Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 408/2021

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 408 /2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης Εταιρείας ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Δημήτριο Λαγούρο με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ,

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ………. και 2) ……….., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους, Άννα Κοζώνη, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 8.2.2017 ανακοπή της, με Γ.Α.Κ. …./2017 και με Ε.Α.Κ. …../2017 κατά των νυν εφεσίβλητων, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της σε βάρος της από 2.2.2017 επιταγής προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο του α’ εκτελεστού απογράφου της υπ’ αριθ. 1074/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και της δυνάμει αυτής επισπευδόμενης σε βάρος της αναγκαστικής εκτέλεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας αντιμωλία διαδίκων, με τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, με την 4898/2018 οριστική απόφασή του απέρριψε την ανακοπή.

Την παραπάνω απόφαση προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 8.8.2019, με Γ.Α.Κ. …./2019 και με Ε.Α.Κ. …../2019 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 8.8.2019, έφεση. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 9.8.2019 με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …../2019, οπότε δικάσιμος ορίστηκε για τη συζήτηση της έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η 21.5.2020. Λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων η υπόθεση δεν εκφωνήθηκε κατά την ορισθείσα δικάσιμο, οπότε η υπόθεση προσδιορίσθηκε αυτεπαγγέλτως για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο με την υπ’ αριθ. 86/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλο δυνάμει του άρθρου 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 (ΦΕΚ Α’ 104/30-5-2020), περί αυτεπαγγέλτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση δεν εκφωνήθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παραπάνω διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την υπ’ αριθ. 86/2020 Πράξη του ορισθέντος από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, Εφέτη Ιωάννη Αποστολόπουλου και με βάση τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ.2 του ν. 4690/2020 περί αυτεπάγγελτου ορισμού δικασίμου προς συζήτηση υποθέσεων, των οποίων η συζήτηση ματαιώθηκε κατά τη διάρκεια της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων, νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 8.8.2019 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2019 και Ε.Α.Κ. …./2019 και για προσδιορισμό στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …../2019 και Ε.Α.Κ. …./2019) έφεση, η οποία είχε ορισθεί αρχικά να συζητηθεί στις 21.5.2020, οπότε η συζήτησή της ματαιώθηκε λόγω της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων και επαναπροσδιορίσθηκε να συζητηθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο. Η εν λόγω έφεση ασκήθηκε νομότυπα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ με κατάθεση στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 5.11.2018, η δε έφεση ασκήθηκε στις 8.8.2019, δηλαδή πριν την παρέλευση δύο ετών από την παραπάνω ημερομηνία δημοσίευσης της εκκαλούμενης απόφασης και χωρίς να προκύπτει επίδοση αυτής από τον ένα διάδικο στον άλλο. Επομένως, η ένδικη έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19  ΚΠολΔ εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. σε συνδυασμό με τα άρθρα 937 παρ.3 και 591 παρ.7 ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ το με κωδικό …………… e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. το συνημμένο στην έφεση αντίγραφο του παραπάνω e-παράβολου από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων και την από 8.8.2019 απόδειξη είσπραξης για λ/μο τρίτων & είσπραξης τελών της “ΕΛ.ΤΑ. Α.Ε.”).

Η εκκαλούσα με την από 8.2.2017 (με Γ.Α.Κ. …../2017 και Ε.Α.Κ. …./2017) ανακοπή της που έστρεφε κατά των καθ’ ων και νυν εφεσίβλητων ζητούσε για τους δύο λόγους που ανέπτυσσε στο σχετικό δικόγραφο, να ακυρωθεί η από 2.2.2017 επιταγή προς εκτέλεση κάτω από αντίγραφο του α’ εκτελεστού απογράφου της 1074/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία (επιταγή) επιτασσόταν εκείνη να καταβάλει σε κάθε μία των καθ’ ων η ανακοπή το ποσό των 105.564,69 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικάζοντας με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών αντιμωλία των διαδίκων, με την 4898/2018 απόφασή του απέρριψε την ανακοπή, επιβάλλοντας τα δικαστικά έξοδα των καθ’ ων στην ανακόπτουσα. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη προς το σκοπό να γίνει δεκτή η από 8.2.2017 ανακοπή της καθ’ όλα τα αιτήματα και να ακυρωθεί η πιο πάνω επιταγή προς εκτέλεση, καταδικαζόμενων των εφεσίβλητων στη δικαστική της δαπάνη για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.

