Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 395/2021

Αριθμός     395/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …………. εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Γρηγορία Αναστασοπούλου-Κρανιά   (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Πήττα.

Η εκκαλούσα κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  την από 13.7.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2018) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2137/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ανακοπή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα  με την από   5.7.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2019) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς  ……./2019) αρχικά η 21η.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 13.3.2020 έως 31.5.2020). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ 2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α 104/30-5-2020) περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση αυτών των υποθέσεων, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς, την υπ΄ αριθμ. 37/2020 Πράξη του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄αριθμ. 86/2020 Πράξη  του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τις απόψεις της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε  και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη υπόθεση εισάγεται νόμιμα προς συζήτηση στην παρούσα δικάσιμο μετά από αυτεπάγγελτο προσδιορισμό δυνάμει της υπ΄αριθ. 86/2020 Πράξης του ορισθέντος από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου διεύθυνσης Εφέτη (άρθρ. 74 παρ. 2 ν. 4690/2020) μετά από ματαίωση της συζήτησής της λόγω προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων. Η κρινόμενη, από 5.7.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………./ 5.7.2019) έφεση της πρωτοδίκως ηττηθείσας, εδρεύουσας στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής,  ανώνυμης εμπορικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», νομίμως εκπροσωπουμένης, κατά του καθ΄ου η ανακοπή ………. και της υπ΄αριθ. 2137/19.6.2019 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δίκασε κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την από 13.7.2018 (υπ΄αριθ. κατάθ. ………../13.7.2018) ανακοπή της ήδη εκκαλούσας κατά της, επισπεύσει της εφεσίβλητης, από 5.7.2018 επιταγής προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό αντίγραφο της υπ΄αριθ. 1424/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) όπως προκύπτει από την υπ΄αριθ. ……../21.6.2019 έκθεση επίδοσης της εκκαλουμένης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής Αθηνών ………., σε συνδυασμό με την από 5.7.2019 έκθεση κατάθεσης του δικογράφου της κρινόμενης έφεσης που συνέταξε  ο Γραμματέας του Πρωτοδικείου Πειραιά). Για το παραδεκτό της (άρθρ. 495 παρ. 3Α.β΄ΚΠολΔ) προσκομίστηκε  το υπ΄αριθ. …………..e – παράβολο έφεσης. Πρέπει συνεπώς να εξεταστεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 ν. 4194/2013 «Για τη σύνταξη της επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών, η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο». Από τη γραμματική διατύπωση της παραπάνω διάταξης, προκύπτει ότι ο νομοθέτης στόχευε να καθορίσει την εν λόγω αμοιβή ως διακριτό κονδύλιο στην επιταγή προς πληρωμή, το οποίο ισούται με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Γι΄αυτό άλλωστε χρησιμοποιείται το ρήμα «ορίζεται» και η φράση «στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης», ώστε να καθίσταται σαφές ότι ο προσδιορισμός του ποσού που γίνεται άμεσα και ευθέως από το νόμο, ανέρχεται στο ύψος της δικαστικής δαπάνης που επιδικάστηκε και ταυτίζεται με το ποσό αυτό (πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ). Ο τρόπος καθορισμού της δικαστικής δαπάνης σύμφωνα με το ν. 4194/2013 που εφαρμόζεται εν προκειμένω, έχει μεταβληθεί σε σχέση με τον παλαιότερα ισχύοντα Δικηγορικό Κώδικα (άρθρο 127 ν. 3026/1954) κατά τον οποίο, η ελάχιστη οφειλόμενη αμοιβή «κανονιζόταν» σε (μεταλλικές) δραχμές ανάλογα με το δικαστήριο που είχε εκδώσει τον εκτελεστό τίτλο και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούσε να υπερβαίνει το ¼ του ποσού της οφειλής που αφορούσε τον εκτελεστό τίτλο. Αντίθετα, με το ν. 4194/2013, δεν καθορίζεται περιθώριο μεταξύ ελάχιστης και ανώτατης αμοιβής