Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 364/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης

364/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά στις …………. για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ των κάτωθι αναφερομένων:

Α. Του εκκαλούντος ενάγοντος: ………….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσιαντή με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης εναγομένης: Της εδρεύουσας …………. ναυτικής εταιρείας του ν.959/1979 …………. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευρυπίδη Γιάζο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Β. Της εκκαλούσας εναγομένης: Της εδρεύουσας ………… ναυτικής εταιρείας του ν.959/1979 με την επωνυμία «…………», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευρυπίδη Γιάζο με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Του εφεσιβλήτου ενάγοντος: ………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Τσιαντή με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 21.3.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/21.3.2018) αγωγή του, την οποία άσκησε ενώπιον  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Επί της προαναφερθείσας αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 3764/2019 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

Ο εν μέρει ηττηθείς στον πρώτο βαθμό ενάγων με την από 6.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../6.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../6.2.2020 στο δεύτερο βαθμό), ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεσή του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 2ης.4.2020, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της έφεσής του κεφάλαια αυτής, που τον βλάπτουν.

Η εν μέρει ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό εναγόμενη με την από 10.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../10.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../11.2.2020 στο δεύτερο βαθμό), ασκηθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έφεσή της, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τη δικάσιμο της 2ης.4.2020, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ομοίως ματαιώθηκε εξαιτίας της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 για το χρονικό διάστημα από 13.3.2020 έως 31.5.2020, επίσης προσβάλλει την ως άνω πρωτόδικη απόφαση κατά τα ωσαύτως αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια αυτής, που την βλάπτουν.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως με την υπ’αριθμ. 51/2020 Πράξη της ορισθείσας από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή Μαρία Κωττάκη, Εφέτη του ιδίου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 74 παρ.2 του ν.4690/2020, κατόπιν της ματαίωσης της συζήτησής της κατά την αρχικά προσδιορισθείσα δικάσιμο, σε  συνδυασμό με την υπ’αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και εγγράφηκε στο πινάκιο, και την εκφώνησή της με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν εμφανίσθηκαν, αλλά παραστάθηκαν με δηλώσεις τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ.2 του ΚΠολΔ, και προκατέθεσαν τις προτάσεις τους, με τις οποίες και ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα ειδικότερα σ’αυτές αναφερόμενα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι αναφερόμενες εφέσεις: α) Η από 6.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/6.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ……../6.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 21.3.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../21.3.2018) αγωγής σε βάρος της εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας, και β) η από 10.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ…………/10.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ………../11.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της ομοίως εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγομένης της ανωτέρω αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της εκδοθείσας επί της αγωγής αυτής υπ’αριθμ. 3764/2019 οριστικής απόφασης του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν προς διευκόλυνση και επιτάχυνση της διεξαγωγής της δίκης και μείωση των εξόδων (άρθρο 246 και 524 παρ.1 εδαφ.α΄του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 6.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../6.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./6.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος κατά της υπ’αριθμ. 3764/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της πρωτοβάθμιας δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της ασκηθείσας κατά της εφεσίβλητης, ναυτικής εταιρείας, από 21.3.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………./21.3.2018) αγωγής του ανωτέρω εκκαλούντος, διώκοντος την επιδίκαση διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, συνολικού ποσού 20.419,68 ευρώ, πλέον τόκων, φερομένων ως απορρεουσών από την εκ μέρους του παροχή εξαρτημένης ναυτικής εργασίας σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εναγομένης, για το εκτιθέμενο στο δικόγραφο χρονικό διάστημα, σε εκτέλεση καταρτισθείσας μεταξύ τους σύμβασης ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του Μηχανοδηγού Α΄, αορίστου χρόνου, ήδη λυθείσης «αμοιβαία συναινέσει», με την επίκληση της εκτέλεσης, διαρκούσης της ναυτολόγησής του στο ίδιο πλοίο, πέραν των καθηκόντων της ειδικότητάς του, και των πρόσθετων καθηκόντων του φορτοεκφορτωτή των μεταφερομένων με το πλοίο φιαλών υγραερίου, και του μαγείρου για τα επίσης διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 12.199,03 ευρώ, ως οφειλόμενα σ’αυτόν από την εργασιακή του σχέση για τις αναλυτικά εκτιθέμενες στην απόφαση αιτίες, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του από την εργασία του μέχρι την εξόφληση, και μέρος της δικαστικής του δαπάνης, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 400 ευρώ, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 6.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ………/6.2.2020), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης στην εναγόμενη, που συντελέσθηκε, με την επιμέλεια του ενάγοντος, στις 9.1.2020, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από τον τελευταίο υπ’αριθμ. ………../9.1.2020 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ………….., της προθεσμίας προς άσκηση έφεσης κατά της ως άνω απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αρξαμένης έκτοτε και για τον ίδιο, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που βλάπτουν τον εκκαλούντα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Η εκ των συνεκδικαζομένων εφέσεων από 10.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. …………./10.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/11.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της ανωτέρω αγωγής κατά της αυτής πρωτόδικης απόφασης έχει επίσης ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511,513 παρ. 1 εδαφ.β΄, 516 παρ.1, 517, 518 παρ.1 και 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 10.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./10.2.2020), ήτοι εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση σ’αυτήν της πρωτόδικης απόφασης, με την επιμέλεια του ενάγοντος, που έλαβε χώρα στις 9.1.2020, κατά τα προεκτεθέντα, με την επισήμανση ότι εν προκειμένω η ανωτέρω προθεσμία, που άρχισε από την επομένη της επίδοσης, και δη στις 10.1.2020, έληξε στις 10.2.2020, ημέρα Δευτέρα, όταν και ασκήθηκε η έφεση, διότι η τελευταία ημέρα της προθεσμίας αυτής, ήτοι η 8η.2.2020, ήταν κατά το νόμο εξαιρετέα ημέρα και συγκεκριμένα Σάββατο, με αποτέλεσμα να λήξει την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 144 παρ.1 του ΚΠολΔ, και δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ύλην, κατά τόπον και λειτουργικά αρμόδιο προς εκδίκασή της (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία ομοίως πλήττονται τα ειδικότερα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της πρωτόδικης απόφασης, που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την αυτή (ειδική) διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με την από 21.3.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…………/21.3.2018) αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίσθηκε ότι σε εκτέλεση σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψε στο λιμένα της Ελευσίνας στις 21.10.2016 με το  νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, ναυτικής εταιρείας του ν.959/1979, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία φορτηγού, οχηματαγωγού πλοίου, ανοικτού τύπου (Φ/Γ-ΟΓ/ΑΝ),  με την ονομασία “ΑΜ”, νηολογίου Πειραιώς με αριθμ. ……….., κόρων ολικής χωρητικότητας (κ.ο.χ.) 281,7, επιβιβάσθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν στο ανωτέρω πλοίο ως μηχανοδηγός Α΄, αντί των προβλεπομένων από την ισχύουσα συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας (στο εξής Σ.Σ.Ν.Ε.) των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων Μ/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ. όρων και αποδοχών, και παρείχε έκτοτε τις υπηρεσίες του σ’αυτό, εργασθείς συνεχώς μέχρι και τις 23.1.2018, όταν και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα κατόπιν συμφωνίας του με τον κυβερνήτη («αμοιβαία συναινέσει»). Ότι κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο ανωτέρω πλοίο εργαζόταν όλες τις ημέρες της εβδομάδας, των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών συμπεριλαμβανομένων, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του,  επί δύο (2) εξάωρες βάρδιες, εναλλάξ με τον έτερο ναυτολογημένο μηχανοδηγό του πλοίου, όντες τα μοναδικά μέλη του προσωπικού της μηχανής του, ήτοι επί δώδεκα ώρες (12) ημερησίως, και μάλιστα, είτε το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια από το λιμένα της Ελευσίνας με προορισμό διάφορες νήσους του Αιγαίου, είτε παρέμενε ελλιμενισμένο στον Ασπρόπυργο προς διενέργεια εργασιών συντήρησης και επισκευής. Ότι κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.1.2017 έως 31.5.2017, και από 1.6.2017 έως την απόλυσή του στις 23.1.2018, και συγκεκριμένα κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες στο δικόγραφο επιμέρους περιόδους αυτών, που το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολογιακούς πλόες, του είχαν επιπροσθέτως ανατεθεί από τον κυβερνήτη του πλοίου, αρχικά (κατά το πρώτο των ως άνω διαστημάτων) καθήκοντα φορτοεκφορτωτή των μεταφερομένων από το πλοίο φιαλών υγραερίου, και στη συνέχεια κατά το αμέσως επόμενο διάστημα μάγειρα, επιφορτισμένου με την τροφοδοσία του πλοίου και την παρασκευή εδεσμάτων των μελών του πληρώματός του αντίστοιχα, για την εκτέλεση των οποίων (των πρόσθετων αυτών καθηκόντων) σε αμφότερες τις περιπτώσεις ελάμβανε μηνιαίως από την εναγόμενη το αυτό ποσό των 300 ευρώ υπό μορφήν μπόνους (bonus), ενώ απαιτείτο να απασχολείται καθημερινά επί τέσσερις (4) ώρες επιπλέον των δώδεκα (12) ωρών των δύο (2) εξάωρων βαρδιών του, με αποτέλεσμα να παρέχει τις υπηρεσίες του στο πλοίο, όταν αυτό βρισκόταν εν πλω, επί δεκαέξι (16) ώρες ημερησίως. Ότι, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, και σύμφωνα με την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε., που καθορίζει τις ώρες εργασίας των μελών του πληρώματος της συγκεκριμένης κατηγορίας του ως άνω πλοίου, στο οποίο ήταν ναυτολογημένος, σε σαράντα (40) την εβδομάδα (8 ώρες την ημέρα από Δευτέρα έως Παρασκευή, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας), εν πλω και στο λιμένα, εργαζόταν καθημερινά σ’αυτό υπερωριακώς επί 8 ώρες τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, και επί 16 ώρες τα Σάββατα, τις Κυριακές και της αργίες κατά τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, και επί 4 ώρες τις καθημερινές και επί 12 ώρες τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες των διαστημάτων, που παρέμενε ελλιμενισμένο, καθώς και ότι για την υπερωριακή του αυτή απασχόληση ελάμβανε κάθε μήνα από την εναγόμενη πάγια αμοιβή, έναντι της οφειλομένης, που αντιστοιχούσε στις ώρες, κατά τις οποίες πράγματι εργαζόταν υπερωριακώς, ανερχόμενη