Περαιτέρω, οι αρχές που διέπουν τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, άρα και τα δικαιώματα που παρέχονται στον δανειστή σε περίπτωση υπερημερίας του οφειλέτη (343 § 1 και 383 επ. ΑΚ), εξακολουθούν να λειτουργούν και μετά την τελεσίδικη επιδίκαση της μιας από τις αλληλεξαρτώμενες παροχές. Τούτο, διότι, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 322 § 1, 324, 330 και 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο της αποφάσεως δεν διαπλάθει νέα έννομη σχέση ή δικαίωμα αυτόνομο και ανεξάρτητο από τη σύμβαση των διαδίκων (όπως υποστηρίζει η ουσιαστική θεωρία για το δεδικασμένο), αλλά παρέχει μόνο αμάχητο τεκμήριο για το ότι η έννομη σχέση που διέγνωσε το δικαστήριο ταυτίζεται με εκείνη που γεννήθηκε από την αμφοτεροβαρή σύμβαση των διαδίκων. Επομένως, όσο εκτείνεται το τεκμήριο αυτό, αποκλείεται μεν κάθε αμφισβήτηση για την υπόσταση και τη νομική θεμελίωση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε από το δικαστήριο, παραμένει όμως άθικτο, ως οψιγενές, το δικαίωμα καθενός από τους συμβαλλομένους (πρώην διαδίκους) να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, υπό τους όρους των άρθρων 383 έως 386 ΑΚ, αν μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως που επιδίκασε την παροχή ο αντισυμβαλλόμενος ενάγων κατέστη υπερήμερος ως προς την εκπλήρωση της οφειλόμενης απ` αυτόν αντιπαροχής. Ωστόσο το δικαίωμα αυτό, εφόσον προτείνεται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ως αντίρρηση κατά της εκτελέσεως της παραπάνω τελεσίδικης αποφάσεως, υπόκειται στον περιορισμό ότι οι προϋποθέσεις της γενέσεως του, μεταξύ των οποίων η υπερημερία του καθ’ ου η ανακοπή ως οφειλέτη της αντιπαροχής, πρέπει να αποδεικνύονται παραχρήμα, δηλ. μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία. Διότι η υπαναχώρηση, σύμφωνα με το άρθρο 389 § 2  ΑΚ, επιφέρει απόσβεση των υποχρεώσεων προς παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και, άρα, ως γεγονός αποσβεστικό της απαιτήσεως για την οποία επιχειρείται η εκτέλεση, εμπίπτει στην απαγορευτική διάταξη του άρθρου 933 § 5 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαιτήσεως πρέπει να αποδεικνύονται με ομολογία ή έγγραφα, ήτοι παραχρήμα, αλλιώς απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι (βλ. ΕφΠειρ 1120/1986, ΕλλΔνη 1988, σελ. 718, Π. Ρεντούλη σε Ιωάννη Τέντε, Αναγκαστική Εκτέλεση, έκδοση 2017, σελ. 178, Κ. Κουτσουλέλο, Αναγκαστική εκτέλεση, έκδοση 2016, σελ. 176). Ως άμεση μέσω εγγράφου απόδειξη δεν νοείται η προαπόδειξη των ισχυρισμών του ανακόπτοντος, αλλά η απόδειξη αποκλειστικά μέσω εγγράφου- δημόσιου ή ιδιωτικού, προερχόμενου από αυτόν εναντίον του οποίου προβάλλεται ή και από τρίτο, εφόσον πρόκειται για έγγραφο διαθέσεως και όχι μαρτυρίας (ΑΠ 115/2001, ΕλλΔνη 2001, σελ. 1576, ΑΠ 2193/2009 στην ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 805/1987, ΕλλΔνη 1988, σελ. 306-307, ΕφΑθ 5632/1985, ΕλλΔνη 1986, σελ. 117, 118, Βαθρακοκοίλης στο άρθρο 933, αρ.44, Μάζης σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, άρθρα 904-1054, έκδοση 2021, σελ. 228, Νικολόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚπολΔ ΙΙ, έκδοση 2000, σελ. 1783). Επομένως άλλα, πλην εγγράφου και ομολογίας, αποδεικτικά μέσα, όπως μάρτυρες, ένορκες βεβαιώσεις, τεκμήρια κ.λπ. δεν γίνονται δεκτά (ΕφΑθ 2431/1986, ΕλλΔνη 1986, σελ. 1195). Η διάταξη του άρθρου 933 παρ.5 ΚΠολΔ τυγχάνει εφαρμογής αποκλειστικά και μόνο στους λόγους ανακοπής, οι οποίοι περιέχουν ισχυρισμούς για την απόσβεση της απαίτησης και από αυτούς μόνο σε εκείνους που δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο, γιατί οι λόγοι ανακοπής που καλύπτονται από το δεδικασμένο είναι απαράδεκτοι και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα απόδειξής τους (άρθρο 933 παρ.4 ΚΠολΔ). Ο λόγος ανακοπής για την απόσβεση της απαίτησης, ο οποίος δεν μπορεί να προβληθεί παραδεκτά στις δίκες περί την εκτέλεση, ως μη αποδεικνυόμενος άμεσα από ομολογία ή έγγραφο του επισπεύδοντος- καθ’ ου η ανακοπή, είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής για την ανυπαρξία της έννομης σχέσης στην οποία αυτός αναφέρεται (πρβλ. ΕφΑθ 9705/1988, ΕλλΔνη 1991, σελ. 1001, ΕφΑθ 2642/1974, ΝοΒ 1975, σελ. 54). Η απόφαση που εκδίδεται επί της αγωγής αυτής αποτελεί πλέον παραχρήμα απόδειξη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την απόδειξη του λόγου της ανακοπής κατά της απαίτησης, εάν βέβαια υπάρχει ακόμη προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής στο στάδιο αυτό (Ι. Μπρίνια, ΝοΒ 1975, σελ. 56-57, Ι. Χαμηλοθώρης/Χαρ. και Θεμιστ. Κλουκίνας, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Γενικό Μέρος, τόμος πρώτος, έκδοση 2003, σελ. 368). Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των άρθρων 216, 324, 330, 332 και 933 § 4 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο καλύπτει ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό (μείζονα και ελάσσονα πρόταση και το “κριθέν δικαίωμα”), όπως διατυπώνεται στην απόφαση, και ειδικά στην περίπτωση καταψηφιστικής αποφάσεως καλύπτει και τη διάταξη για την εκπλήρωση της παροχής όπως αυτή περιγράφεται στην απόφαση ως προς το χρόνο, τον τόπο και τους λοιπούς όρους της εκπληρώσεως. Επομένως σε κάθε μεταγενέστερη δίκη, στην οποία αναφύεται ως προδικαστικό ζήτημα η καλυπτόμενη από το δεδικασμένο έννομη σχέση, οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή επίκληση αντίθετων ισχυρισμών είναι απαράδεκτη, το δε δικαστήριο οφείλει και αυτεπαγγέλτως, συντονίζοντας την απόφαση του με το δεδικασμένο, να το θέσει ως βάση κατά την εξέταση της νέας υποθέσεως (Ράμμου Εγχειρ. Αστ. Δικον. Δικ. τόμ. 1ος, 1978, §205 σελ. 571 επ. και τόμ. 3ος, 1982, §332 σελ. 1302 επ., Κεραμέως, Ουσιαστικόν δεδικασμένον επί προδικαστικών ζητημάτων, 1967 σελ. 102, Μ π ρ ί ν ι α Αναγκ. Εκτέλεσις έκδ. β` τόμ. 1ος § 160 σελ. 436 επ., ιδίως Κονδύλη, Το δεδικασμένον, 1983, §12 σελ. 124, § 13 σελ. 129 επ., ιδίως σελ. 131 και 136 επ., § 19 σελ. 222-223 και § 23 σελ. 277 επ., βλ. και Σταθόπουλο σε Γεωργιάδη-Σταθόπουλο Αστ. Κώδικας και εισαγ. παρατηρ. αρθρ. 335-348. αριθ. 1, ΑΠ 1664/1980 ΝοΒ 29. 1076, ΑΠ 418/1985 ΝοΒ 34. 188, ΑΠ 511/1985 ΝοΒ 34. 393, ΑΠ 335/1980 ΝοΒ 28. 1733, ΑΠ 99/1978 ΝοΒ 26. 1359, ΕφΑΘ 459/1986 ΕλλΔνη 27. 339, όπου παραπέμπει η ΕφΠειρ 1120/1986, ΕλλΔνη 1988, σελ. 718).

