Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 360/2021

Αριθμός     360/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2o

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α.ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ:   …………., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας …………δεν εκπροσωπήθηκε δε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Β. ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ………….. την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιός της δικηγόρος Πλάτωνας Ραδιώτης.

ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας ……….., δεν εκπροσωπήθηκε δε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ……….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Ιωάννη Μυταλούλη.

Ο ……….. (υπό στοιχ Α εκκαλών-υπό στοιχ Β καθ΄ ου η πρόσθετη παρέμβαση) κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 17.5.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 3046/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ανακόπτων και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλών-υπό στοιχ Β καθ΄ ου η πρόσθετη παρέμβαση (…………) με την από 3.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2019) αρχικά η 24η.9.2020, και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «……..» κατέθεσε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου την από 3.8.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020) εκούσια αυτοτελή πρόσθετη παρέμβασή της, της οποία δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 24η.9.2020 και, μετά από αναβολή,  αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρασταθέντων διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν: α) Η από 03-10- 2019 (γεν. αριθμ. καταθ. ………../2019) έφεση του ανακόπτοντος κατά της υπ΄αριθμ. 3046/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) και β) Η από 03-08-2020 (γεν.αριθμ.καταθ………../ 2020) αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθής η ανακοπή – εφεσίβλητης, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, διότι έχουν μεταξύ τους σχέση κύριου και παρεπόμενου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία, αλλά και έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επιπλέον δε επέρχεται μείωση των εξόδων της (άρθρα 31 παρ. 1, 246, 591 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ συνάγεται ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με την κατάθεση δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται και την κοινοποίησή του στους διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 80 ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιονδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, «Αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κύριου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και αυτή που ασκείται από εκείνον που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη αυτή ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατά το άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ (Βλ. ΑΠ 368/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 περ. γ’ εδ. γ’ του Ν. 4354/2015, «Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 του ίδιου νομοθετήματος, «Οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του ν. 4307/2014 (Α΄ 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης». Εξάλλου, κατά το άρθρο 274 παρ. 2 περ. β’ ΚΠολΔ, «Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, τότε: α)…, β) αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση». Ως μη κανονική συμμετοχή του διαδίκου νοείται η μη εκπροσώπηση του διαδίκου στη δίκη από ή με δικηγόρο και η μη κατάθεση προτάσεων . Τέλος, από το άρθρο 76 παρ.1 εδ. τελ. ΚΠολΔ προκύπτει ότι σε περίπτωση αναγκαίας ομοδικίας ο απολειπόμενος διάδικος αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους αναγκαίους ομοδίκους του, προκύπτει δηλαδή πλάσμα αντιπροσώπευσης, με την έννοια ότι θεωρείται ότι και αυτός συμμετέχει στη δίκη, με αποτέλεσμα να μην επέρχονται σε βάρος του οι συνέπειες της ερημοδικίας [ΒλΚεραμέα/Κονδύλη/Νίκα (-Νίκα), Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 76, αριθ. περιθ. 7, σελ. 178].