στα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο ανά κατηγορία χρηματικά ποσά. Με βάση αυτό το ιστορικό, και επικαλούμενος περαιτέρω ότι διατηρεί σε βάρος της αντιδίκου του αξιώσεις από την εργασιακή του σχέση λόγω της μη καταβολής σ’αυτόν α) του συνολικού ποσού των 1.062,34 ευρώ, που αφορά στο προβλεπόμενο από την εν προκειμένω εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. ειδικό επίδομα μηχανοδηγού, ποσού 83,19 ευρώ μηνιαίως, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 1.1.2017 έως 23.1.2018, ήτοι επί 12,77 μήνες, β) του συνολικού ποσού των 3.798,74 ευρώ, το οποίο δικαιούται ως διαφορά των αποδοχών της αδείας του, πλέον του αναλογούντος αντιτίμου τροφής, του ανωτέρω χρονικού διαστήματος των 12,77 μηνών, κατόπιν αφαίρεσης καθ’υποφοράν με το αγωγικό δικόγραφο του ήδη εισπραχθέντος απ’αυτόν ποσού για την ίδια αιτία, το οποίο διαλαμβάνεται στην αγωγή, γ) του συνολικού ποσού των 13.186,84 ευρώ, που αφορά σε διαφορά των αποδοχών του, οι οποίες αντιστοιχούν στις αναφερόμενες στο δικόγραφο ώρες υπερωριακής εργασίας του κατά τις επίσης προσδιοριζόμενες στην αγωγή κατ’αριθμό καθημερινές ημέρες, Κυριακές, Σάββατα και αργίες των χρονικών διαστημάτων της ναυτολόγησής του, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, και κατά τις αντίστοιχες ημέρες των διαστημάτων, που το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο, αφαιρεθέντος του συνολικά καταβληθέντος σ’αυτόν ποσού για την ως άνω αιτία, είτε ως πάγια μηνιαία αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, είτε ως μηνιαίο μπόνους (bonus) για την εκτέλεση των πρόσθετων καθηκόντων του φορτοεκφορτωτή και του μάγειρα, κατά τα προεκτεθέντα, και δ) του ποσού των 2.731,76 ευρώ ως το προβλεπόμενο στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. αντίτιμο τροφής, ποσού 12,89 ημερησίως, που αφορά στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια (184 ημέρες), και δεν παρείχετο από την εναγόμενη τροφή στα μέλη του πληρώματος, ζήτησε να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το συνολικό ποσό των ως άνω χρηματικών απαιτήσεών του, ανερχόμενο σε 20.419,68 ευρώ, με το νόμιμο τόκο αφότου έκαστο των επιμέρους κονδυλίων κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επομένη της λύσης της εργασιακής του σύμβασης και της απόλυσής του, που έλαβε χώρα στις 23.1.2018,  κατά τα προεκτεθέντα, άλλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής, μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθεί στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ.3764/2019 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.199,03 ευρώ, ως οφειλόμενο από τη σύμβαση ναυτολόγησης του δεύτερου στο πλοίο της πρώτης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του μέχρι την εξόφληση, κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 5.000 ευρώ, και καταδικάσθηκε η εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, το ύψος της οποίας προσδιορίσθηκε στο ποσό των 400 ευρώ. Ειδικότερα, με  την ανωτέρω απόφαση, αφού κρίθηκε η αγωγή ως επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις αναφερόμενες στο σκεπτικό της διατάξεις του ΚΙΝΔ, του ΑΚ, και του ΚΠολΔ, και σε αυτές της κριθείσας ως εν προκειμένω εφαρμοστέας Συλλογικής Σύμβασης Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων Μ/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ. του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 3525.1.7./01/2011 Απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄, υπ’αριθμ.1187/9.6.2011), και απορρίφθηκε ως μη νόμιμο το αίτημα περί καταβολής στον ενάγοντα των αποδοχών της αδείας του μετά του αναλογούντος αντιτίμου τροφής, κατά το μέρος αυτού, κατά το οποίο συμπεριλήφθηκαν στον υπολογισμό του αιτουμένου ποσού τα επιδόματα βαρέων και ανθυγιεινών και μηχανοδηγού, ενώ το αίτημα περί καταβολής τόκων επί του κεφαλαίου της αγωγικής απαίτησης κρίθηκε ως νόμιμο από την επομένη ημέρα της απόλυσης του ενάγοντος μέχρι την εξόφληση, όπως επικουρικώς ζητήθηκε με την αγωγή, ακολούθως, κατά τη διερεύνηση της ουσιαστικής βασιμότητάς της, έγινε δεκτό ότι οφείλεται στον ενάγοντα το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ.2 β της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. επίδομα μηχανοδηγού για χρονικό διάστημα 12,77 μηνών κατά το αγωγικό αίτημα, συνολικού ποσού 1.062,34 ευρώ, ότι ο ενάγων κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’αυτήν χρονικά διαστήματα, που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια εργαζόταν καθημερινά, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητας του μηχανοδηγού, με την οποία είχε ναυτολογηθεί, επί δύο (2) εξάωρες βάρδιες, εναλλάξ με τον έτερο μηχανοδηγό του πλοίου, ήτοι επί δώδεκα (12) ώρες, εκ των οποίων οι τέσσερις (4) ώρες κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, και οι δώδεκα (12) ώρες κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, συνιστούν, με βάση την εν προκειμένω εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε., ώρες υπερωριακής του απασχόλησης, ότι κατά τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, που το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στον Ασπρόπυργο, εκτελούσε εκ περιτροπής με άλλα τρία (3) μέλη του πληρώματος του πλοίου, δηλαδή ανά τέσσερις (4) ημέρες, καθήκοντα φύλαξης του πλοίου επί είκοσι τέσσερις (24) ώρες κάθε φορά, από τις οποίες οι δεκαέξι (16) ημερησίως αποτελούν ώρες υπερωριακής απασχόλησής του, με αποτέλεσμα σε αμφότερες τις περιπτώσεις να δικαιούται αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες, συνολικού ποσού 16.802 ευρώ, εκ του οποίου, κατόπιν αφαίρεσης του συνολικά καταβληθέντος σ’αυτόν από την εναγόμενη ποσού ως πάγια μηναία αμοιβή υπερωριών των 7.422,56 ευρώ, του οφείλεται το ποσό της διαφοράς των 9.379,44 ευρώ, καθώς και ότι ως αποδοχές αδείας δικαιούται να λάβει το ποσό των 7.832,71 ευρώ, πλην όμως θα πρέπει να του επιδικασθεί η διαφορά μεταξύ του ποσού αυτού και του ποσού, που έχει ήδη εισπράξει για την ανωτέρω αιτία των 6.075,46 ευρώ, ποσού 1.757,25 ευρώ, χωρίς να συμπεριληφθούν κατά τον υπολογισμό των εν λόγω αποδοχών τα επιδόματα βαρέων και ανθυγιεινών, και μηχανοδηγού, προηγηθείσης της κρίσης περί νόμω αβασίμου του συγκεκριμένου κονδυλίου αναφορικά με το συνυπολογισμό στο αιτούμενο ποσό των ως άνω επιδομάτων, και το αντίτιμο τροφής, ενώ απορρίφθηκαν ως ουσιαστικά αβάσιμα α) το κονδύλιο περί καταβολής στον ενάγοντα αντιτίμου τροφής για τα διαστήματα της ναυτολόγησής του, που το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια και παρέμενε ελλιμενισμένο, διότι έγινε δεκτό ότι ο ανωτέρω κατά τα διαστήματα αυτά διατρεφόταν εντός του πλοίου από τις διαθέσιμες προς χρήση των μελών του πληρώματός του προμήθειες, και β) το κονδύλιο περί αμοιβής υπερωριακής του απασχόλησης, υπολογιζόμενο με βάση τα οριζόμενα στην ανωτέρω κριθείσα ως εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. για την υπερωριακή αμοιβή του μηχανοδηγού Α΄, για τις τέσσερις (4) επιπλέον ώρες ημερησίως, πέραν των δώδεκα (12) ωρών των δύο (2) εξάωρων βαρδιών του, κατά τις οποίες ισχυρίσθηκε ότι, όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, ασκούσε καθήκοντα, αρχικά φορτοεκφορτωτή των μεταφερομένων από το πλοίο φιαλών υγραερίου, και ακολούθως μάγειρα, ως προς το οποίο, αφού έγινε δεκτό ότι κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στην απόφαση χρονικά διαστήματα ο ενάγων πράγματι διενεργούσε και τις προαναφερθείσες πρόσθετες εργασίες, κατόπιν σχετικής συμφωνίας του με την εναγόμενη, αντί του ποσού των 300 ευρώ το μήνα, που είχε επίσης συμφωνηθεί να λαμβάνει με τη μορφή μπόνους (bonus), στη συνέχεια κρίθηκε ότι, εφόσον η ως άνω συμφωνία των διαδίκων αφορούσε σε παροχή από τον ενάγοντα πρόσθετης εργασίας, ήτοι εργασίας διαφορετικής από τη συνηθισμένη (κύρια) εργασία του (του μηχανοδηγού), ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί αληθές ότι όταν το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολογιακούς πλόες, απασχολείτο στις εργασίες αυτές επί 4 ώρες καθημερινά εκτός του νομίμου ωραρίου του, και μάλιστα πέραν των δύο εξάωρων βαρδιών, που εκτελούσε ημερησίως ως μηχανοδηγός, δε δικαιούται αμοιβής υπερωριών για τις ως άνω ώρες, αφού πρόκειται για πρόσθετη εργασία, για την οποία είχε συμφωνηθεί ως αμοιβή του συγκεκριμένο ποσό κάθε μήνα, και όχι για υπερωρία, που προϋποθέτει εργασία πέραν των κανονικών ωρών της κύριας υπηρεσίας. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν από αμφότερα τα διάδικα μέρη εφέσεις, και δη οι κάτωθι αναφερόμενες:1) Η από 6.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………./6.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/6.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση του εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη του, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με την οποία παραπονείται για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφό της, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με την κρίση του περί του αγωγικού κονδυλίου της αμοιβής του για πραγματοποιηθείσες υπερωρίες, το οποίο όσον αφορά τα διαστήματα της ναυτολόγησής του, που το πλοίο εκτελούσε πλόες, απορρίφθηκε καθ’ολοκληρίαν ως ουσιαστικά αβάσιμο, ενώ όσον αφορά τα υπόλοιπα διαστήματα, που το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο, έγινε εν μέρει δεκτό ως κατ’ουσίαν βάσιμο, καθώς και περί του ομοίως κατ’ουσίαν απορριφθέντος κονδυλίου του αντιτίμου τροφής, που αφορά στα διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο δεν πραγματοποιούσε πλόες, αφετέρου δε, σε σχέση με το κονδύλιο των αποδοχών αδείας του, που έγινε εν μέρει δεκτό ως κατ’ουσίαν βάσιμο, σε μη ορθή εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων αναφορικά με το αποδεικτικό πόρισμα της εκκαλουμένης περί μη συνυπολογισμού για τον προσδιορισμό του του αντιτίμου τροφής, και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την κρίση περί μη συνυπολογισμού για τον προσδιορισμό του του επιδόματος μηχανοδηγού, ζητώντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης κατά τα ανωτέρω προσβαλλόμενα κεφάλαια αυτής, που τον βλάπτουν, ούτως ώστε, αφού κρατηθεί και αναδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του. 2) Η από 10.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ………/10.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ………../11.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της ομοίως εν μέρει ηττηθείσας πρωτοδίκως εναγομένης της ανωτέρω αγωγής, έχοντας έννομο συμφέρον, που απορρέει από τη βλάβη της, η οποία προκύπτει αμέσως από το διατακτικό της ως άνω απόφασης, με την οποία παραπονείται για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρονται στο δικόγραφό της, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου όσον αφορά στην κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ορισμένου του αγωγικού δικογράφου και στην απόρριψη των περί του αντιθέτου προβληθεισών αιτιάσεων της ιδίας, αφετέρου δε σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, τα κονδύλια του επιδόματος μηχανικού, της αμοιβής υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος για το διάστημα που το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, και των αποδοχών της αδείας του, τα οποία έγιναν εν μέρει ή καθ’ολοκληρίαν δεκτά κατά τα προεκτεθέντα, καθώς και τη σιγή απόρριψη της ένστασής της καταχρηστικής άσκησης της αγωγικής αξίωσης, με αίτημα την εξφάνιση της εκκαλουμένης και την εξαρχής αναδίκαση της υπόθεσης, ούτως ώστε ν’απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή, σωρεύοντας παραδεκτά στο δικόγραφο της έφεσής της (άρθρο 914 του ΚΠολΔ) αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση της εγγράφως προαποδεκνυομένης εκτέλεσης της διάταξης της προσβαλλομένης απόφασης, με την οποία κηρύχθηκε αυτή προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 5.000 ευρώ, με την οποία διώκει, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεσή της οριστικά και κατ’ουσίαν, να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της επιστρέψει το προαναφερθέν ποσό, το οποίο και του κατέβαλε σε συμμόρφωση με την ανωτέρω διάταξη του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης.

