με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, περί της γνησιότητας της υπογραφής του …………….. επί του ως άνω από 8-12-2002 εγγράφου, υποχρεωμένης της ενάγουσας να προσκομίσει το πρωτότυπο, λόγω της προσβολής του εγγράφου αυτού από τον εναγόμενο, ως πλαστού. Ως προς την ως άνω δε από 1/4/2003 φερόμενη ως απόδειξη του θανόντος, με τη με αριθμ. 5975/15-12-2009 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κρίθηκε, μεταξύ άλλων, ότι « … η ιδιόχειρη αναγραφή του ονόματος του αποθανόντος επί του από 1-4-2003 εγγράφου, καθώς και της κάτωθι τεθείσης υπογραφής του, αποδεικνύεται από την παραβολή με τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα από τους διαδίκους, που αποτυπώνουν τον τρόπο γραφής και υπογραφής του και ιδίως το από 30-9-2005 έγγραφο προς τον Γενικό Γραμματέα Περιφέρειας, που περιλαμβάνει το ονοματεπώνυμό του και την υπογραφή του ιδιοχείρως και τις τεθείσες υπογραφές του στα φύλλα του υπ’ αριθμόν …../2002 συμβολαίου, ώστε να μην καταλείπεται ουδεμία αμφιβολία για τη γνησιότητα του δεύτερου αυτού εγγράφου. Επίσης το Δικαστήριο δύναται από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα να καταλήξει με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι το περιεχόμενο των δύο αυτών κρίσιμων εγγράφων δεν έχει γραφτεί από τον κληρονομούμενο. Συνεπώς, εφόσον και το πρώτο, ως άνω, έγγραφο είναι ουσιώδες για την κατ’ ουσίαν διάγνωση της υπόθεσης, για την ασφαλή διάγνωση του αναγκαίου προς σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης αμφισβητούμενου ζητήματος της γνησιότητας του, το Δικαστήριο κρίνει ότι απαιτείται να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη από έναν πραγματογνώμονα, καθόσον πρόκειται για ζήτημα το οποίο για να γίνει πληρέστερα αντιληπτό απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις γραφολογίας, κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματος του εναγομένου…». Εν συνεχεία, μετά τη διενέργεια της ως άνω ταχθείσας πραγματογνωμοσύνης (βλ. σχετ. με χρονολογία Απρίλιος 2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πραγματογνώμονος – γραφολόγου, . …….), εισήχθη η υπόθεση προς συζήτηση, ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την από 22.10.2010 κλήση (αρ. κατ. ……../22.10.2010) της ενάγουσας. Μετά δε από συζήτηση, που έγινε, στις 22-09-2011, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμ. 3145/2012 μη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης και διετάχθη η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστεί η διαταχθείσα με τη μη οριστική αυτή απόφαση έκθεση πραγματογνωμοσύνης και ειδικότερα διετάχθη η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, διεξαγομένης με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, περί της γνησιότητας της υπογραφής του ………… επί του ως άνω από 1.4.2003 εγγράφου, υποχρεωμένης της ενάγουσας να προσκομίσει το πρωτότυπο, ενόψει της προσβολής του από τον εναγόμενο, ως πλαστού. Ειδικότερα, στην ως άνω με αριθμ. 3145/2012 μη οριστική συμπροσβαλλόμενη απόφαση, σχετικά με το πόρισμα της ως άνω διαταχθείσας με τη με αριθμ. 