Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 380/2021

Αριθμός     380/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΑΣΚΟΥΣΑΣ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥ ΕΦΕΣΗΣ: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χρυσούλα Χαλδαίου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ- ΚΑΘ΄ΗΣ ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ:  Εταιρείας με την επωνυμία ……….., τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση  και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Περσεφόνη Μπούνα.

Η εφεσίβλητη-καθ΄ης οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 9.9.2015 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2015) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε, ερήμην της εναγομένης, η υπ΄ αριθμ.  3433/2017 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η εναγόμενη και ήδη  εκκαλούσα-ασκούσα τους πρόσθετους λόγους έφεσης (α) με την από  27.10.2017 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2017) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………/2017) αρχικά η 1.11.2018, μετά δε από διαδοχικές αναβολές στις δικασίμους 24.10.2019 και 24.9.2020, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμος και (β) με τους από  22.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2019) πρόσθετους λόγους έφεσης, των οποίων δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 24η.9.2020, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμος.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση της εναγομένης κατά της υπ’ αρ.  3433/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ερήμην της, κατά την τακτική διαδικασία, την με αρ. κατ.  ……../ 2015 αγωγή  της  ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατ’άρθρο 518 παρ. 1εδ.α’ ΚΠολΔ με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 27-10-2017, (βλ. την από 29-9-2017 σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Σπάρτης ……….., επι του επιδοθέντος  στην εναγομένη αντιγράφου της εκκαλουμένης), ενώ  επιπλέον, κατατέθηκε  το νόμιμο παράβολο,   συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό   …………../2017  e παράβολο) και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, συνεκδικαζόμενη κατ’άρθρο 246 ΚΠολΔ με  το υπ’ αριθμ.καταθ. ………./2019  δικόγραφο προσθέτων λόγων, που κατατέθηκε αρμοδίως στη Γραμματεία  του Δικαστηρίου τούτου και επιδόθηκε εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη-ενάγουσα, στις 23-10-2019, δηλαδή τριάντα ημέρες πριν τη συζήτηση (άρθρο 520 ΚΠολΔ, βλ. υπ’ αριθμ. ………./23-10-2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………….).  Περαιτέρω, η ως άνω έφεση και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, πρέπει να γίνουν  και ουσιαστικά δεκτοί, εφόσον ασκήθηκαν από την ερημοδικασθείσα πρωτοδίκως εναγομένη,  και ακολούθως να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να δικασθεί εκ νέου η ως άνω αγωγή (άρθρο 528 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1569/1985 «περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως κλπ.», όπως τροποποιήθηκε με το ν. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής συμβάσεως, τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και άλλων διατάξεων», «Διαμεσολάβηση στη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού, ασκούν οι ασφαλιστικοί πράκτορες, οι μεσίτες ασφαλίσεων, οι ασφαλιστικοί σύμβουλοι, οι συντελεστές ασφαλιστικών συμβούλων, καθώς και οι ασφαλιστικοί υπάλληλοι». Σύμφωνα δε, με τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 4 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά τη δημοσίευση του ν. 2496/1997, «Ασφαλιστικός πράκτορας είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που έχει ως αποκλειστικό έργο την ανάληψη με σύμβαση, έναντι προμήθειας ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων. Ο ασφαλιστικός πράκτορας παρουσιάζει, προτείνει, προπαρασκευάζει, προσυπογράφει ή συνάπτει ο ίδιος ως αντιπρόσωπος ασφαλιστικές συμβάσεις. Τα δικαιώματα, οι υποχρεώσεις και οι αρμοδιότητες των ασφαλιστικών πρακτόρων καθορίζονται με έγγραφη σύμβαση, ανάμεσα στον ασφαλιστικό πράκτορα και στην ασφαλιστική επιχείρηση, που προτίθεται να πρακτορεύει (πρακτορική σύμβαση). Αντίγραφο της σύμβασης πρακτορείας, υποβάλλεται από την ασφαλιστική επιχείρηση στο Υπουργείο Ανάπτυξης». Με τη διάταξη δε, της παρ. 1 του άρθρου 2.του π.δ. 298/1986 «περί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ασφαλιστικών πρακτόρων κλπ.» καθορίζεται το ελάχιστο υποχρεωτικό περιεχόμενο της σύμβασης πρακτόρευσης και επί πλέον ορίζεται ότι αυτή, που δεν εκπληρώνει τις παραπάνω προϋποθέσεις, είναι άκυρη, διότι η σύμβαση πρακτόρευσης υποβάλλεται εντός μηνός από την κατάρτιση της στο Υπουργείο Ανάπτυξης και στην, κατά τόπο, αρμόδια Επιτροπή Πρακτόρων αντίστοιχα, ενώ με το άρθρο 3 του ιδίου ως άνω π.δ. ορίζεται «Ο ασφαλιστικός πράκτορας φροντίζει για την είσπραξη των ασφαλίστρων, τα ασφάλιστρα δε που εισπράττει θεωρούνται παρακαταθήκη και ο ίδιος ευθύνεται ως θεματοφύλακας. Στο πρώτο δεκαήμερο κάθε διμήνου ο πράκτορας αποδίδει προς την ασφαλιστική επιχείρηση αναλυτικό λογαριασμό των εισπραχθέντων ασφαλίστρων και της εν γένει διαχείρισης του προηγούμενου διμήνου και της καταβάλλει κάθε πλεόνασμα. Εάν το παραπάνω πλεόνασμα δεν έχει καταβληθεί μέχρι το τέλος του μήνα, κατά τον οποίο πρέπει να αποδοθεί ο αναλυτικός λογαριασμός, οι απαιτήσεις της ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζεται ο νόμιμος τόκος υπερημερίας (Εφ.Αθ. 1932/2011, Εφ.Αθ.189/2009, Εφ.Αθ.313/2005 ΤΝΠ Νόμος). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων σαφώς προκύπτει ότι, η σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης πρέπει, με ποινή ακυρότητας (άρθρα 158,159 παρ. 1,174,180 ΑΚ), να υποβάλλεται στον έγγραφο τύπο, ο οποίος εκ του νόμου καθιερώνεται ως συστατικός τύπος της σύμβασης ασφαλιστικής πρακτόρευσης (Εφ.Αθ. 1932/2011, ο.π, Εφ.Αθ. 5712/2006 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυασμένη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια, και δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση της θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει, είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή που απορρέει από τα άρθρα 281 και 288 ΑΚ, ήτοι την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, που επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας, προς αποφυγή της ζημίας (ΑΠ 5/2001 ΤΝΠ Νόμος). Από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις των άρθρων 914 και 330 ΑΚ και 15 ΠΚ συνάγεται ότι, παράνομη είναι κάθε προσβολή στα δικαιώματα ή συμφέροντα άλλου που προστατεύονται από το νόμο. Μόνη η αθέτηση προϋφισταμένης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Είναι όμως δυνατόν, μια υπαίτια ζημιογόνος συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, πέραν της αξίωσης από τη σύμβαση να θεμελιώσει και αξίωση από αδικοπραξία όταν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν παράνομη, ως ενέχουσα προσβολή δικαιώματος το οποίο αντιτάσσεται κατά του ζημιώσαντος, κάτι το οποίο επομένως όφειλε αυτός να σεβαστεί, χωρίς να απαιτείται προς τούτο άλλο στοιχείο (Ολ.ΑΠ 967/1973 ΝοΒ 22.505, ΑΠ 1177/2018, AΠ 1123/2006, ΑΠ 1120/2005, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1801/2001 ΕλλΔνη 43.1350, Εφ.