Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 362/2021

Αριθμός     362/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …………εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Ευθυμία Πλατή  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……………., εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κωνσταντίνο Πήττα.

Η εκκαλούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 13.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2018) ανακοπή, επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2136/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα  με την από 5.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ………./2019) αρχικά η  21η.5.2020,  οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 86/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη υπόθεση εισάγεται νόμιμα προς συζήτηση στην παρούσα δικάσιμο μετά από αυτεπάγγελτο προσδιορισμό δυνάμει της υπ΄αριθ. 86/2020 Πράξης του ορισθέντος από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου διεύθυνσης Εφέτη (άρθρ. 74 παρ. 2 ν. 4690/2020) μετά από ματαίωση της συζήτησής της λόγω προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων. Η κρινόμενη, από 5.7.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. …/…../ 5.7.2019) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας, εδρεύουσας στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής,  ανώνυμης εμπορικής εταιρίας με την επωνυμία «…………», νομίμως εκπροσωπουμένης, κατά της καθ΄ης η ανακοπή ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και της υπ΄αριθ. 2136/19.6.2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 13.7.2018 (υπ΄αριθ. κατάθ. …………./13.7.2018) ανακοπή της ήδη εκκαλούσας κατά της, επισπεύσει της εφεσίβλητης, από 5.7.2018 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό αντίγραφο της υπ΄αριθ. 1424/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. ……./21.6.2019 έκθεση επίδοσης της εκκαλουμένης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής Αθηνών …………, σε συνδυασμό με την από 5.7.2019 έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της κρινόμενης έφεσης που συνέταξε  ο Γραμματέας του Πρωτοδικείου Πειραιά). Για το παραδεκτό της (άρθρ. 495 παρ. 3Α.β΄ΚΠολΔ) προσκομίστηκε  το υπ΄αριθ. . . ……. e – παράβολο έφεσης. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013 «Για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης, προκύπτει ότι ο νομοθέτης στόχευε να καθορίσει την εν λόγω αμοιβή ως διακριτό κονδύλιο στην επιταγή προς πληρωμή, το οποίο ισούται με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Γι΄αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται το ρήμα «ορίζεται» και η φράση «στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης», ώστε να καθίσταται σαφές ότι ο προσδιορισμός του ποσού που γίνεται άμεσα και ευθέως από το νόμο, ανέρχεται στο ύψος της δικαστικής δαπάνης που επιδικάστηκε και ταυτίζεται με το ποσό αυτό (πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ). Ο τρόπος καθορισμού της δικαστικής δαπάνης σύμφωνα με το ν. 4194/2013 που εφαρμόζεται εν προκειμένω, έχει μεταβληθεί σε σχέση με τον παλαιότερα ισχύοντα Δικηγορικό Κώδικα (άρθρο 127 ν. 3026/1954) κατά τον οποίο, η ελάχιστη οφειλόμενη αμοιβή «κανονιζόταν» σε (μεταλλικές) δραχμές ανάλογα με το δικαστήριο που είχε εκδώσει τον εκτελεστό τίτλο και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να υπερβαίνει το ¼ του ποσού της οφειλής που αφορούσε τον εκτελεστό τίτλο. Αντίθετα, με το ν. 4194/2013, δεν καθορίζεται περιθώριο μεταξύ ελάχιστης και ανώτατης αμοιβής την οποία δεν μπορεί να υπερβεί ο δικηγόρος του επισπεύδοντος, αλλά ορίζεται αποκλειστικά ως ταυτόσημη με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης (Εφ Δυτ Μακ 102/2018 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, στο ν. 4194/2013, η ελάχιστη αμοιβή για σύνταξη επιταγής δεν συναρτάται με παράγοντες όπως επιστημονική εργασία, πολυπλοκότητα, αξία αντικειμένου, σπουδαιότητα, περιστάσεις,  κλπ. Στη Νομολογία διατυπώθηκε προεχόντως η άποψη (βλ. ιδίως ΕφΘεσσ 22/2020, ΝΟΜΟΣ), ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, αφού ο ηττηθείς – καθ΄ου η εκτέλεση διάδικος έχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το περιεχόμενο της απόφασης που συνιστά τον εκτελεστό τίτλο και ν΄αποφύγει κάθε περαιτέρω επιβάρυνση από την επίσπευση της εναντίον του εκτέλεσης. Κατά την κρίση δε του δικαστηρίου αυτού, από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 72 ν. 4194/2013, αντλείται το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης επιθυμεί να διαλύσει κάθε πιθανή αμφιβολία για το νόημα της σχετικής διάταξης και έτσι να αποφύγει ερμηνευτικά ζητήματα που είχαν ανακύψει στο παρελθόν από το προαναφερθέν άρθρο 127 του ν. 3026/1954, όπου για τη σχετική αμοιβή προβλεπόταν ελάχιστο και ανώτατο όριο, όπως προεκτέθηκε και είχε σαν αποτέλεσμα τον καθορισμό από τα δικαστήρια με βάση την επιστημονική εργασία, το χρόνο που καταναλώθηκε, κλπ. (ΕφΘεσσ187/2018, ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η σύνδεση του ύψους της αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή με τα ανωτέρω κριτήρια δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε καμία διάταξη νόμου. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν διαφοροποιείται ούτε με βάση το άρθρο 58 παρ. 5 του ν. 4194/2013, σύμφωνα με το οποίο «Οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από το δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει τη νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή είτε κατά την εκτίμησή του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του», καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά την αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, για την οποία προβλέπει ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 72 του ίδιου νόμου. Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη του άρθρου 59 περί συμφωνίας και λήψης αμοιβής με χρονοχρέωση. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 72 το συμπέρασμα ότι με αυτήν εννοείται ότι η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή έχει ήδη συμπεριληφθεί στην επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη, αφ΄ενός μεν διότι η δικαστική δαπάνη περιλαμβάνει όσα ορίζονται στα άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ και αφορούν τις μέχρι τότε πραγματοποιηθείσες ενέργειες, αφ΄ετέρου δε διότι δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο να καθορίζει αμοιβή για δικηγορικές ενέργειες που έπονται της έκδοσης της απόφασης μετά την οποία απεκδύεται της σχετικής εξουσίας, από μόνο το εικαζόμενο ενδεχόμενο της διενέργειάς τους, καθώς τυχόν μεταγενέστερες ενέργειες μόνο ενδεχόμενο είναι να λάβουν χώρα και το δικαστήριο, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 106 και 108 ΚΠολΔ, δεν μπορεί εκ των προτέρων ούτε να τις περιορίσει αλλά ούτε και να τις διατάξει ή να τις καθορίσει. Αλλά, επιπλέον, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η αμοιβή για την επιταγή συμπεριλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη, αυτό θα σήμαινε ότι η αμοιβή αυτή θα επιβάρυνε τελικώς το δανειστή ή, αλλιώς, τον ίδιο το συντάξαντα δικηγόρο. Τέλος, η δυνατότητα αύξησης της αμοιβής ή μείωσης αυτής (άρθρα 98 παρ. 1 και 102 αντίστοιχα), προβλέπεται μεν στο ν. 4194/2013, αλλά η μείωση της αμοιβής συγχωρείται μόνο στην περίπτωση διογκωμένου αιτήματος της αγωγής.