5975/2009 μη οριστική απόφαση πραγματογνωμοσύνης, αναφέρονται τα ακόλουθα: «…Η πρωτότυπη αμφισβητούμενη υπογραφή που διαλαμβάνεται στην από 8/12/2002 επίδικη χειρόγραφη απόδειξη [Π], στη θέση: «Ο ΛΑΒΩΝ», δεν έχει χαραχθεί από τον …………, στον οποίο αποδίδεται, αλλά από κάποιο άλλο άγνωστο άτομο, το οποίο προσπάθησε – πλην όμως ανεπιτυχώς – να απομιμηθεί, πιθανότατα με τη μέθοδο της δουλικής αντιγραφής – ιχνηλάτησης (traced forgery), κάποια υπογραφή του ανωτέρω θανόντα που προφανώς είχε στη διάθεσή του», «Στη συγκεκριμένη μέθοδο πλαστογράφησης, κατά κανόνα δεν εγκαταλείπονται από τον πλαστογράφο γνωρίσματα και στοιχεία του δικού του υπογραφικού τύπου, αφού ακολουθεί το σχηματισμένο περίγραμμα της απομιμούμενης υπογραφής, με αποτέλεσμα να είναι μεν δυνατή η διαπίστωση της πλαστότητας της υπογραφής, όχι όμως και ο προσδιορισμός της ταυτότητας του πλαστογράφου, κάτι το οποίο συμβαίνει και στην συγκεκριμένη περίπτωση…». Εν συνεχεία, στην ως άνω με αριθμ. 3145/2012 μη οριστική συμπροσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρονται τα ακόλουθα: «…Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανωτέρω δικαστικός γραφολόγος, …………, όπως ο ίδιος αναφέρει στη σελ. 13 της πραγματογνωμοσύνης του, δεν συμπεριέλαβε στην εξέταση που διενήργησε ως «δειγματικό υλικό», την από 1.4.2003 χειρόγραφη απόδειξη, με την αιτιολογία ότι αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων, όσον αφορά τη γνησιότητα της υπογραφής της, που αποδίδεται στον …………. και ενόψει της ποσοτικής επάρκειας και ποιοτικής καταλληλότητας του λοιπού παραδοθέντος δειγματικού υλικού υπογραφών του ανωτέρω θανόντος (……………), το οποίο φέρει αναμφισβήτητης γνησιότητας δειγματικές υπογραφές του…» και ότι «…Περαιτέρω, η καλούσα – ενάγουσα με τις νομίμως κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις της αποδέχεται το ανωτέρω πόρισμα του δικαστικού πραγματογνώμονα και διευκρινίζει ταυτόχρονα, ότι, προφανώς εκ παραδρομής και λόγω του μεσολαβήσαντος μεγάλου χρονικού διαστήματος, δήλωσε εσφαλμένα επ’ ακροατηρίω, κατά την α’ συζήτηση της ένδικης διαφοράς, ότι «μπροστά μου υπόγραψε» ο ……. . την από 8-12-2002 απόδειξη, ενώ αντίθετα, ισχυρίζεται ότι ορθά ανέφερε ότι «… στο κείμενο της από 1-4-2003 αποδείξεως υπόγραψε μπροστά μου αλλά το κείμενο το έφερε έτοιμο…». Όσον αφορά δε στη δεύτερη των επίδικων αποδείξεων, ήτοι την από 1.4.2003, με τη με αριθμ. 3145/2012 μη οριστική απόφαση κρίθηκε ότι «…η ενάγουσα – καλούσα αποδεχόμενη, αφενός τις παραδοχές της ως άνω μη οριστικής απόφασης, που … έκρινε ότι ναι μεν το περιεχόμενό της δεν έχει γραφεί από τον αποβιώσαντα …………, πλην, όμως, η υπογραφή είναι δική του, …, προσκομίζει και επικαλείται την από 28-4-2011 έκθεση ιδιωτικής γραφολογικής γνωμοδότησης, της Δικαστικής Γραφολόγου ……….., η οποία αυτή αποφαίνεται ότι: “…I) Η υπό έλεγχο υπογραφή ως «…………» και η υπό έλεγχο, επίσης, γραφή με την οποία διαμορφώνεται η ιδιόχειρη ένδειξη ως «………..» άνω αυτής, όπως φέρονται επί της από 1/4/2003 ιδιόγραφης Απόδειξης, χαράσσονται σε διάφορο γραφικό χρόνο του χρόνου σύνταξης του κειμένου αυτής και από διάφορο συντάκτη. Με ελεύθερες και αβίαστες γραφικές κινήσεις, με ομαλή και αυξομειούμενη γραφική πίεση, με ιδιότυπη και εξατομικευμένη σύνθεση των επί μέρους στοιχείων τους και με παντελή απουσία ιχνών «ύποπτης» γραφικής χάραξης ή αβεβαιότητας ως προς το σκεπτικό της δομής τους, αποδεικνύοντας έτσι, ότι οι υπό έλεγχο ως άνω ενδείξεις έχουν τεθεί με το χέρι φυσικού και πρωτογενούς γραφικού φορέα. II) Η υπό έλεγχο υπογραφή ως «…. ….», στη συνέχεια, καθώς και η ιδιόγραφη αναγραφή, τόσο του επωνύμου «….», όσο και των πέντε πρώτων γραμμάτων του ονόματος «….» του φερομένου ως δηλούντος ……. επί της από 1/4/2003 ιδιόγραφης Αποδείξεως, σε σχέση σύγκρισης με τις γνήσιες υπογραφές του ως άνω γραφέα, καθώς και με τη γνήσια γραφή αυτού επί αναλογών ενδείξεων αναγραφής του ονοματεπωνύμου