Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 10/2019

Αριθμός    10/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Χαρίκλεια Σαραμαντή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου,  κατά τη χρονολογική σειρά άσκησής τους,  οι ένδικες από: 1) 12-1-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………….. και 2) 19-1-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………, αντίθετες, εφέσεις της πρώτης εναγομένης και του ενάγοντος, αντιστοίχως και ήδη εκκαλούντων, κατά της με αριθμό 4250/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 11-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …….. αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος της δεύτερης των εφέσεων και εφεσίβλητου της πρώτης, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 82 ΚΙΝΔ και 664-676 ΚΠολΔ), αντιμωλία των διαδίκων. Οι εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 495,  511, 513, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ. 1 591, 614 ΚΠολΔ, εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης  (σχετ. η …… έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή Θ.Λ.). Επομένως, εφόσον παραδεκτά φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, συνεκδικαζόμενες, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία,  αφού αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ), ερήμην ωστόσο της δεύτερης  εφεσίβλητης. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από την με επίκληση προσαγόμενη από τον  εκκαλούντα-ενάγοντα, με αριθμό ……….  έκθεση επίδοσης του ίδιου ως και άνω  δικαστικού επιμελητή, επικυρωμένο ακριβές αντίγραφο της …….. κρινόμενης δεύτερης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου, για την προαναφερόμενη δικάσιμο και κλήση  να παραστεί στη συζήτησή της επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από τη σειρά του οικείου πινακίου, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο  δικηγόρο, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως πρέπει, παρά την απουσία αυτής, να προχωρήσει η διαδικασία, σαν να ήταν και η δεύτερη εφεσίβλητη παρούσα (άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α΄, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), σημειουμένου, ότι οι παριστάμενοι διάδικοι   προσκομίζουν, για το παραδεκτό της συζήτησης της έφεσης, κατ’ άρθρο 524 παρ. 4 εδ. γ΄ και δ΄ ΚΠολΔ, ως ισχύει, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 44 παρ. 1 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25-7-2011 και άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αντίγραφο των προτάσεων της απολιπομένης διαδίκου που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των πρακτικών, που τηρήθηκαν κατ` αυτήν.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος με την άνω  αγωγή του, επικαλούμενος σύμβαση ναυτικής εργασίας που κατάρτισε με την πρώτη των εναγόμενων εταιριών και την ναυτολόγησή του στο δ/ξ πλοίο της «Τ.»,  470,24 κ.ο.χ.,  με το οποίο μεταφέρονταν, κυρίως, σε νησιά των Κυκλάδων καύσιμα για λογαριασμό της δεύτερης εναγόμενης, εταιρίας εμπορίας καυσίμων, τα οποία διανέμονταν στη συνέχεια με δυο βυτιοφόρα οχήματα κυριότητας της τελευταίας που επίσης μεταφέρονταν με το πλοίο, ζητά,  κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο δικόγραφό της, να υποχρεωθούν  η μεν πρώτη να του καταβάλει το ποσό των 26.544,60 ευρώ άλλως των 22.543,02 ευρώ για αμοιβή υπερωριακής εργασίας και αμφότερες ευθυνόμενες σ’ ολόκληρον, να του καταβάλουν το  ποσό των 8.598,32 ευρώ που αφορά επίδομα οδηγού καθώς, όπως ισχυρίζεται, παρείχε και τις υπηρεσίες οδηγού του ενός των ανωτέρω οχημάτων και διένειμε τα μεταφερόμενα με το πλοίο καύσιμα στα πρατήρια πώλησης των νησιών που συνεργάζονταν με τη δεύτερη εναγομένη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως προς την δεύτερη εναγόμενη εταιρία, ως ουσιαστικά αβάσιμη, δεχόμενο ότι δεν αποδείχθηκε συμφωνία με  βάση την οποία ανέλαβε η δεύτερη εναγομένη να καταβάλει το επίδομα στον ενάγοντα, για την οδήγηση του οχήματός της και στη συνέχεια, δέχθηκε μερικά την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη, την οποία και υποχρέωσε  να καταβάλει στον ενάγοντα για επίδομα οδηγού το ποσό των 3.813,33 ευρώ για το έτος 2013, ενώ δεχόμενη ένσταση συμψηφισμού της  εναγομένης, δεν επιδίκασε κανένα ποσό για υπερωριακή αμοιβή καθώς  έκρινε ότι ο ενάγων είχε λάβει υπέρτερο ποσό ως δώρο πλοιοκτητών το οποίο και κάλυψε την ένδικη αξίωσή του.

Κατά της απόφασης  αυτής του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οι εκατέρωθεν ηττηθέντες, εν μέρει, διάδικοι, παραπονούμενοι, ήδη με τις ένδικες εφέσεις τους, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν την παραδοχή τους (εφέσεων) και, ακολούθως, την εξαφάνισή της, προκειμένου, κατά μεν τον εκκαλούντα-ενάγοντα να γίνει  πλήρως δεκτή η αγωγή του  κατά δε την εκκαλούσα-εναγόμενη εταιρία, να απορριφθεί αυτή

Ι. Στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει σύμφωνα με το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ να εκτίθενται με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκησή  της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, ειδικότερα όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία να θεμελιώσουν το δικαίωμα του οποίου την προστασία ζητά ο ενάγων,  να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία για την αξίωση, η οποία απορρέει από αυτά, περαιτέρω δε  να υπάρχει η δυνατότητα, το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητά της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξίωσης που θεμελιώνεται επ’ αυτών, με ανταπόδειξη ή ένσταση.

