Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 381/2021

Αριθμός    381/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα  2ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

 ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά-ΜΕΤΑΞΑ», το οποίο εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαρία Αρβανίτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ……………, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Κωνσταντίνο Καταβάτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 8.2.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2018) αγωγή, επί της οποίας  εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2373/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που  δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 24.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς ………../2020) αρχικά η 18η.2.2021,  οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων λόγω της πανδημίας κορωναϊού Covid-19 (από 11.2.2021 έως 22.3.2021). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν. 4786/2021 (ΦΕΚ Α΄43/23-3-2021), περί αυτεπαγγέλτου  ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση δεν εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του προαναφερόμενου μέτρου, τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 και 3 του Κανονισμού Εσωτερικής  Υπηρεσίας του Εφετείου Πειραιώς και την υπ΄ αριθμ. 93/2021 Πράξη της ορισθείσας από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Ισιδώρας Πόγκα, Προέδρου Εφετών, η προκειμένη υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2373 / 2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, παραδεκτά επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ), με τη με αριθμό 93/2021πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς Δικαστή, κατ’άρθρο 74 παρ.2 ν. 4690/2020, μετά τη ματαίωση  της συζήτησης της κατά την δικάσιμο στις 18-2-2021, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων για υγειονομικούς λόγους (πανδημία covid 19). Αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24-10-2019, δηλαδή  εντός της από το άρθρο 518 παρ.2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, δεδομένου ότι δεν προκύπτει,  αλλά ούτε και οι διάδικοι επικαλούνται ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Πρέπει, επομένως,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί  περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την αγωγή η ενάγουσα εταιρία εξέθετε ότι στο πλαίσιο της εμπορικής δραστηριότητας της, κατά το χρονικό διάστημα από 02.03.17 έως και 29.09.17, σύνηψε με το εναγόμενο Νοσοκομείο, που τυγχάνει ΝΠΔΔ,  διαδοχικές συμβάσεις πώλησης ιατρικών υλικών, κατόπιν έγγραφων παραγγελιών (προτάσεων προς σύναψη πώλησης ) της διοίκησης του, στα πλαίσια των οποίων του παρέδωσε τα ειδικότερα αναφερόμενα  κατ’ είδος, ποσότητα και επιμέρους αξία, ιατροτεχνολογικά προϊόντα, συνολικής αξίας 69.069,24 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), εκδίδοντας τα αντίστοιχα φορολογικά παραστατικά (τιμολόγια πώλησης-δελτία αποστολής).  Ότι το άνω ποσό ήταν εντός των εγκεκριμένων πιστώσεων των προϋπολογισμών του εναγομένου κατά το αντίστοιχο έτος και, σύμφωνα με το νόμο, η αξία του κάθε τιμολογίου ήταν καταβλητέα εντός 60 ημερών από την επομένη της παραλαβής των αντιστοίχων προϊόντων, και ότι το εναγόμενο έχει ήδη καταστεί υπερήμερο ως προς την καταβολή των οφειλομένων. Ζητούσε δε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος λόγω εξόφλησης, εκ μέρους του εναγομένου μετά την κατάθεση της αγωγής, μέρους των οφειλομένων, ποσού 17.837,40 ευρώ, και ειδικότερα των τιμολογίων με αριθμούς … και …/05.09.17, …/13.09.17 και …./28.09.17, να υποχρεωθεί αυτό να της καταβάλει το εναπομείναν ποσό των 51.231,84 ευρώ κατά τις διατάξεις περί πώλησης, άλλως επικουρικώς, και σε περίπτωση που αυτές κριθούν άκυρες