αυτού, φέρονται με ομοιότητα μορφής και θέσεως των αξόνων κατά την αποτύπωση των επί μέρους γραφικών τους κινήσεων, διαστάσεων και αναλογίας Χάραξης στον τρόπο σχηματισμού τους και δομικής συνθέσεως των επί μέρους στοιχείων και γραμμών τους, με τα αντίστοιχα γραφολογικά γνωρίσματα και με τις αυτές γραφικές λεπτομέρειες των προς αντιπαραβολή φερομένων υπογραφών του ………….. και με διαφοροποιήσεις, οι οποίες, όμως, δεν συνιστούν πραγματικές διαφορές, αλλά εναλλαγές, εντοπιζόμενες στην ποικιλία και στη διάφορη ταχύτητα των εν λόγω υπογραφών, καθώς και στην πρωτοβουλία του συντάκτη τους Αποδεικνύοντας έτσι, ότι οι υπό έλεγχο υπογραφή και γραφή στο τέλος της ως άνω Αποδείξεως, έχουν τεθεί μέσα στα πλαίσια του γνησίου γραφικού και υπογραφικού κύκλου του ……., οδηγώντας έτσι, με ασφάλεια και θετικότητα, στον ………..ως συντάκτη και φορέα αυτών…». Εν συνεχεία, στη με αριθμ. 3145/2012 μη οριστική απόφαση αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «…η ενάγουσα στην ανωμοτί κατάθεσή της, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προαναφερόμενη υπ’ αριθμ. 5975/2009 μη οριστική απόφαση αυτού του δικαστηρίου, … αναγνωρίζει τα γράμματα του θείου του εναγόμενου στην απόδειξη της 8/12/2002 (που από παραδρομή στα πρακτικά αναγράφηκε 8.2.2002), ότι όλο το κείμενο γράφτηκε μπροστά της και ότι μόνο η ημερομηνία μπήκε από εκείνη, γιατί είχε παραληφθεί και συνεχίζοντας κατέθεσε, ότι της έκανε εντύπωση το κείμενο της 8/12/2002 που έγραφε (εννοείται ο ………..) λέγοντας το τί ωραία έγραφε και ότι μπροστά της υπέγραψε, ενώ αποδείχθηκε από το δικαστικό πραγματογνώμονα, ότι δεν είναι η υπογραφή του …………….». Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την ως άνω με αριθμ. 3145/2012 μη οριστική απόφαση, επειδή, κατά την κρίση του, από τα υπάρχοντα και διαθέσιμα στο Δικαστήριο αποδεικτικά μέσα δεν κατέστη δυνατό, να διαγνωσθεί με βεβαιότητα η γνησιότητα της υπογραφής του …………. επί του επικαλούμενου και προσκομιζόμενου από την ενάγουσα δεύτερου, από 1-4-2003 εγγράφου, ενόψει της προσβολής του ως πλαστού, αλλά και της αντιφατικής κατάθεσης της ενάγουσας, από τα οποία δημιουργείται εύλογη αμφιβολία για τη γνησιότητα του δεύτερου αυτού εγγράφου, ανακάλεσε την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ως άνω με αριθμ. 5975/2009 μη οριστική απόφαση), κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, σχετικά με τη γνησιότητα της εν λόγω υπογραφής και, εφόσον και το ως άνω, έγγραφο είναι ουσιώδες για την κατ’ ουσία διάγνωση της υπόθεσης, για την ασφαλή διάγνωση του αναγκαίου προς σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης αμφισβητούμενου ζητήματος της γνησιότητας του, κρίνοντας ότι απαιτείται να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διεξαχθεί εκ νέου πραγματογνωμοσύνη από έναν πραγματογνώμονα, καθόσον πρόκειται για ζήτημα το οποίο για να γίνει πληρέστερα αντιληπτό απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις γραφολογίας, κατά παραδοχή και του σχετικού αιτήματος του εναγομένου, ανέβαλε, κατά τ’ ανωτέρω την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο, προκειμένου να προσκομιστεί η διαταχθείσα με τη μη οριστική αυτή απόφαση έκθεση πραγματογνωμοσύνης και ειδικότερα διέταξε τη διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, διεξαγομένης με την επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, περί της γνησιότητας της υπογραφής του ………. επί του από 1.4.2003 εγγράφου, υποχρεωμένης της ενάγουσας να προσκομίσει το πρωτότυπο, ενόψει της προσβολής του από τον εναγόμενο, ως πλαστού. Κατόπιν δε της από 18-11-2014 και με αριθμό εκθ. καταθ. ………./2014 κλήσης της ενάγουσας, μετά τη διενέργεια της ταχθείσας με την ως άνω με αριθμ. 