Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 367/2021

Αριθμός     367/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 4ο

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Φωτεινή Μάμαλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον δικαστικό πληρεξούσιο ΝΣΚ, Νικόλαο Σταυρόπουλο  (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ:  1) ………. και 2) ………., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Θωμά Κανιούρα (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).

Οι εφεσίβλητες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.5.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2018) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 2835/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 23.10.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2019) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίστηκε (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου Πειραιώς …………../2020) αυτή  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο δικαστικός πληρεξούσιος ΝΣΚ του εκκαλούντος και ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσιβλήτων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση από 23.10.2019 (αρ.καταθ. ……../24.10.2019) έφεση του ηττηθέντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 2835/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και δέχθηκε την από 30.5.2018 (αρ.καταθ. ……../2018) αγωγή των εναγουσών ήδη εφεσιβλήτων έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης την 25.9.2019 (βλ. την επισημείωση του δικαστικού επιμελητή …………), και άσκηση της κρινόμενης έφεσης στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την αναφερθείσα παραπάνω έκθεση κατάθεσης, την 24.10.2019, ήτοι εντός της νόμιμης προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών (άρθ. 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ) (άρθρα, 495 παρ. 1, 2, 511 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 518 παρ. 1, 591 παρ. 1, ως ισχύουν μετά την αντικατάσταση και τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015 ως εκ του χρόνου άσκησης της έφεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθ. 533 Κ.Πολ.Δ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Δημόσιο του παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ (όπως η διάταξη αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με έναρξη ισχύος την 2.4.2012), αφού το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μ. Μαργαρίτης, Ερμ.Κ.Πολ.Δ, τόμος Α΄, άρθρο 495, αρ. 17, σελ. 849).

Με την από 30.5.2018 (αρ.καταθ. ………./1.6.2018) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ενάγουσες και ήδη εφεσίβλητες ιστορούσαν ότι, έχουν στην κυριότητα και νομή τους κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου η κάθε μια, το επαρκώς περιγραφόμενο αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση «……» της κτηματικής Περιφέρειας της Δημοτικής Ενότητας Σαλαμίνας, της Δημοτικής Ενότητας Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας της Περιφερειακής Ενότητας Νήσων της Περιφέρειας Αττικής, εκτός σχεδίου πόλεως και εντός ΤΠΣ μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, έχει κτηματογραφηθεί και έχει λάβει ΚΑΕΚ γεωτεμαχίου ……………, και έχει εμβαδόν 1.039 τ.μ. Ότι την κυριότητα απέκτησαν το έτος 1960 με άτυπη δωρεά από τον πατέρα τους, …………, στον οποίο είχε περιέλθει το έτος 1936 με άτυπη δωρεά από το δικό του πατέρα, ……………. Ότι τόσο οι ίδιες, από το χρόνο περιέλευσής του σε αυτές, όσο και ο ως άνω δικαιοπάροχος πατέρας τους και οι αναφερόμενοι δικαιοπάροχοι αυτού ασκούσαν επί αυτού συνεχώς, αδιατάρακτα, με καλή πίστη και διανοία κυρίων τις αναφερόμενες στο ένδικο δικόγραφο πράξεις νομής (επίβλεψη, εποπτεία, καθορισμός καλλιέργεια με αμπέλι, φύτεμα ελαιοδένδρων, συλλογή καρπών, ράντισμα κλπ), με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Ότι, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, της περιοχής που βρίσκεται το ως άνω αγροτεμάχιο, παρέλειψαν να υποβάλουν σχετική δήλωση ιδιοκτησίας, με συνέπεια να εμφανίζεται ως «αγνώστου ιδιοκτησίας». Με βάση αυτό το ιστορικό, οι ενάγουσες επικαλούμενες ότι η πρώτη αυτή εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει τα εμπράγματα δικαιώματά τους επί του επιδίκου, ζήτησαν να αναγνωριστούν κύριες του ακινήτου αυτού κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η κάθε μια και να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστούν οι ίδιες ως κύριες του ακινήτου κατά το ανωτέρω ποσοστό συγκυριότητας. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η ως άνω αγωγή ασκήθηκε παραδεκτά, ότι τηρήθηκε η απαιτούμενη προδικασία και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη, ως στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 6 Ν. 2664/1998, ν.8 παρ. 1 Κωδ (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), ν.2 παρ. 20 Πανδ (41.4), ν.6 πρ. Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 Πανδ (23.3) του Βυζαντινορρωμαϊκού Δικαίου, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 18 και 21 του από 21-6/3.7.1837 νόμου «περί διακρίσεων κτημάτων», των άρθρων του ν. ΔΞΗ΄/1912 των αλλεπάλληλων β.δ/των «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν σε εκτέλεση του νόμου αυτού και του άρθρου 21 του από 22-4/16.5.1926 ν.δ «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», που κυρώθηκε με τη με αριθμό 24/1926 Συντακτική Απόφαση, 999, 1000, 1045, 1051 ΑΚ, 68, 70, 176 Κ.Πολ.Δ, 51 ΕισΝ.Α.Κ, δέχτηκε αυτή (αγωγή) ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι οι ενάγουσες είναι αποκλειστικές κυρίες του επίδικου αγροτεμαχίου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η κάθε μια, ενώ διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε να καταχωριστούν οι ενάγουσες συγκύριες κατά το παραπάνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση  των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η ως άνω αγωγή.

Ι) Με το ν. 4223/2013 προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) και δη στο άρθρο 1 αυτού ορίζεται «1.Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) στα δικαιώματα της παρ. 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2. Ο ΕΝΦΙΑ επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου. Εξαιρετικά, επιβάλλεται και το δικαίωμα της νομής ή οιονεί νομής, της κατοχής», στο άρθρο 2 αυτού «1. Υποκείμενο του ΕΝΦΙΑ είναι κάθε πρόσωπο ή οντότητα του άρθρου 1, ανάλογα με το δικαίωμα και το ποσοστό  του, και ειδικότερα: α)Αυτός που αποκτά δικαίωμα σε ακίνητο από οποιαδήποτε αιτία, από την ημερομηνία σύνταξης του οριστικού συμβολαίου κτήσης ή από την ημερομηνία τελεσιδικίας της δικαστικής απόφασης με την οποία αναγνωρίζεται δικαίωμα ή καταδικάζεται ο δικαιοπάροχος σε δήλωση βουλήσεως……..γ) Ο κληρονόμος και ειδικότερα: αα)…….ββ) Ο εξ αδιαθέτου κληρονόμος, εφόσον δεν έχει δημοσιευθεί διαθήκη μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου της φορολογίας έτους…….ζ) Ο νομέας επίδικου ακινήτου. Αν το ακίνητο εκνικηθεί με τελεσίδικη απόφαση, ο ΕΝΦΙΑ, που καταβλήθηκε, δεν επιστρέφεται. 3. Ο πλήρης κύριος υποχρεούται στην καταβολή του συνολικού ΕΝΦΙΑ που βαρύνει το ακίνητο κατά το ποσοστό συνιδιοκτησίας του……..8.Για την εφαρμογή του ΕΝΦΙΑ ακίνητα που δεν ιδιοχρησιμοποιούνται από το υποκείμενο του ΕΝΦΙΑ θεωρούνται αυτά τα οποία εκμισθώνονται ή παραχωρούνται καθ’ οιονδήποτε τρόπο σε τρίτο. Τα ακίνητα που δεν εμπίπτουν στο προηγούμενο εδάφιο θεωρούνται ιδιοχρησιμοποιούμενα…….», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ΄αριθ. 5 του ν. 4254/2014: «Μετά το άρθρο 54 του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής: «Άρθρο 54Α. Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται ,μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία, δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝΦΙΑ για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝΦΙΑ για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού 2……3.Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού του ΕΝΦΙΑ της παρ. 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του ν.3842/2010 (Α΄ 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (ΥΑΠ), καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το ΥΑΠ για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του ΥΑΠ ή έχει ρυθμίσει το ΥΑΠ για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη.4……5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιο δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝΦΙΑ, το πιστοποιητικό των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού». Η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου της συζητήσεως εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δεν θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο αυτό του ν.δ 53/1974 (ΦΕΚ 256) ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους τους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων¨.

Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεώς τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπάλληλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Ενώ, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως, η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών το σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών.

Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη και τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώνεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως  άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του, με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρο 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά  φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ. ΟλΣτΕ 601/2012 ΝοΒ 2012.376, ΟλΣτΕ 3087/2011, ΟλΕλΣυν 2006/2008, ΑΠ 293/2014, ΑΠ 1164/2009, ΑΠ 205/2006 Α΄ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985,…….κατά………, αριθ. 11036/84, απόφαση της 13.12.1988,…..κατά……,αριθ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995,……..κατά.., αριθ.15117/97, Νικόλαος Νίκας, Πολιτική Δικονομία Ι Σ.415, Εφ.Πειρ. 459/2020, Εφ.Δωδ. 169/2018, Εφ.Κρήτης 19/2016 δημ.ΝΟΜΟΣ).

Με τον πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 54Α παρ. 5 του ν. 4174/2013, επειδή δεν προσκομίστηκε από τις ενάγουσες το πιστοποιητικό καταβολής ΕΝΦΙΑ, για το παραδεκτό της συζήτησης. Η διάταξη του προαναφερόμενου άρθρου, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρθηκαν, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 17, 20 και 25 του Συντάγματος, καθώς και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και επομένως δεν πρέπει να εφαρμοστεί.

Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο όμοια έκρινε και δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, δεν έσφαλε και για το λόγο αυτό ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

ΙΙ) Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 2 και 3 του Ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο», όπως ισχύει κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλούμενης, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον – επομένως, πέραν του πραγματικού κυρίου και ο καθολικός ή ο ειδικός διάδοχος του πραγματικού δικαιούχου, ο δανειστής κλπ (ενάγων)-, στρεφόμενος κατά του αναγραφομένου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου (εναγόμενος), να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Ειδικά στην περίπτωση που αναγράφεται «άγνωστος» ως δικαιούχος κυριότητας και η επικαλούμενη αιτία κτήσεις από τον ενάγοντα είναι η έκτακτη χρησικτησία, η εν λόγω αγωγή στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Επομένως, η επί αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απόφαση έχει πρωτίστως αναγνωριστικό χαρακτήρα – ενίοτε καταψηφιστικό (σε περίπτωση που ζητείται και απόδοση)-, ενώ η διάταξη περί διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών έχει  παρακολουθηματικό διαπλαστικό χαρακτήρα και γι’ αυτό απαιτείται ο αυξημένος βαθμός ωριμότητας του αμετάκλητου αυτής, ώστε να επέλθει η διόρθωση με την ταυτόχρονη δημιουργία κατ’ άρθρο 7 του Ν. 2664/1998 του αμάχητου τεκμηρίου ακριβείας της κτηματολογικής πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον Κτηματολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του Ν. 2664/1998) δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία. Για το ορισμένο της εν λόγω αγωγής θα πρέπει, πέραν των στοιχείων που απαιτεί το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ, να αναφέρεται στο εισαγωγικό δικόγραφο: α)Ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με κάποιο νόμιμο τρόπο, ήτοι παράγωγο (πχ σύμβαση, κληρονομική διαδοχή) ή πρωτότυπο (τακτική ή έκτακτη χρησικτησία) ή με οποιοδήποτε άλλο προβλεπόμενο από το νόμο (πχ παραχώρηση από το Ελληνικό Δημόσιο κατά τις διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα ή με την προσφυγική νομοθεσία, με αναδασμό, με πράξη εφαρμογής κλπ) κατά το χρονικό διάστημα πριν την έναρξη λειτουργίας του χρονικό σημείο (έναρξη λειτουργίας του Ε.Κ). Κρίσιμος χρόνος για την ύπαρξη εμπράγματου δικαιώματος, που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μια περιοχή, όπως καθορίζονταν με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ και πλέον για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 (ΑΠ 148/2016, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 721/2015, ΑΠ 1500/2013, ΕφΑθ 600/2016, ΕφΑθ 618/2015, ΕφΠατρ 226/2012 όλες δημ.στη ΝΟΜΟΣ). Εάν ο επικαλούμενος τρόπος κτήσης κυριότητας είναι η έκτακτη χρησικτησία κατ’ άρθρο 1945 του ΑΚ, τότε ο ενάγων πρέπει να επικαλεσθεί την εικοσαετή νομή (974 του ΑΚ) και να καθορίσει συνάμα και τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδεχθούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θέλησης του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε εμφανείς πράξεις, που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη είναι δηλωτικές εξουσιάσεως αυτού, κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, με διάνοια κυρίου, είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η παραχώρηση σε τρίτον με ή χωρίς αντάλλαγμα, η φύλαξη, η οριοθέτηση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του, η περιτοίχιση και η ανοικοδόμηση, χωρίς να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας (ΑΠ 80/2015, ΑΠ 27/2015, ΑΠ 26/2016 όλες δημ. στη ΝΟΜΟΣ), β) Ο Κωδικός Αριθμός Εθνικού Κτηματολογίου (Κ.Α.Ε.Κ) του επιδίκου ακινήτου, ο οποίος είναι ο 12ψήφιος μοναδικός αριθμός για κάθε ακίνητο και προσδιορίζει κατά τρόπο αναμφισβήτητο και σαφή, τη θέση, την έκταση και τα όρια αυτού (άρθρο 4 παρ. 1 του Ν. 2664/1998). Πρόκειται για μια ειδική ενάριθμη ταυτότητα ακινήτου, κωδικοποιημένη σε επίπεδο επικράτειας, η κτήση της οποίας γίνεται με κτηματολογική πράξη και έτσι επιτυγχάνεται η εύκολη, ασφαλής και γρήγορη αναζήτηση στη βάση δεδομένων του Εθνικού Κτηματολογίου. Η σύνδεση του ακινήτου με τον ΚΑΕΚ διαρκεί μέχρις ότου ο τελευταίος καταργηθεί ή τροποποιηθεί σύμφωνα με το κτηματολογικό δίκαιο (άρθρου 11 παρ. 3 του Ν. 2664/1998). Ο ΚΑΕΚ συνιστά συγχρόνως θεμελιώδη εφαρμογή της αρχής της ειδικότητας και της ουσιαστικής δημοσιότητας στο σύστημα του Εθνικού Κτηματολογίου (Δ. Παπαστερίου Κτηματολογικό Δίκαιο εκδ.2013 σελ. 687). Κάθε ένα από τα ψηφία που τον αποτελούν προσδιορίζει συγκεκριμένη πληροφορία και συγκεκριμένα τα δύο πρώτα ψηφία το Νομό στον οποίο βρίσκεται το γεωτεμάχιο, τα επόμενα τρία ψηφία το Δήμο ή Δημοτικό διαμέρισμα κλπ, τα αμέσως επόμενα δύο ψηφία τον “κτηματολογικό τομέα” (πχ συνοικία), τα δύο προτελευταία ψηφία την “κτηματολογική ενότητα” (πχ οικοδομικό τετράγωνο) και τέλος τα τελευταία τρία ψηφία τον αύξοντα αριθμό του γεωτεμαχίου εντός της ενότητας (πχ οικόπεδο ή αγροτεμάχιο). Ο αριθμός μετά την πρώτη κάθετο δηλώνει τον αριθμό της καθέτου ιδιοκτησίας, αν έχει συσταθεί επί των κτισμάτων του γεωτεμαχίου και ο αριθμός μετά την δεύτερη κάθετο προσδιορίζει τον αριθμό της οριζόντιας ιδιοκτησίας, εφόσον έχει συσταθεί τοιαύτη. Για το ορισμένο της αγωγής, εφόσον αντικείμενο της δίκης είναι όλο το ακίνητο -γεωτεμάχιο, όπως αποτυπώθηκε στο κτηματολογικό διάγραμμα, το οποίο και επισυνάπτεται στην αγωγή και όχι τμήμα του, αρκεί η αναφορά του ΚΑΕΚ, χωρίς να απαιτείται θέση, σύνορα, εμβαδόν, πλευρικές διαστάσεις ή τυχόν επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος, όπως