Στην προκειμένη περίπτωση η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «…………..» και με διακριτικό τίτλο «……….»  άσκησε με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου  την 07-08-2020 (με γεν.αριθμ.καταθ. …../2020 και με ειδ.αριθμ.καταθ. …../2020) και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 81 παρ. 1 και 591 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ (Βλ.τις υπ΄αριθμ. …./ 26-08-2020 και υπ΄αριθμ. …../ 25-08-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ,  ……….) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης – καθής η από 17-05-2019 ανακοπή, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..» επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας εταιρείας με την επωνυμία «…………….» ειδικής διαδόχου της εφεσίβλητης – καθής η ανακοπή, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ). Από τα έγγραφα της δικογραφίας, τα οποία παραδεκτά επισκοπούνται στο παρόν διαδικαστικό στάδιο, προκύπτουν τα εξής: Με την από 30-4-2020 σύμβαση μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (άρθρο 10 ν.3156/2003) που καταρτίστηκε μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού τιτλοποίησης με την επωνυμία «………………» που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδία, (εφεξής η «Εταιρία Ειδικού Σκοπού»), η οποία καταχωρίστηκε νόμιμα στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/ 2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με την σχετική πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ.8 του Ν.3156/ 2003, η τελευταία απέκτησε δυνάμει  πώλησης και εκχώρησης από την άνω τράπεζα όλες τις απαιτήσεις και τα δικαιώματά της που απορρέουν από την υπ΄αριθμ. ………../ 2003 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό και τις από 12/12/2003 και 29/11/2005 πρόσθετες πράξεις αυτής που καταρτίστηκε και υπογράφηκε νόμιμα από την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..» ως δανείστρια και από τον εκκαλούντα και την ……….. ως εγγυήτρια ,δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε στον καθού η πρόσθετη παρέμβαση και εκκαλούντα πίστωση μέχρι του ποσού των 80.000,00 ευρώ για την κάλυψη επαγγελματικών αναγκών του, το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση να το εξοφλήσει σύμφωνα με τους όρους και τις συμφωνίες ,που αναλυτικά αναφέρονται σ΄αυτήν (σύμβαση), προς εξυπηρέτηση και λειτουργία της οποίας τηρήθηκε ο υπ΄αριθμ. …….. λογαριασμός και υπερ της εμπρόθεσμης και προσήκουσας εξόφλησης του οποίου εγγυήθηκε η ………. Επι της απαιτήσεως αυτής εκδόθηκε η υπ΄αριθμ……../2014 διαταγή πληρωμής του Πρωτοδικείου Αθηνών και βάσει αυτής επιβλήθηκε η υπ αριθμ……./ 16-04-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………. Η μεταβίβαση δε της ανωτέρω απαιτήσεως έχει καταχωρηθεί στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (τομ…… με αυξ.αριθμ…….) όπως τούτο προκύπτει από τα από 11-05-2020 επικυρωμένο από το Ενεχυροφυλάκειο Αθηνών απόσπασμα από το κατατεθειμένο με αρ……/30-04-2020 ως άνω παράρτημα της ανωτέρω σύμβασης μεταβίβασης δια τιτλοποιήσεως του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών.