Με τον πρώτο λόγο της προαναφερόμενης ανακοπής της η ανακόπτουσα προέβαλε τον ισχυρισμό περί αποσβέσεως της υποχρεώσεώς της να καταβάλει στις καθ’ ων τα ποσά που επιτασσόταν με την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή να καταβάλει σε αυτές, λόγω υπαναχώρησής της κατά τα άρθρα 383, 385 και 516 ΑΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 387 παρ.2 και 389 ΑΚ από την αμφοτεροβαρή σύμβαση, από την οποία απέρρεε η εκτελούμενη απαίτηση και δη της σύμβασης  αγοράς πλοίων μεταξύ της ανακόπτουσας και α) του δικαιοπαρόχου των καθ’ ων η ανακοπή, πατέρα τους, ………… και β) του …………… Ότι ειδικότερα, δυνάμει της υπ’ αριθ. 443/19.12.1988 αποφάσεως- πράξεως του Δ.Σ. του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς”, ήδη ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία “Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.”   (ανακόπτουσας) αποφασίσθηκε η με απευθείας συμφωνία με τους  συμπλοιοκτήτες ……. και …………, αγορά από αυτούς δύο σκαφών, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως υδροφόρα πλοία για την κάλυψη των αναγκών του Ο.Λ.Π., με τον όρο μετασχηματισμού των σκαφών αυτών σε υδροφόρα με επιμέλεια και δαπάνες των πωλητών, για τις οποίες (συμβάσεις πωλήσεως) συνετάγησαν τα υπ’ αριθ. …/31.1.1989 και …../31.1.1989 έγγραφα. Ότι όροι των σχετικών συμβάσεων πωλήσεως ήταν οι εξής: 1) Η μεταβίβαση κατά κυριότητα των δύο πλοίων και η παράδοση αυτών θα λάμβανε χώρα με την υπογραφή των συμβάσεων. 2) Μεταφορική ικανότητα του πρώτου πλοίου 500 μ3 και του δεύτερου 300 μ3. 3) Τίμημα 39.000.000 δραχμών για το πρώτο και 29.000.000 δραχμών για το δεύτερο, από το οποίο (τίμημα) 11.700.000 δραχμές για το πρώτο και 8.700.000 δραχμές για το δεύτερο πλοίο υποχρεούτο να καταβάλει ο Ο.Λ.Π. εντός 10 ημερών από της υπογραφής των συμβάσεων, το υπόλοιπο δε του τιμήματος ήταν καταβλητέο εντός 20 ημερών από της υπογραφής της οριστικής παραλαβής των σκαφών έτοιμων κατά τον προορισμό τους ως υδροφόρων. 4) Οι πωλητές όφειλαν να παραδώσουν τα δύο σκάφη στο Ο.Λ.Π. μέχρι τις 28.2.1989. 5) Η μεταβίβαση της κυριότητας των δύο σκαφών τελούσε υπό τη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης καταβολής από τον αγοραστή (Ο.Λ.Π.) είτε της συμφωνηθείσας προκαταβολής, είτε του υπόλοιπου τιμήματος. Ότι ωστόσο οι πωλητές καθυστέρησαν να μετασκευάσουν τα ανωτέρω δύο σκάφη και να τα καταστήσουν κατάλληλα για τη συμφωνηθείσα χρήση και δεν παρέδωσαν αυτά κατά τον συμφωνηθέντα χρόνο (28.2.1989), αλλά μόλις την 27.4.1989 υπέβαλαν ελλιπή δικαιολογητικά για την παράδοση και την παραλαβή αυτών, η δε προκαταβολή καταβλήθηκε στους πωλητές, εκπρόθεσμα την 1.3.1989. Ότι για τους λόγους αυτούς ξεκίνησε αντιδικία μεταξύ του Ο.Λ.Π. και των πωλητών με την άσκηση εκατέρωθεν αγωγών, επί των οποίων εκδόθηκε η 1043/1993 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εξαφανίσθηκε κατόπιν άσκησης εφέσεως από την 254/1995 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, που με τη σειρά της αναιρέθηκε από την 1443/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι οι πωλητές περιήλθαν σε υπερημερία περί την εκπλήρωση της παραπάνω υποχρεώσεώς τους και ο αγοραστής (Ο.Λ.Π.) μπορούσε να ασκήσει τα δικαιώματα που παρέχονται από τα άρθρα 383, 385 και 516 ΑΚ, η δε 577/2000 απόφαση του Εφετείου Πειραιά στο οποίο παρεπέμφθη η υπόθεση μετά την ανωτέρω αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου και η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, έκρινε ότι α) υπό την ανωτέρω αναφερόμενη διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης καταβολής του τιμήματος τελούσε μόνο η εμπράγματη σύμβαση περί μεταβιβάσεως της κυριότητας των δύο σκαφών και όχι η ενοχική σύμβαση (πώληση) και συνεπώς, η τελευταία συνέχισε να λειτουργεί και μετά την πλήρωση της αιρέσεως αυτής και β) ο Ο.Λ.Π. δεν κατέστη υπερήμερος ως προς την καταβολή, εκ μέρους του, του υπόλοιπου τιμήματος. Ότι κατόπιν της ανωτέρω αποφάσεως του Εφετείου Πειραιά, οι πωλητές άσκησαν κατά της αγοράστριας την από 2.9.2001 (υπ’ αριθ. κατ. ……./2001) αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, επί της οποίας εκδόθηκε η ήδη εκτελούμενη 1074/2004 απόφαση, με την οποία η νυν ανακόπτουσα αγοράστρια (Ο.Λ.Π. Α.Ε.) υποχρεώθηκε να καταβάλει στους ενάγοντες, σε ποσοστό 50% στον καθένα τους, το συνολικό ποσό των 162.542,34 ευρώ νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, καθώς και το ποσό των 6.000 ευρώ για δικαστική δαπάνη και η οποία κατέστη τελεσίδικη μετά την επικύρωσή της με την 286/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιά. Ότι το ανωτέρω ποσό αποτελούσε την προκαταβολή (πλέον τόκων) που δόθηκε από τον Ο.Λ.Π. στους πωλητές την 1.3.1989 και η οποία επιστράφηκε από τους πωλητές στον Ο.Λ.Π., σε εκτέλεση της 254/1995 απόφασης του Εφετείου Πειραιά. Ότι δεδομένου όμως ότι η απόφαση αυτή (254/1995) αναιρέθηκε από την 1443/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου, η ως άνω νυν εκτελούμενη 1074/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και η επικυρώσασα αυτήν 286/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιά δέχθηκαν ότι α) εφόσον η προκαταβολή είχε δοθεί από τον αγοραστή Ο.Λ.