Η αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με το περιεχόμενο, που προεκτέθηκε, είναι επαρκώς ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της ως προς έκαστο των επιμέρους κονδυλίων της απαίτησης του ενάγοντος, και τη θεμελίωση του αιτήματός της, των περί του αντιθέτου όλως γενικών και αορίστων αιτιάσεων της εναγομένης περί αοριστίας και ανεπιδέκτου δικαστικής εκτίμησης της ως άνω αγωγής, που προβλήθηκαν στον πρώτο βαθμό, χωρίς να διευκρινίζεται ειδικότερα σ’αυτές, ως θα έδει, που ακριβώς έγκειται συγκεκριμένα η επικαλούμενη αοριστία, με την επισήμανση ότι η αναφορά των αποδεικτικών μέσων, εκ των οποίων προκύπτει η βασιμότητα των ισχυρισμών του ενάγοντος, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση αναγκαίο περιεχόμενο της αγωγής, απορριπτομένων ως αβασίμων. Ενόψει τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του ομοίως έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, και σιγή απέρριψε τις περί αοριστίας του δικογράφου της προβληθείσες αιτιάσεις της εναγομένης, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφήρμοσε, με αποτέλεσμα όσα αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη με το αντίστοιχο σκέλος του πρώτου λόγου της κρινόμενης έφεσής της απορριπτέα τυγχάνουν ως αβάσιμα.

Στο άρθρο 8  της Σ.Σ.Ν.Ε. των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων Μ/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ. του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ. 3525.1.7./01/2011 Απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄, υπ’αριθμ.1187/9.6.2011), και τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέα επί των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος από τη σύμβαση ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση, χωρίς η κρίση αυτή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου να πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους με τις κρινόμενες εφέσεις τους, ορίζονται τα κάτωθι: “1. Ο ναυτικός δικαιούται άδεια που υπολογίζεται σε (8) οκτώ μέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας του, για δε τις επί πλέον ημέρες, σε αντίστοιχο κλάσμα του μήνα. Στο υπολογισμό της άδειας περιλαμβάνεται και το επίδομα 22% των Κυριακών καθώς και το ανάλογο επίδομα πλοίων πού μεταφέρουν εύφλεκτες ή εκρηκτικές ύλες, η δεξαμενόπλοια άρθρο (3 παρ.1) για τους ναυτικούς που υπηρετούν σ’ αυτά. Το ημερομίσθιο καθορίζεται ίσο με το 1/22 του βασικού μισθού προσαυξημένου με τα παραπάνω επιδόματα. 2. Κατά τις ημέρες αδείας του ο ναυτικός δικαιούται το μισθό που αναλογεί σ’αυτές, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 1 παραγρ.2 της “Συλλογικής Σύμβασης”, προσαυξημένο με τα επιδόματα που αναφέρονται στην παρ.1 αυτού του άρθρου, καθώς επίσης και με το αντίτιμο τροφής, όπως αυτό ορίζεται στην παρ.3 του προηγούμενου άρθρου”. Ενόψει των προεκτεθέντων, όπως σαφώς προκύπτει από την παρ.2 του ανωτέρω άρθρου, για τον υπολογισμό των μηνιαίων αποδοχών, που αναλογούν στις ημέρες αδείας του ναυτικού, ο οποίος αποτελεί μέλος του πληρώματος της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, και επί του οποίου (ναυτικού) εφαρμόζεται η εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε., ο μισθός ενεργείας, που ορίζεται ανά βαθμό και ειδικότητα ναυτικού, στην παρ.2 του άρθρου 1 της ιδίας Σύμβασης, προσαυξάνεται μόνον με τα επιδόματα, τα οποία αναφέρονται στην παρ.1 αυτού του άρθρου (εννοείται του άρθρου 8 και όχι του άρθρου 1, στην παράγραφο 1 του οποίου δεν προβλέπονται επιδόματα, αλλά ο βασικός μισθός των ναυτικών, αποτελούμενος από το μισθό ενεργείας και το επίδομα Κυριακών), και συγκεκριμένα με το επίδομα 22% των Κυριακών, καθώς και με το ανάλογο επίδομα πλοίων, που μεταφέρουν εύφλεκτες ή εκρηκτικές ύλες, ή δεξαμενόπλοια, το οποίο προβλέπεται στην παρ.1 του άρθρου 3 της ιδίας Σύμβασης, και όχι και με άλλα επιδόματα των ναυτικών, που επίσης προβλέπονται στην αυτή Σύμβαση, και δη με τα επιδόματα της παρ.2 του άρθρου 3 αυτής, στα οποία περιλαμβάνεται και το επίδομα μηχανικού – μηχανοδηγού (άρθρο 3 παρ.2 β΄της Σύμβασης). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη όσον αφορά στο κονδύλιο των αποδοχών αδείας του ενάγοντος για τους μήνες της ναυτολόγησής του, καθ’ό μέρος για τον προσδιορισμό του αιτουμένου να του καταβληθεί ποσού ο ανωτέρω συμπεριέλαβε και το προβλεπόμενο στην ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. μηνιαίο επίδομα μηχανικού – μηχανοδηγού των ναυτικών αυτής της ειδικότητας, ορθά την προαναφερθείσα διάταξη της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με το αντίστοιχο σκέλος του τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσής του απορριπτομένων ως αβασίμων.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 192, 193, 361, 648 – 653, 659 του ΑΚ και 53 του ΚΙΝΔ, συνάγεται ότι η αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης στο μέτρο που δεν περιορίζεται από κανόνες δημόσιας τάξης ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας. Γι’αυτό μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολόγησης, να συνομολογηθεί έγκυρα, ότι ο ναυτικός θα παρέχει μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια περισσότερες από μία εργασίες, για τις οποίες, αν είναι αυτοτελείς, και διαφορετικές η μία από την άλλη, δικαιούται να λαμβάνει, κατ’ ελάχιστο όριο, τις πλήρεις αποδοχές που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές, εφόσον εξαντλεί το περιεχόμενο των υπηρεσιών (ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, ΕφΠειρ 570/2006, ΕφΠειρ 747/2005 αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Βάσει της αρχής αυτής γίνεται δεκτό ότι ο ναυτικός μπορεί, με τη σύμβαση ναυτολόγησής του, να αναλάβει έγκυρα την παράλληλη εκτέλεση περισσότερων καθηκόντων επί του πλοίου μέσα στα νόμιμα χρονικά, όρια, όπως γίνεται συνήθως κατά την αναπλήρωση ελλείποντος μέλους του πληρώματος. Στην περίπτωση αυτή ο ναυτικός άσχετα με το χρόνο της ημερήσιας απασχόλησής του για κάθε αυτοτελή και διαφορετική υπηρεσία δικαιούται να λάβει πλήρεις τις αποδοχές των ειδικοτήτων – υπηρεσιών που προσέφερε, που είναι νόμιμα καθορισμένες για την κάθε μία από τις απασχολήσεις αυτές (ΟλΑΠ 861/1984 ΕλλΔνη 1984.1363, ΑΠ 1007/2000 ΕΝΔ 2001.40, ΑΠ 261/1999 ΕΝΔ 1999.353, ΕφΠειρ 877/1999 ΕΝΔ 1999.294, ΕφΠειρ 712/2004 ΔΕΕ 2005.211), εφόσον με την εργασία που προσέφερε εξαντλείται το περιεχόμενό τους (ΕφΠειρ 480/2007 ΕΝΔ 2007.402, ΕφΠειρ 172/2003 ΕΝΔ 2003.133, ΕφΠειρ 202/1997 ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996-1997 σελ. 634, ΕφΠειρ 70/1997  ΝομΝαυτΤμημΕφΠειρ 1996 – 1997 σελ. 632). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 349, 374 648 653 και 656 του Α.Κ. και 53 και 60 του ΚΙΝΔ, για να γεννηθεί η παραπάνω αξίωση του ναυτικού, αρκεί ο τελευταίος να βρίσκεται σε απλή ετοιμότητα προς εργασία, έχοντας στη διάθεση του πλοιάρχου, όλες τις υπηρεσίες που ανέλαβε να εκτελέσει, αδιάφορα αν αυτές δεν χρησιμοποιηθούν για λόγους που αφορούν τον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία ή σε πταίσμα του εργαζομένου. Όμως οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας αυτού στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας, εφόσον ο ναυτικός, λόγω της φύσης του επαγγέλματός του, βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του κατ’άρθρο 57 παρ. 1 του ΚΙΝΔ (ΕφΠειρ 207/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 45/2004 ΕΝΔ 2004.118). Η αξίωση του ναυτικού να λάβει την αντίστοιχη με την πρόσθετη απασχόληση αμοιβή απορρέει από τη σχετική σύμβαση με την οποία παρέχονται οι εργασίες που του ανατέθηκαν και όχι από τη διάταξη του άρθρου 57 εδαφ.β΄του ΚΙΝΔ (ανάθεση επιπλέον καθηκόντων από τον πλοίαρχο στο ναυτικό κατά τον πλου σε εξαιρετικές περιπτώσεις) ή άλλες διατάξεις δημοσίου δικαίου, που αφορούν τη σύνθεση του πληρώματος του πλοίου και την αναπλήρωση των μελών που ελλείπουν (όπως το άρθρο 89 παρ. 4 του ΚΔΝΔ – Ν.Δ. 187/73 – διάταξη αντίστοιχη της προγενέστερης του άρθρου 8 του ν.δ. 2651/53), το δε κύρος της σύμβασης αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ελλείποντος μέλους του πληρώματος ή την πρόβλεψη της επιπλέον ειδικότητας στην οργανική σύνθεση του πληρώματος (ΑΠ 840/1997 ΕΝΔ 1997.433). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 652, 653 και 659 του ΑΚ, συνάγεται ότι αν κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων, ρητά ή σιωπηρά, είτε με την αρχική είτε με μεταγενέστερη συμφωνία, η παροχή από το μισθωτό εντός του νομίμου ωραρίου πρόσθετης εργασίας διαρκούς φύσης, η οποία σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής δεν είναι συναφής με τη συμφωνηθείσα αρχικώς κύρια απασχόλησή του, δηλαδή δεν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη από τη φύση της, ή από τον τόπο και το χρόνο της παροχής με τα κύρια καθήκοντά του,  ούτε περιλαμβάνεται μεταξύ των καθηκόντων του μισθωτού, που προβλέπονται από κανόνα δικαίου και κατά τις συνήθεις περιστάσεις, παρέχεται μόνον με μισθό χωρίς συγχρόνως να καθορισθεί και ο πρόσθετος αυτός μισθός ή ο τρόπος προσδιορισμού του και χωρίς να συμφωνηθεί ότι δεν θα καταβληθεί πρόσθετος μισθός, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στο μισθωτό το συνηθισμένο για τέτοια εργασία μισθό, δηλαδή το μισθό που καταβάλλεται σε άλλους μισθωτούς που παρέχουν την ίδια εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες (ΑΠ 65/2020 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Ως συναφείς (ή παρεμφερείς) εργασίες, για τις οποίες δεν παρέχεται σχετική αξίωση, θεωρούνται οι εργασίες εκείνες, οι οποίες κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την οφειλομένη από τη σύμβαση κύρια εργασία, ως εργασίες προπαρασκευαστικές, συμπληρωματικές ή παρακολουθηματικές της κύριας απασχόλησης και δεν αλλοιώνουν ουσιαστικά τον χαρακτήρα της τελευταίας (ΑΠ 1006/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 648 και 659 του ΑΚ, προκύπτει η υποχρέωση των μισθωτών, να παρέχουν καταρχήν τη συμφωνημένη εργασία ή αυτή που προβλέπεται από το νόμο. Το είδος της εργασίας καθορίζεται από την επαγγελματική ειδικότητα του μισθωτού, βάσει της οποίας καταρτίσθηκε η σύμβαση εργασίας. Αν, όμως, ανακύψει ανάγκη, για εργασία πέρα από τη συμφωνημένη ή τη συνηθισμένη, ο εργαζόμενος υποχρεούται να την παράσχει και να λάβει συμπληρωματική αμοιβή, που κανονίζεται ανάλογα με τον συμφωνημένο μισθό και τις ειδικές περιστάσεις, που συντρέχουν. Η πρόσθετη εργασία, μπορεί να παρασχεθεί είτε μέσα στα νόμιμα χρονικά όρια εργασίας είτε εκτός των ορίων αυτών (ΑΠ 84/2009, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Κατόπιν αυτού, το εφετείο αποκτά εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 του ΚΠολΔ, τόσο από τη μία πλευρά όσο και από την άλλη και, παρά το ότι ο ενάγων, ως εκκαλών, παραπονείται για το ότι η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, το εφετείο έχει την εξουσία να κρίνει, ακόμη και με αυτεπάγγελτη έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη. Σε τέτοια περίπτωση, δεν είναι εφικτή η κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι υπάρχει διαφορά ως προς την εμβέλεια του δεδικασμένου που παράγεται από την απόρριψη της αγωγής για τον ένα ή τον άλλο λόγο. Γι’ αυτό, η έφεση γίνεται δεκτή, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται και η αγωγή απορρίπτεται ως μη νόμιμη, αόριστη ή απαράδεκτη, ακόμη και χωρίς ειδικό παράπονο, διότι η απόφαση αυτή είναι για τον εκκαλούντα επωφελέστερη, σε σύγκριση με την εκκληθείσα (ΚΠολΔ 68, 536, ΑΠ 140/2019, ΑΠ 258/2015, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 1951/2007, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του με την επίκληση ότι κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης, κατά το οποία το εν λόγω πλοίο πραγματοποιούσε δρομολογιακούς πλόες, πέραν των καθηκόντων της ειδικότητάς του (του μηχανοδηγού Α΄), τα οποία ασκούσε επί 12 ώρες την ημέρα, σε 2 εξάωρες βάρδιες, εναλλάξ με τον έτερο μηχανοδηγό, είχε επιπροσθέτως επιφορτισθεί με καθήκοντα φορτοεκφορτωτή των φιαλών υγραερίου, που μετέφερε το πλοίο σε διάφορους λιμένες κατά το πρώτο των ανωτέρω χρονικών διαστημάτων, και με καθήκοντα μάγειρα, αρμοδίου για την προμήθεια των απαραίτητων τροφίμων και την παρασκευή καθημερινά του συσσιτίου των μελών του πληρώματος του πλοίου κατά το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα αντίστοιχα, για την εκτέλεση των οποίων, αφενός μεν ελάμβανε κάθε μήνα από την εναγόμενη σε αμφότερες τις περιπτώσεις το κατ’αποκοπήν ποσό των 300 ευρώ με τη μορφή bonus (μπόνους), αφετέρου δε απαιτείτο να απασχολείται σε καθημερινή βάση, όχι μόνον παράλληλα των δύο εξάωρων βαρδιών της ειδικότητάς του, αλλά και επί 4 ώρες επιπλέον του 12ώρου, ήτοι επί 16 ώρες, με αποτέλεσμα να δικαιούται αμοιβής για την καθημερινή υπερωριακή του εργασία 8 ωρών κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, καθώς το νόμιμο ημερήσιο ωράριο εργασίας του με βάση την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. καθορίζεται σε 8 ώρες κατά τις καθημερινές, και 16 ωρών κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές, και τις αργίες, σύμφωνα με την ίδια Σ.Σ.Ν.Ε., την οποία αμοιβή υπολογίζει με βάση τα οριζόμενα στην εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. για τις υπερωρίες του μηχανοδηγού, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει τη διαφορά μεταξύ του ποσού των αποδοχών, που αναλογούν στις ώρες της υπερωριακής του απασχόλησης, και του συνολικά καταβληθέντος από την εναγόμενη ποσού, είτε ως πάγια μηναία αμοιβή υπερωριών, είτε ως μπόνους. Πλην όμως, και αληθών υποτιθεμένων των προαναφερθέντων, η αγωγή αναφορικά με το ανωτέρω κονδύλιο είναι μη νόμιμη, καθ’ό μέρος ζητείται να καταβληθεί στον ενάγοντα αμοιβή λόγω της επικαλούμενης υπερωριακής του απασχόλησης για τις 4 ώρες καθημερινά πέραν του 12ώρου των 2 εξάωρων βαρδιών της ειδικότητάς του, που ο ανωτέρω ισχυρίζεται ότι ασκούσε τα σ’αυτόν ανατεθέντα πρόσθετα καθήκοντα, αρχικά φορτοεκφορτωτή και ακολούθως μάγειρα του πλοίου, ενόσω αυτό βρισκόταν εν πλω, υπολογιζόμενη με βάση τα οριζόμενα στη οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. για τις υπερωρίες του ναυτολογημένου μηχανοδηγού της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, και ως τέτοια απορριπτέα τυγχάνει, καθώς είναι εκ των πραγμάτων προφανές ότι δεν πρόκειται περί ωρών υπερωρίας μηχανοδηγού, για τις οποίες δικαιούται να αξιώσει της προβλεπομένης από την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. αμοιβής των υπερωριών ενός ναυτικού αυτής της ειδικότητας, όπερ εξ ορισμού προϋποθέτει παροχή εργασίας μηχανοδηγού πέραν του προβλεπομένου στην ίδια Σ.Σ.Ν.Ε. ημερησίου ωραρίου των μελών των πληρωμάτων τέτοιων πλοίων, και όχι οποιασδήποτε εργασίας παρασχεθείσας εκτός νομίμου ωραρίου, αθροίζοντας εσφαλμένα τις ώρες αυτές στις ώρες, κατά τις οποίες φέρεται ότι απασχολείτο ημερησίως ως μηχανοδηγός, και ζητώντας υπερωριακή αμοιβή για 16ωρη ημερήσια απασχόληση, αλλά, σύμφωνα με όσα ο ίδιος εκθέτει στην αγωγή του, όπως το περιεχόμενο αυτής διευκρινίσθηκε στις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις του, για ώρες εκτέλεσης συμφωνηθεισών με την εναγόμενη δυνάμει μεταγενέστερης της ναυτολόγησής του συμφωνίας, καταρτισθείσας με βάση την αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης, που ισχύει και στο πεδίο της ναυτικής εργασίας, και διαφορετικών της κύριας απασχόλησής του (του μηχανοδηγού) πρόσθετων εργασιών, διαρκούς φύσης, και δη αυτών του φορτοεκφορτωτή των μεταφερομένων με το πλοίο εμπορευμάτων, και του μάγειρα, οι οποίες, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, δεν είναι συναφείς ή παρεμφερείς με τη συμφωνηθείσα αρχικώς κύρια απασχόλησή του, δηλαδή δεν είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες από τη φύση τους με τα κύρια καθήκοντά του, ούτε περιλαμβάνονται μεταξύ των καθηκόντων του μηχανοδηγού ενός πλοίου, που προβλέπονται από κανόνα δικαίου και κατά τις συνήθεις περιστάσεις, ούτε βέβαια συνιστούν προπαρασκευαστικές, συμπληρωματικές, ή παρακολουθηματικές της ως άνω κύριας απασχόλησής του εργασίες, παρασχεθείσες εντός, αλλά και εκτός των νομίμων χρονικών ορίων της εργασίας του (σημειωτέον ότι δεν ζητείται η καταβολή από την ενάγοντα των αντίστοιχων αποδοχών για την εκτέλεση των συγκεκριμένων εργασιών εντός του νομίμου ωραρίου του, παράλληλα με τα καθήκοντα του μηχανοδηγού, αλλά και καθόλη τη διάρκεια των δύο εξάωρων βαρδιών του, ως θα μπορούσε να ζητήσει, και μάλιστα τις πλήρεις αυτές, αλλά μόνον για την επί 4ωρο ημερησίως μετά του πέρατος των εν λόγω βαρδιών απασχόλησή του με τα πρόσθετα αυτά καθήκοντα), για τις οποίες βεβαίως (πρόσθετες εργασίες) δικαιούται μισθού (του συνηθισμένου για τέτοιες εργασίες, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης), μολαταύτα όχι αυτού του μηχανοδηγού που καθορίζεται στην οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., και μάλιστα είτε πρόκειται περί των αποδοχών ενός ναυτικού αυτής της ειδικότητας για την παροχή εργασίας εντός του νομίμου ωραρίου του, είτε για την προβλεπόμενη αμοιβή υπερωριακής του απασχόλησης, όπως παρά το νόμο ζητείται εν προκειμένω με την αγωγή. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την αγωγή κατά το συγκεκριμένο κονδύλιο και ακολούθως την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη με παρεμφερή εντούτοις αιτιολογία, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, γεγονός που ερευνάται αυτεπάγγελτα από το παρόν Δικαστήριο, στο οποίο μεταβιβάσθηκε η υπόθεση με την άσκηση της κρινόμενης έφεσης του εκκαλούντος, χωρίς να απαιτείται η υποβολή ειδικού παραπόνου από τον τελευταίο, που, όμως, παραπονείται – μεταξύ άλλων – και για την απόρριψη της αγωγής του κατά το κονδύλιο αυτό ως κατ’ουσίαν αβάσιμης. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η ανωτέρω έφεση, ν’εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο αυτό, και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και ερευνηθεί εκ νέου η αγωγή, ν’απορριφθεί αυτή ως νόμω αβάσιμη αναφορικά με το ανωτέρω αίτημα, καθόσον η απόφαση είναι ευνοϊκότερη για τον εκκαλούντα και δεν αρκεί η αντικατάσταση της απορριπτικής αιτιολογίας κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ και τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη.

