ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης: 632/2018
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθ. 5226/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός της τριετίας (ΟλΑΠ 10/2018 ΝΟΜΟΣ) από τη δημοσίευση της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), διότι από τη δικογραφία δεν αποδεικνύεται ούτε κανείς από τους διαδίκους επικαλείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) χωρίς να απαιτείται η καταβολή παράβολου κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ε’ του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, στην από 20/8/2014 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι την 25/2/2003 προσλήφθηκε από την πρώτη των εναγόμενων, ήδη πρώτη των εφεσίβλητων, ετερόρρυθμη εταιρία με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργαστεί ως νοσηλεύτρια στη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων που η τελευταία λειτουργούσε, με μηναίο μισθό 1.317,84 ευρώ, ότι την 18/8/2013 η επιχείρηση και η εγκατάσταση της πρώτης εναγόμενης μεταβιβάστηκε ως ομάδα περιουσίας στη δεύτερη εναγόμενη, ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία συνέχισε να ασκεί την ίδια επιχείρηση ως οικονομική μονάδα διατηρώντας την ταυτότητα της, ότι η πρώτη εναγόμενη κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας της την 18/9/2013, χωρίς έως τότε να της έχει καταβάλει τις δεδουλευμένες αποδοχές της από τον Απρίλιο του έτους 2013 έως το χρόνο της καταγγελίας, τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα του έτους 2013, τις αποδοχές και το επίδομα άδειας του έτους 2013 και την αποζημίωση απόλυσης, συνολικού ποσού 20.057,16 ευρώ και ότι παρά τις συνεχείς οχλήσεις της προς την πρώτη εναγόμενη και τις υποσχέσεις της τελευταίας ουδέποτε έλαβε το πιο πάνω ποσό. Ζητούσε, με βάση τις διατάξεις που απορρέουν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και επικουρικά αυτές του ακακολόγητου πλουτισμού, αν ήθελε θεωρεί άκυρη η σύμβαση εργασίας, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, ευθυνόμενες εις ολόκληρον η κάθε μία, η πρώτη εναγόμενη ως εργοδότρια, η δεύτερη ως διάδοχος της πρώτης, λόγω της μεταβίβασης σε αυτή της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης, το ποσό των 20.057,16 ευρώ με το νόμιμο τόκο κατά τις διακρίσεις της αγωγής και να καταδικαστούν στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφαση του απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης και τη δέχθηκε εν μέρει ως προς την πρώτη εναγόμενη, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 13.686,40 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 1/4/2014. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – ενάγουσα παραπονείται με την υπό κρίση έφεση της για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει η έφεση της δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολο της.
Από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, με την οποία θεσπίζεται γενικώς η ελευθερία της σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικών για τους συμβαλλομένους, αρκεί το περιεχόμενο τους να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, προκύπτει ότι είναι ισχυρή η σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος του από ορισμένη αιτία. Η σύμβαση αυτή, η οποία διαφέρει από τη ρυθμιζόμενη από τα άρθρα 873 – 875 του ΑΚ αναιτιώδη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, καταρτίζεται ατύπως όταν είναι απλώς επιβεβαιωτική του υπάρχοντος χρέους, με την έννοια ότι τα μέρη δεν θέλησαν να δημιουργήσουν με αυτή νέα αυτοτελή ενοχή, αλλά απέβλεψαν είτε στη δημιουργία απλού αποδεικτικού μέσου με τη μορφή της εξώδικης ομολογίας (άρθρο 352 παρ. 2 του ΚΠολΔ) είτε στη διακοπή της παραγραφής (άρθρο 260 του ΑΚ) ή σε ανάλογα νομικά αποτελέσματα κατά τα άρθρα λ.