Π. στους πωλητές στα πλαίσια και σε εκτέλεση ισχυρής συμβάσεως, είχε μετακινηθεί νόμιμα και αποτελούσε περιουσιακό στοιχείο των πωλητών και όχι του αγοραστή, β) εφόσον η ανωτέρω προκαταβολή αποδόθηκε στον αγοραστή από τους πωλητές σε εκτέλεση αποφάσεως που ήδη είχε εξαφανισθεί, έπρεπε να αποδοθεί ξανά, εντόκως, από τον αγοραστή στους πωλητές και γ) αφού δεν είχε ασκηθεί το δικαίωμα της υπαναχώρησης από τον αγοραστή- παρά το ότι οι πωλητές τελούσαν σε υπερημερία- η σύμβαση πωλήσεως εξακολουθούσε να ισχύει και, επομένως, η δικαιοπρακτική βούληση των συμβαλλόμενων μερών συνιστά τη νόμιμη αιτία που δικαιολογεί τον πλουτισμό των πωλητών. Ότι κατόπιν των ανωτέρω και με δεδομένο ότι οι συμβάσεις πωλήσεως παρέμεναν ισχυρές κατά τον χρόνο της τελεσιδικίας της φερόμενης προς εκτέλεση απόφασης και συνεπώς παρέμενε άθικτο το δικαίωμα του αγοραστή Ο.Λ.Π. να υπαναχωρήσει από τις ανωτέρω συμβάσεις υπό τους όρους των άρθρων 383 και 385 ΑΚ, η ανακόπτουσα (Ο.Λ.Π. Α.Ε.) νόμιμα και έγκυρα προέβη σε υπαναχώρηση από τις συμβάσεις αυτές με την από 28.2.2007 δήλωσή της προς τους αντιδίκους της, η οποία (υπαναχώρηση) σύμφωνα με τα άρθρα 387 παρ.2 και 389 παρ.2 ΑΚ επέφερε απόσβεση των υποχρεώσεων προς παροχή που πηγάζουν από τις ανωτέρω συμβάσεις. Ότι συνεπώς, παραδεκτά και νόμιμα προτείνεται, ως αντίρρηση κατά της εκτελέσεως της ανωτέρω τελεσίδικης απόφασης, η υπαναχώρηση της ανακόπτουσας, ως αποσβεστικό γεγονός της απαιτήσεως, για την οποία επιχειρείται η εκτέλεση, αποδεικνύεται δε εγγράφως η υπερημερία των αντιδίκων, που αποτελεί προϋπόθεση γενέσεως του δικαιώματος της ανακόπτουσας κατ’ άρθρο 933 παρ.5 ΚΠολΔ και επίσης η ένστασή της αυτή ως στηριζόμενη σε δικαίωμα που μπορεί να αποτελέσει την ιστορική βάση αυτοτελούς αγωγής, δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής στην ουσία του ως αβάσιμο με το παρακάτω σκεπτικό: “Οι συμβάσεις πώλησης που υπέγραψε η ανακόπτουσα με τον …….., δικαιοπάροχο των καθ’ων και τον . .….. υπεγράφησαν στις 31.1.1989, όπως συνομολογεί η ανακόπτουσα στο δικόγραφο της ανακοπής της και αποδεικνύεται από τα προσκομιζόμενα από αυτήν έγγραφα με επίκληση, λαμβάνοντας αριθμό …/31.1.1989 και …./31.1.1989. Μεταξύ των διαδίκων υπήρξε αντιδικία, που τερματίστηκε με την υπ’ αριθμ. 286/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία επικύρωσε την υπ’ αριθμ. 1074/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ο ……. και ο ………… ζητούσαν, από τον Ο.Λ.Π. να τους καταβάλει το ποσό που κατέβαλαν σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 254/1995 οριστικής απόφασης του Εφετείου Πειραιά, η οποία αναιρέθηκε δυνάμει της υπ’ αριθμ. 1443/1998 απόφασης του Αρείου Πάγου, ο οποίος παρέπεμψε στο Εφετείο Πειραιά για περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης, το οποίο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 577/2000 απόφασή του, η οποία απέρριψε την έφεση του Ο.Λ.Π. κατά της υπ’ αριθμ. 1043/1993 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απερρίφθη αγωγή του Ο.Λ.Π., που αφορούσε σχετική αξίωση αυτού, ως αόριστη. Η ανακόπτουσα δεν αποδείχθηκε ότι επανέφερε με ορισμένο τρόπο την ως άνω αγωγή εντός της νόμιμης προθεσμίας που ορίζει τούτο, αλλά ούτε και η ίδια η ανακόπτουσα ισχυρίζεται κάτι παρόμοιο στο δικόγραφο της ανακοπής της. Η ανακόπτουσα με την από 28.2.2007 δήλωση υπαναχώρησης προς τις καθ’ ων η ανακοπή, η οποία επιδόθηκε σ’αυτές στις 2.3.2007 (βλ. την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας ……….. επί της ως άνω δήλωσης, που προσκομίζουν με επίκληση οι καθών η ανακοπή), υπαναχώρησε από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης. Πρέπει να κριθεί, όμως, ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης της ανακόπτουσας έχει αποσβεσθεί, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσης, καθώς δεν ασκήθηκε μέσα σε πράγματι εύλογη προθεσμία, με βάση τις ειδικές συνθήκες, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, δεδομένου ότι η δήλωση υπαναχώρησης έλαβε χώρα 18 χρόνια μετά από τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων πώλησης, παρά το γεγονός ότι υπήρχε αντιδικία ανάμεσα στα ένδικα μέρη, όπως προαναφέρθηκε”. Ήδη με τον πρώτο λόγο έφεσης της η ανακόπτουσα- ήδη εκκαλούσα παραπονείται ότι η κρίση της εκκαλούμενης είναι εσφαλμένη, διότι πράγματι μεν η δήλωση υπαναχώρησης έλαβε χώρα 18 έτη μετά από τη σύναψη των συμβάσεων πωλήσεως, πλην όμως αυτή (τότε ν.π.δ.δ. Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς) είχε αιτηθεί με την από 28.5.1990 (υπ’ αριθ. …………/1990) αγωγή της κατά του δικαιοπαρόχου των καθ’ ων η ανακοπή-εφεσίβλητων . ….. και του ………….., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την επιστροφή της προκαταβολής που είχε ήδη καταβάλει σε αυτούς. Ότι η δικαστική διαμάχη που άρχισε με την έγερση της ανωτέρω αγωγής (αλλά και των υπ’ αριθ. ……../1990 και ………./1990 αγωγών των αντιδίκων της κατά της ίδιας ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου) διήρκεσε 16 έτη, όπως δέχθηκε και η εκκαλούμενη, ήτοι μέχρι το έτος 2006, οπότε εξεδόθη η 286/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, δεχθείσα ότι η νυν ανακόπτουσα-εκκαλούσα μπορούσε να ασκήσει κατά των ανωτέρω … ….. και .. …… τα δικαιώματα που προβλέπουν τα άρθρα 516 και 383 ΑΚ, δηλαδή είτε να ζητήσει αποζημίωση για μη εκπλήρωση της σύμβασης, είτε να υπαναχωρήσει από αυτήν. Ότι επειδή η νυν ανακόπτουσα- εκκαλούσα δεν είχε ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση, οπότε θα μπορούσε περαιτέρω να αναζητήσει τη δοθείσα στους . ….. και .. ….. προκαταβολή σύμφωνα με τα άρθρα 387 και 389 επ. ΑΚ, κρίθηκε ότι οι συμβάσεις πωλήσεως εξακολουθούσαν να ισχύουν, η δε δικαιοπρακτική βούληση των συμβαλλομένων συνιστούσε “τη νόμιμη αιτία που δικαιολογούσε τον πλουτισμό των…πωλητών, δεδομένου ότι ο τυχόν υφιστάμενος λόγος ανατροπής της σύμβασης αυτής δεν ενεργεί αυτοδικαίως…”. Ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ανακόπτουσα-εκκαλούσα δεν καθυστέρησε την άσκηση υπαναχώρησης από τη σύμβαση παρά την καλή πίστη και τα χρηστά συναλλακτικά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, όπως προϋποθέτει το άρθρο 395 ΑΚ, προκειμένου να αποσβεστεί το συγκεκριμένο δικαίωμά της, καθώς εκκίνησε τη δικαστική διαμάχη με τους αντιδίκους της για την αναζήτηση της προκαταβολής το έτος 1990, ασκώντας αγωγή εναντίον τους στηριζόμενη σε διαφορετική νομική βάση, όταν δε έληξε η διαμάχη αυτή και κρίθηκε τελεσιδίκως με την ανωτέρω 286/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς ότι οι μεταξύ τους συμβάσεις πωλήσεως εξακολουθούσαν να ισχύουν, διότι δεν είχε ασκηθεί εκ μέρους της το δικαίωμα της υπαναχώρησης από τις συμβάσεις αυτές, τότε άσκησε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα (την 2.3.2007) το δικαίωμα αυτό, προκειμένου να παύσει να υφίσταται η νόμιμη αιτία που δικαιολογούσε τον πλουτισμό των αντιδίκων και έτσι να μην υποχρεούται να καταβάλει την προκαταβολή σε αυτούς. Ότι άλλωστε η εκκαλούμενη αντιφάσκει προς εαυτήν, διότι, ενώ επί του δεύτερου λόγου ανακοπής περί καταχρηστικής επισπεύσεως αναγκαστικής εκτέλεσης από τους αντίδικους εναντίον της ανακόπτουσας και προκειμένου να απορρίψει τον σχετικό λόγο ανακοπής, δέχεται ότι η ύπαρξη μακρού δικαστικού αγώνα ανάμεσα στους αντισυμβαλλόμενους αποτελεί εύλογη αιτία για την καθυστέρηση της επίσπευσης αναγκαστικής εκτέλεσης από τους αντιδίκους εναντίον της ανακόπτουσας (παρότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε δικαστικός αγώνας σε εξέλιξη) εντούτοις επί του πρώτου λόγου της ανακοπής, θεωρεί καταχρηστική την άσκηση από την ανακόπτουσα του δικαιώματος της υπαναχώρησης από τις συμβάσεις, που έγινε 18 έτη μετά την υπογραφή τους, παραβλέποντας και αγνοώντας την ύπαρξη του δικαστικού αγώνα μεταξύ των διαδίκων που άρχισε λίγο μετά την υπογραφή των συμβάσεων και διήρκεσε από το έτος 1990 έως το έτος 2006, ήτοι επί 16 έτη.

Επί του παραπάνω λόγου ανακοπής που επαναφέρεται με τον πρώτο λόγο έφεσης σημειώνεται καταρχάς ότι η προβαλλόμενη ένσταση απόσβεσης της εκτελούμενης απαίτησης λόγω υπαναχώρησης από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης της αγοράστριας των πλοίων εταιρίας στις 2.3.2007, δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο της ήδη εκτελούμενης 1074/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως πρόβαλαν πρωτοδίκως οι καθ’ ων η ανακοπή και επαναλαμβάνουν ως εφεσίβλητες με τις προτάσεις τους στον δεύτερο βαθμό, καθώς η ανακόπτουσα-εκκαλούσα θεμελιώνει τη σχετική ένσταση υπαναχώρησης σε πραγματικά περιστατικά (δήλωση υπαναχώρησης στις 2.3.2007), τα οποία δεν υπήρχαν κατά τον χρόνο συζήτησης της έφεσης επί της οποίας εκδόθηκε η 286/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιά με την οποία κατέστη τελεσίδικη η ως άνω 1074/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι θα μπορούσε να προβληθεί τότε η σχετική ένσταση, αλλά η νυν ανακόπτουσα παρέλειψε να την προτείνει. Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος ανακοπής περί απόσβεσης των εκτελούμενων απαιτήσεων λόγω υπαναχώρησης της οφειλέτριας της προκαταβολής του τιμήματος ανακόπτουσας από τις ένδικες συμβάσεις πωλήσεως, εξαιτίας υπερημερίας των πωλητριών, έπρεπε να απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαράδεκτος κατ’ άρθρο 933 παρ.5 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι όταν ο δικονομικός νομοθέτης στη σχετική διάταξη προβλέπει ότι “οι ισχυρισμοί που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης πρέπει να αποδεικνύονται μόνο με έγγραφα ή με δικαστική ομολογία” εννοεί ότι πρέπει να αποδεικνύεται άμεσα με ομολογία ή με έγγραφο του επισπεύδοντος ή τρίτου (όχι του καθ’ ου η εκτέλεση) ότι συντελέσθηκε το αποσβεστικό γεγονός στο σύνολό του, υπό την έννοια ότι συνέτρεξαν όλες οι προϋποθέσεις για τη γένεσή του και όχι να αποδεικνύονται μεμονωμένες προϋποθέσεις με έγγραφα π.χ. η υπερημερία, με αποτέλεσμα να χρειάζεται το Δικαστήριο να λάβει υπόψη και άλλα αποδεικτικά μέσα, π.χ. έγγραφα που εκτιμώνται ως δικαστικά τεκμήρια για να καταλήξει σε κρίση περί συντέλεσης του αποσβεστικού γεγονότος, καθώς σ’αυτή την περίπτωση καταργείται ουσιαστικά η παραχρήμα απόδειξη και το αποσβεστικό γεγονός αποδεικνύεται από το σύνολο των προσκομιζόμενων από τους διαδίκους αποδεικτικών μέσων, κάτι που οδηγεί ουσιαστικά στην τήρηση της αποδεικτικής διαδικασίας που εφαρμόζεται στη διαγνωστική της απαίτησης δίκη και προκαλείται καθυστέρηση στη δίκη περί την εκτέλεση. Στην προκειμένη περίπτωση η ανακόπτουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός της υπερημερίας του δικαιοπαρόχου των καθ’ ων η ανακοπή και του έτερου συμπλοιοκτήτη που της δίνει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης και να απαλλαγεί της υποχρεώσεώς της να καταβάλει την φερόμενη προς εκτέλεση προκαταβολή του τιμήματος αποδεικνύεται από την 286/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιά σε συνδυασμό με την 1443/1998 απόφαση του Αρείου Πάγου (καίτοι δεν νοείται να έχει υπάρξει επί της ουσίας κρίση από το