Στο άρθρο 3 παρ.2 της ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. προβλέπονται τα εξής: “2. Στις παρακάτω ειδικότητες καταβάλλονται τα εξής επιδόματα: α)…β) Στον Μηχανικό – Μηχανοδηγό μηνιαίο επίδομα 83,19 ευρώ…”. Περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ.1 έως 4 της αυτής Σ.Σ.Ν.Ε. ορίζονται τα κάτωθι:”1.Οι ώρες εργασίας των μελών του πληρώματος, περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού, καθορίζονται σε σαράντα (40) την εβδομάδα, δηλαδή (8) ώρες την ημέρα από Δευτέρας μέχρι και της Παρασκευής, του Σαββάτου και της Κυριακής θεωρουμένων ως ημερών αργίας. 2. Η απασχόληση του πληρώματος, πέραν των ως άνω ρητώς καθοριζομένων ημερών και ωρών, θα αμείβεται υπερωριακά, εκάστης ώρας υπολογιζόμενης ίσης προς το 1/173ον (το ένα εκατοστό εβδομηκοστό τρίτον) του μισθού ενεργείας εκάστου ναυτικού προσηυξημένου κατά 25%. 3. Κατά τις ημέρες Σαββάτων και Αργιών όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 9 της παρούσης, όταν το πλήρωμα εργάζεται αμείβεται υπερωριακά εκάστης ώρας υπολογιζόμενης ίσης προς το 1/173ον του μισθού ενεργείας, προσαυξημένου κατά ποσοστό 50%. 4. α) Επίδομα Κυριακών. Σε όλους τους ναυτολογούμενους ναυτικούς, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές αργίες εν πλω και στο λιμάνι, καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή υπό τύπο επιδόματος δια τις μέχρι οκταώρου εργασίας κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό είκοσι δύο τοις εκατό (22%) επί του μισθού ενεργείας του άρθρου 1 της παρούσης σύμβασης. Διευκρινίζεται ότι το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους αυτού ή μη υπηρεσίας. β) Στην άνω α περίπτωση για την πέραν του οκταώρου απασχόληση καταβάλλεται στο πλήρωμα υπερωριακή αμοιβή ως η παράγραφος 3 του παρόντος άρθρου ορίζει (1/173 του μισθού ενεργείας αυξημένο κατά 50%)”. Στο άρθρο 10 της ίδιας Σ.Σ.Ν.Ε. κατονομάζονται οι ημέρες, που θεωρούνται ως ημέρες αργίας, και ορίζονται τα εξής: “Οι παρακάτω κατονομαζόμενες εορτές θεωρούνται ημέρες αργίας. Εργασίες που εκτελούνται κατά τις αργίες αυτές, στο ταξίδι και στο λιμάνι αμείβονται υπερωριακώς ως η παράγραφος 3 του άρθρου 4 καθορίζει. 1. Η 1η του έτους. 2. Η εορτή των Θεοφανίων. 3. Η Καθαρή Δευτέρα. 4. Η 25η Μαρτίου. 5. Η Μεγάλη Παρασκευή. 6. Η Δευτέρα του Πάσχα. 7. Η ημέρα του Αγίου Γεωργίου. 8. Η 1η Μαΐου .9. Η ημέρα της Αναλήψεως. 10. Η 15η Αυγούστου. 11. Η 14η Σεπτεμβρίου.12. Η 28η Οκτωβρίου.13. Η ημέρα του Αγίου Νικολάου.14. Η ημέρα των Χριστουγέννων.15. Η δευτέρα ημέρα των Χριστουγέννων. 16. Οι αναγνωρισμένες σαν ημέρες αργίας τοπικές εορτές στους Ελληνικούς λιμένες εφόσον το πλοίον ευρίσκεται στο λιμάνι”. Επίσης στη παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου έχουν καταχωρηθεί πίνακες υπερωριακής αμοιβής των μελών του πληρώματος των πιο πάνω πλοίων, αναλόγως της ειδικότητας εκάστου, περιλαμβανομένης και εκείνης του Α΄ μηχανοδηγού, για τις ημέρες αυτές. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ.1 της ιδίας Σύμβασης “το ημερήσιο αντίτιμο τροφής για κάθε ναυτικό που υπηρετεί στα πλοία για τα οποία η παρούσα σύμβαση ορίζεται σε 12,89 ευρώ…”. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174, 180, 679 του ΑΚ, 8 του ν. 2112/1920 και 8 § 4 του ν. 4020/1959 συνάγεται η αρχή του εργατικού δικαίου, κατά την οποία κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τη λήψη των νόμιμων αποδοχών, επιδομάτων ή άλλων από την εργασία του παροχών, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους κατ’άρθρο 454 του ΑΚ, είναι άκυρη και θεωρείται ως μη γενόμενη (ΑΠ 1554/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1089/2006 ΔΕΕ 2006.1178, ΑΠ 495/2006 ΔΕΕ 2006.948, ΑΠ 75/2003 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης). Ειδικότερα, τυχόν η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον εργαζόμενο ναυτικό των μισθοδοτικών του καταστάσεων και η δήλωσή του σ’αυτές ότι έλαβε όλες τις αποδοχές του, συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών και επιπλέον (έξτρα) αμοιβών και ουδεμία απαίτηση έχει κατά του πλοιάρχου και της εταιρείας, αν εκτιμηθεί ότι ενέχει παραίτηση από τις ασκούμενες αξιώσεις από την προσφορά της εργασίας του, είναι χωρίς έννομη επιρροή (ΑΠ 927/1997 ΔΕΝ 55.854, 1397/1991 ΕλλΔνη 1992.1480, ΕφΠειρ 722/2011 ΕΝΔ2012.103, ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝΔ 2008.308).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων ………. (του ενάγοντος) και ………….  (της εναγομένης), οι οποίες δόθηκαν κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση, και περιέχονται, απομαγνητοφωνηθείσες, στα ταυτάριθμα με την ανωτέρω απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, β) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά στην απόφαση, και γ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το Δικαστήριο τούτο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη άτυπα/προφορικά στην Ελευσίνα, στις 21.10.2016, μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, κατόχου του υπό στοιχεία ………. ναυτικού φυλλαδίου, και της εναγομένης, ναυτικής εταιρείας, εδρεύουσας στη Σάμη της Κεφαλληνίας, και νόμιμα εκπροσωπουμένης, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία φορτηγού – οχηματαγωγού πλοίου ανοικτού τύπου (Φ/Γ- Ο/Γ-ΑΝ) με την ονομασία «ΑΜ», νηολογίου Πειραιώς, με αριθμ…………., ολικής χωρητικότητας 281,7 κόρων, ο ενάγων προσλήφθηκε, προκειμένου να ναυτολογηθεί και να εργασθεί σ’αυτό με την ειδικότητα του μηχανοδηγού Α΄, αντί των προβλεπόμενων από την οικεία και εκάστοτε ισχύουσα κατά το χρόνο της υπηρεσίας του Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας για τα μέλη των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων Μ/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ. όρων και αποδοχών, πλέον συμφωνηθείσας μηνιαίας κατ’αποκοπήν/πάγιας αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά τις καθημερινές ημέρες, καθώς και κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές, και τις αργίες της ναυτολόγησής του, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής ο ενάγων επιβιβάσθηκε αυθημερόν της κατάρτισής της στο εν λόγω πλοίο στον ανωτέρω λιμένα και ναυτολογήθηκε από τον κυβερνήτη του με την προαναφερθείσα ειδικότητα, παρείχε δε τις υπηρεσίες του σ’αυτό έκτοτε συνεχώς μέχρι και τις 23.1.2018, οπότε και απολύθηκε στον ίδιο λιμένα “αμοιβαία συναινέσει”. Όλα τα προεκτεθέντα, που συνιστούν ταυτόχρονα παραδοχές και της εκκαλουμένης, προκύπτουν σαφώς από τις σχετικές εγγραφές στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του αντίστοιχου τμήματος του ναυτικού του φυλλαδίου. Το ανωτέρω πλοίο διαρκούσης της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’αυτό, και δη κατά τις αναλυτικά αναφερόμενες κατωτέρω επιμέρους χρονικές περιόδους, εκτελούσε δρομολόγια, μεταφέροντας φιάλες υγραερίου από τις εγκαταστάσεις της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» στον Ασπρόπυργο Αττικής, σε διάφορες νήσους του Αιγαίου προς εφοδιασμό τους.  Κατά το αυτό ως άνω χρονικό διάστημα τις πάσης φύσης αποδοχές και τους εν γένει όρους της παροχής της εργασίας του ρύθμιζε η Σ.Σ.Ν.Ε. των Πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων Μ/S – Π/Κ – Ι/Φ μέχρι 500 κ.ο.χ. του έτους 2010, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.3525.1.7./01/2011 Απόφαση του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ Β΄, υπ’αριθμ.1187/9.6.2011), όπως, άλλωστε, έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους. Σύμφωνα με την ανωτέρω ισχύσασα κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο ένδικο πλοίο Σ.Σ.Ν.Ε., ο μηνιαίος μισθός ενεργείας του μηχανοδηγού Α΄, ήτοι της ειδικότητας με την οποία προσλήφθηκε, ορίσθηκε σε 1.072,40 ευρώ, το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας, δηλαδή σε 235,93 ευρώ το μήνα, το ημερήσιο αντίτιμο τροφής σε 12,89 ευρώ, ήτοι σε 386,7 ευρώ το μήνα, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, που δικαιούνται τα μέλη των πληρωμάτων των πλοίων, στα οποία αφορά η εν λόγω Σύμβαση, και προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ.2 στοιχ.ε΄ αυτής, σε 16,54 ευρώ, και το επίδομα των ναυτικών, που υπηρετούν σε πλοία, τα οποία μεταφέρουν υγραέρια, όπως το συγκεκριμένο πλοίο, ανερχόμενο σε ποσοστό 40% επί του ως άνω μισθού ενεργείας (άρθρο 3 παρ.1 της Σύμβασης) σε 428,96 ευρώ το μήνα. Σύμφωνα με την ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. ο ενάγων εδικαιούτο να λαμβάνει κάθε μήνα το ποσό των 83,19 ευρώ, ως το προβλεπόμενο στο άρθρο 3 παρ.2 στοιχ.