Στην προκειμένη περίπτωση  η αγωγή του ενάγοντος με την οποία επιδιώκει την καταβολή των δεδουλευμένων και μη καταβληθέντων αποδοχών του,  είναι επαρκώς ορισμένη, περιέχουσα  με σαφήνεια τα στοιχεία, που αφορούν τη ναυτολόγησή  του, αφού εκθέτει ειδικότερα  ότι ναυτολογήθηκε στο πλοίο της εναγομένης, το είδος και την  χωρητικότητα αυτού, την ειδικότητά του (ως ναύκληρος),  ορισμένο χρονικό διάστημα στο οποίο παρείχε  τις υπηρεσίες του και ζητά να του καταβληθούν διαφορές για την υπερωριακή εργασία του (έξι  ωρών πέραν από το οκτάωρο κατά τις καθημερινές και δεκατεσσάρων  ωρών κατά τα Σάββατα, τις αργίες και τις Κυριακές) και η ιδιαίτερη αμοιβή του ως οδηγού φορτηγού, χωρίς να είναι αναγκαία, η αναφορά επιπλέον στοιχείων για το ορισμένο αυτής, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η εφεσίβλητη-εναγομένη. Άλλωστε  το είδος των καθηκόντων και εργασιών που εκτελέστηκαν κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχούσε, καθορίζονται, όπως  κάθε ναυτικού εξάλλου, λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικά με  βάση τις Σ.Σ.Ν.Ε., αρκεί, όπως στην προκειμένη περίπτωση, να  αναφέρεται στην  αγωγή η ειδικότητα του ναυτικού και η χωρητικότητα και το είδος του πλοίου. Επίσης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της ως άνω αγωγής, η αναφορά σ’ αυτήν του χρόνου από τον οποίο αρχίζει η υπερωριακή εργασία κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε της ανάγκης, την οποία αφορά η εκτέλεσή της. Τα επιπλέον στοιχεία που ισχυρίζεται η εναγομένη-εκκαλούσα ότι δεν μνημονεύονται στην αγωγή αποτελούν αντικείμενο της  αποδεικτικής διαδικασίας και δεν είναι αναγκαίο να εμπεριέχονται στην ιστορική βάση της αγωγής (ΕφΠειρ 176/2016, 28/2015, 168/2014, 901/2002 και 892/2002, δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ορισμένη και όσα αντίθετα υποστηρίζει με τον πρώτο λόγο της έφεσής της  η εναγομένη είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Από την εκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών μέσων που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι διάδικοι, ήτοι της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με επιμέλεια του ενάγοντος και εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά συνεδρίασης αυτού, αντίγραφο των οποίων προσκομίζουν αμφότερα τα διάδικα μέρη, του συνόλου των εγγράφων που προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη,  ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε προς έμμεση, για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, απόδειξη σε συνδυασμό με όσα οι τελευταίοι ισχυρίζονται και συνομολογούν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων ναυτικός, επί σειρά ετών, ναυτολογείτο στο με ελληνική σημαία   δ/ξ πλοίο « Τ.»,  470,24 κ.ο.χ.,  που ανήκε στην κυριότητα  της πρώτης εναγομένης η οποία και το εκναύλωνε στην δεύτερη εναγόμενη  εταιρία, προκειμένου να μεταφέρει  ποσότητες καυσίμων που εμπορευόταν η τελευταία  σε διάφορα νησιά, μεταξύ των οποίων και αυτά των Κυκλάδων. Η διανομή των καυσίμων στους κατά τόπους πελάτες της δεύτερης εναγομένης, γινόταν με τα δυο φορτηγά βυτιοφόρα οχήματα, ιδιοκτησίας της ίδιας,  που επίσης μεταφέρονταν με το πλοίο της πρώτης και τα οποία, είτε παραλάμβαναν στον λιμένα κατάπλου οδηγοί που απέστειλε ο πρατηριούχος – πελάτης της δεύτερης εναγομένης, είτε οδηγούσε μέλος του πληρώματος που είχε σχετική άδεια οδήγησης, όπως μεταξύ άλλων  και ο ενάγων. Όπως ισχυρίζεται ο τελευταίος και δεν αμφισβητήθηκε από την πρώτη εναγομένη, στις 26-7-2010, κατάρτισαν εγγράφως, μεταξύ τους, σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου σ’ εκτέλεση της οποίας  ναυτολογήθηκε στο πλοίο της, με την ειδικότητα του ναύκληρου, αντί μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 2.406,01 ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν οι προβλεπόμενες ελάχιστες αποδοχές από την εφαρμοστέα  Συλλογική Σύμβαση Εργασίας των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών φορτηγών πλοίων μέχρι 500 κ.ο.χ. του έτους 2010, που καταρτίσθηκε στο πλαίσιο των άρθρων 1 παρ.1 και 5 του Α.Ν. 3276/1944 «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη ναυτική εργασία» (ΦΕΚ Α 24) και κυρώθηκε με την  3525.1.7/01/2011 (ΦΕΚ Β 1187/9.6.2011) απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας. Πλέον αυτών συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβαλλομένων να καταβάλλεται στον ενάγοντα και πάγιο ποσό 362,10 ευρώ, κάθε μήνα, που αναλυόταν σε 157 ευρώ για υπερωριακή εργασία σε ημέρα Σάββατο και αργίες και σε 205,10 ευρώ για υπερωριακή εργασία σε καθημερινή ημέρα, το οποίο και συμπεριλαμβανόταν στο παραπάνω συνολικό ποσό μηνιαίων αποδοχών. Συμφωνήθηκε ακόμα, με τον όρο 4.2 της ίδιας έγγραφης σύμβασης, ότι, εφόσον το πλοίο ταξιδεύει, προστίθεται επίδομα οδηγού 550 ευρώ μηνιαίως, η καταβολή του οποίου ανέβαζε το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του ενάγοντος στο ποσό των 2.956,01 ευρώ (2.406,01 + 550).