Ανώτατο Ακυρωτικό) και ότι κατόπιν τούτου επέδωσε στις 2.3.2007 στις καθ’ ων η ανακοπή την από 27.2.2007 δήλωση υπαναχώρησής της από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης. Από τις αποφάσεις, ωστόσο, αυτές και από τη δήλωση υπαναχώρησης της ίδιας της ανακόπτουσας δεν αποδεικνύεται άμεσα η συντέλεση του ως άνω αποσβεστικού γεγονότος, η οποία (συντέλεση) θα μπορούσε να αποδειχθεί είτε με ομολογία των καθ’ ων η ανακοπή, είτε με έγγραφο που θα εξέδιδαν αυτές και με το οποίο θα δέχονταν ότι η υπαναχώρηση επέφερε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ήτοι ότι επήλθε απόσβεση των υποχρεώσεων για παροχή που πηγάζουν από τις παραπάνω συμβάσεις κατ’ άρθρο 389 παρ.2 ΑΚ κι ότι επομένως δεν οφείλεται πλέον η προκαταβολή του τιμήματος, είτε με έγγραφο τρίτου, όπως με απόφαση δικαστηρίου, απ’ όπου θα αποδεικνυόταν επίσης άμεσα η συντέλεση του αποσβεστικού γεγονότος. Τέτοιου είδους αποδεικτικά μέσα που να αποδεικνύουν άμεσα την επέλευση των αποτελεσμάτων της επικαλούμενης υπαναχώρησης δεν προσήγαγε η ανακόπτουσα. Έπρεπε, λοιπόν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο να μην προχωρήσει σε επί της ουσίας κρίση,  του αποσβεστικού λόγου της εκτελούμενης απαίτησης ως λόγου ανακοπής, με εκτίμηση των προσκομιζόμενων εγγράφων και των συναγόμενων ομολογιών των διαδίκων, τον οποίο (λόγο) και απέρριψε κατ’ ουσίαν, με το σκεπτικό ότι το σχετικό δικαίωμα υπαναχώρησης  δεν ασκήθηκε εντός εύλογης προθεσμίας, αλλά να απορρίψει αυτόν ως απαράδεκτο κατ’ άρθρο 933 παρ. 5 ΚπολΔ ως μη παραχρήμα αποδεικνυόμενο, κρίση ευνοϊκότερη για την ανακόπτουσα και νυν εκκαλούσα σε σχέση με αυτή που διέλαβε η εκκαλούμενη απόφαση.

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής της, η ανακόπτουσα προέβαλε ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος εκ μέρους των καθ’ ων η ανακοπή κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Συγκεκριμένα, υποστήριξε ότι οι καθ’ ων κοινοποίησαν προς αυτή, επιταγή προς εκτέλεση της 1074/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την 7.2.2017, ήτοι μετά από έντεκα σχεδόν έτη από την έκδοση της 286/2006 απόφασης του Εφετείου Πειραιά που επικύρωσε την ανωτέρω απόφαση και μετά από δέκα έτη από την κοινοποίηση από την ανακόπτουσα προς τις καθ’ ων (αλλά και προς τον έτερο πωλητή   …..) της από 28.2.2007 δηλώσεώς της υπαναχωρήσεως από τη μεταξύ τους σύμβαση πωλήσεως, με την οποία δήλωνε στις αντιδίκους της ότι “κατόπιν της νομίμου δια της παρούσης υπαναχωρήσεώς μας και των κατά νόμον αποτελεσμάτων αυτής, καθίσταται άνευ νομίμου ερείσματος και ουσιαστικώς ανομιμοποίητη η επίσπευση οιασδήποτε σε βάρος μας διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης της υπ’ αριθ. 286/2006 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς, από την οποία καλείσθε να απέχετε”. Ότι πράγματι οι καθ’ ων, καθ’ όλο το ανωτέρω διάστημα εις ουδεμία ενέργεια επισπεύσεως αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον της ανακόπτουσας προέβησαν, δημιουργώντας σε αυτή εύλογα την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκήσουν το δικαίωμά τους αυτό, αποδεχόμενες ότι μετά την ανωτέρω δήλωση υπαναχώρησης δεν έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να τους καταβληθεί η επιδικασθείσα προκαταβολή για μια σύμβαση πωλήσεως που έπαψε να ισχύει. Ότι άλλωστε οι αντίδικοι γνώριζαν πολύ καλά ότι ακόμη και εάν είχε αποδοθεί σε αυτές το ποσό της επιδικασθείσας με τις αποφάσεις 1074/2004 Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και 286/2006 Εφετείου Πειραιά προκαταβολής, τότε, μετά την κατά τα άνω από 28.2.2007 νόμιμη υπαναχώρησή της και την επελθούσα ανατροπή της συμβάσεως πωλήσεως, η ανακόπτουσα θα μπορούσε να αναζητήσει από τις αντιδίκους το ποσό αυτό, όπως αναφέρει στο σκεπτικό της η 286/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Ότι επομένως δημιουργήθηκε στην ανακόπτουσα η εύλογη πεποίθηση ότι οι αντίδικοι δεν θα προβούν σε μια καταφανώς άδικη και πέραν πάσης έννοιας καλής πίστεως και συναλλακτικών ηθών ενέργεια, δηλαδή να επισπεύσουν εκτέλεση της αποφάσεως, ώστε να τους επιστραφεί το ποσό της προκαταβολής που τους είχε δοθεί από την ανακόπτουσα, προκειμένου να της πωλήσουν δύο πλοία, τα οποία ουδέποτε πώλησαν και βεβαίως δεν θα πωλήσουν. Ότι εξάλλου, η ανωτέρω 286/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κρίνοντας την υποβληθείσα ένσταση  καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος των αντιδίκων, απεφάνθη ότι “υπό τα εκτιθέμενα περιστατικά και ενόψει ιδίως του γεγονότος ότι…η επίδικη σύμβαση πωλήσεως, στα πλαίσια της οποίας δόθηκε η προκαταβολή, δεν έχει μέχρι σήμερα ανατραπεί για κάποιο νόμιμο λόγο, η άσκηση της αγωγής δεν υπερβαίνει τα όρια που χαράσσει το σε άρθρο 281 ΑΚ” και ότι κατά συνέπεια από τη στιγμή που ήδη με την από 28.2.2007 εξώδικη προς τις αντιδίκους δήλωση υπαναχώρησης από τη σύμβαση πωλήσεως, ανετράπη η σύμβαση αυτή για νόμιμο λόγο, προκύπτει αναμφισβήτητα και σε απόλυτη συμφωνία με την ανωτέρω απόφαση ότι η νυν επίσπευση της εκτελέσεως της 1074/2004 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επικυρώθηκε με την ανωτέρω 286/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς είναι καταφανώς καταχρηστική και πέραν των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ και θα πρέπει να απορριφθεί ως καταχρηστικώς ασκηθείσα, κατ’ αποδοχή του σχετικού λόγου ανακοπής.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ανωτέρω λόγο ανακοπής ως νόμω αβάσιμο “γιατί τα επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά κι αληθή υποτιθέμενα δεν υπάγονται στην έννοια της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος του άρθρου 281 του Α.Κ., καθόσον η ανακόπτουσα δεν επικαλείται συμπεριφορά των καθ’ ων η ανακοπή που να προηγήθηκε της κοινοποίησης της ένδικης επιταγής προς πληρωμή και διαμορφωθείσα κατά το διάστημα που μεσολάβησε πραγματική κατάσταση που να καθιστούν επαχθή για την ανακόπτουσα και καταχρηστική τη μεταγενέστερη κοινοποίηση. Ο μακροχρόνιος χρόνος άσκησης των δικαιωμάτων των καθ’ ων η ανακοπή δεν καθιστά καταχρηστική την άσκησή τους, δεδομένου του μακροχρόνιου δικαστικού αγώνα μεταξύ των μερών και της από 17.5.2007 εξωδίκου δήλωσης- απάντησης των καθ’ ων προς την ανακόπτουσα, η οποία της επιδόθηκε στις 17.5.2007 (βλ. την υπ’αριθμ. ……../17.5.2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………….., που προσκομίζουν με επίκληση οι καθ’ ων), με την οποία οι καθ’ ων η ανακοπή και ο . …… δηλώνουν προς την ανακόπτουσα την αντίθεσή τους προς την ως άνω δήλωση υπαναχώρησης της ανακόπτουσας.” Για την απόρριψη του παραπάνω λόγου ανακοπής παραπονείται η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο έφεσης, υποστηρίζοντας ότι η απόρριψη αυτή οφείλεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή του νόμου εφαρμογή και εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού και συνοδεύεται από εσφαλμένη, άλλως πλημμελή αιτιολογία. Κατά την κρίση αυτού του Δικαστηρίου, εκ των προβαλλόμενων με τον σχετικό λόγο ανακοπής πραγματικών περιστατικών, ο ισχυρισμός ότι η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης από τις καθ’ ων σε βάρος της ανακόπτουσας με καθυστέρηση σχεδόν έντεκα ετών από την έκδοση της 286/2006 απόφασης του Εφετείου Πειραιά που επικύρωσε την πρωτόδικη εκτελούμενη απόφαση και μετά από δέκα χρόνια από τις 2.3.2007, οπότε κοινοποιήθηκε από την Ο.Λ.Π. Α.Ε. στις καθ’ ων η ανακοπή (αλλά και προς τον έτερο πωλητή . …..) η από 28.2.2007 δήλωση υπαναχωρήσεώς της από τις μεταξύ τους συμβάσεις πωλήσεως και με την οποία η νυν ανακόπτουσα δήλωσε στις καθ’ ων ότι “κατόπιν της νομίμου δια της παρούσης υπαναχωρήσεώς μας και των κατά νόμον αποτελεσμάτων αυτής, καθίσταται άνευ νομίμου ερείσματος και ουσιαστικώς ανομιμοποίητη η επίσπευση οιασδήποτε σε βάρος μας διαδικασίας αναγκαστικής εκτελέσεως της υπ’ αριθ. 286/2006 αποφάσεως του Εφετείου Πειραιώς, από την οποία καλείσθε να απέχετε”, χωρίς να υπάρχει αντίδραση των καθ’ ων, ως ισχυρίζεται η ανακόπτουσα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η πεποίθηση στην ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ότι οι καθ’ ων και ήδη εφεσίβλητες δεν πρόκειται να ασκήσουν το δικαίωμά τους, αποδεχόμενες ότι μετά την ανωτέρω δήλωση υπαναχωρήσεως δεν έχουν δικαίωμα να ζητήσουν να τους καταβληθεί η επιδικασθείσα προκαταβολή για σύμβαση πωλήσεως που έπαψε να ισχύει, θεμελιώνει καταρχάς δικαίωμα της ανακόπτουσας να αποκρούσει την επισπευδόμενη εκτέλεση, καθώς η παράλειψη των καθ’ ων μετά τη δήλωση υπαναχώρησης να απαντήσουν έστω σε αυτή, δημιουργεί εύλογα στην ανακόπτουσα την πεποίθηση καθ’ όλο το διάστημα των δέκα ετών που μεσολάβησε ότι οι καθ’ ων αποδέχθηκαν ότι επήλθαν τα αποτελέσματα της δήλωσης υπαναχώρησης, οπότε με την παράλειψή τους να αντιδράσουν στην παραπάνω δήλωση και την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, η εκ μέρους τους επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας της ανακόπτουσας υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ. Ωστόσο, απ’ όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύεται ότι οι καθ’ων στην παραπάνω δήλωση υπαναχώρησης της ανακόπτουσας δεν έμειναν αδρανείς και δεν την αποδέχθηκαν, αλλά άμεσα την απέρριψαν, απαντώντας μαζί με τον . ….. με την από 17.5.2007 εξώδικο δήλωση- απάντηση πρόσκληση μετ’ επιφυλάξεως παντός νομίμου δικαιώματος, την οποία επέδωσαν στην ανακόπτουσα στις 17.5.2007 (βλ. την υπ’ αριθ. …/17.5.2007 έκθεση επίδοσης του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………). Στην εξώδικη αυτή δήλωση διαλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα εξής: “Εις απάντησιν της από 28.2.2007 “δηλώσεως υπαναχωρήσεώς σας” και προς μετριασμόν των εις βάρος σας επερχομένων βαρυτάτων συνεπειών σας γνωστοποιούμε τα ακόλουθα: 1. Από την 24.1.2007 σας έχουμε επιδώσει νομίμως την υπ’ αριθμ. 286/2006 τελεσίδικον απόφασιν του Εφετείου Πειραιώς. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως, δεν ασκήσατε αίτησιν αναιρέσεως και ούτω κατέστη αύτη αμετάκλητος. Σύμφωνα με την εν λόγω αμετάκλητον απόφασιν του Εφετείου Πειραιώς: Απερρίφθη η έφεσίς σας…Επεκυρώθη η υπ’ αριθμ. 1074/2004 οριστική απόφασις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία σας υποχρέωσε να καταβάλλετε εις τους ενάγοντες και δη κατά ποσοστόν 50% εις τον καθένα εξ αυτών (ο κ. …..ς, απέθανε και οι δύο πρώτες εξ ημών ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του υπεισήλθαμε εις την ως άνω αξίωσιν του) το ποσόν των 162.542,34 Ε νομιμοτόκως από την επίδοσιν της αγωγής μας μέχρι την εξόφλησιν. Σας κατεδίκασε επίσης εις τα δικαστικά μας έξοδα εξ 6.000 Ε. 2. Εις τις συνεχείς τηλεφωνικές επικοινωνίες του πληρεξουσίου μας Δικηγόρου κ. …………, προς τακτοποίησιν της οφειλής σας, προκειμένου να μην επιβαρυνθείτε με έξοδα απογράφου κλπ, εν τέλει “απαντήσατε” με την πρωτοφανή, από πάσης απόψεως, από 28.2.2007 “δήλωσιν υπαναχωρήσεως σας”, ήτις εκοινοποιήθη εις ημάς την 2.3.2007. 