για οιοδήποτε λόγο, κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, με το νόμιμο τόκο της υποπαρ. Ζ3 περ. 6 του άρθρου πρώτου  του ν. 4152/2013, από την επομένη της 60ής ημέρας από την παραλαβή ενός εκάστου προϊόντος, πλέον τόκων επιδικίας, άλλως επικουρικώς με το νόμιμο τόκο από την επομένη επίδοσης της αγωγής, έως την ολοσχερή εξόφληση. Με την εκκαλουμένη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή στην ουσία της και υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το αιτούμενο ποσό, με το νόμιμο τόκο για το ποσό κάθε επιμέρους τιμολογίου, με το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά οκτώ (8) εκατοστιαίες μονάδες, από την επομένη της παρέλευσης 60ημερών από την παραλαβή των ειδών, που περιλαμβάνονται σε κάθε τιμολόγιο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο με την ένδικη έφεση του, επικαλούμενο εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό να  απορριφθεί  η  αγωγή.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 1 ν. 2286/1995, οι συμβάσεις από επαχθή αιτία για την προμήθεια αγαθών που ενεργούνται από φορείς του δημόσιου τομέα, στον οποίο περιλαμβάνονται και τα ν.π.δ.δ., οφείλουν να καταρτίζονται εγγράφως, η δε διαδικασία τους ρυθμίζεται ήδη από το π.δ. 118/2007, που αντικατέστησε το π.δ. 394/1996, για δε τα ν.π.δ.δ. που εποπτεύονται από το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης από το ν. 3580/2007. Γενικότερα ορίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 41 ν.δ. 496/1974 «περί Κώδικος Λογιστικού των ν.π.δ.δ.», ότι κάθε σύμβαση για λογαριασμό ν.π.δ.δ., που έχει αντικείμενο άνω των 10.000 δραχμών [και μεταγενέστερα κατά την 2054839/452/0026/3-9.7.1992 απόφαση του Υπουργού των Οικονομικών (ΦΕΚ 447/Β/1992) 150.000 δραχμών ή 440,20 ευρώ, ήδη δε κατά την 2/42053/0094/02 απόφαση του αυτού Υπουργού (ΦΕΚ 1033/Β/7-8-2002) 2.500 ευρώ] ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, η πρόταση όμως για την κατάρτιση της σύμβασης και η αποδοχή της, μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη έγγραφης αποδοχής, αν εκπληρωθεί η σύμβαση. Από τις διατάξεις αυτές, που αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου -συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 παρ. 1 του από 20-3-1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (βλ. Α.Π. 1372/2012 Τ.Ν.Π. Νόμος, ΕφΑθ 4622/2014 αδημοσίευτη), συνάγεται, σε συνδυασμό και με τις αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 84 ν.δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» και ήδη με τις διατάξεις του άρθρου 80 του μεταγενέστερου ν. 2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» (που αντικατέστησε το προηγούμενο ν.δ.), ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό ν.π.δ.δ. (ή αναλόγως του Δημοσίου) ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 Α.Κ. άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα, σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (βλ. Ολ.ΑΠ 862/1984, Α.Π. 430/2015, Α.Π. 766/2014, Α.Π. 1160/2013, Α.Π. 1057/2011, Α.Π. 181/2004, Α.Π. 1626/1995 Τ.Ν.Π. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή της άκυρης σύμβασης, η παροχή, που τυχόν έγινε σε εκτέλεση της σύμβασης παρά την ακυρότητά της, είναι παροχή χωρίς νόμιμη αιτία και μπορεί συνεπώς, κατά τις διατάξεις των αρθρ. 904 – 913 του για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, να αναζητηθεί αυτούσια η παροχή ή αναλόγως η αντίστοιχη ωφέλεια που επήλθε στο άλλο μέρος (ΑΠ 541/1978, 1646/1995, 250/2006, 322/2010, 1378/2011,1462/2012 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 ν.δ. 496/1974, που είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ (βλ. Ολ.ΑΠ 3/2006, ΑΠ 1917/2007), ορίζει ότι ο νόμιμος τόκος υπερημερίας για κάθε οφειλή ν.π.δ.