Στη συνέχεια, ο ενάγων απολύθηκε στις 4-11-2013 και επαναυτολογήθηκε στις 27-11-2013, αφού κατάρτισε με την πρώτη εναγομένη και με την αυτή ημερομηνία, έγγραφη σύμβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία περιείχε ακριβώς τους ίδιους όρους και επί μέρους συμφωνίες, όπως και η προηγούμενη, συμπεριλαμβανόμενων αποδοχών του αυτού ύψους καθώς και του επιδόματος οδηγού, το οποίο συμφωνήθηκε να καταβάλλεται με την προϋπόθεση ότι (εφόσον)  εκτελούνται χρέη οδηγού. Την  1-1-2014 καταρτίζεται, εγγράφως, μεταξύ των ανωτέρω διαδίκων νέα σύμβαση ναυτικής εργασίας  αορίστου χρόνου,  η οποία εμπεριέχει τους ίδιους όρους και επιμέρους συμφωνίες, όπως και οι αμέσως προηγούμενες αυτής,  αλλά πλέον δεν προβλέπεται η καταβολή αυτοτελώς ποσού ως επιδόματος οδηγού, αντίθετα συμπεριλαμβάνεται στις μηνιαίες αποδοχές του ναυτικού ισόποσο με αυτό (το επίδομα οδηγού), δώρο πλοιοκτητών, έτσι ώστε το σύνολο των συμφωνηθεισών, συμβατικών, αποδοχών του, να ανέρχεται στο ίδιο όπως και στο προγενέστερο χρονικό διάστημα ποσό των 2.956,01 ευρώ, ενώ δεν συμφωνήθηκε καμία μεταβολή στις συνθήκες και τους όρους  εργασίας του ενάγοντος.  Μετά την απόλυσή του, στις 10-2-2014, ο ενάγων επαναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο σε εκτέλεση της από 26-5-2014 νέας, έγγραφης, σύμβασης ναυτικής εργασίας που κατάρτισε με την πρώτη εναγομένη, η οποία είχε ακριβώς  το ίδιο περιεχόμενο με την από 1-1-2014 σύμβαση και συγκεκριμένα τις ίδιες, μηνιαίες, αποδοχές  ποσού 2.956,01 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 550 ευρώ ως δώρο πλοιοκτητών. Από τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά αποδεικνύεται ότι ο ενάγων προσλήφθηκε και παρείχε τα καθήκοντα του ναύκληρου στο πλοίο της πρώτης εναγομένης σ’ εκτέλεση σύμβασης που σύναψε με αυτήν, με την οποία  συμφώνησε ειδικότερα, ενόψει του ότι διέθετε την απαιτούμενη άδεια οδήγησης, να οδηγεί και το ένα των μεταφερομένων βυτιοφόρων οχημάτων ιδιοκτησίας της δεύτερης εναγομένης, με το οποίο διανεμόταν  το φορτίο του πλοίου, όταν και όποτε απαιτείτο, έναντι μηνιαίου αντιτίμου  ύψους 550 ευρώ. Επομένως εργοδότρια του ενάγοντος τόσο με την ιδιότητα αυτού ως ναύκληρου  όσο και με την ιδιότητα του οδηγού φορτηγού, ήταν η πρώτη εναγομένη, αφού αυτή ανέλαβε την συμβατική υποχρέωση να του καταβάλει αμοιβή για αμφότερες τις εργασίες που της παρείχε,  από κανένα δε αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε συμφωνία αυτού με την δεύτερη εναγομένη, εξάλλου με την ειδική συμφωνία που συμπεριλαμβανόταν κάθε φορά που καταρτιζόταν η σύμβαση εργασίας του, καθίσταται σαφές ότι αφενός αυτός παρείχε υπηρεσίες οδηγού και αφετέρου η πρώτη είχε την αντίστοιχη υποχρέωση να του καταβάλει ως αμοιβή το ποσό των 550 ευρώ και συνακόλουθα οι απορρέουσες από τη  σύμβαση εργασίας αξιώσεις του για, τυχόν, μη καταβαλλόμενες, δεδουλευμένες, αποδοχές αναγκαίως ασκούνται σε βάρος της μόνης αντισυμβαλλομένης εργοδότριας αυτού, πρώτης εναγομένης. Από την αποδεικτική διαδικασία και ιδιαίτερα  τα προσκομισθέντα αποσπάσματα από το βιβλίο διακίνησης πετρελαίου και τα δελτία αποστολής, αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο ενάγων σε τακτική βάση και όχι σε εξαιρετικές περιπτώσεις παρείχε, μετά τον κατάπλου του πλοίου στο οικείο λιμάνι και την ολοκλήρωση των καθηκόντων του ως ναύκληρου, υπηρεσίες οδηγού ενός των μεταφερομένων βυτιοφόρων φορτηγών, για αυτό ακριβώς ανέλαβε  την υποχρέωση η πρώτη εναγομένη, εργοδότρια, να του καταβάλει  κάθε μήνα το ποσό των 550 ευρώ ως αμοιβή,  το οποίο μάλιστα από 1-1-2014 δεν αποτελούσε, πλέον επιμέρους, ειδικότερη, συμφωνία της έγγραφης σύμβασης εργασίας στην οποία διατυπωνόταν και η προϋπόθεση, πραγματικής, παροχής από μέρους του ενάγοντος εργασίας οδηγού ή, αρχικά, πραγματοποίησης πλόων από το πλοίο για την καταβολή του. Αντιθέτως  ονομάστηκε δώρο πλοιοκτητών και εξακολουθούσε να καταβάλλεται παγίως, όπως και πριν, κάθε μήνα. Επομένως εφόσον η αμοιβή της εργασίας του ενάγοντος ως οδηγού αποτελεί μισθολογική αξίωση αυτού, νομιμοποιείται ο τελευταίος να την εγείρει σε βάρος της εργοδότριάς του, πρώτης εναγομένης και μόνο και, κατά συνέπεια, απαραδέκτως ασκεί την ένδικη αξίωσή του σε βάρος της δεύτερης εναγομένης λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποίησης αυτής. Τέλος και εφόσον η καταβολή αυτού του ποσού, καθ’ όλο το ένδικο χρονικό διάστημα αλλά και καθ’ όλο το διάστημα της συνεργασίας του με την πρώτη εναγομένη  είχε συμφωνηθεί να γίνεται ανεξάρτητα από το πόσο συχνά και για πόσες ώρες κάθε φορά  ο ενάγων παρείχε υπηρεσίες οδηγού, και μάλιστα από 1-1-2014 χωρίς και την μέχρι τότε προϋπόθεση της πραγματικής παροχής αυτής της υπηρεσίας ή της εκτέλεσης πλόων από το πλοίο, ουδόλως ενδιαφέρει ο αριθμός των ημερών και ωρών κατά τον οποίο απασχολείτο κάθε μήνα ως οδηγός, αφού κατά την συμφωνία των μερών το ποσό των 550 ευρώ καταβαλλόταν παγίως και κατ’ αποκοπή.  