την οποία δεν μπορεί να υπερβεί ο δικηγόρος του επισπεύδοντος, αλλά ορίζεται αποκλειστικά ως ταυτόσημη με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης (Εφ Δυτ Μακ 102/2018 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, στο ν. 4194/2013, η ελάχιστη αμοιβή για σύνταξη επιταγής δεν συναρτάται με παράγοντες όπως επιστημονική εργασία, πολυπλοκότητα, αξία αντικειμένου, σπουδαιότητα, περιστάσεις,  κλπ. Στη Νομολογία διατυπώθηκε προεχόντως η άποψη (βλ. ιδίως ΕφΘεσσ 22/2020, ΝΟΜΟΣ), ότι η ρύθμιση του άρθρου 72 είναι πρόσφορη για την επίτευξη του στόχου της περιστολής των καθυστερήσεων και της δυστροπίας στις οικονομικές συναλλαγές, αφού ο ηττηθείς – καθ΄ου η εκτέλεση διάδικος έχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί εκούσια προς το περιεχόμενο της απόφασης που συνιστά τον εκτελεστό τίτλο και ν΄αποφύγει κάθε περαιτέρω επιβάρυνση από την επίσπευση της εναντίον του εκτέλεσης. Κατά την κρίση δε του δικαστηρίου αυτού, από τη σαφή διατύπωση του άρθρου 72 ν. 4194/2013, αντλείται το επιχείρημα ότι με τον τρόπο αυτόν ο νομοθέτης επιθυμεί να διαλύσει κάθε πιθανή αμφιβολία για το νόημα της σχετικής διάταξης και έτσι να αποφύγει ερμηνευτικά ζητήματα που είχαν ανακύψει στο παρελθόν από το προαναφερθέν άρθρο 127 του ν. 3026/1954, όπου για τη σχετική αμοιβή προβλεπόταν ελάχιστο και ανώτατο όριο, όπως προεκτέθηκε και είχε σαν αποτέλεσμα τον καθορισμό από τα δικαστήρια με βάση την επιστημονική εργασία, το χρόνο που καταναλώθηκε, κλπ. (ΕφΘεσσ 187/2018, ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η σύνδεση του ύψους της αμοιβής για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή με τα ανωτέρω κριτήρια δεν μπορεί να θεμελιωθεί σε καμία διάταξη νόμου. Το ανωτέρω συμπέρασμα δεν διαφοροποιείται ούτε με βάση το άρθρο 58 παρ. 5 του ν. 4194/2013, σύμφωνα με το οποίο «Οι αμοιβές μπορούν να αυξηθούν και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο, ανάλογα με την επιστημονική εργασία, την αξία και το είδος της υπόθεσης, του χρόνου που απαιτήθηκε, τις εκτός έδρας μεταβάσεις, τη σπουδαιότητα της διαφοράς, των ειδικότερων περιστάσεων και κάθε είδους δικαστικών ή εξώδικων ενεργειών. Αντίθετα, σε περίπτωση που το αίτημα της αγωγής κριθεί υπέρογκο, αλλά δεν μπορούσε να έχει αξιολογηθεί από το δικηγόρο ελλείψει πραγματικών στοιχείων, ο δικαστής ή το δικαστήριο και αυτεπάγγελτα μπορεί να προσδιορίσει τη νόμιμη αμοιβή με βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί με την αγωγή είτε κατά την εκτίμησή του είτε λόγω περιορισμού του αιτήματος της αγωγής κατά συμμόρφωση του δικηγόρου προς έγγραφη εντολή του εντολέα του ή του αντιπροσώπου του», καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά την αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή, για την οποία προβλέπει ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 72 του ίδιου νόμου.  Το ίδιο ισχύει και για τη διάταξη του άρθρου 59 περί συμφωνίας και λήψης αμοιβής με χρονοχρέωση. Εξάλλου, δεν μπορεί να συναχθεί από τη γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 72 το συμπέρασμα ότι με αυτήν εννοείται ότι η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή έχει ήδη συμπεριληφθεί στην επιδικαζόμενη δικαστική δαπάνη, αφ΄ενός μεν διότι η δικαστική δαπάνη περιλαμβάνει όσα ορίζονται στα άρθρα 176 επ. ΚΠολΔ και αφορούν τις μέχρι τότε πραγματοποιηθείσες ενέργειες, αφ΄ετέρου δε διότι δεν είναι δυνατόν το δικαστήριο να καθορίζει αμοιβή για δικηγορικές ενέργειες που έπονται της έκδοσης της απόφασης μετά την οποία απεκδύεται της σχετικής εξουσίας, από μόνο το εικαζόμενο ενδεχόμενο της διενέργειάς τους, καθώς τυχόν μεταγενέστερες ενέργειες μόνο ενδεχόμενο είναι να λάβουν χώρα και το δικαστήριο, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 106 και 108 ΚΠολΔ, δεν μπορεί εκ των προτέρων ούτε να τις περιορίσει αλλά ούτε και να τις διατάξει ή να τις καθορίσει. Αλλά, επιπλέον, εάν ήθελε υποτεθεί ότι η αμοιβή για την επιταγή συμπεριλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη, αυτό θα σήμαινε ότι η αμοιβή αυτή θα επιβάρυνε τελικώς το δανειστή ή, αλλιώς, τον ίδιο το συντάξαντα δικηγόρο. Τέλος, η δυνατότητα αύξησης της αμοιβής ή μείωσης αυτής (άρθρα 98 παρ. 1 και 102 αντίστοιχα), προβλέπεται μεν στο ν. 4194/2013, αλλά η μείωση της αμοιβής συγχωρείται μόνο στην περίπτωση διογκωμένου αιτήματος της αγωγής.

