ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός 638/2018
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Ύστερα από τη ματαίωση της συζητήσεώς της κατά την μετ’ αναβολές της αρχικής προς τούτο ορισθείσα δικάσιμο της 4ης.5.2017, νομότυπα με την από 5.5.2017 κλήση του καλούντος – εκκαλούντος – ενάγοντος (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………) επαναφέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 21.3.2014 (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …… και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …….) έφεση που στρέφεται κατά της με αριθμό 6055/2013 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων επί των από 15.2.2005 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……… και από 17.5.2007 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …….. δύο [2] αγωγών του καλούντος, τις οποίες συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και τις απέρριψε.
ΙΙ. Με την πρώτη αγωγή του ο ενάγων υποστήριξε ότι στις 22.7.2004 ευρισκόμενος στην προκυμαία του λιμένα των Σπετσών σε αναμονή φιλικού του προσώπου, που θα κατέφθανε στη νήσο με το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Ν., της πλοιοκτησίας της πρώτης από τους εναγομένους, ασφαλισμένο για την αστική ευθύνη από τη λειτουργία του στο δεύτερο από αυτούς αλληλασφαλιστικό συνεταιρισμό και κυβερνούμενο από τον τρίτο εναγόμενο, πλοίαρχό του, υπέστη σοβαρό ατύχημα και, συγκεκριμένα, ότι τραυματίστηκε στο πέλμα του δεξιού ποδιού του, όταν λόγω των καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν (άνεμοι που προκαλούσαν κυματισμό) ο καταπέλτης του πλοίου, που δεν εφαπτόταν στο κρηπίδωμα λόγω και της χαλαρής προσδέσεώς του στο λιμένα, μετακινήθηκε και επέπεσε στο πέλμα του, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει σοβαρή βλάβη, που επέφερε μόνιμη αναπηρία του, επειδή υποβλήθηκε σε ακρωτηριασμό δύο [2] δακτύλων, από υπαιτιότητα του τρίτου εναγομένου, που επέτρεψε την ανασφαλή αποβίβαση από το πλοίο, χωρίς να μεριμνήσει για την παρουσία υπευθύνου που να την επιβλέπει προς αποτροπή ατυχήματος. Με βάση τα περιστατικά αυτά ο ενάγων ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, ενεχόμενοι εις ολόκληρον, να τον αποζημιώσουν καταβάλλοντάς του νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής το συνολικό χρηματικό ποσόν των τριακοσίων είκοσι πέντε χιλιάδων πεντακοσίων είκοσι ενός ευρώ και τριάντα οκτώ λεπτών (325.521,38 €) προς ανόρθωση των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για τις ανάγκες της νοσηλείας του (5.521,38 €), προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη συνεπεία του ατυχήματός του (20.000 €) και ως πρόσθετη αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ, εξαιτίας της αναπηρίας του, που θα επηρέαζε δυσμενώς στο μέλλον την προσωπική, κοινωνική και επαγγελματική του εξέλιξη (300.000 €), που ήταν προσανατολισμένη στο χώρο του αθλητισμού και ειδικότερα του ποδοσφαίρου, κατά τα ειδικότερα εκτεθέντα στο δικόγραφό της. Ακολούθως, με τη χρονικά δεύτερη και ρητώς συμπληρωματική της πρώτης αγωγή του ο ενάγων αναφέρθηκε στα ίδια πραγματικά περιστατικά, επικαλέστηκε ότι ο σοβαρός τραυματισμός του είχε ως συνεπεία, αφενός, να αποστερηθεί από τη δυνατότητα μεταγραφής του σε «μεγάλο αθλητικό ποδοσφαιρικό σωματείο με ικανοποιητικές μηνιαίες απολαβές, οι οποίες για τα πρώτα δύο έτη θα ανέρχονταν στο ποσό των 2.000 € καθαρά», για την οποία (μεταγραφή) είχε «ήδη έλθει σε συμφωνία με μάνατζερ» και, αφετέρου, να στραφεί στη «μόνη εναλλακτική επαγγελματική ενασχόληση» που του απέμενε, αυτήν του προπονητή ποδοσφαιρικής ομάδας, για τη σπουδή της οποίας ήταν αναγκαία η επί τετραετία παρακολούθηση μαθημάτων στο εξωτερικό και, συγκεκριμένα, στο πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον της Μεγάλης Βρετανίας και ζήτησε την εις ολόκληρον καταδίκη των αυτών εναγομένων στην πληρωμή, με το νόμιμο τόκο από το ίδιο ως άνω αφετήριο χρονικό σημείο, α] του χρηματικού ποσού των σαράντα οκτώ χιλιάδων ευρώ (48.000 €), στο οποίο αντιστοιχεί το εισόδημα (διαφυγόν κέρδος) που θα αποκόμιζε αμειβόμενος από το ποδοσφαιρικό σωματείο στο οποίο επρόκειτο να μεταγραφεί και β] του χρηματικού ποσού των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €) προς αντιμετώπιση των εξόδων μετακινήσεώς του αεροπορικώς από και προς τη Μεγάλη Βρετανία και των εκατόν είκοσι μιας χιλιάδων λιρών Αγγλίας (121.000 £), ως δαπάνες της εκεί παραμονής του και της φοίτησής του στο ανωτέρω πανεπιστημιακό ίδρυμα, δηλαδή προς αποκατάσταση της μέλλουσας θετικής ζημίας του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο συνεκδίκασε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία τις εν λόγω αγωγές και με την εκκαλούμενη απόφασή του τις απέρριψε, ως προς μεν το δεύτερο εναγόμενο αμφότερες ως απαράδεκτες, ελλείψει παθητικής νομιμοποιήσεώς του, επειδή έκρινε ότι ο ενάγων δεν είχε ευθεία αγωγή εναντίον του, ως προς δε τους λοιπούς εναγομένους, τη δεύτερη αγωγή ως αόριστη ως προς το αίτημά της περί αποζημιώσεως του διαφυγόντος κέρδους του ενάγοντος και ως νομικά αβάσιμη ως προς το αίτημα αποκαταστάσεως της μέλλουσας θετικής ζημίας του, την οποία θεώρησε εξαρτημένη από άγνωστους και αστάθμητους παράγοντες και την πρώτη αγωγή, την οποία ερεύνησε κατ’ ουσίαν, επειδή έκρινε ότι αποκλειστικός υπεύθυνος για τον τραυματισμό του υπήρξε ο ίδιος ο ενάγων, σε βάρος του οποίου επέβαλε και τα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του για αμφότερες τις αγωγές του που απορρίφθηκαν. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη ο ενάγων και, με την επίκληση λόγων αναγόμενων σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και σε μη ορθή επιβολή των δικαστικών εξόδων σε βάρος του, ζητεί με την ένδικη έφεσή του την εξαφάνισή της, ώστε να γίνουν δεκτές οι δύο [2] αγωγές του στο σύνολό τους.
ΙΙΙ. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ, πριν από την επίδοση της εκκαλουμένης και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011), συνοδευόμενη από το νόμιμο παράβολο (βλ. τα με αριθμούς ………. παράβολα σειράς Α, του ΤΑΧΔΙΚ τα δύο [2] πρώτα και του Δημοσίου τα υπόλοιπα). Κατά το μέρος της, όμως, που στρέφεται εναντίον του δευτέρου εφεσιβλήτου, η σχετική με τον οποίον κρίση της εκκαλουμένης δεν προσβάλλεται παρά μόνον ως προς την επιδίκαση υπέρ του των δικαστικών εξόδων, όχι δε και για την ουσία της απορρίψεως της κατ’ αυτού αγωγικής απαιτήσεως, ενώ τούτο δεν επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 193 ΚΠολΔ, η έφεση είναι απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 617/2008, ΕφΑΔ 2008/705, ΕφΘεσ. 442/2010, Αρμ. 2013/1916, ΕφΑθ. 4776/2009, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 796/2008, ΠειρΝ 2010/29). Κατά τα λοιπά η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω [τακτική] διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ).