Στη συνέχεια η ως άνω εταιρεία ειδικού σκοπού ανέθεσε τη διαχείριση των ανωτέρω απαιτήσεων και δικαιωμάτων που απορρέουν από την εν λόγω σύμβαση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερομένη διαταγή πληρωμής και η αναγκαστική κατάσχεση, των προσωπικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεως αυτής, στην ως άνω Τράπεζα, δυνάμει της από 30-04-2020 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 10 παρ.14 και 16 του Ν.3156/ 2003, αντίγραφο της οποίας έχει καταχωρηθεί νόμιμα στο Δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν.2844/2020 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με τη υπ΄αριθμ.πρωτ. ……/30-04-2020 πράξη καταχώρισης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10 παρ.8 του Ν.3156/ 2003 (τομ…..,αυξ.αριθμ……) σε συνδυασμό με το υπ΄αριθμ.44960/ 30-04-2020 ειδικό πληρεξούσιο του Συμβ/φου Αθηνών …………… Στο πλαίσιο αυτό η Τράπεζα ενεργούσε σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.14 του Ν.3156/ 2003 ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων στο όνομα και για λογαριασμό της Εταιρείας Ειδικού Σκοπού, η οποία κατέστη κατά τα ανωτέρω ειδική διάδοχός της. Επίσης, στις 16-4-2021 εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ η διάσπαση της άνω Τράπεζας (καλούμενη και ως «Διασπώμενη»)  με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία « …………..» και το διακριτικό τίτλο «…………….» (καλούμενη και ως η «Επωφελούμενη»), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 του Ν.2515/1997, την παρ.3 του άρθρου 54, την παρ.3 του άρθρου 57 και των άρθρων 59 εως 74 και 140 του ν.4601/ 2019, σε συνδυασμό με την υπ΄αριθμ……./7-4-2021 Πράξη Διάσπασης του Συμβ/φου Αθηνών …………… Η ως άνω διάσπαση εγκρίθηκε με την υπ΄αριθμ.πρωτ. 45089/16-4-2021 απόφαση της Δ/νσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ  και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της Διασπώμενης και της Επωφελούμενης αντίστοιχα. Από τη δημοσίευση δε της εγκριτικής απόφασης της διάσπασης με απόσχιση κλάδου στο ΓΕΜΗ στις 16-4-2021, η Επωφελούμενη υποκαταστάθηκε δυνάμει καθολικής διαδοχής κατ΄εφαρμογή του νόμου στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, εννόμων σχέσεων και εν γένει δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της Διασπώμενης που εμπίπτουν στον κλάδο τραπεζικής δραστηριότητας και εισφέρθηκαν στην Επωφελούμενη, μεταξύ των οποίων και τα περιουσιακά στοιχεία, έννομες σχέσεις και εν γένει δικαιώματα που απορρέουν τόσο από την από 30-4-2020 Σύμβαση Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων (σύμβαση πώλησης) όσο και από την από 30-4-2020 Σύμβαση Διαχείρισης Απαιτήσεων. Έτσι, από την ημερομηνία της άνω διάσπασης, ήτοι από την 16-4-2021,στη θέση της Τράπεζας (Διασπώμενης) ως συμβαλλόμενου μέρους τόσο στην από 30-4-2020 Σύμβαση Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων όσο και στην από 30-4-2020 Σύμβαση Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, υποκαταστάθηκε αυτοδικαίως η ανωτέρω Τράπεζα (Επωφελούμενη). Οι μεταβολές δε που επήλθαν τόσο στα στοιχεία της μεταβιβάζουσας όσο και στα στοιχεία της διαχειρίστριας καταχωρήθηκαν νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών δυνάμει του άρθρου 10 παρ.8 του Ν.3156/ 2003 και των άρθρων 3 του Ν.2844/ 2020 και 10 παρ.14 και 16 του Ν.3156/ 2003 αντίστοιχα. Τέλος, δυνάμει του υπ΄αριθμ…../19-4-2012 πληρεξουσίου του Συμβ/φου Αθηνών …………….., η Τράπεζα (Επωφελούμενη) έχει εξουσιοδοτηθεί από την Εταιρεία Ειδικού Σκοπού, όπως ασκεί στο όνομα και για λογαριασμό της ειδικής διαδόχου το δικαίωμα εκπροσώπησης σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας ενώπιον των Δικαστηρίων στις υπό διαχείριση απαιτήσεις αυτής,  περιλαμβανομένης και της απαίτησης της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης που απορρέει από την προαναφερόμενη σύμβαση για την οποία εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής και επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση κατά τα προεκτεθέντα.

Με βάση τα παραπάνω, η ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση έχει χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, με αποτέλεσμα μεταξύ της απολειπόμενης διαδίκου – εφεσίβλητης- καθ’ ης η ανακοπή και της προσθέτως παρεμβαίνουσας υπέρ αυτής να υφίσταται δεσμός επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας. Περαιτέρω, από την υπ’ αριθμ…………΄/09-09-2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Αθηνών, με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……………, που προσκομίζει ο εκκαλών –ανακόπτων, προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της από 03-10-2019 κρινόμενης έφεσης με έκθεση κατάθεσης, πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 24-09-2020 κατά την οποία η υπόθεση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (3-6-2021), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην εφεσίβλητη- καθής η ανακοπή, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως προκύπτει από τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, πλην όμως λόγω του δεσμού της επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας που τη συνδέει με την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα, θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται στη δίκη από την τελευταία, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε.