απαιτείται στις λοιπές εμπράγματες αγωγές για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του επιδίκου, καθόσον ελλοχεύει ο κίνδυνος όπως η περιγραφή του ακινήτου να μην ταυτίζεται με το γεωτεμάχιο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο ΚΑΕΚ, με συνέπεια να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες και αντιφάσεις στην αγωγή. Εάν βέβαια, το επίδικο αποτελεί τμήμα ενός μείζονος γεωτεμαχίου, οπότε σε περίπτωση αποδοχής της αγωγής θα επέλθουν χωρικές μεταβολές, τότε η περιγραφή του επιδίκου τμήματος πρέπει να γίνει με λεπτομερή περιγραφή κατά θέση, όρια, πλευρικές διαστάσεις και συντεταγμένες κορυφών σύμφωνα με το σύστημα ΕΓΣΑ 87, η οποία θα πρέπει να ταυτίζεται με το τοπογραφικό διάγραμμα γεωμετρικών μεταβολών, που επί ποινή απαραδέκτου θα πρέπει να προσκομισθεί κατά τη συζήτηση ,σύμφωνα με την τροποποίηση με το Ν. 4164/2013 και γ)Την ανακριβή εγγραφή, που περιέχεται στο κτηματολογικό φύλλο και ενδεχομένως και στο κτηματολογικό διάγραμμα και της οποίας ζητείται η διόρθωση (Εφ.Πειρ. 68/2021, Εφ.Αθ. 2375/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση το εκκαλούν με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του παραπονείται, επαναφέροντας σχετικό ισχυρισμό, που ανέπτυξε και με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ότι η ένδικη αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη ένεκα της αοριστίας της ως προς την περιγραφή του αγροτεμαχίου και της ευρύτερης έκτασης της οποίας φέρεται τμήμα και την επίκληση συγκεκριμένων πράξεων νομής για το επίδικο αγροτεμάχιο για τη θεμελίωση της χρησικτησίας. Πλην όμως στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής διόρθωσης πρώτων κτηματολογικών εγγραφών κατ’ άρθρο 6 παρ. 2 του Ν. 2664/2018 πλην του ΚΑΕΚ και του συννημένου σε αυτή κτηματολογικού διαγράμματος του επιδίκου ακινήτου, που είναι ήδη αρκετά στοιχεία για την ακριβή περιγραφή του, γίνεται και επιπλέον αναφορά σε θέση, είδος, έκταση, όρια, πλευρικές διαστάσεις, χωρίς να είναι αναγκαία η επισύναψη τοπογραφικού διαγράμματος (ΑΠ 1089/2019, ΑΠ 1052/2019, ΑΠ 479/2019, ΑΠ 860/2018, Εφ.Πειρ. 121/2021 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το επίδικο ακίνητο όπως περιγράφεται είναι αυτοτελές και όχι τμήμα μείζονος ακινήτου-γεωτεμαχίου. Επιπλέον για τη στοιχειοθέτηση της έκτακτης χρησικτησίας οι ενάγουσες αναφέρουν στο κρινόμενο δικόγραφο συγκεκριμένες πράξεις νομής, τις προσιδιάζουσες στη φύση του επιδίκου εμφανείς υλικές πράξεις νομής με διάνοια κυρίων, όσο και ο δικαιοπάροχος, που ασκούσαν στο επίδικο αγροτεμάχιο, και δη από το έτος 1960 και εντεύθεν (επίβλεψη, εποπτεία, οριοθέτηση, σύνταξη τοπογραφικών διαγραμμάτων, περίφραξη, συλλογή καρπών κ.α) προσιδιάζουσες στη φύση και το προορισμό του, χωρίς να υποχρεούνται να επικαλεστούν και ότι το επίδικο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11/9/1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή ως δημόσιο κτήμα (άρθρο 21 ν.δ 22.4/16.5.1926 και 4 του ν.δ 1539/1938), καθώς ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 325/2002, Εφ.Αθ 5214/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, με τους λοιπούς λόγους της έφεσής του, α)τρίτο, αρνείται ότι οι ενάγουσες έχουν αποκτήσει κυριότητα κατά πρωτότυπο τρόπο, β)με τον τέταρτο λόγο, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει τους πρωτοδίκως προταθέντες ισχυρισμούς τους περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, ισχυριζόμενο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την απέρριψε. Ειδικότερα, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο παραδεκτά με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι το επίδικο αγροτεμάχιο ανήκει στην κυριότητά του, α) “δικαιώματι πολέμου”, δυνάμει της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης του 1832 και των Πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, άλλως, β)βάσει των διατάξεων του β.δ της 17.11.1836 “περί ιδιωτικών δασών”, δεδομένου ότι το επίδικο αποτελούσε από το 1820 και εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να αποτελεί δάσος και μέσα σε ένα έτος από τη δημοσίευση του άνω διατάγματος δεν προσήχθησαν νόμιμοι τίτλοι (ταπί) από κανένα ιδιώτη, συμπεριλαμβανομένων και των τυχόν δικαιοπαρόχων των εναγουσών, άλλως γ)δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15.12.1833, ως λιβάδι ή βοσκότοπος, για την επικαρπία του οποίου δεν είχε κάποιος έγγραφο (ταπί) εκδοθέν επί Τουρκικής εξουσίας, άλλως δ)ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ, εφόσον ουδέποτε εξουσιάσθηκε από τις ενάγουσες και τους δικαιοπαρόχους τους ή από άλλο φυσικό πρόσωπο. Οι ενάγουσες καθ’ υποφορά με την αγωγή αλλά και με τις προτάσεις τους ισχυρίστηκαν, κατ’ αντένσταση, ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοι τους πολύ χρόνο πριν το έτος 1885 και οι διάδοχοι αυτών στη συνέχεια για πάνω από τριάντα χρόνια ασκούσαν με καλή πίστη, επί της ευρύτερης έκτασης στην οποία εμπίπτει και το επίδικο, πράξεις νομής, ήτοι επίβλεψη, εποπτεία, καλλιέργεια αμπέλου, φύτεμα ελαιόδενδρων, περιποίηση αυτών, συλλογή καρπών κλπ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε, τον υπό στοιχεία 1) α) ισχυρισμό του εναγομένου ως μη νόμιμο, με δεδομένο ότι η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31η Μαρτίου 1833 βάσει της από 27-6/9.7.1932 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης, κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών ώστε δεν περιήλθε σε αυτό “δια δημεύσεως πολεμικού δικαιώματος”, 2)τον υπό στοιχεία β)ισχυρισμό, περί κτήσης της κυριότητας με τακτική χρησικτησία ως αόριστο, διότι δεν επικαλείται συγκεκριμένο νόμιμο τίτλο για την θεμελίωσή της.

Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του Ν. Της 21-6/10-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και εκείνα, κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, οι οποίοι απεχώρησαν και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του Νόμου της 21-6/3-7/1937 “περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων”, περιερχόμενα κατά το άρθρο 16 αυτού στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με τη γενόμενη δήμευση “δικαίωμα πολέμου”, ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατέχονταν μόνο από τους οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και, ή κατέβαλε διαρκούντος του πολέμου, ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς (Ολ ΑΠ 1/20 ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως μεταξύ άλλων και η Αττική, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει τις ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεως τους εντός προθεσμίας. Αναφορικά δε με τα ακίνητα, που ευρίσκοντο είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής ,κατά τις 3-2-1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικότερα, στην Αττική, η οποία παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος στις 31-3-1833 βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κατοχής (1827-1833) και ειδικότερα το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων κατά το οθωμανικό δίκαιο την κυριαρχία εφ’ όλης της γης που ανήκε στο Οθωμανικό κράτος, αναγνώρισε στους υπηκόους του, Έλληνες και Τούρκους, που κατείχαν νόμιμα κατά το οθωμανικό δίκαιο ακίνητα, ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε αυτά, τα οποία αργότερα με την περιέλευση της περιοχής στο Ελληνικό κράτος αναγνωρίσθηκαν και από αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως και του πρωτοκόλλου της 3-2-1830 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, επί  δημοσίων κτημάτων, όπως και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά (εκτός των διαλαμβανομένων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 του εν λόγω ΒΔ/τος), ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατ’ άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ, χρόνο, διατάξεις των ν.8 παρ. 8 κωδ. (7.39), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.4), ν.2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν.6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέως ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.20 παρ. 12 Παν. (5-8), 27 Πανδ. (18-1), 10,18 και 48 Πανδ. (41.3), 3 Πανδ. (41-10) και 109 Πανδ. (50.16), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσεως ως ενδιάθετης καταστάσεως συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του,  εφόσον είχε γίνει μη νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά ο ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ.και τις διατάξεις των ν.18.24 παρ. 1 Πανδ. (41-3) παρ. 9 Εις (2-9), ν.2 κωδ (7-30) Βας. (50-10). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με τον μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837 Νόμο “περί διακρίσεως κτημάτων”, στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι “ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμενοι διατάξεις”, επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. Της 21-6/3-7-1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων” συνάγεται ότι, η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις, που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών, κατά τις διατάξεις του ν. 8 παρ. 8 Κώδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50.4) είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926, και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ/τος της 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάνω σε αυτά (βλ. ΟλΑΠ 85/1987, ΑΠ 34/2019, ΑΠ 1840/2017, ΑΠ 783/2016 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή στην περίπτωση του δάσους η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του από 17-11-1986 ΒΔ/τος «περί ιδιωτικών δασών» (ΑΠ 8/2019, ΑΠ 53/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ΒΔ/τος της 12-12-1833 «περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834», όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο «ταπί» εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή όμως αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α)το άρθρο 1 παρ. 2 του Ν.ΚΘ΄ της 31-1/18-2-1864,κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητούμενων λιβαδιών άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους και β)το άρθρο 3 του Ν. ΨΗΖ/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών την νομική-κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων εγένοντο μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία του β.ρ δικαίου, των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21-6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων  κτημάτων», του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», του άρθρου 60 του Ν. ΣΟΖ/1855 και του άρθρου 12 παρ. 1 του Ν. ΔΝΖ/1912, προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας, επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη, και υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915 (ΑΠ 34/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 987/2017 ΝΟΜΟΣ).