- IV. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 914 και 929 ΑΚ προκύπτει ότι σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας του ο παθών δικαιούται αποζημίωση, η οποία, σε περίπτωση κατά την οποία η επελθούσα βλάβη απομειώνει την εργασιακή του ικανότητα και εντεύθεν τη δυνατότητά του κτήσεως εισοδήματος από την εργασία του, μπορεί να περιλάβει και ο,τιδήποτε αυτός θα στερείται στο μέλλον συνεπεία της ανικανότητάς του αυτής. Κατά δε τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 του Κώδικα αυτού, ο υπόχρεος οφείλει να παράσχει την αποζημίωση σε χρήμα, αυτή δε καλύπτει τόσο τη μείωση της υπάρχουσας περιουσίας του δανειστή, δηλαδή τη θετική του ζημία, όσο και την αποθετική, δηλαδή τη ζημία που υφίσταται από τη ματαίωση της αυξήσεως της περιουσίας του, που καλείται και διαφυγόν κέρδος (ΑΠ 104/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 83/2002, Δνη 2002/1056, ΑΠ 913/1996, Δνη 1997/105) και του οποίου ο νομοθέτης παραθέτει τον ορισμό, προκειμένου να διευκολύνει την απόδειξή του, δεδομένου ότι πρόκειται για μέγεθος που προσδιορίζεται μόνον υποθετικά (Μ. Σταθόπουλος, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, άρθρα 297 – 298, αρ. 18 – 21, ο ίδιος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 1998, § 8, σελ. 170 επομ., Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2015, § 11, αρ. 1, σελ. 156 επομ., Π. Φίλιος, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2011, § 172, Β, σελ. 316 επομ., Αλ. Λιτζερόπουλος, σε ΕρμΑΚ, άρθρο 298, αρ. 12 – 20). Έτσι, κατά το άρθρο 298 ΑΚ διαφυγόν κέρδος είναι εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την επιδίκαση διαφυγόντος κέρδους πρέπει να πιθανολογηθούν (ΑΠ 325/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) το μέγεθος του αναμενομένου κέρδους και η απώλειά του (Αστ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, Ι, 2007, σελ. 145 επομ.). Από την ίδια διάταξη σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 216 § 1 ΚΠολΔ, από την οποία συνάγεται ότι αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη, αποτελεί η πληρότητα της ιστορικής της βάσης, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των περιστατικών που σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν την ζητούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 192/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προκύπτει περαιτέρω ότι για την πληρότητα της περί επιδικάσεως διαφυγόντος κέρδους αγωγής, πρέπει να εκτίθενται σαφώς σ’ αυτήν τα περιστατικά που προσδιορίζουν την προσδοκία του αντίστοιχου κέρδους. Προς το σκοπό αυτό απαιτείται η εξειδικευμένη και λεπτομερής, κατά περίπτωση, μνεία των περιστατικών που καθιστούν πιθανό το κέρδος, το οποίο θα είχε πραγματοποιηθεί αν δεν είχε μεσολαβήσει τα ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 853/2014, Ε7/2014/1296 = ΕπιΔικΙΑ 2014/367, ΑΠ 390/2004, Δνη 2005/1656, 1680 = ΝοΒ 2005/664 = ΔΕΕ 2005/65 = ΕΕμπΔ 2006/55). Πράγματι, για την αποκατάσταση της αποθετικής ζημίας ο νομοθέτης δεν αρκείται στον απλό υπολογισμό μιας αριθμητικής ποσότητας, που παριστά το διαφυγόν κέρδος ούτε στην απλή προσδοκία κτήσεώς του αλλά απαιτεί το κέρδος να παρίσταται με βασιμότητα πιθανό και όχι απλώς ελπιζόμενο ή ενδεχόμενο ή, πολύ περισσότερο, τυχαίο (ΑΠ 1105/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 869/2013, ΝοΒ 2013/2500, ΑΠ 1364/2013, ΔΕΕ 2014/56 = ΧρΙΔ 2014/195 = ΕΕμπΔ 2014/168, ΑΠ 1101/2012, ΧρΙΔ 2013/24, Γ. Μπαλής, Ενοχικόν Δίκαιον [κατά τον Κώδικα], Γενικόν Μέρος, 1952, § 23, σελ. 84 επομ.), με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι η συνήθης πορεία των πραγμάτων (ΑΠ 611/2008, ΕΠολΔ 2008/709 = ΝοΒ 2009/552). Τούτο σημαίνει ότι κατά το χρόνο επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος πρέπει (να εκτίθεται ότι) υφίσταται ήδη μια έννομη σχέση ή κατάσταση, η οποία, αν εξακολουθούσε ομαλά, θα ήταν πρόσφορη να εξασφαλίσει αιτιωδώς στο μέλλον προσόδους στο δικαιούχο ίσες προς αυτές που δικαστικώς επιδιώκει (Σ. Αφουξενίδης, Αι πιθανότητες του άρθρου 298 ΑΚ και αι πιθανότητες πραγματώσεως επικερδούς γεγονότος, σε ΝοΒ 1959/880 επομ.).