Κατόπιν αυτών η αγωγή, καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης,  στηριζόμενη, κυρίως, στις διατάξεις περί σύμβασης έργου και επικουρικά σε εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκδικαζόμενη  κατά την, αρμόζουσα, τακτική διαδικασία, την οποία το παρόν Δικαστήριο εφαρμόζει άμεσα χάριν οικονομίας της δίκης, δεδομένου ότι ο μη χωρισμός της υπόθεσης και η (μη) παραπομπή της σε άλλη συνεδρίαση προκειμένου να εφαρμοστεί η άνω προσήκουσα διαδικασία, δεν είναι, ενόψει και της άλλης γενικής αρχής, της   καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης, ανεπιεικής για τους διαδίκους, οι οποίοι, με την άμεση εφαρμογή της, δεν στερήθηκαν την  κατάλληλη για αυτήν  προπαρασκευή (ΑΠ 852/2001, ΕΠ 126/2014, ΕΑ 131/2008, ΕφΘεσσ 1137/2017 και 2492/2001 δημοσ στην ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ ), θα πρέπει, όπως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε τις αποδείξεις, να απορριφθεί  ως ουσιαστικά αβάσιμη, κατά το σκέλος αυτής που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, αφού δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε ευθύνη αυτής και δη συμβατική για την καταβολή του επιδόματος οδηγού στον ενάγοντα και όσα αντίθετα υποστηρίζει ο τελευταίος με τον οικείο τρίτο λόγο της έφεσής του, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Σύμφωνα δε με το  άρθρο 904 Α.Κ.  όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου, έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, στοιχείο επομένως του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου εξαιτίας της ακυρότητας της μεταξύ τους καταρτισθείσας σύμβασης, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητά της (σύμβασης) και συνιστούν το λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), τελούσα επομένως υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση  απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από την επικαλούμενη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση,  απαιτείται και αρκεί για την πληρότητα της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης, χωρίς να είναι αναγκαίο  να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και αυτό διότι, στην τελευταία περίπτωση, η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη  σύμβαση  κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά από παραδοχή της ακυρότητας της σύμβασης για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε μετά από  αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε μετά από  ένσταση του εναγομένου, αντισυμβαλλομένου του ενάγοντος, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί την σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο  ενάγων  θεμελιώνει με την αγωγή του και κατά το μέρος της με το οποίο στρέφεται κατά της δεύτερης εναγομένης, την αξίωση του για την αμοιβή της εργασίας του ως οδηγός, κυρίως μεν στις διατάξεις περί σύμβασης έργου, επικουρικά δε στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, με τον ισχυρισμό ότι κατέστη (η άνω εναγομένη) πλουσιότερη σε βάρος της δικής του περιουσίας. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, κατά την εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού βάση της δεν είναι νόμιμη, διότι, σωρευόμενη με εκείνη από τη σύμβαση έργου, δεν στηρίζεται σε διαφορετικά ή πρόσθετα περιστατικά, αλλά στα ίδια με εκείνη, ενώ, εάν ήθελε υποτεθεί ότι ασκείται υπό δικονομική επικουρική σώρευση, δεν γίνεται επίκληση περιστατικών ακυρότητας της μεταξύ των διαδίκων επικαλούμενης σύμβασης έργου. Εάν υπάρχει οποιουδήποτε είδους έγκυρη σύμβαση, όπως εν προκειμένω ισχυρίζεται ο ενάγων, στο πλαίσιο της οποίας εκπλήρωσε την παροχή του, χωρίς να εκπληρωθεί η αντιπαροχή, υφίσταται νόμιμη αιτία, ισχυρή δικαιοπρακτική βούληση για την οποία δόθηκε η παροχή και όχι αδικαιολόγητος πλουτισμός. Θα πρέπει, προκειμένου να αναζητηθεί η παροχή με τον αδικαιολόγητο πλουτισμό,  να γίνει επίκληση ανατροπής της σύμβασης, εξάλειψης και έλλειψης της νόμιμης αιτίας (ΑΠ 1321/2015, 1682/2014, 1442/2014 ΕφΔωδ 58/2015 και 125/2014, δημοσ στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).      Επομένως  και σύμφωνα με όσα αναλύονται στις αμέσως προηγηθείσες σκέψεις, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, απέρριψε την εκ του αδικαιολόγητου πλουτισμού επικουρική βάση της αγωγής με αιτιολογία η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα και επομένως όσα αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων με τον πρώτο λόγο της έφεσής του είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 289 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (Ν. 3816/1958), σε ετήσια παραγραφή υπόκεινται οι αξιώσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος «δια την πληρωμήν των μισθών και λοιπών παροχών των πηγαζουσών εκ της συμβάσεως ναυτολογήσεως», ενώ κατά  το άρθρο 291 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, η παραγραφή των εν λόγω αξιώσεων αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο συμπίπτει η αφετηρία αυτής, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους. Αντίστοιχα, κατά τα άρθρα 251 και 253 του ΑΚ, η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της, στις περιπτώσεις, όμως, των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 ΑΚ,  η παραγραφή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, μέσα στο οποίο συμπίπτει η πιο πάνω, από το άρθρο 251 ΑΚ οριζόμενη, αφετηρία αυτής. Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 261 και 270 παρ. 1 του ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται με την έγερση της αγωγής, αρχίζει δε και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ως τέτοια δε πράξη νοείται εκείνη που είναι αναγκαία για την έναρξη, συνέχιση και περάτωση της δίκης, χωρίς να υπολογίζεται ο χρόνος που πέρασε ως τη διακοπή από το τέλος της οποίας αρχίζει νέα παραγραφή. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ΚΙΝΔ και του ΑΚ, οι οποίες (διατάξεις του ΑΚ) έχουν συμπληρωματική εφαρμογή και στην παραγραφή αξιώσεων του ΚΙΝΔ, εφόσον ο τελευταίος δεν ορίζει διαφορετικά, συνάγεται σαφώς ότι η έγερση της αγωγής για τις αξιώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 289 του ΚΙΝΔ, διακόπτει την παραγραφή αυτών (ΟλΑΠ 15/1992, ΑΠ 600/2013, ΑΠ 1285/2012, ΑΠ 369/2010, ΕφΠειρ 749/2012, ΕφΠειρ 507/2011, ΕφΠειρ 595/2007, ΕφΛάρ 524/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στη συνέχεια από τις διατάξεις των άρθρων 261 και  270 παρ. 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 277 ΑΚ σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο δεν λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη την παραγραφή που δεν έχει προταθεί, προκύπτει ότι, όπως η πρόταση παραγραφής αποτελεί αντικείμενο ένστασης, έτσι και η πρόταση διακοπής αυτής (παραγραφής) αποτελεί αντένσταση κατά της παραπάνω ένστασης, με την προϋπόθεση ότι ο περιεχόμενος στην αντένσταση ισχυρισμός, που επίσης δεν λαμβάνεται αυτεπάγγελτα υπόψη, έχει τα στοιχεία που απαιτούνται από το νόμο για το ως άνω επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα της παρακώλυσης, γέννησης, άσκησης  ή κατάλυσης,  μεταγενέστερα του επίδικου δικαιώματος. Για την πληρότητα δε της αντένστασης διακοπής της παραγραφής, δεν αρκεί μόνο η έκθεση γεγονότων που γίνεται προς θεμελίωση άλλου ισχυρισμού ή ένστασης, καθώς απαιτείται, αναγκαίως, να αναφέρεται και το αίτημα αυτής,  για απόρριψη της ένστασης παραγραφής λόγω διακοπής και μη συμπλήρωσης  αυτής (ΑΠ 1497/2008, 285/2005, ΕφΑθ 1008/2015,  1842/2011, ΕφΘεσσ 2855/2004,  2853/2004  δημοσ  στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 ΑΚ, η παραγραφή διακόπτεται όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει την αξίωση με οποιοδήποτε τρόπο. Για την αναγνώριση αυτή, που μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή και δεν απαιτείται να υπόκειται σε συγκεκριμένο τύπο, ούτε είναι ανάγκη να φέρει το χαρακτήρα δικαιοπραξίας, αρκεί κάθε ενέργεια (συμπεριφορά) του οφειλέτη έναντι του δανειστή, προερχόμενη μόνο από τον οφειλέτη και απευθυνόμενη και περιερχόμενη στο δανειστή, που μαρτυρά ότι ο πρώτος, έχοντας επίγνωση της αξίωσης του τελευταίου, θεωρεί αυτήν ως αναμφισβήτητα υφιστάμενη, ώστε να μην παρίσταται αναγκαία η έγερση της οικείας αγωγής. Επομένως,  τυχόν μονομερής ενέργεια του δανειστή, ακόμα και αν αυτή έχει σχέση προς το χρέος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αναγνώριση αυτού από τον οφειλέτη, όπως  δεν αποτελεί αναγνώριση του χρέους, ούτε η σιωπή του οφειλέτη έναντι του οχλήσαντος δανειστή, ούτε η μη απόκρουση της όχλησης. Η με  τα παραπάνω στοιχεία συμπεριφορά πρέπει να επιδεικνύεται,  πριν από τη συμπλήρωση της παραγραφής, έναντι του δανειστή και όχι έναντι τρίτου προσώπου, ο ισχυρισμός δε για διακοπή της παραγραφής αποτελεί αντένσταση κατά της τελευταίας, προτεινόμενη από το δικαιούχο της αξίωσης (ΑΠ 1052/2013, 251/2013, 1018/2011, 1666/2010, 232/2010, ΕΠ 36/2012 δημοσ στην Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Στη συνέχεια, κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 19 του ν. 2915/2001, τα άρθρα 1- 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες (όπως είναι και εκείνη των εργατικών διαφορών των άρθρων 664 -676), εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά α)…β) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, γ) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά, ενώ κατά το άρθρο 256 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ίδιου Κώδικα, τα πρακτικά συνεδρίασης που συντάσσονται από το γραμματέα πρέπει να περιέχουν όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως… τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ’ αυτές .. . Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι στη διαδικασία των εργατικών διαφορών, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του μονομελούς πρωτοδικείου, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ενστάσεις, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή, έστω και συνοπτική, έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν, εκτός αν περιέχονται στις τυχόν κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Σε κάθε περίπτωση, όμως, απαιτείται προφορική πρόταση των ισχυρισμών, που «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση», σημειώνεται στα πρακτικά και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της πρότασης  αυτών, είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρούμενων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλόμενων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 598/2015, 757/2015, 9/2014, 698/2014 και 9/2014 δημοσ  στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τα προαναφερθέντα εφαρμόζονται και για τους ισχυρισμούς που προτείνονται ως αντένσταση κατά καταλυτικών ενστάσεων του εναγομένου, εφόσον η αντένσταση αυτή προκύπτει από έγγραφα προγενέστερου χρόνου (ΑΠ 98/2015, 575/2015, 799/2013, 602/2010, 941/2010, ΕΑ 2870/2018 δημοσ στην ΤΝΠ  ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση η πρώτη εναγομένη και ήδη εκκαλούσα- εφεσίβλητη με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, προέβαλε κατά λέξη τα ακόλουθα: «έχουμε ένσταση παραγραφής για το έτος 2013, ένσταση εξόφλησης, ένσταση συμψηφισμού και ένσταση αοριστίας» και στη συνέχεια «…. για το έτος 2013 οι φερόμενες ως δήθεν γεννηθείσες απαιτήσεις για το 2013 ευρώ 20.491,94 έχουν παραγραφεί. Ένσταση εξόφλησης για το ότι ο ενάγων έχει εισπράξει ήδη για κλειστές υπερωρίες ήδη έξτρα υπερωρίες δώρο πλοιοκτητών και τροφοδοσίας καθ’ όλο  το διάστημα του επιδίκου διαστήματος..». Ο ενάγων δια της πληρεξουσίας δικηγόρου του απάντησε κατά λέξη τα ακόλουθα «Αρνούμαι…..  όπως θα δείτε την αγωγή το κάθε ένα ποσό που έχει πάρει, ότι έχει πάρει σε όλη τη διάρκεια της ναυτολογήσεώς του έχει αφαιρεθεί, δηλαδή δεν είναι ότι βάζω εγώ τις υπερωρίες 100 ευρώ και δεν έχω αφαιρέσει αυτά που έχει πάρει, σας έχω πάρα πολύ αναλυτικά έλαβε κάθε μήνα από την 1/1/2013 μέχρι σήμερα. Άρα αυτά τα ποσά που λέει ο συνάδελφος έχουν αφαιρεθεί θα το δείτε». Από τα ως άνω εκτιθέμενα είναι σαφές ότι η μεν πρώτη εναγομένη πρότεινε την ένσταση της παραγραφής για το σύνολο των ένδικων σε βάρος της  απαιτήσεων του ενάγοντος που γεννήθηκαν στη διάρκεια του έτους 2013,  και αφετέρου ότι ο ενάγων δεν προέβαλε παραδεκτά κανένα ισχυρισμό και κανένα περιστατικό, διακοπτικό της παραγραφής (μέρους) των ένδικων απαιτήσεών του, αφού κατά τη συζήτηση της αγωγής, αρνήθηκε μόνο την ένσταση συμψηφισμού αναφέροντας στη συνέχεια ότι έχει αφαιρέσει τα καταβληθέντα ως αμοιβή της υπερωριακής εργασίας του, ποσά.  Αρκούσε δε για την παραδεκτή προβολή της  ένστασης  παραγραφής να αναφερθεί η εναγομένη στις ένδικες απαιτήσεις του έτους 2013 και χωρίς να αναφέρει το ποσό αυτών καθώς αυτό είναι ορισμένο και γνωστό από την ίδια την αγωγή, ενώ η ως ένσταση αναλύεται στις παραδεκτά  προσκομισθείσες προτάσεις  της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από την πρώτη εναγομένη.  Επομένως με δεδομένο  ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε στις 31-12-2015 (σχετ. η κατά το άρθρο 139 παρ. 3 ΚΠολΔ επισημείωση στο αντίγραφο της αγωγής, του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή που επέδωσε αυτήν στις εναγόμενες), το σύνολο των ένδικων αξιώσεων του ενάγοντος που πηγάζουν από τη ναυτολόγησή του και γεννήθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους 2013, συμπεριλαμβανομένου και του επιδόματος-αμοιβής για την εργασία του ως οδηγός, αφού κατά τα ήδη αναφερόμενα, η καταβολή αυτού από την πρώτη εναγομένη είχε συμφωνηθεί ρητά στη σύμβαση εργασίας  του, έχουν υποπέσει, σύμφωνα με τα όσα αναλύονται στις αμέσως προηγούμενες σκέψεις, στην ετήσια παραγραφή του άρθρου 289 ΚΙΝΔ, καθώς  η προθεσμία για την εμπρόθεσμη και παραδεκτή δικαστική επιδίωξη αυτών  άρχισε την 1-1-2014 και συμπληρώθηκε την 31-1-2014 χωρίς στο μεταξύ, όπως ήδη αναφέρεται, να υπάρξει διακοπτικό της παραγραφής περιστατικό, ούτε αρκεί προς τούτο ο καθ’ υποφορά προβαλλόμενος ισχυρισμός του, ότι ο νόμιμος εκπρόσωπος της εργοδότριάς του τον διαβεβαίωνε ότι δεν θα χάσει τα λεφτά του χωρίς να μνημονεύεται στην αγωγή, αλλά ούτε και να αναφερθεί κατά τη συζήτηση της αγωγής, αν αυτό συνέβη πριν τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής, στη διάρκεια του έτους 2014. Η συμπλήρωση, στην προσθήκη των προτάσεων, ημερομηνιών του έτους 2014 κατά τις οποίες και κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, έγινε αναγνώριση των οφειλών της από την πρώτη εναγομένη, συνιστά ανεπίτρεπτη συμπλήρωση της, ουδόλως προταθείσας (παραδεκτά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο), αντένστασης περί διακοπής της παραγραφής (ΑΠ 1099/2017, δημοσ στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η ένσταση παραγραφής δεν αφορούσε το επίδομα οδηγού του έτους 2013 και επιδίκασε αυτό στον ενάγοντα, όπως βάσιμα παραπονείται με τον οικείο τελευταίο λόγο της έφεσής της η εναγομένη.