Με τον 1ο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως και κατά κακή ερμηνεία του νόμου, η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμο τον, με όμοιο περιεχόμενο, 1ο λόγο της ανακοπής της κατά της εκτελεστικής διαδικασίας που επέσπευσε η καθ΄ης η ανακοπή εναντίον της, με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδεται εις βάρος της με την από 5.7.2018 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ΄αριθ. 1424/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, δυνάμει τη οποίας επιτάχθηκε να καταβάλει μεταξύ άλλων α) το ποσό των 33.000 € για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, και β) ποσό 29.500 € για σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή με βάση το άρθρο 72 παρ. 1 ν. 4194/2013. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι το ποσό της αμοιβής για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή (29.500 €) είναι υπέρογκο και το σχετικό δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά, διότι  η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 είναι αόριστη και  για το λόγο αυτόν μπορεί να ερμηνευθεί α) ότι η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή συμπεριλαμβάνεται στην επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, β) ότι η εν λόγω αμοιβή μπορεί να οριστεί έως του ποσού της δικαστικής δαπάνης και επομένως για τον προσδιορισμό του ύψους της που πρέπει να είναι εύλογο, πρέπει να ληφθούν υπ΄όψιν κριτήρια όπως η επιστημονική εργασία που απαιτήθηκε για τη σύνταξή της, η αξία και το είδος της υπόθεσης, ο καταναλωθείς χρόνος, η σπουδαιότητα της διαφοράς, οι ιδιάζουσες περιστάσεις και οι εν γένει ενέργειες, όπως οριζόταν στο άρθρο 98 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ν. 3026/1954 και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 58 παρ. 5 του ν. 4194/2013. Ζητούσε δε να ακυρωθεί κατά το κονδύλιο αυτό η εν λόγω επιταγή προς πληρωμή και να διαμορφωθεί αυτή στο ελάχιστο με βάση τοη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 5  ν. 4194/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 281 ΑΚ.  Ωστόσο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, από την ισχύ του ν. 4194/2013, (27.9.2013 – ΦEKA’ 208), καταργήθηκε ο ν. 3026/1954, η δε διάταξη του άρθρου 72 του νέου νόμου που αφορά την αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή αποδεσμεύτηκε πλήρως από τα κριτήρια διαμόρφωσης που ετίθεντο με τον προηγούμενο νόμο και εισήχθη ο αυτόματος καθορισμός της αμοιβής αυτής που ισούται πλέον με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, αποτελώντας διακριτό κονδύλιο, μη συμπεριλαμβανόμενο σ΄αυτήν και σε καμία περίπτωση μη καθοριζόμενο από άλλους παράγοντες και όλα τα παραπάνω προκύπτουν ευθέως από τη σαφή και ρητή διατύπωση της διάταξης, χωρίς δυνατότητα άλλης ερμηνείας, ενώ κάθε άλλη ερμηνεία είναι αυθαίρετη και δεν προκύπτει από καμία διάταξη νόμου. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, η αιτούμενη αμοιβή για σύνταξη επιταγής από 29.500 €, υπολείπεται της νόμιμης του ποσού των 33.000 € στο οποίο ανέρχεται η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η υπ΄αριθ. 1424/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, έκρινε επί της από 10.7.2008 (υπ΄αριθ. κατάθ. …../2008) συνεκδικαζόμενης αγωγής της ανακόπτουσας – εκκαλούσας κατά της καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητης και άλλων διαδίκων, με (αναγνωριστικό) αγωγικό αίτημα το ποσό των 865.089,84 €, μετά από έφεση κατά της υπ΄αριθ. 6385/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επομένως, το ανωτέρω ποσό αμοιβής για σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή προκύπτει ευθέως από το νόμο και η επιταγή προς πληρωμή του δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του σχετικού δικαιώματος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, με αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα απόφαση (534 ΚΠολΔ) και απέρριψε το σχετικό λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο 1ος λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – ανακόπτουσα παραπονείται ότι ο σχετικός λόγος ανακοπής απορρίφθηκε εσφαλμένα εσφαλμένα ως μη νόμιμος, είναι απορριπτέος  ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, οι κανόνες που επιβάλλουν ότι οι δίκες πρέπει να διεξάγονται από δικηγόρους (άρθρα 94 – 105 ΚΠολΔ) εφαρμόζονται και στις δίκες περί την εκτέλεση. Κατά το άρθρο 927ΚΠολΔ, “η αναγκ.  εκτέλεση  γίνεται  με  επιμέλεια εκείνου  που έχει δικαίωμα να την ενεργήσει, ο οποίος δίνει, επάνω στο απόγραφο, τη σχετική  εντολή  σε  ορισμένο  δικαστικό  επιμελητή”. Η εντολή  προς τον επιμελητή για εκτέλεση είναι πράξη εξώδικη, διότι δεν είναι δικόγραφο απευθυνόμενο προς το δικαστήριο, ούτε  προκαλεί  καμιά δίκη (Κιτσικόπουλος, Πολ. Δικ., άρθρο 870, παρ. 12, σημ. 2, σελ. 7602, Οικονομίδης   –   Λιβαδάς,  Πολιτική  Δικονομία,  παρ.  18,  σημ.  13,Γιδόπουλος, Εκτέλεσις, παρ. 89, σελ. 203, σημ. 7,  Τ.  Οικονομόπουλου Εγχ.Πολ.Δικ.,  τόμ.  2, Β`, σελ. 221, Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις,  άρθρ. 927, σελ. 342, Σ.  Σαρηγιαννίδης,  Η  προς  τον  δικαστικό   επιμελητή εντολή,  Αρμ  26.561,  564  contra Παπαδόπουλος, Εκτέλεσις, παρ. 167). Επομένως μπορεί  να  την  υπογράψει  και  ο  ίδιος  διάδικος,  δηλ.  ο δανειστής  (Κιτσικόπουλος, ό.π., Σ. Σταυρόπουλος, ΕρμΚΠολΔ, άρθρ. 989   παρ. 3α, σελ. 1198, ΑΠ 401/54 ΕΕΝ 25.704, ΜονΠρΑθ 5296/80 ΝοΒ  29.576,  ΕφΑθ  7899/74  ΝοΒ 23.194).  Η σύνταξη της επιταγής για εκτέλεση είναι εξώδικη πράξη, αφού δεν απευθύνεται προς το Δικαστήριο, ούτε  προκαλεί δίκη (Οικονομίδης – Λιβαδάς, παρ. 262, Κιτσικόπουλος, ό.π., άρθρ. 863,παρ.  23,  σημ.  2,  σελ.  7482, Σ. Σαρηγιαννίδης, ό.π., σελ. 564).  Η επιταγή μπορεί να υπογραφεί από κάθε πληρεξούσιο του εντολέα  και  από δικηγόρο  μη  διορισμένο  στο  Δικαστήριο,  στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί ο επιτασσόμενος (Κιτσικόπουλος, ό.π., σελ. 7483,  Γιδόπουλος, Εκτέλεσις, παρ. 81, σελ. 175-176, Σαρηγιαννίδης, ό.π., σελ. 564 contra Ράμμος,  Glasson  Ε,  1009  α,  σελ.  87-88  για  την  υπογραφή από το διάδικο).  Ο πληρεξούσιος στη δίκη μπορεί να υπογράψει, αφού  έχει  το δικαίωμα  της  εκτέλεσης της απόφασης σύμφωνα με τα άρθρ. 94 επ. ΚΠολΔ     (Γιδόπουλος, ό.π., παρ. 81 και σημ. 3, Τ. Οικονομόπουλος,  ό.π.,  σελ. 221)  και δεν είναι ανάγκη να λάβει νέα πληρεξουσιότητα. Περαιτέρω, από τον συν­δυασμό των διατάξεων των άρθρων 96, 104, 143 παρ. 1 και 544 παρ. 4 ΚΠολΔ, 211, 219 και 238 ΑΚ, προκύπτει ότι ο διάδικος, για λογαριασμό του οποίου παραστά­θηκε ως δικηγόρος πρόσωπο στερούμενο της τυπικής δικαστικής πληρεξουσιότητας, δικαιούται να εγκρίνει μεταγενεστέρως τις πράξεις τούτου, η έγκριση δε αυτή μπορεί να γίνει και σιωπηρώς. Μια τέτοια έγκριση  συνάγεται ιδίως από τη νόμιμη παράσταση του διαδίκου σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας και παραδοχή των μέχρι τότε διαδικαστικών πράξεων ως ισχυρών (ΕφΑθ836/1996 Δ/νη 37, 1667), πολλώ δε μάλλον από τη χορήγηση έγγραφης πληρεξουσιότητας και έγκρισης των προηγουμένων πράξεων του πληρεξουσίου δικηγόρου. Tέλος, σύμφωνα με το άρθρο 97 παρ. 1  ΚΠολΔ, «Η πληρεξουσιότητα παρέχει στον πληρεξούσιο το δικαίωμα να παριστά στο δικαστήριο εκείνον που έδωσε την πληρεξουσιότητα, να ενεργεί όλες τις κύριες ή τις παρεπόμενες πράξεις που αφορούν στη διεξαγωγή της δίκης …  … … και να επιδιώκει την εκτέλεση καθώς και να παρίσταται στις αντίστοιχες δίκες που δημιουργούνται από τις πράξεις αυτές. … … …».