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω η δεύτερη των ενδίκων αγωγή, κατά το σκέλος της με το οποίο επιδιώχθηκε η αποζημίωση του κέρδους που ο ενάγων θα αποκόμιζε από τη λήψη μηνιαίου μισθού ύψους δύο χιλιάδων ευρώ (2.000 €) επί μία διετία λόγω της συνεργασίας του με μεγάλο αθλητικό ποδοσφαιρικό σωματείο, στο οποίο επρόκειτο να μεταγραφεί καθόσον είχε «ήδη έλθει σε συμφωνία με μάνατζερ», ήταν πράγματι αόριστη και ορθώς με την εκκαλουμένη απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, δεδομένου ότι η συμφωνία ποδοσφαιριστή με μάνατζερ δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και συμφωνία με τον από αυτόν κατά τις διαπραγματεύσεις εκπροσωπούμενο μέλλοντα εργοδότη του ποδοσφαιριστή, αφού δεν υφίσταται ακόμα η έννομη σχέση τους (εργασιακή σύμβαση) από την οποία ο παθών θα μπορούσε, αν δεν είχε μεσολαβήσει το ατύχημά του, να εξασφαλίσει μελλοντικές προσόδους. Επομένως, ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης, με την οποία ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα, δεν είναι βάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
- V. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 914, 929 και 297 ΑΚ συνάγεται ότι αυτός που έπαθε βλάβη στο σώμα ή στην υγεία του δικαιούται να αξιώσει και την μελλοντική θετική του ζημία, αυτή δηλαδή που είναι πιθανό να υποστεί στο μέλλον κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ως αναγκαία συνέπεια της κατάστασης που δημιουργήθηκε κατόπιν του αδικήματος, εφόσον, όμως, είναι δυνατός ο από πριν προσδιορισμός της (ΕφΘεσ. 670/1995, Αρμ. 1995/469). Αν η ζημία δεν είναι μέλλουσα, υπό την έννοια αυτή, αλλά εξαρτάται από άλλους αστάθμητους παράγοντες, οι οποίοι είναι ενδεχόμενο είτε να επέλθουν είτε να μην επέλθουν στο μέλλον και των οποίων η τυχόν μέλλουσα πραγματοποίηση είναι αδύνατο να προβλεφθεί κατά τους κανόνες της κοινής πείρας, κατά τρόπον ώστε να μην είναι από τώρα δυνατός ο προσδιορισμός της ζημίας, τότε η συναφής απαίτηση δεν επιδικάζεται παρά μόνον όταν γεννηθούν όλοι οι όροι για την αποζημίωσή της (ΕφΘεσ. 982/1990, Αρμ. 1990, 1178). Ο ενάγων που επιδιώκει την αποκατάσταση της μέλλουσας ζημίας του πρέπει να εκθέτει στην αγωγή του συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία να πιθανολογείται η ζημία του, ικανά να καταστήσουν δυνατή στο δικαστή της ουσίας την εκτίμηση της πιθανότητας επελεύσεως της ζημίας. Εφόσον αυτό συμβαίνει τότε η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη. Αν όμως από την έκθεση των περιστατικών η μελλοντική ζημία παρίσταται ως ενδεχόμενη απλά, τότε η αγωγή δεν είναι νόμιμη και δεν θεμελιώνεται αξίωση αποζημιώσεως (ΑΠ 611/2008, ΑΠ 122/2006, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα, 2008, § 17, αρ. 49 – 53, σελ. 270 – 272).
Επομένως, η εκκαλουμένη που απέρριψε ως νομικά αβάσιμο το κονδύλιο της δεύτερης αγωγής, με το οποίο ο ενάγων επεδίωξε την αποκατάσταση των δαπανών στις οποίες ισχυρίστηκε ότι θα υποβαλλόταν για να αντιμετωπίσει τα έξοδα μεταβάσεως, παραμονής και φοίτησής του στο αναφερόμενο πανεπιστημιακό ίδρυμα του εξωτερικού, προκειμένου να αποκτήσει πτυχίο προπονητή ποδοσφαίρου, επειδή η λήψη αυτού ήταν «η μόνη εναλλακτική επαγγελματική ενασχόληση» που του απέμενε μετά τον τραυματισμό του, που τον καθιστούσε ανίκανο να εργαστεί ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ορθώς τις παραπάνω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και ο τρίτος λόγος της ένδικης έφεσης κατά το συναφές δεύτερο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον η αναγκαιότητα λήψης πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών του ως άνω είδους προϋπέθετε την ανικανότητά του να απασχοληθεί επαγγελματικά ως ποδοσφαιριστής. Η άσκηση του ως άνω επαγγέλματος, όμως, ήταν υπό τα εκτιθέμενα απλώς ενδεχόμενη και όλως αβέβαιη, εξαρτημένη από αστάθμητους παράγοντες, όπως η επάρκεια του ενάγοντος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του επαγγελματικού αθλητισμού, για τον προσδιορισμό της οποίας δεν αρκούσε η επίκληση μόνου του γεγονότος ότι ήταν έως του τραυματισμού του «πολύ καλός ποδοσφαιριστής».