3145/2012 μη οριστική απόφαση πραγματογνωμοσύνης και την κατάθεση της με ημερομηνία Δεκέμβριος 2012 έκθεσης πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο Πραγματογνώμονος – Γραφολόγου, ………., το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 06/12/2017, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, με τη με αριθμό 5500/27-12-2018 εκκαλουμένη οριστική απόφαση, δεκτής γενομένης ως κατ’ ουσία βασίμου της ενστάσεως πλαστότητας, που είχε προβάλλει ο εναγόμενος, απέρριψε στο σύνολό της την αγωγή ως κατ’ ουσία βάσιμη και ως προς τα δύο ως άνω από 8/12/2002 και 1/4/2003 έγγραφα. Ειδικότερα, με την ανωτέρω εκκαλουμένη οριστική απόφαση έγινε δεκτό, μεταξύ άλλων, ως προς την από 8/12/2002 έγγραφη απόδειξη, ότι «…Σύμφωνα με την από Απριλίου 2010 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ως άνω πραγματογνώμονα, η υπογραφή επί της από 8­-12-2002 χειρόγραφης αποδείξεως δεν έχει χαραχθεί από τον ………….., στον οποίο αποδίδεται, αλλά από κάποιο άλλο άγνωστο άτομο, το οποίο προσπάθησε, πλην, όμως, ανεπιτυχώς, να απομιμηθεί, πιθανότατα με τη μέθοδο της δουλικής αντιγραφής – ιχνηλάτησης (traced forgery), κάποια υπογραφή του θανόντος, που προφανώς είχε στη διάθεσή του. Ο ως άνω πραγματογνώμων, κατόπιν συγκριτικής μελέτης της αμφισβητούμενης υπογραφής στην ένδικη πρώτη χειρόγραφη απόδειξη με συγκεκριμένες δειγματικές υπογραφές του ……………, διαπιστώνει ότι παρά την επιφανειακή ομοιότητα στη γενική τους εμφάνιση, το μέγεθος, την κλίση και την υπογραφική τους πορεία, παρουσιάζουν ταυτόχρονα διαφορές σε ουσιώδη δομικά γραφολογικά τους γνωρίσματα, όπως στον αριθμό των χαρακτικών κινήσεων σχηματισμού τους (έξι στην πειστήρια υπογραφή, μία έως τρεις στις δειγματικές υπογραφές), στον ρυθμό και την ποιότητα χάραξης (εξαιρετικά αργός ρυθμός και σημαντικά περιορισμένη ποιότητα χάραξης στην πειστήρια υπογραφή, σε αντίθεση με τις δειγματικές, που αποδίδονται με φυσιολογικό ρυθμό και αρκετά καλή ποιότητα χάραξης), στην ταχύτητα και την ευχέρεια χάραξης (εξαιρετικά αργή – ζωγραφική ταχύτητα και σαφώς περιορισμένη ευχέρεια χάραξης στην πειστήρια υπογραφή, σε αντίθεση από τις δειγματικές, οι οποίες αποδίδονται με ικανή ταχύτητα και ευχέρεια χάραξης), στην ασκούμενη γραφική πίεση (ασθενής στην πειστήρια υπογραφή, μέση στις δειγματικές υπογραφές). Στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα καταλήγει και η προσκομιζόμενη από Μαΐου 2010 ιδιωτική γραφολογική γνωμοδότηση του τεχνικού συμβούλου του εναγομένου ……………. Για τις πράξεις της πλαστογραφίας των ως άνω δύο έγγραφων αποδείξεων και της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος της ενάγουσας, κατόπιν υποβληθείσας μηνύσεως εκ μέρους του εναγομένου και η υπόθεση παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 5706/18-11-2014 ήδη τελεσίδικη απόφασή του καταδίκασε την εναγομένη για την πράξη της πλαστογραφίας επί της από 8-12-­2002 αποδείξεως και της ψευδούς ανώμοτης καταθέσεως σε συνολική ποινή φυλακίσεως 18 μηνών, αθώωσε δε αυτήν για την πράξη της πλαστογραφίας επί της από 1-4-2003 έγγραφης αποδείξεως. Άλλωστε, με τις έγγραφες προτάσεις της προηγούμενης συζήτησης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά και της παρούσας, η ενάγουσα δεν αρνείται τα πορίσματα του ως άνω πραγματογνώμονος και του τεχνικού συμβούλου του εναγομένου αναφορικά με τη μη γνησιότητα της υπογραφής επί της πρώτης αποδείξεως, μάλιστα προβαίνει σε ανασκευή της δοθείσας ανώμοτης καταθέσεώς της ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου, εμπεριεχόμενης στα υπ’ αριθμ. 