Με το 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως και κατά κακή ερμηνεία του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη απέρριψε τον, με όμοιο περιεχόμενο, 2ο λόγο της ανακοπής της κατά της ίδιας ως άνω εκτελεστικής διαδικασίας. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι η επισπευδόμενη εκτέλεση ήταν άκυρη διότι ο πληρεξούσιος δικηγόρο της επισπεύδουσας – καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητης δεν είχε τη σχετική πληρεξουσιότητα, ούτε και μπορούσε να την έχει αφού η επισπεύδουσα βρίσκεται σε αδράνεια από το 2008 οπότε δημοσιεύτηκε ο τελευταίο ισολογισμός της και η θητεία του τελευταίου Διοικητικού της Συμβουλίου έληξε το 2013, χωρίς να δημοσιευτεί νέο πρακτικό εκλογής Δ. Σ.

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται και χρησιμοποιούνται είτε για άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων χωρίς να παραλείπεται κάποιο από αυτά έστω και εάν δεν αναφέρεται ρητά, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με το από 15.7.2018 πρακτικό συνεδρίασης της (Έκτακτης) Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της εφεσίβλητης, κατά την οποία εξελέγη το νέο Διοικητικό Συμβούλιο αυτής, οι μέτοχοι, αναγνώρισαν ως έγκυρες και ισχυρές όλες τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί μέχρι τότε ο δικαστικός πληρεξούσιος της εφεσίβλητης ……. στα πλαίσια της δικαστικής πληρεξουσιότητας και εξουσιοδοτηθείς από το νόμιμο εκπρόσωπο ………, για το σκοπό αυτόν και ιδίως τη λήψη απογράφου της υπ αριθ. 1424/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών και τη σύνταξη και κοινοποίηση αντιγράφου αυτού με την από 5.7.2018 επιταγή προς πληρωμή. Παράλληλα, οι μέτοχοι δήλωσαν ότι εγκρίνουν την εκπροσώπηση της εφεσίβλητης σε σχέση με την υπάρχουσα αντιδικία από τον ως άνω δικηγόρο, συμπεριλαμβανομένων των δικών της εκτέλεσης με βάση την ως άνω απόφαση και εξουσιοδότησαν το νεοεκλεγέν Διοικητικό συμβούλιο να προβεί στις αναγκαίες σχετικές προς τούτο ενέργειες. Στη συνέχεια, το Διοικητικό Συμβούλιο της εφεσίβλητης μετά τη συγκρότησή του σε σώμα εξουσιοδότησε το νόμιμο εκπρόσωπό του – Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτού, ….., να εκπροσωπεί την εφεσίβλητη σε σχέση με την ένδικη υπόθεση και να δίδει εντολή στον ίδιο ως άνω πληρεξούσιο Δικηγόρο ……….., με ειδική μνεία στις απαιτήσεις για δικαστική δαπάνη και αμοιβή του συντάξαντος την επιταγή προς πληρωμή, τη λήψη απογράφου της ως άνω εφετειακής απόφασης και τη σύνταξη και κοινοποίηση αντιγράφου αυτού με την από 5.7.2018 επιταγή προς πληρωμή, ήτοι τις ένδικες αξιώσεις κατά της εκκαλούσας,, αναγνωρίζοντας παράλληλα όλες τις σχετικές ενέργειες του ανωτέρω δικηγόρου ως έγκυρες και ισχυρές καθόσον ρητά διενεργήθηκαν από τον τελευταίο στα πλαίσια δικαστικής πληρεξουσιότητας και εξουσιοδότησης από τον ως άνω νόμιμο εκπρόσωπο της εφεσίβλητης. Στο ίδιο πρακτικό αναφέρθηκε ειδικότερα η κρινόμενη ανακοπή, η επ΄αυτής από 13.7.2018 (………../2018) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αίτηση αναστολής με αίτημα προσωρινής διαταγής, για τις  οποίες εξουσιοδοτήθηκε ο νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης ….. να διορίσει για την εκπροσώπηση της εφεσίβλητης τον ίδιο ως άνω δικηγόρο …….., τόσο για τις ενέργειες των δικών, όσο και για την άσκηση κάθε περαιτέρω πράξης εκτέλεσης. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα δεν αμφισβήτησε την εκπροσώπηση της εταιρίας από το …….. και την ύπαρξη πληρεξουσιότητας του υπογράφοντος την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή δικηγόρου …….., καθ΄όλη τη διάρκεια της υπερδεκαετούς αντιδικίας τους που οδήγησε στην έκδοση της υπ΄αριθ. 1424/2017 ως άνω τελεσίδικης απόφασης και με βάση την οποία επισπεύδεται η ανακοπτόμενη  εκτέλεση κατά της εκκαλούσας. Επιπλέον δε, πέραν του ότι τα προαναφερθέντα πρακτικά της Γενικής Συνέλευσης και του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης με τα οποία εγκρίθηκαν οι ενέργειες του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης εταιρίας δημοσιεύθηκαν αρμοδίως στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Αθηνών στις 31.8.2018 (υπ΄ αριθ. πρωτ. …..), στις 31.10.2018 συντάχθηκε, μεταξύ των διαδίκων της υπ΄αριθ. 1424/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών που εκδόθηκε επί των αγωγών, μεταξύ άλλων, της εκκαλούσας και του ……….. και της εφεσίβλητης, Μνημόνιο Διευθέτησης Εκατέρωθεν Οφειλών, απορρεόντων από την ως άνω απόφαση, δηλαδή και των περιεχομένων στην από 5.7.2018 επιταγή προς πληρωμή, στο οποίο τόσο την εφεσίβλητη όσο και το ……….. εκπροσωπούσε ο εν λόγω δικηγόρος, ……….  Η ύπαρξη σχετικής πληρεξουσιότητας στον τελευταίο δεν αμφισβητήθηκε από την εκκαλούσα ούτε στην παρούσα δίκη. Έτσι, η εντολή εκτέλεσης του τελευταίου προς το δικαστικό επιμελητή όσο αφορά στην ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή έγινε με βάση υπάρχουσα πληρεξουσιότητα (97, 104 ΚΠολΔ).Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε όμοια και απέρριψε το 2ο λόγο ανακοπής με τον οποίο η εκκαλούσα ανακόπτουσα ισχυριζόταν ότι ο υπογράφων την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή δικηγόρος δεν έχει πληρεξουσιότητα προς τούτο, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (2ος) λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι κακώς απερρίφθη ο λόγος αυτός ανακοπής με την εκκαλουμένη, πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Εν όψει των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση πρέπει ν΄απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο  και να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (176, 179, 183 ΚΠολΔ) σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 5.7.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……../5.7.2019) έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του υπ΄αριθ. …….. e –  παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    20 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