- VI. Από την ένορκη κατάθεση της μαρτύρα αποδείξεως, που ελήφθη στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεώς του, από την από του μηνός Ιουλίου του έτους 2004 προκαταρκτική έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α.Μ., διπλωματούχου ναυπηγού – μηχανολόγου ΕΜΠ, που συντάχθηκε με την επιμέλεια της πρώτης εναγομένης και λαμβάνεται υπόψη κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ, καθώς και από το σύνολο των νομίμως από τους διαδίκους επικαλούμενων και προσκομιζόμενων εγγράφων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται αντίγραφα εγγράφων της ποινικής δικογραφίας που σχηματίστηκε για το ένδικο συμβάν από το Λιμεναρχείο Σπετσών, που διενήργησε προανάκριση, η οποία συνεχίστηκε από το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πειραιώς (ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις, ανωμοτί εξηγήσεις ως και υπ’ αριθμ. 512/19.5.2011 καταδικαστική του Γ΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και υπ’ αριθμ. 688/2.4.2012 απαλλακτική του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς αποφάσεις επί της ποινικής κατηγορίας για την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια παρ’ υποχρέων, των άρθρων 314 § 1 εδαφ. α και 315 § 1 του ΠΚ, που αποδόθηκε στον τρίτο εναγόμενο, πλοίαρχο και στον ………, ύπαρχο του Ε/Γ – Ο/Γ πλοίου Ν.), που εκτιμώνται προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 359/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΘεσ. 1271/2012, Αρμ. 2014/603), τα οποία (έγγραφα) οι διάδικοι επικαλούνται και νομότυπα προσκομίζουν, μερικών μάλιστα εκ των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδικότερη μνεία κατωτέρω χωρίς να παραγνωρίζεται η αποδεικτική δύναμη των λοιπών, σε συνδυασμό προς τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 § 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως κατά την κρίση του Δικαστηρίου τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Στις 22.7.2004 και περί ώρα 12:00 μεσημβρινή ο γεννηθείς το έτος 1986 και ηλικίας τότε δεκαοκτώ [18] ετών ενάγων βρισκόταν, μαζί με τις φίλες του …….. και ……….., στην προκυμαία του λιμένος των Σπετσών, όπου παραθέριζε, προκειμένου να υποδεχθεί την αδελφή της πρώτης και κοινή όλων φίλη …….., που επρόκειτο να αφιχθεί από τον Πειραιά με προγραμματισμένο ακτοπλοϊκό δρομολόγιο, που εκτελούσε το Ε/Γ – Ο/Γ πλοίο Ν. , το οποίο ανήκε στην πλοιοκτησία της πρώτης εναγομένης και είχε αναχωρήσει από τον αφετήριο λιμένα του στις 08:00 της ημέρας εκείνης. Την ώρα εκείνη στο θαλάσσιο χώρο των Σπετσών έπνεε ισχυρός άνεμος, που προκαλούσε κυματισμό ακόμη και εντός του λιμένος. Μετά την άφιξή του το εν λόγω πλοίο, κυβερνήτης του οποίου ήταν ο τρίτος εναγόμενος ………, πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού, αγκυροβόλησε στο λιμένα, στις μπίντες (δέστρες) του οποίου προσδέθηκε με δύο [2] κάβους, που συνέδεαν την πρύμνη του με σταθερά σημεία στο κρηπίδωμα. Έτσι πρυμνοδετημένο κατέβασε τον κεντρικό πρυμναίο καταπέλτη του στον προβλήτα, προκειμένου να αποβιβάσει επιβάτες και οχήματα. Ο καταπέλτης αυτός ήταν χαλύβδινης κατασκευής, βάρους τριών [3] περίπου τόνων και είχε μήκος έξι μέτρα και είκοσι εκατοστά (6,20 μ.), προεκτεινόμενο κατά εβδομήντα ακόμη εκατοστόμετρα (0,70 μ.) με το μήκος των ακραίων περιστρεφόμενων τμημάτων του, ενώ το πλάτος του εκτεινόταν σε πέντε μέτρα και ογδόντα εκατοστά (5,80 μ.). Λόγω των ανέμων που έπνεαν από βόρειες – βορειοανατολικές διευθύνσεις και είχαν ένταση περί τους πέντε βαθμούς στην κλίμακα μποφόρ (5 Β), όπως δεν αμφισβητείται, ο κυματισμός εντός του λιμένα των Σπετσών προκαλούσε κλυδωνισμούς του πλοίου και, συγκεκριμένα, ταλαντώσεις αυτού ως προς τον κάθετο άξονά του, με διαδοχικές προνεύσεις (βυθίσεις και ανόδους) της πρύμνης του, την κίνηση των οποίων ακολουθούσε και ο καταπέλτης του, ο οποίος δεν παρέμενε συνεχώς εφαπτόμενος στο κρηπίδωμα του προβλήτα. Κινήσεις, όμως, ως προς τον οριζόντιο άξονα του πλοίου (δεξιά – αριστερά) δεν έκανε ο καταπέλτης, δεδομένου ότι είχε προσδεθεί στα ως άνω σταθερά σημεία όχι προχείρως αλλά με σκοπό να παραμείνει στο λιμένα επί τρίωρο τουλάχιστον, μέχρι την αναχώρησή του για το επόμενο προγραμματισμένο δρομολόγιό του. Στις 12:35 της ιδίας εκείνης ημέρας είχε σχεδόν ολοκληρωθεί η αποβίβαση των επιβατών, όταν ο ενάγων, ο οποίος μέχρι τότε στεκόταν σε απόσταση εξήντα περίπου εκατοστών του μέτρου (0,60 μ.) από τον καταπέλτη του πλοίου και δεξιά από αυτό ως προς τον ιστάμενο στο λιμάνι, κινήθηκε προς την πλάγια δεξιά πλευρά της πρύμνης του πλοίου, προκειμένου να αναζητήσει και να υποδεχθεί την ………… Την κίνησή του αυτή παραδέχθηκε ο ίδιος εξεταζόμενος στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Επομένως, ο αγωγικός ισχυρισμός του ότι τραυματίστηκε επειδή ο καταπέλτης του πλοίου μετακινήθηκε προς τα αριστερά σε σχέση με τον άξονά του και κατευθύνθηκε προς το σημείο που στεκόταν, ελέγχεται ως αβάσιμος. Την ίδια εκείνη ώρα στο γκαράζ του πλοίου και στο σημείο αποβιβάσεως των επιβατών από τον καταπέλτη του βρίσκονταν εκτελώντας υπηρεσία ο …….., ναύκληρος και τέσσερις [4] ακόμη ναύτες, μεταξύ των οποίων και ο ……… Οι προστηθέντες αυτοί της πρώτης εναγομένης ακολουθώντας πάγιες εντολές του πλοιάρχου τους και τρίτου εναγομένου προέβαιναν σε συστάσεις προς τους επιβάτες να προσέχουν τις ταλαντώσεις του καταπέλτη κατά την αποβίβαση τους. Το ίδιο έπραττε ταυτόχρονα και η υπάλληλος του Λιμενικού Σώματος …….., στα καθήκοντα της οποίας αναγόταν η λήψη των αναγκαίων μέτρων για την ασφαλή παραμονή στο χώρο της αποβάθρας του λιμένος όσων φυσικών προσώπων δεν είναι επιβάτες ή επισκέπτες του πλοίου. Παρά ταύτα, ο ενάγων από αμέλεια της προσοχής που όφειλε και μπορούσε υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις να επιδείξει, δεν συμμορφώθηκε στις υποδείξεις αυτές και παρά τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες και τις συνεπεία αυτών εμφανείς ταλαντώσεις του καταπέλτη, πλησίασε αυτόν από τα δεξιά και τραυματίστηκε όταν το δεξί του πόδι εγκλωβίστηκε κάτω από αυτόν κατά την κάθοδό του, ο οποίος επικάθησε στο πέλμα του, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει θλαστικό τραύμα ονυχοφόρων φαλάγγων δεξιού άκρου ποδός με απώλεια μέρους μαλακών μορίων και τελικά, κατόπιν χειρουργικών επεμβάσεων, ακρωτηριασμό των τελικών φαλάγγων του δεύτερου και του τρίτου δακτύλου του. Με βάση τα περιστατικά αυτά κρίνεται ότι η σωματική βλάβη του ενάγοντος οφείλεται σε αποκλειστικά δική του υπαιτιότητα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, το οποίο απάλλαξε [και] τον εναγόμενο πλοίαρχο του πλοίου από την κατηγορία της εξ αμελείας προκλήσεώς της με τη με αριθμό 688/2012 τελεσίδικη απόφασή του, η οποία δεν παράγει μεν δεδικασμένο κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 321 ΚΠολΔ (ΑΠ 1422/2017, ΑΠ 1758/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1236/1998, Δ 1999/351, ΤριμΕφΑθ. 7175/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) αλλά συνεκτιμάται ως δικαστικό τεκμήριο (ΤριμΕφΠειρ. 67/2016, ΤριμΕφΘρακ. 