δ. είναι 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά με σύμβαση ή ειδικό νόμο, αρχίζει δε, από την επίδοση σχετικής αγωγής. Με ειδικό νόμο και συγκεκριμένα με την παρ. Ζ του άρθρου πρώτου του ν.4152/2013 (ΦΕΚ Α 107), που ισχύει από 16.3.2013, ορίζονται τα εξής: «Υποπαράγραφος Ζ.1. … Ζ3.: Κατά την έννοια του νόμου αυτού: 1) «Εμπορική συναλλαγή»: κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία συνεπάγεται την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής. 2) «Δημόσια αρχή»: κάθε αναθέτουσα αρχή, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α` του π.δ. 59/2007 (Α` 63/ άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α` της Οδηγίας 2004/17/ΕΚ) και του άρθρου 2 παράγραφος 9 του π.δ. 60/2007 (Α` 64/ άρθρο 1 παράγραφος 9 της Οδηγίας 2004/18/ΕΚ), ανεξαρτήτως του αντικειμένου ή της αξίας της σύμβασης. 3) … 4) «Καθυστέρηση πληρωμής»: η μη πραγματοποίηση πληρωμής εντός της συμβατικής ή της νόμιμης προθεσμίας,……. 5) «Τόκος υπερημερίας»: ο νόμιμος τόκος υπερημερίας ….. 6) «Νόμιμος τόκος υπερημερίας»: ο απλός τόκος για την καθυστερημένη πληρωμή σε επιτόκιο το οποίο είναι ίσο προς το σύνολο του επιτοκίου αναφοράς συν οκτώ επιπλέον ποσοστιαίες μονάδες. 7) «Επιτόκιο αναφοράς»: το επιτόκιο που ορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις πλέον πρόσφατες βασικές της πράξεις αναχρηματοδότησης. 8……Ζ4 …. Ζ5 1. Κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο δανειστής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν οι περιπτώσεις 3, 4 ή 6, νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εμπρόθεσμα, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση. 2. Επιτόκιο αναφοράς για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου του εν λόγω έτους και για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους, το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους.3. Στις εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, η προθεσμία πληρωμής δεν υπερβαίνει κανένα από τα ακόλουθα όρια: α) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλου ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου β) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή ισοδύναμου για πληρωμή εγγράφου δεν είναι βέβαιη, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή παροχής των υπηρεσιών γ) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών δ) εφόσον προβλέπεται από το νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των παραλαμβανομένων αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή άλλο ισοδύναμο για πληρωμή έγγραφο νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία συντελείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή. 4. Οι προθεσμίες της περίπτωσης 3 υποπερίπτωση α` της παρούσας υποπαραγράφου ορίζονται σε εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες, για: α) κάθε δημόσια αρχή που ασκεί οικονομική δραστηριότητα βιομηχανικής ή εμπορικής φύσης, … β) Νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως ορίζονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995 (Α`247), που προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010 (Α`141), όπως ισχύει, ….5. Η μέγιστη διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή επαλήθευσης κατά την παράγραφο 3 στοιχείο α` σημείο δ` δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και σε οποιαδήποτε έγγραφα υποβολής προσφοράς και με την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον δανειστή υπό την έννοια της υποπαραγράφου Ζ.8.. 6. Η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από τα χρονικά όρια που προβλέπονται στην περίπτωση 3, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά της σύμβασης. Σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες. 7….». Επί καθυστερήσεως πληρωμής παραδοθείσας προμήθειας υλικού δεν απαιτείται, έγγραφη όχληση για την έναρξη της τοκοφορίας του λογαριασμού (πρβλ. ΣτΕ 3526/2015 επταμ., ΣτΕ 1403/2016).