Με τον 1ο λόγο της κρινόμενης έφεσης η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως και κατά κακή ερμηνεία του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη απέρριψε ως μη νόμιμο τον, με όμοιο περιεχόμενο, 1ο λόγο της ανακοπής της κατά της εκτελεστικής διαδικασίας που επέσπευσε η καθ΄ης η ανακοπή εναντίον της, με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας που επισπεύδεται εις βάρος της με την από 5.7.2018 επιταγή προς πληρωμή κάτω από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της υπ΄αριθ. 1424/2017 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, δυνάμει τη οποίας επιτάχθηκε να καταβάλει μεταξύ άλλων ποσό 9.500 € για σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή με βάση το άρθρο 72 παρ. 1 ν. 4194/2013. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι το ποσό της αμοιβής για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή (9.500 €) είναι υπέρογκο και το σχετικό δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά, διότι  η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 είναι αόριστη και  για το λόγο αυτόν μπορεί να ερμηνευθεί α) ότι η αμοιβή για τη σύνταξη επιταγής προς πληρωμή συμπεριλαμβάνεται στην επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, β) ότι η εν λόγω αμοιβή μπορεί να οριστεί έως του ποσού της δικαστικής δαπάνης και επομένως για τον προσδιορισμό του ύψους της που πρέπει να είναι εύλογο, πρέπει να ληφθούν υπ΄όψιν κριτήρια όπως η επιστημονική εργασία που απαιτήθηκε για τη σύνταξή της, η αξία και το είδος της υπόθεσης, ο καταναλωθείς χρόνος, η σπουδαιότητα της διαφοράς, οι ιδιάζουσες περιστάσεις και οι εν γένει ενέργειες, όπως οριζόταν στο άρθρο 98 παρ. 1 του προϊσχύσαντος ν. 3026/1954 και επαναλαμβάνεται στο άρθρο 58 παρ. 5 του ν. 4194/2013. Ζητούσε δε να ακυρωθεί κατά το κονδύλιο αυτό η εν λόγω επιταγή προς πληρωμή και να διαμορφωθεί αυτή στο ελάχιστο με βάση τοη διάταξη του άρθρου 58 παρ. 5  ν. 4194/2013 σε συνδυασμό με το άρθρο 281 ΑΚ.  Ωστόσο, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, από την ισχύ του ν. 4194/2013, (27.9.2013 – ΦEKA’ 208), καταργήθηκε ο ν. 3026/1954, η δε διάταξη του άρθρου 72 του νέου νόμου που αφορά την αμοιβή για σύνταξη επιταγής προς πληρωμή αποδεσμεύτηκε πλήρως από τα κριτήρια διαμόρφωσης που ετίθεντο με τον προηγούμενο νόμο και εισήχθη ο αυτόματος καθορισμός της αμοιβής αυτής που ισούται πλέον με την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, αποτελώντας διακριτό κονδύλιο, μη συμπεριλαμβανόμενο σ΄αυτήν και σε καμία περίπτωση μη καθοριζόμενο από άλλους παράγοντες και όλα τα παραπάνω προκύπτουν ευθέως από τη σαφή και ρητή διατύπωση της διάταξης, χωρίς δυνατότητα άλλης ερμηνείας, ενώ κάθε άλλη ερμηνεία είναι αυθαίρετη και δεν προκύπτει από καμία διάταξη νόμου.  Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, η αιτούμενη αμοιβή για σύνταξη επιταγής από 9.500 €, υπολείπεται της νόμιμης του ποσού των 11.000 € στο  οποίο ανέρχεται η επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η υπ΄αριθ. 1424/2017 απόφαση του Εφετείου Αθηνών που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, έκρινε επί της από 10.7.2008 (υπ΄αριθ. κατάθ. …./2008) συνεκδικαζόμενης αγωγής της ανακόπτουσας – εκκαλούσας κατά της καθ΄ης η ανακοπή – εφεσίβλητης και άλλων διαδίκων, με (αναγνωριστικό) αγωγικό αίτημα το ποσό των 865.089,84 €, μετά από έφεση κατά της υπ΄αριθ. 6385/2011 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επομένως, το ανωτέρω ποσό αμοιβής για σύνταξη της επιταγής προς πληρωμή προκύπτει ευθέως από το νόμο και η επιταγή προς πληρωμή του δεν συνιστά καταχρηστική άσκηση του σχετικού δικαιώματος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε τα ίδια, με αιτιολογία που συμπληρώνεται από την παρούσα απόφαση (534 ΚΠολΔ) και απέρριψε το σχετικό λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο, ορθώς το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο 1ος λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα – ανακόπτουσα παραπονείται ότι ο σχετικός λόγος ανακοπής απορρίφθηκε εσφαλμένα εσφαλμένα ως μη νόμιμος, είναι απορριπτέος  ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που την θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η αοριστία δε αυτή εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο και επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτης. Μάλιστα, η έλλειψη των ως άνω στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή σε έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 416 τουΑΚ, που ορίζει ότι η ενοχή αποσβένυται με καταβολή, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία της ένστασης εξόφλησης είναι το ποσό που καταβλήθηκε, η αιτία και ο χρόνος καταβολής. Ειδικότερα, σε περίπτωση προβολής από τον οφειλέτη της ένστασης περί αποσβέσεως της σχετικής απαίτησης, λόγω καταβολής (εξόφλησης), πρέπει αυτός να επικαλεστεί και να αποδείξει την παροχή που καταβλήθηκε, αν δε πρόκειται για χρηματική παροχή, τόσο το συνολικό ποσό αυτής, όσο και τα επί μέρους κονδύλια, τα οποία το απαρτίζουν, διαφορετικά, η ένσταση αυτή είναι αόριστη, έστω και αν αναφέρεται το συνολικώς καταβληθέν ποσό (βλ. ΑΠ 529/2016 ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1781/2014 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1537/2013 ΝοΒ 2014 356, ΑΠ 178/2010 ΕλλΔνη 2010 743, ΑΠ 1098/2009 ΝοΒ 2009 2395, ΕφΙωαν 158/2006 ΝοΒ 2007 103 στην ΕφΠειρ 3/2021 και ΑΠ 1218/2020 και ΕφΑθ 761/2020, ΝΟΜΟΣ).  Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 440 και 441ΑΚ, οι οποίες ορίζουν, η μεν πρώτη, ότι «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται αν είναι ομοειδείς κατά τo αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», η δε δεύτερη, ότι «Ο συμψηφισμός επέρχεται, αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν» και ειδικότερα από την αρχή της αμοιβαιότητας, την οποία αυτές θεσπίζουν, συνάγεται ότι το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις θα συνυπάρξουν, υπό την προϋπόθεση της εγκυρότητας τους (ΑΠ 181/95, ΕλλΔ/νη 37.1344, ΕΑ 1363/2000 ΕλλΔνη 41.859) και του ληξιπροθέσμου τους, ιδία για την προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση (ΕΑ 4725/2001, ΕλλΔ/νη 44.253). Ο δικαιούχος της κάθε απαίτησης έχει, συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την ανταπαίτηση του δανειστή του, προτείνοντας την ανταπαίτηση του σε συμψηφισμό. Με την πρόταση αυτού, που είναι αδιάφορο πότε θα γίνει, οι αμοιβαίες απαιτήσεις, εφόσον διατηρούνται κατά το χρονικό αυτό σημείο, αποσβήνονται αναδρομικώς, δηλαδή από το χρονικό σημείο που συνυπήρξαν. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 448, 455, 458, 460, 462 και 463ΑΚ, συνδυαζόμενες και προς εκείνες των άρθρων 200 και 288 του ίδιου Κώδικα, σαφώς συνάγεται, ότι ο εκδοχέας γίνεται, από και δια της αναγγελίας της εκχώρησης, κύριος της εκχωρηθείσας απαίτησης, με όλα τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που συνδέονται αναπόσπαστα με τη φύση της απαίτησης, χωρίς βελτίωση ή χειροτέρευση της προηγούμενης θέσης του οφειλέτη (ΑΠ 937/2005 Τ.Ν.Π. Νόμος). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 448 και 463 παρ. 2ΑΚ, συνάγεται ότι ο οφειλέτης μπορεί να προτείνει σε συμψηφισμό, κατά του εκδοχέα, ανταπαίτηση που έχει κατά του εκχωρητή, εφόσον αυτή υπήρχε κατά το χρόνο της αναγγελίας της εκχώρησης, ακόμη και αν δεν ήταν τότε ληξιπρόθεσμη, αρκεί να γίνεται ληξιπρόθεσμη πριν από τη λήξη της απαίτησης που εκχωρήθηκε (ΑΠ 1204/1994 Τ.Ν.Π. Νόμος). Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή κάμπτεται, κατ` εξαίρεση, η αρχή της αμοιβαιότητας των απαιτήσεων (ο οφειλέτης κάθε μιάς απαιτήσεως είναι συγχρόνως και δανειστής της άλλης ΑΚ 440) και εκείνης της σχετικότητας, εφόσον ο εκδοχέας δεν συμμετέχει στην έννομη σχέση εκχωρητή-οφειλέτη (ΑΠ 59/2013, ΕΕΜΠΔ 2013/317, ΔΕΕ 2013/975, ΑΠ 1523/2011, ΕφΑΔ 2012/257, Ε7 2012/1258, ΧΡΗΔΙΚ 2012/175, στην ΕφΔωδ 87/2020, ΝΟΜΟΣ).