3, Την δήθεν υπαναχώρησιν σας από τις υπ’ αριθμ. …/31.1.1989 και …./31.1.1989 από τις μεταξύ μας   συμβάσεις, μετά πάροδον τουτέστιν τουλάχιστον 18 ετών (!!!), την αρνούμεθα ως μη νόμιμον, άκυρον, εις πάσαν περίπτωσιν καταχρηστικήν και εν τέλει ως προσχηματικήν προς αποφυγήν καταβολής του αμετακλήτως επιδικασθέντος εις ημάς ποσού. Ειδικώτερον:…Σύμφωνα με την διάταξιν του άρθρου 395 ΑΚ “Το δικαίωμα της υπαναχώρησης αποσβένυται αν δεν ασκηθεί μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσεται από τον άλλον..”…Η εν λόγω υπαναχώρησις έχει ασκηθεί όλως καταχρηστικώς, εν αντιθέσει με την καλή πίστιν και τα συναλλακτικά ήθη, ως μια απέλπιδα προσπάθειά σας να παρακρατήσετε χρήματα τα οποία με αμετάκλητον δικαστικήν κρίσιν έχει κριθεί ότι μας τα οφείλετε. Όλως οψίμως επιχειρείτε να πράξετε αυτά που η τελεσίδικος απόφασις έχει κρίνει αμετακλήτως ότι οφείλατε να πράξετε εντός ευλόγου διαστήματος από την σύναψιν των συμβάσεων και βεβαίως ουχί μετά την παρέλευσιν 18ετίας, πολλώ μάλλον μετά την έκδοσιν αμετακλήτων αποφάσεων ύστερα από δικαστικές διαμάχες 18 περίπου ετών. …5. Προδήλως επομένως γνωρίζετε τα αυτονόητα και επομένως η ενέργειά σας αυτή είναι παράνομος και προσχηματική. 6. Δια τελευταίαν φοράν σας καλούμε όπως εντός 3 εργασίμων ημερών από της επιδόσεως της παρούσης μας γνωστοποιήσετε εγγράφως εάν προτίθεσθε να μας καταβάλλετε άμεσα το αμετακλήτως επιδικασθέν εις ημάς ποσόν μετά των πάσης φύσεως τόκων εξόδων και δικαστικών δαπανών μέχρι σήμερον. 7. Παρερχομένης απράκτου της ως άνω προθεσμίας, τότε θα προβούμε τις έκδοσιν απογράφου και θα προβούμε εις αναγκαστικήν είσπραξιν της απαιτήσεώς μας οπότε και θα επιβαρυνθείτε με δυσανάλογα δικαστικά έξοδα, γεγονός το οποίον δια πολλοστήν φοράν σας επισημαίνουμε, παραλλήλως με τις ευθύνες που φέρουν όσοι εισηγήθηκαν ή και απεφάσισαν την πρωτοφανή αυτή ενέργεια, η οποία μόνον θυμηδία δύναται να προκαλέσει…”. Επομένως, δεν υπήρξε κάποια παράλειψη εκ μέρους των καθ’ ων, ώστε να κριθεί ως συμπεριφορά αυτών που ευλόγως δημιούργησε στην ανακόπτουσα την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να προβούν σε εκτέλεση των απαιτήσεων που επιδικάσθηκαν σε αυτές με την ήδη αμετάκλητη 1074/2004 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η δε καθυστέρηση να επισπεύσουν εκτέλεση σε βάρος της “Ο.Λ.Π. Α.Ε.” με την επίδοση της από 2.2.2017 επιταγής προς εκτέλεση, έντεκα χρόνια μετά την έκδοση της 286/2006 απόφασης του Εφετείου Πειραιά και δέκα χρόνια μετά τη δήλωση της ανακόπτουσας ότι υπαναχωρεί από τις ένδικες συμβάσεις πώλησης δεν καθιστούν καταχρηστική την άσκηση του σχετικού δικαιώματος και ο παραπάνω λόγος ανακοπής τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του κατά τα πιο πάνω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, ενώ ως προς τον έτερο ισχυρισμό που περιέχεται στον ίδιο λόγο ανακοπής, ήτοι ότι η ανακόπτουσα στηριζόμενη στο σκεπτικό της 286/2006 απόφασης του Εφετείου Πειραιά θεώρησε ότι αρκούσε η υπαναχώρησή της ώστε να μην οφείλει την προκαταβολή τιμήματος πώλησης στις καθ’ ων, τούτος ως προς την επικαλούμενη καταχρηστική άσκηση δικαιώματος τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Ενόψει των ανωτέρω κι επειδή η από 8.2.2017 ανακοπή έπρεπε να απορριφθεί για άλλους λόγους από εκείνους που δέχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση και ως προς τους οποίους δεν χωρεί απλή αντικατάσταση αιτιολογιών κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει δεκτή η από 8.8.2019 έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη 4898/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και αφού κρατηθεί και δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο η από 8.2.2017 ανακοπή της εκκαλούσας κατά της από 2.2.2017 επιταγής προς εκτέλεση, να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων- καθ’ ων η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν λόγω της νίκης τους την εκκαλούσα-ανακόπτουσα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό. Τέλος, δεδομένου ότι η  έφεση έγινε δεκτή κι εξαφανίσθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ανεξαρτήτως αν τελικά η ανακοπή απορρίφθηκε για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που έκρινε η απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το κατατεθέν από την εκκαλούσα e- παράβολο πρέπει να επιστραφεί σε αυτή κατ’ άρθρο 495 παρ.3 προτελ. εδ. ΚΠολΔ (βλ. Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, 2η έκδοση, σελ. 765), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την 4898/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών).

Κρατεί και δικάζει την από 8.2.2017 (με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …../2017) ανακοπή κατά της 2.2.2017 επιταγής προς εκτέλεση.

Απορρίπτει αυτή.

Καταδικάζει την εκκαλούσα-ανακόπτουσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων- καθ’ ων η ανακοπή και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των χιλίων επτακοσίων (1.700) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό ……………. e-παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατό (100) ευρώ, στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 17.8.2021.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