Αθ.662/2018, Εφ.Θεσ. 1395/2007 ΤΝΠ Νόμος). Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει συρροή συμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, ο δε δανειστής έχει το δικαίωμα να στηρίξει τη σχετική αξίωσή του για αποζημίωση, είτε στη σύμβαση είτε στην αδικοπραξία, είτε παράλληλα (επιβοηθητικά) και στις δύο, οπότε η ικανοποίηση της μίας από αυτές έχει ως αποτέλεσμα την απόσβεση και των λοιπών, εκτός εάν με αυτές ζητείται κάτι περισσότερο, όπως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης από την αδικοπραξία (άρθρα 299, 932 ΑΚ), οπότε σώζονται μόνον ως προς αυτό (ΑΠ 910/2001, Εφ.Πειρ. 117/2013, ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Ιωανν. 495/2007 Αρμ 2008.685, Εφ.Αθ.520/2002, ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης απαιτούνται: α) ξένο εν όλω ή εν μέρει κινητό πράγμα, ως τέτοιο δε θεωρείται το πράγμα που βρίσκεται σε ξένη αναφορικά με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή νοείται στο αστικό δίκαιο, β) το ξένο πράγμα να περιήλθε στο δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, όπως και λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου και διαχειριστή ξένης περιουσίας, (άρθρο 719 ΑΚ) και να ήταν κατά το χρόνο της πράξης στην κατοχή του, γ) ο δράστης να ιδιοποιήθηκε αυτό παράνομα, δηλαδή να το ενσωμάτωσε στην περιουσία του χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη, ή χωρίς άλλο δικαίωμα που του παρέχει ο νόμος και δ) δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση να το ιδιοποιηθεί παράνομα, η οποία εκδηλώνεται και με την κατακράτηση ή την άρνηση απόδοσής του στον ιδιοκτήτη, δηλαδή με οποιαδήποτε ενέργεια του που εμφανίζει εξωτερίκευση της θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του [ΑΠ (Ποιν.) 601/2004 ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Αθ.1932/2011 ο.π]. Τέλος, κατά το άρθρο 904 εδ. α` του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β` της ίδιας διάταξης περ. α` η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης, δηλαδή εκείνης που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας, και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξιώσεως από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας (ΑΠ 28/2010, ΑΠ 16/2008 ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη ακόμα και επικουρικά βάση, από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό γιατί αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 493/2010, ΑΠ 2019/2007 ΤΝΠ Νόμος, Εφ.Αθ.1932/2011 ο.π).

ΙΙΙ. Με την αγωγή της η ενάγουσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, που  από 21-9-2009 τελεί υπό ασφαλιστική εκκαθάριση και εκπροσωπείται από τον εκκαθαριστή της, εξέθετε  ότι στις 1-3-1998  κατήρτισε εγγράφως με την εναγόμενη σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης, δυνάμει της οποίας η τελευταία ανέλαβε την, έναντι προμήθειας, διαμεσολάβηση μεταξύ της ενάγουσας  εταιρίας και τρίτων για τη σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων στην Ελληνική Επικράτεια, κατά τους ειδικότερους όρους και συμφωνίες που εκτίθενται σε αυτήν. Ότι στα καθήκοντα της εναγόμενης περιλαμβανόταν και η έγκαιρη είσπραξη για λογαριασμό της ενάγουσας ασφαλίστρων των ασφαλιστηρίων παραγωγής της,  τα οποία υποχρεούτο ακολούθως να της αποδίδει εντός ειδικότερα αναφερόμενου στη σύμβαση χρονικού διαστήματος. Ότι στις 21-7-2009 η ενάγουσα κατήγγειλε εγγράφως τη μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, επικαλουμένη ως σπουδαίο λόγο την μη απόδοση εκ μέρους της εναγόμενης εισπραχθέντων κατ’εντολή