Στη συνέχεια από το προσκομιζόμενο αντίγραφο του ημερολογίου γέφυρας του πλοίου που αμφότερα τα διάδικα μέρη επικαλούνται και δεν αμφισβητούν το περιεχόμενο του, σε συνδυασμό με όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα και τα διδάγματα της κοινής πείρας που το Δικαστήριο λαμβάνει αυτεπάγγελτα υπόψη του, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το ένδικο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του απασχολείτο καθημερινά επί έντεκα  ώρες εκ των οποίων οι τρεις  ώρες μετά τη συμπλήρωση του νόμιμου οκτάωρου ωραρίου του τις καθημερινές ημέρες συνιστούν υπερωριακή εργασία αμειβόμενη με  ωρομίσθιο ποσού 6,22 ευρώ, ενώ το σύνολο της ημερήσιας απασχόλησής του σε ημέρα  Σάββατο και αργία αποτελεί υπερωριακή εργασία αμειβόμενη με ωρομίσθιο ποσού 7,46 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 4 της προαναφερόμενης ΣΣΝΕ που εξακολουθούσε να ισχύει και στον επίδικο χρόνο (2014-2015). Τέλος δε για την εργασία σε ημέρα  Κυριακή ο ενάγων δικαιούται για κάθε μία ώρα εργασίας, μετά την   συμπλήρωση του οκταώρου, το ωρομίσθιο των 7,46 ευρώ ενώ για το οκτάωρο δικαιούται το καταβαλλόμενο σ’ αυτόν επίδομα Κυριακών που ισούται με το 22% του μισθού ενέργειας (άρθρο 4 παρ. 3 και 4 εδ.α και β της ΣΣΝΕ). Με βάση τις εγγραφές του ημερολογίου του πλοίου και τους πλόες που αυτό πραγματοποίησε, την διάρκειά τους και την ακινητοποίησή του  είτε εν αναμονή εντολής φόρτωσης είτε λόγω καιρικών συνθηκών, τα καθήκοντα που ασκούσε ο ενάγων, την σε καθημερινή βάση εκτέλεση από μέρους  του δυο τετράωρων βαρδιών από 8.00 έως 12.00 και από 20.00 έως 24.00 και την παρουσία του ανεξάρτητα της βάρδιας κατά τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου,    ο ενάγων απασχολήθηκε κατά το έτος 2014, τον Ιανουάριο επί 15 καθημερινές ημέρες, 3 Σάββατα  και αργίες επί 8 ώρες και 2 επί έντεκα, 2 Κυριακές επί 11ώρες, τον Φεβρουάριο (μέχρι την απόλυσή του στις 10-2-2014):  4 καθημερινές, 1 Σάββατο επί 11 ώρες και ένα επί 8 ώρες, μία Κυριακή επί 11 ώρες.  Τον Μάιο το πλοίο παρέμεινε προς επισκευή μέχρι τις 29/5 στην διάρκεια της οποίας οι εργασίες άρχιζαν στις 8.00 και ολοκληρώνονταν στις 17.00 καθημερινά ανεξαρτήτως ημέρας, επομένως ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά από 26/5, 4 καθημερινές επί 1 ώρα, 1 καθημερινή επί τρεις ώρες και ένα Σάββατο επί έντεκα ώρες,  τον Ιούνιο εργάστηκε επί δεκαέξι καθημερινές ημέρες, τέσσερα Σάββατα και αργίες επί 11 ώρες και ένα επί 8 ώρες καθώς και 4 Κυριακές επί έντεκα ώρες, τον Ιούλιο  εργάσθηκε υπερωριακά επί δεκαοκτώ καθημερινές, 2 Σάββατα επί 11 ώρες και 2  Σάββατα επί 8 ώρες, 2 Κυριακές επί 11 ώρες,  τον Αύγουστο επί δεκαεπτά καθημερινές ημέρες, έξι Σάββατα και αργίες επί 11 ώρες και 4 Κυριακές επί 11 ώρες,  τον Σεπτέμβριο επί δεκαοκτώ  καθημερινές ημέρες, ένα Σάββατο επί 11 ώρες και 3 Σάββατα επί 8 ώρες, 2 Κυριακές επί 11 ώρες,  τον Οκτώβριο εργάστηκε υπερωριακά επί δεκατρείς καθημερινές, 2 Σάββατα και αργίες επί 8 ώρες και 3 επί 11 ώρες, 2 Κυριακές επί 11 ώρες,  τον Νοέμβριο επί  δεκαέξι ημέρες, 1  Σάββατο επί 11 ώρες και 1 επί 8 ώρες, 1 Κυριακή επί 11 ώρες, τον Δεκέμβριο εργάστηκε υπερωριακά επί εννέα καθημερινές ημέρες, 5 Σάββατα – αργίες επί 8 ώρες και 1 Σάββατο επί 11 ώρες 1 Κυριακή επί 11 ώρες και τέλος, τον Ιανουάριο του 2015 απασχολήθηκε μία αργία στις 1/1 επί 8 ώρες, και στις 3/1 Σάββατο επί 11 ώρες. Δικαιούται επομένως  για την υπερωριακή εργασία του επί 385 ώρες τις καθημερινές ημέρες x  6,22 ευρώ ωρομίσθιο = 2.394, 7 ευρώ  και για τις 462 ώρες υπερωριακής εργασίας σε ημέρα Σάββατο, αργία και τις Κυριακές μετά την συμπλήρωση οκταώρου x 7,46 ευρώ ωρομίσθιο = 3.446,52 και συνολικά 5.841,22 ευρώ, μετά την αφαίρεση δε του καταβληθέντος για την άνω αιτία ποσού των 3.430,37  ευρώ, σύμφωνα με τους προσκομιζόμενους μισθολογικούς λογαριασμούς, απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο 2.410,85 ευρώ.