χ. 156, 272 παρ. 2 του ΑΚ είτε γενικότερα στην αποσαφήνιση ή στη διασφάλιση της βασικής ενοχής από τυχόν ελαττώματα και ενστάσεις, από τις οποίες γίνεται έτσι ρητή ή σιωπηρή παραίτηση (ΑΠ 1663/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 304/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1432/2005 ΝΟΜΟΣ). Κατά κανόνα όμως με την αιτιώδη αναγνώριση χρέους επιδιώκεται η δημιουργία νέας ενοχής, είτε παράλληλα με την παλαιά είτε σε αντικατάσταση της παλαιάς (άρθρα 421, 436 του ΑΚ) και απαλλαγμένης συνεπώς από τις ενστάσεις που μπορούσαν να προταθούν στο πλαίσιο εκείνης, η οποία, νέα ενοχή, δεν υπόκειται επίσης σε τύπο, εκτός εάν με τη σύμβαση αναγνωρίζεται υποχρέωση για την ανάληψη της οποίας ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου, οπότε πρέπει να τηρηθεί ο τύπος αυτός και για τη σύμβαση αναγνώρισης. Γενικότερα αποτελεί αντικείμενο ερμηνείας της συγκεκριμένης σύμβασης, αν η επερχόμενη με αυτή αιτιώδης αναγνώριση υπάρχοντος χρέους αντικαθιστά ή όχι την αρχική σχέση ή απλώς την αλλοιώνει και αν στην περίπτωση αυτή ενέχει πλήρη ή μερική παραίτηση από ενστάσεις που αφορούν την αρχική σχέση, η οποία πρέπει κατ’ αρχήν να είναι έγκυρη (άρθρο 437 του ΑΚ) (ΟλΑΠ 5/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 598/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 65/2015 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω με τις διατάξεις του π.δ. 178/2002 (ΦΕΚ Α’ 162/12.7.2002) έχουν ληφθεί μέτρα σχετικά με την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων, σε συμμόρφωση προς την Οδηγία 98/50/ΕΚ. Κατόπιν αυτού, με το άρθρο 11 του π.δ. 178/2002, καταργήθηκε το προϊσχύσαν π.δ. 572/1988, με το οποίο είχε εναρμονισθεί η ελληνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της Οδηγίας 77/187/ΕΟΚ (η οποία τροποποιήθηκε με την ως άνω και, τελικά, κωδικοποιήθηκε με την Οδηγία 2001/23/ΕΚ). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 178/2002, η συμμόρφωση προς την Οδηγία (όπως και η ίδια η Οδηγία), αποβλέπει στη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβίβασης επιχειρήσεων κλπ. Έτσι, οι διατάξεις του π.δ. 178/2002 εφαρμόζονται σε κάθε συμβατική ή εκ του νόμου μεταβίβαση ή συγχώνευση επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων επιχειρήσεων ή εγκαταστάσεων, η οποία συνιστά μεταβολή του προσώπου εργοδότη και μπορεί να αφορά είτε σε δημόσιους είτε σε ιδιωτικούς φορείς, οι οποίοι ασκούν οικονομικές δραστηριότητες, που ενδέχεται να είναι είτε κερδοσκοπικές είτε μη κερδοσκοπικές (άρθρο 2 παρ.1 στοιχεία α’ και γ’). Περαιτέρω, σύμφωνα με τους ορισμούς των διατάξεων αυτών, ως «μεταβίβαση» θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητα της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας (άρθρο 2 παρ.1 στοιχείο β’). Ως «μεταβιβάζων» («εκχωρητής», κατά την επίσημη μετάφραση της Οδηγίας) νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, χάνει την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση, την εγκατάσταση ή το τμήμα επιχείρησης ή εγκατάστασης. Ως «διάδοχος» («εκδοχέας», κατά την επίσημη μετάφραση της Οδηγίας) νοείται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, λόγω μεταβίβασης κατά την ως άνω