β΄ της Σύμβασης αυτής «επίδομα μηχανοδηγού», ήτοι της ειδικότητας, με την οποία ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε ως επί το πλείστον στο πλοίο της εναγομένης μέχρι την απόλυσή του στις 23.1.2018, το οποίο, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους από την ανωτέρω μηνιαίους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, που αφορούν στους μήνες Ιανουάριος 2017 έως Ιανουάριος 2018, δεν του καταβαλλόταν, με αποτέλεσμα να του οφείλεται για την αιτία αυτή και για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 1.1.2017 έως 23.1.2018, σύμφωνα με το αγωγικό αίτημα, ήτοι για διάστημα 12,77 μηνών, το συνολικό ποσό των 1.062,34 ευρώ (83,19 ευρώ Χ 12,77 μήνες = 1.062,34), το οποίο και, συνακόλουθα, υποχρεούται η εναγόμενη να του καταβάλει. Ο πρωτοδίκως προβληθείς από την εναγόμενη, και κατόπιν απόρριψής του με την εκκαλουμένη απόφαση, επαναφερθείς με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, αρνητικός του σχετικού αγωγικού κονδυλίου ισχυρισμός της, ότι ο ενάγων δε δικαιούται του ανωτέρω επιδόματος ως δεύτερος μηχανοδηγός, και δη «δεύτερος τη τάξει» στο μηχανοστάσιο του πλοίου, υπό τον επίσης ναυτολογημένο σ’αυτό ως πρώτο μηχανοδηγό …………., δεν ευσταθεί, και, συνεπώς, απορριπτέος τυγχάνει, διότι, όπως εναργώς προκύπτει από την αντίστοιχη εγγραφή στο ναυτικό φυλλάδιο του ενάγοντος και έχει ήδη εκτεθεί, αυτός ναυτολογήθηκε προκειμένου να εργασθεί στο εν λόγω πλοίο ως μηχανοδηγός Α΄, επιπροσθέτως δε με την ειδικότητα αυτή αναφέρεται και στους προσκομιζόμενους από την ίδια την εναγόμενη μηνιαίους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, και όχι ως μηχανοδηγός Β΄, πολλώ δε μάλλον, που στην προκειμένη περίπτωση, η ναυτολόγηση και απασχόληση του ενάγοντος ως μηχανοδηγού Β΄, ακόμη και εάν ήθελε υποτεθεί αληθής, ουδεμία έννομη επιρροή ασκεί στο δικαίωμά του είσπραξης του συγκεκριμένου επιδόματος, καθώς, στην επίμαχη διάταξη της εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., σύμφωνα με τη γραμματική της διατύπωση, η οποία είναι σαφής, και εκ της οποίας ουδεμία σύγχυση προκαλείται ή αμφισβήτηση δημιουργείται αναφορικά με τις ειδικότητες των ναυτικών της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, που καταλαμβάνει, ρητώς γίνεται λόγος περί μηνιαίου επιδόματος στον «μηχανικό – μηχανοδηγό», χωρίς διάκριση μεταξύ μηχανοδηγού Α΄και μηχανοδηγού Β΄, αμφότεροι οι οποίοι το δικαιούνται οπωσδήποτε, και, επομένως κάθε μηχανικός – μηχανοδηγός, που υπηρετεί σε πλοίο υπαγόμενο στις ρυθμίσεις της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε., λαμβανομένου υπόψη ότι στο συγκεκριμένο πλοίο δεν είχε ναυτολογηθεί μηχανικός, ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, ει μη μόνον δύο μηχανοδηγοί Α΄(ο ενάγων και ο ………..), που αποτελούσαν τα μοναδικά μέλη του προσωπικού μηχανής και εναλλάσσονταν στα καθήκοντα επίβλεψης της λειτουργίας του μηχανοστασίου, με την περαιτέρω επισήμανση ότι η ανεπιφύλακτη υπογραφή από τον ενάγοντα των μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματά του, και μάλιστα, σε κάθε περίπτωση, τέτοια παραίτηση είναι χωρίς έννομη επιρροή, αφού κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο, τις Σ.Σ.Ε. και άλλες κανονιστικές διατάξεις ελάχιστα όρια των αποδοχών του, όπως εν προκειμένω ζητεί ο ενάγων, έστω και υπό τη μορφή της άφεσης χρέους, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του που απορρέουν από τη σχέση εργασίας και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, παρά τα όσα περί του αντιθέτου επικαλείται η εναγόμενη. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως, ότι δηλαδή ο ενάγων εδικαιούτο του ανωτέρω επιδόματος, που δεν του καταβαλλόταν κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του, στο οποίο αφορά το αγωγικό αίτημα, και δέχθηκε το σχετικό αγωγικό κονδύλιο καθ’ολοκληρίαν ως κατ’ουσίαν βάσιμο, ορθά τη σχετική διάταξη της οικείας Σ.Σ.Ν.Ε., η οποία το προβλέπει, ερμήνευσε και εφήρμοσε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον υπό στοιχεία IΙα λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης εντός του έτους 2017, κατά τα οποία το εν λόγω πλοίο εκτελούσε πλόες, σύμφωνα με το προσκομιζόμενο αντίγραφο του ημερολογίου του (και δη από 19.1.2017 έως 8.2.2017, από 6.3.2017 έως 22.3.2017, από 21.4.2017 έως 4.5.2017, από 20.5.2017 έως 3.6.2017, από 16.6.2017 έως 8.7.2017, από 18.7.2017 έως 29.7.2017, από 3.8.2017 έως 18.8.2017, από 23.8.2017 έως 11.9.2017, από 13.9.2017 έως 20.9.2017, από 1.10.2017 έως 19.10.2017, από 4.11.2017 έως 16.11.2017, και από 5.12.2017 έως 21.12.2017), ήτοι επί 196 συνολικά ημέρες, εκ των οποίων 136 είναι καθημερινές ημέρες, 28 Σάββατα, 27 Κυριακές και 5 αργίες, ο ενάγων απασχολείτο καθημερινά στο μηχανοστάσιο του πλοίου, ασκώντας τα καθήκοντα της ειδικότητάς του, εναλλάξ με τον έτερο ναυτολογημένο μηχανοδηγό …………., έκαστος εκ των οποίων εκτελούσε δύο (2) εξάωρες βάρδιες εντός του 24ώρου, εκ των συνολικά τεσσάρων (4) ημερησίων βαρδιών (από 6.00 έως 12.00, από 12.00 έως 18.00, από 18.00 έως 00.00, και από 00.00 έως 6.00) του μηχανοστασίου, όντες τα μοναδικά ναυτολογημένα μέλη του προσωπικού μηχανής, οι οποίοι όφειλαν να επιβλέπουν για την καλή λειτουργία των μηχανών, μηχανημάτων και λεβήτων, να φροντίζουν για κάθε επισκευή μηχανικής φύσης, που μπορεί να εκτελεσθεί εν πλω ή εν όρμω, να βρίσκονται πάντοτε στο μηχανοστάσιο κατά τον έκπλου και είσπλου στα λιμάνια και να παρακολουθούν την άμεση και ακριβή εκτέλεση των παραγγελμάτων από τη γέφυρα, ήτοι εργαζόταν επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, καθώς οι βάρδιες κατανέμονταν αποκλειστικά μεταξύ των δύο αυτών (2) ατόμων, των διαστημάτων, που το πλοίο διανυκτέρευε σε λιμένες κατά τη διάρκεια του δρομολογίου του, ή βρισκόταν σε αγκυροβόλιο λόγω των καιρικών συνθηκών, ή τελούσε υπό καθεστώς απαγόρευσης απόπλου (βλ.σχετικώς τους προσκομιζόμενους από την εναγόμενη πίνακες), κατά τα οποία οι ανωτέρω ομοίως εναλλάσσονταν στις βάρδιες της ημέρας για λόγους ασφάλειας και φύλαξης του μηχανοστασίου και για την αντιμετώπιση οιουδήποτε τεχνικού θέματος της ειδικότητάς τους τυχόν ανέκυπτε, συμπεριλαμβανομένων, ενώ, κατά τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα της ναυτολόγησής του, κατά τα οποία το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στη βάση του στο λιμένα του Ασπροπύργου Αττικής, ήτοι επί 190 ημέρες συνολικά (και δη επί  169 ημέρες εντός του έτους 2017 και επί 21 ημέρες εντός του έτους 2018, όπως προκύπτει από τις σχετικές εγγραφές στο ημερολόγιο του πλοίου), ήταν επιφορτισμένος με τη φύλαξη του πλοίου, εκ περιτροπής με άλλα τρία (3) μέλη του πληρώματός του, έκαστος των οποίων υποχρεούτο να παραμένει αυτός και μόνο εντός του πλοίου επί 24 συνεχείς ώρες κάθε φορά για λόγους ασφαλείας, απασχοληθείς, συνεπώς, επί ένα 24ωρο ανά τέσσερις (4) ημέρες, εναλλάξ με τους άλλους τρεις (3) ναυτικούς, όπερ κατά λογική και νομική αναγκαιότητα συνεπάγεται ότι εργάσθηκε κατά το 1/4 του προαναφερθέντος συνολικού αριθμού ημερών, χωρίς να είναι εκ των πραγμάτων δυνατόν να διακριβωθεί ποιες εξ αυτών ήταν καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, και ποιες Σάββατα, Κυριακές και αργίες. Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου ενισχύεται ιδίως από τον έχοντα ίδιαν αντίληψη μάρτυρα της εναγομένης ……….., η ένορκη κατάθεση του οποίου κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, κρίνεται πιο αξιόπιστη, ως αποδίδουσα με μεγαλύτερη πιστότητα τις εν γένει συνθήκες της καθημερινής απασχόλησης του ενάγοντος, τα ειδικότερα καθήκοντα, με τα οποία είχε αυτός επιφορτισθεί, το ημερήσιο ωράριο εργασίας του στο συγκεκριμένο πλοίο (εν πλω και στη βάση του στο λιμένα του Ασπροπύργου), όπου και οι ίδιος είχε ναυτολογηθεί και εργαζόταν ως κυβερνήτης, και μάλιστα κατά το αυτό χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα, και την ανάγκη παροχής από τον τελευταίο υπερωριακής εργασίας, και ο οποίος ρητά και με σαφήνεια αναφέρεται, αφενός μεν στην από τον ενάγοντα άσκηση των καθηκόντων της ειδικότητάς του σε δύο (2) εξάωρες βάρδιες καθημερινά, όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, εναλλάξ με τον έτερο ναυτολογημένο μηχανοδηγό, ήτοι σε 12ωρη ημερήσια εργασία του στο μηχανοστάσιο του πλοίου, αφετέρου δε σε 24ωρη συνεχή εργασία του διά της παραμονής του ανά 4 ημέρες εντός του πλοίου, εκ περιτροπής με άλλα 3 μέλη του πληρώματός του, όταν αυτό βρισκόταν ελλιμενισμένο στον Ασπρόπυργο (δύο μάλιστα εξ αυτών τα κατονομάζει), σε σχέση με την ομοίως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δοθείσα ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος ………….., ο οποίος, όντας φίλος