5975/2009 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (βλ. σελ. 2 αυτών), περί συντάξεως του κειμένου της εν λόγω χειρόγραφης αποδείξεως και υπογραφής αυτής από το θανόντα ενώπιόν της, διευκρινίζοντας, με τις προηγούμενες προτάσεις της, ότι εκ παραδρομής ανέφερε τα ανωτέρω λόγω παρόδου ικανού χρόνου. Από τα παραπάνω, καθώς και από την επισκόπηση της υπό αμφισβήτηση υπογραφής σε σύγκριση με τις δειγματικές υπογραφές επί πλήθους προσκομιζομένων εγγράφων, το Δικαστήριο άγεται με ασφάλεια στην κρίση περί πλαστότητας της από 8-12-2002 έγγραφης αποδείξεως, κατά παραδοχή της υποβληθείσας ενστάσεως του εναγομένου ως ουσία βάσιμης…». Σημειώνεται ότι, ως προς την κρίση αυτή της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης, σχετικά με την πλαστότητα της ανωτέρω από 8/12/2002 έγγραφης απόδειξης, η υπόθεση δεν μεταβιβάστηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με σχετικό λόγο έφεσης από την εκκαλούσα. Συνεπώς, το έγγραφο αυτό (από 8/12/2002), ως πλαστό, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 457, 336 παρ. 3, 339, 340 και 395 Κ.Πολ.Δ., δεν λαμβάνεται υπόψη, ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων ή ως αποδεικτικό μέσο, που δεν πληροί τους όρους του νόμου, καθ’ ο μέρος η υπόθεση μεταβιβάστηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, εφόσον προϋπόθεση τούτου είναι το βέβαιο και αναμφισβήτητο του γεγονότος, το οποίο αποτελεί τη βάση του τεκμηρίου (βλ. σχετ. ΑΠ 584/2019 ό.π., ΜονΕφΘεσ 2655/2019 ό.π., ΜονΕφΑθ 106/2018 ό.π.). Περαιτέρω, αναφορικά με την από 1-4-2003 έγγραφη απόδειξη και ιδίως με την υπογραφή επ’ αυτής, κρίθηκε με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση ότι «…Η από Δεκεμβρίου 2012 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικώς διορισθέντος πραγματογνώμονος ……….., νομίμως κατατεθείσας στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καταλήγει σε κατάφαση της γνησιότητας της γραφής του ονόματος του θανόντος ως συντάκτη της και της υπογραφής αυτού. Το πόρισμα αυτό διατυπώνει ο ως άνω πραγματογνώμων κατόπιν συγκριτικής εξέτασης της υπό αμφισβήτηση υπογραφής και πλήθος δειγματικών υπογραφών του θανόντος, στο πλαίσιο της οποίας διαπιστώνει πολλές και σημαντικές ομοιότητες, τόσο σε γενικά όσο και σε ειδικά γραφολογικά χαρακτηριστικά, τις κυριότερες των οποίων εντοπίζει στη γενική τους εμφάνιση, στο μέγεθος και την κλίση τους, στην υπογραφική τους πορεία (ελαφρώς ανοδική προς τα δεξιά ως προς το κύριο σώμα τους, τοξοειδής μεταξύ του εναρκτήριου και ενδιάμεσου μορφώματος), στη μέση ασκούμενη κατά την απόδοσή τους γραφική πίεση, στην ταχύτητα και ευχέρεια χαράξεως, στον αριθμό των χαρακτικών κινήσεων, με τις οποίες ολοκληρώνεται ο σχηματισμός τους (τρεις ανεξάρτητες χαρακτικές κινήσεις), καθώς και στη σύμπτωση των σημείων έναρξης αυτών, στη μορφή και στον τρόπο σχηματισμού του εναρκτήριου μορφώματος, του ενδιάμεσου μορφώματος και του καταληκτικού, στην πλοκή και την εν γένει ανάπτυξη και δομή τους. Ομοίως, στην από 28 Απριλίου 2011 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησής της, η ………., τεχνική σύμβουλος της ενάγουσας, καταλήγει σε κατάφαση της γνησιότητας της υπογραφής του ………. στην υπό έλεγχο δεύτερη χειρόγραφη απόδειξη, παρά τη διαπίστωση εκ μέρους της διαφοροποιήσεων με το συγκριτικό υλικό, τις οποίες αποδίδει στην ποικιλία και διάφορη ταχύτητα των δειγματικών υπογραφών, εντασσόμενης και της αμφισβητούμενης στο πλαίσιο του γνήσιου υπογραφικού κύκλου του θανόντος. Αντιθέτως, στην από Μαΐου 2010 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης του ……….., τεχνικού συμβούλου του εναγόμενου, διατυπώνεται πόρισμα περί πλαστότητας της υπογραφής στο από 1-4-2003 έγγραφο. Ειδικότερα, ο ως άνω γραφολόγος παρατηρεί σχηματική απόκλιση και σημαντικές διαφορές στα γραφολογικά χαρακτηριστικά της υπό έλεγχο υπογραφής και των δειγματικών: α) Στην ευχέρεια χάραξης: Οι υπογραφές του συγκριτικού υλικού χαράσσονται ελεύθερα και αυθόρμητα με δεξιά κλίση, ενώ η υπό εξέταση χαράσσεται χωρίς κλίση, με ελεγχόμενη κίνηση της γραφίδος στον κάθετο άξονα, β) στον αριθμό των κινήσεων χάραξης: οι υπογραφές του δειγματικού υλικού χαράσσονται κυρίως σε έναν ή δύο χρόνους, ενώ η υπό έλεγχο σε τρεις χρόνους, γ) στον ρυθμό και την ταχύτητα χάραξης: Η υπό εξέταση χαράχθηκε με ελεγχόμενη ταχύτητα και αργό ρυθμό, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από τις αδικαιολόγητες διακοπές στη ροή του γραφικού νήματος, καθώς και από την ψευδή σύνδεση στο μέσον του υπογραφικού σχηματισμού. Αντίθετα, οι υπογραφές του συγκριτικού υλικού χαράχθηκαν ελεύθερα με ταχύτητα και φυσιολογικό ρυθμό, δ) Στην πίεση που ασκήθηκε στη γραφίδα: Ενώ στις υπογραφές του συγκριτικού υλικού απαντάται μέτρια ή δυνατή πίεση, στην ελεγχόμενη υπογραφή η πίεση που ασκεί ο υπογράφων είναι ελαφριά, ε) Στην ποιότητα του γραφικού νήματος: Το γραφικό νήμα της υπό έλεγχο υπογραφής χαρακτηρίζεται από ασαφή όρια σε αντίθεση με το αντίστοιχο των υπογραφών του δειγματικού υλικού. Με βάση τις ως άνω ουσιώδεις διαφορές διατυπώνει το συμπέρασμά του ότι πρόκειται περί ελεύθερης απομίμησης της υπογραφής του ………… από έτερο πρόσωπο, το οποίο προσπάθησε ανεπιτυχώς να μιμηθεί την υπογραφή του. Ότι προφανώς ο πλαστογράφος επιχείρησε προ του εγχειρήματος του να μελετήσει τις γνήσιες υπογραφές του ………….., προκειμένου να μιμηθεί την υπογραφή του, η «κακή» ερμηνεία, όμως, των ιδιαίτερων γραφολογικών χαρακτηριστικών του θανόντος και τα «ύποπτα» γραφολογικά ευρήματα της υπό εξέταση υπογραφής (όπως και η μικρή ανερχόμενη κίνηση της γραφίδος κατά την εκκίνηση σε δεύτερο χρόνο και η ψευδής σύνδεση κατά την χάραξη σε τρίτο χρόνο του μεσαίου υπογραφικού σχηματισμού) «πρόδωσαν» την παράνομη αυτή ενέργεια της υπογραφής, που φέρει η από 1-4-2003 επίδικη έγγραφη απόδειξη…». Καταλήγοντας δε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, αναφορικά με την από 1-4-2003 έγγραφη απόδειξη και ιδίως με την υπογραφή επ’ αυτής, στην κρίση περί πλαστότητας της υπογραφής επ’ αυτής,  καθώς, όπως αναφέρεται σε αυτήν «…καθίσταται φανερό, πέραν όλων των άλλων στοιχείων, που αναλύονται στην έκθεση του γραφολόγου … …, ότι η γραφική πίεση, που ασκείται σε όλες τις δειγματικές υπογραφές είναι δυνατή ή μέτρια ενώ στην υπό έλεγχο υπογραφή είναι ελαφριά (όπως ακριβώς και στην επί του από 8-12-2002 εγγράφου υπογραφή), το αρχικό υπογραφικό μόρφωμα διαφέρει ουσιωδώς στην υπό αμφισβήτηση από τις γνήσιες (καμία από αυτές δεν φέρει το αρχικό συμβολικό «Λ» σε σχήμα σχεδόν σφαιρικό), διαφοροποιείται η κλίση, ο ρυθμός και η ευχέρεια στη χάραξη…», έκανε δεκτή, ως κατ’ ουσία βάσιμη, την υποβληθείσα ένσταση πλαστότητας και ως προς τη δεύτερη αυτή υπογραφή. Από όλα τ’ ανωτέρω προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, ιδίως την ως άνω με αριθμ. 