IV. Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που τα διάδικα μέρη νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, λαμβανόμενα υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία, στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας, κατά το χρονικό διάστημα από 02.03.17 έως και 28.09.17 κατήρτισε με το εναγόμενο ΝΠΔΔ (Νοσοκομείο του ΕΣΥ), κατόπιν έγγραφων παραγγελιών (προτάσεων προς σύναψη πώλησης) των αρμοδίων οργάνων του τελευταίου διαδοχικές συμβάσεις πώλησης ιατρικών υλικών (για τη διενέργεια αιματολογικών εξετάσεων με αντιδραστήρια  συμβατά με τους εγκατεστημένους στο αιματολογικό και βιοχημικό εργαστήριο του εναγομένου αναλυτές κλειστού τύπου LΗ-750 και DΧΙ-800), σε εκτέλεση των οποίων του παρέδωσε εμπορεύματα της (αναλώσιμο υγειονομικό υλικό), όπως αυτά αναλυτικά κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδος αναφέρονται στα 19 φορολογικά παραστατικά (τιμολόγια πώλησης- δελτία αποστολής) που προσάγονται μετ` επικλήσεως από την ενάγουσα, και συγκεκριμένα τα με αριθμούς :1) …./02.03.17, αξίας 5.837,92 ευρώ, 2) …./23.03.17, αξίας 13.297,76 ευρώ, 3)  …./28.03.17, αξίας 5.318,36 ευρώ, 4) …/10.04.17, αξίας 545,60 ευρώ, 5) …./10.04.17, αξίας 533,20 ευρώ,  6) …./10.04.17, αξίας 818,40 ευρώ, 7) …./11.04.17, αξίας 1.073,84 ευρώ, 8) …./24.04.17, αξίας 5.842,88 ευρώ, 9) …./05.05.17, αξίας 2.998,32 ευρώ, 10) …./08.05.17, αξίας 525,76 ευρώ, 11) …./08.05.17, αξίας 104,16 ευρώ,12) …./08.05.17, αξίας 11.802,32 ευρώ, 13) …./11.05.17, αξίας 545,60 ευρώ, 14) …./11.05.17, αξίας 1.268,52 ευρώ, 15) …./ 05.06.17, αξίας 719,20 ευρώ,16)…/05.09.17, αξίας 9.793,52 ευρώ, 17)…./5.9.17, αξίας 163,68,, 18) …. /13.09.17 αξίας 696,88 ευρώ, και 19) …./ 28.09.17, αξίας 7.183,32 ευρώ. Ήτοι συνολικά η ενάγουσα πώλησε και παρέδωσε στο εναγόμενο ιατροτεχνολογικά προϊόντα, αντί συνολικού τιμήματος, ποσού  069,24 ευρώ, τα οποία το τελευταίο παρέλαβε ανεπιφύλακτα (βλ. τα σχετικώς προσκομιζόμενα πρωτόκολλα παράδοσης-παραλαβής). Οι ανωτέρω συμβάσεις, για τις οποίες εκδόθηκαν τα προαναφερόμενα τιμολόγια, είναι έγκυρες, σύμφωνα με το άρθρο 41 του ΝΔ. 496/1974 «Περί Κώδικος Λογιστικού των ΝΠΔΔ». Συγκεκριμένα, όσες εξ αυτών το τίμημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 2.500 €, είναι έγκυρες, διότι δεν υποβάλλονται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, ενώ οι λοιπές, των οποίων το τίμημα υπερβαίνει το ποσό των 2.500 ευρώ, είναι επίσης έγκυρες, διότι για τη σύναψη αυτών είχε προηγηθεί ιδιαίτερη κάθε φορά έγγραφη αίτηση – παραγγελία του εναγομένου, ορισμένη και πλήρης κατά περιεχόμενο, ως προς το είδος, την ποσότητα και την αξία των παραγγελθέντων εμπορευμάτων και νομίμως υπογεγραμμένη από τα αρμόδια όργανα της διοίκησης του  εναγομένου, η οποία συνιστά χωριστή έγγραφη πρόταση προς σύναψη της συμβάσεως πωλήσεως, η δε ενάγουσα εκπλήρωσε τη σύμβαση παραδίδοντας προσηκόντως τα πωληθέντα προϊόντα, με συνέπεια να αίρεται εν προκειμένω η ακυρότητα εκ της μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου ως προς την αποδοχή, κατά τα εκτιθέμενα ανωτέρω στην οικεία νομική σκέψη. Περαιτέρω, τα ως άνω (αγορά και ανεπιφύλακτη παραλαβή των ανωτέρω προϊόντων, καθώς και το συμφωνηθέν τίμημα τους) συνομολογεί το εναγόμενο, το οποίο, ωστόσο,  μέχρι τη συζήτηση της έφεσης έχει εξοφλήσει μόνον :Α) τα  με αριθμούς …., ….,  …. και …./ 2017 τιμολόγια, συνολικού ποσού 17.837,40 ευρώ, γεγονός που προέβαλε πρωτοδίκως με σχετική ένσταση μερικής εξόφλησης, που έγινε δεκτή και ως κατ’ουσίαν βάσιμη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, καθώς και Β) τα με αριθμούς …. και …./2017 τιμολόγια, συνολικού ποσού 6.136,76 ευρώ, την εξόφληση των οποίων παραδεκτά προβάλει το πρώτον