362/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η εκκαλουμένη, συνεπώς, που με τις ίδιες πραγματικές παραδοχές απέρριψε τα αγωγικά κονδύλια της πρώτης αγωγής, με τα οποία ζητήθηκε η αποζημίωση της θετικής ζημίας του ενάγοντος, η ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από το ένδικο ατύχημα και η ανόρθωση της συνεπεία αυτού περαιτέρω ζημίας του λόγω της αναπηρίας του και της εξ αυτής δυσμενούς προοπτικής κοινωνικής και επαγγελματικής του εξέλιξης, ορθώς τις αποδείξεις εκτίμησε και κατ’ ουδέν έσφαλε. Επομένως, οι πρώτος δεύτερος και τέταρτος λόγοι της ένδικης έφεσης, με τους οποίους ο εκκαλών αιτιάται αυτήν επειδή, αντιστοίχως, πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις και έκρινε αυτόν αποκλειστικώς υπαίτιο του τραυματισμού του, δεν έλαβε υπόψη της το πλήθος των εγγράφων που προσκόμισε και απέρριψε την αξίωσή του να ικανοποιηθεί η ηθική του βλάβη, δεν είναι βάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Να σημειωθεί εδώ και ότι κατά το χρόνο που μεσολάβησε από την έγερση των ενδίκων αγωγών του μέχρι τη συζήτηση της εφέσεώς του αποδεικνύεται ότι ο ενάγων αποφοίτησε από σχολή νοσηλευτικής, εργάζεται σε ιδιωτική εταιρία εμπορίας ανταλλακτικών και ταυτόχρονα, παρά τον τραυματισμό του δεξιού κάτω άκρου του, αγωνίζεται ως ποδοσφαιριστής σε ερασιτεχνικές ομάδες που λαμβάνουν μέρος στις διοργανώσεις της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αθηνών (ΕΠΣΑ).
VΙΙ. Με τον πέμπτο (και τελευταίο) λόγο της κρινόμενης έφεσης ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη επέβαλε σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα των αντιδίκων του, ενώ έπρεπε να συμψηφίσει στο σύνολό της τη δικαστική τους δαπάνη λόγω της εύλογης αμφιβολίας του ως προς την έκβαση της δίκης. Όμως, ο λόγος αυτός, ο οποίος παραδεκτώς προτείνεται κατ’ άρθρο 193 ΚΠολΔ, αφού με την ένδικη έφεση προσβάλλεται ταυτόχρονα και η ουσία της υποθέσεως αναφορικά με τις απαιτήσεις του ενάγοντος κατά των πρώτης και τρίτου των εφεσιβλήτων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο, γιατί σύμφωνα με το άρθρο 179 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 § 2 του Ν. 2915/2001), το Δικαστήριο μπορεί να συμψηφίσει όλα τα έξοδα ή ένα μέρος τους, μόνο όταν πρόκειται για διαφορές ανάμεσα σε συζύγους ή συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό ή όταν η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής. Συνεπώς, με τη διάταξη αυτή, όπως ισχύει, ο συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων παραμένει ως εξαιρετικό μέτρο, με δυνατότητα εφαρμογής του μόνο στην περίπτωση διαφορών ανάμεσα σε συζύγους και συγγενείς εξ αίματος έως και το δεύτερο βαθμό, όπως και στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (βλ. σχετ. ΤριμΕφΠειρ. 261/2015, ΤριμΕφΠειρ. 216/2014, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ενώ περί του ότι τέτοια δυσχέρεια ανακύπτει όταν παρατηρείται κυμαινόμενη σχετική νομολογία ή λαμβάνει χώρα μεταστροφή της, όταν το ζήτημα παραπέμπεται στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ή όταν πρόκειται για νέα διάταξη που δεν έχει ακόμη ερμηνευθεί ή για διάταξη που επιδέχεται περισσότερων ερμηνευτικών προσεγγίσεων βλ. ΕφΑθ 833/2009, Δνη 2010/1046, ΕφΑθ 5540/2006, Δνη 2008/239), πλην όμως οι προϋποθέσεις αυτές δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση, ενώ δεν επιτρέπεται πλέον συμψηφισμός των δικαστικών εξόδων λόγω εύλογης αμφιβολίας των διαδίκων ως προς την έκβαση της δίκης (ΤριμΕφΠειρ. 378/2016, ΔΕΕ 2016/1243). Περαιτέρω, εφόσον υπεβλήθη σχετικό αίτημα από τους εναγόμενους, με τις προτάσεις τους στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, η εκκαλούμενη απόφαση έπρεπε (ΤριμΕφΠειρ. 48/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) να καθορίσει τα αποδοτέα, σύμφωνα με το άρθρο 189 § 1 ΚΠολΔ, δικαστικά έξοδα (άρθρο 191 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ), με βάση την θεσπιζόμενη, με τη διάταξη του άρθρου 176 του ίδιου Κώδικα, αρχή της ήττας (ΑΠ 22/2018, ΑΠ 97/2018, ΑΠ 476/2017, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), καθόσον, η αγωγή απορρίφθηκε στο σύνολό της και καθ’ άπαντες τους εναγομένους.