της ασφαλίστρων, ενώ με την από 21-5-2015 εξώδικη όχληση της, που  επέδωσε στη τελευταία στις 4-6-2015 την κάλεσε να της αποδώσει για το λόγο αυτό το ποσό των 27.473,89  ευρώ, εντός προθεσμίας πέντε ημερών, το οποίο έκτοτε συνεχίζει να της  οφείλεται. Με βάση τα ανωτέρω η ενάγουσα ζητούσε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού  αιτήματος σε αναγνωριστικό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της  στο ακροατήριο (άρθρα 223 και 297  ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί  ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ως άνω ποσό (αναφέροντας λεπτομερώς τα επιμέρους εισπραχθέντα και μη αποδοθέντα εισέτι ασφάλιστρα), κατά τις διατάξεις περί ενδοσυμβατικής αλλά και αδικοπρακτικής ευθύνης, επικουρικά δε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο από 9-6-2015, οπότε παρήλθε άπρακτη η ρητή προθεσμία προς εξόφληση του, που της είχε τάξει  με την προαναφερόμενη εξώδικη όχληση της, άλλως από την επίδοση της αγωγής. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη στηριζομένη στις  διατάξεις των άρθρων  297, 298, 340, 345, 346,  822, 719 ΑΚ και 914 ΑΚ, 375 ΠΚ, 1 έως 4  του Ν. 1569/985, 3  ΠΔ 298/1986 και 176  ΚΠολΔ, πλην της επικουρικής βάσης της περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία είναι μη νόμιμη, διότι η ενάγουσα επικαλείται τα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση και αδικοπραξία και συνεπώς μπορεί ν’ ασκήσει τις αξιώσεις της από αυτές όχι όμως να προσφύγει έστω και επικουρικά στην βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΑΠ 493/2010 ΝΟΜΟΣ,ΑΠ 2019/2007 ΝΟΜΟΣ)

ΙV. Από την εκτίμηση των εγγράφων, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα, ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία, που έχει ήδη τεθεί σε ασφαλιστική εκκαθάριση από τις 21-9-2009 (με βάση τις οικείες διατάξεις του ν.δ 400/1970 και δυνάμει της υπ΄αρ. 156/2009 απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α), που δημοσιεύθηκε νόμιμα, με την οποία ανακλήθηκε η άδεια σύστασης και λειτουργίας της), κατά το χρόνο παραγωγικής λειτουργίας της, κατήρτισε με την εναγόμενη την από 1-3-1998 έγγραφη σύμβαση ασφαλιστικής πρακτόρευσης,  με την οποία της  ανέθεσε  τη διαμεσολάβηση μεταξύ της ιδίας και του κοινού, με σκοπό τη σύναψη ασφαλιστηρίων συμβολαίων για όλους τους κλάδους ασφαλίσεων στην Ελληνική Επικράτεια. Συγκεκριμένα, η εναγόμενη ανέλαβε την υποχρέωση να παραλαμβάνει τις αιτήσεις (προτάσεις ασφάλισης), να προσυπογράφει τα ασφαλιστήρια συμβόλαια, καθώς και να εισπράττει  για λογαριασμό της ενάγουσας τα ασφάλιστρα παραγωγής της από τους ασφαλισμένους, ευθυνόμενη ως θεματοφύλακας αυτών, τα οποία ακολούθως όφειλε να της αποδίδει  με την παράδοση (μεταχρονολογημένης) προσωπικής επιταγής, ημερομηνίας έκδοσης τριών μηνών από το τέλος του μήνα χρέωσης (όροι 1 γ και 10) , και αφού προηγουμένως αφαιρούσε την συμφωνηθείσα αμοιβή της (προμήθεια), ορισθείσας σε ποσοστά επί των καθαρών ασφαλίστρων των συναπτομένων με τη διαμεσολάβηση της συμβάσεων, βάσει του συνημμένου στη σύμβαση πίνακα προμηθειών, που αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της τελευταίας, ενώ η μη άμεση απόδοση των ασφαλίστρων κατά τα ανωτέρω  συνιστούσε και σπουδαίο λόγο καταγγελίας της σύμβασης, εκ μέρους της ενάγουσας (όρος 15). Η μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πρακτόρευσης, λειτούργησε  μέχρι την 6-8-2009, οπότε και η ενάγουσα τη κατήγγειλε εγγράφως, δυνάμει της από 21-7-2009 εξώδικης καταγγελίας της, που επέδωσε στην εναγόμενη κατά την παραπάνω ημερομηνία, επικαλούμενη ως λόγο αυτής τη μη απόδοση εισπραχθέντων