Ακόμη, από το συνδυασμό  των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος «περί ιδιωτικών δασών», που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι, το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 παρ. 1 ανατρεπτική προθεσμία του ενός έτους από τη δημοσίευσή του νόμου (ΦΕΚ 69/1-12-1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους, ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από το πιο πάνω ΒΔ, ούτε από άλλη διάταξη, απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημόσιων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και από τα 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν.18, Πανδ. (41.3), ν.2 Πανδ. (7.30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2-6/3-7-1837 νόμου «περί διακρίσεως κτιματων» και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, αφού έκτοτε, ενόψει του Ν. ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων ΒΔ/των, όπως και του ΝΔ/τος της 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ), που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακίνητων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του Ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του ΑΝ 1539/1938 και 16 του ΑΝ. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ΝΔ/τος 86/1969 «περί δασικού κώδικος», με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ’ αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του Ν. 998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας», με την οποία ορίζεται ότι «σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημοσίου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματός του» και πολύ περισσότερο η εκδιδομένη με βάση το άρθρο 191 του ΝΔ/τος 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξη της ως αναδασωτέας (Ολ ΑΠ 21/2005, ΑΠ 1646/2009). Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος (ΑΠ 34/2019 ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση , όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του διατάγματος. Ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν. ΑΧΝ/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών» και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενους ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες, ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 57 του Ν. 3077/1924, 45 του Ν. 4173/1929 (όπως τροπ. με τα άρθρα 9 του ΑΝ 3/1935 και 1 του ΑΝ 857/2037), 1 του ΝΔ/τος 69/1969 και 3 του Ν. 998/1979, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3208/2003 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται  ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται  στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. ΑΧΝ/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο Ν. 3077/1924 «περί Δασικού Κώδικος» και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 και 2 του Ν. 998/1979. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεως τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σε αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιαδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 363/2017, ΕΠειρ 3/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», με το οποίο ορίσθηκε ότι, «όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακληρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο».

Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν. 1, 23 Πανδ. (47.1), εις47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός «Περί διακρίσεως κτημάτων», τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν «δικαιώματι πολέμου», ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημοσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019, Εφ.Πειρ. 26/2020, Εφ.Πειρ. 435/2016 ΝΟΜΟΣ).

Συνεπώς, κατά τα προεκτιθέμενα, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε τον υπό στοιχεία α) ισχυρισμό ως μη νόμιμο δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος (τέταρτος α)) της υπό κρίση έφεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από την επανεκτίμηση των υπ’ αρ. …., …./2018 ένορκων βεβαιώσεων που λήφθηκαν με επιμέλεια των εναγουσών, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας, κατόπιν νόμιμης κλήτευσης του αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. ……/7.6.2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο ακίνητο, που βρίσκεται στη θέση «………….» του Δ.Δ Σαλαμίνας του Δήμου Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλης και εντός Γ.Π.Σ, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, έχει επιφάνεια 1039,47 τ.μ, ΚΑΕΚ ………., εμφαίνεται στο από Μαΐου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………. με τους αριθμούς 6,5,9,10,11,12,13,14,15,16.6,  και συνορεύει  γύρωθεν με τα αγροτεμάχια του ………, ………….., ……….. και ………., . ………………….., ……………………., και με άλλο αγροτεμάχιο ιδιοκτησίας εναγουσών. Μεταβιβάστηκε στις ενάγουσες η νομή και κατοχή του άτυπα ,λόγω δωρεάς και κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στην κάθε μια, από τον πατέρα τους ………………….. το έτος 1960, ο οποίος επίσης το είχε αποκτήσει με άτυπη δωρεά το έτος 1936 από τον πατέρα του………………….., και ο οποίος (δικαιοπάροχος πατέρας των εναγουσών) από της παραχωρήσεως σε αυτόν του ως άνω ακινήτου το νέμονταν διανοία κυρίου και με καλή πίστη (ΑΠ 683/1985, Εφ.Θεσσαλ. 3192/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και ειδικότερα «το περιέφραζε, το οριοθέτησε, το καθάριζε, καλλιεργούσε και περιποιούνταν το αμπέλι που υπήρχε αρχικά σε αυτό, φύτεψε αυτός, μετά εντός αυτού τα ελαιόδενδρα που υπάρχουν σήμερα μέσα, μάζευε τα σταφύλια και τις ελιές, ράντιζε, πότιζε, σκάλιζε, και κλάδευε τα κλήματα και τα ελαιόδενδρα», όπως με σαφήνεια και πειστικότητα καταθέτουν οι μάρτυρες των εναγουσών, ……… και . ………………….. (…,…./2018 ένορκες βεβαιώσεις). Από την μεταβίβαση δε της νομής του επιδίκου ακινήτου έκτασης μ.τ 1039,47 στις ενάγουσες, το έτος 1960, αυτές το ασκούσαν συνεχώς όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και προορισμό του πράξεις εμφανείς νομής, όπως, επίβλεψη, οριοθέτηση, περίφραξη, καθαρισμός από χόρτα, καλλιέργεια των υπαρχόντων εντός αυτού 15 ελαιοδένδρων και συλλογή των καρπών τους, με τις οποίες εκδηλώνονταν η βούλησή τους στους τρίτους να το εξουσιάζουν ως κυρίες κατά το άνω ποσοστό συγκυριότητας, όπως προκύπτει από τις σαφείς και κατηγορηματικές καταθέσεις των πιο πάνω αναφερθέντων μαρτύρων αυτών (εναγουσών). Ενόψει της νομής του επιδίκου ακινήτου από τις ενάγουσες που διήρκησε επί μια εικοσαετία ήτοι το έτος 1960 έως και το έτος 1980, συμπληρώθηκε στο πρόσωπο αυτών πλήρης εικοσαετία υπό την ισχύ του Αστικού Κώδικα και συνεπώς οι ενάγουσες έγιναν κυρίες του επιδίκου ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, η οποία είχε συμπληρωθεί πολύ πριν την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, στην περιοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος Σαλαμίνας που έλαβε χώρα την 13.11.2006 (ΦΕΚ Β/Αρ.φύλλου 1662/13.11.2006) (Εφ.Δωδ. 2/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από την εκτίμηση το όλου αποδεικτικού υλικού δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο ακίνητο κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα ήταν δασική έκταση, ούτε ότι το έτος 1836 κατά το χρόνο δηλαδή, ισχύος του ΒΔ/τος της 17-11/1-12-1836 «περί ιδιωτικών δασών», ήταν δάσος, ώστε να υπάρχει υποχρέωση του ιδιοκτήτη αυτού να δηλώσει τους τίτλους ιδιοκτησίας του, προκειμένου να αναγνωριστεί ως ιδιοκτήτης ιδιωτικού δάσους, ώστε να μην περιληφθεί στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου, όπως ισχυρίζεται το εναγόμενο, ενώ σε κανένα στοιχείο δεν προσκομίζεται για θεμελίωση του ισχυρισμού του περί του χαρακτήρα του επιδίκου ακινήτου ως δασικής έκτασης. Ομοίως, από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία, δεν προέκυψε ότι το επίδικο ακίνητο κατά το έτος 1833, υπό την ισχύ δηλαδή του ΒΔ της 3/15/12/1833 «περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834» είχε χαρακτήρα βοσκοτόπου ή λιβαδιού. Όπως, μάλιστα καταθέτουν οι προαναφερθέντες μάρτυρες της ενάγουσας το επίδικο αγροτεμάχιο και άλλα γειτονικά με αυτό αγροτεμάχια ανήκαν στην ιδιοκτησία του «προπάππου των εναγουσών ιερέα ………………….. ,γνωστού στην περιοχή μας ως «………………….», ο οποίος, σύμφωνα με πληροφορίες από παλαιότερους κατοίκους της περιοχής, κατείχε το επίδικο αγροτεμάχιο και αρκετά άλλα αγροτεμάχια της ίδιας περιοχής πριν από το έτος 1900 και καλλιεργούσε σε αυτά αμπέλια». Ομοίως,  από την συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός του εκκαλούντος – εναγομένου ότι το επίδικο ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του ως «αείποτε αδέσποτο», ήτοι ότι ουδέποτε πριν και κατά την ισχύ του προϊσχύσαντος άρθρου 16 του από 21-6/10.7.1837 νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», όπως και του ισχύοντος δικαίου, δυνάμει του άρθρου 972 ΑΚ, υπήρξε επ’ αυτού οποιοδήποτε δικαίωμα φυσικού ή νομικού προσώπου. Εξάλλου η επίδικη εδαφική έκταση δεν είναι καταγεγραμμένη ως δημόσιο κτήμα, όπως προκύπτει από το με αριθμό 54235/29.6.2018 έγγραφο της Κτηματικής  Υπηρεσίας Πειραιά-Νήσων και Δυτικής Αττικής, ενώ το Ελληνικό Δημόσιο δεν αποδείχθηκε από τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία ότι νεμόταν την επίδικη έκταση με διάνοια κυρίου καθ’ οιονδήποτε χρονικό διάστημα. Με βάση τα ανωτέρω, οι ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου ότι το ίδιο είναι κύριο του επιδίκου ακινήτου, διότι το επίδικο κατά το έτος 1836 ήταν δασική έκταση και περιήλθε σ’ αυτό, επειδή δεν προσκομίσθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας του μέσα στη προβλεπόμενη από το Β.Δ της 16.11.1836 «περί ιδιωτικών δασών», ανατρεπτική προθεσμία ενός έτους ή διότι, ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι για την επικαρπία του οποίου δεν παρουσίασε έγγραφο «ταπί», το οποίο είχε εκδοθεί από την τουρκική εξουσία ή διότι το νεμόταν συνεχώς από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους ως «αείποτε αδέσποτο», είναι απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι και η ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε πρέπει ν’ απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, παρελκούσης κατόπιν τούτου, της έρευνας της αντένστασης που προέβαλαν οι ενάγουσες (περί κτήσης της κυριότητας με χρησικτησία κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου), αφού δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο αποτελεί δημόσιο κτήμα. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα, έστω και με ελλιπή αιτιολογία που συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας απόφασης (Κ.Πολ.Δ 535, ΑΠ 298/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), και δέχθηκε, ως βάσιμη κατ’ ουσία την αγωγή, αναγνωρίζοντας ότι οι ενάγουσες είναι συγκύριες κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου η κάθε μία του περιγραφομένου ανωτέρω επιδίκου γεωτεμαχίου δυνάμει εκτάκτου χρησικτησίας και  διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να καταχωριστούν οι ενάγουσες συγκύριες σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου στο ΚΑΕΚ …………… δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, απορρίπτοντας ως κατ’ ουσία αβάσιμους τους ισχυρισμούς και την ένσταση ιδίας κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου ούτε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και οι σχετικοί ως άνω λόγοι του εναγομένου, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι ουσιαστικά αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατόπιν αυτών, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της ήττας του,  στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρο 176, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), μειωμένα όμως κατ’ άρθρο  22 παρ. 1 Ν. 3693/1957 (το οποίο τυγχάνει εφαρμογής όταν επιδικάζεται δικαστική δαπάνη σε βάρος ή υπέρ του Δημοσίου), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και

Απορρίπτει κατ’ ουσία την από 23.10.2019 (αριθ.καταθ. ……/24.10.2019) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της υπ’ αριθ. 2835/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Καταδικάζει το εκκαλούν στα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις    21 Ιουλίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του δικαστικού πληρεξουσίου ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου των εφεσιβλήτων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