έννοια, αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη στην επιχείρηση κλπ (άρθρο 3 παρ.1 στοιχείο α’ και β’). Για την εξασφάλιση της προστασίας των εργαζομένων ενδιαφέρει η διατήρηση των θέσεων εργασίας (η «υπόσταση» τους) και το αμετάβλητο των όρων παροχής αυτής (το «περιεχόμενο» τους, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι όροι αμοιβής) υπό το νέο φορέα της οικονομικής δραστηριότητας, που καθίσταται ο νέος εργοδότης. Σύμφωνα με μια γενική ερμηνευτική προσέγγιση, για να υπάρξει μεταβίβαση επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως ή τμήματος αυτών πρέπει να πρόκειται για μια «οικονομική οντότητα». Πρέπει να μεταβιβάζονται τόσα επί μέρους στοιχεία μιας επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως ή ακόμη και ενός τμήματος επιχειρήσεως ή εκμεταλλεύσεως και κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα μεταβιβαζόμενα στοιχεία να έχουν κάποια οργανική ενότητα («οικονομική οντότητα») την οποία να διατηρούν και υπό το νέο φορέα, ώστε να παραμένουν ικανά για την πραγματοποίηση του σκοπού, τον οποίο επιδίωκε ο προηγούμενος φορέας (ΑΠ 1319/2015 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 14/2012 ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με το άρθρο 4 του π.δ. 178/2002, δια της μεταβιβάσεως της επιχειρήσεως κλπ και από την ημερομηνία αυτής, όλα τα υφιστάμενα δικαιώματα και οι αντίστοιχες υποχρεώσεις, που είχε ο μεταβιβάζων από σύμβαση ή σχέση εργασίας, μεταφέρονται στο διάδοχο (παρ. 1 εδ. α’). Οπότε, επέρχεται μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη, σύμφωνα με τα ήδη γνωστά στο εσωτερικό δίκαιο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ.1 του ν. 2112/1920 κατά την οποία «η μεταβολή του προσώπου του εργοδότου, οπωσδήποτε επερχόμενη, ουδαμώς επηρεάζει την εφαρμογή των υπέρ του υπαλλήλου διατάξεων του παρόντος» και 9 παρ. 1 του β.δ. της 16/18-7-1920 «περί επεκτάσεως του ν. 2112 και επί των εργατών κλπ» (και του ήδη καταργημένου άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3239/1955). Η μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη επέρχεται αυτοδικαίως και ανεξάρτητα από τη νομική αιτία και τη μορφή μεταβίβασης της επιχείρησης κλπ, για την οποία, αν και οι εργαζόμενοι πρέπει να ενημερωθούν έγκαιρα και να κληθούν σε διαβουλεύσεις, δεν είναι αναγκαίο να συναινέσουν με οποιοδήποτε τρόπο. Για την εξασφάλιση των εργαζομένων, των οποίων οι θέσεις εργασίας μεταφέρονται στο νέο φορέα της επιχείρησης κλπ, ο μεταβιβάζων εξακολουθεί να ευθύνεται και μετά τη μεταβίβαση αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με το διάδοχο, για τις υποχρεώσεις που είχαν προκύψει από σύμβαση ή σχέση εργασίας μέχρι το χρόνο που αναλαμβάνει ο διάδοχος (άρθρο 4 παρ.1 εδ. β’ του π.δ. 178/2002). Μετά τη μεταβίβαση ο διάδοχος εξακολουθεί να τηρεί τους όρους εργασίας που προβλέπονταν ήδη από συλλογική σύμβαση εργασίας, απόφαση διαιτησίας, κανονισμό ή ατομική σύμβαση εργασίας (παρ. 2) και επέρχεται αυτοδίκαιη υποκατάσταση του νέου εργοδότη στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις και απαλλαγή του προηγούμενου εργοδότη για το μετά τη μεταβολή χρονικό διάστημα, αρκεί η επιχείρηση να συνεχίζεται, ως οικονομική μονάδα και να διατηρεί την ταυτότητα της με τον νέο φορέα, επιδιώκοντας τον ίδιο κερδοσκοπικό ή οικονομικό σκοπό. Ο τρόπος της μεταβιβάσεως δεν ενδιαφέρει (ΑΠ 1832/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1147/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 330/2015 ΝΟΜΟΣ).