Η κρινόμενη από 03-10- 2019 (γεν.αριθμ.καταθ………./2019) έφεση του ηττηθέντος ανακόπτοντος κατά της υπ΄αριθμ.3046/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614επ. ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί νομότυπα με την κατάθεση δικογράφου στην γραμματεία του δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση (αρ. 495§1, 511 επ. Κ.Πολ.Δ.) και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ εξάλλου δεν παρήλθε γι’ αυτό η καταχρηστική προθεσμία των δύο  [2] ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης (15-11-2017) σύμφωνα με το άρθρο 518 § 2 ΚΠολΔ, ως ισχύει μετά  την αντικατάσταση της ανωτέρω παραγράφου από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα, όπως στην προκειμένη περίπτωση (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 147 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως, η έφεση νόμιμα φερομένη στο Δικαστήριο αυτό, που είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της (αρ. 19 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην συνέχεια κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση  (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, εφόσον  για το παραδεκτό αυτής (έφεσης) έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα παράβολο  εκατό (100) ευρώ, που προβλέπεται από την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος 2.4.2012 κατ’ άρθρο 113 του ν. 4055/2012 και  αντικαταστάθηκε  το άρθρο 495 ΚΠολΔ: ί] από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που εφαρμόζεται για τα κατατεθειμένα από την 1.1.2016 ένδικα μέσα και ii] με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του ν. 4446/2016, με έναρξη ισχύος από 23.1.2017.

Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών με την από 17-05-2019 (γεν. αριθμ. καταθ. ………./2019) ανακοπή του, που απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της καθής η ανακοπή ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» και ήδη εφεσίβλητης ζήτησε να ακυρωθεί η υπ΄αριθμ………../16-04-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …………., δυνάμει της οποίας η καθής η ανακοπή επέβαλε αναγκαστική κατάσχεση για το ποσό των 50.000,00 ευρώ επί της ευρισκόμενης στον Πειραιά ακίνητης περιουσίας του ανακόπτοντος που περιγράφεται στην ως άνω έκθεση, η οποία ενσωματώνεται σ΄αυτήν (ανακοπή).

Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η εκκαλουμένη υπ΄αριθμ.3046/2019 απόφαση με την οποία, απορρίφθηκε η ανακοπή και καταδικάστηκε ο ανακόπτων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της καθής, τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη ο εκκαλών – ανακόπτων με την υπό κρίση έφεσή του για τον λόγο που αναφέρεται σ` αυτήν, ο οποίος ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η ανακοπή του στο σύνολό της.