με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης του, κατ’άρθρο 527 περ.6 ΚΠολΔ, ο οποίος τυγχάνει βάσιμος κατ’ουσίαν, αποδεικνυόμενος από τα σχετικώς προσκομιζόμενα έγγραφα (βλ. το με αριθμό …./5-10-2018 χρηματικό ένταλμα και την από 8-10-2018 κατάσταση εμβάσματος της ΕΤΕ), ενώ την είσπραξη του εν λόγω ποσού συνομολογεί και η ενάγουσα, με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Συνεπώς,  το εναγόμενο συνεχίζει να οφείλει στην ενάγουσα για την ανωτέρω αιτία  το ποσό των 45.095,08 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη της υποπαραγράφου Ζ3 του ν. 4152/2013, που εφαρμόζεται εν προκειμένω , ως εκ του χρόνου σύναψης των επίδικων συμβάσεων πώλησης,  από την παρέλευση εξήντα (60) ημερών από τότε που έγινε η παραλαβή των πωληθέντων προϊόντων, που ταυτίζεται χρονικά με την έκδοση των αντίστοιχων τιμολογίων-δελτίων αποστολής, που φέρουν την υπογραφή του αρμοδίου προσώπου να τα παραλάβει εκ μέρους του εναγόμενου-αγοραστή, και με επιτόκιο υπολογιζόμενο με βάση το επιτόκιο αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένο κατά οκτώ (8) μονάδες, και όχι  σε ποσοστό 6%, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 (πρβλ και άρθ. 21 του Κώδικα Νόμων και Δικών του Δημοσίου – ν.δ/τος της 26 Ιουν/10 Ιουλ.1944), καθόσον η εν λόγω διάταξη τυγχάνει, εν προκειμένω, ανεφάρμοστη ενόψει των νεότερων, ειδικότερων και κατισχυουσών διατάξεων του Ν. 4152/2013, με τις οποίες ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 2011, απορριπτομένου του δεύτερου λόγου της έφεσης, με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα. Κατόπιν τούτου, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της υπό κρίση έφεσης προς έρευνα, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς τον ερευνώμενο  πρώτο λόγο της, σύμφωνα με τα ανωτέρω,  να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ακολούθως δε, αφού κρατηθεί η υπόθεση, πρέπει, αναδικαζομένης  της αγωγής, να γίνει αυτή δεκτή μερικώς και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των  45.095,08 Ευρώ,  με το νόμιμο τόκο για το ποσό κάθε επιμέρους τιμολογίου που το απαρτίζει (όπως παρατίθενται στο σκεπτικό), υπολογιζόμενου επι του επιτόκιου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προσαυξημένο κατά οκτώ εκατοστιαίες μονάδες, από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την παραλαβή από το εναγόμενο των ειδών που περιλαμβάνονται σε κάθε επιμέρους τιμολόγιο μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγόμενου κατά το λόγο της ήττας του (άρθρα  106, 183 και 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση με την παρουσία  των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση κατά της με αριθμό 2373/2019  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό  2373/2019  απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 8-2-2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2018 αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των σαράντα πέντε χιλιάδων ενενήντα πέντε ευρώ και οκτώ λεπτών (45.095,08) Ευρώ, με το νόμιμο τόκο για το ποσό κάθε επιμέρους τιμολογίου, που το απαρτίζει (όπως παρατίθενται στο σκεπτικό),  υπολογιζόμενου επι του επιτόκιου αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προσαυξημένο κατά οκτώ εκατοστιαίες μονάδες, από την επομένη της παρέλευσης 60 ημερών από την παραλαβή από το εναγόμενο των ειδών που περιλαμβάνονται σε κάθε επιμέρους τιμολόγιο μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μερικώς σε βάρος του  εναγομένου  τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, που τα ορίζει σε δύο χιλιάδες εννιακόσια ευρώ (2.900,00 ευρώ).

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  23 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