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 15/9/2003 η ενάγουσα προσλήφθηκε από την πρώτη εναγόμενη ετερόρρυθμη εταιρία, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για να εργαστεί ως νοσηλεύτρια στην πρότυπη μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων που η τελευταία λειτουργούσε στη …… Αττικής, σε μισθωμένο ακίνητο ιδιοκτησίας των ………….. και ………., με μηναίο μικτό μισθό ανερχόμενο στο ποσό των 1.317,84 ευρώ. Από το έτος 2012 η πρώτη εναγόμενη άρχισε να αντιμετωπίζει ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα, συνεπεία των οποίων αδυνατούσε να καταβάλλει το μηναίο μίσθωμα στους πιο πάνω εκμισθωτές, με αποτέλεσμα τα οφειλόμενα μισθώματα να ανέλθουν στο ποσό των 88.120 ευρώ και κατόπιν σχετικής αγωγής των εκμισθωτών να εκδοθεί η υπ’ αριθμ. 337/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία υποχρέωνε την πρώτη εναγόμενη να τους αποδώσει τη χρήση του μισθίου και να τους καταβάλει το πιο πάνω ποσό. Για την απόδοση της χρήσης του μισθίου η πρώτη εναγόμενη και οι εκμισθωτές κατάρτισαν το από 21/12/2012 ιδιωτικό συμφωνητικό λύσης της μίσθωσης, με το οποίο η πρώτη εναγόμενη αναλάμβανε την υποχρέωση να αποδώσει στους εκμισθωτές τη χρήση του μισθίου έως την 31/3/2013. Έκτοτε και μετά την παράδοση της χρήσης του μισθίου η πρώτη εναγόμενη δεν άσκησε την ίδια ή διαφορετική επιχειρηματική δραστηριότητα, καθόσον ήδη από τον Απρίλιο του ίδιου έτους άρχισε να καταγγέλλει τις συμβάσεις εργασίας των εργαζόμενων στη επιχείρηση της. Τη σύμβαση εργασίας της ενάγουσας η πρώτη εναγόμενη κατάγγειλε εγγράφως την 18/9/2013. Την ημέρα εκείνη της όφειλε α) τις μη καταβληθείσες δεδουλευμένες αποδοχές της για το χρονικό διάστημα από την 1/4/2013 έως και την 18/9/2013 ανερχόμενες στο ποσό των 7.379,90 ευρώ [(5 μήνες Χ 1.317,84 ευρώ = 6.589,20 ευρώ) + (15 ημέρες Χ 1.317,84/25 = 790,70)], β) για το επίδομα των εορτών Πάσχα του έτους 2013 το ποσό των 686,37 ευρώ [1.317,84 ευρώ + (1.317,84 Χ αναλογία επιδόματος άδειας 0,04166) = 1.372,74 + 2], γ) για αναλογία επιδόματος εορτών Χριστουγέννων του έτους 2013 το ποσό των 809,37 ευρώ [1.317,84 ευρώ + (1.317,84 Χ αναλογία επιδόματος άδειας 0,04166) = 1.372,74 ευρώ Χ 2/25 Χ 7,37 19ήμερα], από το οποίο η αιτούσα αιτείται να της καταβληθεί το ποσό των 789,25 ευρώ, δ) για τις αποδοχές άδειας του έτους 2013 το ποσό των 1.317,84 ευρώ, ε) για το επίδομα άδειας το ποσό των 658,92 ευρώ (1.317,84 + 2). Επίσης έως σήμερα δεν της έχει καταβάλει την νόμιμη αποζημίωση για την απόλυση της, το ποσό της οποίας ανέρχεται, στις τακτικές αποδοχές έξι (6) μηνών, επειδή από το χρόνο πρόσληψης της (15/9/2003) έως την ημερομηνία της καταγγελίας (18/9/2013) παρήλθε χρονικό διάστημα 10 ετών και 3 ημερών, δηλαδή δικαιούται το ποσό των 9.224,88 ευρώ (1.317,84 + 1.317,84 Χ 1/6 (αναλογία επιδομάτων Πάσχα, Χριστουγέννων και άδειας) = 1.537,48 ευρώ Χ 6 μήνες). Συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες η ενάγουσα δικαιούται το ποσό των 20.057,16 ευρώ, το οποίο η πρώτη εναγόμενη δεν της έχει καταβάλει. Για την διευθέτηση της οφειλής αυτής η ενάγουσα και η πρώτη εναγόμενη προέβησαν στη σύνταξη του από 1/10/2013 ιδιωτικού συμφωνητικού αναγνώρισης και ρύθμισης χρέους στην οποία συμφωνήθηκαν τα ακόλουθα: «1. Η Β’ Συμβαλλόμενη (ενν. η ενάγουσα) προσλήφθηκε ως νοσηλεύτρια από την Α’ Συμβαλλόμενη (ενν. την πρώτη εναγόμενη) την 25/2/2003 με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. 