Με την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, η προσθέτως παρεμβαίνουσα, επικαλούμενη ως έννομο συμφέρον το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της εδρεύουσας στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, μη διαδίκου εταιρίας με την επωνυμία «…………..», ειδικής διαδόχου της εφεσίβλητης – καθ’ ης η ανακοπή, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρο 325 αριθ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα εκτίθενται με το δικόγραφό της, αιτείται να απορριφθεί η ένδικη έφεση. Με αυτό το περιεχόμενο και κύριο αίτημα, η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της εφεσίβλητης-  καθ’ ης η ανακοπή, που ασκήθηκε παραδεκτά, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 81 παρ. 1 και 591 παρ. 1 περ. β’ ΚΠολΔ, με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Εφετείου και επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον εκκαλούντα – ανακόπτοντα και στην εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 68, 80, 83 ΚΠολΔ, 1 περ. γ’ εδ. γ’, 2 παρ. 4 Ν. 4354/2015. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Κατά την διάταξη του άρθρου 106 του Κ.Πολ.Δικ., το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 224 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3994/2011, “είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής”. Μεταβολή της βάσεως της αγωγής ή της ανακοπής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 του Κ.Πολ.Δικ. αρχής της τηρήσεως προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (Ολ.ΑΠ 2/1994, ΑΠ 962/2012, ΑΠ 389/2010, 391/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου, με την διάταξη του άρθρου 522 του Κ.Πολ.Δικ. ορίζεται “Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους”, ενώ σύμφωνα με εκείνη του άρθρου 525 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα “είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης, όπως και η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ακόμη και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως” και τέλος με εκείνη του άρθρου 526 του ίδιου Κώδικα “Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον”. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, δεν μπορεί να μεταβάλει την βάση της αγωγής ή της ανακοπής. Δεν μπορεί επίσης να προτείνει νέους ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν είχαν προβληθεί πρωτοδίκως. Ισχυρισμός που στηρίζει την βάση της αγωγής ή της ανακοπής απαραδέκτως προτείνεται το πρώτον με την έφεση ή με τις προτάσεις που υποβάλλονται στο Εφετείο, οι δε διατάξεις που επιτρέπουν σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις την βραδεία προβολή νέων ισχυρισμών με τις προτάσεις ή και με την έφεση, στον δεύτερο βαθμό, αναφέρονται σε ισχυρισμούς άλλους, πλην εκείνων που θεμελιώνουν την αγωγική βάση (ενστάσεις, αντενστάσεις), δηλαδή σε καταλυτικούς του δικαιώματος που ασκείται με την αγωγή, που μπορούν να προταθούν, μέχρι την τελευταία επί της ουσίας της υποθέσεως συζήτηση, τόσο στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, όσο και στο Εφετείο, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 269 παρ. 2 και 527 του Κ.Πολ.Δικ. και δεν αφορούν πραγματικούς ισχυρισμούς που μεταβάλουν την βάση της αγωγής (Ολ.ΑΠ 2/1994, ΑΠ 2070/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων των άρθρων 522, 525 παρ. 2 και 526 του Κ.Πολ.Δικ. συνάγεται περαιτέρω ότι αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής δικαστικής προστασίας για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, με απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνη προς το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο της δίκης, αλλά αποτελεί, ανάλογα με το εάν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε την δικαστική προστασία, μέσο τελικής επιτεύξεως ή ματαιώσεως της ικανοποιήσεως της δικανικής πιο πάνω αξιώσεως με την υποβολή της σε νέα, δευτεροβάθμια, δικαστική κρίση (ΑΠ 821/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των κατωτέρω μνημονευομένων δικογράφων προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ήδη εκκαλών με την ως άνω από 17-05- 2019 ανακοπή του με τον μοναδικό λόγο ανακοπής ισχυρίστηκε ότι η από την ήδη εφεσίβλητη – καθής η ανακοπή εκδοθείσα σε βάρος του υπ΄αριθμ……/ 2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών βάσει της οποίας διενεργήθηκε η προσβαλλόμενη υπ΄αριθμ……./ 16-04-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του, πάσχει ακυρότητας, διότι στο ποσό των 84.843,64 ευρώ που επιτάσσεται να καταβάλει εντόκως στην καθής η ανακοπή, πέραν του κεφαλαίου συμπεριλαμβάνονται και κεφαλοποιημένοι τόκοι μέχρι την 26-03-2013,χωρις όμως να προσδιορίζεται το επιμέρους ποσό που αντιστοιχεί στους τόκους αυτούς.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη υπ΄αριθμ. 3046/2019 απόφασή του απέρριψε τον λόγο αυτό ως νομικά αβάσιμο με την αιτιολογία ότι εφόσον η απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η ως άνω υπ αριθμ……./2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο της προσβαλλόμενης πράξης αναγκαστικής κατάσχεσης, πηγάζει από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, όπως ιστορείται και προκύπτει από την επισκόπηση της ως άνω διαταγής πληρωμής, αρκεί η αναφορά του συνολικά επιτασσόμενου χρηματικού ποσού, το οποίο αποτελεί υπέρ της καθής η ανακοπή κατάλοιπο κατά το κλείσιμο του λογαριασμού και στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι κεφαλοποιημένοι τόκοι, χωρίς να απαιτείται ο διαχωρισμός του επιτασσόμενου ποσού σε επιμέρους κονδύλια και κατόπιν τούτου απέρριψε την ανακοπή.

Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, το πρώτον με το δικόγραφο της ένδικης έφεσής του ισχυρίζεται ότι η χρηματική απαίτηση της καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης για την οποία εκδόθηκε σε βάρος του η ως άνω υπ΄ αριθμ………../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτέλεσε τον εκτελεστό τίτλο της προσβαλλόμενης  (με την ανακοπή) πράξης αναγκαστικής κατάσχεσης, δεν προήλθε από σύμβαση πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, αλλά από απλή σύμβαση πίστωσης στην οποία δεν νοείται η ύπαρξη καταλοίπου παρά η ύπαρξη πλειόνων του ενός ποσού με διαφορετική ιστορική και νομική αιτία. Ο ανωτέρω ισχυρισμός, όμως, απορριπτέος τυγχάνει, διότι συνιστά απαράδεκτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της ανακοπής και δη ενώπιον του Εφετείου, διά της το πρώτον με το δικόγραφο της ένδικης έφεσης, νέων περιστατικών, παραγωγικών του ασκουμένου με την ανακοπή δικαιώματος, και, άρα, θεμελιωτικών κατά νόμο του αιτήματος αυτής, με τα οποία τροποποιείται και ουσιαστικά αντικαθίσταται η ιστορική βάση της ανακοπής, όπως παρατίθεται στο δικόγραφο αυτής, όπου ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθεί η υπ΄αριθμ. ……./16-04-2019 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με την οποία επισπεύδεται η εκτέλεση της υπ΄αριθμ……./2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, από την οποία προκύπτει, ότι αφορά απαίτηση της καθής η ανακοπή σε βάρος του ανακόπτοντος, προερχόμενη από την με αριθμό …………../2003 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, από τις από 12/12/2003 και 29/11/2005 πρόσθετες πράξεις αυτής καθώς και από τα από 18/12/2003 έως 26/3/2013 αποσπάσματα λογαριασμού της καθής η ανακοπή Τράπεζας, περιστατικά που ουδόλως αμφισβητήθηκαν από αυτόν (ανακόπτοντα) στην ένδικη ανακοπή του επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, και δεν αποτέλεσαν λόγο της ανακοπής του κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί ότι δεν πρόκειται περί «νέου» ισχυρισμού, που μπορεί παραδεκτά να προβληθεί για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ως λόγος έφεσης, εφόσον δεν εμπίπτει σε μία εκ των περιοριστικά αναφερομένων στη διάταξη του άρθρου 527 του ΚΠολΔ περιπτώσεων, που επίσης παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη. Πολλώ δε μάλλον, που στους ισχυρισμούς που μπορεί να προταθούν παραδεκτά για πρώτη φορά στο Εφετείο, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του ΚΠολΔ, δεν περιλαμβάνονται εκείνοι που απαρτίζουν κατά το νόμο την ιστορική βάση της αγωγής ή της ανακοπής όπως εν προκειμένω ,υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν το επικαλούμενο δικαίωμα με την έννομη συνέπεια του οικείου κανόνα δικαίου, καθώς ο ανακόπτων ως εκκαλών, δεν μπορεί να μεταβάλει τη βάση της ανακοπής του και τους σχετικούς λόγους αυτής, ούτε να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς που περιέχονται σ’ αυτήν (αρθρ.526 του ΚΠολΔ).

Κατόπιν τούτων, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί, ενώ διάταξη για την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση δεν θα διαληφθεί στο διατακτικό της απόφασης, διότι πρόκειται για διαμορφωτική διαδικαστική πράξη και όχι για επιτευκτική, η οποία περιέχει αυτοτελές αίτημα προς παροχή δικαστικής προστασίας. Περαιτέρω, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση που η εφεσίβλητη – καθ’ ης η ανακοπή – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής (άρθρα 501, 502, 505 παρ. 2 περ. β’, ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Επίσης πρέπει ο εκκαλών – ανακόπτων – καθού η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση να καταδικασθεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, λόγω της ήττας του, κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βάσιμου του σχετικού παρεπόμενου αιτήματος που υποβλήθηκε από την τελευταία (άρθρα 176, 180 παρ. 3, 182 παρ. 3, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου άσκησης έφεσης, που ο εκκαλών κατέθεσε, κατ` άρθρο 495 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της εφεσίβλητης – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

Ορίζει το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00) ευρώ.

Συνεκδικάζει την έφεση και την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση κατά της υπ αριθμ. 3046/2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Καταδικάζει τον εκκαλούντα – καθού η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ. Και

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του e – παραβόλου με κωδικό …………/2019, άσκησης έφεσης που κατέθεσε ο εκκαλών, ποσού εκατό (100,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    19 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