5706/18-11-2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, η οποία δεν προκύπτει, ωστόσο, ότι έχει καταστεί αμετάκλητη, καθώς, δυνάμει της με αριθμ. 18,100/2016 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημ/των Πειραιώς, απορρίφθηκε μεν η ασκηθείσα έφεση κατ’ αυτής, ως ανυποστήρικτη, πλην, όμως, δεν προσκομίζονται σχετικές βεβαιώσεις περί μη ασκήσεως ενδίκων μέσων κατ’ αυτής και εκτιμάται ελεύθερα, ως δικαστικό τεκμήριο (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 4/2020 Δημ. Νόμος), για το εριζόμενο κρίσιμο τούτο θέμα, το οποίο μεταβιβάστηκε, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί της πλαστότητας ή μη της γραφής και υπογραφής επί του από 1.4.2003 εγγράφου, το οποίο αποδίδεται στον αποβιώσαντα, στις 18/8/2007, ………., κάτοικο εν ζωή Κεραμωτού Κυθήρων, προσκόμισε δε και επικαλέστηκε η ενάγουσα, κατά τις συζητήσεις ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επικαλείται και προσκομίζει, επίσης, τούτο και ενώπιον του παρόντος, δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, και είναι κατά την κρίση του Δικαστηρίου ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, απαιτεί δε ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης (δικαστικής γραφολογίας) (βλ. Ζ. Χατζηγιαννάκος, ό.π. σελ. 67 επ.), το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση, κυρίως, ενόψει των αντίθετων παραδοχών, που υπάρχουν στην ως άνω με ημερομηνία Δεκέμβριος του 2012 δικαστικής πραγματογνωμοσύνης του Δικαστικού Γραφολόγου ……… και τις προσκομιζόμενες νόμιμα με επίκληση πραγματογνωμοσύνες, οι οποίες συνετάγησαν με εντολή των διαδίκων, ιδίως σε σχέση με τον αριθμό των χαρακτικών κινήσεων σχηματισμού της υπογραφής, τη γραφική πίεση, το αρχικό υπογραφικό μόρφωμα, την κλίση, την ποιότητα, το ρυθμό, την ταχύτητα και την ευχέρεια στη χάραξη, σε σύγκριση με δείγματα γραφής και υπογραφής πλησιόχρονα της ως άνω από 1/4/2003 απόδειξης, που αποδίδεται από την ενάγουσα στον ως άνω αποβιώσαντα. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, εφόσον, εν προκειμένω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης (δικαστικής γραφολογίας), είναι αναγκαίο για την ορθή διερεύνηση της υποθέσεως, χωρίς προηγουμένως το Δικαστήριο να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση (και των αναγκαίως συμπροσβαλλομένων μη οριστικών αποφάσεων) (ΤριμΕφΠειρ 282/2021 ό.π.,, ΤριμΕφΠειρ 262/2021 ό.π., ΤριμΕφΔωδ 164/2020 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 409/2018 Δημ. Ιστ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΠειρ 308/2019 ό.π., ΕφΛαμ 63/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 24/2011 Δημ. Νόμος), να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς συμπλήρωση των αποδείξεων, με τη διεξαγωγή νέας πραγματογνωμοσύνης, κατά τα άρθρα 254 παρ. 1, 368 παρ. 2, 369, 388 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από ειδικό Γραφολόγο – Πραγματογνώμονα, που ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας, περί του κρίσιμου αυτού θέματος, προκειμένου ν’ αποφανθεί με έγγραφη και πλήρως αιτιολογημένη γνωμοδότησή του, περί της γνησιότητας ή μη της γραφής και υπογραφής επί του από 1.4.2003 εγγράφου, το οποίο αποδίδεται στον αποβιώσαντα, στις 18/8/2007, …………, κάτοικο εν ζωή Κεραμωτού Κυθήρων, υποχρεωμένης της ενάγουσας να προσκομίσει το πρωτότυπο, να επιφυλαχθεί δε το Δικαστήριο να ερευνήσει μετά ταύτα την ουσία της υπό κρίση εφέσεως, αναβαλλομένης της εκδόσεως οριστικής αποφάσεως (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ 282/2021 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 262/2021 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 226/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ., ΤριμΕφΔωδ 164/2020 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 409/2018 ό.