2. Η Α’ Συμβαλλόμενη λόγω οικονομικών δυσχερειών και αδυναμίας καταβολής της νόμιμης αμοιβής προς την Β’ Συμβαλλόμενη, σήμερα καθίσταται υπόχρεη και οφειλέτιδα προς την Β’ Συμβαλλόμενη για το ποσό των 13.686,40 €, το οποίο αναλύεται ως εξής: Α. Αποζημίωση απόλυσης 7.686,40 € Β. Δεδουλευμένες αποδοχές 6.000,00 €. 3. Η Α’ Συμβαλλόμενη συνομολογεί, αναγνωρίζει και αποδέχεται ότι θα προβεί εντός έξι μηνών στην πλήρη και ολοκληρωτική εξόφληση της ανωτέρω οφειλής, γι’ αυτό και αποτρέπει την Α’ στο να ασκήσει σχετική Αγωγή. 4. Όλως εκ του περισσού, τέλος, αναφέρεται ότι το παρόν ιδιωτικό συμφωνητικό δεν συστήνει επ’ ουδενί νέα ενοχή, αποτελεί δε αποκλειστικώς και μόνον αποδεικτικό έγγραφο αναγνώρισης υφιστάμενης οφειλής. 5. Δια της παρούσας, η Β’ Συμβαλλόμενη δηλώνει ότι με την εξόφληση του ανωτέρω ποσού, αναγνωρίζει ότι ουδεμία άλλη αξίωση έχει ή διατηρεί έναντι της Α’ Συμβαλλόμενης από την μεταξύ τους εργασιακή σχέση». Από το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού αποδεικνύεται καταρχάς ότι με αυτό δεν καταρτίστηκε νέα σύμβαση αναγνώρισης του χρέους, αλλά καταρτίστηκε ως επιβεβαίωση του ήδη υφιστάμενου χρέους, όπως αυτό αναγράφεται στο ιδιωτικό συμφωνητικό, με τη σύνταξη του οποίου τα μέρη απέβλεψαν στη δημιουργία αφενός μεν αποδεικτικού μέσου και αφετέρου στην αποτροπή της ενάγουσας να ασκήσει την αγωγή της για τις ως άνω αξιώσεις της. Επομένως με τη συμφωνία αυτή δεν αντικαταστάθηκε η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από την οποία απορρέει η επίδικη οφειλή, όπως ρητά άλλωστε τα μέρη συμφώνησαν, η οποία εξακολουθεί να είναι ενεργή και μετά την κατάρτιση του εν λόγω συμφωνητικού. Άλλωστε περί του αντιθέτου δεν ισχυρίζεται ούτε η πρώτη εναγόμενη, αφού από την αντιπαραβολή του περιεχομένου του συμφωνητικού και των πρωτόδικων και ενώπιον του Εφετείου αυτού προτάσεων της αποδεικνύεται ότι αποδέχεται ότι οφείλει στη ενάγουσα τις δεδουλευμένες αποδοχές της για το χρονικό διάστημα από την 1/4/2013 έως την καταγγελία, τα επιδόματα του Πάσχα, Χριστουγέννων και άδειας του έτους 2013, τις αποδοχές της άδειας του ίδιου έτους καθώς και την αποζημίωση απόλυσης. Εσφαλμένα όμως υπολογίζει την συνολική οφειλή της για τις ως άνω αιτίες στο ποσό των 6.000 ευρώ. Το σφάλμα του υπολογισμού της έγκειται αφενός μεν στο γεγονός ότι από κάθε οφειλόμενο ποσό, πλην των αποδοχών άδειας, αφαιρεί το ποσό της υπέρ του ΙΚΑ ασφαλιστικής εισφοράς που βαραίνει τον εργαζόμενο (ποσοστό 19,45%), η οποία αφαίρεση είναι μη νόμιμη, διότι αντικείμενο της αξιώσεως, άρα και της δίκης, για αποδοχές του μισθωτού είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλ. εκείνες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμον υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών κρατήσεις, όπως τις λόγω των εργατικών προς το ΙΚΑ και ταμείο επικουρικής ασφάλισης (άρθ. 26 παρ. 5 αν. 1846/51) εισφορών, το φόρο μισθωτών υπηρεσιών, το χαρτόσημο εξοφλήσεως μισθού, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού. Συνακόλουθα, οι γινόμενες από τον εργοδότη σχετικές καταβολές αναφέρονται στα ακαθάριστα αυτά ποσά αποδοχών, τα οποία αφορούν και τις δικαστικά επιδικαζόμενες διαφορές