ασφαλίστρων από την εναγομένη, ποσού 26.402,64 ευρώ. Μετά δε από εκκαθάριση του τηρούμενου μεταξύ των μερών δοσοληπτικού λογαριασμού, η ενάγουσα απέστειλε στη τελευταία την από 21-5-2015 εξώδικη όχληση της και της ζητούσε να της αποδώσει για οφειλόμενα εισπραχθέντα και μη εισέτι αποδοθέντα ασφάλιστρα, το συνολικό ποσό των 27.473,89 ευρώ εντός προθεσμίας πέντε ημερών από τη κοινοποίηση της, που έγινε στις 4-6-2015. Η εναγόμενη συνομολογεί ότι  κατά τη λήξη της συνεργασίας της με την ενάγουσα της όφειλε  για εισπραχθέντα ασφάλιστρα με βάση τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα το ποσό των 27.470,89 ευρώ, που ουδέποτε της απέδωσε, πλην, όμως, ισχυρίζεται, ότι δεν είχε πρόθεση να το υπεξαιρέσει και ότι δεν το ενσωμάτωσε στην περιουσία της, αλλά ότι λόγω της επικείμενης  πτώχευσης της ενάγουσας και προκειμένου να διαφυλάξει τα συμφέροντα των πελατών της αλλά και τη δική της επαγγελματική φήμη μετέφερε τα ασφαλιστήρια συμβόλαια αυτών και τα αντίστοιχα  ασφάλιστρα τους σε άλλη εταιρία και δη στην εταιρία με την επωνυμία «…………», ενώ η ίδια  πλέον λόγω οικονομικής δυσπραγίας αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Ο ως άνω ισχυρισμός της εναγομένης ουδόλως αποδείχθηκε, καθόσον δεν προσκομίζεται σχετικά κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, ενώ σε κάθε περίπτωση και αληθής υποτιθέμενος δεν απαλλάσσει την εναγομένη από την συμβατική αλλά και την αδικοπρακτική της ευθύνη λόγω υπεξαίρεσης, διότι διέθεσε το ως άνω ποσό, που είχε εισπράξει ως εντολοδόχος της ενάγουσας, στα πλαίσια της σύμβασης πρακτόρευσης, ενεργώντας  αυθαίρετα, και εν μέρει προς δικό της όφελος (προστασία επαγγελματικής της φήμης) δίχως την προηγούμενη συναίνεση της δικαιούχου και κυρίας των ασφαλίστρων, ενάγουσας. Τέλος, ο ισχυρισμός της ότι ο πλουτισμός από την είσπραξη και παρακράτηση του επίδικου ποσού δεν σώζεται  (άρθρο 909 ΑΚ), δεν ασκεί εν προκειμένω κάποια έννομη επιρροή. Κατόπιν τούτου,  η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι αυτή οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 27.473,89 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 9-6-2015. Τέλος, τα δικαστικά  έξοδα της  εφεσίβλητης -ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας- εναγόμενης λόγω της ήττας της (άρθρο 176, 183 ΚΠολΔ), ενώ για το  παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που η τελευταία  προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως της, πρέπει να διαταχθεί η   απόδοση του σε αυτήν (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2017 έφεση και το με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2019 δικόγραφο προσθέτων λόγων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και στην ουσία την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση  στην καταθέσασα εκκαλούσα του με αριθμό …………/2017  παραβόλου, ποσού 100 ευρώ.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την με αριθμό 3433/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 9-9-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2015 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι επτά χιλιάδων τετρακοσίων εβδομήντα τριών ευρω και ογδόντα εννέα λεπτών (27.473,89 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από            9-6-2015 και μέχρι εξοφλήσεως.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης -ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας-εναγομένης, και  τα ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων  ευρώ (1.400,00 ευρώ).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    23 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