π., ΜονΕφΠειρ 308/2019 ό.π., ΕφΛαμ 162/2011 Δημ. Νόμος), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, τα προσκομιζόμενα δε και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα και λοιπά ως άνω αποδεικτικά μέσα, θα συνεκτιμηθούν κατά την κατ’ επανάληψη συζήτηση, οπότε θα ερευνηθούν και όσοι από τους ισχυρισμούς προβλήθηκαν στην πρωτόδικη δίκη και επανυποβάλλονται νομίμως, κατ’ άρθρο 240 ΚΠολΔ, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (βλ. ΤριμΕφΠειρ 262/2021 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 226/2021 ό.π.). Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων, εν προκειμένω, σε βάρος κάποιου διαδίκου, διότι η παρούσα είναι μη οριστική (βλ. άρθρ. 191 § 1 ΚΠολΔ, Ζ. Χατζηγιαννάκος, ό.π., σελ. 82 επ., ΤριμΕφΠειρ 262/2021 ό.π., ΤριμΕφΠειρ 226/2021 ό.π.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 3/12/2019, με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019 έφεση.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ να αποφασίσει κατ’ ουσίαν οριστικά.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να διενεργηθεί η αμέσως κατωτέρω γραφολογική πραγματογνωμοσύνη, με τη φροντίδα του επιμελεστέρου των διαδίκων.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα το ……….., Αστυνομικό Υποδιευθυντή, Δικαστικό Γραφολόγο, που υπηρετεί στη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών και κατέχει την ειδικότητα του Εμπειρογνώμονα Εξεταστή Χειρόγραφων και Δακτυλογραφημένων Κειμένων (Δικαστικού Γραφολόγου), πτυχιούχο της Αστυνομικής Ακαδημίας Σχολής Αξιωματικών Ελληνικής Αστυνομίας, κάτοχο μεταπτυχιακού διπλώματος  με ειδίκευση στη Γλωσσική Τεχνολογία, κάτοικο …., οδός …….., τηλ. …., κιν.: ………., το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων, που τηρείται στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου, ο οποίος αφού δώσει το νόμιμο όρκο του πραγματογνώμονα, εντός προθεσμίας τριών (3) μηνών από την προς αυτόν κοινοποίηση της παρούσας, ενώπιον του Δικαστηρίου και σε ημέρα και ώρα, που θα οριστεί αρμοδίως, κατόπιν κλήσεως του επιμελέστερου των διαδίκων και αφού λάβει γνώση όλων των κρίσιμων εγγράφων της δικογραφίας, συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, καθώς και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο, που βρίσκεται στην κατοχή των διαδίκων ή κάποιας δημόσιας αρχής και όσα άλλα στοιχεία θεωρήσει αναγκαία και ενεργήσει κάθε αναγκαία πράξη, θα γνωμοδοτήσει, με πλήρως αιτιολογημένη έκθεσή του, περί της γνησιότητας ή μη της γραφής και υπογραφής επί του από 1.4.2003 εγγράφου, το οποίο αποδίδεται στον αποβιώσαντα, στις 18/8/2007, ……….., κάτοικο εν ζωή Κεραμωτού Κυθήρων, υποχρεωμένης της ενάγουσας να προσκομίσει το πρωτότυπο. Η άνω έκθεση (γνωμοδότηση) πρέπει να κατατεθεί εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκισή του στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, όπου θα συνταχθεί και η σχετική έκθεση καταθέσεως. Η νέα συζήτηση της υποθέσεως θα προσδιορισθεί με την κλήση του επιμελέστερου διαδίκου μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 18/08/2021, στον ίδιο τόπο, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