αντίστοιχα αποδοχών, από τις οποίες (επιδικαζόμενες ακαθάριστες αποδοχές) παρακρατούνται από τον εργοδότη οι ασφαλιστικές εισφορές, ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών και χαρτόσημο εξοφλήσεως και αποδίδονται στους τρίτους δικαιούχους των εν λόγω ποσών (σχετ. ΑΠ 135/2003 ΕλΔνη 44, 1320, ΑΠ 1197/1998 ΔΕΝ 55, 205, ΑΠ 1103/1998 ΔΕΝ 54, 1034). Αφετέρου δε, διότι η πρώτη εναγόμενη αβάσιμα ισχυρίζεται ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έγινε την 30/6/2013 και ότι συνεπώς δικαιούται δεδουλευμένες αποδοχές τριών (3) μηνών, αναλογία δώρου Χριστουγέννων έως την 30/6/2013 και ως αποζημίωση απόλυσης τις τακτικές αποδοχές πέντε (5) μηνών και συνολικά το ποσό των 7.686,40 ευρώ (1.317,84 + 1.317,84 Χ 1/6 =1.537,48 ευρώ Χ 5 μήνες), διότι έως τότε είχε συμπληρώσει χρόνο υπηρεσίας 9 ετών 9 μηνών και 15 ημερών. Τούτο διότι η καταγγελία όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 167, 168, 648, 669 του ΑΚ, 1 και 3 του ν. 2112/1920, 1, 3 παρ. 5 του β.δ. από 16/18.7.1920 και 5 του ν. 3198/1955, είναι μονομερής, αναιτιώδης και απευθυντέα δικαιοπραξία (θεωρούμενη έγκυρη, όταν γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλομένη γι’ αυτήν νόμιμη αποζημίωση) και αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια από τότε που ο παραλήπτης εργαζόμενος λαμβάνει γνώση αυτής (ΑΠ 1619/2006 ΝΟΜΟΣ), γνώση δηλ. της βούλησης του εργοδότη για λύση της σύμβασης, όπως, κατά τα προεκτεθέντα, η βούληση αυτή εκφράζεται και συγκεκριμενοποιείται στην (περιέχουσα αυτήν) καταγγελία (ΑΠ 2234/2013 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω το έντυπο της έγγραφης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, που τόσο η ενάγουσα όσο και η πρώτη εναγόμενη έχουν συνυπογράψει, επικαλούνται και προσκομίζουν, αναγράφει ως ημερομηνία κοινοποίησης καταγγελίας σύμβασης εργασίας και ως ημερομηνία καταβολής της αποζημίωσης την 18/9/2013, χωρίς από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο η πρώτη εναγόμενη να αποδεικνύει ότι η δήλωση βούλησης της για τη λύση της σύμβασης είχε ήδη περιέλθει στην πρώτη εναγόμενη την 30/6/2013, όπως ισχυρίζεται. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε ότι οι πράγματι οφειλόμενες δεδουλευμένες αποδοχές της ενάγουσας αποτυπώθηκαν στο πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο η τελευταία υπέγραψε χωρίς επιφύλαξη και υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει σε αυτή το συνολικό ποσό των 13.686,40 ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οι πραγματικές οφειλόμενες αποδοχές της είναι οι αναγραφόμενες στην αγωγή να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Σημειωτέον ότι ο επιμέρους προβαλλόμενος με τον ίδιο λόγο ισχυρισμός της ενάγουσας, ότι δεν προσλήφθηκε το Σεπτέμβριο του έτους 2003, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αλλά την 25/2/2003, όπως αναγράφεται στο πιο πάνω ιδιωτικό συμφωνητικό, αλυσιτελώς προβάλλεται και δεν ασκεί ουδεμία επιρροή στην ένδικη περίπτωση για τον υπολογισμό της αποζημίωσης απόλυσης, διότι, σύμφωνα με όσα έχουν ως άνω εκτεθεί, έγινε δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο αγωγικός ισχυρισμός ότι η αποζημίωση απόλυσης της πρέπει να υπολογιστεί στις αποδοχές έξι και όχι πέντε μηνών, όπως ισχυρίστηκε η πρώτη εναγόμενη.
Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι μετά την απόδοση της χρήσης του μισθίου από την πρώτη εναγόμενη εγκαταστάθηκε σε αυτό το Μάρτιο του έτους 2013 η δεύτερη εναγόμενη εταιρία περιορισμένης ευθύνης, η οποία λειτουργεί σε αυτό επίσης οίκο ευγηρίας με το διακριτικό τίτλο ………….. Παρά το ομοειδές των παρεχόμενων υπηρεσιών, από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο αποδείχθηκε, ότι η δεύτερη εναγόμενη είναι διάδοχος της πρώτης εναγόμενης, με την έννοια ότι μεταβιβάστηκε σε αυτή η ως άνω επιχείρηση της ως οικονομική οντότητα που διατήρησε την ταυτότητα της. Η ενάγουσα δεν απέδειξε ότι η δεύτερη εναγόμενη συνέχισε την επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης εναγόμενης, διότι δεν απέδειξε, ότι κάποιος από τους εργαζόμενους στην πρώτη εναγόμενη συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του υπό το ίδιο με το προηγούμενο εργασιακό καθεστώς και στη δεύτερη εναγόμενη, ότι η δεύτερη εναγόμενη λειτουργεί την επιχείρηση της με τον ίδιο τεχνολογικό και μηχανολογικό εξοπλισμό με αυτό της πρώτης εναγόμενης και ότι μεταβιβάστηκαν έστω κάποια στοιχεία της επιχείρησης της πρώτης εναγόμενης τα οποία διατηρούν οργανική ενότητα, προκείμενου να είναι ικανά για την πραγματοποίηση του σκοπού, τον οποίο επιδίωκε η πρώτη εναγόμενη. Το κατατεθέν από το μάρτυρα απόδειξης γεγονός ότι πριν την αποχώρηση της πρώτης εναγόμενης από το μίσθιο κάποιοι από τους εργαζόμενους της ενημέρωναν τους εργαζόμενους της δεύτερης εναγόμενης για τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους, δεν αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της μεταβίβασης της επιχείρησης, όπως στη μείζονα σκέψη εκτέθηκε. Επομένως η δεύτερη εναγόμενη δεν βαρύνεται με οποιαδήποτε υποχρέωση σε σχέση με την επίδικη οφειλή της πρώτης εναγόμενης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφαση του τα ίδια δέχθηκε και απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγόμενη ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Κατά συνέπεια πρέπει η έφεση ν’ απορριφθεί ως προς τη δεύτερη εναγόμενη – εφεσίβλητη ως ουσιαστικά αβάσιμη και να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη ως προς την πρώτη εναγόμενη – εφεσίβλητη ετερόρρυθμη εταιρία, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς αυτήν και αφού κρατηθεί η υπόθεση να ερευνηθεί η αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης εναγόμενης, ως προς όλα τα πρωτοδίκως υποβληθέντα προς οριστική διάγνωση της διαφοράς ζητήματα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και οι κατωτέρω αναφερόμενες καταλυτικές της αγωγής ενστάσεις, τις οποίες η πρώτη εναγόμενη είχε προβάλει νόμιμα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και παραδεκτά επαναφέρει με τις προτάσεις της και στο παρόν Δικαστήριο (άρθρο 240 του ΚΠολΔ), για την εξέταση της ουσιαστικής βασιμότητας των οποίων το παρόν Δικαστήριο, εξαφανίζοντας την πρωτόδικη απόφαση, καθίσταται αρμόδιο κατά τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ (ΕφΔωδ 181/2015 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘρακ 321/2015 ΝΟΜΟΣ).
Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ η αγωγή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα 118 και 117 του ιδίου κώδικα, πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Η δε έκθεση στο δικόγραφο της αγωγής των πραγματικών περιστατικών (τα οποία πρέπει να είναι όσα είναι νομικώς ικανά και αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η προστασία και τα οποία πρέπει να αναφέρονται με τέτοια σαφήνεια ώστε να εξατομικεύουν την επίδικη έννομη σχέση και να μην καταλείπεται αμφιβολία περί της αξιώσεως που απορρέει από αυτά) είναι απαραίτητη για να υπάρχει η δυνατότητα το μεν δικαστήριο να κρίνει τη νομική βασιμότητα της αγωγής και να διατάξει τις δέουσες αποδείξεις, ο δε εναγόμενος να αμυνθεί κατά της αγωγικής αξιώσεως που θεμελιώνεται επ’ αυτών με ανταπόδειξη ή ένσταση. Η έλλειψη ή η ανεπάρκεια ή η ασαφής αναφορά κάποιου από τα γεγονότα αυτά συνιστά έλλειψη προδικασίας και καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπώς απαράδεκτη, η αοριστία δε αυτή ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 648 επ. του ίδιου κώδικα προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εργαζόμενος ζητεί διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών ή άλλα οφειλόμενα από την εργασιακή σύμβαση, πρέπει να εκτίθενται σ’ αυτήν ο χρόνος καταρτίσεως της συμβάσεως, ο συμφωνημένος ή νόμιμος μισθός, το είδος της παρασχεθείσας εργασίας, οι όροι παροχής και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται (ΑΠ 900/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 75/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 430/2014 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω η ενάγουσα αναφέρει με λεπτομέρεια στην αγωγή της το χρόνο πρόσληψη της, τα καθήκοντα της, τις νόμιμες αποδοχές της, το χρόνο για τον οποίο οφείλονται οι αποδοχές της και το χρόνο καταγγελίας της σύμβασης, ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία ως προς τις αξιώσεις της. Επομένως η σχετική προβαλλόμενη από την πρώτη εναγόμενη ένσταση αοριστίας του δικογράφου της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Περαιτέρω η πρώτη εναγόμενη αντικρούοντας την αγωγή ως προς το αίτημα για την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης προέβαλε την ένσταση απαραδέκτου της ένδικης αξίωσης, για το λόγο ότι από το χρόνο της απόλυσης έως το χρόνο άσκησης της αγωγής παρήλθε η εξάμηνη ανατρεπτική προθεσμία του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 3198/1955, η οποία αρχίζει από το χρόνο της καταγγελίας. Συγκεκριμένα ισχυρίστηκε ότι από το χρόνο της απόλυσης της ενάγουσας (τον οποίο εσφαλμένα, κατά τα ανωτέρω θεωρεί ότι είναι η 30/6/2013) έως το χρόνο κατάρτισης του από 1/10/2013 ιδιωτικού συμφωνητικού παρήλθε χρονικό διάστημα 3 μηνών και από την 1/4/2014, οπότε έληξε η συμφωνηθείσα 6μηνη προθεσμία καταβολής της αποζημίωσης, εντός της οποίας η ενάγουσα δεν θα ασκούσε αγωγή για τις επίδικες αξιώσεις της, έως το χρόνο άσκησης της αγωγής (20/8/2014) παρήλθε χρονικό διάστημα 4 μηνών και 20 ημερών. Ο ισχυρισμός αυτός πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι όπως ανωτέρω αποδείχθηκε, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας έγινε την 18/9/2013, χρόνος έναρξης και της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας και έως το χρόνο της σύνταξης του συμφωνητικού μεσολάβησε χρονικό διάστημα 13 ημερών, ανεστάλη δε ο χρόνος της προθεσμίας έως την 1/4/2014 (καταλυτική ημερομηνία για την εξόφληση της ενάγουσας), οπότε συνεχίστηκε ο χρόνος της προθεσμίας χωρίς από τότε έως την επίδοση της αγωγής την 28/8/2014 (υπ’ αριθμ. ……… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά Γ.Β..), να συμπληρωθεί ο υπολειπόμενος χρόνος της αποσβεστικής προθεσμίας.
Πρέπει επομένως η αγωγή να γίνει δεκτή ως προς την πρώτη εναγόμενη ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων πενήντα επτά ευρώ και δέκα έξι ευρώ (20.057,16) με το νόμιμο τόκο από τη ημέρα που κάθε επί μέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό έως την εξόφληση τους. Τα δικαστικά έξοδα της δεύτερης εφεσίβλητης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης για αυτό το βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας – ενάγουσας λόγω της ήττας της ενώ τα δικαστικά έξοδα της τελευταίας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της πρώτης εφεσίβλητης λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση στην ουσία της ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη της δεύτερης εφεσίβλητης, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση και κατ’ ουσίαν ως προς την πρώτη εφεσίβλητη.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 5226/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη -εναγόμενη.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων πένητα επτά ευρώ και δέκα έξι λεπτών (20.057,16) με το νόμιμο τόκο από το τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη απαιτητό έως την εξόφληση του.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της πρώτης εναγόμενης τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια
συνεδρίαση στο ακροατήριο του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των
διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 19 Οκτωβρίου 2018.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