VIII. Κατά συνέπεια, και εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι της προς διερεύνηση, η υπό κρίση έφεση, κατά το μέρος της που κρίθηκε παραδεκτή, πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημα, να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος που ηττάται (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Επιπλέον, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 § 3 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ.
ΙΧ. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 730 § 2 ΚΠολΔ αν απορριφθεί με τελεσίδικη απόφαση κατ’ ουσία η αγωγή για την κύρια υπόθεση, το δικαστήριο που δικάζει την κύρια υπόθεση ή το δικαστήριο που διέταξε την προσωρινή επιδίκαση απαίτησης διατάζει, ύστερα από αίτηση, την απόδοση όσων έχουν καταβληθεί (ΑΠ 237/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο δικαστήριο της κύριας δίκης, που μπορεί να είναι και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, η αίτηση, ενόψει της διατύπωσης του νόμου, που αρκείται στην υποβολή αιτήματος, μπορεί να γίνει με ίδιο δικόγραφο, είτε με τις προτάσεις, δεν υπόκειται δε σε δικαστικό ένσημο καθόσον δεν πρόκειται για καταψηφιστική αγωγή (ΕφΑθ. 3854/2009, Δνη 2009/196).
Εν προκειμένω, η πρώτη εφεσίβλητη με τις προτάσεις της υποβάλλει αίτημα αποδόσεως σ’ αυτήν από τον εκκαλούντα του χρηματικού ποσού των τριών χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα πέντε ευρώ (3.865 €), που του κατέβαλε σε εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 4927/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων και με την οποία επιδικάστηκε προσωρινά σ’ αυτόν μέρος της αποζημιωτικής απαίτησής του. Το αίτημα αυτό είναι νόμιμο και υποβάλλεται παραδεκτά ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου που δικάζει την κυρία υπόθεση, κρίνεται δε και ουσιαστικά βάσιμο, καθόσον από την από 12.9.2005 έγγραφη απόδειξη της τότε πληρεξουσίας δικηγόρου και αντικλήτου του ενάγοντος ……….., προκύπτει ότι η τελευταία σε εκτέλεση της αποφάσεως εκείνης έλαβε από τον τότε πληρεξούσιο δικηγόρο της πρώτης εναγομένης ………., που ενεργούσε για λογαριασμό της, το ως άνω χρηματικό ποσόν, που είχε επιδικασθεί προσωρινά στον ενάγοντα προς ανόρθωση μέρους, αντίστοιχου προς το ποσοστό της διαγνωσθείσας τότε συνυπαιτιότητάς του στην πρόκληση του τραυματισμού του, των δαπανών στις οποίες είχε υποβληθεί για την αναγκαία μετά το ατύχημα νοσηλεία του. Πρέπει, επομένως, εφόσον απορρίπτεται τελεσίδικα η επί της κυρίας υπόθεσης ως άνω αγωγή αυτού, να γίνει δεκτό το αίτημα της πρώτης εναγομένης και να της αποδοθεί το εν λόγω χρηματικό ποσό κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση καθ’ ο μέρος στρέφεται εναντίον του δεύτερου εφεσιβλήτου.
Δέχεται αυτήν τυπικά καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά των λοιπών εφεσιβλήτων.
Απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, το ύψος των οποίων ορίζει σε πεντακόσια ευρώ (500 €).
Διατάσσει τον εκκαλούντα να αποδώσει στην πρώτη εφεσίβλητη το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα πέντε ευρώ (3.865 €), το οποίο του είχε αυτή καταβάλει σε εκτέλεση της με αριθμό 4927/2005 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 15 Σεπτεμβρίου 2018 και δημοσιεύθηκε στις 24 Οκτωβρίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