Περαιτέρω και με δεδομένο, όπως αποδείχθηκε παραπάνω, ότι το καταβαλλόμενο στον ενάγοντα κάθε μήνα ποσό των 550 ευρώ, που από 1-1-2014 ενσωματώθηκε στις μηνιαίες αποδοχές του και ονομάστηκε δώρο πλοιοκτητών, αφορούσε στη πραγματικότητα την αμοιβή του για την από μέρους του παροχή εργασίας ως οδηγού του ενός εκ των οχημάτων με τα οποία διανέμονταν τα μεταφερόμενα καύσιμα στα πρατήρια πώλησης αυτών, στους εκάστοτε προορισμούς, είναι δε παγίως καταβαλλόμενη  αμοιβή για, παγίως, παρεχόμενη εργασία και  δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιμίσθιο και να καταλογιστεί ή ακόμα και να συμψηφιστεί με τις αξιώσεις του ενάγοντος από υπερωριακή εργασία, διότι παρά την ονομασία του στους λογαριασμούς μισθοδοσίας αυτού,  δεν ήταν αντάλλαγμα καταβαλλόμενο κατά την ανέλεγκτη κρίση της εναγόμενης εργοδότριας και δωρεάν παροχή αυτής. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι αφορούσε την εργασία του ως οδηγός την οποία παρείχε επί σειρά ετών, ήδη από το 2007, κατά την ναυτολόγησή του στο πλοίο της εναγομένης, η οποία με την  καταβολή ανελλιπώς κάθε μήνα, επί όλα αυτά τα έτη, του ποσού των 550 ευρώ, αναγνώριζε την εν λόγω εργασία  παρά τον ισχυρισμό της ότι γινόταν σε εξαιρετικές περιπτώσεις ο οποίος αντικρούεται από τα άνω αναφερόμενα  και μη αμφισβητηθέντα έγγραφα (βιβλίο διακίνησης πετρελαίου, δελτία αποστολής, όπου αναφέρεται  το όνομα του ενάγοντα ως οδηγού του οχήματος που αναγράφεται σ’ αυτά). Ούτε εξάλλου προβλήθηκε για ποιο λόγο, αν και προηγήθηκε μακροχρόνια συνεργασία μεταξύ των διαδίκων, ήδη από το 2007, αποφασίστηκε η καταβολή στον ενάγοντα δώρου πλοιοκτητών μόλις την 1-1-2014 ενώ συγχρόνως διακόπηκε η καταβολή της αμοιβής αυτού για την εργασία του ως οδηγός, αν και ο τελευταίος ουδέποτε σταμάτησε να την παρέχει. Περαιτέρω δεν μπορεί επίσης να καταλογιστεί το ποσό του αντιτίμου τροφοδοσίας το οποίο καταβαλλόταν  ομοίως κατά πάγιο και τακτικό τρόπο αποτελώντας μισθό,  ενώ, εξάλλου, για το εν λόγω ποσό ουδεμία ειδική συμφωνία συμπεριελήφθη στην σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ώστε να μπορεί η εναγομένη να συμψηφίσει αυτό περιορίζοντας τις συμβατικές αποδοχές του (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΕφΠειρ 500/2011 αδημ,  ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009.283, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010.39, ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009.267, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276,  ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008.284,  ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008.106), απορριπτόμενου μετά ταύτα ως ουσιαστικά αβάσιμου του ισχυρισμού της εναγομένης περί εξόφλησης, τον οποίο προέβαλε παραδεκτά σύμφωνα με τα άρθρα 261 και 262 ΚΠολΔ,  και επαναφέρει με τον οικείο λόγο της έφεσής της.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω  θα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι λόγοι έφεσης του ενάγοντος πλην του πέμπτου λόγου που αφορά την αποδοχή από την εκκαλουμένη της ένστασης συμψηφισμού που πρότεινε η πρώτη εναγομένη, να απορριφθεί ομοίως ως ουσιαστικά αβάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης της εναγόμενης εταιρίας, συνεκτιμωμένου προς τούτο, ότι η επάνδρωση του πλοίου με όλα τα προβλεπόμενα στην οργανική του σύνθεση μέλη πληρώματος και πλέον αυτών δεν αντικρούει, άνευ άλλου τινός, την παροχή υπερωριακής εργασίας από μέρους του ενάγοντος κατά τα ανωτέρω αποδειχθέντα, δεδομένου μάλιστα ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (Ν.Δ. 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και όχι στην ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία (ΕφΠειρ 180/2008, ΕφΠειρ 1/2003 αδημ. σε νομικό τύπο), όπως και το γεγονός  της από μέρους του ενάγοντος ανεπιφύλακτης υπογραφής των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, άνευ άλλου τινός, παραίτηση αυτού από τα ως άνω νόμιμα δικαιώματά του. Σε κάθε περίπτωση και αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των ως άνω δελτίων μισθοδοσίας και του βιβλίου υπερωριών ενέχει παραίτηση από τις επίδικες αξιώσεις του από την προσφορά της εργασίας του, η παραίτηση αυτή ακόμα και με την μορφή άφεσης χρέους, είναι χωρίς  έννομη επιρροή, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του που πηγάζουν είτε από το νόμο είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και καθορίζουν τα κατώτερα όρια προστασίας, έστω και αν αυτή (η παραίτηση) έλαβε χώρα μετά τη λύση της σύμβασης εργασίας, είναι άκυρη, όπως παγίως έχει νομολογηθεί  κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, η οποία συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 ν. 2112/1920 και 8 § 4 ν. 4020/1959 (ΑΠ 1635/2012, ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 587/2006, ΑΠ 495/2006, ΑΠ 1013/2003, ΕφΠειρ 160 /2014, ΕφΠειρ 361/2013, ΕφΠειρ 501/2012, ΕφΠειρ 185/2012, ΕφΠειρ 506/2011, ΕφΠειρ 377/2011, ΕφΠειρ 795/2010, ΕφΠειρ 34/2008, ΕφΠειρ 1/2003 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν αυτών είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, οι  περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγομένης, που επαναφέρονται με τους οικείους  λόγους της έφεσής της. Στη συνέχεια πρέπει να γίνουν δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες οι εφέσεις των διαδίκων, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτέλεσης, να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν Δικαστήριο, να συζητηθεί και στη συνέχεια η αγωγή να απορριφθεί ως προς την δεύτερη εναγομένη, να γίνει δεκτή, μερικά, ως προς την  πρώτη εναγομένη και να υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.410,85 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την δήλη ημέρα καταβολής κάθε επιμέρους ποσού στο οποίο αυτό αναλύεται, τέλος τα δικαστικά έξοδα θα πρέπει να επιβληθούν όπως ορίζεται στο διατακτικό της απόφασης και σύμφωνα με  τα άρθρα 176, 183 και 191 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρίας και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων τις 1) από 12-1-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …. και 2) από 19-1-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……., αντίθετες εφέσεις, κατά της με αριθμό 4250/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 11-12-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  ………. αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος της δεύτερης των εφέσεων και εφεσιβλήτου της πρώτης, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΔΕΧΕΤΑΙ μερικά την αγωγή ως προς την πρώτη εναγομένη και απορρίπτει αυτήν ως προς την δεύτερη εναγομένη.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των δυο χιλιάδων τετρακοσίων δέκα ευρώ και ογδόντα πέντε λεπτών (2.410,85),  με το νόμιμο τόκο από την δήλη ημέρα καταβολής κάθε επιμέρους ποσού στο οποίο αυτό αναλύεται, μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εναγομένης-εφεσίβλητης, του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του ενάγοντος εκκαλούντος και τα ορίζει στο ποσό των  τριακοσίων (300) ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος-εκκαλούντος-εφεσίβλητου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης-εκκαλούσας και τα ορίζει στο ποσό των εννιακοσίων (900) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 8 Ιανουαρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