Με το 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσης, η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένως και κατά κακή ερμηνεία του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων, η εκκαλουμένη απέρριψε το 2ο λόγο της ανακοπής της κατά της ίδιας ως άνω εκτελεστικής διαδικασίας λόγω αοριστίας. Ειδικότερα, η εκκαλούσα – ανακόπτουσα είχε ισχυριστεί ότι με τις υπ΄αριθ. 6385/2011 και 1424/2017 αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και Εφετείου Αθηνών αντίστοιχα, απέκτησε αξίωση κατά της εταιρίας «………….» από τις επιδικασθείσες δικαστικές δαπάνες ποσών 12.000 € και 20.000 € και συνολικά 32.000 €, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι συναφείς αξιώσεις των, κατ΄εκτίμηση του δικογράφου ομοδίκων της, …………. και …………., οι οποίες εκχώρησαν τις σχετικές αξιώσεις τους στην ανακόπτουσα – εκκαλούσα  δυνάμει των αναφερόμενων ιδιωτικών συμφωνητικών. Επίσης, ότι ο εφεσίβλητος – καθ΄ου η ανακοπή είναι εις ολόκληρον ευθυνόμενος για την εξόφληση του ανωτέρω ποσού ως εκ της ιδιότητάς του ως ομορρύθμου εταίρου της ηττηθείσας διαδίκου ως άνω εταιρίας και ως εκ τούτου, η εκκαλούσα – ανακόπτουσα έχει την αυτή αξίωση και κατ΄αυτού αλλά παρόλ΄αυτά ο τελευταίος ζητεί την είσπραξη της δικαστικής δαπάνης ποσού 11.000 € από τη συνεκδικασθείσα (κατόπιν αποδοχής της υπ΄αριθ. …../2014 έφεσης της εκκαλούσας – ανακόπτουσας) υπ΄αριθ. …/2008 αγωγή.  Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το λόγο αυτόν ανακοπής που τιτλοφορείτο «Ένσταση εξόφλησης  λόγω συμψηφισμού» λόγω αοριστίας, το μεν διότι δεν αναφερόταν ότι έλαβε χώρα εξώδικος συμψηφισμός ώστε να επέλθει δι΄αυτού εξόφληση (416, 440 ΑΚ) το δε διότι, εκτιμωμένου του ισχυρισμού ως ένστασης συμψηφισμού, δεν αναφερόταν ότι η επικαλούμενη εκχώρηση των απαιτήσεων των ………. και ………….. αναγγέλθηκε προσηκόντως (455, 460 ΑΚ). Με το 2ο λόγο της κρινόμενης έφεσής της η εκκαλούσα παραπονούμενη για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού της, εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο ο εφεσίβλητος – καθ΄ου η ανακοπή έχει καταστεί ομόρρυθμος εταίρος της οφειλέτιδας ως άνω εταιρίας με ποσοστό 1%, είναι δε και νόμιμος εκπρόσωπος και διαχειριστής αυτής, επιπλέον δε παραθέτει τα ανωτέρω ισχυρισθέντα στην ανακοπή της.

Εν όψει των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς εξέταση, η κρινόμενη έφεση πρέπει ν΄απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στο Δημόσιο Ταμείο  και να συμψηφισθεί μεταξύ των διαδίκων η δικαστική δαπάνη λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (176, 179, 183 ΚΠολΔ) σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την από 5.7.2019 (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./5.7.2019) έφεση.

Απορρίπτει αυτήν κατ΄ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή του υπ΄αριθ. ……  e –  παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο.

Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  6 Αυγούστου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