του, ουσιαστικά μεταφέρει πληροφορίες, που περιήλθαν σε γνώση του από τον ίδιο τον ενάγοντα, έχοντας ίδιαν αντίληψη μόνον για τα διαστήματα, που το πλοίο παρέμενε στη βάση του στον Ασπρόπυργο, όπου και είχε επισκεφθεί τον ενάγοντα, και επίσης καταθέτει περί παραμονής του ενάγοντος κατά τις συγκεκριμένες περιόδους εντός του πλοίου, εναλλάξ με άλλα μέλη του πληρώματος, αν και προσδιορίζει το χρόνο παραμονής του στο πλοίο σε 2-3 συνεχή 24ωρα κάθε φορά. Κατ’ακολουθίαν όσων προεκτέθηκαν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως περί του ημερησίου ωραρίου εργασίας του ενάγοντος στο πλοίο της εναγομένης, εν πλω και στο λιμένα, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ανωτέρω, ο οποίος όσον αφορά τα χρονικά διαστήματα, που το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στη βάση του στον Ασπρόπυργο, ισχυρίζεται ότι εξακολουθούσε να εργάζεται στο μηχανοστάσιο αυτού σε δύο εξάωρες βάρδιες, ήτοι επί 12ωρο καθημερινά, και από την εναγόμενη, που αρνείται συλλήβδην την ανάγκη παροχής από τον ενάγοντα υπερωριακής εργασίας κατά τη ναυτολόγησή του στο πλοίο της με τις εφέσεις τους (δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της έφεσης του ενάγοντος και υπό στοιχεία ΙΙβ λόγος της έφεσης της εναγομένης αντίστοιχα) απορριπτομένων ως αβασίμων. Ενόψει των ανωτέρω, σαφώς προκύπτει ότι προς κάλυψη των λειτουργικών αναγκών του πλοίου ο ενάγων απασχολείτο πλέον του νομίμου ημερησίου ωραρίου εργασίας του, γεγονός άλλωστε που έμμεσα συνομολογεί η εναγόμενη, δεδομένου ότι κατέβαλλε σταθερά σ’ αυτόν κάθε μήνα κατ’αποκοπήν αμοιβή για υπερωριακή εργασία της ειδικότητάς του, ειδικότερα ανερχόμενη στο ποσό των 302,25 ευρώ για υπερωρίες καθημερινών ημερών της εβδομάδας, και στο ποσό των 279 ευρώ για υπερωρίες Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, όπως προκύπτει από τους προσκομιζόμενους λογαριασμούς μισθοδοσίας του, και συνολικά το ποσό των 581,25 ευρώ. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι, όταν το πλοίο εκτελούσε δρομολογιακούς πλόες, ο ενάγων εργαζόταν καθημερινά σ’αυτό υπερωριακά, ήτοι πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 4 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2010 ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, εν πλω και στο λιμάνι, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, και δη επί 4 ώρες κατά τις καθημερινές, ενώ η δωδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του επίμαχου χρονικού διαστήματος θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, και επί 16 ώρες όταν το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στη βάση του στον Ασπρόπυργο Αττικής, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης στην ίδια Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετης αμοιβής για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες. Συνεπώς, κατά το αιτούμενο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του, κατά το οποίο το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, και απασχολήθηκε υπερωριακώς (πέραν του οκταώρου τις καθημερινές και καθόλη τη διάρκεια της 12ωρης ημερήσιας εργασίας του κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές, και τις αργίες) δικαιούται: α) Για τις καθημερινές το ποσό των 4.216 ευρώ (136 καθημερινές του ως άνω χρονικού διαστήματος Χ 4 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως =  544 ώρες Χ 7,75 ευρώ, που προβλέπεται ως αμοιβή ανά ώρα υπερωριακής απασχόλησης του μηχανοδηγού Α΄ με βάση την ισχύσασα κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του έτους 2010 για τις καθημερινές =4.216), και β) για τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες του ανωτέρω χρονικού διαστήματος το ποσό των 6.696 ευρώ (28 Σάββατα, 27 Κυριακές και 5 αργίες του ως άνω διαστήματος Χ 12 ώρες εργασίας ημερησίως =  60 ημέρες Χ 12 ώρες = 720 ώρες Χ 9.3 ευρώ, που προβλέπεται από την προαναφερθείσα ΣΣΝΕ για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες = 6.696). Περαιτέρω, κατά τα χρονικά διαστήματα, που το πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στο λιμένα του Ασπροπύργου, συνολικά 190 ημερών εντός των ετών 2017 και 2018 κατά τα προεκτεθέντα, εργαζόταν υπερωριακά επί 16 ώρες πέραν του 8ώρου, ανά 4 ημέρες, με αποτέλεσμα να δικαιούται για την αιτία αυτή το ποσό των 5.890 ευρώ  (190 ημέρες Χ 16 ώρες υπερωριακής εργασίας ημερησίως = 3.040 ώρες Χ 7,75 ευρώ, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, προβλέπεται από την εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. για κάθε ώρα εργασίας του ναυτικού της ειδικότητας αυτής κατά τις καθημερινές ημέρες της εβδομάδας, εφόσον δεν μπορεί να διακριβωθεί εάν οι ημέρες, κατά τις οποίες παρείχε εκ περιτροπής την εργασία του εναλλάξ  στο πλοίο με άλλα τρία μέλη του πληρώματος ήταν καθημερινές, ή Σάββατα, Κυριακές, ή αργίες = 23.560 : 4 = 5.890). Επομένως, συνολικά δικαιούται ως αμοιβή υπερωριών το συνολικό ποσό  των 16.802 ευρώ (4.216 ευρώ + 6.696 ευρώ + 5.890 ευρώ), έναντι του οποίου έχει λάβει συνολικά από την εναγόμενη κατά το αιτούμενο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του (των 12,77 μηνών) το ποσό των 7.422,56 ευρώ  (581,25 ευρώ Χ 12,77 μήνες), ως πάγια αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, σταθερά καταβαλλόμενη σε μηνιαία βάση, όπως καθ’υποφοράν αναφέρεται στο δικόγραφο της αγωγής, χωρίς η επ’αυτού κρίση της εκκαλουμένης να πλήττεται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 9.379,44 ευρώ (16.802 – 7.422,56), ως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει το σχετικό αγωγικό κονδύλιο ως ουσιαστικά βάσιμο, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον υπό στοιχεία IΙζ λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.  Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τα διαστήματα, που το εν λόγω πλοίο παρέμενε ελλιμενισμένο στη βάση του στο λιμένα του Ασπροπύργου Αττικής και δεν εκτελούσε δρομολόγια, στον ενάγοντα χορηγείτο τροφή σε είδος από την πλοιοκτήτρια/εναγόμενη, διότι η τελευταία επιμελείτο για τον εφοδιασμό του πλοίου της με προμήθειες στα απαραίτητα τρόφιμα, κατάλληλης ποιότητας, σε επαρκείς ποσότητες, προκειμένου έκαστος των 4 μελών του πληρώματος, που κάθε φορά παρέμενε μόνος του στο πλοίο, για λόγους ασφαλείας του μηχανοστασίου του, εκτελώντας καθήκοντα φύλακα επί 24 συνεχείς ώρες, του ενάγοντος συμπεριλαμβανομένου σ’αυτούς, να μπορεί να παρασκευάζει μόνος του το ημερήσιο συσσίτιό του, ώστε να διατρέφεται εντός, όπως κατατέθηκε από τον έχοντα ίδιαν αντίληψη μάρτυρα της εναγομένης κυβερνήτη του πλοίου, χωρίς η ανωτέρω μαρτυρία να αντικρούεται πειστικά από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, και ιδίως από την κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος, ο οποίος σε σχετική ερώτηση απήντησε ότι δε γνωρίζει κάτι σχετικό, πλην όμως όταν επισκεπτόταν τον ενάγοντα στο πλοίο του έφερνε ο ίδιος φαγητό, όπερ όμως δεν αναιρεί κατά την κοινή πείρα και λογική την ανωτέρω παραδοχή, ότι δηλαδή το πλοίο, ως έδει, διέθετε τα απαιτούμενα είδη για την παρασκευή γευμάτων από τους ίδιους τους ναυτικούς του, όπως δεν τη αναιρεί και το γεγονός ότι ο ενάγων για το χρονικό διάστημα από 1.6.2016 έως και την απόλυσή του στις 23.1.2018, και δη κατά τις περιόδους του διαστήματος αυτού, που το πλοίο πραγματοποιούσε δρομολόγια, εκτελούσε και χρέη μάγειρα του πλοίου, επιφορτισμένου με τις παραγγελίες των αναγκαίων εφοδίων και την παρασκευή του συσσιτίου για τους ναυτικούς, όπως συνομολόγησε και η εναγόμενη, αντί μηνιαίας αμοιβής ποσού 300 ευρώ υπό μορφήν bonus (μπόνους), με παρόντα όμως επί του πλοίου όλα τα μέλη του πληρώματός του, με αποτέλεσμα ο ενάγων να μη δικαιούται του προβλεπομένου από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 της εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. αντιτίμου τροφής, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο όσα δε αντίθετα υποστηρίζει ο ενάγων με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του απορριπτέα τυγχάνουν. Περαιτέρω ως αποδοχές αδείας για το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης (των 12,77 μηνών), όπως αυτές προβλέπονται και υπολογίζονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 8 παρ.1 και 2 της ανωτέρω εφαρμοστέας  Σ.Σ.Ν.Ε,  ο ενάγων δικαιούται  τις αποδοχές οκτώ (8) ημερών ανά μήνα υπηρεσίας του, μη περιλαμβανομένων στον υπολογισμό των αποδοχών του αυτών του επιδόματος μηχανοδηγού και του αντιτίμου τροφής κατά τα προεκτεθέντα,  και συγκεκριμένα δικαιούται του ποσού των 8.067,31 ευρώ (1.072,40 ευρώ ο βασικός μηνιαίος μισθός της ειδικότητας του μηχανοδηγού Α΄ + 235,93 ευρώ το μήνα το επίδομα Κυριακών σε ποσοστό 22% επί του μισθού ενεργείας + 428,96 ευρώ το επίδομα των ναυτικών, που υπηρετούν σε πλοία, τα οποία μεταφέρουν υγραέρια, όπως το συγκεκριμένο πλοίο, ανερχόμενο σε ποσοστό 40% επί του ως άνω μισθού ενεργείας = 1.737,29 : 22 Χ 8 ημέρες = 631,74 ευρώ Χ 12,77 μήνες της ναυτολόγησής του = 8.067,31), έναντι του οποίου έχει εισπράξει από την εναγόμενη το ποσό των 6.075,46 ευρώ συνολικά, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.991,85 ευρώ (8.067,31 – 6.075,46 =1.991,85). Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, ορθά μεν έκρινε ότι για τον υπολογισμό των αποδοχών αδείας του ενάγοντος δεν θα συμπεριληφθούν το αντίτιμο τροφής και το επίδομα μηχανοδηγού, πλην όμως εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.1 και 2 της εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε., που τις προβλέπει, και εκτιμώντας τις αποδείξεις, προσδιόρισε το ποσό των ανωτέρω αποδοχών του σε 7.832,71 ευρώ, και κατόπιν αφαίρεσης του ήδη καταβληθέντος σ’αυτόν ποσού, ως προς το οποίο η σχετική παραδοχή δεν πλήττεται από τους διαδίκους με τις ένδικες εφέσεις τους, (προσδιόρισε) το ποσό, που εξακολουθεί να του οφείλεται, σε 1.757,25 ευρώ, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, με τον οποίο προσάπτει στην πρωτόδικη απόφαση αιτιάσεις, που ανάγονται, τόσο σε σφάλμα περί την κρίση του να μη συμπεριληφθούν στις εν λόγω αποδοχές το αντίτιμο τροφής και το επίδομα μηχανικού, όσο και σε λανθασμένο υπολογισμό του επιδικασθέντος για την αιτία αυτή ποσού, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η εναγόμενη με τον υπό στοιχεία IΙε λόγο της δικής της έφεσης τυγχάνουν απορριπτέα. Τέλος, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του σιγή απέρριψε την προβληθείσα ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, της καταχρηστικότητάς της ειδικότερα συνισταμένης στη διεκδίκηση με αυτήν από τον ενάγοντα εξωπραγματικών ποσών, όπερ, όπως διατείνεται, καταδεικνύει εμφανή άγρα – παντί τρόπω – οικονομικού οφέλους, αλλά και απροκάλυπτη εχθρότητα και κακότητα προς τα στελέχη της, ορθά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ ερμήνευσε και εφήρμοσε, διότι τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, που η εναγόμενη επικαλέσθηκε για την κατά νόμο θεμελίωση του αυτοτελούς αυτού ισχυρισμού της, και αληθή υποτιθέμενα, δεν συνιστούν περιστατικά καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, ήτοι της προφανώς υπερβαίνουσας τα όρια, που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, και ο κοινωνικός, και ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματός του αυτού δικονομικής συμπεριφοράς, με την επισήμανση ότι ο ενάγων δε μπορεί να στερηθεί του δικαιώματός του για δικαστική επιδίωξη των απαιτήσεών του ως εργαζομένου από τη σύμβαση ναυτολόγησής του στο πλοίο της εναγομένης, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω ζητείται η καταβολή των νομίμων ελαχίστων ορίων των επιμέρους κονδυλίων των αποδοχών του, όπως προβλέπονται από την εν προκειμένω εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον υπό στοιχεία ΙΙδ λόγο της ένδικης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, ν’απορριφθεί  στο σύνολό της η από 10.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ………./10.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ………/11.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση της εναγομένης ως αβάσιμης , απορριπτομένης, συνακόλουθα, της παραδεκτά σωρευομένης στο δικόγραφο της ως άνω έφεσης αίτησής της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης κατάσταση κατά την κηρυχθείσα προσωρινά εκτελεστή διάταξη αυτής,  να γίνει δεκτή και κατ’ουσίαν η έτερη από 6.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/6.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/6.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση του ενάγοντος, ν’εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το σύνολο των διατάξεών της, ήτοι και ως προς τα μη εκκληθέντα κεφάλαια, για λόγους ενότητας της εκτέλεσης, και αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 12.433,63 ευρώ (1.062,34 ευρώ + 9.379,44 ευρώ + 1.991,85 ευρώ = 12.433,63), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσης του ενάγοντος, που έλαβε χώρα στις 23.1.2018, ήτοι από τις 24.1.2018, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης. Η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της από 10.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ……/10.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ………./11.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεσης, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε από τον ανωτέρω σχετικό αίτημα με τις νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας της έφεσης αυτής λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα. Τέλος, όσον αφορά την από 6.2.2020 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ. ……./6.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. δικογρ………./6.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ.1, και 183 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης, που ηττήθηκε εν μέρει στην ουσία της υπόθεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 206 του ΚΠολΔ ο δικαστής μπορεί, ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, να διατάξει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις. Με τη διάταξη αυτή, με την οποία επιδιώκεται η διασφάλιση της ευπρέπειας κατά τη διεξαγωγή του δικαστικού αγώνα, παρέχεται η εξουσία στο δικαστήριο, μετά από αίτηση κάποιου διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως, χωρίς χρονικό περιορισμό, να διατάσσει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις, οι οποίες, χωρίς να είναι αναγκαίες για την προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερόντων των διαδίκων, αποβλέπουν σε ονειδισμό και περιφρόνηση του αντιδίκου ή του δικαστηρίου. Αρμόδιο για τη διαγραφή είναι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου απευθύνεται το δικόγραφο ή οι προτάσεις του διαδίκου, όπου διαλαμβάνονται οι επίμαχες εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις (ΑΠ 794/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο εφεσίβλητος της από 10.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ……../10.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ………../11.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεσης με τις προτάσεις, που κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, επανυπέβαλε αίτημα διαγραφής των ειδικότερα αναφερομένων σ’αυτές φράσεων, που περιέχονται στις προτάσεις, που κατέθεσε η εκκαλούσα της ανωτέρω έφεσης ως εναγόμενη κατά τη συζήτηση της αγωγής στον πρώτο βαθμό ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως απαξιωτικών και προσβλητικών προς το πρόσωπό του. Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως απαράδεκτο, διότι δεν αφορά σε εξυβριστικές ή ανάρμοστες φράσεις, οι οποίες διαλαμβάνονται σε δικόγραφο ή σε προτάσεις της εκκαλούσας της ανωτέρω έφεσης, απευθυνόμενες ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, αλλά στις προτάσεις της ιδίας, που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτοβαθμίου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο ήταν και το καθ’ύλην αρμόδιο για τη διαγραφή αυτών, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων α) την από 6.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ…………/6.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/6.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση, και β) την από 10.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ………/10.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ…………/11.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 3764/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’ουσίαν την από 10.2.2020 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ.δικογρ………./10.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ.δικογρ………../11.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση και τη σωρευομένη στο δικόγραφο αυτής αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης κατάσταση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας της ανωτέρω έφεσης τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατ’ουσίαν την από 6.2.2020 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………/6.2.2020 στον πρώτο βαθμό και με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ.δικογρ………../6.2.2020 στο δεύτερο βαθμό) έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ στο σύνολό της την εκκαλουμένη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 21.3.2018 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ………../21.3.2018) αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των δώδεκα χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα τριών ευρώ και εξήντα τριών λεπτών του ευρώ (12.433,63), με το νόμιμο τόκο από τις 24.1.2018 μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνη του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 21.7.2021.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